Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Τα μάτια της Μοναχής

Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη

Εκλεισαν παλά τήν πόρτα πίσω τους. Διέσχισαν τό συχο δρομάκι κι στριψαν ριστερά γιά τόν μεγάλο δρόμο πού βγαζε στήν Εκκλησία τς περιοχς τους. Δέν ργησαν νά φτάσουν. Αναψαν τό κεράκι τους καί ποσύρθηκαν σέ μιά συχη καί σκοτεινή γωνιά. Σιωπηλές προσεύχονταν. Η κολουθία το ρθρου γιά τήν Θεία Λειτουργία τς Κυριακς δέν εχε κόμη ξεκινήσει.
Ενιωθαν πολύ τυχερές πού σέ τόσο μικρή πόσταση πό τό σπίτι τους βρισκόταν ναός καί μποροσαν νά πηγαίνουν στίς θεες λειτουργίες, τίς Κυριακές καί τίς ορτές. Δέν ταν βέβαια λίγες καί ο φορές πού πισκέπτονταν τόν ναό γιά νά προσφέρουν τρόφιμα, ροχα, χρήματα γιά τούς ναγκεμένους συνανθρώπους τους. Ο λεημοσύνες τους ταν συνεχες καί εχαν γίνει γνωστές, παρ λες τίς προσπάθειες νά τίς κρατήσουν μυστικές. Οσο περισσότερο μάλιστα κρύβονταν, τόσο καί πιό πολύ τίς φανέρωνε Θεός.
Τό πόλοιπο διάστημα τς βδομάδας τό περνοσαν στό σπίτι, πού τό χαν μετατρέψει σέ μοναστήρι. Αξημέρωτα κόμη ξεκινοσαν τίς προσευχές μπροστά στό εκονοστάσι τους καί συνέχιζαν μέχρις του λιος νέβαινε ψηλά. Συνέχιζαν μέ τά διακονήματά τους: τό μαγείρεμα, τό καθάρισμα το σπιτιο, τόν ργαλειό γιά τά φαντά τους, πού τούς πέφεραν ρκετά γιά τήν πιβίωσή τους καί τίς προσφορές τους. Ο κόπος τς ργασίας ταν μέσα στόν καθημερινό τους πρόγραμμα. Τό πόγευμα ο προσευχές παιρναν καί πάλι τήν θέση τους. Τό βράδυ πίσης. Ο γρυπνίες τους πολλές. Δέν πρχε προσευχή καί κολουθία πού νά μήν τήν λεγαν καί νά μήν τήν ψελναν.
Ο μοναχές, λεγε κόσμος μόλις τίς βλεπε, κι νιωθε να δέος κι ναν ξεχωριστό σεβασμό στό πέρασμά τους. Δέν ταν λίγες μάλιστα ο φορές πού γυνακες ταλαιπωρημένες καί κακοποιημένες παιρναν τό θάρρος νά διαβον τό κατώφλι τους, γιά νά βρον λίγη βοήθεια καί παρηγοριά.
Η μία ταν πράγματι μοναχή. Η δελφή Ιωάννα. Από νεαρή εχε φιερωθε στόν Θεό καί εχε δώσει τούς ρκους της στό γυναικεο μοναστήρι λίγο ξω πό τήν Αλεξάνδρεια. Ο γονες της πού τρεφαν νειρα νά τήν δον ποκαταστημένη μέ τήν δική της οκογένεια, λόγω τς μόρφωσής της καί τς διαίτερης μορφις της, στήν ρχή ντέδρασαν, λλά γρήγορα πείστηκαν τι ατό ταν πού ποθοσε περισσότερο πό λα μονάκριβη θυγατέρα τους. Εδωσαν τήν συγκατάθεσή τους κι ρχισαν κι ατοί νά χαίρονται τήν προκοπή της. Γιατί πράγματι πολύ γρήγορα καλόγρια κόρη τους προχώρησε πνευματικά. Η ταπείνωση καί γάπη της τήν καναν σύντομα νά ξεχωρίσει.
