Τετάρτη 31 Ιουλίου 2013

Εσπερινή Λειτουργία στον Ι.Ν. Αγ. Αναργύρων

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ

Το Σάββατο 3 Αυγούστου 2013 στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Κορωπίου, στις 06.30 μ.μ. θα τελεσθεί Εσπερινός χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτου Μεσογαίας & Λαυρεωτικής κ. κ. Νικόλαου.


Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

«Μαγεία! Ευλογία! Μέθη!»: Η εξομολόγηση ενός μοναχού...

«Από την αρχή της μοναχικής μου ζωής ζούσα μια ήσυχη, καλή ζωή. Οι ακολουθίες στο Μοναστήρι και η Μυστηριακή ζωή με θέρμαιναν, με ανέπαυαν. Αυτό μέχρι την ώρα που γεννήθηκε μέσα μου κάτι άλλο, μέχρι την ώρα που αναπτύχθηκε η εσωτερική ζωή.
Ξαφνικά αισθάνθηκα ένα κάψιμο εσωτερικό, ένα κάψιμο θείας αγάπης. Η φυσική και καλή ζωή που ζούσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Άρχισα να βρίσκω τον χώρο της καρδιάς, το κέντρο της υπάρξεως, τον ευλογημένο εκείνο χώρο που ανακαλύπτεται με την εν Χάριτι άσκηση και μέσα στον οποίο αποκαλύπτεται ο Ίδιος ο Θεός.
Αυτή η καρδιά είναι το πρόσωπο, γιατί πρόσωπο είναι «ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος εν τω αφθάρτω του πνεύματος... ο εστίν ενώπιον του Θεού πολυτελές» (Α' Πέτρου γ' [κεφ. 3] 4).
Μέχρι τότε διάβαζα αυτά στα βιβλία, τώρα τα έβλεπα στην πραγματικότητα. Ένοιωθα αυτό που λέγει ο Αββάς Παμβώ «ει έχεις καρδίαν δύνασαι σωθήναι» [=αν έχεις καρδιά μπορείς να σωθείς], αυτό που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος «Θεός θεοίς ενούμενός τε και γνωριζόμενος εν καρδία» και ο Απόστολος Παύλος «ος έλαμψεν εν ταις καρδίαις ημών». Η καρδιά που είναι τα άγια των αγίων «της μυστικής ενώσεως Θεού και ανθρώπου, αυτής της ενυποστάτου δι' Αγίου Πνεύματος ελλάμψεως» ανακαλύφθηκε. Αισθανόμουν την καρδιά σαν Ναό μέσα στον οποίο λειτουργούσε ο αληθινός Ιερεύς της θείας Χάριτος. Παράλληλα με τον κτύπο του σαρκικού οργάνου της καρδιάς ακουγόταν και ένας άλλος κτύπος βαθύτερος και γρηγορότερος. Αυτός ο κτύπος συντονιζόταν με την ευχή του Ιησού. Ή μάλλον η ίδια η καρδιά έλεγε την ευχή. Όλη αυτή η κατάσταση συνδεόταν με μερικά χαρακτηριστικά.
Αναπτύχθηκε μια ερωτική κοινωνία με τον Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οι Πατέρες ονόμαζαν τον Θεό έρωτα. «Ο Θεός έρως εστί και εραστόν» (Μάξιμος ο Ομολογητής) και «ο εμός έρως εσταύρωται» (αγ. Ιγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αισθανόμουν την περίπτυξη [αγκάλιασμα] του Θεού. Αυτή η αγάπη εκείνο τον καιρό με είχε τρελλάνει. Ο Θεός βιωνόταν ως ελεήμων, ως γλύκα και γλυκασμός. Άναψε μέσα στην καρδιά μου το ευλογημένο πυρ, που έκαιγε τα πάθη και δημιουργούσε ανέκφραστη πνευματική ηδονή.
Αναζητούσα ησυχία, σκοτάδι, ηρεμία εξωτερική. Τα μικρά κελλιά, οι τρύπες των βράχων, ο ανοιχτός ορίζοντας της φύσεως, τα σκοτεινά μέρη με δέχονταν σαν φιλοξενούμενο. Την νύκτα έβγαινα στις ερημιές του Άθωνα. Μαγεία! Ευλογία! Μέθη! Στην μοναξιά και στην πολυκοσμία, στην έρημο και στα κοινόβια ζούσα την παρουσία του Θεού, την θεία περίπτυξη. Αναπτύχθηκαν τότε άλλες αισθήσεις, αισθήσεις πνευματικές, η νοερά αίσθηση, η νοερά δράση και ακοή.
Όλος ο νους ήταν συγκεντρωμένος μέσα στο βάθος της καρδιάς και άκουγε εν ακορέστω γλυκασμώ την ευχή πού λεγόταν μέσα εκεί. Όλος ο εσωτερικός κόσμος ενοποιημένος. Όλα έδειχναν ότι γεννήθηκε ένας καινούργιος άνθρωπος, ένας καινούργιος κόσμος και μια καινή ζωή. Μια θερμότητα έκαιγε τα πάντα. «Ουχί η καρδία ημών καιομένη ην εν ημίν ως ελάλει ημίν εν τη οδώ...» Η αίσθηση των μαθητών αυτών υπήρξε δική μου βίωση. Αισθανόμουν καλά τον λόγο του Χριστού: «πυρ ήλθον βαλείν επί την γην και τι θέλω ει ήδη ανήφθη;» Και τον λόγον ότι ο Θεός «πυρ εστί καταναλίσκον». Άλλοτε αυτή η θέρμη και αυτή η φωτιά μετατρεπόταν σε πληγή βαθειά. Αισθανόμουν ότι αυτή η θερμότητα αναγεννούσε την ύπαρξή μου, πρώτα την ψυχή και μετά επεκτεινόταν και στο σώμα. Η αίσθηση ότι τώρα γεννήθηκα σε άλλον κόσμο ήταν διαρκής. Χοροπηδούσα σαν μικρό παιδί. Ακόμη υπήρξαν μερικές φορές πού ένοιωσα και την σάρκα μου σαν μικρού παιδιού, πού μόλις βγήκε από την μήτρα της μάνας του.
Αυτό δημιουργούσε βαθύτατη ειρήνη λογισμών. Ο νους καθαριζόμενος διαρκώς απέβαλε όλα τα ξένα στοιχεία τα οποία σαν λέπια τον εκάλυπταν. Γινόταν έτσι ελαφρός και πάντοτε εύρισκε καταφύγιο στην καρδιά. Εκεί παρέμεινε και ευφραινόταν πνευματικά. Εκεί μερικές φορές άκουγε και την φωνή του Θεού, πού ήταν πολύ συνταρακτική και δημιουργούσε πηγές δακρύων. Η γνωριμία με τον Θεό ήταν προσωπική. Η γνώση του Θεού πραγματικό γεγονός.
Μερικές φορές βυθιζόμουν σε βαθειά μετάνοια. Ο νους μπαίνοντας στην καρδιά εν Χάριτι έβλεπε το σκοτάδι, την βρωμιά της ψυχής και όλη η ύπαρξή ξεχυνόταν σε καυτά δάκρυα. Έκλαιγε η καρδιά. Τα δάκρυα της καρδιάς ξεχύνονταν επάνω της και την ξέπλεναν από την αμαρτία. Παράλληλα άνοιγαν και τα μάτια και γίνονταν πηγές δακρύων. Άλλοτε έκλαιγε μόνον η καρδιά και άλλοτε και το σώμα. Θρήνος βαθύς από την αποκάλυψη της ασωτίας... Κλάμα πολύ, αλλά όχι με απελπισία. Ήταν συνδεδεμένο με την αίσθηση της αγάπης του Θεού.
Εκείνο τον καιρό όλα ήταν ωραία. Η λέξη ωραία δεν έχει σχέση με την αισθητική, αλλά με την οντολογική πραγματικότητα. Έβλεπα τους λόγους των όντων σε όλη την δημιουργία. Και αυτό προξενούσε άρρητη ευφροσύνη. Όλα εξέφραζαν την αγάπη του Θεού. Η ανάγνωση της Γραφής έτρεφε την καρδιά. Οι λέξεις δεν πήγαιναν στην λογική, αλλά εισχωρούσαν στην καρδιά και την ζωογονούσαν. Όπως το μωρό ρουφά το γάλα από τον μαστό της μάνας του και τρέφεται, έτσι αισθανόταν η καρδιά τρεφόταν από το λόγο του Θεού. Γινόταν μετάγγιση αίματος. Τα βιβλία των Πατέρων τα διάβαζα με άλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τα έβλεπα διαφορετικά. Σαν να είχα αποκτήσει καινούργια μάτια και σαν να είχα μάθει καινούργια γλώσσα. Αισθανόμουν συγγενής πνευματικά με τους Πατέρας. Όμως τις πιο πολλές φορές δεν ήθελα να διαβάζω ακόμη και βιβλία πατερικά. Σαν να σταματούσαν την προσωπική επικοινωνία με τον εράσμιο Νυμφίο, σαν να διέκοπταν τη ζωντανή επικοινωνία με τον Δημιουργό του παντός.
 Τα πάθη δεν ενεργούσαν τότε. Ένοιωθα όχι ηθικές αναστολές, αλλά την αναγέννησή μου. Ήμουν τόσο μεθυσμένος, ώστε δεν με ενδιέφερε απολύτως τίποτε. Υπήρχε μέσα μου μια ακατάσχετη αναζήτηση και επιθυμία να μη με αγαπούν οι άνθρωποι και μάλιστα να με περιφρονούν. Αφού είχα την αγάπη του Θεού, δεν με ενδιέφερε τίποτε άλλο. Ζούσα μια ερωτική ζωή, ζωή δακρύων... Η μόνη απασχόληση εγώ και ο Θεός. Ζητούσα την μοναξιά πού ήταν κοινωνία. «Ενώπιος Ενωπίω», «πρόσωπον προς Πρόσωπον». Αλλά και όταν ευρισκόμουν σε πολυκοσμία η εσωτερική φωνή ήταν ισχυρότερη. Και όταν κατά την διάρκεια ακολουθίας ο Γέροντας με έβαζε να ψάλλω, εγώ συγχρόνως άκουγα και αυτήν την εσωτερική φωνή της καρδιάς να επαναλαμβάνει την ευχή πού έγινε το εντρύφημά μου.
Αυτή η κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα έλεγα την ευχή. Και την ώρα πού κοιμόμουν η καρδιά προσευχόταν. Την άκουγα καθαρά να αδολεσχεί με τον Θεό.
Όποιος θέλει να διαπιστώσει αν υπάρχη Θεός, ας δοκιμάσει. Θα συναντήσει ένα ζωντανό Θεό! Η Χάρη του Θεού με αξίωσε εμένα το έκτρωμα όλου του κόσμου να αποκτήσω μια μικρή σταγόνα γνώσεως Θεού».

Ο σκανδαλισμός του αόμματου Αββά

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Ο ββς Ιουλιανός δέν μποροσε νά συχάσει. Κλεισμένος στό μικρό κελλάκι του, μέ μόνη συντροφιά του τίς λίγες εκόνες του καί μερικά βιβλία, βρισκόταν σέ μεγάλη ναταραχή.
Ατό πού το εχε μπιστευτε λίγες μέρες πρίν νας γνωστός του καλόγερος, τι νας πό τούς συμμοναστές του στό κοινόβιο πού ζοσαν εχε πέσει σέ φοβερή μαρτία κι τι μαζί του πρξε καί κάποιος λλος πού τόν κάλυπτε, τόν εχε κάνει νά μήν μπορε οτε μάτι νά κλείσει. Κύριε, λεγε καί ξανάλεγε στήν προσευχή του, πς εναι δυνατόν νά χει κάνει δελφός τήν μαρτία ατή καί νά μπορε νά βρίσκεται κόμη στό μοναστήρι σάν νά μήν τρέχει τίποτε; Καί μάλιστα νά συνεχίζει νά λειτουργε; Αλλά κενο πού τόν τρέλλαινε κυριολεκτικά ταν τό γεγονός τι, κατά τήν λεγμένη πληροφορία, γούμενος ξερε τήν κατάσταση, πως καί ρχιεπίσκοπος Μακάριος, πατριάρχης Ιεροσολύμων, καί δέν εχαν προβε σέ καμμία νέργεια γιά νά τήν διορθώσουν.
Μά τί γίνεται; σκεφτόταν μέσα στήν σύγχυση τν λογισμν του ββς ουλιανός. Χάθηκε πιά πίστη; Τόσο πολύ χουν ξεπέσει λοι τους; Εδ μιλμε χι γιά μιά πλή μαρτία νός δελφο, λλά γιά τήν πιό χοντρή, τήν δια τήν πορνεία. Πόρνευσε δελφός, τό μαθαν γούμενος καί Πατριάρχης, καί τόν κρατνε κόμη; Μοιχοί καί πόρνοι βασιλείαν Θεο ο κληρονομοσι, λέει λόγος το Θεο, κι ατοί δέν κάνουν τίποτε; Ω, Θεέ μου, τί χουν κόμη νά δονε τά μάτια μας!
Χαμογέλασε πικρά μέ τήν κατάληξη τς σκέψης του Ιουλιανός. Ενιωσε σάν νά σφίχτηκε περισσότερο καρδιά του. Τί χουν νά δονε τά μάτια μας κόμη! ατοσαρκάστηκε. Τά μάτια του ποτέ δέν εχαν ντικρύσει τόν λιο. Δέν ξερε τί θά πε μέρα, τί σημαίνει γαλανός ορανός, ποιά εναι νατολή καί ποιά δύση, τί ναι ατό πού λένε δέντρα, πουλιά, κίνηση ζως. Γι ατόν τό μόνο πού σχυε ταν τό σκοτάδι. Παρ λα ατά μως χρόνια πιά δέν παραπονιόταν. Γιατί μπορε νά εχε γεννηθε όμματος Ιουλιανός, Δημιουργός μως το εχε πιφυλάξει λλες χαρές, λλες δυνατότητες, καί πάνω πό λα τό γεγονός τι το εχε νοίξει τά μέσα μάτια τς ψυχς, γιά νά βλέπει τήν μορφιά το προσώπου Εκείνου. Ναί, δέν παραπονιόταν χρόνια τώρα ββς. Ο Κύριος τόν ντάμειβε μέ τρόπο πού μόνον Εκενος ξερε ν νταμείβει τά θεωρούμενα δικημένα παιδιά Του.
Εχε περάσει ρκετούς πειρασμούς ββς, φότου εχε λθει σ κενον τόν τόπο τς σκησής του. Αλλά τέτοιον πειρασμό πού περνοσε στήν προχωρημένη ατή φάση τς λικίας του, ποτέ. Κι ς εχε πολλά χρόνια στό κοινόβιο. Θυμήθηκε καί πάλι πς λθε πό τήν Αραβία π που καταγόταν, νεαρός κόμη, μέ μεγάλο πόθο νά φιερωθε στόν Θεό, γιατί τό μοναστήρι ταν γνωστό πό τόν σπουδαο σιο πού τό εχε δρύσει, τόν σιο Θεοδόσιο τόν κοινοβιάρχη. Καί δέν ταν μόνο μεγάλη φήμη το γίου δρυτ πού τόν εχε λκύσει σ ατό, λλά καί ο πολλές ψυχές πού εχαν γιάσει πό τήν καθοδήγηση το Γέροντα καί τν μετέπειτα πό ατόν γουμένων, κι κόμη πιό πολύ τό γεγονός τι λος έρας το μοναστηριο ῾ἀνέπνεε πό τήν παρουσία Εκείνου πού λθε στόν κόσμο ς νθρωπος κε κοντά, στά για χώματα τν Ιεροσολύμων, γιά τήν σωτηρία το κόσμου, το ρχηγο τς πίστης, το Κυρίου Ιησο Χριστο.
Μά, πς Θεός πιτρέπει τήν κατάσταση ατή σ ναν τέτοιο γιασμένο χρο καί μάλιστα στούς γίους Τόπους; σάν γκάθι καί πάλι λογισμός τόν σούβλιζε. Κι σο περνοσαν ο μέρες, μέ τρόπο νεπαίσθητο, σιγά σιγά καί πουλα, ρχισε νά γλιστράει μέσα του κι λλος λογισμός: Δέν εμαι τάχα κι γώ πεύθυνος πού δέν λέω τίποτε; Πού φήνω τήν κατάσταση ατήν τήν μαρτωλή νά ξελίσσεται; Δέν θά κριθ κι γώ τό διο γιατί δέν ντιδρ στήν ρύπανση τς Εκκλησίας καί το γίου Ναο Του; Τά πράγματα σάν νά ξεκαθάριζαν στήν ψυχή το ββ. ῾῾Η μόνη λύση γιά νά δείξω τι δέν συμφων, γιά νά τούς ταρακουνήσω στήν μαρτία πού χουν λοι περιπέσει, εναι νά διαχωρίσω τήν θέση μου. Ναί, πρέπει νά διακόψω κάθε κοινωνία μέ τόν Μακάριο τόν ρχιεπίσκοπο καί νά σηκωθ νά φύγω πό τό μοναστήρι πού χει βρωμίσει. Θά γίνω ρημίτης γιά νά λατρεύω τόν Θεό μου καθαρά καί χωρίς τέτοιους θικούς περισπασμούς.
Τό σκέφτηκε καί βαλε σ φαρμογή τό σχέδιό του. Μέ μεγάλο βάρος στήν καρδιά εναι λήθεια συνέχισε νά πηγαίνει στόν Ναό γιά τίς κολουθίες καί τήν Θεία Λειτουργία, λλά σταμάτησε νά κοινωνε. Αρνιόταν νά δεχτε τι γινόταν κολουθία πού ελογε Κύριος μέ τέτοιες προϋποθέσεις. Καί μάλιστα ταν λειτουργοσε ...μαρτωλός παπάς! Η στάση του δέν πέρασε παρατήρητη. Τόν βλεπαν ο λλοι μοναχοί, ρχισαν νά τόν σχολιάζουν, τόν κάλεσε μάλιστα καί τόν ρώτησε κι γούμενος. Εκενος μως νένδοτος. Χωρίς νά ποκαλύψει τούς βαθύτερους λογισμούς του, προφασίστηκε κάποιες δικαιολογίες καί συνέχισε τήν δια τακτική. Ο γούμενος ξέροντας τήν στορία του, τίς κάποιες διοτροπίες του λόγω καί τς ναπηρίας του, τήν ταραγμένη συμπεριφορά του, δέν θέλησε νά πιμείνει. Αφησε τά πράγματα στήν κρίση καί τό λεος το Θεο. ῾῾Ο χρόνος θά τόν συνεφέρει, σκέφτηκε.
Τά πράγματα δηγονταν σέ διέξοδο γιά τόν ββ Ιουλιανό, τόν ραβα, τόν όμματο. Ο λογισμοί του τόν βάραιναν σέ σημεο πού δέν μποροσε πιά νά καθήσει μέχρι τό τέλος τν κολουθιν. Κι ταν πιά εχε ποφασίσει τήν ριστική ξοδό του πό τό μοναστήρι λλά καί πό τήν Εκκλησία τν Ιεροσολύμων, Θεός τόν λυπήθηκε. Η ψυχή του ταν καλοπροαίρετη, γι ατό καί το πέβαλε τόν λογισμό νά ρωτήσει κάποιον λλον γιά ,τι συνέβαινε πού το εχε μπιστοσύνη.
Μά, βέβαια, πς δέν τό σκέφτηκα νωρίτερα; ναφώνησε στό κελλί του ββς. Θά μέ καθοδηγήσει πρός πιβεβαίωση τν ποφάσεών μου μεγάλος Γέροντας πού καί λλοτε τόν εχα συμβουλευτε: Συμεών πού βρίσκεται στό Θαυμαστόν Ορος. Δεκαετίες λόκληρος Γέροντας βρίσκεται στήν σκηση καί μάλιστα μέ τήν χάρη πού το δίνει Κύριος πάνω σ ναν στύλο. Ποιός δέν ξέρει τόν φωτισμό πού χει, τό διορατικό καί προορατικό του χάρισμα; Ποτέ δέν χει πέσει ξω γιος ατός. Ναί, ,τι ατός μο πε, ατό καί θά κάνω. Ο λόγος του θά εναι γιά μένα βουλή το Θεοῦ᾽. Ενιωσε μιά γλύκα στήν καρδιά Ιουλιανός μέ τήν πόφασή του ατή καί γιά πρώτη φορά μετά πό ρκετό καιρό ο λογισμοί του σύχασαν.
Κάλεσε ναν γνωστό του καλόγερο καί τόν παρακάλεσε νά το κάνει τήν ξυπηρέτηση. Υπαγόρευσε γραπτό μήνυμα στόν μεγάλο Γέροντα: ῾᾽Αββ Συμεών, ζητ ταπεινά τήν εχή σου. Εμαι τυφλός καί δέν μπορ νά πάω πουθενά οτε κι χω κάποιον πού νά μπορε νά μέ περιποιηθε. Σέ ρωτ λοιπόν μέ τόν δελφό πού χει λθει: Εχω κάνει καλά πού χω διακόψει τήν μυστηριακή κοινωνία μέ τόν ρχιεπίσκοπο τν Ιεροσολύμων Μακάριο; Καί τό λέω ατό, γιατί κι σύ θά συμφωνήσεις μαζί μου, πατέρα μου. Καί Μακάριος καί γούμενος ξέρουν γιά ναν δελφό το μοναστηριο πού πόρνευσε καί γιά ναν λλον πού ρκίστηκε μαζί του. Λοιπόν, εναι δυνατό νά εμαι μαζί τους, ν χουν συμβε ατά; Σέ τί Εκκλησία θά νήκω, ν ξακολουθήσω νά λειτουργομαι μαζί τους καί νά κοινων πό τό διο γιο Ποτήριο;
Περίμενε μέ μεγάλη γωνία τήν πάντηση Ιουλιανός, μολονότι ταν βέβαιος γι ατήν. Καί σιος σφαλς θά το ποδείκνυε τόν δρόμο τς ξόδου. Αρχισε νά ψηλαφ τό κάθε τι μέσα στό μοναστήρι μέ νοσταλγία, σάν νά τό κανε γιά τελευταία φορά. Περιδιάβαινε μέ τό μπαστουνάκι του τό κάθε δρομάκι, νάπνεε βαθιά τήν τμόσφαιρα, κουγε καί τόν παραμικρότερο χο. Ο,τι καί νά συνέβαινε τόν τελευταο καιρό πού τόν εχε ταράξει, τό μοναστήρι ατό, τό σπουδαο καί τρανό ταν τό σπιτικό του. Μά, λήθεια γιά τήν πίστη καί τήν καθαρότητα τς κκλησίας εναι πάνω πό λα καθησύχαζε τόν λογισμό του κι παιρνε καί πάλι σιγά σιγά τόν δρόμο γιά τό κριανό φτωχικό κελλί του καί νά κάνει μόνος καί περίσπαστος τόν κανόνα του.
Η πάντηση το σίου Συμεών πράγματι δέν ργησε νά λθει. Ο δελφός πού εχε ναλάβει τήν ξυπηρέτηση το Ιουλιανο δέν καθυστέρησε πουθενά. Ο γιος Γέροντας πού ζοσε κοντά στήν Αντιόχεια, ννιά μίλια περίπου ξω πό τήν πόλη, διάβασε τό μήνυμα το ταραγμένου ββ, κουσε καί προφορικά τόν δελφό πού το διαμηνοσε τήν κατάσταση κι γραψε μέσως καί τό δικό του μήνυμα. Σάν κεραυνός πεφταν τά λόγια το νθρώπου το Θεο στόν Ιουλιανό, ταν πρε τό σημείωμα κι ρχισε νά το τό διαβάζει μοναχός.
Γέροντα Ιουλιανέ, εχομαι κάθε καλό σέ σένα πό τόν Κύριο. Η συμβουλή μου σέ ,τι μέ ρωτς εναι σαφής καί πόλυτη: μή διανοηθες νά ναχωρήσεις πό τό μοναστήρι σου οτε πολύ περισσότερο νά θελήσεις νά ποσχιστες πό τήν γία Εκκλησία. Γιατί Εκκλησία, ββ, δέν εναι νθρώπινο κατασκεύασμα στε νά ρυπαίνεται νά γιάζεται πό τήν διάθεση τίς πράξεις τν νθρώπων. Εκκλησία εναι το Χριστο, εναι τό σμα Εκείνου, γι ατό καί γιότητά της λόγω κριβς Ατο εναι δεδομένη, μή χουσα σπίλον ρυτίδα τι τν τοιούτων καθώς λέει πόστολος. Ετε λοιπόν μες ο πιστοί εμαστε πάκουοι στόν Θεό ετε χι Εκκλησία δέν πηρεάζεται. Αν ο νθρωποι καθόριζαν τήν ποιότητα τς Εκκλησίας ποιός θά μποροσε νά γγυηθε γιά τήν γιότητά της; Απολύτως κανείς. Μόνον νας πού πιστε ς πρός τήν φύση τς Εκκλησίας ς σώματος το Χριστο θά μποροσε νά σκεφτε τι ατή ξαρτται πό μς. Οχι, λοιπόν, πάτερ, Εκκλησία δέν χει κανένα κακό κι οτε κανείς τήν ρυπαίνει, κι ατό χι ξαιτίας μας λλά λόγω τς χάρης το Κυρίου μας Ιησο Χριστο, το Υο το Θεοῦ᾽.
Σταμάτησε δελφός τήν νάγνωση. Ο ββς Ιουλιανός εχε γείρει στό κάθισμά του καί δάκρυα καυτά βρεχαν τό πρόσωπό του. Ασθάνθηκε μιά βαθιά συμπόνια γιά τόν όμματο ατόν καλόγερο πού μετά τόσα χρόνια σκησης καί καλογερικς ζως περνοσε ναν τόσο μεγάλο προσωπικό πειρασμό.
Γέροντα, νά συνεχίσω; Γράφει καί κάτι κόμη, επε μέ συστολή καλόγερος πού εχε ναλάβει τήν ποστολή. Βλέποντας τόν Ιουλιανό νά κουν θετικά τό κεφάλι του συνέχισε. Πρόσεξε, δελφέ μου, λεγε παρακάτω σιος, γιατί Πονηρός βάλθηκε μέ τά κ δεξιν βέλη του νά σέ πλανέψει. Μέ τήν πόφασή σου νά διακόψεις τήν κοινωνία σου μέ τόν Πατριάρχη καί νά φύγεις πό τό μοναστήρι ποδεικνύεις τι δέν πιστεύεις στήν Εκκλησία πως τήν μολογομε στό γιο σύμβολο τν Πατέρων μας, τι εναι μία, γία, καθολική καί ποστολική. Τήν ποβιβάζεις κι σύ στά μέτρα τά δικά μας κι τσι χωρίς νά τό καταλαβαίνεις σως χάνεις τήν δυνατότητα τς σωτηρίας. Συγχώρησέ με, δελφέ μου, λλά χω καί κάτι λλο νά σο π πού μο τό ποκαλύπτει πό δ πού εμαι Κύριος. Νά ξέρεις τι ποιος κι ν λειτουργε στό μοναστήρι σου, σπουδαος χι στήν πνευματική ζωή, λειτουργία λογίζεται τέλεια καί τό Πνεμα το Θεο περίπταται στήν γία Τράπεζα καί μεταβάλλει τό ψωμί καί τό κρασί σέ σμα καί αμα Κυρίου ντίστοιχα, γιατί χετε κε στό κοινόβιο κάποιον γέροντα στό νομα Πατρίκιο. Ατός γέροντας κάθεται ξω πό τό ερό, χαμηλότερα πό λους, κοντά στό δυτικό τοχο τς κκλησίας. Λέει λοιπόν κι ατός τήν εχή τς προσκομιδς καί δική του λογίζεται πό τόν Θεό γία ναφορά. Αββ Ιουλιανέ, καταλαβαίνεις λοιπόν γιατί δέν πρέπει ποτέ νά φύγεις πό τό μοναστήρι σου. Εχομαι γιά σένα Κύριος νά σέ χαριτώνει σέ λα.
Αχνα δέν βγαζε πό τά χείλη του Ιουλιανός. Τά λόγια το σίου Συμεών ταν γι ατόν τά δια τά λόγια το Θεο. Μέ κόπο πολύ πό τό ψυχικό τράνταγμα πού εχε ποστε εχαρίστησε τόν δελφό πού κοπίασε πρός χάρη του. Εκενος πρε τήν εχή του κι φυγε. Ο ββς δέν προβληματίστηκε διαίτερα. Μετά πό θερμή προσευχή μετανοίας στόν Κύριο καί τήν Θεοτόκο, συρε τό διο βράδυ τά πόδια του καί κτύπησε τήν θύρα το γουμένου. Γονατιστός καί μέ δάκρυα πολλά ξομολογήθηκε τούς λογισμούς του, τήν πόφαση γιά φυγή του, τήν πιστία του ς πρός τήν Εκκλησία. Ο γούμενος γονάτισε κι ατός δίπλα του, τόν γκάλιασε σφιχτά, το διάβασε τήν συγχωρητική εχή, το δωσε τίς κατάλληλες συμβουλές.
Μά καί γιά τόν γούμενο ταν ποκάλυψη ξομολόγηση το Ιουλιανο. Γιατί μέσω ατο καί τς πικοινωνίας του μέ τόν σιο Συμεών κατάλαβε τόν θησαυρό πού κρύβανε μέχρι τώρα στό μοναστήρι τους. Γέροντας Πατρίκιος. Ο νθρωπος το Θεο. ξερε βέβαια τό πόσο κοντά στόν Θεό ταν, ταν τόν δέχτηκε ς ποτακτικό στό κοινόβιο σέ λικία πάνω πό κατό τν. Αρνήθηκε στήν ρχή γούμενος. Πς νά δεχτε ναν πέργηρο ερομόναχο, ταν μάλιστα ατός ταν γούμενος στό μοναστήρι το Αβαζάνου καί φησε τήν γουμενία, πειδή φοβήθηκε, το επε τότε, τήν κρίση το Θεο; Πρόσπεσε διος καί φίλησε τά γιασμένα πόδια το Πατρικίου. Ενιωθε τι ταν νάξιος χι νά εναι ατός γούμενος νός τέτοιου νθρώπου, λλ οτε κν ποτακτικός του. Επέμενε μως μεγάλος Γέροντας, το επε τι Θεός το δωσε σημάδι, κι τσι κάμφθηκε. Εκε μως πού πραγματικά ῾ἔλιωσε γούμενος, ταν ταν κουσε τήν δικαιολογία τς παραίτησης το Πατρικίου: ῾῾Η διαποίμανση τν λογικν ψυχν, το επε, εναι ργο τν μεγάλων νδρν. Εγώ νιώθω νάξιος γιά κάτι τέτοιο. Τό μόνο πού μο ταιριάζει εναι πακοή, γιατί κρίνω τι ατό φελε περισσότερο τήν ψυχή μου.
Τά δάκρυα εγνωμοσύνης δέν παψαν νά ρέουν κτοτε καί στόν όμματο ββ Ιουλιανό λλά καί στόν γούμενο. Ο Γέρων Πατρίκιος λειτουργοσε ς μαγνήτης το Θεο. Ατός πιά γιά σο διάστημα ζοσε θά ταν τό πρότυπο τς ζως λων. Θεός εχε μιλήσει μέσα πό τόν γιό του, τόν Συμεών τόν ν τ Θαυμαστ ρει.