Κεφάλαιο 1ο |
Αμβ. 1,1 |
Τὸ λῆμμα ὃ εἶδεν Ἀμβακοὺμ ὁ προφήτης. |
Αμβ. 1,1 |
Οραμα το οποίον είδεν ο Αμβακούμ, περί της καταδικαστικής αποφάσεως της ληφθείσης υπό του Θεού. Ο προφήτης λέγει· |
|
Αμβ. 1,2 |
Ἕως τίνος, Κύριε, κεκράξομαι καὶ οὐ μὴ εἰσακούσῃς; βοήσομαι πρός σε ἀδικούμενος καὶ οὐ σώσεις; |
Αμβ. 1,2 |
“Εως πότε, Κυριε, θα φωνάζω προς σε και συ δεν θα εισακούης την προσευχήν μου; Εως πότε εγώ ο αδικούμενος θα βοώ προς σε και δεν θα με σώζης; |
|
Αμβ. 1,3 |
ἱνατί ἔδειξάς μοι κόπους καὶ πόνους, ἐπιβλέπειν ταλαιπωρίαν καὶ ἀσέβειαν; ἐξεναντίας μου γέγονε κρίσις, καὶ ὁ κριτὴς λαμβάνει. |
Αμβ. 1,3 |
Διατί, Κυριε, επέτρεψες να βλέπω κακοποιήσεις και καταπονήσεις, ταλαιπωρίαν και ασέβειαν; Ιδού, ότι πολλές φορές ενώπιόν μου διεξάγεται δίκη και ο δικαστής λαμβάνει δώρα, δωροδοκείται. |
|
Αμβ. 1,4 |
διὰ τοῦτο διεσκέδασται νόμος, καὶ οὐ διεξάγεται εἰς τέλος κρίμα, ὅτι ὁ ἀσεβὴς καταδυναστεύει τὸν δίκαιον· ἕνεκεν τούτου ἐξελεύσεται τὸ κρίμα διεστραμμένον. |
Αμβ. 1,4 |
Δια τούτο ο Νομος σου έχει πλέον απορριφθή, αι δίκαι δεν διεξάγονται όπως πρέπει, ο ασεβής καταδυναστεύει τον δίκαιον. Εξ αιτίας αυτής της διεφθαρμένης καταστάσεως η δικαστική απόφασις είναι διεστραμμένη”. Και ο Κυριος διαλαλεί· |
|
Αμβ. 1,5 |
ἴδετε, οἱ καταφρονηταί, καὶ ἐπιβλέψατε καὶ θαυμάσατε θαυμάσια καὶ ἀφανίσθητε, διότι ἔργον ἐγὼ ἐργάζομαι ἐν ταῖς ἡμέραις ὑμῶν, ὃ οὐ μὴ πιστεύσητε, ἐάν τις ἐκδιηγῆται. |
Αμβ. 1,5 |
“Παρατηρήσατε με προσοχήν σεις, οι καταφρονηταί του δικαίου και της δικαιοσύνης. Κυττάξατε και θαυμάσατε εξαιρετικά γεγονότα της δυνάμεώς μου και αφανισθήτε, διότι εγώ κατά τας ημέρας αυτάς, που ζήτε, θα πραγματοποιήσω έργον, το οποίον, εάν κανείς σας το διηγηθή, δεν θα το πιστεύσετε. |
|
Αμβ. 1,6 |
διότι ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐφ᾿ ὑμᾶς τοὺς Χαλδαίους τοὺς μαχητάς, τὸ ἔθνος τὸ πικρὸν καὶ τὸ ταχινόν, τὸ πορευόμενον ἐπὶ τὰ πλάτη τῆς γῆς τοῦ κατακληρονομῆσαι σκηνώματα οὐκ αὐτοῦ. |
Αμβ. 1,6 |
Θα εξεγείρω εναντίον σας τους πολεμιστάς Χαλδαίους, έθνος φαρμακερόν και ταχυκίνητον, το οποίον διαπορεύεται προς όλας τας κατευθύνσεις της γης, δια να κατακτήση και κληρονομήση πόλεις και κατοικίας, που δεν είναι ιδικαί του. |
|
Αμβ. 1,7 |
φοβερὸς καὶ ἐπιφανής ἐστιν, ἐξ αὐτοῦ τὸ κρίμα αὐτοῦ ἔσται καὶ τὸ λῆμμα αὐτοῦ ἐξ αὐτοῦ ἐξελεύσεται. |
Αμβ. 1,7 |
Γνωστός και διαβόητος είναι ο λαός αυτός. Ο,τι αυτός κρίνη και αποφασίση, θέλει να το αποκτήση και το πραγματοποιήση. Αι αποφάσστου προέρχονται από τον εαυτόν του, χωρίς να συμβουλεύεται κανένα άλλον. |
|
Αμβ. 1,8 |
καὶ ἐξαλοῦνται ὑπὲρ παρδάλεις οἱ ἵπποι αὐτοῦ καὶ ὀξύτεροι ὑπὲρ τοὺς λύκους τῆς Ἀραβίας· καὶ ἐξιππάσονται οἱ ἱππεῖς αὐτοῦ καὶ ὁρμήσουσι μακρόθεν καὶ πετασθήσονται ὡς ἀετὸς πρόθυμος εἰς τὸ φαγεῖν. |