Αναγκάστηκε κ τν πραγμάτων νά γκαταλείψει τό μοναστήρι μετά πό λίγα χρόνια. Πέθανε πατέρας της, ρρώστησε μάνα της. Πγε κοντά της νά τήν πηρετε. Μαζί της εχε καί τήν πηρέτρια το σπιτιο τους, τήν Μαρία, μιά πολύ πιστή στόν Θεό μεσήλικη γυναίκα, τήν ποία βεβαίως ντιμετώπιζε χι μόνο ς δελφή, λλά σάν τόν αυτό της καί τά σπλάχνα της, κατά τόν λόγο το ποστόλου. Μιά ψυχή σέ δυό σώματα, πού λέγανε γιά τόν γιο Βασίλειο καί τόν γιο Γρηγόριο.
Οταν φυγε πό τήν ζωή ατή μετά πό κάποιο διάστημα καί μάνα της, σκέφτηκε Ιωάννα νά παραμείνει στό σπίτι καί νά τό κάνει συχαστήριο. Θά χε βοηθό καί συναγωνίστρια τήν Μαρία, πού συγκατένευσε μέ μεγάλη εχαρίστηση. Κι κείνη δέν εχε κανέναν στόν κόσμο. Μέ τήν δεια τς γουμένης το μοναστηριο πράγματι ρχισε ναν λλον γώνα. Ησυχάστρια μέσα στόν κόσμο.
Ποιό καλό ργο μως μένει συχο καί νέπαφο στόν κόσμο ατό; Δέν εμαστε μόνο μες πού παλεύουμε μέ τά πάθη μας. Εναι καί Πονηρός, ποος ῾ὡς λέων ρυόμενος περιπατε ζητν τίνα καταπίῃ᾽.
Δέν ργησε λοιπόν τρισκατάρατος νά φθονήσει τήν καθαρότητα τς ζως τους καί τό λεμον ργο τους καί νά σηκώσει κουρνιαχτό, κατά τό λεγόμενο, ναντίον τους καί μάλιστα κατά τς δελφς Ιωάννας. Το παρεχώρησε Κύριος καί ρχισε τά σκάνδαλά του. Καί βρκε ναν πολύ πουλο τρόπο γιά νά ταράξει τήν συχη ζωή τους: προξένησε σατανικό πόθο σ ναν νέο γιά τήν... μοναχή. Ο νέος ρχισε νά τήν σκέφτεται νυχθημερόν κι βαλε σκοπό του νά τς λλάξει τά μυαλά, νά τήν φέρει στά δικά του νερά, νά τήν κάνει δική του.
Καθημερινά λοιπόν τήν στηνε ξω πό τό σπίτι τν γυναικν. Δέν τολμοσαν νά βγον νά πνε στήν Εκκλησία, τήν μόνη λλωστε ξοδό τους, καί τίς κολουθοσε, λέγοντας λόγια διάντροπα στήν μοναχή, καλώντας την νά νταποκριθε στόν ρωτά του, νά ποταχτε στόν μανιακό πόθο του.
Ο γυνακες καί πιό πολύ δελφή Ιωάννα ταράχτηκαν πολύ. Εδαν καθαρά τόν πειρασμό το διαβόλου καί μέ σιωπή καί προσευχή προσπάθησαν νά τόν ξεπεράσουν.
Κύριε, φώτισε τόν νεαρό καί πάλλαξέ τον πό τήν νέργεια το σατανᾶ᾽, λεγαν καί ξανάλεγαν στίς προσευχές τους.
Ματαίως μως. Οσο περνοσε καιρός πειρασμός σάν νά φούντωνε. Σταμάτησαν πιά νά βγαίνουν ξω. Τό σπίτι τους ταν σάν κάστρο πολιορκημένο. Ο νεαρός εχε γίνει σκιά τους.
Ρίχτηκαν περισσότερο στήν προσευχή. Γνώρισόν μοι δόν ν πορεύσομαι, τι πρός Σέ, Κύριε, ρα τήν ψυχήν μου. Σέ Σένα, Κύριε, καταφεύγουμε, πές μας τί νά κάνουμε.
Φωτίστηκε μιά μέρα καλόγρια. Αποφάσισε νά ντιμετωπίσει κατά πρόσωπο τό πρόβλημα.

Πές στόν νεαρό νά μπε μέσα στό σπίτι, επε στήν Μαρία. Εκείνη γούρλωσε τά μάτια της, λλά πάκουσε. ῾῎Ελα μέσα το επε. Σέ θέλει κυρά μου.
Πέταξε πό τήν χαρά του τό νεργούμενο το διαβόλου. Πέτυχα τόν σκοπό μου σκέφτηκε. Θά γίνει δικιά μου. Κι νιωσε τήν καρδιά του νά χτυπάει μανιασμένα.
Βρκε τήν μοναχή νά κάθεται στόν ργαλειό της. Κάθισε το πρότεινε κείνη. Τήν παρατηροσε ξαναμμένος.

Ελικρινά, δελφέ μου επε συχα καί χωρίς ταραχή μοναχή, θέλω νά μο πες γιατί μέ στενοχωρες τόσο καί δέν μ φήνεις νά βγ οτε ξω πό τό σπίτι μου!
Εσπευσε νά παντήσει νέος. Ελικρινά σο μιλάω κι γώ, κυρία μου, πως σο το χω ξαναπε, σέ ποθ πάρα πολύ. Κάθε φορά μάλιστα πού σέ βλέπω γίνομαι λόκληρος σάν φωτιά. Σάν νά κοκκίνησε λίγο μέ τά λόγια ατά, πράγμα πού τό θεώρησε πολύ θετικό Ιωάννα. Κάτι καλό χει μέσα του τό παλληκάρι ατό, σκέφτηκε. ῾῾Υπάρχει μιά ντροπή πού σημαίνει τι λειτουργε κόμη χάρη το βαπτίσματός του. Φαίνεται μως τι βρκε κάποια δίοδο μέσα του διάβολος καί τό περιπαίζει μέ τόν τρόπο ατόν. Κύριε, βοήθησε κι ατόν κι μένα στρεψε νοερά τήν σκέψη της στόν Κύριο Ιωάννα.
Καί τί καλό εδες σέ μένα καί μ γαπς τόσο; συνέχισε τήν κουβέντα μοναχή, πού νιωσε μιά διαίτερη δύναμη στήν καρδιά της.
Τήν φορά ατή νέος δέν σπευσε στήν πάντησή του. Πέρασαν κάποιες στιγμές καί τελικά τό ξεστόμισε. Τά μάτια σου. Ατά μέ πάτησαν καί μέ καναν νά χάσω τόν νο καί τόν πνο μου!
Ο,τι κολούθησε δέν περιγράφεται μέ λόγια. Η Ιωάννα σηκώθηκε ρθια, ψωσε τό βλέμμα της στόν ορανό καί πρε ρεμα τήν σαΐτα το ργαλειο της.
Η Μαρία παρακολουθοσε τήν σκηνή ναυδη, χωρίς νά μπορε νά καταλάβει τί γίνεται κι οτε νά ποψιαστε τό τί θ κολουθήσει. Ο νεαρός φαινόταν νά τά χει χαμένα.
Μέ κινήσεις ποφασιστικές μοναχή, χοντας πόλυτη πίγνωση καί συναίσθηση το τί κανε, επε φωναχτά: Κύριε, Σύ επες τι ν φθαλμός σου σέ σκανδαλίσει, βγάλε τον καί πέταξέ τον, γιατί συμφέρει νά μπε κανείς χωρίς μάτια στήν Βασιλεία το Θεο παρά μέ μάτια καί ξω πό ατήν. Κύριε, δέξου τήν θυσία μου ατή καί πάλλαξε τόν δολο σου πό τόν πειρασμό του γιά μένα.
Ηταν τά τελευταα λόγια πού επε μάρτυρας καλόγρια πρίν γίνει ντελς όμματη. Γιατί μέσως μετά τά λόγια τς προσευχς στρεψε τήν σαΐτα σια πάνω στά μάτια της, τά τρύπησε καί τά βγαλε.
Ακούστηκε μιά κραυγή τς Μαρίας κι μέσως πεσε χάμω λιπόθυμη.
Ο νέος δέν μποροσε νά σύρει οτε τά βήματά του. Εβλεπε κάτασπρος τό αμα νά χύνεται κάτω ποτάμι, τά δυό μάτια χυμένα, τήν μοναχή μ να γαλήνιο χαμόγελο, τήν λλη γυναίκα στό πάτωμα. Μαθεύτηκε σέ λίγο καιρό τι νεαρός πγε σέ μία γειτονική μοναχική σκήτη κι γινε καλόγερος. Αργότερα κούστηκε τι τά δάκρυα δέν φυγαν ποτέ πό τά μάτια του κι τι φτασε σέ μεγάλα ψη γιότητας πό τήν μετάνοιά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: