Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Εορτή Αγίας Φεβρωνίας

Προὶξ τῇ γυναικῶν καλλονῇ Φεβρωνία.
Τομὴ κεφαλῆς· ὡς καλὴ σοι προὶξ γύναι!
Δῶκε δὲ Φεβρωνίη ξίφει αὐχένα εἰκάδι πέμπτῃ.

Βιογραφία
Η Αγία Φεβρωνία, ήταν περιζήτητη νύμφη για την σωματική της ομορφιά. Το ίδιο όμως έλαμπε και η αγνή ψυχή της. Για το λόγο αυτό σε ηλικία 17 ετών, επέλεξε το δρόμο της άσκησης και της εγκράτειας στο μοναστήρι όπου ηγουμένη ήταν η θεία της, Βρυένη και βρισκόταν στην Μεσοποταμία (στην πόλη της Νισίβεως, που λέγεται Αντιόχεια της Μυγδονίας και βρισκόταν στα σύνορα του Βυζαντινού και Περσικού κράτους).
Γρήγορα, παρά το νεαρό της ηλικίας της, προσαρμόσθηκε στους δύσκολους κανόνες της μοναχικής ζωής βρίσκοντας παράλληλα και χρόνο για να μελετά και να εμβαθύνει στις Θείες Γραφές. Έγινε δε υπόδειγμα ανάμεσα στις άλλες μοναχές για τη σύνεσή της το ζήλο της, την προθυμία της και το ταπεινό της φρόνημα.
Κατά τους χρόνους του μεγάλου διωγμού (288 μ.Χ.) που είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός κατά των Χριστιανών, ζούσε στην Ρώμη ένας νεανίας ονόματι Λυσίμαχος, ο οποίος προοριζόταν για έπαρχος μετά τον θάνατο του πατέρα του. Όμως, επειδή ο Διοκλητιανός είχε ακούσει ότι αυτός ο νεαρός σεβόταν τον Χριστό, απεφάσισε να τον στείλει στην Ανατολή, μαζί με τον κακότροπο θείο του, τον Σελήνο και πλήθος στρατιωτών, για να διώξουν τους Χριστιανούς. Πράγματι κατέφθασαν σε μια χώρα της Μεσοποταμίας, την Παλμύρα, και ο άσπλαχνος Σελήνος θανάτωνε πολλούς Χριστιανούς. Ο Λυσίμαχος λυπόταν πικρά για όλα αυτά, διότι η μητέρα του ήταν Χριστιανή και του είχε διδάξει να πιστεύει στον Χριστό. Γι’ αυτό και ανακοίνωσε κρυφά στον Πρίμο, που ήταν επικεφαλής των στρατιωτών, ότι είχε εντολή από την μητέρα του να μην θανατώσει κανέναν Χριστιανό και επειδή πονούσε η ψυχή του βλέποντας τον θείο του να εγκληματεί κατά των αθώων Χριστιανών, κατέπεισε τον Πρίμο να μην φυλακίζει Χριστιανούς και να ειδοποιούνται τα Μοναστήρια ώστε να κρύβονται οι μοναχοί και οι μοναχές για να μην τους βρίσκουν οι διώκτες.
Στη χώρα αυτή υπήρχε ένα γυναικείο Μοναστήρι με πενήντα μοναχές και Ηγουμένη την Βρυένη. Ανάμεσα στις αδελφές ήταν και μια πολύ ενάρετη μοναχή, η εικοσάχρονη Φεβρωνία, που ήταν ανιψιά της Βρυένης, πολύ ωραία και εύμορφη που στα μέρη εκείνα δεν υπήρχε ωραιοτέρα γυναίκα καί λέγεται ότι δεν ήταν δυνατόν να ιστορίσει ζωγράφος το κάλλος και την φαιδρότητα του προσώπου της. Γι’ αυτό και η Ηγουμένη Βρυένη την φύλαγε με φόβο και αγωνία από τους ασεβείς δίνοντάς της αυστηρότερο κανόνα νηστείας, μη χορταίνοντας καν τον άρτο και το νερό, με πολύ λιγοστό ύπνο που λάμβανε καθιστή ή χωρίς στρώμα καταγής, ώστε να βασανίζει το σώμα της, προσευχόμενη διαρκώς στον Θεό να απομακρύνει τον πειράζοντα διάβολο. Αναγινώσκοντας με επιμέλεια τις Θείες Γραφές επειδή ήταν εκ φύσεως φιλομαθής, κατηχώντας με την πολυμάθειά της και τις άλλες αδελφές, ακόμα και τις κοσμικές γυναίκες που ερχόντουσαν προς πνευματική ωφέλεια στο Μοναστήρι. Μια εξ’ αυτών των γυναικών ήταν η Ιερεία, κόρη ενός Συγκλητικού, που θαύμαζε την Φεβρωνία και πήγαινε στον παρθενώνα για να ακούσει τα θεία λόγια της. Συνεπαρμένη η Ιερεία από τις νουθεσίες της, κατέπεισε ακόμα και τους γονείς της να λάβουν το Βάπτισμα.
Όμως, εκείνο τον καιρό ήλθαν στη χώρα αυτή ο Σελήνος και ο Λυσίμαχος με τα στρατεύματά τους, αναγκάζοντας τους Χριστιανούς να κρυφθούν στα όρη και στις σπηλιές. Έτσι και οι μοναχές του Μοναστηριού ζήτησαν ευλογία για να κρυφτούν στους γύρω τόπους. Και η Ηγουμένη Βρυένη, τις επέτρεψε να πράξουν κατά το συμφέρον τους, κάνοντας όπως θέλουν. Μόνο η Φεβρωνία, αν και είχε ασθενήσει βαρύτατα από τον σκληρό αγώνα της, έλεγε: «Ζει Κύριος ο Χριστός μου, τον οποίο ενυμφεύθην και του αφιέρωσα την ψυχή μου. Δεν εξέρχομαι από τον τόπο τούτο, αλλ’ εδώ θα αποθάνω και θα ενταφιασθώ δια τον Δεσπότη μου». Η Ηγουμένη μένοντας μόνη στο Μοναστήρι μαζί με την Φεβρωνία και την αδελφή Θωμαΐδα, μπήκε στην Εκκλησία και προσευχόταν κλαίγοντας, φοβούμενη για την Φεβρωνία, μην την πάρουν οι στρατιώτες στο κριτήριο, επειδή ήταν πανέμορφη νέα και την εξαπατήσουν με κολακείες και την εξαναγκάσουν να προδώσει την ευσέβειά της. Κατόπιν αφού συμβούλεψαν την Φεβρωνία να προσέχει ώστε ότι και αν συμβεί να μην πλανηθεί με πλούτο που θα της τάξουν και να μην προδώσει την τιμή της, υπομένοντας τις πανουργίες για χάρη του Χριστού, ενθυμούμενη τους αγίους Μάρτυρες που έλαβαν δεινά και φρικτά βασανιστήρια και κολαστήρια για χάριν Εκείνου. Τότε η Φεβρωνία ανήγγειλε ότι δεν έφυγε από την Μονή, «επειδή ποθώ να αποθάνω δια τον Δεσπότη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του, δι’ αυτό παρέμεινα».
Το πρωί πληροφόρησαν κάποιοι τον Σελήνο για εκείνο το γυναικείο Μοναστήρι και ευθύς απέστειλε στρατιώτες για να συλλάβουν τις μοναχές. Αφού έσπασαν τις πόρτες και εισήλθαν βρήκαν μόνο τις τρεις και κάποιος στρατιώτης τράβηξε το ξίφος για να φονεύσει την Ηγουμένη. Η Φεβρωνία έπεσε στα πόδια του και του είπε: «Σας εξορκίζω στον Θεό, ο Οποίος κατοικεί στα ουράνια, να φονεύσετε πρώτα εμένα, για να μη δω τον θάνατο της κυρίας μου». Τότε μεσολάβησε ο καλός Πρίμος και παρότρυνε τις μοναχές να κρυφτούν για να μην τις βρουν οι στρατιώτες όταν ξαναέρθουν. Επιστρέφοντας ο Πρίμος στο Πραιτώριο, λέγει προς τον Λυσίμαχο: «Μεταβήκαμε στο Μοναστή­ρι, και είδα μία νεανίδα, της οποίας εθαύμασα το κάλλος. Μα τους θεούς, δεν είδα γυναίκα ωραιοτέρα, καί είναι πράγματι αξία δια σε». Του λέγει ο Λυσίμαχος: «έχω εντολή από την μητέρα μου, να μη κακοποιήσω Χριστιανό. Πώς λοιπόν να επιβουλευτώ τις δούλες του Χριστού; σε παρακαλώ λοιπόν να τις διαφυλάξεις στην ευσέβεια, ώστε να μη πέσουν στά χέρια του θείου μου».
Ένας όμως από τους κάκιστους εκείνους στρατιώτες ανήγγειλε στον Σελήνο, λέγοντας ότι βρήκαμε στο Μοναστήρι νεανίδα, η οποία όντως είναι ξένο θέαμα. Τότε θυμωθείς ο Σελήνος έστειλε στρατιώτες να φέρουν την νέα στο κριτήριο. Απελθόντες λοιπόν άρπαξαν αυτήν ως άγρια θηρία, την έδεσαν από τον λαιμό, καί την έσυραν. Η δε Ηγουμένη και η Θωμαΐς την προέτρεπαν να μη φοβηθεί τις βασάνους, να μη λυπηθεί το φθειρόμενο σώμα, το οποίο γίνεται στον τάφο άχρηστο καί σε βρώμα των σκωλήκων μετατρέπεται, αλλά είναι προτιμότερο να το παραδώσει σε μάστιγες και κολαστήρια για τον Κύριο, για να ζήσει μαζί του αιωνίως στον Παράδεισο.
Ελπίζοντας στον Θεό, η Φεβρωνία και έχοντας το θάρρος της στον Χριστό και την Θεοτόκο, υπεσχέθη να δείξει ανδρείο και γενναίο φρόνημα και αφού ζήτησε την ευχή τους, αναχώρησε οδεύοντας προς τον Μαρτύριο. Οι στρατιώτες πήραν την Αγία και την οδήγησαν στο θέατρο όπου είχε συναχθεί πλήθος κόσμου και όσοι την είδαν την συμπόνεσαν. Ο ηγεμόνας Σελήνος εντυπωσιασμένος από το κάλλος και την ευγένεια της Φεβρωνίας, της πρότεινε να λάβει σύζυγο τον Λυσίμαχο που θα γινόταν Έπαρχος και θα τους χάριζε όλο τον πλούτο του. Την απείλησε ότι αν δεν δεχθεί τον λόγο του, τρεις ώρες δεν θα την αφήσει ζωντανή. Του λέγει η Φεβρωνία: «Εγώ έχω στους ουρανούς παστάδα αχειροποίητο, νυμφώνα ακατάλυτο, προίκα την βασιλεία των ουρανών και Νυμφίο αθάνατο, γι’ αυτό δεν δύναμαι να συνοικήσω με άνθρωπο. Λοιπόν μη πλανάσαι, ούτε να κοπιάζεις με κολακείες και απειλές να με δοκιμάζεις, ότι δεν θέλεις με νικήσει ουδέποτε».
Ακούγοντας αυτά ο τύραννος θύμωσε, και προστάζει να εκδύσουν την Αγία και να την παραστήσουν γυμνή μπροστά σε όλους, για να ντραπεί την ασχημοσύνη της, να
ταλανίσει την αβουλία αυτής και την απείθεια, όταν συλλογισθεί από ποια λαμπρή δόξα σε πόση ατιμία κατήντησε. Όταν λοιπόν την εξεγύμνωσαν οι στρατιώτες και την παρέστησαν έτσι γυμνή, είπε προς αυτήν ο τύραννος: «Βλέ­πεις, Φεβρωνία, πόσων αγαθών εξέπεσες, και σε πόση περιέπεσες καταφρόνηση;» Και εκείνη απεκρίθη: «Ένας είναι ο Δημιουργός, ο οποίος μας έκαμε εξ αρχής άρσεν και θήλυ. Γι’ αυτό όχι μόνον υπομένω αυτήν την γύμνωση, αλλά και να κόψουν για τον Χριστό μου ένα έκαστον όλα τα μέλη μου, εάν με αξιώσει η χάρις Του να πάθω για την αγάπη Του δεινά κολαστήρια». Λέγει τότε ο τύραννος: «Αναίσχυντε και πάσης ατιμίας αξία, ξέρω πως κενοδοξείς για το κάλλος σου και το έχεις σε έπαινο να σε βλέπουν». Του λέγει η Αγία: «Ο Χριστός μου ξέρει, ότι έως την σήμερον δεν είδα χαρακτήρα ανδρός ουδέποτε, καί συ με λέγεις αναίσχυντο, αναίσχυντε όντως και άγνωστε. Όποιος θέλει να πολεμήσει σε αγώνα ολύμπιο, δεν παλεύει ενδεδυμένος με ιμάτια, αλλά γυμνός στον αγώνα συμπλέκεται, για να νικήσει τον αντίπαλο. Έτσι και εγώ είναι πρέπον να υπομείνω την γύμνωση, για να πολεμήσω με τον διάβολο τον πατέρα σου».
Θυμωθείς τότε ο ηγεμών πρόσταξε να απλώσουν την Αγία τέσσερις άνδρες, να ανάψουν φωτιά κάτω από αυτήν για να φλογίζεται και από πάνω να την χτυπούν δυνατά στη ράχη ανηλεώς άλλοι τέσσερις άνδρες. Καθώς λοιπόν την έδερναν ώρα πολλή οι άσπλαχνοι, ράντιζαν άλλοι με έλαιο το πυρ από κάτω, για να ανάβει ξανά και να την φλογίζει χειρότερα. Έτσι λοιπόν δεινώς βασανιζόμενης της Αγίας, εφώναζε ο λαός, και δεόταν λέγοντες: «Σπλαχνίσου, φιλάνθρωπε δικαστά, την νεανίδα». Αλλά αυτός ο άσπλαχνος δεν ήθελε καί πρόσταξε τους μαστιγώνοντας να την κτυπούν δυνατότερα. Και όταν είδε ότι έπεφταν στην γή οι σάρκες της καί φαινόταν σαν νεκρή, πρόσταξε να την ρίψουν παράμερα.
Όταν συνήλθε η Φε­βρωνία την εξέτασε πάλι ο αλιτήριος λέγοντας: «Πώς σου φαίνεται η πρώτη συμπλοκή, Φεβρωνία;» Εκείνη απεκρίθη: «γνώρισες με την πρώτη δοκιμή, ότι με την βοήθεια του Χριστού, έμεινα ανίκητος και καταφρονώ τις βασάνους σου». Τότε πάλιν είπε ο τύραννος: «κρεμάσατέ την στο ξύλο, και ξεσχίσατε δυνατά τα πλευρά της με σιδηρά νύχια, έπειτα καταφλέξετε τα ξεσχισμένα μέλη της έως τα οστά της».
Τοσούτο λοιπόν ξέσχισαν την Αγία, ώστε έπεφταν στην γή οι σάρκες της και το αίμα της έρεε
ποταμηδόν. Έπειτα φέρνον­τας τη φωτιά κατέκαιαν τα σπλάγχνα της. Εκείνη βλέποντας προς τον ουρανό παρακαλούσε τον Θεό να την ενδυναμώσει και σιώπησε, διότι καιγόταν από την φωτιά.  Τότε πολλοί από τους παρεστώτες έφυγαν λόγω της πολλής ωμότητας του ηγεμόνα, και οι υπόλοιποι τον παρακαλούσαν να την αποσύρουν από το πυρ και τους άκουσε σβήνοντας την φωτιά, αλλά την άφησαν κρεμασμένη και την ρωτούσε, εκείνη όμως δεν μπορούσε να αποκριθεί. Γι’ αυτό την κατέβασαν και  την έδεσαν στον πάσσαλο, και ο τύραννος κάλεσε γιατρό που τον πρόσταξε να κόψει την γλώσσα της για να την κάψουν, διότι δεν του απεκρίθη. Η Αγία έβγαλε ευθύς την εύλαλη γλώσσα της, και ένευσε του γιατρού να την κόψει κατά το πρόσταγμα του τυράννου. Και έλαβε ο γιατρός τον σίδηρο να την κόψει, αλλά ο λαός φώναξαν, δεόμενοι στον ηγεμόνα να τους κάμει την χάρη αυτή, να την αφήσει. Ο ανήμερος τότε πρόσταξε να αφήσουν την γλώσσα και να βγάλουν τα δόντια της. Άρχισε λοιπόν ο γιατρός να εκριζώνει τα δόντια και όταν ξερίζωσε τα δεκαεπτά, από τους πόνους και την αιμορραγία ολιγοψύχησε η Αγία και προτάσσει τον γιατρό ο τύραννος να παύσει, της έδωκε δε βότανο θεραπευτικό για να σταματήσει η ρύση του αίματος.
Τότε πάλι την ρωτά ο τύραννος: «τί λέγεις, Φεβρωνία; Προσκυνείς τους θεούς;» Εκείνη απεκρίθη: «γιατί δεν με θανατώνεις το γρηγορότερο, για να απέλθω προς τον αγαπημένο μου Χριστό, αλλά εμποδίζεις τον δρόμο μου;» Της λέγει ο τύραννος: «Εγώ θα αφανίσω δια πυρός και ξίφους το σώμα σου, αναίσχυντο γύναιο, καί θα ταπεινώσω την αλαζονεία σου». Τότε προστάσσει να κόψουν, φευ! τους μαστούς της, έπειτα να κάψουν με φωτιά το στήθος της. Η δε Αγία, παρακαλούσε τον Θεό να πάρει την ψυχή της. Και όταν έκαψαν και τους δύο μαστούς, κατέκαυσαν όλον τον τόπο του στήθους της και πέρνα η λαύρα του πυρός έως μέσα στα εντόσθια. Όσοι έβλεπαν όλα αυτά αναθεμάτιζαν τον τύραννο και τους θεούς του, ο δε παράνο­μος τύραννος κατέβασε την Αγία από τον πάσσαλο, για να της δώσει καί άλλη κόλαση, αλλά αυτή δεν μπορούσε ούτε καν να ομιλήσει, μόνον έπεσε σχεδόν νεκρή και άφωνος.
Τότε λέγει, ο Πρίμος προς τον Λυσίμαχο: «Γιατί να απολεσθεί αυτή η ωραιότατη κόρη έτσι ασπλάγχνως;» Και ο Λυσίμαχος είπε: «Για πολλών σωτηρία, ίσως δε και εμού αυτού, την αφήκα να βασανισθεί, για να λάβουν και άλλοι πολλοί από αυτήν καλό υπόδειγμα». Η δε Ιερεία, όταν είδε, ότι ο αλιτήριος Σελήνος σκεπτόταν να υποβάλει την Φεβρωνία και σε άλλα βασανιστήρια, στάθηκε ενώπιόν του και τον έβρισε λέγουσα: «Δεν χόρτασες σε τόσα κακά οπού έκαμες αυτής της Αγίας κόρης, απάνθρωπε; ούτε θυμήθηκες τα μέλη της μητρός που θήλασες, η οποία κακώς σε γέννησε, αλλά έδειξες τόση ασπλαχνία σ’ αυτήν την ταπεινή; Εύχομαι να μη σε συγχωρήσει ο ουράνιος Βασιλεύς, αλλά να σε παιδεύσει σε τούτον τον κόσμο και στον μέλλοντα». Αυτά ακούγοντας ο άδικος δικαστής θύμωσε, και πρόσταξε να την δέσουν και αυτήν ως κατάδικο, για να την παιδεύσουν, διότι τον έβρισε. Εκείνη εισήλθε στο στάδιο χαίρουσα και έλεγε: «Κύριε μου Ιησού Χριστέ, δέξαι και εμέ την ταπεινή μετά της κυρίας μου Φεβρωνίας». Τότε οι φίλοι του Σελήνου τον συμβούλευσαν να μη κακοποιήσει δημοσία την Ιερεία, επειδή όλο το πλήθος μαρτυρεί μετ’ αυτής, καί όλη η πόλη απολείται.
Ο τύραννος, δεν τόλμησε να της κάνει τίποτα και μη δυνάμενος να την εκδικηθεί, πρόσταξε να κόψουν τα χέρια της Φεβρωνίας και το ένα πόδι για το πείσμα της Ιερείας. Έκοψαν λοιπόν καί τα δύο χέρια της Μάρτυρος. Όταν έκοπτε το πόδι ο δήμιος από τον αστράγαλο, δεν πέτυχε ο πέλεκυς την άρθρωση και την κτύπησε τρεις φορές, έως ότου να τον κόψει ο άσπλαχνος’ γι’ αυτό όλο το σώμα της μακαρίας συγκλονίσθηκε από τον πόνο. Και επειδή αισθανόταν μεγάλους πόνους καί άρρητη κάκωση, άπλωσε και τον άλλο πόδι, και το έβαλε στο ξύλο να το κόψει και αυτό, για να ξεψυχήσει και να μη βασανίζεται. Τούτο βλέποντας ο άδικος δικαστής, σκλήρυνε περισσότερο, λέγοντας: «Βλέπετε πόση δύναμη έχει αυτή η αναίσχυντη»; Έπειτα είπε προς τον δήμιο: «Κόψε το και αυτό». Όταν έκοψαν και το άλλο πόδι, είπε προς τον Σελήνο ο Λυσίμαχος. «Ας πάμε να γευματίσουμε, καί άφες αυτήν την ταλαίπωρη, επειδή τόσες κολάσεις της έδωκες». Ο δε απεκρίθηκε: «Δεν πηγαίνω, μα τους θεούς, έως να παραδώσει το πνεύμα της». Αφ’ ου λοιπόν έκαμαν ώρα πολλή, καί ψυχορραγούσε πλέον η Αγία, ρώτησε τους δήμιους λέγοντας:
«ακόμη ζει αυτή η τρισκατάρατη»; Οι δε είπαν: «ναι». Τότε προστάσσει ο δυσσεβέστατος να κόψουν την αγία της κεφαλή. Παίρνοντας λοιπόν την σπάθη ο δήμιος και κρατώντας από την κόμη την Αγία, έκοψε την τιμία της κεφαλή την κε’ (25) του Ιουνίου.
Αφού ο παράνομος τύραννος τελείωσε το θέλημά του πήγε να φάγει. Ο Λυσίμαχος έμεινε μέσα
περίλυπος, καί έχυνε δάκρυα από καρδίας για την Μάρτυρα, την οποία δεν άφησε τους Χριστια­νούς να αρπάσουν για να μοιρασθούν το τίμιο λείψανό της, αλλά πρόσταξε τους στρατιώτες να το φρουρούν, για να της κάμει πολλή τιμή, να την ενταφιάσει σώα καί ανελλιπή στο άγιο Μοναστήρι της. Αυτά αφού πρόσταξε δεν πήγε στο γεύμα, αλλά κλείσθηκε στο δωμάτιό του, καί εθρήνει της Φεβρωνίας τον θάνατο. Ο δε Σελήνος, ο θείος του, ακούγοντας ότι πικραινόταν ο Λυσίμαχος, δεν έφαγε ούτε αυτός, αλλά έμεινε με πολλή αδημονία περίλυπος. Και περιπατώντας ανήσυχος από το ένα μέρος του παλατιού στο άλλο, απώλεσε τάς φρένας του, και κοιτάζοντας προς τον ουρανό εξέβαλλε φωνές ατάκτους και σαν ταύρος εμυκάτο, έκανε δε μερικά σημεία σαν των δαιμονιζομένων καί εμαίνετο’ έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολώνα και κακώς ετελειώθη για την αδικοκρισία, την οποία κατά της δικαίας κόρης ετέλεσε.
Τότε έγινε στο πραιτώριο σύγχυση, τρέχοντας όλοι να δούνε τον κακό του θάνατο. Πήγε καί ο Λυσίμαχος και έσεισε την κεφαλή του ώρα πολλή, λέγοντας: «Μέγας ο Θεός των Χριστιανών, ο οποίος εξεδίκησε το δίκαιο αίμα της Φεβρωνίας, που εχύθη αδίκως». Κατόπιν προσκάλεσε τον Πρίμο καί του λέγει να κανονίσει τα περί της ταφής της Αγίας: «.στείλε πανταχού κήρυκας να διαλαλήσουν, να συναχθούν Χριστιανοί χωρίς φόβο ή δειλία. Καί όταν ο κόσμος συναχθεί, ας σηκώσουν ευλαβώς οι στρατιώτες το άγιο λείψανο να το μεταφέρουν στο Μοναστήρι της Βρυένης.». Τότε ο Πρίμος τέλεσε όσα πρόσταξε ο Λυσίμαχος, και σήκωσαν οι καλύτεροι στρατιώτες το άγιο λείψανο, αυτός δε ο Πρίμος κράτησε την τιμία κεφαλή, τα χέρια, τα πόδια και τα άλλα μέλη στην χλαμύδα του με ευλάβεια. Και πηγαίνοντας στο Μοναστήρι συνέτρεχε πλήθος του λαού αναρίθμητο.
Φθάσαντες εκεί μετά βίας, απέθεσαν το άγιο λείψανο στην Εκκλησία, η δε Βρυένη όταν είδε έτσι κατακεκομμένο το σώμα της Μάρτυρος, λιγοψύχησε και έπεσε στην γη, και μετά από ώρα πολλή σηκώθηκε και το αγκάλιασε λέγουσα. «Ουαί μοι, θύγατερ ότι σήμερα στερηθήκαμε της γλυκύτατης παρουσίας σου και δεν έχομε άλλον διδάσκαλο να μας αναγινώσκει τις βίβλους τόσο επιμελέστατα». Τότε ήλθαν και οι άλλες Μοναχές κλαίοντας’ αλλά περισσότερο από αυτές θρηνούσε η ευλαβής Ιερεία λέγουσα: «Οίμοι, γλυκύτατη μου Φεβρωνία, ποια αμοιβή να σου δώσω, για την μεγίστη ευεργεσία, οπού μου έκαμες να με εξαγάγεις από το σκότος της αγνωσίας, πάνσοφε; Ας προσκυνήσω τους αγίους πόδας σου, που επάτησαν την κεφαλή του όφεως’ ας φιλήσω τις πληγές των αγίων μελών σου, γιά των οποίων η ψυχή μου ιάθη’ ας στεφανώσω με άνθη εγκωμίων την σεβασμία κορυφή σου, η οποία έστεψε το γένος μας με το κάλλος των αγώνων σου». Αυτά και άλλα πολλά έλεγαν οι αδελφές οι οποίες έκαμαν αγρυπνία ολονυκτία ιστάμενοι έως το πρωί, με υμνωδίες τω Κυρίω ψάλλοντες.
Ο δε Λυσίμαχος είπε προς τον κόμητα. «Εγώ, αγαπημένε μου, Πρίμε, από την σήμερον αποτάσσομαι την πλάνη του πατρός μου, με όλη την περιουσία του, και πιστεύω στον Δεσπότη μου Ιησού Χριστό». Του λέγει ο Πρίμος· «το όμοιον κάμνω και εγώ, κύ­ριέ μου. Αναθεματίζω τον Διοκλητιανό με όλους του τους θεούς, και υποτάσσομαι τω Χριστώ εξ όλης καρδίας μου». Τότε λοιπόν επήγαν μαζί στο Μοναστήρι με πλήθος λαού αναρίθμητο, και φέ­ροντες το γλωσσόκομο έθεσαν σ’ αυτό το τίμιο λείψανο, και έβα­λαν όλα τα άγια μέλη καθ’ ένα στον τόπο του, ήτοι την κεφαλή, τα χέρια καί τα πόδια, τους δε οδόντας έθεσαν στο στήθος της, και ευωδιάσαντες αυτό με μύρα και αρώματα, το έβαλαν σε τόπο επίσημο, δοξάζοντες και ευχαριστούντες τον Κύριο. Και πολύ πλήθος Ελλήνων-ειδωλολατρών επίστευσαν τω Χριστώ και εβαπτίσθησαν. Ομοίως ο Πρίμος και ο Λυσίμαχος εβαπτίσθησαν και αρνήθησαν τον κόσμο τελείως, ούτε επέστρεψαν στον δυσσεβή βασιλέα, αλλά επήγαν στον Αρχιμανδρίτη Μαρκελλίνο, και τους έκαμε Μοναχούς, και ετελείωσαν την ζωή των ασκητικώς, με πολιτεία θεάρεστη. Εβαπτίσθησαν δε και πολλοί στρατιώτες, καί τελείωσαν τον βίο θεάρεστα. Ομοίως και η
συγκλητική Ιερεία με τους γονείς της απηρνήθησαν τον κόσμο και εκουρεύθησαν στο Μοναστήρι, στο οποίο αφιέρωσαν όλο τον πλούτο τους. Η δε μακαρία Ιερεία παρεκάλεσε την Βρυένη, λέγουσα: «Δέ­ομαί σου, μήτερ και δέσποινα, να με έχεις αντί της Φεβρωνίας υποτακτική για να εκτελώ όλα σου τα προστάγματα». Εξώδευσε δε την προίκα της όλη στο Ναό ιερώς η Ιερεία και τον στόλισε’ και τα χρυσά και αργυρά της κοσμήματα έλυσε καί χρύσωσε της μακαρίας Φεβρωνίας το γλωσσόκομο, στο οποίο εγίνοντο θαυμάσια άπειρα. Και μάλιστα την ημέρα της εορτής αυτής, όταν έψαλλαν οι Μοναχές την αγρυπνία, εφαίνετο και αυτή στο μέσον αυτών περί το μεσονύκτιο, και έστεκε στον τόπο της, έως την τρίτη ευχή και την έβλεπαν όλες οι Μοναχές, αλλά δεν ετόλμα καμία να την αγγίξει ή να την ρωτήσουν ολότελα. febronia martyrΌταν τον πρώτο χρόνο, οπού την είδαν, εφοβήθησαν όλες οι Μοναχές, και ποσώς δεν την επλησίασαν. Η δε Ηγουμένη φώναξε: «ιδού η Φεβρωνία, το τέκνο μου». Και μόλις εσίμωσε να την αγκαλιάσει έγινε άφαντος. Γι’ αυτό από τότε δεν ετόλμα καμία να την πλησιάσει, μόνο την έβλεπαν και έκλαιαν από την χαρά σ’ αυτήν την θαυμάσια οπτασία.
Όταν ο  Επίσκοπος εκείνης της πόλεως έκτιζε έξι χρόνους ναό περικαλλή στο όνομα της Αγίας Φεβρωνίας, καί όταν τον τελείωσε, επήγαν όλοι οι Επίσκοποι στο Μοναστήρι, να ζητήσουν το άγιο λείψανο της Αγίας, για να το φέρουν στον νέο Ναό. Η δε Ηγουμένη και όλες οι αδελφές, έπεσαν στα πόδια των Επισκόπων μετά δακρύων παρακαλώντας να μην τις υστερήσουν αυτό τον θησαυρό. Η δε Ηγουμένη κατέληξε ότι «.αν αυτό το έργο αρεστό της Αγίας και της αγιοσύνης σας, τίς είμαι εγώ να το εμποδίσω; υπάγετε λοιπόν και σηκώσατέ την, εάν είναι Θεού θέλημα».
Τότε επήγαν οι Αρχιερείς στον τάφο της Μάρτυρος, και αναγίνωσκαν τις ευχές να σηκώσουν το γλωσσόκομο. Όταν επλήρωσαν την ευχή οι Επίσκοποι και άπλωσαν τα χέρια να σηκώσουν το άγιο λείψανο, γίνεται ευθύς στον αέρα βροντή μεγάλη και φοβερά τόσο, ώστε έπεσαν κατά γης όλοι έντρομοι. Και πάλι όταν πέρασε λίγη ώρα και συνήλθαν από τον φόβο, ξαναδοκίμασαν να το σηκώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν διότι τόσο μέγας και φοβερός σεισμός έγινε, ώστε φαινόταν ότι ήθελε να πέσει όλη η πόλη. Τότε εγνώρισαν όλοι, ότι δεν ήθελε η Αγία να φύγει από το Μοναστήρι. Με θαυμαστό τρόπο, επέτρεψε μόνο να δοθεί ένα δόντι της στον Επίσκοπο και τον έθεσαν στο Άγιο Θυσιαστήριο του νέου Ναού όπου και εποίησε πολλά θαυμάσια. Τυφλοί ανέβλεπαν, χωλοί ανωρθούντο, περιπατούσαν παράλυτοι, οι δαίμονες από τους ασθενείς εδιώκοντο. Τούτο παντα­χού ακούοντες, συνέτρεχαν όλοι από πάσης χώρας και πόλεως φέροντες τους αρρώστους, άλλους με τους κραββάτους, και άλλους σε άλογα ζώα φορτωμένους, και όλοι εθεραπεύοντο. Και δεν έπαυσαν ποτέ οι θαυματουργίες, ότι όχι μόνον τότε, αλλά και κάθε καιρό κάμνει σε όλους θαυμάσια ο φιλάνθρωπος και υπεράγαθος Θεός, ο οποίος δόξασε την πανένδοξο και καλλίνικο αυτού Οσιομάρτυρα. Καθώς και αυτή η αείμνηστος και πολύαθλος εδόξασε αυτόν με τον αγώνα της φρικτής εκείνης αθλήσεως.
Ἀπολυτίκιον  (Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα)

Ὡς τῆς ἀσκήσεως ῥόδον ἡδύπνευστον, ὀσμὴν ἀθλήσεως τῷ κόσμῳ ἔπνευσας, εἰς ὀσμὴν μύρων τοῦ Χριστοῦ δραμοῦσα ἀσχέτῳ πόθῳ· ὅθεν ὡς παρθένον σὲ καὶ ὁσίαν καὶ μάρτυρα, θαυμαστῶς ἐδόξασε Φεβρωνία ὁ Κύριος, ᾧ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων· χαῖρε σεμνὴ ὁσιομάρτυς.


ΠΗΓΗ: santafebronia 

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014


ΕΚΔΡΟΜΗ
Τη Δευτέρα 23 Ιουνίου  η φιλόπτωχος αδελφότης θα πραγματοποιήσει απογευματινή προσκυνηματική εκδρομή στην  Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος - Σαγματά στη Βοιωτία, όπου και ευρίσκονται το παρεκκλήσι και η έκθεση του Αγίου Λουκά του Ιατρού, Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας.
Η αναχώρηση θα γίνει από τον Ιερό Ναό Αγ. Παρασκευής Κορωπίου, στις 3.30 το μεσημέρι και η επιστροφή αναμένεται να είναι περίπου στις 9.00 το βράδυ.
Η τιμή συμμετοχής είναι 15 ευρώ.
 Για περισσότερες πληροφορίες και δηλώσεις συμμετοχής παρακαλούμε απευθυνθείτε στον Ιερό Ναό ( τηλ. 210 6622057 ).                                                                                                                           
Εκ του Ι. Ναού.

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2014

Επίσκεψη στις γυναικείες φυλακές Ελεώνα Θηβών

Την Πέμπτη 26  Ιουνίου 2014 η Σύναξη Νέων της Αγίας Παρασκευής Κορωπίου θα πραγματοποιήσει επίσκεψη στις γυναικείες φυλακές Ελαιώνος Θηβών. Η επίσκεψη θα γίνει πρωί  και υπάρχει διαθέσιμη μία θέση ακόμα. Όποιος ενδιαφέρεται να έρθει,  να το δηλώσει έγκαιρα μαζί με τα στοιχεία του (Ονοματεπώνυμο, πατρώνυμο, ΑΔΤ, ΑΤ  έκδοσης)  έως την ερχομένη Τετάρτη το μεσημέρι. Θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας.
Εκ του Ιερού Ναού,
π.  Σπυρίδων  Ροϊνάς

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2014

Ιερά Αγρυπνία προς τιμήν τού Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας του Ιατρού


Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος: Ἐγκύκλιος 99η

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ & ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Πρωτ. 707
Ἀριθμ.
Διεκπ. 438/28-5-2014                                             Κυριακὴ Ἁγίων Πατέρων, 1 Ἰουνίου 2014
  
Ε Γ Κ Υ Κ Λ Ι Ο Σ 99Η
Πρὸς τοὺς εὐλαβεῖς ἐφημερίους
καὶ τὸν εὐσεβῆ λαὸ τῆς καθ’ ἡμᾶς ἱερᾶς Μητροπόλεως

Ἀγαπητοὶ πατέρες καὶ ἀδελφοί,
Τέλειωσε γιὰ φέτος ἡ ἀναστάσιμη περίοδος, καὶ ζοῦμε πλέον μὲ τὴν προσδοκία τῆς Πεντηκοστῆς. Ἡ ψυχή μας παλινδρομεῖ ἀνάμεσα στὴ χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καὶ στὴν ἐλπίδα τῆς χάριτος τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. «Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἓνεκεν». Εὔχομαι σὲ ὃλους πλούσια τὴν εὐλογία τοῦ Παρακλήτου. Ἤδη παρῆλθε καὶ ἡ ἐκκρεμότητα τῶν ἐκλογῶν τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης καὶ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Κοινοβουλίου, καὶ ὃπως πάντα τὴν ἔνταση τῶν μεταξύ μας διαιρέσεων τὴν διαδέχεται τώρα ἡ πρόκληση τῆς ἑνότητος καὶ κοινῆς προσπάθειας, ὥστε ὃλοι μαζὶ νὰ ἀντιμετωπίσουμε τὴν ἐπίθεση τῆς δυσβάσταχτης πλέον καθημερινότητος. Εἶναι τόσο δύσκολα τὰ προβλήματά μας, ποὺ ἲσως αὐτοὶ ποὺ ἔχασαν στὶς ἐκλογὲς θὰ πρέπει νὰ νοιώθουν περισσότερο ἀνακουφισμένοι ἀπὸ ὃσους κέρδισαν. Ἐμεῖς εὐχόμαστε καλὴ δύναμη καὶ ἐπιτυχία στὴν ἀποστολή τους.
Εἶμαι βέβαιος ὃτι οἱ ἐκλεγμένοι ἐκπρόσωποι τῶν τοπικῶν κοινωνιῶν μὲ ἀνανεωμένο τὸν ἐνθουσιασμό τους θὰ κάνουν ὃ,τι καλύτερο μποροῦν ὃλοι μαζὶ γιὰ νὰ ἀνακουφίσουν τὸν τσακισμένο ἀπὸ τὴν γενικευμένη κρίση λαό μας. Κι ἐμεῖς ὡς Ἐκκλησία, στὸ μέτρο ποὺ μᾶς ἀναλογεῖ καὶ στὸν βαθμὸ ποὺ θὰ μᾶς ζητηθεῖ, θὰ στηρίξουμε κάθε καλὴ προσπάθεια μὲ ὃλες μας τὶς δυνάμεις. Ἡ συνεργασία ὃλων μας εἶναι κυρίως σήμερα καὶ ἀναγκαία καὶ τεράστια σὲ δύναμη.
Ἡ περασμένη ὃμως Κυριακὴ σφραγίσθηκε καὶ ἀπὸ ἓνα ἄλλο σημαντικὸ γεγονὸς ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος: τὴ συνάντηση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη μας κ. Βαρθολομαίου μὲ τὸν Πάπα Ρώμης κ. Φραγκίσκο στὰ Ἱεροσόλυμα, μπροστὰ στὸν Πανάγιο Τάφο, 50 χρόνια μετὰ τὴν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων.
 Τὰ ΜΜΕ πρόβαλαν τὸ γεγονὸς καὶ μίλησαν γιὰ ἀγάπη, συμφιλίωση, συγχωρητικότητα, ἀμοιβαία κατανόηση καὶ πρόοδο στὶς σχέσεις τῶν ἐκκλησιῶν. Κάποιες ἄλλες φωνὲς ἔκαναν λόγο γιὰ προδοσία τῆς πίστης, συμβιβασμὸ καὶ ὑποταγὴ σὲ ὑποδείξεις τῆς νέας ἐποχῆς καὶ τοῦ παγκόσμιου συγκρητισμοῦ.
Ἐπειδὴ πιθανὸν ὃλα αὐτὰ νὰ ἐκφράζουν τὸ καθένα ξεχωριστὰ μέρος τῆς ἀλήθειας ἀλλὰ καὶ ἀπὸ μόνα τους νὰ σκεπάζουν τὸ μυστικό της ἢ καὶ νὰ ὁδηγοῦν τὸν λογισμό μας καὶ τὸ αἲσθημα τῆς πίστεως σὲ λάθος κατευθύνσεις, θεώρησα ὃτι ἔπρεπε νὰ ἐπικοινωνήσω μαζί σας μὲ τὴν πνευματική εὐθύνη μου ὡς ἐπισκόπου τῆς περιοχῆς μας.
Ποιός θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυριστεῖ ὃτι ἡ ἀγάπη, ἡ συγχώρηση καὶ ἡ συμφιλίωση εἶναι ἔννοιες ποὺ ἀντιβαίνουν στὴν εὐαγγελικὴ ἀλήθεια; Σὲ τί ἆραγε θὰ βοηθοῦσε τὸ νὰ συντηροῦνται ἀναθέματα μιᾶς περίπου χιλιετίας, ποὺ στὴν οὐσία στέρησαν τὴν κοινωνία καὶ ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ ἱερὸ σῶμα τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἑκατομμύρια ἀνυποψίαστους πιστοὺς τοῦ Δυτικοῦ κυρίως κόσμου γιὰ ὁλόκληρους αἰῶνες μέχρι σήμερα; Ἀπὸ τὴν ἄλλη, πῶς νὰ ἀρνηθοῦμε ὃτι τὸ φοβερὸ σχῖσμα τοῦ 11ου αἰῶνος ὁδήγησε σὲ μία ἀνεξέλεγκτη παραγωγὴ αἱρετικῶν δοξασιῶν καὶ διδασκαλιῶν ποὺ διαπότισαν ὁλόκληρη τὴ ζωὴ τοῦ δυτικοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τελικὰ παραμόρφωσαν τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἀλλοίωσαν τὸ ἦθος τῆς πίστεως καὶ ἀποδόμησαν τὴν α-σθηση τοῦ μυστηρίου; Πῶς νὰ ἀρνηθοῦμε τὸ ἀποτέλεσμα, ποὺ ἦταν ἡ πίστη νὰ ἔχει ἐκφυλιστεῖ σὲ παραδοχὴ χριστιανικῶν ἀπόψεων, ἡ κοινωνία τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὰ κοινωνικὰ ἔργα, ἡ Ἐκκλησία νὰ ἔχει καταντήσει θρήσκευμα, ἡ θεολογία στοχασμός, καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ φραστικὸ ἐπιχείρημα δίχως οὐσιαστικὸ ἀντίκρυσμα;
Δὲν θὰ ἀδικούσαμε τὴν ἀλήθεια, ἂν λέγαμε ὃτι ἡ Δύση μετὰ τὴν διακοπὴ τῆς κοινωνίας της μὲ τὶς Ἐκκλησίες τῆς Ἀνατολῆς, καὶ στὴν οὐσία τὴν ἀπόσχισή της ἀπὸ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, ἀποξενώθηκε, ἀναπόφευκτα ὁδηγήθηκε σὲ πλάνες, νόθευσε τὴν πίστη καὶ ὡς ὁμολογία καὶ ὡς βίωμα καὶ ἀποδυνάμωσε τὴν ἐνέργεια τῆς χάριτος, ἀφοῦ τὴν ἀντικατέστησε μὲ τὸν ἠθικὸ ἀγῶνα. Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος ποὺ ἅγιοι ὃπως ὁ Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς ἀγωνίστηκαν τόσο γιὰ νὰ τονίσουν τὴ διαφορὰ τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπὸ τὶς παπικὲς κακοδοξίες. Ἀπόδειξη δὲ ὃτι ἡ Δύση ἀνυποψίαστη κολυμπάει μέχρι σήμερα μέσα σὲ μιὰ θάλασσα ἀλλοιωμένου ἤθους, πλανῶν καὶ αἱρετικῶν δοξασιῶν εἶναι ὃτι δυσκολεύεται νὰ κατανοήσει τοὺς παραπάνω θεολόγους ἁγίους, ἀλλὰ καὶ τὴν Ὀρθοδοξία, μὲ συνέπεια ἡ ἐπικοινωνία μας νὰ ἀπαιτεῖ ἀτέρμονες διαλόγους μὲ ἀμφίβολο ἀποτέλεσμα. Γι΄ αὐτὸ καὶ πρώτιστη εὐθύνη μας δὲν εἶναι νὰ ἀντιπαρατεθοῦμε ἐμπαθῶς καὶ νὰ καταδικάσουμε τοὺς κληρονόμους τῆς κακοδοξίας, ἀλλὰ μὲ ἀγάπη, πόνο καὶ ταπείνωση νὰ ὁμολογήσουμε καὶ νὰ καταστήσουμε ἐνεργὸ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μέσα μας.
Αὐτὸ ποὺ στὴν οὐσία μᾶς χωρίζει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν εἶναι ἡ διεκδίκηση κάποιου πρωτείου, οὔτε οἱ θλιβερὲς συνέπειες ἱστορικῶν ἐκτροπῶν ὃπως οἱ Σταυροφορίες, οὔτε ἀκόμη καὶ τὰ βαθειὰ τραύματα ποὺ προκαλεῖ μέχρι σήμερα ἡ ὀργανωμένη ἐξαπάτηση τῆς Οὐνίας, οὔτε ἲσως οἱ διαφορετικοὶ τύποι κάποιων λειτουργικῶν καὶ μυστηριακῶν πράξεων. Αὐτὰ ὃλα βεβαίως εἶναι μεγάλα ἀτοπήματα ποὺ προκάλεσαν βαθύτατα τραύματα, τὰ ὁποῖα ὃμως θὰ μποροῦσαν κάπως νὰ διευθετηθοῦν μέσα στὴν Ἐκκλησία μας. Γι’ αὐτὸ καὶ πρωτοβουλίες συγχώρησης πρὸς αὐτὴ τὴν κατεύθυνση εἶναι ὁπωσδήποτε εὐλογημένες, ἐφόσον δὲν προσβάλλουν τὴν ἀκεραιότητα τοῦ Ὀρθοδόξου ἤθους καὶ δόγματος. Τὸ χειρότερο εἶναι ὃτι λέξεις ὃπως μυστήριο, χάρις, ταπείνωση, πίστη, ἀγάπη, ἀλήθεια, θεολογία ἀπογυμνώθηκαν ἀπὸ τὸ πνευματικό τους νόημα, στέγνωσαν ἀπὸ περιεχόμενο καὶ ἐκφυλίστηκαν σὲ ἐκκοσμικευμένες ἐκφράσεις μὲ θρησκευτικὸ ἐπίχρισμα. Καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ παραμόρφωσε ἡ αἵρεση τῆς Δύσης καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου ἀσχήμισε ὡς συνέπεια.
Πῶς λοιπὸν αὐτὰ νὰ τὰ παραγνωρίσουμε; Οὔτε μποροῦμε οὔτε πρέπει. Δίπλα ὃμως σὲ ὃλα αὐτὰ ὑπάρχει μιὰ τραγικὴ ἀλήθεια. Ἐξίσου τραγικὴ πρὸς τὴν πλάνη τῆς Δύσεως εἶναι καὶ ἡ ἐκτροπὴ τῆς Ἀνατολῆς. Ἡ Δύση ἔχασε τὴν πίστη της. Ἡ Ἀνατολὴ μέχρι σήμερα κρατᾶ μὲν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀλλὰ διερωτῶμαι πόσο ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι τὴν ζοῦμε. Κι ἂν ἡ ζωή μας εἶναι ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη πίστη μας, μήπως τελικὰ εἲμαστε χειρότεροι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐπειδὴ τὴν ἔχασαν, τὴν ἀγνοοῦν; Ἀντὶ νὰ φωνάζουμε σὲ ὑβριστικοὺς τόνους κατὰ τῶν Δυτικῶν, μήπως θὰ ἔπρεπε στόχος τοῦ ἐλέγχου μας νὰ εἶναι ὁ ἑαυτός μας; Ἀλήθεια, σὲ τί ὠφελεῖ ὃταν ὑποστηρίζουμε μιὰ πίστη ποὺ δὲν τὴν ἐπιβεβαιώνει ἡ ζωή μας; Τί καλὸ ἔχει ἓνας δριμὺς ἔλεγχος τῶν ἄλλων ποὺ ἔτσι γεννήθηκαν κι ἔτσι μορφώθηκαν, ὃταν δὲν ὑπάρχει ἓνας ἀντίστοιχος ἔλεγχος γιὰ τὴ δική μας ἀσυνέπεια; Σὲ τελικὴ ἀνάλυση, ἲσως αὐτὸ ποὺ κυρίως χρειάζεται στὶς διαχριστιανικὲς σχέσεις, δὲν εἶναι ὁ ἀδυσώπητος ἔλεγχος τῆς «Δυτικῆς πλάνης», οὔτε οἱ πληθωρικὲς ἐκδηλώσεις ἀνώριμης φιλίας, ὃσο ἡ εὐθαρσὴς ὁμολογία τῆς Ὀρθόδοξης πίστης μας καὶ ἡ ταπεινὴ πρόσκληση πρὸς τοὺς Δυτικούς, μήπως τελικὰ αὐτοὶ ζήσουν μὲ περισσότερη συνέπεια ὃ,τι ἐμεῖς κρατήσαμε ὡς πίστη, ἀλλὰ δὲν ἐπιβεβαιώσαμε μὲ τὴ ζωή μας, ὃ,τι αὐτοὶ ἀγνοοῦν ὡς ἦθος καὶ διδασκαλία, ἀλλὰ ἐνδεχομένως ἀναζητοῦν ὡς ἀλήθεια.
Αὐτὸ ποὺ χρειαζόμαστε εἶναι ἡ ἐν ταπεινώσει ἑνότητα τῶν Ὀρθοδόξων καὶ ἡ ἐν ἀγάπῃ ὁμολογία μας στὸν κόσμο τῶν ἑτεροδόξων. Ὄχι τόσο ὁ ἔλεγχος τῶν ἄλλων γιὰ τὶς πλάνες τους, ὃσο ἡ δική μας μετάνοια γιὰ τὸ ἔλλειμμα τῆς βιωμένης μαρτυρίας μας. Ἂν δὲν βλέπουν τὴ διαφορὰ στὴ ζωή μας, τότε πῶς νὰ τὴν ἀναγνωρίσουν στὰ δόγματά μας;
Ἂν ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ Δύση δὲν ὁμολογήσει ταπεινὰ τὴ δογματικὴ ἐκτροπή της καὶ δὲν αἰσθανθεῖ τὴν ἀνάγκη τῆς ἐπιστροφῆς της «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν», ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ δὲν ζήσει τὴν εὐλογία τοῦ θεολογικοῦ πλούτου της ὡς εὐθύνη, ἀλλὰ καὶ δὲν διακρίνει τὴν ἀνάγκη τῆς μετανοίας γιὰ τὴν ἀσυνεπῆ μαρτυρία της, τότε οἱ διάλογοι, οἱ πρόωρες συμπροσευχὲς καὶ οἱ κοινὲς συναντήσεις θὰ ἔχουν χαρακτήρα μόνο κοσμικὸ καὶ ἐπικοινωνιακό, ἐνῶ στὴν οὐσία θὰ βαθαίνουν τὴ σύγχυση καὶ θὰ ἀπομακρύνουν ὃλους μας ἀπὸ τὴν μία καὶ σώζουσα ἀλήθεια.
 Ἀδελφοί, «γρηγορεῖτε, στήκετε ἐν τῇ πίστει, ἀνδρίζεσθε, κραταιοῦσθε, πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω» (Α΄ Κορ. ιστ΄ 13, 14).
Μετ’ εὐχῶν καὶ πολλῆς τῆς ἐν Κυρίῳ ἀγάπης
  
† Ὁ Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς Νικόλαος

Υ.Γ.: Ἡ κοινοποίηση τῆς παρούσης, ἡ ὁποία ὑπάρχει ἀναρτημένη στὴν ἱστοσελίδα τῆς Μητροπόλεως www.imml.gr, ἐπαφίεται στὴν κρίση τῶν κατὰ τόπους ἐφημερίων καὶ Ἀρχιερατικῶν Ἐπιτρόπων.


ΠΗΓΗ: imml.gr