Αμβ. 1,8 |
Οι ίπποι του πηδούν και τρέχουν περιοσότερον και ταχύτερον από τας λεοπαρδάλεις. Είναι ορμητικώτεροι από τους λύκους της Αραβίας. Επάνω εις αυτούς θα ιππεύσουν οι ιππείς του, θα ορμήσουν από τας μακρυνάς αποστάσεις, θα πετάξουν ωσάν τον πεινασμένον αετόν, που ορμά, με ταχύτητα στο θήραμά του. |
|
Αμβ. 1,9 |
συντέλεια εἰς ἀσεβεῖς ἥξει, ἀνθεστηκότας προσώποις αὐτῶν ἐξεναντίας καὶ συνάξει ὡς ἄμμον αἰχμαλωσίαν. |
Αμβ. 1,9 |
Από αυτούς θα επέλθη. πλήρης καταστροφή στους ασεβείς. Εκείνους, οι οποίοι θα αντισταθούν εναντίον των, θα τους συγκεντρώσουν προς αιγμαλωσίαν πολυαρίθμους ωσάν την άμμον. |
|
Αμβ. 1,10 |
καὶ αὐτὸς ἐν βασιλεῦσιν ἐντρυφήσει καὶ τύραννοι παίγνια αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς εἰς πᾶν ὀχύρωμα ἐμπαίξεται καὶ βαλεῖ χῶμα καὶ κρατήσει αὐτοῦ. |
Αμβ. 1,10 |
Θα εντρυφήση ο λαός αυτός με την ήτταν και υποδούλωσιν των βασιλέων. Οι άρχοντες της γης θα είναι παιγνίδι δι' αυτόν. Θα εμπαίξη όλα τα οχυρωματικά έργα, θα υψώση λόφους από χώμα γύρω των και θα τα καταλάβη. |
|
Αμβ. 1,11 |
τότε μεταβαλεῖ τὸ πνεῦμα καὶ διελεύσεται καὶ ἐξιλάσεται· αὕτη ἡ ἰσχὺς τῷ Θεῷ μου. |
Αμβ. 1,11 |
Ενδεχομένως μετά την νίκην του να μεταβάλη διαθέσεις, να διέλθη δια μέσου της ηττηθείσης χώρας και να φύγη και να εξιλεωθή δι' αυτήν. Αυτή όμως η μεταβολή είναι της δυνάμεως του Θεού μου”. |
|
Αμβ. 1,12 |
οὐχὶ σὺ ἀπ᾿ ἀρχῆς, Κύριε, ὁ Θεὸς ὁ ἅγιός μου; καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν. Κύριε, εἰς κρίμα τέταχας αὐτόν· καὶ ἔπλασέ με τοῦ ἐλέγχειν παιδείαν αὐτοῦ. |
Αμβ. 1,12 |
“Κυριε, συ δεν είσαι προ πάντων των αιώνων, ο αιώνιος και άγιος Θεός μου; Εις το έλεός σου στηριζόμενοι λέγομεν, ότι δεν πρόκειται να εξαφανισθώμεν. Κυριε, συ έχεις τάξει αυτόν τον λαόν, να εφαρμόζη και να κηρύσση την δικαιοσύνην σου. Συ δέ με έπλασες και με εγκατέστησες, να ελέγχω τον λαόν αυτόν εις παιδαγωγίαν και συνετισμόν. |
|
Αμβ. 1,13 |
καθαρὸς ὁ ὀφθαλμὸς τοῦ μὴ ὁρᾶν πονηρά, καὶ ἐπιβλέπειν ἐπὶ πόνους οὐ δυνήσῃ· ἵνα τί ἐπιβλέπεις ἐπὶ καταφρονοῦντας; παρασιωπήσῃ ἐν τῷ καταπίνειν ἀσεβῆ τὸν δίκαιον; |
Αμβ. 1,13 |
Κυριε, ο οφθαλμός σου είναι κατακάθαρος και δεν ανέχεται να βλέπη πονηρίας, δεν ημπορεί να βλέπη κακοποιήσεις εναντίον των δικαίων. Διατί όμως συ επιβλέπεις και φαίνεσαι σαν να προστατεύης εκείνους, που καταφρονούν την δικαιοσύνην και το δίκαιον; Θα παραβλέψης τον ασεβή, όταν καταπίνη τον δίκαιον; |
|
Αμβ. 1,14 |
καὶ ποιήσεις τοὺς ἀνθρώπους ὡς τοὺς ἰχθύας τῆς θαλάσσης καὶ ὡς τὰ ἑρπετὰ τὰ οὐκ ἔχοντα ἡγούμενον; |
Αμβ. 1,14 |
Θα κάμης τους ανθρώπους ωσάν τους ιχθύας της θαλάσσης, ωσάν τα ερπετά, τα οποία δεν έχουν αρχηγόν και κυβερνήτην; |
|
Αμβ. 1,15 |
συντέλειαν ἐν ἀγκίστρῳ ἀνέσπασε καὶ εἵλκυσεν αὐτὸν ἐν ἀμφιβλήστρῳ καὶ συνήγαγεν αὐτὸν ἐν ταῖς σαγήναις αὐτοῦ. |
Αμβ. 1,15 |
Ο ψαράς με αγκίστρι έπιασε και ανέσυρε τον ιχθύν από την θάλασσαν, άλλά ψάρια ετράβηξςε με το δίκτυ του και άλλα συνεκέντρωσε με τας σαγήνας του. |
|
Αμβ. 1,16 |
ἕνεκεν τούτου εὐφρανθήσεται καὶ χαρήσεται ἡ καρδία αὐτοῦ· ἕνεκεν τούτου θύσει τῇ σαγήνῃ αὐτοῦ καὶ θυμιάσει τῷ ἀμφιβλήστρῳ αὐτοῦ, ὅτι ἐν αὐτοῖς ἐλίπανε μερίδα αὐτοῦ, καὶ τὰ βρώματα αὐτοῦ ἐκλεκτά. |
Αμβ. 1,16 |
Από το πλούσιον αυτό ψάρευμά του θα ευφρανθή, θα χαρή η καρδία του. Δια τούτο, παραγνωρίζων σε τον αληθινόν Θεόν, θα προσφέρη θυσίαν εις την σαγήνην και θυμίαμα στο δίκτυόν του, διότι χάρις εις αυτά ήτο πλουσία η αλιεία του. Τα δε φαγητά, που θα παρασκευασθούν από αυτά, θα είναι εκλεκτά. |
|
Αμβ. 1,17 |
διὰ τοῦτο ἀμφιβαλεῖ τὸ ἀμφίβληστρον αὐτοῦ καὶ διὰ παντὸς ἀποκτέννειν ἔθνη οὐ φείσεται. |
Αμβ. 1,17 |
Ακριβώς κατά τον ίδιον τρόπον και ο ειδωλολάτρης Ασσύριος θα ρίξη από έδω και από εκεί το δίκτυόν του, δια να θανατώνη λαούς, χωρίς να λυπήται κανένα. |
|
Κεφάλαιο 2ο |
Αμβ. 2,1 |
Ἐπὶ τῆς φυλακῆς μου στήσομαι καὶ ἐπιβήσομαι ἐπὶ πέτραν καὶ ἀποσκοπεύσω τοῦ ἰδεῖν τί λαλήσει ἐν ἐμοὶ καὶ τί ἀποκριθῶ ἐπὶ τὸν ἔλεγχόν μου. |
Αμβ. 2,1 |
Λέγει ο προφήτης· Επάνω εις την σκοπιάν μου θα σταθώ, θα ανεβώ εις βράχον και θα προσέξω, να ίδω, τι θα είπη προς εμέ ο Κυριος και τι εγώ θα αποκριθώ εις, τον έλεγχόν του. |
|
Αμβ. 2,2 |
καὶ ἀπεκρίθη πρός με Κύριος καὶ εἶπε· γράψον ὅρασιν καὶ σαφῶς εἰς πυξίον, ὅπως διώκῃ ὁ ἀναγινώσκων αὐτά. |
Αμβ. 2,2 |
Ο Κυριος απεκρίθη προς εμέ και μου είπε· “Γράψε καθαρά το όραμα τούτο εις μίαν πλάκα, ώστε να αναγινώσκεται εύκολα και ευχάριστα. |
|
Αμβ. 2,3 |
διότι ἔτι ὅρασις εἰς καιρὸν καὶ ἀνατελεῖ εἰς πέρας καὶ οὐκ εἰς κενόν· ἐὰν ὑστερήσῃ, ὑπόμεινον αὐτόν, ὅτι ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ μὴ χρονίσῃ. |
Αμβ. 2,3 |
Διότι η όρασις αυτή έρχεται στον κατάλληλον καιρόν της. Θα εκπληρωθή και δεν θα ματαιωθή. Εάν όμως και βραδύνη ολίγον χρόνον, δείξε υπομονήν. Διότι αυτός που αναμένεται να έλθη, θα έλθη και δεν θα χρονοτριβήση. |
|
Αμβ. 2,4 |
ἐὰν ὑποστείληται, οὐκ εὐδοκεῖ ἡ ψυχή μου ἐν αὐτῷ· ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεώς μου ζήσεται. |
Αμβ. 2,4 |
Εάν κανείς λιποψυχήση και αδημονήση, ας μάθη, ότι δεν επαναπαύεται η ψυχή μου εις αυτόν. Ο δίκαιός που πιστεύει εις εμέ και τηρεί τον νόμον μου, θα σωθή και θα ζήση. |
|
Αμβ. 2,5 |
ὁ δὲ κατοιόμενος καὶ καταφρονητής, ἀνὴρ ἀλαζών, οὐθὲν μὴ περάνῃ, ὃς ἐπλάτυνε καθὼς ᾅδης τὴν ψυχὴν αὐτοῦ καὶ οὗτος ὡς θάνατος οὐκ ἐμπιπλάμενος καὶ ἐπισυνάξει ἐπ᾿ αὐτὸν πάντα τὰ ἔθνη καὶ εἰσδέξεται πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς λαούς. |
Αμβ. 2,5 |
Ο επηρμένος Ασσύριος και καταφρονητής των όλων, ο αλαζονικός αυτός άνθρωπος τίποτε δεν ημπορεί να φέρη εις πέρας. Επλάτυνε και έκαμε αχόρταγον την ψυχήν του όπως ο άδης και ο θάνατος, που δεν χορταίνουν ποτέ. Θα συγκεντρώση υπό την εξουσίαν του όλα τα έθνη και θα έχη μαζή του όλους τους λαούς. |
|
Αμβ. 2,6 |
οὐχὶ ταῦτα πάντα κατ᾿ αὐτοῦ παραβολὴν λήψονται καὶ πρόβλημα εἰς διήγησιν αὐτοῦ; καὶ ἐροῦσιν· οὐαὶ ὁ πληθύνων ἑαυτῷ τὰ οὐκ ὄντα αὐτοῦ ἕως τίνος; καὶ βαρύνων τὸν κλοιὸν αὐτοῦ στιβαρῶς. |
Αμβ. 2,6 |
Θα έλθη όμως καιρός, κατά τον οποίον όλα αυτά θα εκσπάσουν εναντίον του. Οι εχθροί του θα τον έχουν εις σατυρισμόν και εμπαιγμόν. Ειρωνικόν μολόγημα θα γίνη μεταξύ των και θα λέγουν· Αλλοόμονον εις σέ, Βαβυλών, η οποία παίρνεις και θησαυρίζεις δια τον εαυτόν σου εκείνα, τα οποία δεν σου ανήκουν. Εως πότε όμως θα συνεχισθή αυτό; Συ κάμνεις βαρύν και καταθλιπτικόν τον ζυγόν της δουλείας. |
|
Αμβ. 2,7 |
ὅτι ἐξαίφνης ἀναστήσονται δάκνοντες αὐτόν, καὶ ἐκνήψουσιν οἱ ἐπίβουλοί σου, καὶ ἔσῃ εἰς διαρπαγὴν αὐτοῖς. |
Αμβ. 2,7 |
Ιδού όμως ότι αιφνιδίως θα εξεγερθούν εναντίον σου και θα σε δαγκώσουν οι εχθροί σου. Οι επίβουλοί σου θα ανανήψουν εναντίον σου και θα γίνης αντικείμενον διαρπαγής από αυτούς, |
|
Αμβ. 2,8 |
διότι σὺ ἐσκύλευσας ἔθνη πολλά, σκυλεύσουσί σε πάντες οἱ ὑπολελειμμένοι λαοὶ δι᾿ αἵματα ἀνθρώπων καὶ ἀσεβείας γῆς καὶ πόλεως καὶ πάντων τῶν κατοικούντων αὐτήν. |
Αμβ. 2,8 |
Διότι, όπως συ ελαφυραγώγησες πολλά έθνη, έτσι και όλοι θα λαφυραγωγήσουν σέ, οχι μόνον οι εχθροί σου άλλα και οι υπόλοιποι λαοί, διότι θα σε μισούν δια τα ανθρώπινα αίματα, τα οποία έχυσες και τας άλλας ασεβείας, τας οποίας διέπραξες εις την γην, εις τας πόλεις κι στους κατοικούντας αυτάς. |
|
Αμβ. 2,9 |
ὦ ὁ πλεονεκτῶν πλεονεξίαν κακὴν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ τοῦ τάξαι εἰς ὕψος νοσσιὰν αὐτοῦ τοῦ ἐκσπασθῆναι ἐκ χειρὸς κακῶν. |
Αμβ. 2,9 |
Αλλοίμονον εις σέ, ο οποίος από απερίγραπτον πλεονεξίαν κατεχόμενος αποταμιεύεις πονηρούς θησαυρούς στον οίκόν σου, δια να τοποθετήσης την φωλεάν σου εις ύψος, με την ιδέαν ότι έτσι υψηλά θα είσαι ασφαλής και δεν θα διατρέχης κίνδυνον από τα χέρια των εχθρών σου. |
|
Αμβ. 2,10 |
ἐβουλεύσω αἰσχύνην τῷ οἴκῳ σου, συνεπέρανας πολλοὺς λαούς, καὶ ἐξήμαρτεν ἡ ψυχή σου· |
Αμβ. 2,10 |
Αυτά όμως, που εσκέφθης, είναι εις την πραγματικότητα εξευτελιστικά δια τον οίκον σου. Εθεσες τέρμα εις την ζωήν πολλών λαών, ημάρτησε πολύ η ψυχή σου. |
|
Αμβ. 2,11 |
διότι λίθος ἐκ τοίχου βοήσεται, καὶ κάνθαρος ἐκ ξύλου φθέγξεται αὐτά. |
Αμβ. 2,11 |
Και αυτοί ακόμη οι λίθοι από τον τοίχον της οικίας σου θα φωνάξουν, και ο κάνθαρος, που ευρίσκεται εις τα ξύλα της οικοδομής σου, θα ομιλήση εναντίον των αδικιών σου”. |
|
Αμβ. 2,12 |
οὐαὶ ὁ οἰκοδομῶν πόλιν ἐν αἵμασι καὶ ἑτοιμάζων πόλιν ἐν ἀδικίαις. |
Αμβ. 2,12 |
Αλλοίμονον εις εκείνον, ο οποίος οικοδομεί οικίας με αίματα άνθρωπον και συγκροτεί πόλιν με αδικίας, θα υποστή τα επίχειρα των πονηρών έργων του. |
|
Αμβ. 2,13 |
οὐ ταῦτά ἐστι παρὰ Κυρίου παντοκράτορος; καὶ ἐξέλιπον λαοὶ ἱκανοὶ ἐν πυρί, καὶ ἔθνη πολλὰ ὠλιγοψύχησαν. |
Αμβ. 2,13 |
Αυτά δεν έγιναν από τον Κυριον τον παντοκράτορα; Πολλοί δηλαδή λαοί εξηφανίσθησαν δια του πυρός και πολλά έθνη ωλιγοψύχησαν. |
|
Αμβ. 2,15 |
ὦ ὁ ποτίζων τὸν πλησίον αὐτοῦ ἀνατροπῇ θολερᾷ καὶ μεθύσκων, ὅπως ἐπιβλέπῃ ἐπὶ τὰ σπήλαια αὐτῶν. |
Αμβ. 2,15 |
Αλλοίμονον εις σέ, Ασσύριε, ο οποίος ποτίζστους ανθρώπους και τους μεθάς με οίνον, δια να θολώσης τον νουν των, ώστε να ερευνήσης και αυτά ακόμη τα σπήλαιά των. |
|
Αμβ. 2,16 |
πλησμονὴν ἀτιμίας ἐκ δόξης πίε καὶ σύ, καρδία σαλεύθητι καὶ σείσθητι· ἐκύκλωσεν ἐπὶ σὲ ποτήριον δεξιᾶς Κυρίου καὶ συνήχθη ἀτιμία ἐπὶ τὴν δόξαν σου. |
Αμβ. 2,16 |
Αλλά ήλθεν η ώρα της τιμωρίας σου. Πιε και συ αυτό το ποτήριον της οργής του Κυρίου και πάρε, αντί της δόξης σου, ατιμίαν και καταφρόνησιν. Θα σαλευθή η καρδία σου, θα συγκλονισθή και θα καταστραφή από σεισμόν η χώρα σου. Η τιμωρός δεξιά του Κυρίου σε περιέλαβε και όλος ο εξευτελισμός συνεκεντρώθη και έπεσεν επάνω σου, αντί της προτέρας δόξης σου. |
|
Αμβ. 2,17 |
διότι ἀσέβεια τοῦ Λιβάνου καλύψει σε, καὶ ταλαιπωρία θηρίων πτοήσει σε δι᾿ αἵματα ἀνθρώπων καὶ ἀσεβείας γῆς καὶ πόλεως καὶ πάντων τῶν κατοικούντων αὐτήν. |
Αμβ. 2,17 |
Η ασεβής και καταστρεπτική υλοτομία σου προς το όρος Λιβανον θα ξεσπάση επάνω σου και θα σε σκεπάση με καταισχύνην. Τα θηρία του όρους τούτου θα σε ταλαιπωρήσουν και θα σε τιμωρήσουν δια τα ανθρώπινα αίματα, τα οποία έχυσες, και δια την ασέβειαν, η οποία επικρατεί εις την χώραν σου, εις τας πόλεις και στους κατοίκους αυτής. |
|
Αμβ. 2,18 |
τί ὠφελεῖ γλυπτόν, ὅτι ἔγλυψαν αὐτό; ἔπλασεν αὐτὸ χώνευμα, φαντασίαν ψευδῆ, ὅτι πέποιθεν ὁ πλάσας ἐπὶ τὸ πλάσμα αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι εἴδωλα κωφά. |
Αμβ. 2,18 |
Ποίαν ωφέλειαν είναι δυνατόν, να σου δώση το γλυπτόν άγαλμα, το οποίον άνθρωποι κατεσκεύασαν; Ο τεχνίτης το διεμόρφωσε και το εχώνευσεν στο χωνευτήριον. Αυτό όμως είναι γέννημα ψευδούς φαντασίας. Αλλά έδω είναι το παράδοξον· ότι αυτός, που κατεσκεύασε το κωφόν και άλαλον είδωλον, πιστεύει στο έργον των χειρών του. |
|
Αμβ. 2,19 |
οὐαὶ ὁ λέγων τῷ ξύλῳ· ἔκνηψον, ἐξεγέρθητι, καὶ τῷ λίθῳ· ὑψώθητι· καὶ αὐτό ἐστι φαντασία, τοῦτο δέ ἐστιν ἔλασμα χρυσίου καὶ ἀργυρίου, καὶ πᾶν πνεῦμα οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ. |
Αμβ. 2,19 |
Αλλοίμονον εις εκείνον, που πιστεύει εις τα ξύλινα αγάλματα και λέγει προς αυτά· “ξύπνα, σήκω” και στο λίθινον άγαλμα, “στάσου υψηλά!” Και αυτό είναι επινόησις της ανθρωπίνης φαντασίας. Το υλικόν, από το οποίον αποτελείται, είναι έλασμα χρυσού και αργύρου. Κανένα πνεύμα, καμμία πνοή ζωής δεν υπάρχει έντος αυτού. |
|
Αμβ. 2,20 |
ὁ δὲ Κύριος ἐν ναῷ ἁγίῳ αὐτοῦ· εὐλαβείσθω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ. |
Αμβ. 2,20 |
Ο Κυριος όμως κατοικεί στον άγιον ναόν του. Ας ευλαβηθή αυτόν όλη η οικουμένη. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Αμβ. 3,1 |
Κύριε, εἰσακήκοα τὴν ἀκοήν σου καὶ ἐφοβήθην· |
Αμβ. 3,1 |
Κυριε, ήκουσα εκείνο, το οποίον συ με έκαμες να ακούσω, και εφοβήθην. |
|
Αμβ. 3,2 |
Κύριε, κατενόησα τὰ ἔργα σου καὶ ἐξέστην. ἐν μέσῳ δύο ζῴων γνωσθήσῃ, ἐν τῷ ἐγγίζειν τὰ ἔτη ἐπιγνωσθήσῃ, ἐν τῷ παρεῖναι τὸν καιρὸν ἀναδειχθήσῃ, ἐν τῷ ταραχθῆναι τὴν ψυχήν μου, ἐν ὀργῇ ἐλέους μνησθήσῃ. |
Αμβ. 3,2 |
Κυριε, παρετήρησα με προσοχήν τα έργα σου, τα κατενόησα, κατελήφθην από έκπληξιν μεγάλην. Ανάμεσα εις δύο όντα, που έχουν ζωήν, θα γίνης γνωστός στους ανθρώπους. Οταν πλησιάζουν τα έτη, που θα αποκαλυφθή η αγαθότης σου, θα γνωρισθής ακόμα καλύτερον. Οταν έλθη ο καιρός ο ωρισμένος, θα αναδειχθή η δύναμίς σου. Οταν ταραχθή η ψυχή μου εις καιρόν της δικαίας σου οργής, ενθυμήσου, Κυριε, και δος μου το έλεός σου. |
|
Αμβ. 3,3 |
ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμὰν ἥξει, καὶ ὁ ἅγιος ἐξ ὄρους κατασκίου δασέος. (διάψαλμα). ἐκάλυψεν οὐρανοὺς ἡ ἀρετὴ αὐτοῦ, καὶ αἰνέσεως αὐτοῦ πλήρης ἡ γῆ. |
Αμβ. 3,3 |
Ο Θεός, ένδοξος και ισχυρός, θα έλθη από την Θαιμάν· ο άγιος από το βαθύσκιον δασωμένον όρος. (Διάψαλμα). Αι άπειροι εις αριθμόν και τελειότητα αρεταί σου εκάλυψαν τον ουρανόν. Η γη είναι γεμάτη από την δοξολογίαν προς σέ. |
|
Αμβ. 3,4 |
καὶ φέγγος αὐτοῦ ὡς φῶς ἔσται, κέρατα ἐν χερσὶν αὐτοῦ, καὶ ἔθετο ἀγάπησιν κραταιὰν ἰσχύος αὐτοῦ. |
Αμβ. 3,4 |
Η ακτινοβολία της δόξης του είναι ισχυρά, όπως το φως. Δυναμιν κρατεί εις τα χέρια του. Την αγάπην του την ενηρμόνισε με την άπειρον δύναμίν του. |
|
Αμβ. 3,5 |
πρὸ προσώπου αὐτοῦ πορεύσεται λόγος, καὶ ἐξελεύσεται εἰς παιδείαν κατὰ πόδας αὐτοῦ |
Αμβ. 3,5 |
Εμπρός του προπορεύεται ο λόγος ο καθοδηγητικός, ο διαφωτιστικός. Αυτός τον ακολουθεί κατά πόδας, όταν πρόκειται να διαφωτίση, αλλά και παιδαγωγικώς να τιμωρήση τους ανθρώπους. |
|
Αμβ. 3,6 |
ἔστη, καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ· ἐπέβλεψε, καὶ διετάκη ἔθνη. διεθρύβη τὰ ὄρη βίᾳ, ἐτάκησαν βουνοὶ αἰώνιοι. |
Αμβ. 3,6 |
Εστάθη ο Κυριος, και η γη εσαλεύθη έντρομος. Ερριψεν ένα μόνον βλέμμα, και έλυωσαν τα έθνη. Τα όρη εθρυμματίσθηκαν μετά κρότου, τα αιώνια βουνά έλυωσαν από τον φόβον των. |
|
Αμβ. 3,7 |
πορείας αἰωνίας αὐτοῦ ἀντὶ κόπων εἶδον· σκηνώματα Αἰθιόπων πτοηθήσονται καὶ αἱ σκηναὶ γῆς Μαδιάμ. |
Αμβ. 3,7 |
Και μέσα εις αυτάς τας συμφοράς και τας θλίψεις είδον εγώ τας αιωνίας βουλάς και ενεργείας αυτού! Αι σκηναί των Αιθιόπων θα κατατρομάξουν και αι σκηναί επίσης της γης Μαδιάμ. |
|
Αμβ. 3,8 |
μὴ ἐν ποταμοῖς ὠργίσθης, Κύριε, ἢ ἐν ποταμοῖς ὁ θυμός σου; ἢ ἐν θαλάσσῃ τὸ ὅρμημά σου; ὅτι ἐπιβήσῃ ἐπὶ τοὺς ἵππους σου, καὶ ἡ ἱππασία σου σωτηρία. |
Αμβ. 3,8 |
Μηπως, Κυριε, ωργίσθης και εθύμωσες εναντίον των αψύχων ποταμών; Μηπως η ορμή σου στρέφεται εναντίον της Ερυθράς Θαλάσσης; Οχι βεβαίως, διότι συ επέβης επάνω στους ίππους του άρματός σου και η ίππευσίς σου αυτή υπήρξε σωτηρία δια τον λαόν σου. |
|
Αμβ. 3,9 |
ἐντείνων ἐντενεῖς τὸ τόξον σου ἐπὶ σκῆπτρα, λέγει Κύριος. (διάψαλμα). ποταμῶν ῥαγήσεται γῆ. |
Αμβ. 3,9 |
Θα τεντώσης έως τα άκρα με δύναμιν το τοξον σου εναντίον των σκηπτρούχων της γης, λέγει ο Κυριος (Διάψαλμα). Η γη θα ανοίξη και άφθονα ύδατα ποταμών θα αναβλύσουν. |
|
Αμβ. 3,10 |
ὄψονταί σε καὶ ὠδινήσουσι λαοί, σκορπίζων ὕδατα πορείας αὐτοῦ· ἔδωκεν ἡ ἄβυσσος φωνὴν αὐτῆς, ὕψος φαντασίας αὐτῆς. |
Αμβ. 3,10 |
Θα σε ίδουν, Κυριε, όλοι οι λαοί και θα καταληφθούν από ωδίνας, ομοίας προς τας ωδίνας της επιτόκου. Διότι συ εκβάλλεις και διασκορπίζεις τα ύδατα από τας κοίτας, εις τας οποίας ρέουν. Η απύθμενος θάλασσα εβόησε από τους παφλασμούς των κυμάτων της. Τα κύματά της υψώθησαν εις αφάνταστον ύψος ενώπιόν σου. |
|
Αμβ. 3,11 |
ἐπῄρθη ὁ ἥλιος, καὶ ἡ σελήνη ἔστη ἐν τῇ τάξει αὐτῆς· εἰς φῶς βολίδες σου πορεύσονται, εἰς φέγγος ἀστραπῆς ὅπλων σου. |
Αμβ. 3,11 |
Εσηκώθη και εστάθη ακίνητος ο ήλιος· και αυτή σελήνη εσταμάτησεν εις την θέσιν της, όταν ο Ιησούς του Ναυή εν ονόματί σου τα διέταξε. Τα βέλη σου ολοφάνερα, ωσάν το φως, κατευθύνονται εναντίον των εχθρών σου. Τα όπλα σου απαστράπτουν, ωσάν το φως. |
|
Αμβ. 3,12 |
ἐν ἀπειλῇ ὀλιγώσεις γῆν καὶ ἐν θυμῷ κατάξεις ἔθνη. |
Αμβ. 3,12 |
Με την δικαίαν σου τιμωρίαν, την οποίαν απειλητικώς προανήγγειλες, θα καταστρέψης την γην των Χαλδαίων. Και επάνω στον δίκαιον θυμόν σου θα ρίψης ταπεινωμένους στο έδαφος λαούς. |
|
Αμβ. 3,13 |
ἐξῆλθες εἰς σωτηρίαν λαοῦ σου τοῦ σῶσαι τὸν χριστόν σου· ἔβαλες εἰς κεφαλὰς ἀνόμων θάνατον, ἐξήγειρας δεσμοὺς ἕως τραχήλου. (διάψαλμα). |
Αμβ. 3,13 |
Ετσι θα εξέλθης, δια να σώσης τον λαόν σου, δια να σώσης τον αφιερωμένον εις σε λαόν. Εδωσες θάνατον εις κεφαλάς παρανόμων ανθρώπων. Αλύτους δεσμούς ανέβασες και επέβαλες στον τράχηλον των αμαρτωλών. |
|
Αμβ. 3,14 |
διέκοψας ἐν ἐκστάσει κεφαλὰς δυναστῶν, σεισθήσονται ἐν αὐτῇ· διανοίξουσι χαλινοὺς αὐτῶν ὡς ἐσθίων πτωχὸς λάθρᾳ. |
Αμβ. 3,14 |
Προς κατάπληξιν όλων έκοψες τας κεφαλάς των ισχυρών της γης. Θα συγκλονισθούν και θα πανικοβληθούν όλοι οι κατοικούντες εις αυτήν. Ως εάν έχουν χαλινούς, ολίγον θα ανοίξουν το στόμα των, όπως ο πτωχός ο οποίος τρώγει κρυφίως το ψωμί του. |
|
Αμβ. 3,15 |
καὶ ἐπεβίβασας εἰς θάλασσαν τοὺς ἵππους σου ταράσσοντας ὕδατα πολλά. |
Αμβ. 3,15 |
Ωδήγησες και ανέβασες, Κυριε, εις την θάλασσαν τους ίππους σου, οι οποίοι αναταράσσουν τα πολλά αυτής ύδατα. |
|
Αμβ. 3,16 |
ἐφυλαξάμην, καὶ ἐπτοήθη ἡ κοιλία μου ἀπὸ φωνῆς προσευχῆς χειλέων μου, καὶ εἰσῆλθε τρόμος εἰς τὰ ὀστᾶ μου, καὶ ὑποκάτωθέν μου ἐταράχθη ἡ ἕξις μου. ἀναπαύσομαι ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως τοῦ ἀναβῆναι εἰς λαὸν παροικίας μου. |
Αμβ. 3,16 |
Παρετήρησα με προσοχήν, ήκουσα και είδα τας θλίψστου λαού μου. Η καρδία μου εταράχθη καθ' ον χρόνον τα χείλη μου τρέμοντα απηύθυναν την προσευχήν. Τρόμος εισεχώρησεν στο εσωτερικόν μου. Ολόκληρος η υπαρξίς μου ανεστατώθη από κάτω έως άνω. Αλλά την ημέραν της θλίψεώς μου θα αναπαυθώ και θα παρηγορηθώ, όταν αναβώ στον λαόν μου, τον παροικούντα στον τόπον του. |
|
Αμβ. 3,17 |
διότι συκῆ οὐ καρποφορήσει, καὶ οὐκ ἔσται γενήματα ἐν ταῖς ἀμπέλοις· ψεύσεται ἔργον ἐλαίας, καὶ τὰ πεδία οὐ ποιήσει βρῶσιν· ἐξέλιπον ἀπὸ βρώσεως πρόβατα, καὶ οὐχ ὑπάρχουσι βόες ἐπὶ φάτναις. |
Αμβ. 3,17 |
Διότι ιδού, οι συκιές δεν θα καρποφορήσουν, τα αμπέλια δεν θα παράγουν σταφυλάς, τα ελαιόδενδρα θα διαψεύσουν τας προσδοκίας μας δια ουγκομιδήν καρπού και αι πεδιάδες δεν θα παράγουν καρπούς εις διατροφήν των ανθρώπων. Τα πρόβατα αποθνήσκουν δια την έλλειψιν τροφής. Βοϊδια δεν υπάρχουν πλέον εις τα παχνιά των. |
|
Αμβ. 3,18 |
ἐγὼ δὲ ἐν τῷ Κυρίῳ ἀγαλλιάσομαι, χαρήσομαι ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου. |
Αμβ. 3,18 |
Εγώ όμως θα αγάλλωμαι ελπίζων στον Κυριον. Θα γεμίση χαράν η καρδία μου δια τον σωτήρα μου Θεόν. |
|
Αμβ. 3,19 |
Κύριος ὁ Θεὸς δύναμίς μου καὶ τάξει τοὺς πόδας μου εἰς συντέλειαν· ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ἐπιβιβᾷ με τοῦ νικῆσαί με ἐν τῇ ᾠδῇ αὐτοῦ. |
Αμβ. 3,19 |
Κυριος ο Θεός είναι η δύναμίς μου. Αυτός θα στερεώση δια παντός τα πόδια μου εις τας δικαίας πορείας μου. Θα με αναβιβάση υψηλά, ώστε ψάλλων ευγνώμονα δοξολογίαν προς αυτόν να νικήσω. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου