Τρίτη 20 Αυγούστου 2013


Παλαιά Διαθήκη Βασιλέων Β'

Κεφάλαια:   1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24



Κεφάλαιο 1ο
Β Βασ. 1,1 Καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ ἀποθανεῖν Σαοὺλ καὶ Δαυὶδ ἀνέστρεψε τύπτων τὸν Ἀμαλήκ, καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν Σεκελὰκ ἡμέρας δύο.
Β Βασ. 1,1 Μετά τον θάνατον του Σαούλ ο Δαυίδ επέστρεψεν από την επιτυχή εκστρατείαν κατά των Αμαληκιτών και εκάθισεν επί δύο ημέρας εις την πόλιν Σεκελάκ.
 
Β Βασ. 1,2 καὶ ἐγενήθη τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἦλθεν ἐκ τῆς παρεμβολῆς ἐκ τοῦ λαοῦ Σαούλ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ διεῤῥωγότα, καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἰσελθεῖν αὐτὸν πρὸς Δαυὶδ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.
Β Βασ. 1,2 Κατά την τριτην ημέραν κατέφθασεν αίφνης από το στρατόπεδον του Σαούλ ενας άνθρωπος με εσχισμένα τα ενδύματά του και με χώμα επάνω στο κεφάλι του. Οταν αυτός ήλθε προς τον Δαυίδ, έπεσε πρηνής και τον προσεκύνησε.
 
Β Βασ. 1,3 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· πόθεν σὺ παραγίνῃ; καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἐκ τῆς παρεμβολῆς Ἰσραὴλ ἐγὼ διασέσωσμαι.
Β Βασ. 1,3 Τον ηρώτησε τότε ο Δαυίδ· “από που συ έρχεσαι;” Και εκείνος είπεν· “από το στρατόπεδον των Ισραηλιτών εγώ έχω διασωθή”.
 
Β Βασ. 1,4 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· τίς ὁ λόγος οὗτος; ἀπάγγειλόν μοι. καὶ εἶπεν ὅτι ἔφυγεν ὁ λαὸς ἐκ τοῦ πολέμου καὶ πεπτώκασι πολλοὶ ἐκ τοῦ λαοῦ καὶ ἀπέθανον· καὶ Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἀπέθανε.
Β Βασ. 1,4 Του είπεν ο Δαυίδ· “πως έχουν τα πράγματα εκεί; Πληροφόρησέ με”. Εκείνος απήντησεν, ότι ο στρατός ηττήθη κατά τον πόλεμον και ετράπη εις φυγήν, ότι έχουν φονευθή πολλοί από τον λαόν και απέθανον. Ο δε Σαούλ και ο Ιωνάθαν, ο υιός του, επίσης εφονεύθησαν.
 
Β Βασ. 1,5 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ παιδαρίῳ τῷ ἀπαγγέλλοντι αὐτῷ· πῶς οἶδας ὅτι τέθνηκε Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς αὐτοῦ;
Β Βασ. 1,5 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον νεαρόν αυτόν αγγελιαφόρον· “πως συ γνωρίζεις ότι εφονεύθη ο Σαουλ και ο υιός του ο Ιωνάθαν;”
 
Β Βασ. 1,6 καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τὸ ἀπαγγέλλον αὐτῷ· περιπτώματι περιέπεσον ἐν τῷ ὄρει τῷ Γελβουέ, καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ ἐπεστήρικτο ἐπὶ τὸ δόρυ αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ τὰ ἅρματα καὶ οἱ ἱππάρχαι συνῆψαν αὐτῷ.
Β Βασ. 1,6 Ο αγγελιαφόρος του είπε· “συνέβη να περιπλανώμαι στο όρος Γελδουέ και ιδού, ότι ο Σαούλ είχε πέσει πληγωμένος επάνω στο δόρυ του. Τα δε άρματα και το ιππικόν των Φιλισταίων είχον πλησιάσει προς αυτόν.
 
Β Βασ. 1,7 καὶ ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὰ ὀπίσω αὐτοῦ καὶ εἶδέ με καὶ ἐκάλεσέ με, καὶ εἶπα· ἰδοὺ ἐγώ.
Β Βασ. 1,7 Εγύρισεν ο Σαουλ την κεφαλήν του προς τα οπίσω, με είδε, με εκάλεσε και εγώ είπα· Ιδού εγώ· είμαι εις τας διαταγάς σου.
 
Β Βασ. 1,8 καὶ εἶπέ μοι· τίς εἶ σύ; καὶ εἶπα· Ἀμαληκίτης ἐγώ εἰμι.
Β Βασ. 1,8 Εκείνος μου είπε· Ποιός είσαι συ; Του είπα ότι εγώ είμαι Αμαληκίτης.
 
Β Βασ. 1,9 καὶ εἶπε πρός με· στῆθι δὴ ἐπάνω μου καὶ θανάτωσόν με, ὅτι κατέσχε με σκότος δεινόν, ὅτι πᾶσα ἡ ψυχή μου ἐν ἐμοί.
Β Βασ. 1,9 Εκείνος τότε μου είπε· Ελα, σε παρακαλώ εδώ κοντά μου και θανάτωσέ με, διότι με κατέλαβε μεγάλη σκοτοδίνη θανάτου. Εν τούτοις η ζωη μου υπάρχει άκομη εντός μου.
 
Β Βασ. 1,10 καὶ ἐπέστην ἐπ᾿ αὐτὸν καὶ ἐθανάτωσα αὐτόν, ὅτι ᾔδειν ὅτι οὐ ζήσεται μετὰ τὸ πεσεῖν αὐτόν· καὶ ἔλαβον τὸ βασίλειον τὸ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ τὸν χλιδῶνα τὸν ἐπὶ τοῦ βραχίονος αὐτοῦ καὶ ἐνήνοχα αὐτὰ τῷ κυρίῳ μου ὧδε.
Β Βασ. 1,10 Τον επλησίασα και τον εθανάτωσα, διότι εγνώριζα ότι δεν επρόκειτο πλέον να ζήση ύστερα από την πληγήν, που είχε λάβει. Επήρα κατόπιν το βασιλικόν διάδημα, που είχε εις την κεφαλήν του, και το βραχιόλι αυτό το οποίον έφερεν εις τον βραχίονά του, και αυτά τα έχω φέρει εδώ εις σε τον κύριόν μου”.
 
Β Βασ. 1,11 καὶ ἐκράτησε Δαυὶδ τῶν ἱματίων αὐτοῦ καὶ διέῤῥηξεν αὐτά, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν.
Β Βασ. 1,11 Ο Δαυίδ επόνεσεν από την αγγελίαν αυτήν, έπιασε τα ενδύματά του και τα διέρρηξε και όλοι οι άλλοι άνδρες, όσοι ήσαν μαζή με αυτόν, έσχισαν τα ενδύματά των.
 
Β Βασ. 1,12 καὶ ἐκόψαντο καὶ ἔκλαυσαν καὶ ἐνήστευσαν ἕως δείλης ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν Ἰούδα καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰσραήλ, ὅτι ἐπλήγησαν ἐν ῥομφαίᾳ.
Β Βασ. 1,12 Εκτυπούσαν τα στήθη των, έκλαυσαν και ενήστευσαν έως το απόγευμα δια τον θάνατον του Σαούλ, δια τον θάνατον του υιού του Ιωνάθαν, δια τον ισραηλιτικόν στρατόν, δι' όλον τον λαόν του Ισραήλ, δι' όλους εκείνους οι οποίοι έπεσαν εν στόματι ρομφαίας.
 
Β Βασ. 1,13 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ παιδαρίῳ τῷ ἀπαγγέλλοντι αὐτῷ· πόθεν εἶ σύ; καὶ εἶπεν· υἱὸς ἀνδρὸς παροίκου Ἀμαληκίτου ἐγώ εἰμι.
Β Βασ. 1,13 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον νεαρόν αυτόν αγγελιαφόρον· “από που είσαι συ;” Εκείνος είπεν· “εγώ είμαι υιός ενός Αμαληκίτου, ο οποίος παροικεί εις την γην των Ιουδαίων”.
 
Β Βασ. 1,14 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· πῶς οὐκ ἐφοβήθης ἐπενεγκεῖν χεῖρά σου διαφθεῖραι τὸν χριστὸν Κυρίου;
Β Βασ. 1,14 Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “πως, λοιπόν, δεν εφοβήθης να καταφέρης φονικήν την χείρά σου εναντίον του Σαούλ και να φονεύσης τον βασιλέα, τον οποίον ο Κυριος είχε χρίσει;”
 
Β Βασ. 1,15 καὶ ἐκάλεσε Δαυὶδ ἓν τῶν παιδαρίων αὐτοῦ καὶ εἶπε· προσελθὼν ἀπάντησον αὐτῷ· καὶ ἐπάταξεν αὐτόν, καὶ ἀπέθανε.
Β Βασ. 1,15 Προσεκάλεσε τότε ο Δαυίδ ένα από τους νεαρούς άνδρας του και είπε προς αυτόν· “πάρε τον και θανάτωσέ τον”. Εκείνος τον εκτύπησε και τον εφόνευσεν.
 
Β Βασ. 1,16 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Δαυίδ· τὸ αἷμά σου ἐπὶ τὴν κεφαλήν σου, ὅτι στὸ στόμα σου ἀπεκρίθη κατὰ σοῦ λέγων ὅτι, ἐγὼ ἐθανάτωσα τὸν χριστὸν Κυρίου.
Β Βασ. 1,16 Είπε δε ο Δαυίδ προς τον εκτελεσθέντα εκείνον Αμαληκίτην· “το αίμα σου, που εχύθη, θα πέση στο κεφάλι σου, διότι συ είσαι ένοχος. Με το ίδιο σου το στόμα κατέθεσες εναντίον σου, ότι συ εθανάτωσες τον βασιλέα τον χριστόν του Κυρίου”.
 
Β Βασ. 1,17 Καὶ ἐθρήνησε Δαυὶδ τὸν θρῆνον τοῦτον ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ.
Β Βασ. 1,17 Συνέθεσε ο Δαυίδ θλιβερό μοιρολόγι, θρήνον, δια τον Σαούλ και τον υιόν αυτού Ιωνάθαν.
 
Β Βασ. 1,18 καὶ εἶπε τοῦ διδάξαι τοὺς υἱοὺς Ἰούδα· ἰδοὺ γέγραπται ἐπὶ βιβλίου τοῦ εὐθοῦς.
Β Βασ. 1,18 Διέταξε δε να διδαχθούν αυτό το θρηνώδες άσμα και να το μάθουν οι της φυλής Ιούδα. Αυτό δε έχει καταγραφή στο ποιητικόν βιβλίον, το ονομαζόμενον “Βιβλίον του Δικαίου”.
 
Β Βασ. 1,19 Στήλωσον, Ἰσραήλ, ὑπὲρ τῶν τεθνηκότων ἐπὶ τὰ ὕψη σου τραυματιῶν· πῶς ἔπεσαν δυνατοί;
Β Βασ. 1,19 “Ανεγείρατε στήλας, Ισραηλίται, δι' αυτούς, οι οποίοι απέθαναν επάνω στο υψηλόν όρος Γελβουέ. Πως έπεσαν οι δυνατοί αυτοί ήρωες, ο Σαούλ και ο Ιωνάθαν;
 
Β Βασ. 1,20 μὴ ἀναγγείλητε ἐν Γὲθ καὶ μὴ εὐαγγελίσησθε ἐν ταῖς ἐξόδοις Ἀσκάλωνος, μή ποτε εὐφρανθῶσι θυγατέρες ἀλλοφύλων, μή ποτε ἀγαλλιάσωνται θυγατέρες τῶν ἀπεριτμήτων.
Β Βασ. 1,20 Φροντίσατε, να μη γίνη αυτό γνωστόν εις την πόλιν Γέθ. Να μη το μάθουν οι δρόμοι της Ασκάλωνος ως ευαγγέλιον χαράς, δια να μη ευφρανθούν αι θυγατέρες των αλλοφύλων και να μη χαρούν οι κόρες των απεριτμήτων.
 
Β Βασ. 1,21 ὄρη τὰ ἐν Γελβουὲ μὴ καταβάτω δρόσος καὶ μὴ ὑετὸς ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ ἀγροὶ ἀπαρχῶν, ὅτι ἐκεῖ προσωχθίσθη θυρεὸς δυνατῶν, θυρεὸς Σαοὺλ οὐκ ἐχρίσθη ἐν ἐλαίῳ.
Β Βασ. 1,21 Ορος Γελβουέ, να μη πέση ποτέ επάνω σου δροσιά· και βροχή να μη σε ποτίση να μη καρποφορήσουν οι αγροί σου, διότι εκεί κατέπεσε καταφρονημένη η ασπίς των δυνατών. Η ασπίδα του Σαούλ δεν ηλείφθη με έλαιον και εσκούριασε.
 
Β Βασ. 1,22 ἀφ᾿ αἵματος τραυματιῶν καὶ ἀπὸ στέατος δυνατῶν τόξον Ἰωνάθαν οὐκ ἀπεστράφη κενὸν εἰς τὰ ὀπίσω, καὶ ῥομφαία Σαοὺλ οὐκ ἀνέκαμψε κενή.
Β Βασ. 1,22 Από το αίμα και το λίπος των φονευομένων εχθρών ποτέ δεν εγύριζε χωρίς επιτυχίας το ένδοξον τόξον του Ιωνάθαν ! Το ίδιο και η ρομφαία του Σαούλ· ποτέ δεν επέστρεψεν αδειανή από ηρωϊκά κατορθώματα.
 
Β Βασ. 1,23 Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν, οἱ ἠγαπημένοι καὶ ὡραῖοι, οὐ διακεχωρισμένοι, εὐπρεπεῖς ἐν τῇ ζωῇ αὐτῶν καὶ ἐν τῷ θανάτῳ αὐτῶν οὐ διεχωρίσθησαν· ὑπὲρ ἀετοὺς κοῦφοι καὶ ὑπὲρ λέοντας ἐκραταιώθησαν.
Β Βασ. 1,23 Σαούλ και Ιωνάθαν, σεις οι τόσον αγαπημένοι και ωραίοι, δεν εχωρισθήκατε κατά το διάστημα της ζωής σας. Ευπρεπείς και ωραίοι υπήρξατε εις την ζωήν σας· και εις αυτόν ακόμη τον θάνατόν των δεν εχωρίσθησαν αναμεταξύ των. Ελαφρότεροι από τους αετούς και περισσότερον ισχυροί από τους λέοντας !
 
Β Βασ. 1,24 θυγατέρες Ἰσραήλ, ἐπὶ Σαοὺλ κλαύσατε, τὸν ἐνδιδύσκοντα ὑμᾶς κόκκινα μετὰ κόσμου ὑμῶν, τὸν ἀναφέροντα κόσμον χρυσοῦν ἐπὶ τὰ ἐνδύματα ὑμῶν.
Β Βασ. 1,24 Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, θρηνήσατε δια τον Σαούλ, ο οποίος σας ενέδυε με εορταστικά κόκκινα ενδύματα και με κοσμήματα, λάφυρα των εχθρών, ο οποίος σας προσέφερε χρυσά κοσμήματα επάνω εις τα ενδύματά σας.
 
Β Βασ. 1,25 πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ ἐν μέσῳ τοῦ πολέμου· Ἰωνάθαν ἐπὶ τὰ ὕψη σου τραυματίας.
Β Βασ. 1,25 Πως έπεσαν οι δυνατοί αυτοί ήρωες κατά τον πόλεμον ! Ο Ιωνάθαν εις τα υψηλά μέρη του όρους Γελβουέ εφονεύθη.
 
Β Βασ. 1,26 ἀλγῶ ἐπὶ σοί, ἀδελφέ μου Ἰωνάθαν· ὡραιώθης μοι σφόδρα, ἐθαυμαστώθη ἡ ἀγάπησίς σου ἐμοὶ ὑπὲρ ἀγάπησιν γυναικῶν.
Β Βασ. 1,26 Αδελφέ μου Ιωνάθαν, πονώ δια τον θάνατόν σου ! Υπήρξες δι' εμέ το ωραιότερον πρόσωπον. Σε ηγάπησα περισσότερον, από όσον είναι δυνατόν να αγαπηθή μία γυναίκα. Πως έπεσαν οι δυνατοί !
 
Β Βασ. 1,27 πῶς ἔπεσαν δυνατοὶ καὶ ἀπώλοντο σκεύη πολεμικά;
Β Βασ. 1,27 Πως εχάθησαν τα ένδοξα πολεμικά των όπλα” !
 
Κεφάλαιο 2ο
Β Βασ. 2,1 Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ ἐν Κυρίῳ λέγων· εἰ ἀναβῶ εἰς μίαν τῶν πόλεων Ἰούδα; καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· ἀνάβηθι. καὶ εἶπε Δαυίδ· ποῦ ἀναβῶ; καὶ εἶπεν· εἰς Χεβρών.
Β Βασ. 2,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον λέγων· “να μεταβώ, δια να εγκατασταθώ εις μίαν από τας πόλεις της φυλής του Ιούδα;” Ο Κυριος του απήντησε· “πήγαινε”. Ο Δαυίδ ηρώτησε και πάλιν· “που να μεταβώ;” Ο δε Κυριος του είπεν· “εις την Χεβρών”.
 
Β Βασ. 2,2 καὶ ἀνέβη ἐκεῖ Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ ἀμφότεραι αἱ γυναῖκες αὐτοῦ, Ἀχινόομ ἡ Ἰεζραηλῖτις καὶ Ἀβιγαία ἡ γυνὴ Νάβαλ τοῦ Καρμηλίου,
Β Βασ. 2,2 Ο Δαυίδ μετέβη πράγματι εις την Χεβρών, μαζή δέ με αυτόν και αι δύο σύζυγοί του, η Αχινόομ η Ιεζραηλίτις, και η Αβιγαία η γυνή Ναβαλ του Καρμηλίου.
 
Β Βασ. 2,3 καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, ἕκαστος καὶ ὁ οἶκος αὐτοῦ, καὶ κατῴκουν ἐν ταῖς πόλεσι Χεβρών.
Β Βασ. 2,3 Μαζή του επίσης ανέβησαν και οι άνδρες του, ο καθένας με την οικογενειάν του, και κατοικούσαν εις τας πόλεις της Χεβρών.
 
Β Βασ. 2,4 καὶ ἔρχονται ἄνδρες τῆς Ἰουδαίας καὶ χρίουσι τὸν Δαυὶδ ἐκεῖ τοῦ βασιλεύειν ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰούδα. Καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Δαυὶδ λέγοντες· ὅτι οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς τῆς Γαλααδίτιδος ἔθαψαν τὸν Σαούλ.
Β Βασ. 2,4 Ηλθον τότε εκεί άνδρες εκ της φυλής του Ιούδα και έχρισαν τον Δαυίδ βασιλέα, δια να βασιλεύση εις την φυλήν του Ιούδα. Ανήγγειλαν δε στον Δαυίδ και είπαν, ότι οι άνδρες της Ιαβίς, η οποία ευρίσκεται εις χώραν Γαλαάδ, επήραν και έθαψαν το σώμα του Σαούλ.
 
Β Βασ. 2,5 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους πρὸς τοὺς ἡγουμένους Ἰαβὶς τῆς Γαλααδίτιδος καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Δαυίδ· εὐλογημένοι ὑμεῖς τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἐποιήσατε τὸ ἔλεος τοῦτο ἐπὶ τὸν κύριον ὑμῶν, ἐπὶ Σαοὺλ τὸν χριστὸν Κυρίου καὶ ἐθάψατε αὐτὸν καὶ Ἰωνάθαν τὸν υἱὸν αὐτοῦ.
Β Βασ. 2,5 Ο Δαυίδ έστειλε προς τους άρχοντας της Ιαβίς αγγελιαφόρους και τους είπεν· “ευλογημένοι ας είσθε σεις από τον Θεόν, διότι εδείξατε αυτήν την μεγάλην καλωσύνην προς τον κύριόν σας, προς τον Σαούλ, τον υπό του Θεού χρισθέντα βασιλέα, και εθάψατε αυτόν και τον οίον του τον Ιωνάθαν.
 
Β Βασ. 2,6 καὶ νῦν ποιήσαι Κύριος μεθ᾿ ὑμῶν ἔλεος καὶ ἀλήθειαν, καί γε ἐγὼ ποιήσω μεθ᾿ ὑμῶν τὰ ἀγαθὰ ταῦτα, ὅτι ἐποιήσατε τὸ ῥῆμα τοῦτο·
Β Βασ. 2,6 Και τώρα εύχομαι και παρακαλώ τον Θεόν, να δείξη προς σας το έλεός του και την προστασίαν του. Αλλά και εγώ ο ίδιος θα σας προσφέρω προς αμοιβήν σας αγαθά, διότι εδείξατε τέτοιαν καλήν διαγωγήν απέναντι του Σαούλ.
 
Β Βασ. 2,7 καὶ νῦν κραταιούσθωσαν αἱ χεῖρες ὑμῶν καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνατούς, ὅτι τέθνηκεν ὁ κύριος ὑμῶν Σαούλ, καί γε ἐμὲ κέχρικεν ὁ οἶκος Ἰούδα ἐφ᾿ ἑαυτὸν εἰς βασιλέα.
Β Βασ. 2,7 Και τώρα λάβετε θάρρος, αναδειχθήτε γενναίοι, διότι αν ο κύριός σας ο Σαούλ απέθανεν, η φυλή όμως του Ιούδα έχει χρίσει εμέ βασιλέα της. Εγώ θα σας έχω υπό την προστασίαν μου”.
 
Β Βασ. 2,8 Καὶ Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ ἀρχιστράτηγος τοῦ Σαοὺλ ἔλαβε τὸν Ἰεβοσθὲ υἱὸν Σαοὺλ καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐκ τῆς παρεμβολῆς εἰς Μαναὲμ
Β Βασ. 2,8 Ο Αβεννήρ όμως, ο υιός του Νηρ, ο αρχιστράτηγος του Σαούλ, παρέλαβε τον Ιεβοσθέέ τον υιόν του Σαούλ, και τον μετέφερε από το στρατόπεδον, όπου είχε γίνει η μάχη Μαναέμ,
 
Β Βασ. 2,9 καὶ ἐβασίλευσεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν Γαλααδῖτιν καὶ ἐπὶ τὸν Θασιρὶ καὶ ἐπὶ τὴν Ἰεζράελ καὶ ἐπὶ τὸν Ἐφραὶμ καὶ ἐπὶ τὸν Βενιαμὶν καὶ ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ.
Β Βασ. 2,9 και τον ανεκήρυξε βασιλέα στους Ισραηλίτας της χώρας Γαλαάδ, Θασιρί, Ιεζράελ, Εφραίμ, Βενιαμίν και εις όλους τους άλλους Ισραηλίτας.
 
Β Βασ. 2,10 τεσσαράκοντα ἐτῶν Ἰεβοσθὲ υἱὸς Σαούλ, ὅτε ἐβασίλευσεν ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ δύο ἔτη ἐβασίλευσε, πλὴν τοῦ οἴκου Ἰούδα, οἳ ἦσαν ὀπίσω Δαυίδ·
Β Βασ. 2,10 Ο Ιεβοσθέ, ο υιός αυτός του Σαούλ, ήτο τεσσαράκοντα ετών, όταν ανεκηρύχθη βασιλεύς επί του Ισραηλιτικού λαού. Δυο μόνον έτη εβασίλευσεν εις τας άλλας περιοχάς, πλην της φυλής του Ιούδα, η οποία είχεν ως βασιλέα της τον Δαυίδ.
 
Β Βασ. 2,11 καὶ ἐγένοντο αἱ ἡμέραι, ἃς Δαυὶδ ἐβασίλευσεν ἐν Χεβρὼν ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰούδα, ἑπτὰ ἔτη καὶ μῆνας ἕξ.
Β Βασ. 2,11 Το χρονικόν διάστημα, κατά το οποίον ο Δαυίδ είχεν εγκατασταθή ως βασιλεύς εις Χεβρών επί της φυλής του Ιούδα, ήτο επτά έτη και εξ μήνες.
 
Β Βασ. 2,12 Καὶ ἐξῆλθεν Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ καὶ οἱ παῖδες Ἰεβοσθὲ υἱοῦ Σαοὺλ ἐκ Μαναὲμ εἰς Γαβαών·
Β Βασ. 2,12 Τοτε ο Αβεννήρ, ο υιός του Νηρ, και οι άνδρες του Ιεβοσθέ, του υιού του Σαούλ, εξεστράτευσαν κατά του Δαυίδ από την Μαναέμ και ήρχοντο προς την Γαβαών.
 
Β Βασ. 2,13 καὶ Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας καὶ οἱ παῖδες Δαυὶδ ἐξήλθοσαν ἐκ Χεβρὼν καὶ συναντῶσιν αὐτοῖς ἐπὶ τὴν κρήνην τὴν Γαβαὼν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐκάθισαν οὗτοι ἐπὶ τὴ κρήνην ἐντεῦθεν, καὶ οὗτοι ἐπὶ τὴν κρήνην ἐντεῦθεν.
Β Βασ. 2,13 Εκ μέρους δε του Δαυίδ εξεστράτευσαν εναντίον αυτών ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, και οι άνδρες του Δαυίδ από την Χεβρών. Συνηντήθησάν με τους στρατιώτας του Αβεννήρ εις την κρήνην, πλησίον της Γαβαών, και εστρατοπέδευσαν οι μεν από την μίαν πλευράν της πηγής, οι δε από την άλλην.
 
Β Βασ. 2,14 καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς Ἰωάβ· ἀναστήτωσαν δὴ τὰ παιδάρια καὶ παιξάτωσαν ἐνώπιον ἡμῶν· καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ἀναστήτωσαν.
Β Βασ. 2,14 Ο Αβεννήρ είπε προς τον Ιωάβ· “ας σηκωθούν μερικοί νέοι και ας μονομαχήσουν ενώπιον ημών”. Ο Ιωάβ είπεν· “ας ετοιμασθούν, δια να αγωνισθούν”.
 
Β Βασ. 2,15 καὶ ἀνέστησαν καὶ παρῆλθον ἐν ἀριθμῷ τῶν παίδων Βενιαμὶν δώδεκα τῶν Ἰεβοσθὲ υἱοῦ Σαοὺλ καὶ δώδεκα ἐκ τῶν παίδων Δαυίδ.
Β Βασ. 2,15 Εσηκώθησαν και προσήλθον δια τον αγώνα δώδεκα Βενιαμίται από τους άνδρας του Ιεβοσθέ και δώδεκα από τους άνδρας του Δαυίδ.
 
Β Βασ. 2,16 καὶ ἐκράτησαν ἕκαστος τῇ χειρὶ τὴν κεφαλὴν τοῦ πλησίον αὐτοῦ, καὶ μάχαιρα αὐτοῦ εἰς πλευρὰν τοῦ πλησίον αὐτοῦ, καὶ πίπτουσι κατὰ τὸ αὐτό· καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Μερὶς τῶν ἐπιβούλων, ἥ ἐστιν ἐν Γαβαών.
Β Βασ. 2,16 Ο καθένας από αυτούς ήρπασε με το ένα χέρι του τον εχθρόν από την κεφαλήν, και με το άλλο χέρι εβύθισε την μάχαιραν εις την πλευράν αυτού, τον οποίον εκρατούσε. Επεσαν δε όλοι επί το αυτό. Ωνομάσθη δε το όνομα του τόπου εκείνου “Μέρος των επιβούλων”. Η τοποθεσία κείται πλησίον της Γαβαών.
 
Β Βασ. 2,17 καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος σκληρὸς ὥστε λίαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπταισεν Ἀβεννὴρ καὶ ἄνδρες Ἰσραὴλ ἐνώπιον παίδων Δαυίδ.
Β Βασ. 2,17 Συνήφθη κατόπιν, κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν, σκληρός πόλεμος. Κατά την μάχην αυτήν ενικήθησαν από τους άνδρας του Δαυίδ ο Αβεννήρ και οι άνδρες οι Ισραηλίται.
 
Β Βασ. 2,18 καὶ ἐγένοντο ἐκεῖ τρεῖς υἱοὶ Σαρουΐας, Ἰωὰβ καὶ Ἀβεσσὰ καὶ Ἀσαήλ, καὶ Ἀσαὴλ κοῦφος τοῖς ποσὶν αὐτοῦ ὡσεὶ μία δορκὰς ἐν ἀγρῷ.
Β Βασ. 2,18 Εις την μάχην αυτήν έλαβον μέρος και οι τρεις υιοί της Σαρουΐας, ο Ιωάβ, ο Αβεσά και ο Ασαήλ. Ο Ασαήλ ήτο ελαφρός και ταχύς στους πόδας, ωσάν ένα ζαρκάδι στους αγρούς.
 
Β Βασ. 2,19 καὶ κατεδίωξεν Ἀσαὴλ ὀπίσω Ἀβεννὴρ καὶ οὐκ ἐξέκλινε τοῦ πορεύεσθαι εἰς δεξιὰ οὐδὲ εἰς ἀριστερὰ κατόπισθεν Ἀβεννήρ.
Β Βασ. 2,19 Ο Ασαήλ εκυνήγησε τον φεύγοντα Αβεννήρ και δεν εξέκλινεν ούτε εις τα δεξιά ούτε εις τα αριστερά, αλλά είχε τεθή εις καταδίωξιν του Αβεννήρ.
 
Β Βασ. 2,20 καὶ ἐπέβλεψεν Ἀβεννὴρ εἰς τὰ ὀπίσω αὐτοῦ καὶ εἶπεν· εἰ σὺ εἶ αὐτὸς Ἀσαήλ; καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι.
Β Βασ. 2,20 Οταν ο Ασαήλ επλησίασε τον Αβεννήρ, αυτός εγύρισε πίσω και του είπε· “συ είσαι ο Ασαήλ ο ίδιος;” Εκείνος απήντησε· “ναι, εγώ είμαι”.
 
Β Βασ. 2,21 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἀβεννήρ· ἔκλινον σὺ εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ ἀριστερὰ καὶ κάτασχε σεαυτῷ ἓν τῶν παιδαρίων καὶ λαβὲ σεαυτῷ τὴν πανοπλίαν αὐτοῦ· καὶ οὐκ ἠθέλησεν Ἀσαὴλ ἐκκλῖναι ἐκ τῶν ὄπισθεν αὐτοῦ.
Β Βασ. 2,21 Του είπεν ο Αβεννήρ· “στρέψε δεξιά η αριστερά, διάλεξε ένα όποιον θέλεις από τους στρατιώτας, πάρε του την πανοπλίαν ως δείγμα της νίκης σου και γύρισε πίσω”. Αλλά ο Ασαήλ δεν ηθέλησε να εγκαταλείψη την καταδίωξιν του Αβεννήρ.
 
Β Βασ. 2,22 καὶ προσέθετο ἔτι Ἀβεννὴρ λέγων τῷ Ἀσαήλ· ἀπόστηθι ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἵνα μὴ πατάξω σε εἰς τὴν γῆν· καὶ πῶς ἀρῶ τὸ πρόσωπόν μου πρὸς Ἰωάβ;
Β Βασ. 2,22 Ο Αβεννήρ και πάλιν επανέλαβε τα ίδια και είπεν στον Ασαήλ· “φύγε από κοντά μου, δια να μη σε ρίψω νεκρόν κάτω εις την γην. Και πως τότε θα σηκώσω το πρόσωπόν μου να αντικρύσω τον Ιωάβ;
 
Β Βασ. 2,23 καὶ ποῦ ἐστι ταῦτα; ἐπίστρεφε πρὸς Ἰωὰβ τὸν ἀδελφόν σου. καὶ οὐκ ἐβούλετο τοῦ ἀποστῆναι. καὶ τύπτει αὐτὸν Ἀβεννὴρ ἐν τῷ ὀπίσω τοῦ δόρατος ἐπὶ τὴν ψόαν, καὶ διεξῆλθε τὸ δόρυ ἐκ τῶν ὀπίσω αὐτοῦ, καὶ πίπτει ἐκεῖ καὶ ἀποθνήσκει ὑποκάτω αὐτοῦ. καὶ ἐγένετο πᾶς ὁ ἐρχόμενος ἕως τοῦ τόπου, οὗ ἔπεσεν ἐκεῖ Ἀσαὴλ καὶ ἀπέθανε, καὶ ὑφίστατο.
Β Βασ. 2,23 Που και πως θα εύρω δικαιολογίας; Γυρισε λοιπόν προς τον Ιωάβ τον αδελφόν σου”. Εκείνος δεν ήθελε να απομακρυνθή. Ο Αβεννήρ επετέθη και εκτύπησε τον Ασαήλ εις τα νεφρά με το πίσω μέρος του δόρατός του, ώστε το δόρυ διεπέρασε αυτόν και εξήλθεν από το πίσω μέρος του σώματός του. Ο Ασαήλ, κτυπηθείς, έπέσε κατά γης και απέθανεν εις την θέσιν εκείνην. Οι άλλοι άνδρες του Ιούδα υπό την αρχηγίαν του Ιωάβ, που ήρχοντο κατόπιν, έφθασαν στο μέρος εκείνο, όπου έπεσε και απέθανεν Ο Ασαήλ, και εσταμάτησαν.
 
Β Βασ. 2,24 καὶ κατεδίωξεν Ἰωὰβ καὶ Ἀβεσσὰ ὀπίσω Ἀβεννήρ· καὶ ὁ ἥλιος ἔδυνε. καὶ αὐτοὶ εἰσῆλθον ἕως τοῦ βουνοῦ Ἀμμάν, ὅ ἐστιν ἐπὶ προσώπου Γαί, ὁδὸν ἔρημον Γαβαών.
Β Βασ. 2,24 Ο Ιωάβ όμως και ο Αβεσά κατεδίωξαν τον Αβεννήρ. Ο ήλιος επλησίαζε να δύση και αυτοί έφθασαν έως στον λύφον Αμμάν, ο οποίος ευρίσκεται απέναντι της Γαι, εις την έρημον της Γαβαών.
 
Β Βασ. 2,25 καὶ συναθροίζονται οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν οἱ ὀπίσω Ἀβεννὴρ καὶ ἐγενήθησαν εἰς συνάντησιν μίαν καὶ ἔστησαν ἐπὶ κεφαλὴν βουνοῦ ἑνός.
Β Βασ. 2,25 Εκεί συνηθροίσθησαν οι της φυλής Βενιαμίν, οι ακολουθούντες τυν Αβεννήρ, και απήρτισαν ένα σώμα, το οποίον και εστρατοπέδευσεν εις την κορυφήν του βουνού.
 
Β Βασ. 2,26 καὶ ἐκάλεσεν Ἀβεννὴρ Ἰωὰβ καὶ εἶπε· μὴ εἰς νῖκος καταφάγεται ἡ ῥομφαία; ἦ οὐκ οἶδας ὅτι πικρὰ ἔσται εἰς τὰ ἔσχατα; καὶ ἕως πότε οὐ μὴ εἴπῃς τῷ λαῷ ἀποστρέφειν ἀπὸ ὄπισθεν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν;
Β Βασ. 2,26 Από εκεί εφώναξεν ο Αβεννήρ στον Ιωάβ και είπε· “θα αλληλοφαγωθώμεν, λοιπόν, και θα πέσωμεν από τας αδελφικάς ρομφαίας; Δεν γνωρίζεις, πόσον πικρά είναι τα αποτελέσματα του αλληλοφαγώματος; Εως πότε δεν θα είπης στον λαόν σου, να επιστρέψη εις τα οπίσω και να απομακρυνθή από τους αδελφούς μας;”
 
Β Βασ. 2,27 καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ζῇ Κύριος, ὅτι εἰ μὴ ἐλάλησας, διότι τότε ἐκ πρωϊόθεν ἀνέβη ἂν ὁ λαὸς ἕκαστος κατόπισθεν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ.
Β Βασ. 2,27 Είπε τότε ο Ιωάβ· “ζη Κυριος. Εάν δεν είχες ομιλήσει έτσι, μέχρι της πρωΐας ο στρατός μου θα κυνηγούσε ο καθένας τον αδελφόν του”.
 
Β Βασ. 2,28 καὶ ἐσάλπισεν Ἰωὰβ τῇ σάλπιγγι, καὶ ἀπέστησαν πᾶς ὁ λαὸς καὶ οὐ κατεδίωξαν ὀπίσω τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οὐ προσέθεντο ἔτι τοῦ πολεμεῖν.
Β Βασ. 2,28 Ο Ιωάβ εσάλπισε με την σάλπιγγα και ανήγγειλε την παύσιν του πολέμου. Ετσι όλος ο στρατός του Ιωάβ έπαυσε να καταδιώκη τους Ισραηλίτας και εσταμάτησεν ο πόλεμος.
 
Β Βασ. 2,29 καὶ Ἀβεννὴρ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἀπῆλθον εἰς δυσμὰς ὅλην τὴν νύκτα ἐκείνην καὶ διέβαιναν τὸν Ἰορδάνην καὶ ἐπορεύθησαν ὅλην τὴν παρατείνουσαν καὶ ἔρχονται εἰς τὴν παρεμβολήν.
Β Βασ. 2,29 Ο Αβεννήρ και οι άνδρες του έφυγαν προς δυσμάς καθ' όλην την νύκτα εκείνην, διέβησαν τον 'Ιορδανην και επροχώρησαν και ήλθαν στοποθεσίαν πέραν του Ιορδάνου ονομαζομένην “Παρεμβολαί”·
 
Β Βασ. 2,30 καὶ Ἰωὰβ ἀνέστρεψεν ὄπισθεν ἀπὸ τοῦ Ἀβεννὴρ καὶ συνήθροισε πάντα τὸν λαόν, καὶ ἐπεσκέπησαν τῶν παίδων Δαυίδ ἐννεακαίδεκα ἄνδρες καὶ Ἀσαήλ.
Β Βασ. 2,30 Και ο Ιωάβ επέστρεψεν από την καταδίωξιν του Αβεννήρ, συνήθροισεν όλον τον στρατόν του, έκαμεν αρίθμησιν και ευρέθη ότι λείπουν από τους στρατιώτας του Δαυίδ δέκα εννέα άνδρες και ο Ασαήλ.
 
Β Βασ. 2,31 καὶ οἱ παῖδες Δαυὶδ ἐπάταξαν τῶν υἱῶν Βενιαμὶν τῶν ἀνδρῶν Ἀβεννὴρ τριακοσίους ἑξήκοντα ἄνδρας παρ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 2,31 Οι στρατιώται όμως του Δαυίδ εκτύπησαν και εφόνευσαν από τους της φυλής Βενιαμίν, από τους άνδρας αυτούς οι οποίοι ήσαν υπό τας διαταγάς του Αβεννήρ, τριακοσίους εξήντα.
 
Β Βασ. 2,32 καὶ αἴρουσι τὸν Ἀσαὴλ καὶ θάπτουσιν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ. καὶ ἐπορεύθη Ἰωὰβ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ διέφαυσεν αὐτοῖς ἐν Χεβρών.
Β Βασ. 2,32 Εσήκωσαν τον νεκρόν του Ασαήλ και έθαψαν αυτόν στον τάφον του πατρός του, εις την Βηθλεέμ. Ο Ιωάβ και οι άνδρες αυτού εβάδισαν όλην την νύκτα και κατά τα εξημερώματα έφθασαν εις την Χεβρών.
 
Κεφάλαιο 3ο
Β Βασ. 3,1 Καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐπὶ πολὺ ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Σαοὺλ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Δαυίδ· καὶ ὁ οἶκος Δαυὶδ ἐπορεύετο καὶ ἐκραταιοῦτο, καὶ ὁ οἶκος Σαοὺλ ἐπορεύετο καὶ ἠσθένει.
Β Βασ. 3,1 Επί πολύν χρόνον εγινετο πόλεμος μεταξύ των της οικογενείας του Σαούλ και των ανθρώπων του Δαυίδ. Κατά τον πόλεμον αυτόν οι άνθρωποι του Δαυίδ προώδευαν συνεχώς και ενισχύοντο, ενώ αντιθέτως οι απόγονοι του Σαούλ εξασθενούσαν ολίγον κατ' ολίγον.
 
Β Βασ. 3,2 Καὶ ἐτέχθησαν τῷ Δαυὶδ υἱοὶ ἐν Χεβρών, καὶ ἦν ὁ πρωτότοκος αὐτοῦ Ἀμνὼν τῆς Ἀχινόομ τῆς Ἰεζραηλίτιδος,
Β Βασ. 3,2 Ο Δαυίδ απέκτησεν εις την Χεβρών τους εξής υιούς· Πρωτότοκος αυτού ήτο ο Αμνών, ο οποίος εγεννήθη από την Αχινόομ, την Ιεζραηλίτιδα.
 
Β Βασ. 3,3 καὶ ὁ δεύτερος αὐτοῦ Δαλουΐα τῆς Ἀβιγαίας τῆς Καρμηλίας, καὶ ὁ τρίτος Ἀβεσσαλὼμ υἱὸς Μααχὰ θυγατρὸς Θολμὶ βασιλέως Γεσίρ,
Β Βασ. 3,3 Δεύτερος αυτού υιός ήτο ο Δαλουΐα, ο γεννηθείς από την Αβιγαίαν την καταγομένην από την πόλιν Καρμηλον. Τρίτος ήτο ο Αβεσσαλώμ, ο υιός της συζύγου του Μααχά, η οποία ήτο θυγάτηρ του Θολμί του Βασιλέως Γεσίρ.
 
Β Βασ. 3,4 καὶ ὁ τέταρτος Ὀρνία υἱὸς Φεγγίθ, καὶ ὁ πέμπτος Σαβατία τῆς Ἀβιτάλ,
Β Βασ. 3,4 Τέταρτος υιός του ήτο ο Ορνία, ο οποίος εγεννήθη από την Φεγγίθ. Πέμπτος υιός του ήτο ο Σαβατία εκ της Αβιτάλ.
 
Β Βασ. 3,5 καὶ ὁ ἕκτος Ἰεθεραὰμ τῆς Αἰγλὰ γυναικὸς Δαυίδ· οὗτοι ἐτέχθησαν τῷ Δαυὶδ ἐν Χεβρών.
Β Βασ. 3,5 Εκτος υιός του ήτο ο Ιεθεραάμ εκ της Αιγλά συζύγου του Δαυίδ. Αυτοί εγεννήθησαν, όταν ο Δαυίδ ευρίσκετο εις την Χεβρών.
 
Β Βασ. 3,6 Καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εἶναι τὸν πόλεμον ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Σαοὺλ καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ οἴκου Δαυίδ, καὶ Ἀβεννὴρ ἦν κρατῶν τοῦ οἴκου Σαούλ.
Β Βασ. 3,6 Κατά τον χρόνον κατά τον οποίον επικρατούσε ο πόλεμος μεταξύ των ανθρώπων του Σαούλ και των ανθρώπων του Δαυίδ, ο Αβεννήρ ήτο κυρίαρχος στον οίκον του Σαούλ.
 
Β Βασ. 3,7 καὶ τῷ Σαοὺλ παλλακὴ Ῥεσφὰ θυγάτηρ Ἰάλ· καὶ εἶπεν Ἰεβοσθὲ υἱὸς Σαοὺλ πρὸς Ἀβεννήρ· τί ὅτι εἰσῆλθες πρὸς τὴν παλλακὴν τοῦ πατρός μου;
Β Βασ. 3,7 Εις τον Σαούλ ανήκεν άλλοτε μία παλλακή σύζυγος δευτέρας σειράς, ονόματι Ρεσφά θυγάτηρ του Ιάλ. Ο Ιεβοσθέ, ο υιός του Σαούλ, είπε προς τον Αβεννήρ· “διατί ήλθες εις συνάφειαν με την παλλακήν του πατρός μου;”
 
Β Βασ. 3,8 καὶ ἐθυμώθη σφόδρα Ἀβεννὴρ περὶ τοῦ λόγου τούτου τῷ Ἰεβοσθέ, καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς αὐτόν· μὴ κεφαλὴ κυνὸς ἐγώ εἰμι; ἐποίησα σήμερον ἔλεος μετὰ τοῦ οἴκου Σαοὺλ τοῦ πατρός σου καὶ περὶ ἀδελφῶν καὶ περὶ γνωρίμων καὶ οὐκ ηὐτομόλησα εἰς τὸν οἶκον Δαυίδ· καὶ ἐπιζητεῖς ἐπ᾿ ἐμὲ σὺ ὑπὲρ ἀδικίας γυναικὸς σήμερον;
Β Βασ. 3,8 Ο Αβεννήρ εθύμωσε πάρα πολύ δια τον έλεγχον αυτόν του Ιεβοσθέ και είπε προς αυτόν· “μήπως ενόμισες, ότι εγώ είμαι κεφάλι σκυλιού και μου ομιλείς κατ' αυτόν τον τρόπον; Γνωρίζεις ότι εγώ εφάνηκα συγκαταβατικός και καλός στον οίκον του Σαούλ, του πατρός σου, στους συγγενείς σου και στους γνωρίμους σου, και δεν ηυτομόλησα προς τον οίκον του Δαυίδ. Και συ τολμάς σήμερον να με κατηγορής δια παρανομίαν εις βάρος κάποιας γυναικός;
 
Β Βασ. 3,9 τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Ἀβεννὴρ καὶ τάδε προσθείη αὐτῷ, ὅτι καθὼς ὤμοσε Κύριος τῷ Δαυίδ, ὅτι οὕτως ποιήσω αὐτῷ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ
Β Βασ. 3,9 Ας με τιμωρήση ο Θεός με πολλάς τιμωρίας, αν δεν πράξω δια τον Δαυίδ κατά την σημερινήν ημέραν ο,τι ενόρκως υπεσχέθη προς αυτόν ο Θεός.
 
Β Βασ. 3,10 περιελεῖν τὴν βασιλείαν ἀπὸ τοῦ οἴκου Σαούλ, καὶ τοῦ ἀναστῆσαι τὸν θρόνον Δαυὶδ ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐπὶ τὸν Ἰούδαν ἀπὸ Δὰν ἕως Βηρσαβεέ.
Β Βασ. 3,10 Ο Θεός υπεσχέθη, ότι θα αφαιρεθή η βασιλεία από τον οίκον του Σαούλ και θα στερεωθή ο βασιλικός θρόνος δια τον Δαυίδ εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και επί της φυλής Ιούδα, από την βορειοτέραν πόλιν την Δαν και μέχρι της νοτιωτέρας πόλεως, της Βηρσαβεέ”.
 
Β Βασ. 3,11 καὶ οὐκ ἠδυνάσθη ἔτι Ἰεβοσθὲ ἀποκριθῆναι τῷ Ἀβεννὴρ ῥῆμα ἀπὸ τοῦ φοβεῖσθαι αὐτόν.
Β Βασ. 3,11 Ο Ιεβοσθέ δεν ημπόρεσε καθόλου να απαντήση στον Αβεννήρ, διότι τον εφοβείτο.
 
Β Βασ. 3,12 Καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεννὴρ ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ εἰς Θαιλὰμ οὗ ἦν, παραχρῆμα λέγων· διάθου διαθήκην σου μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἰδοὺ ἡ χεὶρ μου μετὰ σοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς σὲ πάντα τὸν οἶκον Ἰσραήλ.
Β Βασ. 3,12 Ο Αβεννήρ έστειλεν αμέσως αγγελιοφόρους προς τον Δαυίδ, ο οποίος ευρίσκετο τότε εις Θαιλάμ, και του είπε· “κάμε συμφωνίαν μαζή μου και ιδού, θα ενεργήσω εγώ έτσι, ώστε να στρέψω όλον τον ισρσηλιτικόν λαόν με το μέρος σου”.
 
Β Βασ. 3,13 καὶ εἶπε Δαυίδ· καλῶς ἐγὼ διαθήσομαι πρὸς σὲ διαθήκην, πλὴν λόγον ἕνα ἐγὼ αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ λέγων· οὐκ ὄψει τὸ πρόσωπόν μου, ἐὰν μὴ ἀγάγῃς τὴν Μελχὸλ θυγατέρα Σαοὺλ παραγινομένου σου ἰδεῖν τὸ πρόσωπόν μου.
Β Βασ. 3,13 Ο Δαυίδ απήντησεν· “έχει καλώς. Εγώ κλείω με σε συμφωνίαν, αλλά υπό ένα όρον. Ιδού τι ζητώ από σένα· Δεν θα παρουσιασθής ενώπιόν μου, εάν δεν μου φέρης την Μελχόλ, την θυγατέρα του Σαούλ, την σύζυγόν μου, όταν θα έλθης να με συναντήσης”.
 
Β Βασ. 3,14 καὶ ἐξαπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Ἰεβοσθὲ υἱὸν Σαοὺλ ἀγγέλους λέγων· ἀπόδος μοι τὴν γυναῖκά μου τὴν Μελχόλ, ἣν ἔλαβον ἐν ἑκατὸν ἀκροβυστίαις ἀλλοφύλων.
Β Βασ. 3,14 Ο Δαυίδ έστειλεν αγγελιοφόρους και προς τον Ιεβοσθέ, τον υιόν του Σαούλ, και του είπε· “δος μου πίσω την γυναίκα μου την Μελχόλ, την οποίαν εγώ επήρα ως σύζυγόν μου, αφού έφερα στον πατέρα σου τον Σαούλ τας ακροβυστίας εκατόν αλλοφύλων”.
 
Β Βασ. 3,15 καὶ ἀπέστειλεν Ἰεβοσθὲ καὶ ἔλαβεν αὐτὴν παρὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, παρὰ Φαλτιὴλ υἱοῦ Σελλῆς.
Β Βασ. 3,15 Ο Ιεβοσθέ έστειλεν άνθρωπον και επήρε την Μελχόλ από τον άνδρα αυτής, τον Φαλτιήλ υιόν του Σελλής.
 
Β Βασ. 3,16 καὶ ἐπορεύετο ὁ ἀνὴρ αὐτῆς μετ᾿ αὐτῆς κλαίων ὀπίσω αὐτῆς ἕως Βαρακίμ· καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ἀβεννήρ· πορεύου, ἀνάστρεφε· καὶ ἀνέστρεψε.
Β Βασ. 3,16 Ο σύζυγός της αυτός την ακολουθούσε κλαίων έως την Βαρακίμ. Είπεν όμως προς αυτόν ο Αβεννήρ· “γύρισε πίσω, επίστρεψε στον τόπον σου”. Και εκείνος επέστρεψεν.
 
Β Βασ. 3,17 καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους Ἰσραὴλ λέγων· χθὲς καὶ τρίτην ἐζητεῖτε τὸν Δαυὶδ βασιλεύειν ἐφ᾿ ὑμῶν·
Β Βασ. 3,17 Ο Αβεννήρ ειπέ προς τους άρχοντας του Ισραήλ τα εξής· “προ καιρού, σεις οι ίδιοι εζητούσατε τον Δαυίδ ως βασιλέα σας.
 
Β Βασ. 3,18 καὶ νῦν ποιήσατε, ὅτι Κύριος ἐλάλησε περὶ Δαυὶδ λέγων· ἐν χειρὶ τοῦ δούλου μου Δαυὶδ σώσω τὸν Ἰσραὴλ ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν.
Β Βασ. 3,18 Τωρα, λοιπόν, πράξατε τούτο, διότι ο Κυριος ωμίλησε περί του Δαυίδ λέγων· Δια του Δαυίδ εγώ θα σώσω τους Ισραηλίτας από τας χείρας των αλλοφύλων και από τα χέρια όλων των εχθρών των”.
 
Β Βασ. 3,19 καὶ ἐλάλησεν Ἀβεννὴρ ἐν τοῖς ὠσὶ Βενιαμίν. καὶ ἐπορεύθη Ἀβεννὴρ τοῦ λαλῆσαι εἰς τὰ ὦτα τοῦ Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν πάντα, ὅσα ἤρεσεν ἐν ὀφθαλμοῖς Ἰσραὴλ καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς οἴκου Βενιαμίν.
Β Βασ. 3,19 Ο Αβεννήρ ωμίλησεν επίσης καλά υπέρ του Δαυίδ και στους Βενιαμίτας. Κατόπιν δε μετέβη εις Χεβρών, δια να συνομιλήση με τον ίδιον τον Δαυίδ περί όλων αυτών, όσα εφάνησαν αρεστά, στον ισραηλιτικόν λαόν και εις αυτούς ειδικώς τους άνδρας της φυλής του Βενιαμίν.
 
Β Βασ. 3,20 Καὶ ἦλθεν Ἀβεννὴρ πρὸς Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ εἴκοσιν ἄνδρες. καὶ ἐποίησε Δαυὶδ τῷ Ἀβεννὴρ καὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ πότον.
Β Βασ. 3,20 Ο Αβεννήρ και άλλοι είκοσι άνδρες μαζή του, ήλθον προς τον Δαυίδ εις την Χεβρών. Ο Δαυίδ παρέθεσεν στον Αβεννήρ και στους άνδρας του συμπόσιον.
 
Β Βασ. 3,21 καὶ εἶπεν Ἀβεννὴρ πρὸς Δαυίδ· ἀναστήσομαι δὴ καὶ πορεύσομαι καὶ συναθροίσω πρὸς κύριόν μου τὸν βασιλέα πάντα Ἰσραὴλ καὶ διαθήσομαι μετ᾿ αὐτοῦ διαθήκην, καὶ βασιλεύσεις ἐπὶ πᾶσιν, οἷς ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου. καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν Ἀβεννήρ, καὶ ἐπορεύθη ἐν εἰρήνῃ.
Β Βασ. 3,21 Είπε τότε ο Αβεννήρ προς τον Δαυίδ· “θα σηκωθώ λοιπόν και θα μεταβώ να συναθροίσω όλον τον ισραηλιτικόν λαόν δια σέ, τον κύριόν μου και βασιλέα. Θα κάμω με αυτούς συμφωνίαν και συ θα γίνης βασιλεύς επί όλων, όπως ακριβώς επιθυμεί η καρδία σου”. Ο Δαυίδ έστειλε τον Αβεννήρ, ο οποίος και επορεύθη ειρηνικώς δια την αποστολήν του.
 
Β Βασ. 3,22 καὶ ἰδοὺ οἱ παῖδες Δαυὶδ καὶ Ἰωὰβ παρεγένοντο ἐκ τῆς ἐξοδίας, καὶ σκῦλα πολλὰ ἔφερον μεθ᾿ ἑαυτῶν· καὶ Ἀβεννὴρ οὐκ ἦν μετὰ Δαυὶδ εἰς Χεβρών, ὅτι ἀπεστάλκει αὐτὸν καὶ ἀπεληλύθει ἐν εἰρήνῃ.
Β Βασ. 3,22 Και ιδού, αμέσως μετά την αναχώρησιν του Αβεννήρ, έφθασαν εις Χεβρών οι άνδρες του Δαυίδ και ο αρχιστράτηγος Ιωάβ, επιστρέφοντες από κάποιαν εκστρατείαν και φέροντες μαζή των πολλά λάφυρα. Ο δε Αβεννήρ δεν ευρίσκετο πλέον μαζή με τον Δαυίδ εις την Χεβρών, διότι είχεν αποσταλή από τον Δαυίδ και είχεν απέλθει ειρηνικώς, δια να εκτελέση την ανατεθείσαν εις αυτόν αποστολήν.
 
Β Βασ. 3,23 καὶ Ἰωὰβ καὶ πᾶσα ἡ στρατιὰ αὐτοῦ ἤλθοσαν, καὶ ἀπηγγέλη τῷ Ἰωὰβ λέγοντες· ἥκει Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ πρὸς Δαυίδ, καὶ ἀπέσταλκεν αὐτὸν καὶ ἀπῆλθεν ἐν εἰρήνῃ.
Β Βασ. 3,23 Ο δε Ιωάβ και όλος ο στρατός του ήλθον εις την Χεβρών. Εγνωστοποιήθη τότε εκεί προς τον Ιωάβ το γεγονός από ανθρώπους, οι οποίοι του είπαν· “ήλθεν ο υιός του Νηρ, ο Αβεννήρ, προς τον Δαυίδ. Ο Δαυίδ τον απέστειλε προς κάποιαν αποστολήν και εκείνος έφυγεν ειρηνικώς”.
 
Β Βασ. 3,24 καὶ εἰσῆλθεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπε· τί τοῦτο ἐποίησας; ἰδοὺ ἦλθεν Ἀβεννὴρ πρὸς σέ, καὶ ἱνατί ἐξαπέσταλκας αὐτὸν καὶ ἀπελήλυθεν ἐν εἰρήνῃ;
Β Βασ. 3,24 Ο Ιωάβ εισήλθε προς τον βασιλέα και είπε· “τι είναι αυτό, το οποίον έκαμες; Ηλθεν ο Αβεννήρ εις σέ, και διατί τον αφήκες να αναχωρήση και απήλθεν εν ειρήνη;
 
Β Βασ. 3,25 ἦ οὐκ οἶδας τὴν κακίαν Ἀβεννὴρ υἱοῦ Νήρ, ὅτι ἀπατῆσαί σε παρεγένετο καὶ γνῶναι τὴν ἔξοδόν σου καὶ τὴν εἴσοδόν σου καὶ γνῶναι ἅπαντα, ὅσα σὺ ποιεῖς;
Β Βασ. 3,25 Η δεν γνωρίζεις την κακίαν του Αβεννήρ, του υιού του Νηρ, ότι ήλθε με τον σκοπόν να σε εξαπατήση, να γνωρίση τα κατατόπια σου και γενικώς να μάθη όλα, όσα συ κάμνεις;”
 
Β Βασ. 3,26 καὶ ἀνέστρεψεν Ἰωὰβ ἀπὸ τοῦ Δαυὶδ καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἀβεννὴρ ὀπίσω, καὶ ἐπιστρέφουσιν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ φρέατος τοῦ Σεειράμ· καὶ Δαυὶδ οὐκ ᾔδει.
Β Βασ. 3,26 Ο Ιωάβ ανεχώρησεν από τον Δαυίδ και έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Αβεννήρ, οι οποίοι και τον επέστρεψαν από το φρέαρ Σεειράμ, όπου αυτός είχε φθάσει. Ο Δαυίδ δεν είχεν ιδέαν περί αυτών.
 
Β Βασ. 3,27 καὶ ἐπέστρεψε τὸν Ἀβεννὴρ εἰς Χεβρών, καὶ ἐξέκλινεν αὐτὸν Ἰωὰβ ἐκ πλαγίων τῆς πύλης λαλῆσαι πρὸς αὐτὸν ἐνεδρεύων καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ἐκεῖ εἰς τὴν ψόαν, καὶ ἀπέθανεν ἐν τῷ αἱματι Ἀσαὴλ τοῦ ἀδελφοῦ Ἰωάβ.
Β Βασ. 3,27 Ο Αβεννήρ επέστρεψεν εις την Χεβρών και ο Ιωάβ τον επήρε κατά μέρος στο εσωτερικόν της πύλης της πόλεως, διότι δήθεν ήθελε να συνομιλήση με αυτόν. Εκεί τον εκτύπησε δολίως εις τα νεφρά, εις την κοιλίαν. Ο Αβεννήρ εφονεύθη και έτσι εχύθη το αίμα του αντί του φονευθέντος Ασαήλ, αδελφού του Ιωάβ.
 
Β Βασ. 3,28 Καὶ ἤκουσε Δαυὶδ μετὰ ταῦτα καὶ εἶπεν· ἀθῶός εἰμι ἐγὼ καὶ ἡ βασιλεία μου ἀπὸ Κυρίου καὶ ἕως αἰῶνος ἀπὸ τῶν αἱμάτων Ἀβεννὴρ υἱοῦ Νήρ·
Β Βασ. 3,28 Επληροφορήθη κατόπιν ο Δαυίδ τα φοβερά αυτά γεγονότα και είπεν· “είμαι δια παντός αθώος ενώπιον του Κυρίου εγώ και η βασιλεία μου δια το αδικοχυμένον αίμα του Αβεννήρ, του υιού του Νηρ.
 
Β Βασ. 3,29 καταντησάτωσαν ἐπὶ κεφαλὴν Ἰωὰβ καὶ ἐπὶ πάντα τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ μὴ ἐκλείποι ἐκ τοῦ οἴκου Ἰωὰβ γονοῤῥυὴς καὶ λεπρὸς καὶ κρατῶν σκυτάλης καὶ πίπτων ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐλασσούμενος ἄρτοις.
Β Βασ. 3,29 Το αίμα του Αβεννήρ ας πέση εις την κεφαλήν του Ιωάβ και εις όλην την πατρικήν του οικογένειαν. Είθε να μη εκλείψη από την οικογένειαν του Ιωάβ γονορρυής και λεπρός και άνθρωπος χωλός και τυφλός κρατών ράβδον εις τα χέρια, δια να στηρίζεται, θανατούμενος από την ρομφαίαν των εχθρών και στερούμενος και από αυτό ακόμη το ψωμί του” !
 
Β Βασ. 3,30 Ἰωὰβ δὲ καὶ Ἀβεσσὰ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ διαπαρετηροῦντο τὸν Ἀβεννὴρ ἀνθ᾿ ὧν ἐθανάτωσε τὸν Ἀσαὴλ τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν ἐν Γαβαών, ἐν τῷ πολέμῳ.
Β Βασ. 3,30 Ο Ιωάβ και ο Αβεσσά, ο αδελφός αυτού, εκαιροφυλακτούσαν από καιρόν να θανατώσουν τον Αβεννήρ, διότι αυτός είχε φονεύσει τον Ασαήλ, τον αδελφόν των, εις την Γαβαών κατά την περίοδον του πολέμου.
 
Β Βασ. 3,31 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ καὶ πρὸς πάντα τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ· διαῤῥήξατε τὰ ἱμάτια ὑμῶν καὶ περιζώσασθε σάκκους καὶ κόπτεσθε ἔμπροσθεν Ἀβεννήρ· καὶ ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐπορεύετο ὀπίσω τῆς κλίνης.
Β Βασ. 3,31 Είπε δε ο Δαυίδ προς τον Ιωάβ και προς όλους εκείνους, που ήσαν μαζή του· “σχίσατε τα ενδύματά σας, φορέσατε σάκκους, κλαύσατε με κοπετούς και θρήνους δια τον θάνατον του Αβεννήρ”. Ο ίδιος δε ο βασιλεύς Δαυίδ ακολουθούσε πενθών το νεκρικόν φέρετρον.
 
Β Βασ. 3,32 καὶ θάπτουσι τὸν Ἀβεννὴρ ἐν Χεβρών· καὶ ᾖρεν ὁ βασιλεὺς τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἔκλαυσεν ἐπὶ τοῦ τάφου αὐτοῦ, καὶ ἔκλαυσε πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ Ἀβεννήρ.
Β Βασ. 3,32 Εθαψαν τον Αβεννήρ εις την Χεβρών. Ο δε βασιλεύς Δαυίδ κατά τον ενταφιασμόν του Αβεννήρ ύψωσε φωνήν μεγάλην και έκλαυσε. Μαζή δέ με τον Δαυίδ έκλαυσε και όλος ο στρατός δια τον θάνατον του Αβεννήρ.
 
Β Βασ. 3,33 καὶ ἐθρήνησεν ὁ βασιλεὺς ἐπὶ Ἀβεννὴρ καὶ εἶπεν· εἰ κατὰ τὸν θάνατον Νάβαλ ἀποθανεῖται Ἀβεννήρ;
Β Βασ. 3,33 Ο βασιλεύς Δαυίδ έψαλε τότε και ένα θρηνώδες άσμα δια τον Αβεννήρ και είπεν· “έπρεπε λοιπόν, να αποθάνη ο Αβεννήρ, όπως απέθανεν ο χυδαίος και κακός Ναβαλ;
 
Β Βασ. 3,34 αἱ χεῖρές σου οὐκ ἐδέθησαν, οἱ πόδες σου οὐκ ἐν πέδαις· οὐ προσήγαγεν ὡς Νάβαλ, ἐνώπιον υἱῶν ἀδικίας ἔπεσας. καὶ συνήχθη πᾶς ὁ λαὸς τοῦ κλαῦσαι αὐτόν.
Β Βασ. 3,34 Δεν εδέθησαν τα χέρια σου, και δεν επεράσθησαν τα πόδια σου εις σιδερένια δεσμά ως εις ηττημένον κατά τον πόλεμον. Δεν απέθανες κεραυνόπληκτος, όπως ο Ναβαλ. Επεσες δολοφονηθείς από υιούς της παρανομίας”. Συνήχθη όλος ο λαός δια να κλαύση αυτόν.
 
Β Βασ. 3,35 καὶ ἦλθε πᾶς ὁ λαὸς περιδειπνῆσαι τὸν Δαυὶδ ἄρτοις ἔτι οὔσης ἡμέρας, καὶ ὤμοσε Δαυὶδ λέγων· τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ὅτι ἐὰν μὴ δύῃ ὁ ἥλιος, οὐ μὴ γεύσωμαι ἄρτου ἢ ἀπὸ παντός τινος.
Β Βασ. 3,35 Ολος σχεδόν ο στρατός του Δαυίδ ήλθε προς αυτόν και τον παρακαλούσε να φάγη άρτον, καθ' ον χρόνον διαρκούσεν η ημέρα, διότι ο Δαυίδ δια την δολοφονίαν του Αβεννήρ ωρκίσθη και είπεν· “ας με τιμωρήση ο Θεός, εάν φάγω άρτον η κάτι άλλο, πριν δύση ο ήλιος”.
 
Β Βασ. 3,36 καὶ ἔγνω πᾶς ὁ λαός, καὶ ἤρεσεν ἐνώπιον αὐτῶν πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς ἐνώπιον τοῦ λαοῦ.
Β Βασ. 3,36 Εμαθεν αυτό όλος ο λαός· ήρεσαν δε στον λαόν όλα, όσα έκαμεν ο βασιλεύς ενώπιον του λαού.
 
Β Βασ. 3,37 καὶ ἔγνω πᾶς ὁ λαὸς καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, ὅτι οὐκ ἐγένετο παρὰ τοῦ βασιλέως θανατῶσαι τὸν Ἀβεννὴρ υἱὸν Νήρ.
Β Βασ. 3,37 Από όλα αυτά αντελήφθη όλος ο λαός και επείσθη κατά την ημέραν εκείνην, ότι όσα έγιναν δια τον θάνατον του Αβεννήρ, του υιού του Νηρ, δεν ήτο καθόλου υπεύθυνος ο βασιλεύς Δαυίδ.
 
Β Βασ. 3,38 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· οὐκ οἴδατε ὅτι ἡγούμενος μέγας πέπτωκεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐν τῷ Ἰσραήλ;
Β Βασ. 3,38 Είπε δε ο βασιλεύς προς τους άνδρας του δια την απώλειαν του Αβεννήρ· “δεν γνωρίζετε ότι κατά την ημέραν αυτήν ένας μεγάλος άρχων του Ισραηλιτικού λαού εφονεύθη;”
 
Β Βασ. 3,39 καὶ ὅτι ἐγώ εἰμι συγγενὴς σήμερον καὶ καθεσταμένος ὑπὸ βασιλέως; οἱ δὲ ἄνδρες οὗτοι υἱοὶ Σαρουΐας σκληρότεροί μού εἰσιν· ἀποδῷ Κύριος τῷ ποιοῦντι τὰ πονηρὰ κατὰ τὴν κακίαν αὐτοῦ.
Β Βασ. 3,39 Θέλων δε να προλάβη κάθε κατηγορίαν, επειδή δεν ετιμώρησε τον Ιωάβ, είπε· “πως να φονεύσω αυτόν, αφού είναι, συγγενής μου, ο δε θρόνος μου προ ολίγου μόλις έχει αποκατασταθή; Εκτός δε τούτου οι αδελφοί αυτοί, Ιωάβ και Ιεσσά, οι υιοί της αδελφής μου της Σαρουΐας, είναι ισχυρότεροί μου σήμερα. Είθε εις καθένα, ο οποίος διαπράττει εγκλήματα, να αποδώση ο Κυριος την πρέπουσαν τιμωρίαν, ανάλογον προς την διαπραττομένην κακήν πράξιν”.
 
Κεφάλαιο 4ο
Β Βασ. 4,1 Καὶ ἤκουσεν Ἰεβοσθὲ υἱὸς Σαοὺλ ὅτι τέθνηκεν Ἀβεννὴρ υἱὸς Νὴρ ἐν Χεβρών, καὶ ἐξελύθησαν αἱ χεῖρες αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἄνδρες Ἰσραὴλ παρείθησαν.
Β Βασ. 4,1 Ο Ιεβοσθέ, ο υιός του Σαούλ, επληροφορήθη, ότι εφονεύθη ο Αβεννήρ, ο υιός του Νηρ, εις την Χεβρών και παρέλυσαν τα χέρια του από τον φόβον. Ολοι δε οι Ισροηλίται κατελήφθησαν από φόβον μεγάλον.
 
Β Βασ. 4,2 καὶ δύο ἄνδρες ἡγούμενοι συστρεμμάτων τῷ Ἰεβοσθὲ υἱῷ Σαούλ, ὄνομα τῷ ἑνὶ Βαανὰ καὶ ὄνομα τῷ δευτέρῳ Ῥηχάβ, υἱοὶ Ῥεμμὼν τοῦ Βηρωθαίου ἐκ τῶν υἱῶν Βενιαμίν· ὅτι Βηρὼθ ἐλογίζετο τοῖς υἱοῖς Βενιαμίν,
Β Βασ. 4,2 Υπήρχον δύο άνδρες, αρχηγοί στρατιωτικών τμημάτων, που ανήκαν στον Ιεβοσθέ, τον υιόν του Σαούλ, εκ των οποίων ο ένας ωνομάζετο Βαανά και ο δεύτερος ωνομάζετο Ρηχάβ. Ησαν δε παιδιά του Ρεμμών του Βηρωθαίου, ο οποίος ανήκεν εις την φυλήν του Βενιαμίν. Διότι η Βηρώθ περιελαμβάνετο εις την φυλήν του Βενιαμίν.
 
Β Βασ. 4,3 καὶ ἀπέδρασαν οἱ Βηθωραῖοι εἰς Γεθθαὶμ καὶ ἦσαν ἐκεῖ παροικοῦντες ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Β Βασ. 4,3 Οι δύο αυτοί Βηρωθαίοι απέδρασαν και κατέφυγαν εις Γεθθαίμ, όπου και έμειναν ως παρεπιδημούντες μέχρι της ημέρας εκείνης, κατά την οποίαν είχε διαπραχθή η δολοφονία του Αβεννήρ.
 
Β Βασ. 4,4 καὶ τῷ Ἰωνάθαν υἱῷ Σαοὺλ υἱὸς πεπληγὼς τοὺς πόδας· υἱὸς ἐτῶν πέντε οὗτος ἐν τῷ ἐλθεῖν τὴν ἀγγελίαν Σαοὺλ καὶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ ἐξ Ἰεζραήλ, καὶ ᾖρεν αὐτὸν ἡ τιθηνὸς αὐτοῦ καὶ ἔφυγε, καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπεύδειν αὐτὸν καὶ ἀναχωρεῖν, καὶ ἔπεσε καὶ ἐχωλάνθη, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μεμφιβοσθέ.
Β Βασ. 4,4 Ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σαούλ, είχε υιόν χωλόν, ανάπηρον εις τα πόδια. Εγινε δε χωλός εις ηλικίαν πέντε ετών, τότε που ήλθεν η πληροφορία από την κοιλάδα του Ιεζραήλ δια την ήτταν και τον θάνατον του Σαούλ και του υιού του Σαούλ, του Ιωνάθαν. Η τροφός του τον επήρε και έφυγε. Καθώς δε αυτός κατά την αναχώρησιν έτρεχεν, έπεσεν, εκτύπησε και έγινε χωλός. Αυτός ωνομάζετο Μεμφιβοσθέ.
 
Β Βασ. 4,5 καὶ ἐπορεύθησαν υἱοὶ Ῥεμμὼν τοῦ Βηρωθαίου Ῥεκχὰ καὶ Βαανὰ καὶ εἰσῆλθον ἐν τῷ καύματι τῆς ἡμέρας εἰς οἶκον Ἰεβοσθέ. καὶ αὐτὸς ἐκάθευδεν ἐν τῇ κοίτῃ τῆς μεσημβρίας,
Β Βασ. 4,5 Οι υιοί του Ρεμμών, ο οποίος κατήγετο από την Βηρώθ, ο Ρεκχά και ο Βαανά, κατά την μεοημβρίαν, εις ώραν καύσωνος, εισήλθον στον οίκον του Ιεβοσθέ. Αυτός εκοιμάτο εις την κλίνην του κατά την μεσημβρίαν εκείνην.
 
Β Βασ. 4,6 καὶ ἰδοὺ ἡ θυρωρὸς τοῦ οἴκου ἐκάθαιρε πυροὺς καὶ ἐνύσταξε καὶ ἐκάθευδε, καὶ Ῥεκχὰ καὶ Βαανὰ οἱ ἀδελφοὶ διέλαθον
Β Βασ. 4,6 Η δε θυρωρός του σπιτιού εκαθάριζε σιτάρι, ενύσταξε και απεκοιμήθη. Ο Ρεκχά και ο Βαανά οι αδελφοί εισήλθον απαροτήρητοι στον οίκον.
 
Β Βασ. 4,7 καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον, καὶ Ἰεβοσθὲ ἐκάθευδεν ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ ἐν τῷ κοιτῶνι αὐτοῦ, καὶ τύπτουσιν αὐτὸν καὶ θανατοῦσι καὶ ἀφαιροῦσι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἔλαβον τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθον ὁδὸν τὴν κατὰ δυσμὰς ὅλην τὴν νύκτα.
Β Βασ. 4,7 Ο Ιεβοσθέ εκοιμάτο επάνω εις την κλίνην του, στο ιδαίτερον δωμάτιόν του. Αυτοί τον εκτύπησαν, τον εφόνευσαν, απέκοψαν την κεφαλήν του, την οποίαν επήραν μαζή των και έφυγαν προς δυσμάς καθ' όλην την νύκτα.
 
Β Βασ. 4,8 καὶ ἤνεγκαν τὴν κεφαλὴν Ἰεβοσθὲ τῷ Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ εἶπαν πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ Ἰεβοσθὲ υἱοῦ Σαοὺλ τοῦ ἐχθροῦ σου, ὃς ἐζήτει τὴν ψυχήν σου, καὶ ἔδωκε Κύριος τῷ κυρίῳ βασιλεῖ ἐκδίκησιν τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ, ὡς ἡ ἡμέρα αὕτη, ἐκ Σαοὺλ τοῦ ἐχθροῦ σου καὶ ἐκ τοῦ σπέρματος αὐτοῦ.
Β Βασ. 4,8 Ηλθον εις την Χεβρών και έφεραν την κεφαλήν του Ιεβοσθέ στον Δαυίδ και είπαν προς τον βασιλέα· “ιδού, αυτή είναι η κεφαλή του Ιεβοσθέ, υιού του Σαούλ του εχθρού σου, ο οποίος εζήτει να σε θανατώση. Ο Κυριος όμως ετιμώρησε τους εχθρούς σου, του κυρίου και βασιλέως μας, κατά την ημέραν αυτήν, διότι ετιμώρησε τον εχθρόν σου, τον Σαούλ, και τους απογόνους του”.
 
Β Βασ. 4,9 καὶ ἀπεκρίθη Δαυὶδ τῷ Ῥεκχὰ καὶ τῷ Βαανὰ ἀδελφῷ αὐτοῦ υἱοῖς Ῥεμμὼν τοῦ Βηρωθαίου καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ζῇ Κύριος, ὃς ἐλυτρώσατο τὴν ψυχήν μου ἐκ πάσης θλίψεως,
Β Βασ. 4,9 Ο Δαυίδ απήντησεν στον Ρεκχά και τον αδελφόν του Βαανά, οι οποίοι ήσαν παιδιά του Ρεμμών του Βηρωθαίου, και τους είπεν· “επικαλούμαι μάρτυρα τον Κυριον, ο οποίος έσωσε την ζωήν μου από πολλούς θανασίμους κινδύνους,
 
Β Βασ. 4,10 ὅτι ὁ ἀπαγγείλας μοι ὅτι τέθνηκε Σαούλ, καὶ αὐτὸς ἦν ὡς εὐαγγελιζόμενος ἐνώπιόν μου, καὶ κατέσχον αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινα αὐτὸν ἐν Σεκελάκ, ᾧ ἔδει με δοῦναι εὐαγγέλια.
Β Βασ. 4,10 και σας καθιστώ γνωστόν ότι αυτός, που ανήγγειλεν εις εμέ πως εφονεύθη ο Σαούλ, μου ανέφερε την είδησιν, νομίζων ότι αυτή θα μου ήτο ευχάριστος. Εγώ όμως τον συνέλαβα και τον εφόνευσα εις την πόλιν Σεκελάκ, ενώ ο οιοσδήποτε θα ενόμιζεν ότι έπρεπε να του δώσω δώρα δι' ευχάριστον είδησιν.
 
Β Βασ. 4,11 καὶ νῦν ἄνδρες πονηροὶ ἀπεκτάγκασιν ἄνδρα δίκαιον ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ· καὶ νῦν ἐκζητήσω τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ χειρὸς ὑμῶν καὶ ἐξολοθρεύσω ὑμᾶς ἐκ τῆς γῆς.
Β Βασ. 4,11 Και ιδού σήμερα άνδρες πονηροί εφόνευσαν αθώον άνδρα εις την κλίνην του εντός του δωματίου του. Εγώ τώρα θα σας τιμωρήσω δια το αθώον αυτό αίμα, που εχύσατε και θα σας εξολοθρεύσω από την γην”.
 
Β Βασ. 4,12 καὶ ἐνετείλατο Δαυὶδ τοῖς παιδαρίοις αὐτοῦ καὶ ἀποκτείνουσιν αὐτοὺς καὶ κολοβοῦσι τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ τοὺς πόδας αὐτῶν καὶ ἐκρέμασαν αὐτοὺς ἐπὶ τῆς κρήνης ἐν Χεβρών· καὶ τὴν κεφαλὴν Ἰεβοσθὲ ἔθαψαν ἐν τῷ τάφῳ Ἀβεννὴρ υἱοῦ Νήρ.
Β Βασ. 4,12 Ο Δαυίδ διέταξε τους άνδρας του να θανατώσουν αυτούς τους δύο δολοφόνους αδελφούς. Εκείνοι τους εξετέλεσαν αμέσως, έκοψαν τα χέρια και τα πόδια των και εκρέμασαν αυτούς εις την πηγήν Χεβρών. Την δε κεφαλήν του Ιεβοσθέ την έθαψαν εις Χεβρών στον τάφον, όπου προηγουμένως είχαν θάψει και τον Αβεννήρ, τον υιόν του Νηρ.
 
Κεφάλαιο 5ο
Β Βασ. 5,1 Καὶ παραγίνονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ Ἰσραὴλ πρὸς Δαυὶδ εἰς Χεβρὼν καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἰδοὺ ὀστᾶ σου καὶ σάρκες σου ἡμεῖς·
Β Βασ. 5,1 Ολαι αι ισραηλιτικαί φυλαί ήλθον κατόπιν προς τον Δαυίδ, ο οποίος ευρίσκετο εις την Χεβρών, τον ανεγνώρισαν ως βασιλέα των και είπαν προς αυτόν· “ιδού, ημείς είμεθα οστά σου και σάρκες σου.
 
Β Βασ. 5,2 καὶ ἐχθὲς καὶ τρίτην ὄντος Σαοὺλ βασιλέως ἐφ᾿ ἡμῖν, σὺ ἦσθα ὁ ἐξάγων καὶ εἰσάγων τὸν Ἰσραήλ, καὶ εἶπε Κύριος πρὸς σέ· σὺ ποιμανεῖς τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ, καὶ σὺ ἔσῃ εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ.
Β Βασ. 5,2 Κατά τα παρελθόντα έτη, όταν ο Σαούλ ήτο βασιλεύς μας, συ εις την πραγματικότητα ήσο ο πραγματικός άρχων, που ωδηγούσες εις όλα τον λαόν του Ισραήλ, και προς σε είπεν ο Κυριος· Συ θα κυβερνάς τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν, συ θα είσαι ο βασιλεύς στον λαόν μου τον Ισραήλ. Σε αναγνωρίζομεν, λοιπόν, ως βασιλέα”.
 
Β Βασ. 5,3 καὶ ἔρχονται πάντες οἱ πρεσβύτεροι Ἰσραὴλ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Χεβρών, καὶ διέθετο αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ διαθήκην ἐν Χεβρὼν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ χρίουσι τὸν Δαυὶδ εἰς βασιλέα ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ.
Β Βασ. 5,3 Ηλθαν όλοι οι άρχοντες του Ισραηλιτικού λαού προς τον βασιλέα Δαυίδ εις Χεβρών και ο Δαυίδ έκλεισε με αυτούς συμφωνίαν ενώπιον του Κυρίου εις την Χεβρών, να είναι βασιλεύς των. Εκείνοι δε έχρισαν και ανεγνώρισαν αυτόν ως βασιλέα επί όλου του ισραηλιτικού λαού.
 
Β Βασ. 5,4 υἱὸς τριάκοντα ἐτῶν Δαυὶδ ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτὸν καὶ τεσσαράκοντα ἔτη ἐβασίλευσεν,
Β Βασ. 5,4 Τριάκοντα ετών ήτα ο Δαυίδ, όταν έγινε βασιλεύς όλου του ισραηλιτικού λαού. Εβασίλευσε δε εν συνόλω τεσσαράκοντα έτη.
 
Β Βασ. 5,5 ἑπτὰ ἔτη καὶ μῆνας ἓξ ἐβασίλευσεν ἐν Χεβρὼν ἐπὶ τὸν Ἰούδαν καὶ τριάκοντα τρία ἔτη ἐβασίλευσεν ἐπὶ πάντα Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδαν ἐν Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 5,5 Επτά έτη και ες μήνας ήτο βασιλεύς εις την φυλήν Ιούδα έχων την έδραν του εις Χεβρών. Τριάκοντα τρία δε έτη έχων την έδραν του εις την Ιερουσαλήμ εβασίλευσεν επί όλου του Ισραηλιτικού λαού, συμπεριλαμβανομένης βέβαια και της φυλής του Ιούδα.
 
Β Βασ. 5,6 Καὶ ἀπῆλθε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὸν Ἰεβουσαῖον τὸν κατοικοῦντα τὴν γῆν. καὶ ἐῤῥέθη τῷ Δαυίδ· οὐκ εἰσελεύσῃ ὧδε, ὅτι ἀντέστησαν οἱ τυφλοὶ καὶ οἱ χωλοὶ λέγοντες ὅτι οὐκ εἰσελεύσεται Δαυὶδ ὧδε.
Β Βασ. 5,6 Ο Δαυίδ και άνδρες του ήλθον εις την Ιερουσαλήμ, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ιεβουσαίων, οι οποίοι κατείχον την χώραν εκείνην. Οι Ιεβουσαίοι παρήγγειλαν στον Δαυίδ· “δεν πρόκειται να εισέλθης και να καταλάβης την πόλιν, διότι είναι πολύ οχυρά και διότι όλοι θα αντισταθώμεν και αυτοί ακόμα οι τυφλοί και οι χωλοί, οι οποίοι και λέγουν, ότι δεν θα εισέλθη εδώ ο Δαυίδ”.
 
Β Βασ. 5,7 καὶ κατελάβετο Δαυὶδ τὴν περιοχὴν Σιὼν (αὕτη ἡ πόλις τοῦ Δαυίδ).
Β Βασ. 5,7 Εν τούτοις ο Δαυίδ κατέλαβε την Σιών, την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ αυτή ωνομάσθη βραδύτερον “πόλις Δαυίδ”.
 
Β Βασ. 5,8 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· πᾶς τύπτων Ἰεβουσαῖον ἁπτέσθω ἐν παραξιφίδι καὶ τοὺς χωλοὺς καὶ τοὺς τυφλοὺς καὶ τοὺς μισοῦντας τὴν ψυχὴν Δαυίδ· διὰ τοῦτο ἐροῦσι· τυφλοὶ καὶ χωλοὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς οἶκον Κυρίου.
Β Βασ. 5,8 Κατά την ημέραν εκείνην ο Δαυίδ είπε· “καθένας, που συναντά Ιεβουσαίον, ας τον κτυπά με το εγχειρίδιον. Το ιδιο θα γίνεται και με τους χωλούς και τους τυφλούς Ιεβουσαίους, οι οποίοι κατεφρόνησαν τον Δαυίδ. Από αυτό δε το γεγονός και επεκράτησεν η παροιμία· Τυφλοί και χωλοί δεν θα εισέλθουν στον οίκον του Κυρίου”.
 
Β Βασ. 5,9 καὶ ἐκάθισε Δαυὶδ ἐν τῇ περιοχῇ, καὶ ἐκλήθη αὕτη ἡ πόλις Δαυίδ· καὶ ᾠκοδόμησεν αὐτὴν πόλιν κύκλῳ ἀπὸ τῆς ἄκρας καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Β Βασ. 5,9 Ο Δαυίδ εγκατεστάθη στο φρούριον της Σιών και αυτή η περιοχή ωνομάσθη “πόλις Δαυίδ”. Ωκοδόμησεν ο Δαυίδ και ωχύρωσε την πόλιν αυτήν από του φρουρίου και γύρω, μέσα στο οποίον περιεκλείετο και ο ιδικός του οίκος.
 
Β Βασ. 5,10 καὶ διεπορεύετο Δαυὶδ πορευόμενος καὶ μεγαλυνόμενος, καὶ Κύριος παντοκράτωρ μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 5,10 Ο Δαυίδ ολονέν και περισσότερον εμεγαλύνετο και ανεδεικνύετο, διότι Κυριος ο παντοκράτωρ ήτο μαζή του.
 
Β Βασ. 5,11 καὶ ἀπέστειλε Χειρὰμ βασιλεὺς Τύρου ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ καὶ ξύλα κέδρινα καὶ τέκτονας ξύλων καί τέκτονας λίθων καὶ ᾠκοδόμησαν οἶκον τῷ Δαυίδ.
Β Βασ. 5,11 Ο Χειράμ, ο βασιλεύς της Τυρου, απέστειλεν ανθρώπους του προς τον Δαυίδ, όπως επίσης ξύλα κέδρινα, ξυλουργούς, κτίστας, και εκείνοι έκτισαν ανάκτορον δια τον Δαυίδ.
 
Β Βασ. 5,12 καὶ ἔγνω Δαυὶδ ὅτι ἡτοίμασεν αὐτὸν Κύριος εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ὅτι ἐπῄρθη ἡ βασιλεία αὐτοῦ διὰ τὸν λαὸν αὐτοῦ Ἰσραήλ.
Β Βασ. 5,12 Ο Δαυίδ κατενόησε τότε ότι ο Κυριος εγκατέστησε πράγματι αυτόν βασιλέα στον ισραηλιτικόν λαόν και ότι η βασιλεία του ανήλθεν εις μεγάλην ακμήν δια τον λαόν αυτού τον ισραηλιτικόν.
 
Β Βασ. 5,13 καὶ ἔλαβε Δαυὶδ ἔτι γυναῖκας καὶ παλλακὰς ἐξ Ἱερουσαλὴμ μετὰ τὸ ἐλθεῖν αὐτὸν ἐκ Χεβρών, καὶ ἐγένοντο τῷ Δαυὶδ ἔτι υἱοὶ καὶ θυγατέρες.
Β Βασ. 5,13 Ο Δαυίδ έλαβε και άλλας γυναίκας πρώτης και δευτέρας σειράς, από την Ιερουσαλήμ, όταν ήλθεν εκεί από την Χεβρών. Απέκτησε δε από αυτάς υιούς και θυγατέρας.
 
Β Βασ. 5,14 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν γεννηθέντων αὐτῷ ἐν Ἱερουσαλήμ· Σαμμοὺς καὶ Σωβὰβ καὶ Νάθαν καὶ Σαλωμὼν
Β Βασ. 5,14 Αυτά δε είναι τα ονόματα των υιών του, οι οποίοι εγεννήθησαν εις την Ιερουσαλήμ· Σαμμούς, Σωβάβ, Ναθαν, Σαλωμών.
 
Β Βασ. 5,15 καὶ Ἐβεὰρ καὶ Ἐλισοὺς καὶ Ναφὲκ καὶ Ἰεφιὲς
Β Βασ. 5,15 Εβεάρ, Ελισούς, Ναφέκ, Ιεφιές.
 
Β Βασ. 5,16 καὶ Ἐλισαμὰ καὶ Ἐλιδαὲ καὶ Ἐλιφαλάθ, Σαμαέ, Ἰεσσιβάθ, Νάθαν, Γαλαμαάν, Ἰεβαάρ, Θεησοῦς, Ἐλιφαλάτ, Ναγέδ, Ναφέκ, Ἰωνάθαν, Λεασαμύς, Βααλιμάθ, Ἐλιφαάθ.
Β Βασ. 5,16 Ελισαμά, Ελιδαέ, Ελιφαλάθ, Σαμαέ, Ιεσσιβάθ, Ναθαν, Γαλαμαάν, Ιεβαάρ, Θεησούς, Ελιφαλάτ, Ναγέδ, Ναφέκ, Ιανάθαν, Λεασαμύς, Βααλιμάθ και Ελιφαάθ.
 
Β Βασ. 5,17 Καὶ ἤκουσαν οἱ ἀλλόφυλοι ὅτι κέχρισται Δαυὶδ βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἀνέβησαν πάντες οἱ ἀλλόφυλοι ζητεῖν τὸν Δαυίδ· καὶ ἤκουσε Δαυὶδ καὶ κατέβη εἰς τὴν περιοχήν.
Β Βασ. 5,17 Οι Φιλισταίοι, οι αλλόφυλοι, ήκουσαν ότι ο Δαυίδ εχρίσθη βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού και εξεστράτευσαν όλοι, δια να αναζητήσουν και πολεμήσουν τον Δαυίδ. Ο Δαυίδ έμαθε τούτο και κατέβη στο φρούριον.
 
Β Βασ. 5,18 καὶ οἱ ἀλλόφυλοι παραγίνονται καὶ συνέπεσαν εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Τιτάνων
Β Βασ. 5,18 Φιλισταίοι ήλθον και διεχύθησαν εις την “κοιλάδα των Τιτάνων”.
 
Β Βασ. 5,19 καὶ ἠρώτησε Δαυὶδ διὰ Κυρίου λέγων· εἰ ἀναβῶ πρὸς τοὺς ἀλλοφύλους καὶ παραδώσεις αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖράς μου; καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Δαυίδ· ἀνάβαινε, ὅτι παραδιδοὺς παραδώσω τοὺς ἀλλοφύλους εἰς τὰς χεῖράς σου.
Β Βασ. 5,19 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον λέγων· “εάν βαδίσω εναντίον των Φιλισταίων, θα παραδώσης αυτούς εις τα χέρια μου;” Και ο Κυριος του απήντησε· “πήγαινε, διότι ασφαλώς και βεβαίως θα παραδώσω εγώ αυτούς εις τα χέρια σου”.
 
Β Βασ. 5,20 καὶ ἦλθε Δαυὶδ ἐκ τῶν ἐπάνω διακοπῶν καὶ ἔκοψε τοὺς ἀλλοφύλους ἐκεῖ, καὶ εἶπε Δαυίδ· διέκοψε Κύριος τοὺς ἐχθροὺς ἀλλοφύλους ἐνώπιον ἐμοῦ, ὡς διακόπτεται ὕδατα· διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Ἐπάνω διακοπῶν.
Β Βασ. 5,20 Ο Δαυίδ από την τοποθεσίαν, η οποία ωνομάζετο “Επάνω Διακοπαί”, ήλθον εκεί, όπου ήσαν οι Φιλισταίοι, επετέθη εναντίον των και τους εξωλόθρευσε. Ο Δαυίδ είπε τότε· “Ο Κυριος διεσκόρπισε τους εχθρούς αυτού, τούτους τους Φιλισταίους, ενώπιόν μου, όπως διακόπτεται η ροή και διασκορπίζονται τα ορμητικά ύδατα”. Δια τούτο ωνομάσθη το όνομα της περιοχής εκείνης “Επάνω Διακοπαί”.
 
Β Βασ. 5,21 καὶ καταλιμπάνουσιν ἐκεῖ τοὺς θεοὺς αὐτῶν, καὶ ἐλάβοσαν αὐτοὺς Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 5,21 Οι Φιλισταίοι, κατά την πανικόβλητον φυγήν των, εγκατέλειψαν και τα αγάλματα των θεών των, τα οποία επήραν οι άνδρες του Δαυίδ ως λάφυρα μαζή των.
 
Β Βασ. 5,22 καὶ προσέθεντο ἔτι ἀλλόφυλοι τοῦ ἀναβῆναι καὶ συνέπεσαν ἐν τῇ κοιλάδι τῶν Τιτάνων.
Β Βασ. 5,22 Οι Φιλισταίοι απεφάσισαν και εξεστράτευσαν πάλιν κατά του Δαυίδ και ήσαν τόσοι, ώστε διεχύθησαν και εγέμισαν πάλιν την κοιλάδα των Τιτάνων.
 
Β Βασ. 5,23 καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διὰ Κυρίου καὶ εἶπε Κύριος· οὐκ ἀναβήσῃ εἰς συνάντησιν αὐτῶν, ἀποστρέφου ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ παρέσῃ αὐτοῖς πλησίον τοῦ Κλαυθμῶνος·
Β Βασ. 5,23 Ο Δαυίδ ηρώτησε και πάλιν, κατά τον καθιερωμένον τροπον, τον Κυριον, αν πρέπει να επιτεθή εναντίον των Φιλισταίων. Ο Κυριος του απήντησε· “δεν θα επιτεθής εναντίον των κατά μέτωπον, αλλά θα βαδίσης όπισθέν των. Κατόπιν πλησίασε προς αυτούς εις την τοποθεσίαν του Κλαυθμώνος.
 
Β Βασ. 5,24 καὶ ἔσται ἐν τῷ ἀκοῦσαί σε τὴν φωνὴν τοῦ συγκλεισμοῦ ἀπὸ τοῦ ἄλσους τοῦ Κλαυθμῶνος, τότε καταβήσῃ πρὸς αὐτούς, ὅτι τότε ἐξελεύσεται Κύριος ἔμπροσθέν σου κόπτειν ἐν τῷ πολέμῳ τῶν ἀλλοφύλων.
Β Βασ. 5,24 Οταν ακούσης ισχυράν βοήν του ανέμου εις τα δένδρα του δάσους του Κλαυθμώνος, τότε ο Κυριος θα προηγήται από σε σκορπίζων και εξολοθρεύων κατά τον πόλεμον αυτόν τους Φιλισταίους”.
 
Β Βασ. 5,25 καὶ ἐποίησε Δαυὶδ καθὼς ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος, καὶ ἐπάταξε τοὺς ἀλλοφύλους ἀπό Γαβαὼν ἕως τῆς γῆς Γαζηρά.
Β Βασ. 5,25 Ο Δαυίδ έκαμεν, όπως τον διέταξεν ο Κυριος. Εκτύπησε και κατετρόπωσε τους Φιλισταίους από την Γαβαών ως εις την χώραν της Γαζηρά.
 
Κεφάλαιο 6ο
Β Βασ. 6,1 Καὶ συνήγαγεν ἔτι Δαυὶδ πάντα νεανίαν ἐξ Ἰσραήλ, ὡς ἑβδομήκοντα χιλιάδας.
Β Βασ. 6,1 Ο Δαυίδ προσεκάλεσε και πάλιν όλους τους νεαρούς άνδρας του Ισραηλιτικού λαού, εβδομήκοντα περίπου χιλιάδες άνδρας.
 
Β Βασ. 6,2 καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀπὸ τῶν ἀρχόντων Ἰούδα ἐν ἀναβάσει τοῦ ἀναγαγεῖν ἐκεῖθεν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, ἐφ᾿ ἣν ἐπεκλήθη τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου τῶν δυνάμεων καθημένου ἐπὶ τῶν Χερουβὶν ἐπ᾿ αὐτῆς.
Β Βασ. 6,2 Ητοιμάσθη ο Δαυίδ και όλος ο λαός, που ήτο μαζή του, μαζή με τους αρχηγούς της φυλής Ιούδα και από την Ιερουσαλήμ επορεύθησαν, δια να μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Θεού από τον τόπον, στον οποίον αυτή ευρίσκετο. Επάνω δε εις την Κιβωτόν αυτήν είχε γραφή το όνομα του Θεού, του Κυρίου των αγγελικών δυνάμεων, ο οποίος αναπαύεται επί των Χερουβίμ.
 
Β Βασ. 6,3 καὶ ἐπεβίβασαν τὴν κιβωτὸν Κυρίου ἐφ᾿ ἅμαξαν καινὴν καὶ ᾖραν αὐτὴν ἐξ οἴκου Ἀμιναδὰβ τοῦ ἐν τῷ βουνῷ· καὶ Ὀζὰ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ υἱοὶ Ἀμιναδὰβ ἦγον τὴν ἅμαξαν σὺν τῇ κιβωτῷ,
Β Βασ. 6,3 Ετοποθέτησαν την Κιβωτόν επάνω εις μίαν καινουργή άμαξαν. Επήραν δε την Κιβωτόν από την οικίαν του Αμιναδάβ, ο οποίος κατοικούσεν εις κάποιον εκεί λόφον. Μεταξύ δε εκείνων, που ακολουθούσαν, ήσαν ο Οζά και οι αδελφοί του, παιδιά του Αμιναδάβ. Ο Οζά ωδηγούσε την άμαξαν, επί της οποίας ήτο η Κιβωτός.
 
Β Βασ. 6,4 καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπορεύοντο ἔμπροσθεν τῆς κιβωτοῦ.
Β Βασ. 6,4 Οι αδελφοί αυτού εβάδιζαν με σεβασμόν εμπρός από την Κιβωτόν.
 
Β Βασ. 6,5 καὶ Δαυὶδ καὶ υἱοὶ Ἰσραὴλ παίζοντες ἐνώπιον Κυρίου ἐν ὀργάνοις ἡρμοσμένοις ἐν ἰσχύϊ, καὶ ἐν ᾠδαῖς καὶ ἐν κινύραις καὶ ἐν νάβλαις καὶ ἐν τυμπάνοις καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν αὐλοῖς.
Β Βασ. 6,5 Ο Δαυίδ και οι άλλοι Ισραιλίται επανηγύριζαν, παίζοντες ενώπιον της Κιβωτού όργανα μουσικά, κατάλληλα δια ισχυρούς τόνους, και άδοντες ωδάς. Τα δε μουσικά όργανα ήσαν κινύραι, νάβλαι, τύμπανα, κύμβαλα και αυλοί.
 
Β Βασ. 6,6 καὶ παραγίνονται ἕως ἅλω Ναχών, καὶ ἐξέτεινεν Ὀζὰ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ κατασχεῖν αὐτὴν καὶ ἐκράτησεν αὐτήν, ὅτι περιέσπασεν αὐτὴν ὁ μόσχος.
Β Βασ. 6,6 Η ιερά αυτή πομπή έφθασεν στο αλώνι του Ναχών. Εκεί ο Οζάς άπλωσε το χέρι του επάνω εις την Κιβωτόν του Θεού, να την κρατήση· και την, εκράτησε, διότι τα βόϊδια, που έσυραν την Κιβωτόν, την εταλάντευσαν και υπήρχε φόβος να πέση.
 
Β Βασ. 6,7 καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Κύριος τῷ Ὀζά, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐκεῖ ὁ Θεός, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ παρὰ τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
Β Βασ. 6,7 Ο Θεός ωργίσθη πολύ εναντίον του Οζά, εκτύπησεν αυτόν και τον εθανάτωσεν στον τόπον εκείνον πλησίον της Κιβωτού, ενώπιον αυτού τούτου του Κυρίου.
 
Β Βασ. 6,8 καὶ ἠθύμησε Δαυὶδ ὑπὲρ οὗ διέκοψε Κύριος διακοπὴν ἐν τῷ Ὀζά· καὶ ἐκλήθη ὁ τόπος ἐκεῖνος Διακοπὴ Ὀζὰ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Β Βασ. 6,8 Ο Δαυίδ ελυπήθη πολύ, διότι δια του θανάτου διέκοψεν ο Κυριος την ζωήν του Οζά. Δια τούτο ο τόπος εκείνος ωνομάσθη “Διακοπή Οζά” μέχρι της ημέρας αυτής.
 
Β Βασ. 6,9 καὶ ἐφοβήθη Δαυὶδ τὸν Κύριον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων· πῶς εἰσελεύσεται πρός με ἡ κιβωτὸς Κυρίου;
Β Βασ. 6,9 Ο Δαυίδ εφοβήθη τον Κυριον κατά την ημέραν εκείνην και είπε· “πως θα εισέλθη η Κιβωτός εις την πόλιν μου, πλησίον μου;”
 
Β Βασ. 6,10 καὶ οὐκ ἐβούλετο Δαυὶδ τοῦ ἐκκλῖναι πρὸς αὐτὸν τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ, καὶ ἀπέκλινεν αὐτὴν Δαυὶδ εἰς οἶκον Ἀβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου.
Β Βασ. 6,10 Δια τούτο δεν ήθελεν ο Δαυίδ να φέρη την Κιβωτόν του Κυρίου εις την πόλιν Δαυίδ, αλλά την ωδήγησεν στον οίκον του Αβεδδαρά, ο οποίος κατήγετο από την Γέθ.
 
Β Βασ. 6,11 καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς τοῦ Κυρίου εἰς οἶκον Ἀβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου μῆνας τρεῖς· καὶ εὐλόγησε Κύριος ὅλον τὸν οἶκον Ἀβεδδαρὰ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ.
Β Βασ. 6,11 Η Κιβωτός του Κυρίου παρέμεινεν στον οίκον Αβεδδαρά του Γεθθαίου επί τρεις μήνας. Ο δε Κυριος ηυλόγησε τον οίκον του Αδεδδαρά και όλα όσα ανήκον εις αυτόν.
 
Β Βασ. 6,12 καὶ ἀπηγγέλη τῷ βασιλεῖ Δαυὶδ λέγοντες· εὐλόγησε Κύριος τὸν οἶκον Ἀβεδδαρὰ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ ἕνεκα τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἀνήγαγε τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου ἐκ τοῦ οἴκου Ἀβεδδαρὰ εἰς τὴν πόλιν Δαυὶδ ἐν εὐφροσύνῃ.
Β Βασ. 6,12 Εγνωστοποίηοαν στον βασιλέα Δαυίδ το γεγονός και του είπαν· “ο Κυριος ηυλόγησε την οικογένειαν του Αβεδδαρά και όλα όσα ανήκουν εις αυτόν λόγω της Κιβωτού, που μένει εις την οικίαν του”. Ο Δαυίδ γεμάτος θάρρος και σεβασμόν προς τον Θεόν μετέβη και μετέφερε την Κιβωτόν του Κυρίου από τον οίκον του Αβεδδαρά εις την πόλιν Δαυίδ, με χαρμόσυνον πομπήν.
 
Β Βασ. 6,13 καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ αἴροντες τὴν κιβωτὸν ἑπτὰ χοροὶ καὶ θῦμα μόσχος καὶ ἄρνες.
Β Βασ. 6,13 Επτά χοροί ήσαν μαζή του, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν, αφού προηγουμένως προσέφεραν θυσίαν ένα μόσχον και αμνούς.
 
Β Βασ. 6,14 καὶ Δαυὶδ ἀνεκρούετο ἐν ὀργάνοις ἡρμοσμένοις ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ὁ Δαυὶδ ἐνδεδυκὼς στολὴν ἔξαλλον.
Β Βασ. 6,14 Ο ίδιος ο Δαυίδ έπαιζεν εκλεκτά μουσικά όργανα ενώπιον του Κυρίου, έφερε δε ενδυμασίαν όχι την βασιλικήν, αλλά άλλην απλήν και ταπεινήν.
 
Β Βασ. 6,15 καὶ Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ οἶκος Ἰσραὴλ ἀνήγαγον τὴν κιβωτὸν Κυρίου μετὰ κραυγῆς καὶ μετὰ φωνῆς σάλπιγγος.
Β Βασ. 6,15 Ο Δαυίδ και όλος ο ισραηλιτικός λαός μετέφεραν την Κιβωτόν με κραυγάς αγαλλιάσεως και με ήχους σαλπίγγων.
 
Β Βασ. 6,16 καὶ ἐγένετο τῆς κιβωτοῦ παραγινομένης ἕως πόλεως Δαυὶδ καὶ Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ διέκυπτε διὰ τῆς θυρίδος καὶ εἶδε τὸν βασιλέα Δαυὶδ ὀρχούμενον καὶ ἀνακρουόμενον ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐξουδένωσεν αὐτὸν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς.
Β Βασ. 6,16 Οταν η Κιβωτός έφθασεν εις την “πόλιν Δαυίδ”, η σύζυγος του Δαυίδ, η Μελχόλ, θυγάτηρ του Σαούλ, έκυψεν από το παράθυρόν της και είδε τον σύζυγόν της, τον βασιλέα, να χορεύη και να παίζη μουσικά όργανα ενώπιον της Κιβωτού του Κυρίου. Εσωτερικώς τον επέκρινε και τον εξουδένωσε.
 
Β Βασ. 6,17 καὶ φέρουσι τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ ἀνέθησαν αὐτὴν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς εἰς μέσον τῆς σκηνῆς, ἧς ἔπηξεν αὐτῇ Δαυίδ· καὶ ἀνήνεγκε Δαυὶδ ὁλοκαυτώματα ἐνώπιον Κυρίου καὶ εἰρηνικάς.
Β Βασ. 6,17 Μετέφεραν εν τέλει την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου και την ετοποθέτησαν στον τόπον της, στο μέσον της σκηνής, την οποίαν είχε στήσει ο Δαυίδ. Ο Δαυίδ κατά την ώραν εκείνην προσέφερεν ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας.
 
Β Βασ. 6,18 καὶ συνετέλεσε Δαυὶδ συναναφέρων τὰς ὁλοκαυτώσεις καὶ τὰς εἰρηνικὰς καὶ εὐλόγησε τὸν λαὸν ἐν ὀνόματι Κυρίου τῶν δυνάμεων.
Β Βασ. 6,18 Οταν ο Δαυίδ επεράτωσε την προσφοράν των ολοκαυτωμάτων και των ειρηνικών θυσιών, ευλόγησε τον λαόν εν ονόματι του Κυρίου των δυνάμεων.
 
Β Βασ. 6,19 καὶ διεμέρισε παντὶ τῷ λαῷ εἰς πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἀπό ἀνδρὸς ἕως γυναικός, ἑκάστῳ κολλυρίδα ἄρτου καὶ ἐσχαρίτην καὶ λάγανον ἀπὸ τηγάνου· καὶ ἀπῆλθε πᾶς ὁ λαὸς ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Β Βασ. 6,19 Εμοίρασε δε εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και εις όλον τον στρατόν, από την πόλιν Δαν μέχρι και της Βηρσαβεέ, εις άνδρας και εις γυναίκας, από ένα περιποιημένον άρτον, ένα κομμάτι κρέας ψητό και ένα σταφιδόψωμο. Κατόπιν όλοι επέστρεψαν εις τα σπίτια των.
 
Β Βασ. 6,20 καὶ ἐπέστρεψε Δαυὶδ εὐλογῆσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθε Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ εἰς ἀπάντησιν Δαυὶδ καὶ εὐλόγησεν αὐτὸν καὶ εἶπε· τί δεδόξασται σήμερον ὁ βασιλεὺς Ἰσραήλ, ὃς ἀπεκαλύφθη σήμερον ἐν ὀφθαλμοῖς παιδισκῶν τῶν δούλων ἑαυτοῦ, καθὼς ἀποκαλύπτεται ἀποκαλυφθεὶς εἷς τῶν ὀρχουμένων;
Β Βασ. 6,20 Επέστρεψε και ο Δαυίδ στο σπίτι του και ηυλόγησεν αυτό. Η Μελχόλ, η σύζυγός του, η θυγάτηρ του Σαούλ, εβγήκε να τον προϋπαντήση και να του ευχηθή το “καλώς ώρισε”. Κατόπιν δε του είπεν ειρωνικώς· “πόσον πολύ εδοξάσθη σήμερον ο βασιλεύς του Ισραήλ, ο οποίος δια να χορεύση έβγαλε τα ενδύματα αυτού εμπρός εις τας δούλας και στους δούλους του και εγυμνώθη, όπως γυμνώνεται ο οιοσδήποτε κοινός χορευτής !”
 
Β Βασ. 6,21 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Μελχόλ· ἐνώπιον Κυρίου ὀρχήσομαι· εὐλογητὸς Κύριος, ὃς ἐξελέξατό με ὑπὲρ τὸν πατέρα σου καὶ ὑπὲρ πάντα τὸν οἶκον αὐτοῦ τοῦ καταστῆσαί με εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ· καὶ παίξομαι καὶ ὀρχήσομαι ἐνώπιον Κυρίου
Β Βασ. 6,21 Ο Δαυίδ απήντησε προς αυτήν “εγώ θα χορεύσω, χωρίς να εντρέπωμαι, ενώπιον του Κυρίου μου, ο οποίος με εξέλεξε βασιλέα αντί του πατρός σου και αντί της οικογενείας σου, δια να γίνω αρχηγός του λαού του, του ισραηλιτικού. Θα παίξω, λοιπόν, μουσικά όργανα και θα χορεύσω ενώπιον του Κυρίου, δια να δοξάσω τον Κυριον.
 
Β Βασ. 6,22 καὶ ἀποκαλυφθήσομαι ἔτι οὕτως καὶ ἔσομαι ἀχρεῖος ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ μετὰ τῶν παιδισκῶν, ὧν εἶπάς με μὴ δοξασθῆναι.
Β Βασ. 6,22 Θα βγάλω τα βασιλικά μου ενδύματα, έστω και αν πρόκειται να φανώ τιποτένιος εις τα μάτια σου, και θα χορεύσω μαζή με τας δούλας, ενώπιον των οποίων μου είπες να μη ταπεινώνομαι έτσι”.
 
Β Βασ. 6,23 καὶ τῇ Μελχὸλ θυγατρὶ Σαοὺλ οὐκ ἐγένετο παιδίον ἕως τῆς ἡμέρας τοῦ ἀποθανεῖν αὐτήν.
Β Βασ. 6,23 Επειδή έτσι ωμίλησεν η Μελχόλ, η θυγάτηρ του Σαούλ προς τον Δαυίδ, δεν απέκτησε παιδί μέχρι του θανάτου της.
 
Κεφάλαιο 7ο
Β Βασ. 7,1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐκάθισεν ὁ βασιλεὺς ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ Κύριος κατεκληρονόμησεν αὐτὸν κύκλῳ ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ τῶν κύκλῳ,
Β Βασ. 7,1 Οταν ο βασιλεύς Δαυίδ εγκατεστάθη στο ανάκτορόν του, ο Κυριος τον απήλλαξε από τους πολέμους και του έδωσε κληρονομίαν από τας χώρας όλων των γύρω εχθρικών του λαών.
 
Β Βασ. 7,2 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Νάθαν τὸν προφήτην· ἰδοὺ δὴ ἐγὼ κατοικῶ ἐν οἴκῳ κεδρίνῳ, καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ κάθηται ἐν μέσῳ τῆς σκηνῆς.
Β Βασ. 7,2 Και είπεν ο βασιλεύς Δαυίδ προς τον Ναθαν, τον προφήτην· “ιδού, λοιπόν, εγώ κατοικώ τώρα εις τον βασιλικόν οίκον κατεσκευασμένον από πολύτιμα ξύλα κέδρου, η δε Κιβωτός του Θεού ευρίσκεται μέσα εις μίαν απλήν σκηνήν”.
 
Β Βασ. 7,3 καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς τὸν βασιλέα· πάντα, ὅσα ἂν ἐν τῇ καρδίᾳ σου, βάδιζε καὶ ποίει, ὅτι Κύριος μετὰ σοῦ.
Β Βασ. 7,3 Ο Ναθαν είπε προς τον βασιλέα· “όλα όσα έχεις εις την καρδίαν σου να κάμης σχετικώς με τον ναόν του Κυρίου, πήγαινε και εκτέλεσέ τα. Διότι ο Κυριος είναι μαζή σου”.
 
Β Βασ. 7,4 καὶ ἐγένετο τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ ἐγένετο ῥῆμα Κυρίου πρὸς Νάθαν λέγων·
Β Βασ. 7,4 Αλλά κατά την νύκτα εκείνην ωμίλησεν ο Κυριος προς τον προφήτην Ναθαν και του είπε·
 
Β Βασ. 7,5 πορεύου, καὶ εἰπὸν πρὸς τὸν δοῦλόν μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος· οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον τοῦ κατοικῆσαί με·
Β Βασ. 7,5 “πήγαινε και ειπέ στον δούλον μου τον Δαυίδ, ότι αυτά λέγει ο Κυριος· Δεν θα ανοικοδομήσης συ τον ναόν μου, δια να κατοικήσω εις αυτόν,
 
Β Βασ. 7,6 ὅτι οὐ κατῴκηκα ἐν οἴκῳ ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἀνήγαγον τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ ἐξ Αἰγύπτου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἤμην ἐμπεριπατῶν ἐν καταλύματι καὶ ἐν σκηνῇ,
Β Βασ. 7,6 διότι έως τώρα ποτέ δεν έχω κατοικήσει εις μόνιμον ναόν, από τότε που έβγαλα τους Ισραηλίτας ελευθέρους από την Αίγυπτον, μέχρι της σημερινής ημέρας. Παντοτε επορευόμην, ευρισκόμενος, εις πτωχικόν ξύλινον παράπηγμα, σκεπασμένον με σκεπάσματα.
 
Β Βασ. 7,7 ἐν πᾶσιν, οἷς διῆλθον ἐν παντὶ Ἰσραήλ, εἰ λαλῶν ἐλάλησα πρὸς μίαν φυλὴν τοῦ Ἰσραήλ, ᾧ ἐνετειλάμην ποιμαίνειν τὸν λαόν μου Ἰσραὴλ λέγων· ἱνατί οὐκ ᾠκοδομήκατέ μοι οἶκον κέδρινον;
Β Βασ. 7,7 Εις όλην την διαδρομήν, που είχα με τους Ισραηλίτας έως εδώ, μήπως διετύπωσα παράπονον, έστω και προς μίαν φυλήν του Ισραηλιτικού λαού, εις την οποίαν εγώ παρεχώρησα την ηγεμονίαν επί των άλλων φυλών, δια το γεγονός ότι δεν μου είχατε κτίσει ναόν από πολύτιμα κέδρα; Ποτέ.
 
Β Βασ. 7,8 καὶ νῦν τάδε ἐρεῖς τῷ δούλῳ μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἔλαβόν σε ἐκ τῆς μάνδρας τῶν προβάτων τοῦ εἶναί σε εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ
Β Βασ. 7,8 Τωρα, λοιπόν, αυτά θα πης στον δούλον μου τον Δαυίδ· Αυτά λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· Σε επήρα από βοσκόν, που εφύλαττες τα πρόβατα, και σε ανέδειξα βασιλέα, αρχηγόν του λαού μου του Ισραηλιτικού.
 
Β Βασ. 7,9 καὶ ἤμην μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύου, καὶ ἐξωλόθρευσα πάντας τοὺς ἐχθρούς σου ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἐποίησά σε ὀνομαστὸν κατὰ τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς.
Β Βασ. 7,9 Ημουνα μαζή σου συμπαραστάτης και βοηθός εις όλας τας ενεργείας σου. Εξωλόθρευσα από εμπρός σου όλους τους εχθρούς σου, σε κατέστησα περιώνυμον, σου έδωσα όνομα, όπως τα ονόματα των μεγάλων ανδρών της οικουμένης.
 
Β Βασ. 7,10 καὶ θήσομαι τόπον τῷ λαῷ μου τῷ Ἰσραὴλ καὶ καταφυτεύσω αὐτόν, καὶ κατασκηνώσει καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ οὐ μεριμνήσει οὐκέτι, καὶ οὐ προσθήσει υἱὸς ἀδικίας τοῦ ταπεινῶσαι αὐτὸν καθὼς ἀπ᾿ ἀρχῆς,
Β Βασ. 7,10 Και επί πλέον, εγώ τώρα θα ετοιμάσω τόπον δια τον λαόν μου, τον ισραηλιτικόν. Θα τον φυτεύσω εκεί, και εκείνος θα εγκατασταθή εις ιδικόν του τόπον, ειρηνικός και αμέριμνος. Αδικοι και εχθρικοί λαοί δεν θα τον υποτάξουν, όπως έγινε στους αρχαιοτέρους χρόνους,
 
Β Βασ. 7,11 ἀπὸ τῶν ἡμερῶν, ὧν ἔταξα κριτὰς ἐπὶ τὸν λαόν μου Ἰσραήλ, καὶ ἀναπαύσω σε ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν σου, καὶ ἀπαγγελεῖ σοι Κύριος ὅτι οἶκον οἰκοδομήσεις αὐτῷ.
Β Βασ. 7,11 εις τας ημέρας δηλαδή εκείνας, κατά τας οποίας εγώ είχα αναδείξει Κριτάς δια τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν. Θα σε απαλλάξω από όλους τους εχθρούς σου. Ο Κυριος θα σου είπη πότε να οικοδομήσης εις αυτόν οίκον.
 
Β Βασ. 7,12 καὶ ἔσται ἐὰν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι σου καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σέ, ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασιλείαν αὐτοῦ·
Β Βασ. 7,12 Οταν δε συμπληρωθούν αι ημέραι της ζωής σου και κοιμηθής μαζή με τους προγόνους σου, θα αναδείξω εγώ έπειτα από σε τον υιόν σου, ο οποίος θα κατάγεται από σένα, και θα στερεώσω την βασιλείαν του.
 
Β Βασ. 7,13 αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον τῷ ὀνόματί μου, καὶ ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως εἰς τὸν αἰῶνα.
Β Βασ. 7,13 Αυτός θα ανοικοδομήση επί τω ονόματί μου ναόν, εγώ δε θα ανορθώσω και θα στερεώσω τον θρόνον του ακατάλυτον.
 
Β Βασ. 7,14 ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν· καὶ ἐὰν ἔλθῃ ἡ ἀδικία αὐτοῦ, καὶ ἐλέγξω αὐτὸν ἐν ῥάβδῳ ἀνδρῶν καὶ ἐν ἁφαῖς υἱῶν ἀνθρώπων·
Β Βασ. 7,14 Εγώ θα είμαι δι' αυτόν πατήρ και αυτός θα είναι δι' εμέ υιός. Εάν δε αυτός αμαρτήση, θα τον τιμωρήσω με ραβδισμούς και με κτυπήματα προερχόμενα από άλλους ανθρώπους.
 
Β Βασ. 7,15 τὸ δὲ ἔλεός μου οὐκ ἀποστήσω ἀπ᾿ αὐτοῦ, καθὼς ἀπέστησα ἀφ᾿ ὧν ἀπέστησα ἐκ προσώπου μου.
Β Βασ. 7,15 Δεν θα απομακρύνω όμως το έλεός μου από αυτόν, όπως είχα απομακρύνει τα μάτια μου από άλλους, που είχαν προηγουμένως αμαρτήσει.
 
Β Βασ. 7,16 καὶ πιστωθήσεται ὁ οἶκος αὐτοῦ καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐνώπιόν μου. καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος εἰς τὸν αἰῶνα.
Β Βασ. 7,16 Ετσι οι απόγονοί του και η βασιλεία του θα στερεωθούν ενώπιόν μου δια παντός. Και θα είναι αιωνία η βασιλεία του, στερεά και ακατάλυτος στον αιώνα”.
 
Β Βασ. 7,17 κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους καὶ κατὰ πᾶσαν τὴν ὅρασιν ταύτην, οὕτως ἐλάλησε Νάθαν πρὸς Δαυίδ.
Β Βασ. 7,17 Αυτά είπεν ο Θεός προς τον Ναθαν και σύμφωνα με την όρασιν και τα λόγια αυτά του Θεού ωμίλησεν ο Ναθαν προς τον Δαυίδ.
 
Β Βασ. 7,18 καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ καὶ ἐκάθισεν ἐνώπιον Κυρίου καὶ εἶπε· τίς εἰμι ἐγώ, Κύριέ μου Κύριε, καὶ τίς ὁ οἶκός μου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως τούτων;
Β Βασ. 7,18 Ο βασιλεύς Δαυίδ εισήλθεν εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου, έμεινεν ενώπιον του Κυρίου και προσευχηθείς είπε· “ποιός είμαι εγώ, Κυριέ μου Κυριε, και ποιά είναι η οικονένειά μου, ώστε να με έχης αγαπήσει μέχρι τοιούτου σημείου;
 
Β Βασ. 7,19 καὶ κατεσμικρύνθην μικρὸν ἐνώπιόν σου, Κύριέ μου Κύριε. καὶ ἐλάλησας ὑπὲρ τοῦ οἴκου τοῦ δούλου σου εἰς μακράν· οὗτος δὲ ὁ νόμος τοῦ ἀνθρώπου, Κύριέ μου Κύριε.
Β Βασ. 7,19 Είδα, Κυριέ μου Κυριε, περισσότερον τώρα την μικρότητά μου ενώπιόν σου, με όσα θαυμαστά υπεσχέθης δια την οικογένειάν μου και δι' εμέ τον δούλον σου και δια το μακρυνόν μέλλον. Εφέρθης απέναντί μου, Κυριέ μου Κυριε, ωσάν φίλος προς φίλον.
 
Β Βασ. 7,20 καὶ τί προσθήσει Δαυὶδ ἔτι τοῦ λαλῆσαι πρός σε; καὶ νῦν σὺ οἶδας τὸν δοῦλόν σου, Κύριέ μου Κύριε.
Β Βασ. 7,20 Τι επί πλέον έχω τώρα να ζητήσω από σε εγώ ο Δαυίδ; Συ γνωρίζεις εμέ τον δούλον σου, Κυριέ μου Κυριε.
 
Β Βασ. 7,21 διὰ τὸν λόγον σου πεποίηκας, καὶ κατὰ τὴν καρδίαν σου ἐποίησας πᾶσαν τὴν μεγαλωσύνην ταύτην γνωρίσαι τῷ δούλῳ σου
Β Βασ. 7,21 Συμφωνα με την υπόσχεσίν σου και με την αγίαν θέλησίν σου έκαμες όλα αυτά τα θαυμάσια, τα οποία απεκάλυψες εις εμέ τον δούλον σου.
 
Β Βασ. 7,22 ἕνεκεν τοῦ μεγαλῦναί σε, Κύριέ μου Κύριε, ὅτι οὐκ ἔστιν ὡς σὺ καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἠκούσαμεν ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν.
Β Βασ. 7,22 Εγιναν αυτά, δια να σε δοξάζω, Κυριέ μου Κυριε, διότι δεν υπάρχει άλλος, όπως είσαι συ, ούτε υπάρχει άλλος Θεός όπως συ, ο μόνος ικανός και δυνατός δια τα θαυμάσια, τα οποία έκαμες και ήκουσαν τα αυτιά μας.
 
Β Βασ. 7,23 καὶ τίς ὡς ὁ λαός σου Ἰσραὴλ ἔθνος ἄλλο ἐν τῇ γῇ; ὡς ὡδήγησεν αὐτὸν ὁ Θεὸς τοῦ λυτρώσασθαι αὐτῷ λαόν, τοῦ θέσθαι σε ὄνομα, τοῦ ποιῆσαι μεγαλωσύνην καὶ ἐπιφάνειαν, τοῦ ἐκβαλεῖν σε ἐκ προσώπου τοῦ λαοῦ σου, οὓς ἐλυτρώσω σεαυτῷ ἐξ Αἰγύπτου, ἔθνη καὶ σκηνώματα;
Β Βασ. 7,23 Ποιός άλλος λαός εις την οικουμένην είναι τόσον ευλογημένος από σέ, όπως ο Ισραηλιτικός λαός σου; Γνωρίζομεν, πως συ ο Θεός ηλευθέρωσας αυτόν από τους Αιγυπτίους και τον καθωδήγησες και του έδωσες δοξασμένον όνομα και προς χάριν του επραγματοποίησες εξαίρετα και μεγάλα θαύματα, ώστε χάριν αυτού του λαού, τον οποίον απηλευθέρωσας από την δουλείαν της Αιγύπτου, να απομακρύνης άλλα έθνη από τας κατοικίας των.
 
Β Βασ. 7,24 καὶ ἡτοίμασας σεαυτῷ τὸν λαόν σου Ἰσραὴλ εἰς λαὸν ἕως αἰῶνος, καὶ σύ, Κύριε, ἐγένου αὐτοῖς εἰς Θεόν.
Β Βασ. 7,24 Επαιδαγώγησες και εστερέωσες τον λαόν σου αυτόν τον Ισραηλιτικόν μέχρι πέρατος των αιώνων. Συ, Κυριε, έγινες αυτού Θεός.
 
Β Βασ. 7,25 καὶ νῦν, Κύριέ μου Κύριε, τὸ ῥῆμα, ὃ ἐλάλησας περὶ τοῦ δούλου σου καὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, πίστωσον ἕως τοῦ αἰῶνος, Κύριε παντοκράτωρ Θεὲ τοῦ Ἰσραήλ· καὶ νῦν καθὼς ἐλάλησας,
Β Βασ. 7,25 Και τώρα, Κυριέ μου Κυριε, τον λόγον, τον οποίον είπες δι' εμέ τον δούλον σου και δια τον οίκον μου, πραγματοποίησέ τον εις αιώνας αιώνων.
 
Β Βασ. 7,26 μεγαλυνθείη τὸ ὄνομά σου ἕως αἰῶνος.
Β Βασ. 7,26 Κυριε παντοκράτωρ, Θεέ του Ισραήλ, όπως είπες, ας γίνη, δια να δοξασθή αιωνίως το όνομά σου.
 
Β Βασ. 7,27 Κύριε παντοκράτωρ Θεὸς Ἰσραήλ, ἀπεκάλυψας τὸ ὠτίον τοῦ δούλου σου, λέγων· οἶκον οἰκοδομήσω σοι· διὰ τοῦτο εὗρεν ὁ δοῦλός σου τὴν καρδίαν ἑαυτοῦ τοῦ προσεύξασθαι πρός σε τὴν προσευχὴν ταύτην.
Β Βασ. 7,27 Κυριε παντοκράτωρ, Θεέ του Ισραήλ, συ εφανέρωσας εις εμέ τον δούλον σου τα μέλλοντα λέγων· Θα οικοδομήσω δια σε οίκον. Δια τούτο εγώ ο δούλός σου έσπευσα να ανοίξω την καρδίαν μου και να κάμω προς σε αυτήν την προσευχήν.
 
Β Βασ. 7,28 καὶ νῦν, Κύριέ μου Κύριε, σὺ εἶ ὁ Θεός, καὶ οἱ λόγοι σου ἔσονται ἀληθινοί, καὶ ἐλάλησας ὑπὲρ τοῦ δούλου σου τὰ ἀγαθὰ ταῦτα·
Β Βασ. 7,28 Και τώρα, Κυριέ μου Κυριε, ομολογώ και διακηρύσσω, ότι συ είσαι ο αληθινός Θεός και οι λόγοι σου αληθινοί και θα εκπληρωθούν οι λόγοι, τους οποίους ελάλησες προς εμέ τον δούλον σου δια τα αγαθά αυτά.
 
Β Βασ. 7,29 καὶ νῦν ἄρξαι καὶ εὐλόγησον τὸν οἶκον τοῦ δούλου σου τοῦ εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα ἐνώπιόν σου, ὅτι σύ, Κύριέ μου Κύριε, ἐλάλησας, καὶ ἀπὸ τῆς εὐλογίας σου εὐλογηθήσεται ὁ οἶκος τοῦ δούλου σου τοῦ εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα.
Β Βασ. 7,29 Καμε τώρα αρχήν, Κυριε, και ευλόγησε τον οίκον εμού, του δούλου σου, δια να μένη πάντοτε αιώνιος ενώπιόν σου. Διότι συ, Κυριέ μου Κυριε, έδωσες την υπόσχεσιν και με την ιδικήν σου ευλογίαν θα ευλογηθή ο οίκος εμού ου δούλου σου, ώστε να μένη στον αιώνα”.
 
Κεφάλαιο 8ο
Β Βασ. 8,1 Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ τοὺς ἀλλοφύλους καὶ ἐτροπώσατο αὐτούς· καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τὴν ἀφωρισμένην ἐκ χειρὸς τῶν ἀλλοφύλων.
Β Βασ. 8,1 Επειτα από τα ανωτέρω γεγονότα ο Δαυίδ εκτύπησε τους Φιλισταίους και τους κατετρόπωσε. Κατέλαβε δε και αφήρεσε από την εξουσίαν των την χώραν, την οποίαν εκείνοι κατείχον.
 
Β Βασ. 8,2 καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ τὴν Μωὰβ καὶ διεμέτρησεν αὐτοὺς ἐν σχοινίοις κοιμίσας αὐτοὺς ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ ἐγένετο τὰ δύο σχοινίσματα τοῦ θανατῶσαι, καὶ τὰ δύο σχοινίσματα ἐζώγρησε, καὶ ἐγένετο Μωὰβ τῷ Δαυὶδ εἰς δούλους φέροντας ξένια.
Β Βασ. 8,2 Κατόπιν ο Δαυίδ εκτύπησε την χώραν των Μωαβιτών και την κατέλαβε. Διέταξε τους αιχμαλώτους να πέσουν πρηνείς στο έδαφος και τους εμέτρησε χρησιμοποιήσας ως μέτρον μήκους σχοινία. Τους διήρεσεν εις δύο ομάδας και διέταξεν οι μεν ημίσεις να θανατωθούν οι δε άλλοι να αφεθούν εις την ζωήν. Οι επιζήσαντες Μωαβίται έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαυίδ.
 
Β Βασ. 8,3 καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ τὸν Ἀδρααζὰρ υἱὸν Ῥαάβ, βασιλέα Σουβά, πορευομένου αὐτοῦ ἐπιστῆσαι τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τὸν ποταμὸν Εὐφράτην.
Β Βασ. 8,3 Κατόπιν ο Δαυίδ εκτύπησε τον Αδρααζάρ, τον υιόν του Ραάβ, βασιλέα της Σουβά, όταν αυτός εβάδιζε δια να θέση υπό την κυριαρχίαν του τους λαούς, που ευρίσκοντο πλησίον στον ποταμόν Ευφράτην.
 
Β Βασ. 8,4 καὶ προκατελάβετο Δαυὶδ τῶν αὐτοῦ χίλια ἅρματα καὶ ἑπτά χιλιάδας ἱππέων καὶ εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν πεζῶν, καὶ παρέλυσε Δαυὶδ πάντα τὰ ἅρματα καὶ ὑπελίπετο ἑαυτῷ ἑκατὸν ἅρματα.
Β Βασ. 8,4 Ο Δαυίδ τον ενίκησεν, εκυρίευσε χίλια άρματα του, επτά χιλιάδας ιππέων και είκοσι χιλιάδας άνδρας πεζούς. Διέλυσε δε και ηχρήστευσε όλα τα άρματα πλην εκατόν, τα οποία εκράτησε δια τον εαυτόν του.
 
Β Βασ. 8,5 καὶ παραγίνεται Συρία Δαμασκοῦ βοηθῆσαι τῷ Ἀδρααζὰρ βασιλεῖ Σουβά, καὶ ἐπάταξε Δαυὶδ ἐν τῷ Σύρῳ εἴκοσι δύο χιλιάδας ἀνδρῶν.
Β Βασ. 8,5 Ηλθον οι Συροι, που είχαν ως πρωτεύουσάν των την Δαμασκόν, να βοηθήσουν τον Αδρααζάρ, βασιλέα Σουβά. Ο δε Δαυίδ εκτύπησε και ενίκησεν είκοσι δύο χιλιάδας Συρων.
 
Β Βασ. 8,6 καὶ ἔθετο Δαυὶδ φρουρὰν ἐν Συρίᾳ τῇ κατὰ Δαμασκόν, καὶ ἐγένετο ὁ Σύρος τῷ Δαυὶδ εἰς δούλους φέροντας ξένια. καὶ ἔσωσε Κύριος τὸν Δαυὶδ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύετο.
Β Βασ. 8,6 Εγκατέστησε δε εις την Δαμασκόν της Συρίας στρατιωτικήν φρουράν και οι Συροι έγιναν φόρου υποτελείς στον Δαυίδ. Ετσι δε ο Κυριος έσωσε τον Δαυίδ και τον εβοήθησεν, ώστε να φέρη εις πέρας όλας τας πολεμικάς του ενεργείας.
 
Β Βασ. 8,7 καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τοὺς χλιδῶνας τοὺς χρυσοῦς, οἳ ἦσαν ἐπὶ τῶν παίδων τῶν Ἀδρααζὰρ βασιλέως Σουβά, καὶ ἤνεγκεν αὐτὰ εἰς Ἱερουσαλήμ· καὶ ἔλαβεν αὐτὰ Σουσακὶμ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐν τῷ ἀναβῆναι αὐτὸν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ἡμέραις Ῥοβοὰμ υἱοῦ Σολομῶντος.
Β Βασ. 8,7 Ο Δαυίδ επήρε τα χρυσά βραχιόλια, τα οποία εφορούσαν οι σωματοφύλακες του Αδρααζάρ, του βασιλέως της Σουβά, και τα έφερεν εις την Ιερουσαλήμ. Αυτά τα ελαφυραγώγησεν αργότερα ο Σουσακίμ ο βασιλεύς της Αιγύπτου, όταν ανέβη εις τα Ιεροσόλυμα κατά τας ημέρας, που βασιλεύς της Ιερουσαλήμ ήτο ο Ροβοάμ, ο υιός του Σολομώντος.
 
Β Βασ. 8,8 καὶ ἐκ τῆς Μασβὰκ καὶ ἐκ τῶν ἐκλεκτῶν πόλεων τοῦ Ἀδρααζὰρ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ χαλκὸν πολὺν σφόδρα· ἐν αὐτῷ ἐποίησε Σολομῶν τὴν θάλασσαν τὴν χαλκῆν καὶ τοὺς στύλους καὶ τοὺς λουτῆρας καὶ πάντα τὰ σκεύη.
Β Βασ. 8,8 Ο βασιλεύς Δαυίδ συνεκέντρωσε πάρα πολύν χαλκόν από την πόλιν Μασβάκ και από άλλας πόλστου Αδρααζάρ. Με τον χαλκόν δε αυτόν κατεσκεύασεν αργότερα ο Σολομών την λεγομένην χαλκήν θάλασσαν, τους στύλους και τους λουτήρας και όλα τα ιερά χάλκινα σκεύη του ναού.
 
Β Βασ. 8,9 καὶ ἤκουσε Θοοὺ ὁ βασιλεὺς Ἡμὰθ ὅτι ἐπάταξε Δαυὶδ πᾶσαν τὴν δύναμιν Ἀδρααζάρ,
Β Βασ. 8,9 Ο Θοού, ο βασιλεύς της Ημάθ, επληροφορήθη, ότι ο Δαυίδ κατενίκησεν όλον τον στρατόν του Αδρααζάρ και εχάρη.
 
Β Βασ. 8,10 καὶ ἀπέστειλε Θοοὺ Ἰεδδουρὰν τὸν υἱὸν αὐτοῦ πρὸς βασιλέα Δαυὶδ ἐρωτῆσαι αὐτὸν τὰ εἰς εἰρήνην καὶ εὐλογῆσαι αὐτὸν ὑπὲρ οὗ ἐπολέμησε τὸν Ἀδρααζὰρ καὶ ἐπάταξεν αὐτόν, ὅτι ἀντικείμενος ἦν τῷ Ἀδρααζάρ, καὶ ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ ἦσαν σκεύη ἀργυρᾶ καὶ σκεύη χρυσᾶ καὶ σκεύη χαλκᾶ.
Β Βασ. 8,10 Ο Θοού απέστειλε τον υιόν του Ιεδδουράν, προς τον Δαυίδ τον βασιλέα, να τον χαιρετήση και να τον συγχαρή δια τας νίκας του εναντίον του Αδρααζάρ. Διότι ο Αδρααζάρ ήτο εχθρός του Θοού. Ο υιός του Θοού προσέφερεν ως δώρα στον Δαυίδ δοχεία αργυρά, χρυσά και χάλκινα.
 
Β Βασ. 8,11 καὶ ταῦτα ἡγίασεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τῷ Κυρίῳ μετὰ τοῦ ἀργυρίου καὶ μετὰ τοῦ χρυσίου, οὗ ἡγίασεν ἐκ πασῶν τῶν πόλεων, ὧν κατεδυνάστευσεν,
Β Βασ. 8,11 Ο Δαυίδ αφιέρωσε και αυτά στον Θεόν μαζή με τον άργυρον και τον χρυσόν, που είχε πάρει ως λάφυρα από όλας τας άλλας πόλεις τας οποίας είχε κυριεύσει·
 
Β Βασ. 8,12 ἐκ τῆς Ἰδουμαίας καὶ ἐκ τῆς Μωὰβ καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Ἀμμὼν καὶ ἐκ τῶν ἀλλοφύλων καὶ ἐξ Ἀμαλὴκ καὶ ἐκ τῶν σκύλων Ἀδρααζὰρ υἱοῦ Ῥαὰβ βασιλέως Σουβά.
Β Βασ. 8,12 δηλαδή από τας πόλεις της Ιδουμαίας, από τας πόλεις των Μωαβιτών, των Αμμωνιτών, των Φιλισταίων, των Αμαληκιτών και από τα λάφυρα του Αδρααζάρ, του υιού του Ραάβ, βασιλέως της Σουβά.
 
Β Βασ. 8,13 καὶ ἐποίησε Δαυὶδ ὄνομα· καὶ ἐν τῷ ἀνακάμπτειν αὐτὸν ἐπάταξε τὴν Ἰδουμαίαν ἐν Γεβελὲμ εἰς ὀκτωκαίδεκα χιλιάδας.
Β Βασ. 8,13 Ετσι δε ο Δαυίδ κατέστη περιώνυμος. Οταν δε επέστρεψεν από τας ανωτέρω πολεμικάς επιχειρήσεις, εκτύπησε την Ιδουμαίαν εις την Γεβελέμ με δέκα οκτώ χιλιάδας άνδρας.
 
Β Βασ. 8,14 καὶ ἔθετο ἐν τῇ Ἰδουμαίᾳ φρουράν, ἐν πάσῃ τῇ Ἰδουμαίᾳ, καὶ ἐγένοντο πάντες οἱ Ἰδουμαῖοι δοῦλοι τῷ βασιλεῖ. καὶ ἔσωσε Κύριος τὸν Δαυὶδ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύετο.
Β Βασ. 8,14 Την κατέλαβε και εγκατέστησεν εις όλην την Ιδουμαίαν φρουράν ιδικών του στρατιωτών. Ολοι δε οι Ιδουμαίοι έγιναν όλοι στον βασιλέα Δαυίδ. Ετσι δε ο Κυριος έσωσε τον Δαυίδ και τον εβοήθησεν εις όλας αυτού τας πολεμικάς ενεργείας.
 
Β Βασ. 8,15 καὶ ἐβασίλευσε Δαυὶδ ἐπὶ πάντα Ἰσραήλ. καὶ ἦν Δαυὶδ ποιῶν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Β Βασ. 8,15 Ο Δαυίδ έγινε βασιλεύς πλέον εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν. Ως βασιλεύς δε έκρινε και εδίκαζε δικαίως τας διαφοράς, αι οποίαι παρουσιάζοντα μεταξύ των Ισραηλιτών.
 
Β Βασ. 8,16 καὶ Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ἐπὶ τῆς στρατιᾶς καὶ Ἰωσαφὰτ υἱὸς Ἀχιὰδ ἐπὶ τῶν ὑπομνημάτων,
Β Βασ. 8,16 Ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, αδελφής του Δαυίδ, ήτο αρχηγός όλης της στρατιάς του Δαυίδ. Ο δε Ιωσαφάτ, υιός του Αχιάδ, είχε την φροντίδα των υπομνημάτων.
 
Β Βασ. 8,17 καὶ Σαδοὺκ υἱὸς Ἀχιτὼβ καὶ Ἀχιμέλεχ υἱὸς Ἀβιάθαρ ἱερεῖς, καὶ Ἀσὰ ὁ γραμματεύς,
Β Βασ. 8,17 Ο Σαδούκ υιός του Αχιτώβ, και ο Αχιμέλεχ υιός του Αβιάθαρ, ήσαν ιερείς. Ο δε Ασά ήτο ο γραμματεύς.
 
Β Βασ. 8,18 καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ σύμβουλος, καὶ ὁ Χελεθθὶ καὶ ὁ Φελεττί· καὶ οἱ υἱοὶ Δαυὶδ αὐλάρχαι ἦσαν.
Β Βασ. 8,18 Ο Βαναίας, υιός του Ιωδαέ, ήτο ο σύμβουλος του Δαυίδ. Σωματοφύλακες δε του βασιλέως ήσαν ξένοι, Χελεθθί και Φελεττί. Οι δε υιοί του Δαυίδ ήσαν οι αυλάρχαι του.
 
Κεφάλαιο 9ο
Β Βασ. 9,1 Καὶ εἶπε Δαυίδ· εἰ ἔστιν ἔτι ὑπολελειμμένος ἐν τῷ οἴκῳ Σαοὺλ καὶ ποιήσω μετ᾿ αὐτοῦ ἔλεος ἕνεκεν Ἰωνάθαν;
Β Βασ. 9,1 Ο Δαυίδ ηρώτησε· “μήπως, τάχα, και ζη κανείς από την οικογένειαν του Σαούλ, δια να ανταποδώσω προς αυτόν ευεργεσίας από ευγνωμοσύνην προς τον Ιωνάθαν;”
 
Β Βασ. 9,2 καὶ ἐκ τοῦ οἴκου Σαοὺλ ἦν παῖς, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σιβά, καὶ καλοῦσιν αὐτὸν πρὸς Δαυίδ· καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ βασιλεὺς· σὺ εἶ Σιβά; καὶ εἶπεν· ἐγὼ δοῦλος σός.
Β Βασ. 9,2 Εζούσε τότε από τον οίκον του Σαούλ ενας δούλος, ο οποίος ωνομάζετο Σιβά. Τον εκάλεσαν και τον οδήγησαν προς τον Δαυίδ. Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “συ είσαι ο Σιβά;” Και εκείνος απήντησεν· “εγώ, ο δούλός σου”.
 
Β Βασ. 9,3 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰ ὑπολέλειπται ἐκ τοῦ οἴκου Σαοὺλ ἔτι ἀνὴρ καὶ ποιήσω μετ᾿ αὐτοῦ ἔλεος Θεοῦ; καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· ἔτι ἐστίν υἱὸς τῷ Ἰωνάθαν πεπληγὼς τοὺς πόδας.
Β Βασ. 9,3 Ο βασιλεύς τον ηρώτησε· “μήπως έχει επιζήσει κανείς από την οικογένειαν του Σαούλ, δια να του προσφέρω ευεργεσίαν, παρά του Θεού ευλογημένην;” Είπε δε ο Σιβά προς τον βασιλέα· “υπάρχει ακόμη ενας υιός του Ιωνάθαν, ο οποίος όμως είναι χωλός και από τα δύο πόδια”.
 
Β Βασ. 9,4 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ποῦ οὗτος; καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ ἐν οἴκῳ Μαχὶρ υἱοῦ Ἀμιὴλ ἐκ τῆς Λαδάβαρ.
Β Βασ. 9,4 Είπεν ο βασιλεύς· “που είναι αυτός;” Ο Σιβά απήντησε προς τον βασιλέα· “ιδού, αυτός ευρίσκεται στον οίκον του Μαχίρ, υιού του Αμιήλ, του καταγομένου από την πόλιν Λαδάβαρ”.
 
Β Βασ. 9,5 καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεύς Δαυὶδ καὶ ἔλαβεν αὐτὸν ἐκ τοῦ οἴκου Μαχὶρ υἱοῦ Ἀμιὴλ ἐκ τῆς Λαδάβαρ.
Β Βασ. 9,5 Ο Δαυίδ έστειλεν άνθρωπον και έφερεν αυτόν από τον οίκον του Μαχίρ, του υιού του Αμιήλ, του καταγομένου από την Λαδάβαρ.
 
Β Βασ. 9,6 καὶ παραγίνεται Μεμφιβοσθὲ υἱὸς Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ πρὸς τὸν βασιλέα Δαυὶδ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· Μεμφιβοσθέ· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ὁ δοῦλός σου.
Β Βασ. 9,6 Ο Μεμφιβοσθέ, υιός αυτός του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ, παρουσιάσθη στον βασιλέα Δαυίδ. Επεσε με το πρόσωπον αυτού στο έδαφος, και τον προσεκύνησεν. Ο Δαυίδ του είπε· Μεμφιβοσθέ ! Εκείνος απήντησεν· Ιδού ο δούλος σου!
 
Β Βασ. 9,7 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· μὴ φοβοῦ, ὅτι ποιῶν ποιήσω μετὰ σοῦ ἔλεος διὰ Ἰωνάθαν τὸν πατέρα σου καὶ ἀποκαταστήσω σοι πάντα ἀγρὸν Σαοὺλ πατρὸς τοῦ πατρός σου, καὶ σὺ φαγῇ ἄρτον ἐπὶ τῆς τραπέζης μου διαπαντός.
Β Βασ. 9,7 Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “μη φοβήσαι. Προς χάριν του πατρός σου, του Ιωνάθαν, θα δείξω καλωσύνην προς σέ. Θα σου αποδώσω όλην την κτηματικήν περιουσίαν του πάππου σου Σαούλ, και συ θα τρώγης άρτον εις το ίδιο τραπέζι με εμέ δια παντός”.
 
Β Βασ. 9,8 καὶ προσεκύνησε Μεμφιβοσθέ καὶ εἶπε· τίς εἰμι ὁ δοῦλός σου, ὅτι ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸν κύνα τὸν τεθνηκότα τὸν ὅμοιον ἐμοί;
Β Βασ. 9,8 Ο Μεμφιβοσθέ προσεκύνησε πάλιν τον Δαυίδ και είπε· “ποιός είμαι εγώ ο δούλος σου, στον οποίον έρριψες να τόσον σπλαγχνικόν βλέμμα; Εγώ είμαι όμοις με ένα ψόφιο σκυλί”.
 
Β Βασ. 9,9 καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς Σιβὰ τὸ παιδάριον Σαοὺλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· πάντα ὅσα ἐστὶ τῷ Σαοὺλ καὶ ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ δέδωκα τῷ υἱῷ τοῦ κυρίου σου·
Β Βασ. 9,9 Ο βασιλεύς Δαυίδ εκάλεσε τον δούλον του Σαούλ, τον Σιβά, και του είπεν· “όλα όσα άλλοτε ανήκον εις τον Σαούλ και εις όλην την οικογένειαν του τα έχω δώσει στον υιόν του κυρίου σου, στον Μεμφιβοσθέ.
 
Β Βασ. 9,10 καὶ ἐργᾷ αὐτῷ τὴν γῆν, σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ δοῦλοί σου, καὶ εἰσοίσεις τῷ υἱῷ τοῦ κυρίου σου ἄρτους, καὶ ἔδεται αὐτούς· καὶ Μεμφιβοσθὲ υἱὸς τοῦ κυρίου σου φάγεται διαπαντὸς ἄρτον ἐπὶ τῆς τραπέζης μου. (καὶ τῷ Σιβὰ ἦσαν πεντεκαίδεκα υἱοὶ καὶ εἴκοσι δοῦλοι).
Β Βασ. 9,10 Συ δε και τα παιδιά σου και οι δούλοι σου θα εργάζεσθε τους αγρούς του προς χάριν αυτού. Και προς τον υιόν του κυρίου σου θα προσφέρης τα εισοδήματα, τα οποία αυτός θα τα απολαμβάνη. Ο Μεμφιβοσθέ, ο υιός του κυρίου σου, θα τρώγη πάντοτε στο ίδιο τραπέζι με εμέ”. ( Ο Σιβά είχε δέκα πέντε υιούς και είκοσι δούλους).
 
Β Βασ. 9,11 καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· κατὰ πάντα, ὅσα ἐντέταλται ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τῷ δούλῳ αὐτοῦ, οὕτω ποιήσει ὁ δοῦλός σου· καὶ Μεμφιβοσθὲ ἤσθιεν ἐπὶ τῆς τραπέζης Δαυὶδ καθὼς εἷς τῶν υἱῶν αὐτοῦ τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 9,11 Ο Σιβά απήντησε προς τον βασιλέα· “σύμφωνα με όλα όσα συ, ο κύριός μου και ο βασιλεύς, διέταξες εμέ τον δούλον σου, εγώ θα ενεργήσω”. Ο Μεμφιβοσθέ συνέτρωγε έκτοτε μαζή με τον Δαυίδ εις την βασιλικήν τράπεζαν, σαν ένα από τα παιδιά του βασιλέως.
 
Β Βασ. 9,12 καὶ τῷ Μεμφιβοσθὲ υἱὸς μικρὸς ἦν, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μιχά. καὶ πᾶσα ἡ κατοίκησις τοῦ οἴκου Σιβὰ δοῦλοι τοῦ Μεμφιβοσθέ.
Β Βασ. 9,12 Ο Μεμφιβοσθέ είχεν ένα μικρόν υιόν, ο οποίος ωνομάζετο Μιχά. Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι κατοικούσαν στον οίκον του Σιβά, ήσαν δούλοι του Μεμφιβοσθέ.
 
Β Βασ. 9,13 καὶ Μεμφιβοσθὲ κατῴκει ἐν Ἱερουσαλήμ, ὅτι ἐπὶ τῆς τραπέζης τοῦ βασιλέως αὐτὸς διαπαντὸς ἤσθιε· καὶ αὐτὸς ἦν χωλὸς ἀμφοτέροις τοῖς ποσὶν αὐτοῦ.
Β Βασ. 9,13 Ο Μεμφιβοσθέ κατοικούσε πλέον εις την Ιερουσαλήμ, διότι συνέτρωγε πάντοτε εις την ιδίαν τράπεζάν με τον βασιλέα. Ητο δε χωλός και εις τα δύο του πόδια.
 
Κεφάλαιο 10ο
Β Βασ. 10,1 Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἀπέθανε βασιλεὺς υἱῶν Ἀμμών, καὶ ἐβασίλευσεν Ἀννὼν υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 10,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά απέθανεν ο βασιλεύς των Αμμωνιτών και εβασίλευσε αντ' αυτού ο υιός του ο Αννών.
 
Β Βασ. 10,2 καὶ εἶπε Δαυίδ· ποιήσω ἔλεος μετὰ Ἀννὼν υἱοῦ Ναάς, ὃν τρόπον ἐποίησεν ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ ἔλεος· καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ παρακαλέσαι αὐτὸν ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ περὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ παρεγένοντο οἱ παῖδες Δαυὶδ εἰς τὴν γῆν υἱῶν Ἀμμών.
Β Βασ. 10,2 Ο Δαυίδ εσκέφθη και είπε· “πρέπει προς τον Αννών, τον υιόν του Ναάς, να δείξω την ιδίαν καλωσύνην, την οποίαν ο πατέρας του έδειξε προς εμέ”. Εστειλε λοιπόν δούλους του, δια να συλλυπηθή τον Αννών επί τω θανάτω του πατρός του. Οι απεσταλμένοι του Δαυίδ ήλθον εις την χώραν των Αμμωνιτών.
 
Β Βασ. 10,3 καὶ εἶπον οἱ ἄρχοντες υἱῶν Ἀμμὼν πρὸς Ἀννὼν τὸν κύριον αὐτῶν· μὴ παρὰ τὸ δοξάζειν Δαυὶδ τὸν πατέρα σου ἐνώπιόν σου, ὅτι ἀπέστειλέ σοι παρακαλοῦντας; ἀλλ᾿ οὐχὶ ὅπως ἐρευνήσωσι τὴν πόλιν καὶ κατασκοπήσωσιν αὐτὴν καὶ τοῦ κατασκέψασθαι αὐτὴν ἀπέστειλε Δαυὶδ τοὺς παῖδας αὐτοῦ πρός σε;
Β Βασ. 10,3 Οι άρχοντες όμως των Αμμωνιτών είπαν προς τον βασιλέα τους, τον Αννών· “μήπως φαντάζεσαι, ότι δια να τιμήση πράγματι ενώπιόν σου τον πατέρα σου, απέστειλεν εις σε τους ανθρώπους του να σε συλλυπηθούν; Οχι· τους έστειλε, δια να εξερευνήσουν την πόλιν και την κατασκοπεύσουν και έπειτα να την καταστρέψουν”.
 
Β Βασ. 10,4 καὶ ἔλαβεν Ἀννὼν τοὺς παῖδας Δαυὶδ καὶ ἐξύρησε τοὺς πώγωνας αὐτῶν καὶ ἀπέκοψε τοὺς μανδύας αὐτῶν ἐν τῷ ἡμίσει ἕως τῶν ἰσχίων αὐτῶν καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτούς.
Β Βασ. 10,4 Ο Αννών επείσθη εις τας εισηγήσεις εκείνων, συνέλαβε τους απεσταλμένους του Δαυίδ, εξύρισε τον πώγωνα αυτών, έκοψε κατά το ήμισυ τα ενδύματά των έως εις την μέσην. Επειτα δε τους αφήκεν ελευθέρους να φύγουν.
 
Β Βασ. 10,5 καὶ ἀπήγγειλαν τῷ Δαυὶδ ὑπὲρ τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀπέστειλεν εἰς ἀπαντὴν αὐτῶν, ὅτι ἦσαν οἱ ἄνδρες ἠτιμασμένοι σφόδρα· καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καθίσατε ἐν Ἱεριχὼ ἕως τοῦ ἀνατεῖλαι τοὺς πώγωνας ὑμῶν, καὶ ἐπιστραφήσεσθε.
Β Βασ. 10,5 Εγνωστοποίησαν στον Δαυίδ όσα έγιναν εις βάρος των απεσταλμένων του. Ο Δαυίδ έστειλεν ανθρώπους, δια να τους προαπαντήσουν, επειδή ήσαν πάρα πολύ ντροπιασμένοι από το πάθημά των. Τους είπε δε ο βασιλεύς· “μείνατε εις την Ιεριχώ, μέχρις ότου αυξηθούν τα γένεια σας και κατόπιν επανέρχεσθε εις την Ιερουσαλήμ”.
 
Β Βασ. 10,6 καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ Ἀμμών, ὅτι κατῃσχύνθησαν ὁ λαὸς Δαυίδ, καὶ ἀπέστειλαν οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν καὶ ἐμισθώσαντο τὴν Συρίαν Βαιθραὰμ καὶ τὴν Συρίαν Σουβά, εἴκοσι χιλιάδας πεζῶν, καὶ τὸν βασιλέα Μααχά, χιλίους ἄνδρας, καὶ Ἰστώβ, δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν.
Β Βασ. 10,6 Οι Αμμωνίται συνησθάνθησαν έπειτα, ότι με την πράξιν των αυτήν προσέβαλαν τον λαόν του Δαυίδ και εφοβήθησαν εκδίκησιν. Δια τούτο οι Αμμωνίται έστειλαν ανθρώπους των και επήραν μισθοφόρους στρατιώτας από την Βαιθραάμ της Συρίας, από την Σουβά της Συρίας, είκοσι χιλιάδας πεζούς· επήραν τον βασιλέα της Μααχά με χιλίους άνδρας και δώδεκα χιλιάδας πολεμιστάς της πόλεως Ιστώβ.
 
Β Βασ. 10,7 καὶ ἤκουσε Δαυίδ, καὶ ἀπέστειλε τὸν Ἰωὰβ καὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν, τοὺς δυνατούς.
Β Βασ. 10,7 Επληροφορήθη ο Δαυίδ το γεγονός και έστειλεν εναντίον των Αμμωνιτών τον αρχιστράτηγόν του τον Ιωάβ με όλον τον στρατόν του και με τους ανδρείους πολεμιστάς του.
 
Β Βασ. 10,8 καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν καὶ παρετάξαντο πόλεμον παρὰ τῇ θύρᾳ τῆς πύλης Συρίας Σουβὰ καὶ Ῥοὼβ καὶ Ἰστὼβ καὶ Μααχὰ μόνοι ἐν ἀγρῷ.
Β Βασ. 10,8 Οι Αμμωνίται εξήλθον να πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών και εστρατοπέδευσαν πλησίον εις την πύλην της πόλεως. Οι δε μισθοφόροι της Συρίας, των πόλεων Σουβά, Ροώβ, Ιστώβ και ο Μααχά, είχον στρατοπεδεύσει ξεχωριστά εις την πεδιάδα.
 
Β Βασ. 10,9 καὶ εἶδεν Ἰωὰβ ὅτι ἐγενήθη πρὸς αὐτὸν ἀντιπρόσωπον τοῦ πολέμου, ἐκ τοῦ κατὰ πρόσωπον ἐξεναντίας καὶ ἐκ τοῦ ὄπισθεν, καὶ ἐπελέξατο ἐκ πάντων τῶν νεανιῶν Ἰσραήλ, καὶ παρετάξαντο ἐξεναντίας Συρίας.
Β Βασ. 10,9 Ο Ιωάβ, όταν ήλθεν στο πεδίον της μάχης, είδεν ότι είχε δύο παρατάξεις απέναντί του. Ενα μέτωπον εχθρικόν εκ των έμπροσθεν και άλλο εκ των όπισθεν. Από όλους τους νεαρούς Ισραηλίτας εδιαλεξε τους καλυτέρους και παρετάχθη απέναντι του στρατεύματος των Συρων.
 
Β Βασ. 10,10 καὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ ἔδωκεν ἐν χειρὶ Ἀβεσσὰ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καὶ παρετάξαντο ἐξεναντίας υἱῶν Ἀμμών.
Β Βασ. 10,10 Τους υπολοίπους από τον ισραηλιτικόν στρατόν έθεσεν υπό την διοίκησιν του αδελφού του Αβεσσά, ο οποίος και παρετάχθη απέναντι των Αμμωνιτών.
 
Β Βασ. 10,11 καὶ εἶπεν· ἐὰν κραταιωθῇ Συρία ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς σωτηρίαν, καὶ ἐὰν κραταιωθῶσιν υἱοὶ Ἀμμὼν ὑπὲρ σέ, καὶ ἐσόμεθα τοῦ σῶσαί σε·
Β Βασ. 10,11 Ο Ιωάβ είπεν στον Αβεσσά· “εάν οι Συροι υπερισχύσουν εναντίον μου, σεις θα είσθε η σωτηρία μου· θα έλθετε να με βοηθήσετε. Εάν δε οι Αμμωνίται υπερισχύσουν εναντίον σου, ημείς θα έλθωμεν να σας σώσωμεν.
 
Β Βασ. 10,12 ἀνδρίζου καὶ κραταιωθῶμεν ὑπὲρ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ περὶ τῶν πόλεων τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ Κύριος ποιήσει τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ.
Β Βασ. 10,12 Εχε θάρρος, πολέμα με γενναιότητα και ας δειχθώμεν ισχυροί υπέρ του ισραηλιτικού λαού και υπέρ των πόλεων της χώρας μας, η οποία ανήκει στον Θεόν. Ο δε Κυριος ας κάμη ο,τι φαίνεται ενώπιόν του καλόν”.
 
Β Βασ. 10,13 καὶ προσῆλθεν Ἰωὰβ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς πόλεμον πρὸς Συρίαν, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.
Β Βασ. 10,13 Ο Ιωάβ και ο στρατός του εξήλθον εις πόλεμον εναντίον των Συρων, τους οποίους ενίκησαν και έτρεψαν εις φυγήν.
 
Β Βασ. 10,14 καὶ οἱ υἱοὶ Ἀμμὼν εἶδαν ὅτι ἔφυγε Συρία, καὶ ἔφυγαν ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσὰ καὶ εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν. καὶ ἀνέστρεψεν Ἰωὰβ ἀπὸ τῶν υἱῶν Ἀμμὼν καὶ παρεγένετο εἰς Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 10,14 Οι Αμμωνίται, όταν είδαν ότι οι Συροι ετράπησαν εις φυγήν, έφυγαν και αυτοί πανικόβλητοι εμπρός από τον Αβεσσά και εισήλθον εις την πόλιν των. Ο Ιωάβ, έπειτα από αυτήν την νίκην κατά των Αμμωνιτών, επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ.
 
Β Βασ. 10,15 καὶ εἶδε Συρία ὅτι ἔπταισεν ἔμπροσθεν Ἰσραήλ, καὶ συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό.
Β Βασ. 10,15 Οι Συροι, όταν είδαν το μέγεθος της συμφοράς των, κατεπικράνθησαν, διότι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας, και συνεκεντρώθησαν, δια να πολεμήσουν και ανακτήσουν την τιμήν των.
 
Β Βασ. 10,16 καὶ ἀπέστειλεν Ἀδρααζὰρ καὶ συνήγαγε τὴν Συρίαν τὴν ἐκ τοῦ πέραν τοῦ ποταμοῦ Χαλαμάκ, καὶ παρεγένοντο εἰς Αἰλάμ, καὶ Σωβὰκ ἄρχων τῆς δυνάμεως Ἀδρααζὰρ ἔμπροσθεν αὐτῶν.
Β Βασ. 10,16 Ο Αδρααζάρ έστειλεν ανθρώπους του και συνεκέντρωσε Συρους στρατιώτας από την πέραν του Ιορδάνου περιοχήν, της οποίας βασιλεύς ήτο ο Χαλαμάκ. Αυτοί δε ήλθον εις την περιοχήν Αιλαμ. Ολων των στρατευμάτων του Αδρααζάρ αρχηγός ήτο ο Σωβάκ.
 
Β Βασ. 10,17 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυίδ, καὶ συνήγαγε τὸν πάντα Ἰσραὴλ καὶ διέβη τὸν Ἰορδάνην καὶ παρεγένετο εἰς Αἰλάμ· καὶ παρετάξατο Συρία ἀπέναντι Δαυίδ, καὶ ἐπολέμησαν μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 10,17 Αυτό ανηγγέλθη στον Δαυίδ, ο οποίος συνεκέντρωσεν όλον τον ισραηλιτικόν στρατόν, διέβη δε τον ποταμόν Ιορδάνην και έφθασεν εις Αιλάμ. Ο στρατός των Συρων παρετάχθη απέναντι του Δαυίδ και επολέμησεν εναντίον αυτού.
 
Β Βασ. 10,18 καὶ ἔφυγε Συρία ἀπὸ προσώπου Ἰσραήλ, καὶ ἀνεῖλε Δαυὶδ ἐκ τῆς Συρίας ἑπτακόσια ἅρματα καὶ τεσσαράκοντα χιλιάδας ἱππέων· καὶ τὸν Σωβὰκ τὸν ἄρχοντα τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐπάταξε, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ.
Β Βασ. 10,18 Κατά τον συμπλοκήν οι Συροι ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των Ισραηλιτών. Ο Δαυίδ κατέστρεψε επτακόσια άρματα και εφόνευσε σαράντα χιλιάδας ιππείς. Εκτύπησε δε και επλήγωσε τον αρχιστράτηγον του στρατού των Συρων, τον Σωβάκ, ο οποίος και απέθανεν εκεί στο πεδίον της μάχης.
 
Β Βασ. 10,19 καὶ εἶδαν πάντες οἱ βασιλεῖς οἱ δοῦλοι Ἀδρααζὰρ ὅτι ἔπταισαν ἔμπροσθεν Ἰσραήλ, καὶ ηὐτομόλησαν μετὰ Ἰσραὴλ καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς. καὶ ἐφοβήθη Συρία τοῦ σῶσαι ἔτι τοὺς υἱοὺς Ἀμμών.
Β Βασ. 10,19 Οι βασιλείς, οι οποίοι ήσαν υπόδουλοι στον Αδρααζάρ, όταν είδαν ότι ενικήθησαν από τους Ισραηλίτας, προσεχώρησαν προς αυτούς και έγιναν φόρου υποτελείς στους Ισραηλίτας. Ετσι δε οι Συροι εφοβήθησαν και δεν ετόλμησαν να βοηθήσουν πλέον τους Αμμωνίτας.
 
Κεφάλαιο 11ο
Β Βασ. 11,1 Καὶ ἐγένετο ἐπιστρέψαντος τοῦ ἐνιαυτοῦ εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξοδίας τῶν βασιλέων, καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν Ἰωὰβ καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ τὸν πάντα Ἰσραήλ, καὶ διέφθειραν τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ διεκάθισαν ἐπὶ Ῥαββάθ· καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 11,1 Κοιτά το επόμενον έτος, εις εποχήν δηλαδή κατά την οποίαν οι βασιλείς εξέρχονται συνήθως εις εκστρατείας, ο Δαυίδ έστειλε τον Ιωάβ, μαζή δέ με αυτόν τους σωματοφύλακάς του και όλον τον ισραηλιτικόν στρατόν και κατέστρεψαν την χώραν των Αμμωνιτών. Επολιόρκησαν δε την πρωτεύουσαν την Ραββάθ. Ο Δαυίδ έμενεν εις την Ιερουσαλήμ.
 
Β Βασ. 11,2 καὶ ἐγένετο πρὸς ἑσπέραν καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἀπὸ τῆς κοίτης αὐτοῦ καὶ περιεπάτει ἐπὶ τοῦ δώματος τοῦ οἴκου τοῦ βασιλέως καὶ εἶδε γυναῖκα λουομένην ἀπὸ τοῦ δώματος, καὶ ἡ γυνὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα.
Β Βασ. 11,2 Κατά τας απογευματινάς ώρας ο Δαυίδ εξύπνησεν από τον μεσημβρινόν του ύπνον και περιπατούσε στο βασιλικόν δώμα. Από εκεί είδε κάποιαν γυναίκα να λούεται, η οποία ήτο πάρα πολύ ωραία κατά την εμφάνισιν.
 
Β Βασ. 11,3 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐζήτησε τὴν γυναῖκα καὶ εἶπεν· οὐχὶ αὕτη Βηρσαβεὲ θυγάτηρ Ἐλιὰβ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου;
Β Βασ. 11,3 Εζήτησε πληροφορίας δια την γυναίκα αυτήν και είπε· “αυτή δεν είναι η Βηρσαβεέ, η θυγάτηρ του Ελιάβ, η σύζυγος του Ουρίου του Χετταίου;”
 
Β Βασ. 11,4 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ ἀγγέλους καὶ ἔλαβεν αὐτήν, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτήν, καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς, καὶ αὐτὴ ἁγιαζομένη ἀπὸ ἀκαθαρσίας αὐτῆς, καὶ ἀπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.
Β Βασ. 11,4 Εστειλεν ανθρώπους του, την επήρε, εκοιμήθη μαζή της και ήλθεν εις συνάφειαν με αυτήν. Η γυναίκα κατόπιν με λουτρόν εκαθαρίσθη από την νομικήν ακαθαρσίαν της συναφείας της με τον Δαυίδ και επανήλθεν στον οίκον της.
 
Β Βασ. 11,5 καὶ ἐν γαστρὶ ἔλαβεν ἡ γυνή· καὶ ἀποστείλασα ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι ἐν γαστρὶ ἔχω.
Β Βασ. 11,5 Η γυναίκα αυτή έμεινεν έγκυος. Απέστειλε δε άνθρωπον και εγνωστοποίησεν στον Δαυίδ το γεγονός και του είπεν· “εγώ είμαι έγκυος”.
 
Β Βασ. 11,6 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον· καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ τὸν Οὐρίαν πρὸς Δαυίδ.
Β Βασ. 11,6 Εστειλε τότε ο Δαυίδ αγγελιαφόρον προς τον Ιωάβ και του είπε· “στείλε μου τον Ουρίαν τον Χετταίον”. Ο Ιωάβ απέστειλε πράγματι τον Ουρίαν προς τον Δαυίδ.
 
Β Βασ. 11,7 καὶ παραγίνεται Οὐρίας καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν, καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ εἰς εἰρήνην Ἰωὰβ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ λαοῦ καὶ εἰς εἰρήνην τοῦ πολέμου.
Β Βασ. 11,7 Ηλθεν ο Ουρίας και εισήλθεν στον οίκον του βασιλέως Δαυίδ. Ο Δαυίδ τον ηρώτησε κατ' αρχάς δια τον Ιωάβ, δια τον στρατόν, δια την πολεμικήν εν γένει κατάστασιν.
 
Β Βασ. 11,8 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Οὐρίᾳ· κατάβηθι εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ νίψαι τοὺς πόδας σου· καὶ ἐξῆλθεν Οὐρίας ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἐξῆλθεν ὀπίσω αὐτοῦ ἄρσις τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 11,8 Είπε δε κατόπιν στον Ουρίαν· “πήγαινε στον οίκον σου και νίψε τους πόδας σου και αναπαύσου”. Εβγήκεν ο Ουρίας από τον βασιλικόν οίκον και οπίσω από αυτόν ηκολούθησαν δώρα από την βασιλικήν τράπεζαν.
 
Β Βασ. 11,9 καὶ ἐκοιμήθη Οὐρίας παρὰ τῇ θύρᾳ τοῦ βασιλέως μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ καὶ οὐ κατέβη εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Β Βασ. 11,9 Ο Ουρίας όμως εκοιμήθη εις την θύραν του βασιλικού ανακτόρου, μαζή με τους δούλους του βασιλέως και δεν μετέβη εις την οικίαν του.
 
Β Βασ. 11,10 καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ λέγοντες, ὅτι οὐ κατέβη Οὐρίας εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· οὐχὶ ἐξ ὁδοῦ σὺ ἔρχῃ; τί ὅτι οὐ κατέβης εἰς τὸν οἶκόν σου;
Β Βασ. 11,10 Εγνωστοποίησαν το πράγμα στον βασιλέα Δαυίδ, ότι δηλαδή ο Ουρίας δεν είχε μεταβή στον οίκον του. Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Ουρίαν· “από δρόμον δεν έρχεσαι; Διατί δεν επήγες στον οίκον σου να αναπαυθής, εφ' όσον έχεις άλλωστε ανάγκην αναπαύσεως;”
 
Β Βασ. 11,11 καὶ εἶπεν Οὐρίας πρὸς Δαυίδ· ἡ κιβωτὸς καὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδας κατοικοῦσιν ἐν σκηναῖς, καὶ ὁ κύριός μου Ἰωὰβ καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ κυρίου μου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἀγροῦ παρεμβάλλουσι· καὶ ἐγὼ εἰσελεύσομαι εἰς τὸν οἶκόν μου τοῦ φαγεῖν καὶ πιεῖν καὶ κοιμηθῆναι μετὰ τῆς γυναικός μου; πῶς; ζῇ ἡ ψυχή σου, εἰ ποιήσω τὸ ῥῆμα τοῦτο.
Β Βασ. 11,11 Ο Ουρίας απήντησε προς τον Δαυίδ· “η ιερά Κιβωτός του Μαρτυρίου, όλος ο ισραηλιτικός και ιουδαϊκός λαός κατοικούν εις τας σκηνάς. Ο κύριός μου, ο Ιωάβ και οι δούλοι του, έχουν στρατοπεδεύσει εις την πεδιάδα. Εγώ, λοιπόν, θα εισέλθω εις την οικίαν μου, δια να φάγω, να πίω και να κοιμηθώ με την γυναίκα μου; Πως είναι δυνατόν να γίνη τούτο; Ορκίζομαι εις την ζωήν σου, ότι αυτό δεν θα γίνη”.
 
Β Βασ. 11,12 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Οὐρίαν· κάθισον ἐνταῦθα καί γε σήμερον, καὶ αὔριον ἐξαποστελῶ σε. καὶ ἐκάθισεν Οὐρίας ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ τῇ ἐπαύριον.
Β Βασ. 11,12 Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον Ουρίαν· “κάθισε εδώ σήμερον και αύριον θα σε στείλω πάλιν προς τον Ιωάβ”. Ο Ουρίας έμεινεν εις την Ιερουσαλήμ κατά την ημέραν εκείνην και την επομένην.
 
Β Βασ. 11,13 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν Δαυίδ, καὶ ἔφαγεν ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ ἔπιε καὶ ἐμέθυσεν αὐτόν· καὶ ἐξῆλθεν ἑσπέρας τοῦ κοιμηθῆναι ἐπὶ τῆς κοίτης αὐτοῦ μετὰ τῶν δούλων τοῦ κυρίου αὐτοῦ, καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ οὐ κατέβη.
Β Βασ. 11,13 Ο Δαυίδ τον προσεκάλεσεν στο φαγητόν. Ο Ουρίας έφαγε και έπιεν ενώπιον του βασιλέως, ο οποίος και τον εμέθυσε. Κατά το βράδυ εβγήκεν από το βασιλικόν ανάκτορον, δια να κοιμηθή. Εκοιμήθη εις την κλίνην του, μαζή με τους άλλους δούλους του βασιλέως. Εις το σπίτι του δεν επήγε.
 
Β Βασ. 11,14 καὶ ἐγένετο πρωΐ καὶ ἔγραψε Δαυὶδ βιβλίον πρὸς Ἰωὰβ καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Οὐρίου.
Β Βασ. 11,14 Οταν εξημέρωσεν, ο Δαυίδ έγραψε μίαν επιστολήν προς τον Ιωάβ, την οποίαν έστειλε με τον ίδιον τον Ουρίαν.
 
Β Βασ. 11,15 καὶ ἔγραψεν ἐν βιβλίῳ λέγων· εἰσάγαγε τὸν Οὐρίαν ἐξ ἐναντίας τοῦ πολέμου τοῦ κραταιοῦ, καὶ ἀποστραφήσεσθε ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται ἀπὸ ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ πληγήσεται καὶ ἀποθανεῖται.
Β Βασ. 11,15 Εις την επιστολήν αυτήν έγραφε τα εξής· “Βαλε τον Ουρίαν εις επικίνδυνον θέσιν των πολεμικών επιχειρήσεων. Κατόπιν σεις θα αποσυρθήτε μακράν από αυτόν, δια να μείνη έτσι αυτός αβοήθητος ενώπιον των εχθρών, να κτυπηθή και να φονευθή”.
 
Β Βασ. 11,16 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ φυλάσσειν Ἰωὰβ ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ ἔθηκε τὸν Οὐρίαν εἰς τὸν τόπον, οὗ ᾔδει ὅτι ἄνδρες δυνάμεως ἐκεῖ.
Β Βασ. 11,16 Ο Ιωάβ, ο οποίος συνέχιζε την πολιορκίαν της πόλεως, ετοποθέτησε πράγματι τον Ουρίαν εις επικίνδυνον μέρος, όπου εγνώριζεν ότι υπήρχον άνδρες γενναίοι και ισχυροί.
 
Β Βασ. 11,17 καὶ ἐξῆλθον οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμουν μετὰ Ἰωάβ, καὶ ἔπεσαν ἐκ τοῦ λαοῦ ἐκ τῶν δούλων Δαυίδ, καὶ ἀπέθανε καί γε Οὐρίας ὁ Χετταῖος.
Β Βασ. 11,17 Οι άνδρες της πολιορκουμένης πόλεως εξώρμησαν και συνήψαν μάχην εναντίον του Ιωάβ. Κατά την μάχην εκείνην εφονεύθησαν από τους στρατιώτας τους Ισραηλίτας και από τους δούλους του Δαυίδ πολλοί. Μεταξύ δε αυτών εφονεύθη και ο Ουρίας ο Χετταίος.
 
Β Βασ. 11,18 καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα
Β Βασ. 11,18 Ο Ιωάβ, έπειτα από τα γεγονότα αυτά, έστειλεν αγγελιαφόρον στον Δαυίδ και έδωκεν εις αυτόν την εντολήν να αναφέρη στον βασιλέα τα συμβάντα του πολέμου.
 
Β Βασ. 11,19 καὶ ἐνετείλατο τῷ ἀγγέλῳ λέγων· ἐν τῷ συντελέσαι πάντας τοὺς λόγους τοῦ πολέμου λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα
Β Βασ. 11,19 Εις τον αγγελιαφόρον δε προσέθεσεν ο Ιωάβ επί πλέον και τούτο· “όταν τελειώσης την αναφοράν σου προς τον βασιλέα δι' όλα τα συμβάντα του πολέμου
 
Β Βασ. 11,20 καὶ ἔσται ἐὰν ἀναβῇ ὁ θυμὸς τοῦ βασιλέως, καὶ εἴπῃ σοι· τί ὅτι ἠγγίσατε πρὸς τὴν πόλιν πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι τοξεύσουσιν ἀπάνωθεν τοῦ τείχους;
Β Βασ. 11,20 και ίδης ότι κατέλαβε θυμός τον βασιλέα και σου είπη· Διατί επλησιάσατε και επολεμήσατε τόσον κοντά εις την πόλιν; Δεν εγνωρίζατε ότι θα σας τοξεύσουν από τα τείχη της πόλεως;
 
Β Βασ. 11,21 τίς ἐπάταξε τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἱεροβάαλ υἱοῦ Νήρ; οὐχὶ γυνὴ ἔῤῥιψε κλάσμα μύλου ἐπ᾿ αὐτὸν ἀπὸ ἄνωθεν τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος; καὶ ἐρεῖς· καί γε ὁ δοῦλός σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε.
Β Βασ. 11,21 Ποιός εφόνευσε τον Αβιμέλεχ, τον υιόν του Ιεροβάαλ, υιού του Νηρ; Δεν έρριψε εναντίον του θραύσμα μυλόπετρας επάνω από τον τοίχον μία γυναίκα και τον εφόνευσεν εις την Θαμασί; Διατί, λοιπόν, επλησιάσατε προς το τείχος; Συ θα του απαντήσης· Ο δούλός σου, ο Ουρίας ο Χετταίος, εφονεύθη εκεί”.
 
Β Βασ. 11,22 καὶ ἐπορεύθη ὁ ἄγγελος Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ παρεγένετο καὶ ἀπήγγειλε τῷ Δαυὶδ πάντα, ὅσα ἀπήγγειλεν αὐτῷ Ἰωὰβ πάντα τὰ ῥήματα τοῦ πολέμου. καὶ ἐθυμώθη Δαυὶδ πρὸς Ἰωὰβ καὶ εἶπε πρὸς τὸν ἄγγελον· ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὴν πόλιν τοῦ πολεμῆσαι; οὐκ ᾔδειτε ὅτι πληγήσεσθε ἀπὸ τοῦ τείχους; τίς ἐπάταξε τὸν Ἀβιμέλεχ υἱὸν Ἱεροβάαλ; οὐχὶ γυνὴ ἔῤῥιψεν ἐπ᾿ αὐτὸν κλάσμα μύλου ἀπὸ τοῦ τείχους καὶ ἀπέθανεν ἐν Θαμασί; ἱνατί προσηγάγετε πρὸς τὸ τεῖχος;
Β Βασ. 11,22 Ο αγγελιαφόρος του Ιωάβ επήγε προς τον βασιλέα Δαυίδ εις την Ιερουσαλήμ, έφθασεν εκεί και ανήγγειλεν στον Δαυίδ όλα όσα είχε διατάξει αυτόν ο Ιωάβ να του είπη σχετικώς με τα γεγονότα του πολέμου. Ο Δαυίδ κατελήφθη από θυμόν εναντίον του Ιωάβ και είπε προς τον αγγελιαφόρον· “διατί επλησιάσατε τόσον πολύ εις την πόλιν και συνήψατε εκεί μάχην; Δεν εγνωρίζατε ότι θα κτυπηθήτε από τους στρατιώτας, που εφύλατταν το τείχος; Ποίος εφόνευσε τον ' Αβιμέλεχ, τον υιόν του Ιεροβάαλ; Δεν τον εφόνευσε κάποια γυναίκα, η οποία έρριψεν εναντίον του από τα τείχος ένα θραύσμα από μυλόπετραν και απέθανεν εκείνος εις Θαμασί; Διατί επλησιάσατε προς το τείχος;”
 
Β Βασ. 11,23 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος πρὸς Δαυὶδ ὅτι ἐκραταίωσαν ἐφ᾿ ἡμᾶς οἱ ἄνδρες καὶ ἐξῆλθαν ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἐγενήθημεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης,
Β Βασ. 11,23 Ο αγγελιαφόρος είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ότι οι εχθροί εφάνησαν ισχυρότεροι από ημάς, εξήλθον εναντίον μας στον αγρόν και μας επετέθησαν έξω από την πόλιν εις την πεδιάδα. Ημείς όμως τους απεκρούσαμεν έως εις την πύλην της πόλεως.
 
Β Βασ. 11,24 καὶ ἐτόξευσαν οἱ τοξεύοντες πρὸς τοὺς παῖδάς σου ἀπάνωθεν τοῦ τείχους, καὶ ἀπέθανον τῶν παίδων τοῦ βασιλέως, καί γε ὁ δοῦλος σου Οὐρίας ὁ Χετταῖος ἀπέθανε.
Β Βασ. 11,24 Τοτε από το ύψος του τείχους οι εχθροί έρριψαν με τα τόξα τους βέλη εναντίον μας. Εκεί εφονεύθησαν πολλοί δούλοι του βασιλέως, μεταξύ δε αυτών εφονεύθη και αυτός ακόμη ο δούλος σου ο Ουρίας”.
 
Β Βασ. 11,25 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν ἄγγελον· τάδε ἐρεῖς πρὸς Ἰωάβ· μὴ πονηρὸν ἔστω ἐν ὀφθαλμοῖς σου τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὅτι ποτὲ μὲν οὕτως καὶ ποτὲ οὕτως φάγεται ἡ μάχαιρα· κραταίωσον τὸν πόλεμόν σου εἰς τὴν πόλιν καὶ κατάσπασον αὐτὴν καὶ κραταίωσον αὐτήν.
Β Βασ. 11,25 Ο Δαυίδ είπε τότε προς τον αγγελιαφόρον· “αυτά θα πεή εκ μέρους μου στον Ιωάβ· Μη θεωρήσης και πολύ μεγάλο κακό αυτό το γεγονός, διότι η μάχαιρα του πολέμου άλλοτε κατατρώγει τον ένα και άλλοτε τον άλλον. Συ δε να εντείνης τας πολεμικάς σου επιχειρήσεις εναντίον της πόλεως αυτής, να την καταλάβης και να την καταστρέψης”.
 
Β Βασ. 11,26 καὶ ἤκουσεν ἡ γυνὴ Οὐρίου ὅτι ἀπέθανεν Οὐρίας ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, καὶ ἐκόψατο τὸν ἄνδρα αὐτῆς.
Β Βασ. 11,26 Οταν η σύζυγος του Ουρίου έμαθεν ότι εφονεύθη ο σύζυγός της, τον επένθησε με κοπετούς και θρήνους.
 
Β Βασ. 11,27 καὶ διῆλθε τὸ πένθος καὶ ἀπέστειλε Δαυίδ, καὶ συνήγαγεν αὐτὴν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ εἰς γυναῖκα, καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ῥῆμα, ὃ ἐποίησε Δαυίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου.
Β Βασ. 11,27 Οταν δε επέρασαν αι ημέραι του πένθους της, έστειλεν ο Δαυίδ άνθρωπον και την έφερεν στο ανάκτορόν του. Εκεί δε αυτή έγινε πλέον νόμιμος σύζυγος του Δαυίδ και εγέννησεν εις αυτόν υιόν. Εις τα μάτια όμως του Θεού εφάνη πολύ κακή η πράξις αυτή, την οποίαν έκαμεν ο Δαυίδ.
 
Κεφάλαιο 1ο
Β Βασ. 12,1 Καὶ ἀπέστειλε Κύριος τὸν Νάθαν τὸν προφήτην πρὸς Δαυίδ, καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δύο ἦσαν ἄνδρες ἐν πόλει μιᾷ, εἷς πλούσιος, καὶ εἷς πένης·
Β Βασ. 12,1 Ο Κυριος έστειλε προς τον Δαυίδ τον προφήτην Ναθαν, ο οποίος εισήλθεν στο ανάκτορον εκείνου και είπε προς αυτόν· “εις μίαν πόλιν εζούσαν δύο άνδρες, ο ενας πλούσιος και ο άλλος πτωχός.
 
Β Βασ. 12,2 καὶ τῷ πλουσίῳ ἦν ποίμνια καὶ βουκόλια πολλὰ σφόδρα,
Β Βασ. 12,2 Ο πλούσιος είχε πάρα πολλά πρόβατα και βόδια.
 
Β Βασ. 12,3 καὶ τῷ πένητι οὐδὲν ἀλλ᾿ ἢ ἀμνὰς μία μικρά, ἣν ἐκτήσατο καὶ περιεποίησατο καὶ ἐξέθρεψεν αὐτὴν καὶ ἡδρύνθη μετ᾿ αὐτοῦ καὶ μετὰ τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτό, ἐκ τοῦ ἄρτου αὐτοῦ ἤσθιε καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου αὐτοῦ ἔπινε καὶ ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ ἐκάθευδε καὶ ἦν αὐτῷ ὡς θυγάτηρ·
Β Βασ. 12,3 Ο πτωχός δεν είχε τίποτε άλλο, παρά μίαν μόνον αμνάδα μικράν, την οποίαν είχεν αγοράσει. Αυτός προσωπικώς την περιποιήθη, την ανέθρεψε, την εμεγάλωσε μαζή με τα παιδιά του. Αυτή έτρωγε από το ψωμί του και έπινε νερό από το ποτήρι του. Εις την αγκάλην του εκοιμάτο και την είχεν ωσάν θυγατέρα του.
 
Β Βασ. 12,4 καὶ ἦλθε πάροδος τῷ ἀνδρὶ τῷ πλουσίῳ, καὶ ἐφείσατο λαβεῖν ἐκ τῶν ποιμνίων αὐτοῦ καὶ ἐκ τῶν βουκολίων αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι τῷ ξένῳ ὁδοιπόρῳ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλαβε τὴν ἀμνάδα τοῦ πένητος καὶ ἐποίησεν αὐτὴν τῷ ἀνδρὶ τῷ ἐλθόντι πρὸς αὐτόν.
Β Βασ. 12,4 Καποιος οδοιπόρος επισκέπτης ήλθεν στον άλλον, τον πλούσιον άνθρωπον. Αυτός, προκειμένου να φιλοξενήση τον ξένον του, ελυπήθη να σφάξη από τα πρόβατά του και από τα βόδια του, δια να παραθέση τράπεζαν φιλοξενίας στον οδοιπόρον, που τον είχεν επισκεφθή. Και επήρε την αμνάδα του πτωχού, την οποίαν έσφαξε και ητοίμασε δια τον ξένον υδοιπόρον, που είχεν ελθει προς αυτόν”.
 
Β Βασ. 12,5 καὶ ἐθυμώθη ὀργῇ Δαυὶδ σφόδρα τῷ ἀνδρί, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Νάθαν· ζῇ Κύριος, ὅτι υἱὸς θανάτου ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο
Β Βασ. 12,5 Ο Δαυίδ εκυριεύθη από μεγάλην οργήν εναντίον του ανθρώπου εκείνου και είπε προς τον Ναθαν· “ορκίζομαι ενώπιον του ζώντος Κυρίου, ότι αυτός ο άνθρωπος, που έκαμε τούτο, είναι οπωσδήποτε άξιος θανάτου και θα θανατωθή.
 
Β Βασ. 12,6 καὶ τὴν ἀμνάδα ἀποτίσει ἑπταπλασίονα, ἀνθ᾿ ὧν ὅτι ἐποίησε τὸ ῥῆμα τοῦτο καὶ περὶ οὗ οὐκ ἐφείσατο.
Β Βασ. 12,6 Θα επιστρέψη δε στον αδικηθέντα επτά αμνάδας, διότι έκαμε την κακήν αυτήν πράξιν, δεν ελυπήθη δηλαδή τον πτωχόν κύριον της μιας αμνάδος”.
 
Β Βασ. 12,7 καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαυίδ· σὺ εἶ ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς Ἰσραήλ· ἐγώ εἰμι ὁ χρίσας σε εἰς βασιλέα ἐπὶ Ἰσραήλ, καὶ ἐγώ εἰμι ἐῤῥυσάμην σε ἐκ χειρὸς Σαοὺλ
Β Βασ. 12,7 Ο Ναθαν είπε τότε προς τον Δαυίδ· “συ είσαι ο άνθρωπος εκείνος, που έπραξε τούτο. Δι' αυτό τα εξής λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Εγώ είμαι εκείνος, ο οποίος σε έχρισα βασιλέα του ισραηλιτικού λαού, και εγώ είμαι εκείνος ο οποίος σε εγλύτωσα από τα χέρια του Σαούλ.
 
Β Βασ. 12,8 καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον τοῦ κυρίου σου καὶ τὰς γυναῖκας τοῦ κυρίου σου ἐν τῷ κόλπῳ σου καὶ ἔδωκά σοι τὸν οἶκον Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα· καὶ εἰ μικρόν ἐστι, προσθήσω σοι κατὰ ταῦτα.
Β Βασ. 12,8 Σου έδωκα δε όλην την περιουσίαν του Σαούλ. Και τας γυναίκας του σου έφερα εις την αγκάλην σου και όλους τους Ισραηλίτας τους έθεσα υπό την εξουσίαν σου. Εάν όλαι αυταί αι ευεργεσίαι ήσαν ολίγαι, εγώ ηδυνάμην και είχα την πρόθεσιν να προσθέσω και άλλας περισσοτέρας.
 
Β Βασ. 12,9 τί ὅτι ἐφαύλισας τὸν λόγον Κυρίου τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ; τὸν Οὐρίαν τὸν Χετταῖον ἐπάταξας ἐν ῥομφαίᾳ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἔλαβες σεαυτῷ εἰς γυναῖκα καὶ αὐτὸν ἀπέκτεινας ἐν ῥομφαίᾳ υἱῶν Ἀμμών.
Β Βασ. 12,9 Διατί όμως συ κατεφρόνησες και κατεξηυτέλισες τον νόμον του Κυρίου, ώστε να διαπράξης αυτό το κακόν ενώπιον των οφθαλμών του; Συ εφόνευσες τυν Ουρίαν τον Χετταίον με μάχαιραν και επήρες την γυναίκα του ως ιδικήν σου γυναίκα. Διότι συ έδωσες διαταγήν και ενήργησες εσκεμμένως να φονευθή από την ρομφαίαν των Αμμωνιτών.
 
Β Βασ. 12,10 καὶ νῦν οὐκ ἀποστήσεται ῥομφαία ἐκ τοῦ οἴκου σου ἕως αἰῶνος ἀνθ᾿ ὧν ὅτι ἐξουδένωσάς με καὶ ἔλαβες τὴν γυναῖκα τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου τοῦ εἶναί σοι εἰς γυναῖκα.
Β Βασ. 12,10 Από τώρα και πέρα δεν θα σταματήσουν πλέον οι φόνοι εις την οικογένειάν σου, διότι με περιεφρόνησες και με κατεξηυτέλισες και επήρες την γυναίκα του Ουρίου του Χετταίου, δια να είναι ως σύζυγός σου.
 
Β Βασ. 12,11 τάδε λέγει Κύριος· ἰδοὺ ἐγὼ ἐξεγείρω ἐπὶ σὲ κακὰ ἐκ τοῦ οἴκου σου καὶ λήψομαι τὰς γυναῖκάς σου κατ᾿ ὀφθαλμούς σου καὶ δώσω τῷ πλησίον σου, καὶ κοιμηθήσεται μετὰ τῶν γυναικῶν σου ἐναντίον τοῦ ἡλίου τούτου·
Β Βασ. 12,11 Αυτά λέγει ο Κυριος· Ιδού εγώ θα παραχωρήσω να παρουσιασθούν παρόμοιαι συμφοραί εναντίον του οίκου σου, και θα αφήσω ενώπιον των οφθαλμών σου τας γυναίκας σου να παραδοθούν εις άνθρωπον ιδικόν σου, ο οποίος αναισχύντως και από το φως του ηλίου θα κοιμηθή με τας γυναίκας σου.
 
Β Βασ. 12,12 ὅτι σὺ ἐποίησας κρυβῇ, κἀγὼ ποιήσω τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐναντίον παντὸς Ἰσραὴλ καὶ ἀπέναντι τοῦ ἡλίου τούτου.
Β Βασ. 12,12 Δια το κακόν, το οποίον συ διέπραξες κρυφίως, εγώ θα σε τιμωρήσω ενώπιον όλου του ισραηλιτικού λαού υπό το φως του ηλίου”.
 
Β Βασ. 12,13 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῷ Νάθαν· ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ. καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαυίδ· καὶ Κύριος παρεβίβασε τὸ ἁμάρτημά σου, οὐ μὴ ἀποθάνῃς·
Β Βασ. 12,13 Είπε τότε, βαθύτατα μετανοήσας, ο Δαυίδ προς τον Ναθαν· “ημάρτησα ενώπιον του Κυρίου”. Απήντησε δε ο Ναθαν προς τον Δαυίδ· “ο Κυριος παρέβλεψε και συνεχώρησε το αμάρτημά σου και δεν θα τιμωρηθής δια θανάτου.
 
Β Βασ. 12,14 πλὴν ὅτι παροργίζων παρώργισας τοὺς ἐχθροὺς Κυρίου ἐν τῷ ῥήματι τούτῳ, καί γε ὁ υἱός σου ὁ τεχθείς σοι θανάτῳ ἀποθανεῖται.
Β Βασ. 12,14 Επειδή όμως με την αμαρτίαν σου αυτήν με έκαμες να οργισθώ πολύ και να αφήσω εγώ ο Θεός τους εχθρούς σου να σας νικήσουν, δια τούτο θα αποθάνη αμέσως το παιδί, που εγεννήθη από την γυναίκα τον Ουρίου”.
 
Β Βασ. 12,15 καὶ ἀπῆλθε Νάθαν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. καὶ ἔθραυσε Κύριος τὸ παιδίον, ὃ ἔτεκεν ἡ γυνὴ Οὐρίου τοῦ Χετταίου τῷ Δαυίδ, καὶ ἠῤῥώστησε.
Β Βασ. 12,15 Αυτά είπεν ο Ναθαν και επανήλθεν στον οίκον του. Ο δε Κυριος εκτύπησε το παιδί, το οποίον εγέννησεν η γυναίκα του Ουρίου του Χετταίου στον Δαυίδ, και αυτό αρρώστησε.
 
Β Βασ. 12,16 καὶ ἐζήτησε Δαυὶδ τὸν Θεὸν περὶ τοῦ παιδαρίου, καὶ ἐνήστευσε Δαυὶδ νηστείαν καὶ εἰσῆλθε καὶ ηὐλίσθη ἐν σάκκῳ ἐπὶ τῆς γῆς.
Β Βασ. 12,16 Ο Δαυίδ προσηυχήθη προς τον Θεόν δια την υγείαν του παιδίου και ενήστευσεν αυστηράν νηστείαν, διήλθε δε την νύκτα κοιμηθείς στο δάπεδον, ενδεδυμενός με σάκκον.
 
Β Βασ. 12,17 καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ αὐτὸν οἱ πρεσβύτεροι τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἐγεῖραι αὐτὸν ἀπὸ τῆς γῆς, καὶ οὐκ ἠθέλησε καὶ οὐ συνέφαγεν αὐτοῖς ἄρτον.
Β Βασ. 12,17 Κοντά του έμειναν οι γεροντότεροι του οίκου του και προσεπάθουν να τον σηκώσουν από το πάτωμα. Εκείνος όμως δεν ήθελε. Και δεν έφαγε μαζή των τίποτε.
 
Β Βασ. 12,18 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἀπέθανε τὸ παιδάριον· καὶ ἐφοβήθησαν οἱ δοῦλοι Δαυὶδ ἀναγγεῖλαι αὐτῷ ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον, ὅτι εἶπαν· ἰδοὺ ἐν τῷ τὸ παιδάριον ἔτι ζῆν ἐλαλήσαμεν πρὸς αὐτόν, καὶ οὐκ εἰσήκουσε τῆς φωνῆς ἡμῶν· καὶ πῶς εἴπωμεν πρὸς αὐτὸν ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον; καὶ ποιήσει κακά.
Β Βασ. 12,18 Κατά την εβδόμην ημέραν από της ασθενείας απέθανε το παιδί. Οι δε δούλοι εφοβήθησαν να αναγγείλουν στον Δαυίδ, ότι απέθανε το παιδί, διότι είπαν· “να, όταν ακόμη εζούσε το παιδί ωμιλήσαμεν προς αυτόν και δεν ήθελε να ακούση τίποτε. Πως λοιπόν θα είπωμεν εις αυτόν τώρα, ότι το παιδί απέθανε; Η ενέργειά μας αυτή πιθανόν να γίνη αιτία κακών δι' αυτόν και δι' ημάς”.
 
Β Βασ. 12,19 καὶ συνῆκε Δαυὶδ ὅτι οἱ παῖδες αὐτοῦ ψιθυρίζουσι, καὶ ἐνόησε Δαυὶδ ὅτι τέθνηκε τὸ παιδάριον· καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· εἰ τέθνηκε τὸ παιδάριον; καὶ εἶπαν· τέθνηκε.
Β Βασ. 12,19 Ο Δαυίδ αντελήφθη ότι οι δούλοι αυτού κάτι εψυθίριζον και εκατάλαβε, ότι το παιδί είχε πλέον αποθάνει. Είπε τότε ο Δαυίδ προς τους δούλους του· “λοιπόν αλήθεια, απέθανε το παιδί;” Και εκείνοι του είπον· “απέθανε”.
 
Β Βασ. 12,20 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ ἐκ τῆς γῆς καὶ ἐλούσατο καὶ ἠλείψατο καὶ ἤλλαξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ· καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ᾔτησεν ἄρτον φαγεῖν καὶ παρέθηκαν αὐτῷ ἄρτον, καὶ ἔφαγε.
Β Βασ. 12,20 Τοτε ο Δαυίδ εσηκώθη από το έδαφος, ελούσθη, ηλείφθη με μύρα, άλλαξε τα ενδύματά του και εισήλθεν στον οίκον του Θεού και προσεκύνησεν αυτόν. Κατόπιν δε επανήλθεν στον οίκον του, εζήτησε φαγητόν να φάγη και παρέθεσαν εις αυτόν άρτον και φαγητόν και έφαγε.
 
Β Βασ. 12,21 καὶ εἶπαν οἱ παῖδες αὐτοῦ πρὸς αὐτόν· τί τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὃ ἐποίησας ἕνεκα τοῦ παιδαρίου; ἔτι ζῶντος ἐνήστευες καὶ ἔκλαιες καὶ ἠγρύπνεις, καὶ ἡνίκα ἀπέθανε τὸ παιδάριον, ἀνέστης καὶ ἔφαγες ἄρτον καὶ πέπωκας;
Β Βασ. 12,21 Είπαν τότε οι δούλοι του προς αυτόν· “τι είναι αυτό, το οποίον έκαμες σχετικώς με το θλιβερόν γεγονός του παιδίου σου; Ενώ εκείνο ακόμη εζούσε, συ ενήστευες και έκλαιες και αγρυπνούσες. Οταν δε απέθανε το παιδί, ηγέρθης, έφαγες και έπιες;”
 
Β Βασ. 12,22 καὶ εἶπε Δαυίδ· ἐν τῷ τὸ παιδάριον ἔτι ζῆν ἐνήστευσα καὶ ἔκλαυσα, ὅτι εἶπα· τίς οἶδεν εἰ ἐλεήσει με Κύριος καὶ ζήσεται τὸ παιδάριον;
Β Βασ. 12,22 Απήντησεν ο Δαυίδ εις αυτούς· “εφ' όσον εζούσε το παιδί, ενήστευσα και έκλαυσα, διότι εσκέφθην, τις οίδε, μήπως ο Κυριος με ελεήση και ζήση το παιδί;
 
Β Βασ. 12,23 καὶ νῦν τέθνηκεν· ἱνατί τοῦτο ἐγὼ νηστεύω; μὴ δυνήσομαι ἐπιστρέψαι αὐτὸν ἔτι; ἐγὼ πορεύσομαι πρὸς αὐτόν, καὶ αὐτὸς οὐκ ἀναστρέψει πρός με.
Β Βασ. 12,23 Τωρα όμως απέθανε. Διατί πλέον εγώ να νηστεύω; Μηπως θα ημπορέσω να το επαναφέρω εις την ζώην; Εγώ θα πορευθώ προς αυτό. Αυτό δέ ποτέ δεν θα επιστρέψη προς εμέ”.
 
Β Βασ. 12,24 καὶ παρεκάλεσε Δαυὶδ Βηρσαβεὲ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθε πρὸς αὐτὴν καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς καὶ συνέλαβε καὶ ἔτεκεν υἱόν, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαλωμών, καὶ Κύριος ἠγάπησεν αὐτόν.
Β Βασ. 12,24 Παρηγόρησεν ο Δαυίδ και την Βηρσαβεέ την γυναίκα του δια τον θάνατον του παιδιού. Εισήλθε προς αυτήν, εκοιμήθη μαζή της, εκείνη δε συνέλαβε και εγέννησεν άλλον υιόν, στον οποίον έδωσε το όνομα Σαλωμών. Ο δε Κυριος ηγάπησεν αυτόν.
 
Β Βασ. 12,25 καὶ ἀπέστειλεν ἐν χειρὶ Νάθαν τοῦ προφήτου, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰεδεδί, ἕνεκεν Κυρίου.
Β Βασ. 12,25 Εδωσε δε εντολήν ο Θεός δια μέσου του προφήτου Ναθαν, σύμφωνα προς την οποίαν ο Δαυίδ εκάλεσε το όνομα του παιδίου Ιεδεδί, το οποίον σημαίνει “ηγαπημένος παρά Κυρίου”.
 
Β Βασ. 12,26 Καὶ ἐπολέμησεν Ἰωὰβ ἐν Ῥαββὰθ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ κατέλαβε τὴν πόλιν τῆς βασιλείας.
Β Βασ. 12,26 Εν τω μεταξύ ο Ιωάβ επολεμούσε και πολιορκούσε την Ραββάθ, πόλιν των Αμμωνιτών, την οποίαν και κατέλαβε, αυτήν την βασιλικήν πόλιν και πρωτεύουσαν των Αμμωνιτών.
 
Β Βασ. 12,27 καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ καὶ εἶπεν· ἐπολέμησα ἐν Ῥαββὰθ καὶ κατελαβόμην τὴν πόλιν τῶν ὑδάτων·
Β Βασ. 12,27 Εστειλε δε αγγελιαφόρον προς τον Δαυίδ και εγνωστοποίησεν εις αυτόν· “επολέμησα την Ραββάθ και κατέλαβαν την πόλιν, την κτισμένην πλησίον των υδάτων του ποταμού Ιαβώκ.
 
Β Βασ. 12,28 καὶ νῦν συνάγαγε τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ καὶ παρέμβαλε ἐπὶ τὴν πόλιν καὶ προκαταλαβοῦ αὐτήν, ἵνα μὴ προκαταλάβωμαι ἐγὼ τὴν πόλιν καὶ κληθῇ τὸ ὄνομά μου ἐπ᾿ αὐτήν.
Β Βασ. 12,28 Και τώρα συγκέντρωσε συ τον υπόλοιπον λαόν, στρατοπέδευσε κοντά εις την πόλιν και κάμε επίθεσιν, δια να καταλάβης το υπόλοιπον μέρος αυτής, δια να μη κυριεύσω εγώ και το μέρος τούτο της πόλεως και αποδοθή στο όνομά μου η κατάληψίς της”.
 
Β Βασ. 12,29 καὶ συνήγαγε Δαυὶδ πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐπορεύθη εἰς Ῥαββὰθ καὶ ἐπολέμησεν ἐν αὐτῇ καὶ κατελάβετο αὐτήν.
Β Βασ. 12,29 Ο Δαυίδ συνεκέντρωσε πράγματι όλον τον υπόλοιπον λαόν και εβάδισεν εναντίον της Ραββάθ, επολέμησε κατ' αυτής και την εκυρίευσε.
 
Β Βασ. 12,30 καὶ ἔλαβε τὸν στέφανον Μολχὸμ τοῦ βασιλέως αὐτῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ ὁ σταθμὸς αὐτοῦ τάλαντον χρυσίου καὶ λίθου τιμίου, καὶ ἦν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς Δαυίδ· καὶ σκῦλα τῆς πόλεως ἐξήνεγκε πολλὰ σφόδρα.
Β Βασ. 12,30 Αφήρεσε δε τον χρυσούν στέφανον, το διάδημα, από την κεφαλήν του βασιλέως των του Μολχόμ. Το βάρος του στεφάνου ήτο ένα τάλαντον χρυσού, είχε δε κατασκευασθή από χρυσόν και πολυτίμους λίθους. Τον βασιλικόν αυτόν στέφανον εφόρεσεν ο Δαυίδ εις την κεφαλήν του. Επήρε και πάρα πολλά άλλα λάφυρα από την πόλιν αυτήν.
 
Β Βασ. 12,31 καὶ τὸν λαὸν τὸν ὄντα ἐν αὐτῇ ἐξήγαγε καὶ ἔθηκεν ἐν τῷ πρίονι καὶ ἐν τοῖς τριβόλοις τοῖς σιδηροῖς καὶ ὑποτομεῦσι σιδηροῖς καὶ διήγαγεν αὐτοὺς διὰ τοῦ πλινθείου· καὶ οὕτως ἐποίησε πάσαις ταῖς πόλεσιν υἱῶν Ἀμμών. καὶ ἐπέστρεψε Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς εἰς Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 12,31 Τον δε λαόν, ο οποίος ευρίσκετο μέσα εις την πόλιν, τον έβγαλεν έξω από αυτήν και εφόνευσεν άλλους με πριόνια και άλλους με σιδηρούς κοπτήρας και άλλους ηνάγκασε να περάσουν από καλούπια πλίνθων. Το ίδιο έκαμε και στους κατοίκους όλων των άλλων πόλεων των Αμμωνιτών. Κατόπιν ο Δαυίδ επέστρεψέ με όλον τον στρατόν του εις την Ιερουσαλήμ.
 
Κεφάλαιο 13ο
Β Βασ. 13,1 Καὶ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα καὶ τῷ Ἀβεσσαλὼμ υἱῷ Δαυὶδ ἀδελφὴ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα, καὶ ὄνομα αὐτῇ Θημάρ, καὶ ἠγάπησεν αὐτὴν Ἀμνὼν υἱὸς Δαυίδ.
Β Βασ. 13,1 Επειτα από αυτά συνέβησαν τα εξής θλιβερά γεγονότα· Αδελφή του Αβεσσαλώμ, υιού του Δαυίδ, ήτο η ωραιοτάτη κατά την μορφήν Θημάρ. Αυτήν την ερωτεύθηκε σφοδρώς ο Αμνών, ο υιός του Δαυίδ.
 
Β Βασ. 13,2 καὶ ἐθλίβετο Ἀμνὼν ὥστε ἀῤῥωστεῖν διὰ Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ, ὅτι παρθένος ἦν αὕτη, καὶ ὑπέρογκον ἐν ὀφθαλμοῖς Ἀμνὼν τοῦ ποιῆσαί τι αὐτῇ.
Β Βασ. 13,2 Ο Αμνών υπέφερε πολύ από την αγάπην του αυτήν, ώστε ησθένησεν εξ αιτίας του έρωτος του προς την Θημάρ, την αδελφήν του. Υπέφερε δέ, διότι αυτή ήτο παρθένος και ήτο τρομερόν δι' αυτόν, να κάμη κάτι κακόν εις εκείνην.
 
Β Βασ. 13,3 καὶ ἦν τῷ Ἀμνὼν ἑταῖρος, καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰωναδάβ, υἱὸς Σαμαὰ τοῦ ἀδελφοῦ Δαυίδ· καὶ Ἰωναδὰβ ἀνὴρ σοφὸς σφόδρα.
Β Βασ. 13,3 Ο Αμνών είχε ένα φίλον ονομαζόμενον Ιωναδάβ, ο οποίος ήτο υιός του Σαμαά, αδελφού του Δαυίδ. Αυτός ο Ιωναδάβ ήτο ευφυέστατος άνθρωπος.
 
Β Βασ. 13,4 καὶ εἶπεν αὐτῷ· τί σοι ὅτι σὺ οὕτως ἀσθενής, υἱὲ τοῦ βασιλέως, τὸ πρωΐ πρωΐ; οὐκ ἀπαγγέλλεις μοι; καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἀμνών· Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν Ἀβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ μου ἐγὼ ἀγαπῶ.
Β Βασ. 13,4 Ηρώτησε τον Αμνών· “τι σου συμβαίνει, υιέ του βασιλέως, ώστε κάθε πρωί να φαίνεσαι τόσον μελαγχολικός και καταβεβλημένος; Δεν θα μου είπης την αιτίαν;” Ο Αμνών είπε προς αυτόν· “εγώ αγαπώ την Θημάρ, την ομομήτριον αδελφήν του Αβεσσαλώμ, του ετεροθαλούς τούτου αδελφού μου”.
 
Β Βασ. 13,5 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωναδάβ· κοιμήθητι ἐπὶ τῆς κοίτης σου καὶ μαλακίσθητι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ πατήρ σου τοῦ ἰδεῖν σε, καὶ ἐρεῖς πρὸς αὐτόν· ἐλθέτω δὴ Θημὰρ ἡ ἀδελφή μου καὶ ψωμισάτω με καὶ ποιησάτω κατ᾿ ὀφθαλμούς μου βρῶμα, ὅπως ἴδω καὶ φάγω ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῆς.
Β Βασ. 13,5 Συνεβούλευσεν αυτόν ο Ιωναδάβ και του είπε· “πέσε στο κρεββάτι σου και προσποιήσου τον ασθενή. Ο πατήρ σου θα έλθη να σε ιδή και συ θα πης προς αυτόν· Ας έλθη, παρακαλώ, εδώ η Θημάρ, η αδελφή μου, να μου δώση να φάγω φάγητον, το οποίον θα παρασκευάση ενώπιόν μου. Θέλω να ίδω αυτήν και φάγω από τα χέρια της το φάγητον”.
 
Β Βασ. 13,6 καὶ ἐκοιμήθη Ἀμνὼν καὶ ἠῤῥώστησε, καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς ἰδεῖν αὐτόν, καὶ εἶπεν Ἀμνὼν πρὸς τὸν βασιλέα· ἐλθέτω δὴ Θημὰρ ἡ ἀδελφή μου πρός με καὶ κολλυρισάτω ἐν ὀφθαλμοῖς μου δύο κολλυρίδας, καὶ φάγομαι ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῆς.
Β Βασ. 13,6 Ο Αμνών έπεσεν στο κρεββάτι και προσεποιήθη τον άρρωστον. Ο βασιλεύς Δαυίδ εισήλθεν στο δωμάτιόν του, να τον επισκεφθή, Ο δε Αμνών είπε προς τον βασιλέα· “ας έλθη εδώ πλησίον μου η αδελφή μου, η Θημάρ, και ας ψήση εδώ μπροστά μου δύο κουλούρες και θα φάγω από τον άρτον, που θα μου δώση με τα χέρια της”.
 
Β Βασ. 13,7 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ πρὸς Θημὰρ εἰς τὸν οἶκον λέγων· πορεύθητι δὴ εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ ποίησον αὐτῷ βρῶμα.
Β Βασ. 13,7 Ο Δαυίδ έστειλεν στον οίκον της Θημάρ άνθρωπον και παρήγγειλε προς αυτήν· “πήγαινε, σε παρακαλώ, στο σπίτι του αδελφού σου Αμνών και παρασκεύασε δι' αυτόν φαγητόν”.
 
Β Βασ. 13,8 καὶ ἐπορεύθη Θημὰρ εἰς τὸν οἶκον Ἀμνὼν ἀδελφοῦ αὐτῆς, καὶ αὐτὸς κοιμώμενος. καὶ ἔλαβε τὸ σταῖς καὶ ἐφύρασε καὶ ἐκολλύρισε κατ᾿ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ἥψησε τὰς κολλυρίδας·
Β Βασ. 13,8 Η Θημάρ επήγεν στο σπίτι του αδελφού της Αμνών. Εκείνος δε ήτο εξηπλωμένος στο κρεββάτι του. Επήρε αυτή το ζυμάρι, το εζύμωσε, κατεσκεύασε ενώπιον των οφθαλμών του κουλούρες, τις οποίες και έψησε.
 
Β Βασ. 13,9 καὶ ἔλαβε τὸ τήγανον καὶ κατεκένωσεν ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἠθέλησε φαγεῖν. καὶ εἶπεν Ἀμνών· ἐξαγάγετε πάντα ἄνδρα ἀπὸ ἐπάνωθέν μου· καὶ ἐξήγαγον πάντα ἄνδρα ἐπάνωθεν αὐτοῦ.
Β Βασ. 13,9 Επήρεν έπειτα το τηγάνι και άδειασεν ενώπιόν του το φαγητόν αυτό. Ο Αμνών όμως δεν ηθέλησε να φάγη. Αλλά είπεν στους παρισταμένους εκεί· “να φύγουν έξω όλοι οι άνδρες από εμπρός μου”. Πράγματι εβγήκαν όλοι οι άνδρες από εκεί.
 
Β Βασ. 13,10 καὶ εἶπεν Ἀμνὼν πρὸς Θημάρ· εἰσένεγκε τὸ βρῶμα εἰς τὸ ταμιεῖον, καὶ φάγομαι ἐκ τῆς χειρός σου. καὶ ἔλαβε Θημὰρ τὰς κολλυρίδας, ἃς ἐποίησε, καὶ εἰσήνεγκε τῷ Ἀμνὼν ἀδελφῷ αὐτῆς εἰς τὸν κοιτῶνα
Β Βασ. 13,10 Ο Αμνών είπε τότε προς την Θημάρ· “πήγαινε τ φάγητόν μου στο εσωτερικόν του κοιτώνος μου και εκεί θα φάγω το φαγητόν από τα χέρια σου”. Η Θημάρ ανύποπτος επήρε τις κουλούρες, που είχε κατασκευάσει, τας έφερεν στον κοιτώνα του Αμνών και τας έδωσεν εις αυτόν.
 
Β Βασ. 13,11 καὶ προσήγαγεν αὐτῷ τοῦ φαγεῖν, καὶ ἐπελάβετο αὐτῆς καὶ εἶπεν αὐτῇ· δεῦρο κοιμήθητι μετ᾿ ἐμοῦ, ἀδελφή μου.
Β Βασ. 13,11 Εκεί αυτή έφερε προς αυτόν να φάγη. Εκείνος τότε την συνέλαβε και είπε προς αυτήν· “έλα και κοιμήσου μαζή μου, αδελφή μου”.
 
Β Βασ. 13,12 καὶ εἶπεν αὐτῷ· μή, ἀδελφέ μου· μὴ ταπεινώσῃς με, διότι οὐ ποιηθήσεται οὕτως ἐν Ἰσραήλ, μὴ ποιήσῃς τὴν ἀφροσύνην ταύτην·
Β Βασ. 13,12 Εκείνη απήντησε προς αυτόν· “μη, αδελφέ μου, μη με εξευτελίσης, διότι δεν πρέπει να γίνη μία τέτοια παρανομία μεταξύ των Ισραηλιτών. Μη διαπράξης ποτέ μια τέτοιαν αφροσύνην.
 
Β Βασ. 13,13 καὶ ἐγὼ ποῦ ἀποίσω τὸ ὄνειδός μου; καὶ σὺ ἔσῃ ὡς εἷς τῶν ἀφρόνων ἐν Ἰσραήλ· καὶ νῦν λάλησον δὴ πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι οὐ μὴ κωλύσῃ με ἀπὸ σοῦ.
Β Βασ. 13,13 Εγώ εις ποίον θα εκμυστηρευθώ τον εξευτελισμόν μου αυτόν; Συ δε θα είσαι σαν ενας από τους άφρονας μεταξύ των Ισραηλιτών. Αλλά ειπέ στον βασιλέα την επιθυμίαν σου αυτήν και εκείνος δεν θα σε εμποδίση να με νυμφευθής”.
 
Β Βασ. 13,14 καὶ οὐκ ἠθέλησεν Ἀμνὼν τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτῆς καὶ ἐκραταίωσεν ὑπὲρ αὐτὴν καὶ ἐταπείνωσεν αὐτὴν καὶ ἐκοιμήθη μετ᾿ αὐτῆς.
Β Βασ. 13,14 Ο Αμνών δεν ηθέλησε να συμμορφωθή προς την υπόδειξίν της αυτήν, αλλά, ισχυρότερός της καθώς ήτο, την έρριψεν εις την κλίνην, εκοιμήθη μαζή της και την διέφθειρε.
 
Β Βασ. 13,15 καὶ ἐμίσησεν αὐτὴν Ἀμνὼν μῖσος μέγα σφόδρα, ὅτι μέγα τὸ μῖσος, ὃ ἐμίσησεν αὐτὴν ὑπὲρ τὴν ἀγάπην, ἣν ἠγάπησεν αὐτήν. καὶ εἶπεν αὐτῇ Ἀμνών· ἀνάστηθι καὶ πορεύου.
Β Βασ. 13,15 Ο Αμνών έπειτα από την βδελυράν αυτήν πράξιν εμίσησεν αυτήν πάρα πολύ. Αυτό δε το μίσος του ήτο πολύ μεγαλύτερον από την αγάπην, την οποίαν είχεν προς αυτήν προ της αμαρτίας. Είπε δε τότε προς αυτήν· “σήκω και φύγε”.
 
Β Βασ. 13,16 καὶ εἶπεν αὐτῷ Θημάρ· μή, ἀδελφέ, ὅτι μεγάλη ἡ κακία ἡ ἐσχάτη ὑπὲρ τὴν πρώτην, ἣν ἐποίησας μετ᾿ ἐμοῦ τοῦ ἐξαποστεῖλαί με. καὶ οὐκ ἠθέλησεν Ἀμνὼν ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς αὐτῆς.
Β Βασ. 13,16 Είπε δε προς αυτόν η Θημάρ· “μη αδελφέ μου, μη με αποπέμψης έτσι, διότι αυτή η αποπομπή μου θα είναι μεγαλυτέρα εντροπή και δυστυχία δι' εμέ από την πρώτην μου”. Αλλά ο Αμνών δεν ηθέλησε να ακούση την παράκλησίν της.
 
Β Βασ. 13,17 καὶ ἐκάλεσε τὸ παιδάριον αὐτοῦ τὸν προεστηκότα τοῦ οἴκου καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐξαποστείλατε δὴ ταύτην ἀπ᾿ ἐμοῦ ἔξω καὶ ἀπόκλεισον τὴν θύραν ὀπίσω αὐτῆς.
Β Βασ. 13,17 Εκάλεσε δε ένα νεαρόν δούλον, ο οποίος υπηρετούσεν στον οίκον του, και του είπε· “διώξε αυτήν έξω από εμέ και κλείσε την θύραν όπισθέν της”.
 
Β Βασ. 13,18 καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς ἦν χιτὼν καρπωτός, ὅτι οὕτως ἐνεδιδύσκοντο αἱ θυγατέρες τοῦ βασιλέως αἱ παρθένοι τοὺς ἐπενδύτας αὐτῶν· καὶ ἐξήγαγεν αὐτὴν ὁ λειτουργὸς αὐτοῦ ἔξω καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν ὀπίσω αὐτῆς.
Β Βασ. 13,18 Η Θημάρ εφορούσε ένα χιτώνα μακρόν με μακρά μανίκια, διότι ένα τέτοιο ένδυμα εφορούσαν αι παρθένοι, θυγατέρες του βασιλέως. Ο νεαρός δούλος έβγαλε πράγματι αυτήν έξω από το σπίτι του κυρίου του και κατόπιν έκλεισε πίσω από αυτήν την θύραν.
 
Β Βασ. 13,19 καὶ ἔλαβε Θημὰρ σποδὸν καὶ ἐπέθηκεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ τὸν χιτῶνα τὸν καρπωτὸν τὸν ἐπ᾿ αὐτῆς διέῤῥηξε καὶ ἐπέθηκε τὰς χεῖρας αὐτῆς ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ ἐπορεύθη πορευομένη καὶ κράζουσα.
Β Βασ. 13,19 Η Θημάρ, αφού εβγήκεν, επήρε χώμα, το έβαλεν εις την κεφαλήν της, έσχισε τον μακρόν χιτώνα της, έβαλε τα χέρια της επάνω εις την κεφαλήν της και καθώς επορεύετο έκραζε και ωλοφύρετο δια την δυστυχίαν της.
 
Β Βασ. 13,20 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν Ἀβεσσαλὼμ ὁ ἀδελφὸς αὐτῆς· μὴ Ἀμνὼν ὁ ἀδελφός σου ἐγένετο μετὰ σοῦ; καὶ νῦν, ἀδελφή μου, κώφευσον, ὅτι ἀδελφός σού ἐστι· μὴ θῇς τὴν καρδίαν σου τοῦ λαλῆσαι τὸ ῥῆμα τοῦτο. καὶ ἐκάθισε Θημὰρ χηρεύουσα ἐν τῷ οἴκῳ Ἀβεσσαλὼμ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῆς.
Β Βασ. 13,20 Ο αδελφός της ο Αβεσσαλώμ είπε προς αυτήν· “μήπως ο αδελφός σου ο Αμνών σε διέφθειρε;” Εκείνη του απήντησε· “ναι”. Ο δε Αβεσσαλώμ της είπε· “τώρα, αδελφή μου, πάψε· μη φωνάζης, διότι είναι αδελφός σου. Μη βάλης στον νουν και την καρδία σου και μη πάρης απόφασιν να ανακοινώσης την πράξιν αυτήν”. Η Θημάρ ήτο περίλυπος, ως εάν ήτο χήρα, και έμενεν στον οίκον του αδελφού της Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 13,21 καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ πάντας τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐθυμώθη σφόδρα· καὶ οὐκ ἐλύπησε τὸ πνεῦμα Ἀμνὼν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, ὅτι ἠγάπα αὐτόν, ὅτι πρωτότοκος αὐτοῦ ἦν.
Β Βασ. 13,21 Ο βασιλεύς Δαυίδ επληροφορήθη το γεγονός αυτό και ωργίσθη πάρα πολύ. Αλλά δεν ετιμώρησε τον Αμνών, διότι δεν ήθελε να τον λυπήση, επειδή ήτο πρωτοτόκος υιός του και τον αγαπούσεν ιδιαιτέρως.
 
Β Βασ. 13,22 καὶ οὐκ ἐλάλησεν Ἀβεσσαλὼμ μετὰ Ἀμνὼν ἀπὸ πονηροῦ ἕως ἀγαθοῦ, ὅτι ἐμίσει Ἀβεσσαλὼμ τὸν Ἀμνὼν ἐπὶ λόγου, οὗ ἐταπείνωσε Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ.
Β Βασ. 13,22 Αλλά και ο Αβεσσαλώμ δεν είπε κανένα λόγον, καλόν η κακόν, εναντίον του Αμνών δια την κακήν του πράξιν. Οχι διότι τον ηγάπα, αλλά διότι τον εμισούσε θανασίμως δια τον εξευτελισμόν, τον οποίον έκαμεν εις την αδελφήν του την Θημάρ.
 
Β Βασ. 13,23 Καὶ ἐγένετο εἰς διετηρίδα ἡμερῶν καὶ ἦσαν κείροντες τῷ Ἀβεσσαλὼμ ἐν Βελασὼρ τῇ ἐχόμενα Ἐφραίμ, καὶ ἐκάλεσεν Ἀβεσσαλὼμ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 13,23 Επέρασαν δύο έτη από την ημέραν εκείνην. Ο Αβεσσαλώμ επρόκειτο να κουρεύση τα πρόβατά του εις Βελασώρ στοποθεσίαν, η οποία συνώρευε με την περιοχήν της φυλής Εφραίμ. Εις αυτήν απεφάσισε να προσκαλέση όλα τα παιδιά του βσιλέως, δια να φάγουν μαζή.
 
Β Βασ. 13,24 καὶ ἦλθεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπεν· ἰδοὺ δὴ κείρουσι τῷ δούλῳ σου, πορευθήτω δὴ ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ μετὰ τοῦ δούλου σου.
Β Βασ. 13,24 Μετέβη, λοιπόν, ο Αβεσσαλώμ προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπε προς αυτόν· “ιδού, οι δούλοί μου θα κουρεύσουν τα πρόβατά μου, εμού του δούλου σου. Παρακαλώ, όπως θελήσης συ ο βασιλεύς και το περιβάλλον του σπιτιού σου, να έλθετε στον δούλον σου κατά την ευχάριστον αυτήν ημέραν”.
 
Β Βασ. 13,25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἀβεσσαλώμ· μὴ δή, υἱέ μου, μὴ πορευθῶμεν πάντες ἡμεῖς, καὶ οὐ μὴ καταβαρυνθῶμεν ἐπὶ σέ. καὶ ἐβιάσατο αὐτόν, καὶ οὐκ ἠθέλησε τοῦ πορευθῆναι καὶ εὐλόγησεν αὐτόν.
Β Βασ. 13,25 Είπεν ο βασιλεύς προς τον Αβεσσαλώμ· “όχι σε παρακαλώ, παιδί μου, όχι. Δεν είναι ανάγκη να έλθωμεν όλοι ημείς, δια να μη σε επιβαρύνωμεν”. Ο Αβεσσαλώμ επέμενεν επί του σημείου αυτού στον βασιλέα. Ο βασιλεύς όμως Δαυίδ δεν συγκατετέθη να μεταβή, αλλά μόνον τον ηυλόγησε και τον ηυχήθη.
 
Β Βασ. 13 ,26 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς αὐτόν· καὶ εἰ μή, πορευθήτω δὴ μεθ᾿ ἡμῶν Ἀμνὼν ὁ ἀδελφός μου. καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἱνατί πορευθῇ μετὰ σοῦ;
Β Βασ. 13 ,26 Είπε τότε ο Αβεσσαλώμ προς τον Δαυίδ· “αφού δεν έρχεσαι συ, ας έλθη παρακαλώ ο Αμνών ο αδελφός μου”. Και είπε προς αυτόν ο βασιλεύς· “γιατί να έλθη μαζή σου; Τι να κάμη;”
 
Β Βασ. 13,27 καὶ ἐβιάσατο αὐτὸν Ἀβεσσαλώμ, καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτοῦ τὸν Ἀμνὼν καὶ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως. καὶ ἐποίησεν Ἀβεσσαλὼμ πότον κατὰ τὸν πότον τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 13,27 Ο Αβεσσαλώμ επέμενε πολύ και ο Δαυίδ έδωσε την άδειαν να μεταβή προς αυτόν ο Αμνών και όλα τα άλλα παιδιά του βασιλέως. Ο Αβεσσαλώμ παρέθεσε πλούσιον συμπόσιον, όπως συνήθως γίνεται εις τα βασιλικά τραπέζια.
 
Β Βασ. 13,28 καὶ ἐνετείλατο Ἀβεσσαλὼμ τοῖς παιδαρίοις αὐτοῦ λέγων· ἴδετε ὡς ἂν ἀγαθυνθῇ ἡ καρδία Ἀμνὼν ἐν τῷ οἴνῳ καὶ εἴπω πρὸς ὑμᾶς· πατάξατε τὸν Ἀμνών, καὶ θανατώσατε αὐτόν· μὴ φοβηθῆτε, ὅτι οὐχὶ ἐγώ εἰμι ὁ ἐντελλόμενος ὑμῖν; ἀνδρίζεσθε καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνάμεως.
Β Βασ. 13,28 Ο Αβεσσαλώμ διέταξε τους δούλους του και είπε· “προσέξατε, όταν ο Αμνών έλθη εις κατάστασιν ευθυμίας από τον οίνον, εις κατάστασιν μέθης, και σας διατάξω να τον κτυπήσετε, κτυπήσατέ τον και μη φοβηθήτε τίποτε, διότι εγώ διατάσσω, εγώ και είμαι ο υπεύθυνος. Παρετε θάρρος και αναδειχθήτε δυνατοί και γενναίοι”.
 
Β Βασ. 13,29 καί ἐποίησαν τὰ παιδάρια Ἀβεσσαλὼμ τῷ Ἀμνὼν καθὰ ἐνετείλατο αὐτοῖς Ἀβεσσαλώμ. καὶ ἀνέστησαν πάντες οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως καὶ ἐπεκάθισαν ἀνὴρ ἐπὶ τὴν ἡμίονον αὐτοῦ καὶ ἔφυγαν.
Β Βασ. 13,29 Οι νεαροί δούλοι του Αβεσσαλώμ έπραξαν εναντίον του Αμνών, όπως τους είχε διατάξει ο Αβεσσαλώμ, δηλαδή τον εφόνευσαν. Επειτα από το τραγικόν αυτό γεγονός όλα τα παιδιά του βασιλέως ανέβηκαν, ο καθένας εις την ημίονόν του, και έφυγαν.
 
Β Βασ. 13,30 καὶ ἐγένετο αὐτῶν ὄντων ἐν τῷ ὁδῷ καὶ ἡ ἀκοὴ ἦλθε πρὸς Δαυὶδ λέγων· ἐπάταξεν Ἀβεσσαλὼμ πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς.
Β Βασ. 13,30 Ενώ τα παιδιά του βασιλέως ευρίσκοντο ακόμη στον δρόμον, διεδόθη η φήμη, η οποία έφθασε μέχρι του βασιλέως Δαυίδ, ότι δηλαδή ο Αβεσσαλώμ εφόνευσεν όλα τα παιδιά του βασιλέως και δεν διεσώθη κανένα από αυτά.
 
Β Βασ. 13,31 καὶ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ οἱ περιεστῶτες αὐτῷ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν.
Β Βασ. 13,31 Ο βασιλεύς εσηκώθηκεν, έσχισε τα ενδύματά του από την λύπην του και εξηπλώθη πρηνής στο έδαφος. Ολοι δε οι δούλοι, οι οποίοι ευρίσκοντο πλησίον του, έσχισαν και αυτοί τα ενδύματά των.
 
Β Βασ. 13,32 καὶ ἀπεκρίθη Ἰωναδὰβ υἱὸς Σαμαὰ ἀδελφοῦ Δαυὶδ καὶ εἶπε· μὴ εἰπάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι πάντα τὰ παιδάρια τοὺς υἱοὺς τοῦ βασιλέως ἐθανάτωσεν, ὅτι Ἀμνὼν μονώτατος ἀπέθανεν· ὅτι ἐπὶ στόματος Ἀβεσσαλὼμ ἦν κείμενος ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐταπείνωσε Θημὰρ τὴν ἀδελφὴν αὐτοῦ·
Β Βασ. 13,32 Ο Ιωναδάβ, ο υιός του Σαμαά, του αδελφού του Δαυίδ, είπε προς τον Δαυίδ· “δεν είναι αληθές αυτό και ας μη πιστεύση ο κύριός μου, ο βασιλεύς, ότι εφονεύθησαν όλοι οι υιοί, οι δούλοι του βασιλέως μου, διότι μόνον ο Αμνών εφονεύθη. Αυτό δε έγινε, διότι ο Αβεσσαλώμ τον εμίσει θανασίμως από την ημέραν, κατά την οποίαν ο Αμνών διέφθειρε την αδελφήν του την Θημάρ.
 
Β Βασ. 13,33 καὶ νῦν μὴ θέσθω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ ῥῆμα λέγων· πάντες οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως ἀπέθανον, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ Ἀμνὼν μονώτατος ἀπέθανε.
Β Βασ. 13,33 Και τώρα ας μη πιστεύση ο βασιλεύς μου Δαυίδ, ότι όλα τα παιδιά του εφονεύθησαν, αλλά μόνον ο Αμνών εφονεύθη και κανένας άλλος”.
 
Β Βασ. 13,34 καὶ ἀπέδρα Ἀβεσσαλώμ. καὶ ᾖρε τὸ παιδάριον ὁ σκοπὸς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ λαὸς πολὺς πορευόμενος ἐν τῇ ὁδῷ ὄπισθεν αὐτοῦ ἐκ πλευρᾶς τοῦ ὄρους ἐν τῇ καταβάσει· καὶ παρεγένετο ὁ σκοπὸς καὶ ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπεν· ἄνδρας ἑώρακα ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς Ὡρωνῆν ἐκ μέρους τοῦ ὄρους.
Β Βασ. 13,34 Ο Αβεσσαλώμ, έπειτα από την αδελφοκτονίαν αυτήν, εδραπέτευσεν. Ενας νεαρός δούλος, ο οποίος είχε τοποθετηθή ως σκοπός, ύψωσε τα μάτια του και είδεν αίφνης σαν στρατόν πολύν να βαδίζη στον ορόμον, που ευρίσκετο όπισθέν του, εις κάποιαν κατωφέρειαν του βουνού. Τοτε ο νεαρός αυτός σκοπός έτρεξε προς τον βασιλέα Δαυίδ και του είπε· “είδον άνδρας εις την οδόν της Ωρωνήν, που ευρίσκεται από τας πλευράς του όρους”.
 
Β Βασ. 13,35 καὶ εἶπεν Ἰωναδὰβ πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως πάρεισι· κατὰ τὸν λόγον τοῦ δούλου σου, οὕτως ἐγένετο.
Β Βασ. 13,35 Ο Ιωναδάβ είπε τότε προς τον βασιλέα· “ιδού, αυτοί είναι τα παιδιά του βασιλέως, που έφθασαν. Οπως εγώ ο δούλος σου είπα, έτσι και έγινε”.
 
Β Βασ. 13,36 καὶ ἐγένετο ἡνίκα συνετέλεσε λαλῶν, καὶ ἰδοὺ οἱ υἱοὶ τοῦ βασιλέως ἦλθαν καὶ ἐπῇραν τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν, καί γε ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἔκλαυσαν κλαυθμὸν μέγαν σφόδρα.
Β Βασ. 13,36 Οταν δε ετελείωσε τα λόγια του αυτά ο Ιωναδάβ, αίφνης έφθασαν τα παιδιά του βασιλέως, ύψωσαν φωνήν και έκλαυσαν. Μαζή με αυτούς έκλαυσεν ο βασιλεύς και οι δούλοι του. Ο θρήνος των ήτο πολύ μεγάλος.
 
Β Βασ. 13,37 καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἔφυγε καὶ ἐπορεύθη πρὸς Θολμὶ υἱὸν Ἐμιοὺδ βασιλέα Γεδσοὺρ εἰς γῆν Μαχάδ. καὶ ἐπένθησεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐπὶ τὸν υἱὸν αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας.
Β Βασ. 13,37 Ο Αβεσσαλώμ δια να σωθή κατέφυγεν στον Θολμί, υιόν του Εμιούδ, τον βασιλέα Γεδσούρ, στον χώραν Μαχάδ. Ο βασιλεύς Δαυίδ επένθησε τον θάνατον του υιού του Αμνών καθ' όλον το διάστημα της ζωής του.
 
Β Βασ. 13,38 καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἀπέδρα καὶ ἐπορεύθη εἰς Γεδσοὺρ καὶ ἦν ἐκεῖ ἔτη τρία.
Β Βασ. 13,38 Ο Αβεσσαλώμ, ο οποίος εδραπέτευσε και κατέφυγεν εις Γεδσούρ, παρέμεινεν εκεί επί τρία έτη.
 
Β Βασ. 13,39 καὶ ἐκόπασε τὸ πνεῦμα τοῦ βασιλέως τοῦ ἐξελθεῖν ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ, ὅτι παρεκλήθη ἐπὶ Ἀμνὼν ὅτι ἀπέθανε.
Β Βασ. 13,39 Εν τω μεταξύ επραΰνθη ο θυμός του βασιλέως Δαυίδ και δεν εξήλθε να καταδιώξη τον Αβεσσαλώμ, διότι είχε παρηγορηθή δια τον θάνατον του Αμνών.
 
Κεφάλαιο 14ο
Β Βασ. 14,1 Καὶ ἔγνω Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας ὅτι ἡ καρδία τοῦ βασιλέως ἐπὶ Ἀβεσσαλώμ.
Β Βασ. 14,1 Ο Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας, αδελφός του Δαυίδ, αντελήφθη ότι η καρδία του βασιλέως είχε πραϋνθή και διέκειτο συμπαθώς προς τον Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 14,2 καὶ ἀπέστειλεν Ἰωὰβ εἰς Θεκωέ, καὶ ἔλαβεν ἐκεῖθεν γυναῖκα σοφὴν καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· πένθησον δὴ καὶ ἔνδυσαι ἱμάτια πενθικὰ καὶ μὴ ἀλείψῃ ἔλαιον καὶ ἔσῃ ὡς γυνὴ πενθοῦσα ἐπὶ τεθνηκότι τοῦτο ἡμέρας πολλὰς
Β Βασ. 14,2 Εστειλε λοιπόν εις την πόλιν Θεκωέ ένα άνθρωπον, ο οποίος επήρεν από εκεί μίαν σοφήν γυναίκα και την οδήγησε προς τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ είπε προς αυτήν· “προσποιήσου, ότι πενθείς. Φορεσε πένθιμα ενδύματα, μη αλειφθής με αρωματώδες έλαιον και γενικώς θα φαίνεσαι σαν γυναίκα, η οποία πενθεί δια κάποιον νεκρόν και ότι το πένθος αυτό χρονολογείται από πολύν χρόνον.
 
Β Βασ. 14,3 καὶ ἐλεύσῃ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ λαλήσεις πρὸς αὐτὸν κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο· καὶ ἔθηκεν Ἰωὰβ τοὺς λόγους ἐν τῷ στόματι αὐτῆς.
Β Βασ. 14,3 Ετσι, θα παρουσιασθής προς τον βασιλέα και θα πης προς αυτόν, όπως εγώ θα σε συμβουλεύσω”. Ο Ιωάβ την συνεβούλευσε, τι συγκεκριμένως να πη.
 
Β Βασ. 14,4 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ ἡ Θεκωῖτις πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς εἰς τὴν γῆν καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ εἶπε· σῶσον, βασιλεῦ, σῶσον.
Β Βασ. 14,4 Η γυναίκα αυτή από την πόλιν Θεκωέ παρουσιάσθη στον βασιλέα Δαυίδ, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης, προσεκύνησεν αυτόν και του είπε· “σώσε με, βασιλεύ, σώσε με”
 
Β Βασ. 14,5 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὴν ὁ βασιλεύς· τί ἐστί σοι; ἡ δὲ εἶπε· καὶ μάλα γυνὴ χήρα ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπέθανεν ὁ ἀνήρ μου.
Β Βασ. 14,5 Ο βασιλεύς την ηρώτησε “τι σου συμβαίνει;” Εκείνη απήντησεν· “είμαι εγώ μια δυστυχισμένη χήρα. Ο σύζυγός μου έχει αποθάνει.
 
Β Βασ. 14,6 καί γε τῇ δούλῃ σου δύο υἱοί, καὶ ἐμαχέσαντο ἀμφότεροι ἐν τῷ ἀγρῷ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐξαιρούμενος ἀνὰ μέσον αὐτῶν, καὶ ἔπαισεν ὁ εἷς τὸν ἕνα ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν.
Β Βασ. 14,6 Είχα δε εγώ η δούλη σου δύο παιδιά, τα οποία κάποιαν ημέραν εφιλονείκησαν μεταξύ των στους αγρούς εις έρημον τόπον. Κανείς δεν ήτο να τους χωρίση. Ο ενας εκτύπησε τον αδελφόν του και τον εφόνευσε.
 
Β Βασ. 14,7 καὶ ἰδοὺ ἐπανέστη ὅλη ἡ πατριὰ πρὸς τὴν δούλην σου καὶ εἶπαν· δὸς τὸν παίσαντα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ θανατώσομεν αὐτὸν ἀντὶ τῆς ψυχῆς τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, οὗ ἀπέκτεινε, καὶ ἐξαροῦμεν καί γε τὸν κληρονόμον ὑμῶν· καὶ σβέσουσι τὸν ἄνθρακά μου τὸν καταλειφθέντα, ὥστε μὴ θέσθαι τῷ ἀνδρί μου κατάλειμμα καὶ ὄνομα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς.
Β Βασ. 14,7 Και να, ολο το συγγενολόγι μου ηγέρθη και ήλθε προς εμέ, την δούλην σου, και μου είπαν· Παράδωσε εις ημάς τον φονέα του αδελφού του, τον υιόν σου, δια να τον θανατώσωμεν και έτσι να πληρώση αυτός με την ζωήν του την ζωήν του αδελφού του, τον οποίον εφόνευσε και θα εξοντώσωμεν αυτόν, τον κληρονόμον της περιουσίας σας. Ετσι δε αυτοί θέλουν να σβήσουν τον τελευταίον και μοναδικόν σπινθήρα, τον κληρονόμον, ώστε να μη ευρεθή κανείς διάδοχος και κληρονόμος του ανδρός μου και χαθή τοιουτοτρόπως το όνομά του από το πρόσωπον της γης”.
 
Β Βασ. 14,8 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὴν γυναῖκα· ὑγιαίνουσα βάδιζε εἰς τὸν οἶκόν σου, κἀγὼ ἐντελοῦμαι περὶ σοῦ.
Β Βασ. 14,8 Είπεν ο βασιλεύς προς την γυναίκα· “πήγαινε στο σπίτι σου και εγώ θα δώσω την σχετικήν εντολήν δια σέ”.
 
Β Βασ. 14,9 καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ ἡ Θεκωῖτις πρὸς τὸν βασιλέα· ἐπ᾿ ἐμέ, κύριέ μου βασιλεῦ, ἡ ἀνομία καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου, καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἀθῷος.
Β Βασ. 14,9 Η γυναίκα, η οποία κατήγετο από την πόλιν Θεκωέ, είπε με κάποιον ανησυχίαν προς τον βασιλέα· “ας τιμωρηθώ εγώ και η πατρική μου οικογένεια, διότι δεν εφήρμοσα τον νόμον της ανταποδόσεως εναντίον του υιού μου. Εύχομαι δε ο βασιλεύς μου και ο θρόνος του να μείνουν αθώοι από την υπόθεσιν αυτήν”.
 
Β Βασ. 14,10 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τίς ὁ λαλῶν πρός σε; καί ἄξεις αὐτὸν πρὸς ἐμέ, καὶ οὐ προσθήσει ἔτι ἅψασθαι αὐτοῦ.
Β Βασ. 14,10 Ο βασιλεύς είπε τότε προς αυτήν. “Ποιός είναι εκείνος, που θα σου αντιμιλήση; Θα τον οδηγήσης αμέσως προς εμέ και δεν θα τολμήση ούτε να εγγίση απλώς τον υιόν σου”.
 
Β Βασ. 14,11 καὶ εἶπε· μνημονευσάτω δὴ ὁ βασιλεὺς τὸν Κύριον Θεὸν αὐτοῦ πληθυνθῆναι ἀγχιστέα τοῦ αἵματος τοῦ διαφθεῖραι καὶ οὐ μὴ ἐξάρωσι τὸν υἱόν μου· καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος, εἰ πεσεῖται ἀπὸ τῆς τριχὸς τοῦ υἱοῦ σου ἐπὶ τὴν γῆν.
Β Βασ. 14,11 Είπε τότε εκείνη προς τον Δαυίδ· “ας ευαρεστηθή ο βασιλεύς μου να προφέρη το όνομα Κυρίου του Θεού του, ορκιζόμενος εις αυτό, ότι δεν θα επιτρέψη να παρουσιασθή εκδικητής, συγγενής του φονευθέντος υιού μου, και ότι δεν θα εξοντώσουν τον ζώντα υιόν μου”. Είπεν ο Δαυίδ· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον, ότι ούτε μια τρίχα δεν θα πέση από την κεφαλήν του παιδιού σου εις την γην”.
 
Β Βασ. 14,12 καὶ εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω δὴ ἡ δούλη σου πρὸς τὸν κύριόν μου βασιλέα ῥῆμα. καὶ εἶπε· λάλησον.
Β Βασ. 14,12 Η γυνή είπε τότε προς τον βασιλέα· “θα μου επιτρέψης, σε παρακαλώ, να ομιλήσω και πάλιν εγώ η δούλη σου προς τον κύριόν μου τον βασιλέα ένα ακόμη λόγον”. Ο βασιλεύς απήντησεν· “ομίλησον”.
 
Β Βασ. 14,13 καὶ εἶπεν ἡ γυνή· ἱνατί ἐλογίσω τοιοῦτο ἐπὶ λαὸν Θεοῦ; ἦ ἐκ στόματος τοῦ βασιλέως ὁ λόγος οὗτος ὡς πλημμέλεια τοῦ μὴ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα τὸν ἐξωσμένον αὐτοῦ;
Β Βασ. 14,13 Προσέθεσε τότε η γυνή· “διατί συ εσκέφθης ένα τέτοιο παρόμοιον κακόν εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, του λαού του Θεού; Η διαταγή, η οποία εβγήκεν από το στόμα του βασιλέως, να μη επιστρέψη ο Αβεσσαλώμ, ο διωγμένος μακράν την Ιερουσαλήμ, δεν αποτελεί αδικίαν;
 
Β Βασ. 14,14 ὅτι θανάτῳ ἀποθανούμεθα, καὶ ὥσπερ τὸ ὕδωρ τὸ καταφερόμενον ἐπὶ τῆς γῆς, ὃ οὐ συναχθήσεται· καὶ λήψεται ὁ Θεὸς ψυχήν, καὶ λογιζόμενος τοῦ ἐξῶσαι ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐξεωσμένον.
Β Βασ. 14,14 Ας μη λησμονούμεν δε ότι όλοι θα αποθάνωμεν. Και όπως το νερό, το οποίον χύνεται και ρέει εις την γην, δεν είναι δυνατόν να μαζευθή, έτσι είμεθα και όλοι ημείς. Εκείνος ο οποίος απέθανε, δεν ημπορεί να επανέλθη εις την ζωήν. ( Ο Αμνών έφυγε από τον κόσμον αυτόν. Δεν επανέρχεται). Ο δε Θεός θα θέση υπό την προστασίαν του εκείνον, ο οποίος σκέπτεται να επαναφέρη τον εξωρισμένον Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 14,15 καὶ νῦν ὃ ἦλθον λαλῆσαι πρὸς τὸν βασιλέα τὸν κύριόν μου τὸ ῥῆμα τοῦτο, ὅτι ὄψεταί με ὁ λαός, καὶ ἐρεῖ ἡ δούλη σου· λαλησάτω δὴ πρὸς τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα, εἴπως ποιήσει ὁ βασιλεὺς τὸ ῥῆμα τῆς δούλης αὐτοῦ·
Β Βασ. 14,15 Και τώρα ήλθα να θέσω υπ' όψιν του βασιλέως μου και κυρίου μου αυτά τα πράγματα, ότι με έχει τρομάξει το συγγενολόγι μου (μήπως και ζητήση να εφαρμόσω τον νόμον της αντιδικίας). Απεφάσισα λοιπόν, να αναφερθώ εις σέ, μήπως συ ο βασιλεύς μου, ημπορέσης να εκπληρώσης το αίτημα της χάριτος εμού της δούλης σου.
 
Β Βασ. 14,16 ὅτι ἀκούσει ὁ βασιλεύς· ῥυσάσθω τὴν δούλην αὐτοῦ ἐκ χειρὸς τοῦ ἀνδρὸς τοῦ ζητοῦντος ἐξᾶραί με καὶ τὸν υἱόν μου ἀπὸ κληρονομίας Θεοῦ.
Β Βασ. 14,16 Εσκέφθην και επίστευσα ότι ο βασιλεύς θα ακούση αυτήν την αίτησίν μου. Ας απαλλάξη εμέ την δούλην του από τα χέρια του ανδρός, ο οποίος ζητεί να βγάλη εμέ και τον υιόν μου από την κληρονομίαν, που μας έχει δώσει ο Θεός”.
 
Β Βασ. 14,17 καὶ εἶπεν ἡ γυνή· εἴη δὴ ὁ λόγος τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως εἰς θυσίαν, ὅτι καθὼς ἄγγελος Θεοῦ, οὕτως ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τοῦ ἀκούειν τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸ πονηρόν, καὶ Κύριος ὁ Θεός σου ἔσται μετὰ σοῦ.
Β Βασ. 14,17 Η γυναίκα συνεχίζουσα είπε· “ας είναι λοιπόν ο ευμενής αυτός λόγος του κυρίου μου και βασιλέως μου ως θυσία ενώπιον του Θεού. Διότι ο κύριός μου και βασιλεύς μου είναι σαν άγγελος Θεού, που ακούει το αγαθόν και το κακόν. Και ο Κυριος ο Θεός θα είναι πάντοτε μαζή σου”.
 
Β Βασ. 14,18 καὶ ἀπεκρίθη ὁ βασιλεὺς καὶ εἶπε πρὸς τὴν γυναῖκα· μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ ῥῆμα, ὃ ἐγὼ ἐπερωτῶ σε. καὶ εἶπεν ἡ γυνή· λαλησάτω δὴ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς.
Β Βασ. 14,18 Ο βασιλεύς, κάτι υποπτευθείς, απήντησε προς αυτήν την γυναίκα· “μη αρνηθής, σε παρακαλώ, να μου πης καθαράν την αλήθειαν εις ο,τι θα σε ερωτήσω”. Η γυναίκα απήντησεν· “ας ομιλήση, λοιπόν, ο βασιλεύς και κύριός μου και εγώ θα απαντήσω”.
 
Β Βασ. 14,19 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· μὴ ἡ χεὶρ Ἰωὰβ ἐν παντὶ τούτῳ μετὰ σοῦ; καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ τῷ βασιλεῖ· ζῇ ἡ ψυχή σου, κύριέ μου βασιλεῦ, εἰ ἔστιν εἰς τὰ δεξιὰ ἢ εἰς τὰ ἀριστερὰ ἐκ πάντων, ὧν ἐλάλησεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι ὁ δοῦλός σου Ἰωὰβ αὐτὸς ἐνετείλατό μοι, καὶ αὐτὸς ἔθετο ἐν τῷ στόματι τῆς δούλης σου πάντας τοὺς λόγους τούτους·
Β Βασ. 14,19 Ο βασιλεύς Δαυίδ την ηρώτησε· “μήπως ο Ιωάβ σε συνεβούλευσε να μου πης όλα αυτά;” Απήντησεν η γυναίκα προς τον βασιλέα· “ορκίζομαι εις την ζωήν σου, κύριέ μου βασιλεύ, ότι δεν ημπορεί ενώπιόν σου να διαφύγη κανείς ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά· και εγώ δεν ημπορώ να αποκρύψω η να αρνηθώ τίποτε από όσα είπες συ, ο κύριός μου και βασιλεύς μου. Οτι δηλαδή πράγματι ο δούλός σου ο Ιωάβ, αυτός μου έδωσε την εντολήν και αυτός έβαλεν στο στόμα της δούλης σου όλα τα λόγια αυτά.
 
Β Βασ. 14,20 ἕνεκεν τοῦ περιελθεῖν τὸ πρόσωπον τοῦ ῥήματος τούτου ἐποίησεν ὁ δοῦλός σου Ἰωὰβ τὸν λόγον τοῦτον, καὶ ὁ κύριός μου σοφὸς καθὼς σοφία ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ τοῦ γνῶναι πάντα τὰ ἐν τῇ γῇ.
Β Βασ. 14,20 Δια να δώση άλλην τροπήν στο θλιβερόν τούτο ζήτημα, εχρησιμοποίησεν ο δούλος σου ο Ιωάβ τον τρόπον αυτόν. Συ όμως, ο κύριός μου, είσαι σοφός. Η σοφία σου είναι σαν του αγγέλου του Θεού, ώστε να γνωρίζης όλα όσα συμβαίνουν εις την γην”.
 
Β Βασ. 14,21 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἰωάβ· ἰδοὺ δὴ ἐποίησά σοι κατὰ τὸν λόγον σου τοῦτον· πορεύου, ἐπίστρεψον τὸ παιδάριον τὸν Ἀβεσσαλώμ.
Β Βασ. 14,21 Εκάλεσεν ο βασιλεύς τον Ιωάβ και του είπεν· “ιδού, λοιπόν, θα σου κάμω την χάριν, την οποίαν μου εζήτησες. Πηγαινε να επαναφέρης το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ”.
 
Β Βασ. 14,22 καὶ ἔπεσεν Ἰωὰβ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ προσεκύνησε καὶ εὐλόγησε τὸν βασιλέα, καὶ εἶπεν Ἰωάβ· σήμερον ἔγνω ὁ δοῦλός σου ὅτι εὗρον χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κύριέ μου βασιλεῦ, ὅτι ἐποίησεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τὸν λόγον τοῦ δούλου αὐτοῦ.
Β Βασ. 14,22 Ο Ιωάβ έπεσε κατά γης με το πρόσωπον στο έδαφος, προσεκύνησε και ηυχαρίστησε τον βασιλέα. Είπε δε στον Δαυίδ· “σήμερα εγώ ο δούλος σου επείσθην, ότι απολαμβάνω εκτιμήσεως πλησίον σου, κύριέ μου βασιλεύ, διότι εξεπλήρωσες αυτό το αίτημα του δούλου σου”.
 
Β Βασ. 14,23 καὶ ἀνέστη Ἰωὰβ καὶ ἐπορεύθη εἰς Γεδσοὺρ καὶ ἤγαγε τὸν Ἀβεσσαλὼμ εἰς Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 14,23 Αμέσως ο Ιωάβ εσηκώθη, μετέβη εις την Γεδσούρ, επήρεν από εκεί και επανέφερε τον Αβεσσαλώμ εις την Ιερουσαλήμ.
 
Β Βασ. 14,24 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀποστραφήτω εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπόν μου μὴ βλεπέτω καὶ ἀπέστρεψεν Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδε.
Β Βασ. 14,24 Ο βασιλεύς είπεν· “ο Αβεσσαλώμ ας επιστρέψη και ας μείνη στον οίκον του. Αλλά ας μη ιδή ποτέ το πρόσωπόν μου”. Ο Αβεσσαλώμ επέστρεψε πράγματι στον οίκον του και δεν έβλεπε πλέον το πρόσωπον του βασιλέως· δεν παρουσιάσθη ποτέ εις αυτόν.
 
Β Βασ. 14,25 καὶ ὡς Ἀβεσσαλὼμ οὐκ ἦν ἀνὴρ ἐν παντὶ Ἰσραὴλ αἰνετὸς σφόδρα, ἀπὸ ἴχνους ποδὸς αὐτοῦ καὶ ἕως κορυφῆς αὐτοῦ οὐκ ἦν ἐν αὐτῷ μῶμος.
Β Βασ. 14,25 Μεταξύ των Ισραηλιτών δεν υπήρχεν άλλος τόσον θαυμαστός, όσον ήτο ο Αβεσσαλώμ, κατά την ωραιότητα. Ούτος από του άκρου των ποδών του μέχρι και της κεφαλής του δεν είχε κανένα ψεγάδι.
 
Β Βασ. 14,26 καὶ ἐν τῷ κείρεσθαι αὐτὸν τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ -καὶ ἐγένετο ἀπ᾿ ἀρχῆς ἡμερῶν εἰς ἡμέρας, ὡς ἂν ἐκείρετο, ὅτι κατεβαρύνετο ἐπ᾿ αὐτὸν- καὶ κειρόμενος αὐτὴν ἔστησε τὴν τρίχα τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ διακοσίους σίκλους ἐν τῷ σίκλῳ τῷ βασιλικῷ.
Β Βασ. 14,26 Αυτός εκουρεύετο μια φορά το έτος, διότι ηύξανεν υπερβολικά και τον εβάρυνεν η κόμη του. Οταν δε εκούρευε την κεφαλήν του, το βάρος της κουρεμένης κόμης του εζύγιζεν· διακοσίους βασιλικούς σίκλους, δύο και πλέον χιλιόγραμμα.
 
Β Βασ. 14,27 καὶ ἐτέχθησαν τῷ Ἀβεσσαλὼμ τρεῖς υἱοὶ καὶ θυγάτηρ μία, καὶ ὄνομα αὐτῇ Θημάρ· αὕτη ἦν γυνὴ καλὴ σφόδρα καὶ γίνεται γυνὴ τῷ Ῥοβοὰμ υἱῷ Σαλωμὼν καὶ τίκτει αὐτῷ τὸν Ἀβιά.
Β Βασ. 14,27 Απέκτησε δε ο Αβεσσαλώμ τρεις υιούς και μίαν θυγατέρα. Η θυγάτηρ του ωνομάζετο Θημάρ. Αυτή ήτο ωραιοτάτη γυναίκα και έγινε σύζυγος του Ροβοάμ, του υιού του Σολομώντος. Αυτή εγέννησεν στον Ροβοάμ παιδί, τον Αβιά.
 
Β Βασ. 14,28 καὶ ἐκάθισεν Ἀβεσσαλὼμ ἐν Ἱερουσαλὴμ δύο ἔτη ἡμερῶν, καὶ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδε.
Β Βασ. 14,28 Ο Αβεσσαλώμ παρέμεινεν εις την Ιερουσαλήμ επί δύο έτη, κατά το διάστημα των οποίον δεν είδε το πρόσωπον του βασιλέως Δαυίδ.
 
Β Βασ. 14,29 καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Ἰωὰβ ἀποστεῖλαι αὐτὸν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ οὐκ ἠθέλησεν ἐλθεῖν πρὸς αὐτόν· καὶ ἀπέστειλεν ἐκ δευτέρου πρὸς αὐτόν, καὶ οὐκ ἠθέλησε παραγενέσθαι.
Β Βασ. 14,29 Εστειλε δε άνθρωπόν του στον Ιωάβ και εζήτησεν από αυτόν να μεσιτεύση, δια να παρουσιασθή προς τον βασιλέα. Ο Ιωάβ όμως δεν ενέκρινε και δεν ηθέλησε να έλθη αυτός προς τον βασιλέα. Ο Αβεσσαλώμ απέστειλε δεύτερον φοράν άνθρωπον προς τον Ιωάβ καλών αυτόν, αλλά εκείνος δεν ηθέλησε να προσέλθη.
 
Β Βασ. 14,30 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε, ἡ μερὶς ἐν ἀγρῷ τοῦ Ἰωὰβ ἐχόμενά μου, καὶ αὐτῷ ἐκεῖ κριθαί, πορεύεσθε καὶ ἐμπρήσατε αὐτὴν ἐν πυρί· καὶ ἐνέπρησαν οἱ παῖδες Ἀβεσσαλὼμ τὴν μερίδα. καὶ παραγίνονται οἱ δοῦλοι Ἰωὰβ πρὸς αὐτὸν διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ εἶπον· ἐνεπύρισαν οἱ δοῦλοι Ἀβεσσαλὼμ τὴν μερίδα ἐν πυρί.
Β Βασ. 14,30 Είπε τότε ο Αβεσσαλώμ στους δούλους του· “προσέξατε, ένας αγρός του Ιωάβ ευρίσκεται κοντά στον ιδικόν μου. Εις αυτόν έχει καλλιεργηθή δι' αυτόν κριθάρι, που είναι ώριμον προς θερισμόν. Πηγαίνετε και βάλετε φωτιά και καύσατέ το”. Οι δούλοι του Αβεσσαλώμ ήλθον, έβαλαν φωτιά και έκαυσαν το κριθάρι του αγρού του Ιωάβ. Οι δε δούλοι του Ιωάβ ήλθον προς τον κύριόν των με σχισμένα τα ιμάτιά των και είπαν· “οι δούλοι του Αβεσσαλώμ έκαυσαν το σπαρμένον χωράφι σου”.
 
Β Βασ. 14,31 καὶ ἀνέστη Ἰωὰβ καὶ ἦλθε πρὸς Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἱνατί ἐνεπύρισαν οἱ παῖδές σου τὴν μερίδα τὴν ἐμὴν ἐν πυρί;
Β Βασ. 14,31 Ο Ιωάβ αγανακτών ηγέρθη και μετέβη στον οίκον του Αβεσσαλώμ και του είπε· “διατί οι δούλοι σου έκαυσαν το σπαρμένον χωράφι μου;”
 
Β Βασ. 14,32 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Ἰωάβ· ἰδοὺ ἀπέστειλα πρός σε λέγων· ἦκε ὧδε, καὶ ἀποστελῶ σε πρὸς τὸν βασιλέα λέγων· ἱνατί ἦλθον ἐκ Γεδσούρ; ἀγαθόν μοι ἦν εἶναι ἐκεῖ· καὶ νῦν ἰδοὺ τὸ πρόσωπον τοῦ βασιλέως οὐκ εἶδον· εἰ δέ ἐστιν ἐν ἐμοὶ ἀδικία, καὶ θανάτωσόν με.
Β Βασ. 14,32 Ο Αβεσσαλώμ του απήντησεν· “ιδού, εγώ έστειλα άνθρωπον εις σε και σου είπα· Ελα εδώ, διότι θέλω να σε στείλω σαν πρεσβευτήν προς τον βασιλέα και να του πης· Διατί επέστρεψα από την Γεδσούρ; Προτιμότερον ήτο να έμενα εκεί, διότι μέχρι τώρα δεν είδα καθόλου το πρόσωπον του βασιλέως μου. Εάν έχω διαπράξει θανάσιμον έγκλημα, ας με θανατώση”.
 
Β Βασ. 14,33 καὶ εἰσῆλθεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ, καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἀβεσσαλώμ. καὶ εἰσῆλθε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως, καὶ κατεφίλησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Ἀβεσσαλώμ.
Β Βασ. 14,33 Ο Ιωάβ παρουσιάσθη τότε ενώπιον του βασιλέως και ανέφερεν εις αυτόν ο,τι του είχεν είπει ο Αβεσσαλώμ. Ο δε βασιλεύς εκάλεσε τον Αβεσσαλώμ. Ο Αβεσσαλώμ παρουσιάσθη στον βασιλέα, έπεσε με το πρόσωπον αυτού κάτω εις την γην ενώπιον του βασιλέως. Ο δε βασιλεύς κατεφίλησε τον Αβεσσαλώμ.
 
Κεφάλαιο 15ο
Β Βασ. 15,1 Καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐποίησεν ἑαυτῷ Ἀβεσσαλὼμ ἅρματα καὶ ἵππους καὶ πεντήκοντα ἄνδρας παρατρέχειν ἔμπροσθεν αὐτοῦ.
Β Βασ. 15,1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά, την συμφιλίωσιν δηλαδή του Αβεσσαλώμ προς τον πατέρα του, ο Αβεσσαλώμ κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του άρματα, ηγόρασε δε και ίππους. Πενήντα άνδρες ωσάν σωματοφύλακες και τιμητική συνοδεία έτρεχαν έπροοθέν του.
 
Β Βασ. 15,2 καὶ ὤρθρισεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἔστη ἀνὰ χεῖρας τῆς ὁδοῦ τῆς πύλης καὶ ἐγένετο πᾶς ἀνήρ, ᾧ ἐγένετο κρίσις, ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα εἰς κρίσιν, καὶ ἐβόησε πρὸς αὐτὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἔλεγεν αὐτῷ· ἐκ ποίας πόλεως σὺ εἶ; καὶ εἶπεν· ἐκ μιᾶς φυλῶν Ἰσραὴλ ὁ δοῦλός σου.
Β Βασ. 15,2 Ο Αβεσσαλώμ εξυπνούσε πολύ πρωϊ, έβγαινε από την πόλιν και ίστατο πλησίον εις την οδόν, που ωδηγούσε εις την πύλην της πόλεως Ιερουσαλήμ. Εφώναζε δε κάθε άνθρωπον, ο οποίος είχε διαφοράς προς άλλον και ήρχετο να δικασθή ενώπιον του βασιλέως και του έλεγε με πολλήν φιλοφροσύνην· “από ποίαν πόλιν κατάγεσαι;” Εκείνος ευχαριστημένος απαντούσε· “εγώ, ο δούλος σου, κατάγομαι από μίαν πόλιν του Ισραηλιτικού λαού”.
 
Β Βασ. 15,3 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀβεσσαλώμ· ἰδοὺ οἱ λόγοι σου ἀγαθοὶ καὶ εὔκολοι, καὶ ὁ ἀκούων οὐκ ἔστι σοι παρὰ τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 15,3 Ο Αβεσσαλώμ έλεγε και διεβεβαίωνεν αυτόν· “η υπόθεσίς σου είναι ολοφάνερα δικαία και εύκολα ημπορεί να τακτοποιηθή. Δεν υπάρχει όμως κανένας διωρισμένος από τον βασιλέα δικαστής, δια να δικάση την υπόθεσίν σου”.
 
Β Βασ. 15,4 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλώμ· τίς με καταστήσει κριτὴν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἐλεύσεται πᾶς ἀνήρ, ᾧ ἐὰν ᾖ ἀντιλογία καὶ κρίσις, καὶ δικαιώσω αὐτόν;
Β Βασ. 15,4 Και ο Αβεσσαλώμ προσέθετε· “ποιός τάχα θα με εγκαταστήση δικαστήν εις την χώραν αυτήν; Αν γίνω, εις εμέ θα έρχωνται τότε όλοι οι Ισραηλίται, που έχουν διαφοράς προς άλλους, και εγώ θα δικάζω δικαίως”.
 
Β Βασ. 15,5 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐγγίζειν ἄνδρα τοῦ προσκυνῆσαι αὐτῷ καὶ ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἐπελαμβάνετο αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν.
Β Βασ. 15,5 Οταν δε κανείς Ισραηλίτης τον επλησίαζε να τον προσκυνήση, ο Αβεσσαλώμ άπλωνε το χέρι του, την έπιανε φιλικώς και τον καταφιλούσε.
 
Β Βασ. 15,6 καὶ ἐποίησεν Ἀβεσσαλὼμ κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο παντὶ Ἰσραὴλ τοῖς παραγινομένοις εἰς κρίσιν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἰδιοποιεῖτο Ἀβεσσαλὼμ τὴν καρδίαν ἀνδρῶν Ἰσραήλ.
Β Βασ. 15,6 Ετσι δε συμπεριφερόμενος ο Αβεσσαλώμ προς κάθε Ισραηλίτην, που ήρχετο να δικασθή ενώπιον του βασιλέως, κατακτούσε τας καρδίας των Ισραηλιτών.
 
Β Βασ. 15,7 καὶ ἐγένετο ἀπὸ τέλους τεσσαράκοντα ἐτῶν καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· πορεύσομαι δὴ καὶ ἀποτίσω τὰς εὐχάς μου, ἃς ηὐξάμην τῷ Κυρίῳ ἐν Χεβρών·
Β Βασ. 15,7 Οταν ο Αβεσσαλώμ συνεπλήρωνε το τεσσαρακοστόν έτος της ηλικίας του, είπε προς τον πατέρα του· “δος μου την άδειαν να μεταβώ εις την Χεβρών, δια να εκτελέσω ένα τάξιμο, το οποίον έχω κάμει προς τον Κυριον.
 
Β Βασ. 15,8 ὅτι εὐχὴν ηὔξατο ὁ δοῦλός σου ἐν τῷ οἰκεῖν με ἐν Γεδσοὺρ ἐν Συρίᾳ λέγων· ἐὰν ἐπιστρέφων ἐπιστρέψῃ με Κύριος εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ λατρεύσω τῷ Κυρίῳ.
Β Βασ. 15,8 Διότι εγώ, ο δούλος σου, όταν έμενα εξόριστος εις την Γεδσούρ της Συρίας, έκαμα μίαν ευχήν στον Κυριον και είπα· Εάν ευδοκήση ο Κυριος και επιστρέψω εις την Ιερουσαλήμ, θα του προσφέρω δώρον της λατρείας μου προς αυτόν”.
 
Β Βασ. 15,9 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· βάδιζε εἰς εἰρήνην· καὶ ἀναστὰς ἐπορεύθη εἰς Χεβρών.
Β Βασ. 15,9 Ο βασιλεύς Δαυίδ ανύποπτος απήντησε προς τον Αβεσσαλώμ· “πήγαινε εις οδόν ειρήνης”. Εκείνος δε εξεκίνησε και μετέβη εις την Χεβρών.
 
Β Βασ. 15,10 καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ κατασκόπους ἐν πάσαις φυλαῖς Ἰσραὴλ λέγων· ἐν τῷ ἀκοῦσαι ὑμᾶς τὴν φωνὴν τῆς κερατίνης καὶ ἐρεῖτε· βεβασίλευκε βασιλεὺς Ἀβεσσαλὼμ ἐν Χεβρών.
Β Βασ. 15,10 Εστειλε δε κατασκόπους ο Αβεσσαλώμ εις όλας τας φυλάς του Ισραήλ, δια να αναγγείλουν τα εξής· Αμέσως μόλις ακούσετε τον ήχον κερατίνης σάλπιγγας θα πήτε· «ανεκηρύχθη βασιλεύς εις την Χεβρών ο Αβεσσαλώμ”.
 
Β Βασ. 15,11 καὶ μετὰ Ἀβεσσαλὼμ ἐπορεύθησαν διακόσιοι ἄνδρες ἐξ Ἱερουσαλὴμ κλητοὶ καὶ πορευόμενοι τῇ ἁπλότητι αὐτῶν καὶ οὐκ ἔγνωσαν πᾶν ῥῆμα.
Β Βασ. 15,11 Μαζή δε με τον Αβεσσαλώμ επορεύθησαν προς την Χεβρών από την Ιερουσαλήμ διακόσιοι άλλοι επίσημοι άνδρες. Αυτοί επήγαν μαζή του με όλην των την απλότητα, χωρίς να γνωρίζουν τίποτε από όσα πονηρά είχε κατά νουν ο Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 15,12 καὶ ἀπέστειλεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐκάλεσε τὸν Ἀχιτόφελ τὸν Γελμωναῖον τὸν σύμβουλον Δαυὶδ ἐκ τῆς πόλεως αὐτοῦ ἐκ Γωλὰ ἐν τῷ θυσιάζειν αὐτόν. καὶ ἐγένετο σύστρεμμα ἰσχυρόν, καὶ ὁ λαὸς ὁ πορευόμενος καὶ πολὺς μετὰ Ἀβεσσαλώμ.
Β Βασ. 15,12 Ο Αβεσσαλώμ, όταν είχε κατεβή εις την Χεβρών, δια να προσφέρη την θυσίαν του τάματός του, έστειλεν άνθρωπον και προσεκάλεσε τον Αχιτόφελ τον Γελμωναίον, ο οποίος ήτο σύμβουλος του Δαυίδ και κατήγετο από την πόλιν Γωλά. Ετσι δε το συνωμοτικόν στράτευμα του Αβεσσαλώμ εγίνετο ολονέν και ισχυρότερον, διότι πολύς λαός συνεχώς επορεύετο και ακολουθούσε τον Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 15,13 καὶ παρεγένετο ὁ ἀπαγγέλλων πρὸς Δαυὶδ λέγων· ἐγενήθη ἡ καρδία ἀνδρῶν Ἰσραὴλ ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ.
Β Βασ. 15,13 Ηλθεν όμως ενας αγγελιαφόρος προς τον Δαυίδ και του είπεν· “όλοι οι Ισραηλίται έχουν ακολουθήσει τον Αβεσσαλώμ”.
 
Β Βασ. 15,14 καὶ εἶπε Δαυὶδ πᾶσι τοῖς παισὶν αὐτοῦ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ τοῖς ἐν Ἱερουσαλήμ· ἀνάστητε καὶ φύγωμεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν σωτηρία ἀπὸ προσώπου Ἀβεσσαλώμ· ταχύνατε τοῦ πορευθῆναι, ἵνα μὴ ταχύνῃ καὶ καταλάβῃ ἡμᾶς καὶ ἐξώσῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς τὴν κακίαν καὶ πατάξῃ τὴν πόλιν ἐν στόματι μαχαίρας.
Β Βασ. 15,14 Ο Δαυίδ, ο οποίος αντελήφθη πλέον τους πονηρούς σκοπούς του Αβεσσαλώμ, είπε προς τους δούλους του, που ευρίσκοντο μαζή του εις την Ιερουσαλήμ· “σηκωθήτε και ας φύγωμεν. Διότι εάν συναντηθώμεν με τον Αβεσσαλώμ, δεν θα υπάρξη καμμία σωτηρία δι' ημάς. Σπεύσατε να φύγωμεν, μήπως τυχόν εκείνος τρέξη και μας καταλάβη και αφήση να πέση επάνω μας όλη η κακία του και περάση τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ εν στόματι μαχαίρας”.
 
Β Βασ. 15,15 καὶ εἶπον οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως πρὸς τὸν βασιλέα· κατὰ πάντα, ὅσα αἱρεῖται ὁ κύριος ἡμῶν ὁ βασιλεύς, ἰδοὺ οἱ παῖδές σου.
Β Βασ. 15,15 Οι δούλοι του βασιλέως είπαν προς αυτόν· “όλα όσα αποφασίση να πράξη ο κύριός μας και βασιλεύς μας, ημείς είμεθα πρόθυμοι να υπακούσωμεν και να πράξωμεν”.
 
Β Βασ. 15,16 καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ τοῖς ποσὶν αὐτῶν· καὶ ἀφῆκεν ὁ βασιλεὺς δέκα γυναῖκας τῶν παλλακῶν αὐτοῦ φυλάσσειν τὸν οἶκον.
Β Βασ. 15,16 Ο βασιλεύς πεζοπορών, μαζή δε με αυτόν και όλος ο βασιλικός του οίκος, έφυγαν από την Ιερουσαλήμ. Αφήκε δε μόνον δέκα από τας γυναίκας του της δευτέρας σειράς, να φυλάττουν τον βασιλικόν του οίκον.
 
Β Βασ. 15,17 καὶ ἐξῆλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ πεζῇ καὶ ἔστησαν ἐν οἴκῳ τῷ μακράν.
Β Βασ. 15,17 Εβγήκεν ο βασιλεύς και όλη η αυλή του πεζοπορούντες και εσταμάτησαν εις ένα μακρυνόν οίκον.
 
Β Βασ. 15,18 καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀνὰ χεῖρα αὐτοῦ παρῆγον καὶ πᾶς Χελεθὶ καὶ πᾶς ὁ Φελεθὶ καὶ ἔστησαν ἐπὶ τῆς ἐλαίας ἐν τῇ ἐρήμῳ· καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύετο ἐχόμενος αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ περὶ αὐτὸν καὶ πάντες οἱ ἁδροὶ καὶ πάντες οἱ μαχηταὶ ἑξακόσιοι ἄνδρες, καὶ παρῆσαν ἐπὶ χεῖρα αὐτοῦ· καὶ πᾶς ὁ Χελεθὶ καὶ πᾶς ὁ Φελεθὶ καὶ πάντες οἱ Γεθθαῖοι, οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἐλθόντες τοῖς ποσὶν αὐτῶν ἐκ Γέθ, πορευόμενοι ἐπὶ πρόσωπον τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 15,18 Ολοι οι αυλικοί του και οι δούλοι του τον περιεστοίχιζαν και εβάδιζαν μαζή του. Επίσης μαζή του επορεύοντο όλοι οι της προσωπικής του φρουράς, οι Χελεθί και Φελεθί, και εσταμάτησαν εις κάποιαν εληάν, η οποία ευρίσκετο εις έρημον περιοχήν. Ολος ο λαός εβάδιζε πλησίον του, όπως επίσης και οι επίσημοι και όλοι οι μαχηταί, εν όλω εξακόσιοι άνδρες υπό την εξουσίαν του. Πλησίον του ήσαν η σωμαμαφυλακή του από τους Χελεθί και Φελεθί, όλοι οι Γεθθαίοι, οι εξακόσιοι άνδρες, οι οποίοι είχον έλθει πεζοπορούντες από την Γέθ, και εβάδιζαν μαζή με τον βασιλέα.
 
Β Βασ. 15,19 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐθθὶ τὸν Γεθθαῖον· ἱνατί πορεύῃ καὶ σὺ μεθ᾿ ἡμῶν; ἐπίστρεφε καὶ οἴκει μετὰ τοῦ βασιλέως, ὅτι ξένος εἶ σὺ καὶ ὅτι μετῴκησας σὺ ἐκ τοῦ τόπου σου.
Β Βασ. 15,19 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς τον Εθθί, τον Γεθθαίον· “διατί και συ ερχεσαι μαζή μας; Γυρισε πίσω και μένε μαζή με τον βασιλέα Αβεσσαλώμ, διότι συ είσαι απλώς ένας φιλοξενούμενός μας και δεν έχεις μετοικήσει από τον τόπον σου, δια να εγκατασταθής οριστικώς πλησίον μας.
 
Β Βασ. 15,20 εἰ ἐχθὲς παραγέγονας, καὶ σήμερον κινήσω σε μεθ᾿ ἡμῶν; καί γε μεταναστήσεις τὸν τόπον σου; ἐχθὲς ἡ ἐξέλευσίς σου, καὶ σήμερον μετακινήσω σε μεθ᾿ ἡμῶν τοῦ πορευθῆναι; καὶ ἐγὼ πορεύσομαι οὗ ἐὰν ἐγὼ πορευθῶ. ἐπιστρέφου καὶ ἐπίστρεψον τοὺς ἀδελφούς σου μετὰ σοῦ, καὶ Κύριος ποιήσει μετὰ σοῦ ἔλεος καὶ ἀλήθειαν.
Β Βασ. 15,20 Εφόσον χθες ήλθες, πως είναι δυνατόν να σε μετακινήσω μαζή μας σήμερον; Λοιπόν, θα μεταναστεύσης από τον τόπον σου; Επαναλαμβάνω, χθες εβγήκες από την πατρίδα σου και πως θα σε υποχρεώσω εγώ σήμερον, να με ακολουθήσης εις την πορείαν μας; Αλλωστε εγώ θα πορευθώ, όπου ημπορέσω να πορευθώ. Γυρισε λοιπόν πίσω, επίστρεψε στους αδελφούς σου, στους ιδικούς σου. Ο δε Θεός θα δείξη το έλεός του και την αλήθειάν του προς σέ”.
 
Β Βασ. 15,21 καὶ ἀπεκρίθη Ἐθθὶ τῷ βασιλεῖ καὶ εἶπε· ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι εἰς τὸν τόπον, οὗ ἐὰν ᾖ ὁ κύριός μου, καὶ ἐὰν εἰς θάνατον καὶ ἐὰν εἰς ζωήν, ὅτι ἐκεῖ ἔσται ὁ δοῦλός σου.
Β Βασ. 15,21 Απεκρίθη ο Εθθί προς τον βασιλέα Δαυίδ και είπεν· “ορκίζομαι στον ζώντα Κυριον τον Θεόν μου και στον κύριόν μου τον βασιλέα ότι, όπου ο κύριός μου θα μεταβή στον θάνατον η εις την ζωήν, εκεί και εγώ ο δούλος σου θα είμαι μαζή σου”.
 
Β Βασ. 15,22 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐθθί· δεῦρο καὶ διάβαινε μετ᾿ ἐμοῦ· καὶ παρῆλθεν Ἐθθὶ ὁ Γεθθαῖος καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ πάντες οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ὁ μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 15,22 Ο βασιλεύς Δαυίδ συγκινημένος είπε προς τον Εθθί· “έλα, βάδιζε μαζή μας”. Ο Εθθί ο Γεθθαίος, συνεπορεύετο μαζή με τον βασιλέα και με όλους τους δούλους και με όλον τον στρατόν αυτού.
 
Β Βασ. 15,23 καὶ πᾶσα ἡ γῆ ἔκλαιε φωνῇ μεγάλῃ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς παρεπορεύοντο ἐν τῷ χειμάῤῥῳ τῶν Κέδρων, καὶ ὁ βασιλεὺς διέβη τὸν χειμάῤῥουν Κέδρων καὶ πᾶς ὁ λαὸς καὶ ὁ βασιλεὺς παρεπορεύοντο ἐπὶ πρόσωπον ὁδοῦ τὴν ἔρημον.
Β Βασ. 15,23 Ολοι δε όσοι ήσαν μαζή με τον φεύγοντα Δαυίδ έκλαιαν με φωνήν μεγάλην. Ολος ο λαός διεπέρασε τον χείμαρρον των Κέδρων. Επίσης ο βασιλεύς Δαυίδ και όλος ο λαός, αφού διέβησαν τον χείμαρρον των Κέδρων, εσκόπευαν να πορευθούν δια της οδού, η οποία ωδηγούσε εις την έρημον του Ιορδάνου.
 
Β Βασ. 15,24 καὶ ἰδοὺ καί γε Σαδὼκ καὶ πάντες οἱ Λευῖται μετ᾿ αὐτοῦ αἴροντες τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου ἀπὸ Βαιθὰρ καὶ ἔστησαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Β Βασ. 15Θεοῦ. καὶ ἀνέβη Ἀβιάθαρ, ἕως ἐπαύσατο πᾶς ὁ λαὸς παρελθεῖν ἐκ τῆς πόλεως.
Β Βασ. 15,24 Και ιδού, κατά την διάβασιν του χειμάρρου, παρουσιάσθη και ο Σαδώκ, ο αρχιερεύς, και μαζή με αυτόν όλοι οι Λευίται, οι οποίοι μετέφεραν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου από την Βαιθάρ. Αυτοί ετοποθέτησαν εκεί την ιεράν Κιβωτόν. Ανέβη δε και ο αρχιερεύς Αβιάθαρ, ο οποίος παρέμενεν εκεί, έως ότου έπαυσε πλέον να εξέρχεται από την Ιερουσαλήμ ο λαός, που ακολουθούσε τον Δαυίδ.
 
Β Βασ. 15,25 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Σαδώκ· ἀπόστρεψον τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλιν· ἐὰν εὕρω χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου, καὶ ἐπιστρέψει με καὶ δείξει μοι αὐτήν καὶ τὴν εὐπρέπειαν αὐτῆς.
Β Βασ. 15,25 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε τότε προς τον Σαδώκ· “επανάφερε την Κιβωτόν εις την πόλιν. Εάν δε εύρω χάριν ενώπιον του Κυρίου και ευδοκήση να με επαναφέρη εις την πόλιν, θα μου δείξη πάλιν την Κιβωτόν και την ωραιότητά της.
 
Β Βασ. 15,26 καὶ ἐὰν εἴπῃ οὕτως· οὐκ ἠθέληκα ἐν σοί, ἰδοὺ ἐγώ εἰμι, ποιείτω μοι κατὰ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ.
Β Βασ. 15,26 Εάν όμως μου ομιλήση κατ' αυτόν τον τρόπον “δεν ευαρεστούμαι εις σέ” θα είπω· Ιδού εγώ είμαι έτοιμος. Ας κάμη ο Θεός δι' εμέ ο,τι είναι καλόν ενώπιόν του”.
 
Β Βασ. 15,27 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Σαδὼκ τῷ ἱερεῖ· ἴδετε, σὺ ἐπιστρέφεις εἰς τὴν πόλιν ἐν εἰρήνῃ, καὶ Ἀχιμάας ὁ υἱός σου καὶ Ἰωνάθαν ὁ υἱὸς Ἀβιάθαρ οἱ δύο υἱοὶ ὑμῶν μεθ᾿ ὑμῶν·
Β Βασ. 15,27 Είπε δε ο βασιλεύς στον Σαδώκ, τον αρχιερέα· “κυττάξτε, συ επιστρέφεις ειρηνικώς εις την πόλιν. Μαζή δέ με σας επιστρέφουν και τα παιδιά σας, ο Αχιμάας ο ιδικός σου υιός, και Ιωνάθαν ο υιός του Αβιάθαρ.
 
Β Βασ. 15,28 ἴδετε, ἐγώ εἰμι στρατεύομαι ἐν Ἀραβὼθ τῆς ἐρήμου ἕως τοῦ ἐλθεῖν ῥῆμα παρ᾿ ὑμῶν τοῦ ἀπαγγεῖλαί μοι.
Β Βασ. 15,28 Ιδέτε, εγώ θα ευρίσκομαι εις κατάστασιν εκστρατείας εις την έρημον Αραβώθ, μέχρις ότου λάβω κάποιαν καλήν πληροφορίαν από σας”.
 
Β Βασ. 15,29 καὶ ἀπέστρεψε Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκάθισεν ἐκεῖ.
Β Βασ. 15,29 Ο Σαδώκ και ο Αβιάθαρ επέστρεψαν φέροντες την Κιβωτόν του Θεού εις την Ιερουσαλήμ και εγκατεστάθησαν εκεί.
 
Β Βασ. 15,30 καὶ Δαυὶδ ἀνέβαινεν ἐν τῇ ἀναβάσει τῶν ἐλαιῶν ἀναβαίνων καὶ κλαίων καὶ τὴν κεφαλὴν ἐπικεκαλυμμένος, καὶ αὐτὸς ἐπορεύετο ἀνυπόδετος, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ἐπεκάλυψεν ἀνὴρ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἀνέβαινον ἀναβαίνοντες καὶ κλαίοντες.
Β Βασ. 15,30 Ο δε Δαυίδ ανήρχετο τον λόφον των Ελαιών κλαίων και έχων σκεπασμένην την κεφαλήν του εις ένδειξιν πένθους. Επορεύετο δε ανυπόδητος. Ολοι οι άνδρες, οι οποίοι ήσαν μαζή του, εσκέπασαν την κεφαλήν των και ανέβαιναν τον ανήφορον του Ορους Ελαιών κλαίοντες και εκείνοι.
 
Β Βασ. 15,31 καὶ ἀνηγγέλη Δαυὶδ λέγοντες· καὶ Ἀχιτόφελ ἐν τοῖς συστρεφομένοις μετὰ Ἀβεσσαλώμ· καὶ εἶπε Δαυίδ· διασκέδασον δὴ τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ, Κύριε ὁ Θεός μου.
Β Βασ. 15,31 Τοτε εγνωστοποιήθη στον Δαυίδ ότι και αυτός ο Αχιτόφελ ευρίσκετο μαζή με τους στασιαστάς, με το μέρος του Αβεσσαλώμ. Προοηυχήθη δε ο Δαυίδ προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε και Θεέ μου, σε παρακαλώ, ματαίωσε τα εναντίον εμού πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ”.
 
Β Βασ. 15,32 καὶ ἦν Δαυὶδ ἐρχόμενος ἕως τοῦ Ῥοώς, οὗ προσεκύνησεν ἐκεῖ τῷ Θεῷ, καὶ ἰδοὺ εἰς ἀπαντὴν αὐτῷ Χουσὶ ὁ ἀρχιεταῖρος Δαυὶδ διεῤῥηχὼς τὸν χιτῶνα αὐτοῦ καὶ γῆ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ.
Β Βασ. 15,32 Κατόπιν ο Δαυίδ έφθασε μέχρι της θέσεως Ροώς, όπου και προσεκύνησεν εκεί τον Θεόν. Και ιδού, εις απάντησιν του Δαυίδ παρουσιάσθη ο Χουσί, ο στενός αυτού φίλος, με σχισμένον τον χιτώνα του και με χώμα επάνω εις την κεφαλήν του.
 
Β Βασ. 15,33 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· ἐὰν μὲν διαβῇς μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ ἔσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ εἰς βάσταγμα·
Β Βασ. 15,33 Είπε δε ο Δαυίδ προς αυτόν· “εάν διαβής και έλθης μαζή μου, θα είσαι εις εμέ βάρος.
 
Β Βασ. 15,34 καὶ ἐὰν ἐπιστρέψῃς ἐπὶ τὴν πόλιν, καὶ ἐρεῖς τῷ Ἀβεσσαλώμ· διεληλύθασιν οἱ ἀδελφοί σου, καὶ ὁ βασιλεὺς κατόπισθέν μου διελήλυθεν ὁ πατήρ σου, καὶ νῦν παῖς σού εἰμι, βασιλεῦ, ἔασόν με ζῆσαι, παῖς τοῦ πατρός σου ἤμην τότε καὶ ἀρτίως, καὶ νῦν ἐγὼ δοῦλος σός· καὶ διασκεδάσεις μοι τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ.
Β Βασ. 15,34 Εάν όμως επιστρέψης εις την πόλιν, εκεί θα είπης στον Αβεσσαλώμ· Οι αδελφοί σου ανεχώρησαν. Εφυγεν επίσης από εμέ ο βασιλεύς, ο πατήρ σου. Εγώ είμαι τώρα δούλος ιδικός σου, βασιλεύ. Αφησέ με να ζήσω. Δούλος του πατρός σου ήμουν προηγουμένως, μέχρι προ ολίγου. Τωρα εγώ θα γίνω δούλος ιδικός σου. Μένων δε συ πλησίον του Αβεσσαλώμ, θα κατορθώσης να διαλύσης τα εναντίον εμού πονηρά σχέδια του Αχιτόφελ.
 
Β Βασ. 15,35 καὶ ἰδοὺ ἐκεῖ μετὰ σοῦ Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ οἱ ἱερεῖς, καὶ ἔσται πᾶν ῥῆμα, ὃ ἐὰν ἀκούσῃς ἐξ οἴκου τοῦ βασιλέως, καὶ ἀπαγγελεῖς τῷ Σαδὼκ καὶ τῷ Ἀβιάθαρ τοῖς ἱερεῦσιν.
Β Βασ. 15,35 Μαζή σου δε εις την Ιερουσαλήμ θα είναι και οι αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ. Ο,τι ακούεις από τον βασιλικόν οίκον του Αβεσσαλώμ, θα το γνωστοποιής στους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ.
 
Β Βασ. 15,36 ἰδοὺ ἐκεῖ μετ᾿ αὐτῶν δύο υἱοὶ αὐτῶν, Ἀχιμάας υἱὸς τῷ Σαδὼκ καὶ Ἰωνάθαν υἱὸς τῷ Ἀβιάθαρ, καὶ ἀποστελεῖτε ἐν χειρὶ αὐτῶν πρός με πᾶν ῥῆμα, ὃ ἐὰν ἀκούσητε.
Β Βασ. 15,36 Επίσης μαζή με αυτούς είναι τα δυό παιδιά των. Ο Αχιμάας υιός του Σαδώκ, και ο Ιωνάθαν υιός του Αβιάθαρ. Δια μέσου αυτών θα μου γνωστοποιήτε κάθε τι, το οποίον θα ακούσετε”.
 
Β Βασ. 15,37 καὶ εἰσῆλθε Χουσὶ ὁ ἑταῖρος Δαυὶδ εἰς τὴν πόλιν, καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἄρτι εἰσεπορεύετο εἰς Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 15,37 Ο Χουσί, ο στενός φίλος του Δαυίδ, επείσθη, επανήλθεν εις την πόλιν, όταν ο Αβεσσαλώμ εισήρχετο εις την Ιερουσαλήμ.
 
Κεφάλαιο 16ο
Β Βασ. 16,1 Καὶ Δαυὶδ παρῆλθε βραχύ τι ἀπὸ τῆς Ῥοὼς καὶ ἰδοὺ Σιβὰ τὸ παιδάριον Μεμφιβοσθὲ εἰς ἀπαντὴν αὐτοῦ καὶ ζεῦγος ὄνων ἐπίσεσαγμένων, καὶ ἐπ᾿ αὐτοῖς διακόσιοι ἄρτοι καὶ ἑκατὸν σταφίδες καὶ ἑκατὸν φοίνικες καὶ νέβελ οἴνου.
Β Βασ. 16,1 Οταν ο Δαυίδ επροχώρησε εις μικρόν τι διάστημα από την Ροώς, ιδού ήλθεν εις προϋπάντησίν του ο Σιβά, ο δούλος του Μεμφιβοσθέ, με δύο σαμαρωμένους όνους. Επάνω στους όνους αυτούς ήσαν φορτωμένοι διακόσιοι άρτοι, εκατό μεγάλα τσαμπιά σταφίδες, εκατό φοίνικες και ένας ασκός με οίνον.
 
Β Βασ. 16,2 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Σιβά· τί ταῦτά σοι; καὶ εἶπε Σιβά· τὰ ὑποζύγια τῇ οἰκίᾳ τοῦ βασιλέως τοῦ ἐπικαθῆσθαι, καὶ οἱ ἄρτοι καὶ οἱ φοίνικες εἰς βρῶσιν τοῖς παιδαρίοις, καὶ ὁ οἶνος πιεῖν τοῖς ἐκλελυμένοις ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Β Βασ. 16,2 Ο βασιλεύς είπε προς τον Σιβά· “προς ποίον σκοπόν τα έχεις αυτά;” Ο Σιβά απήντησε· “τα ζώα είναι, δια να καθήσουν τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, οι δε άρτοι και οι φοίνικες είναι φαγητόν των ανδρών σου. Ο οίνος είναι, δια να τον πιουν εκείνοι, που είναι εξηντλημένοι από την πορείαν εις την έρημον”.
 
Β Βασ. 16,3 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καὶ ποῦ ὁ υἱὸς τοῦ κυρίου σου; καὶ εἶπε Σιβὰ πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ κάθηται ἐν Ἱερουσαλήμ, ὅτι εἶπε· σήμερον ἐπιστρέψουσί μοι οἶκος Ἰσραὴλ τὴν βασιλείαν τοῦ πατρός μου.
Β Βασ. 16,3 Ο βασιλεύς τον ηρώτησε πάλιν· “που είναι το παιδί του κυρίου σου;” Ο Σιβά απήντησε προς τον βασιλέα· “ιδού, κάθεται εις την Ιερουσαλήμ, διότι είπε· Σημερον οι Ισραηλίται θα με αποκαταστήσουν εις την βασιλείαν του πατρός μου”.
 
Β Βασ. 16,4 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Σιβά· ἰδού σοι πάντα, ὅσα ἐστὶ Μεμφιβοσθέ. καὶ εἶπε Σιβὰ προσκυνήσας· εὕροιμι χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, κύριέ μου βασιλεῦ.
Β Βασ. 16,4 Ο βασιλεύς είπεν στον Σιβά· “ιδού, εγώ σου δίδω όλα όσα ανήκουν στον Μεμφιβοσθέ”. Ο Σιβά προσεκύνησε τον Δαυίδ και είπεν· “είθε να εύρω την χάριν αυτήν ενώπιόν σου, κύριέ μου και βασιλεύ”.
 
Β Βασ. 16,5 καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἕως Βαουρίμ· καὶ ἰδοὺ ἐκεῖθεν ἀνὴρ ἐξεπορεύετο ἐκ συγγενείας οἴκου Σαούλ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σεμεΐ υἱὸς Γηρά· ἐξῆλθεν ἐκπορευόμενος καὶ καταρώμενος
Β Βασ. 16,5 Ο βασιλεύς Δαυίδ ήλθεν από εκεί εις Βαουρίμ. Και ιδού προσήλθεν εκεί ένας ανήρ, συγγενής της οικογενείας του Σαούλ. Ωνομάζετο Σεμεΐ και ήτο υιός του Γηρά. Αυτός επροχωρούσε καταρώμενος
 
Β Βασ. 16,6 καὶ λιθάζων ἐν λίθοις τὸν Δαυὶδ καὶ πάντας τοὺς παῖδας τοῦ βασιλέως Δαυίδ. καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἦν καὶ πάντες οἱ δυνατοὶ ἐκ δεξιῶν καὶ ἐξ εὐωνύμων τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 16,6 και ρίπτων λίθους εναντίον του Δαυίδ και εναντίον όλων των δούλων του βασιλέως. Ολος ο λαός και όλοι οι ισχυροί πολεμισταί ήσαν εκ δεξιών και εξ αριστερών του βασιλέως.
 
Β Βασ. 16,7 καὶ οὕτως ἔλεγε Σεμεΐ ἐν τῷ καταρᾶσθαι αὐτόν· ἔξελθε, ἔξελθε ἀνὴρ αἱμάτων καὶ ἀνὴρ ὁ παράνομος·
Β Βασ. 16,7 Αυτά δε έλεγεν ο Σεμεΐ καταρώμενος τον Δαυίδ· “φύγε, φύγε, άνθρωπε πνιγμένε εις τα αίματα, άνθρωπε της παρανομίας.
 
Β Βασ. 16,8 ἐπέστρεψεν ἐπὶ σὲ Κύριος πάντα τὰ αἵματα τοῦ οἴκου Σαούλ, ὅτι ἐβασίλευσας ἀντ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔδωκε Κύριος τὴν βασιλείαν ἐν χειρὶ Ἀβεσσαλὼμ τοῦ υἱοῦ σου· καὶ ἰδοὺ σὺ ἐν τῇ κακίᾳ σου, ὅτι ἀνὴρ αἱμάτων σύ.
Β Βασ. 16,8 Ο Κυριος έρριψε τώρα επάνω σου όλους τους αδίκους φόνους, τους οποίους διέπραξες εναντίον της βασιλικής οικογενειας του Σαούλ, ώστε να γίνης συ αντί εκείνου βασιλεύς. Παρέδωκε τώρα την βασιλείαν σου εις τα χέρια του παιδιού σου, του Αβεσσαλώμ. Και να, τώρα συ υφίστασαι τας τιμωρίας των κακών σου πράξεων, διότι είσαι ανήρ πνιγμένος εις αθώα αίματα”.
 
Β Βασ. 16,9 καὶ εἶπεν Ἀβεσσὰ υἱὸς Σαρουΐας πρὸς τὸν βασιλέα· ἱνατί καταρᾶται ὁ κύων ὁ τεθνηκὼς οὗτος τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα; διαβήσομαι δὴ καὶ ἀφελῶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ.
Β Βασ. 16,9 Ο Αβεσσά, ο υιός της Σαρουΐας, ειπέ προς τον βασιλέα· “πως τολμά αυτό το ψόφιο σκυλί και καταράται τον κύριόν μου και βασιλέα μου; Θα περάσω προς τα εκεί και θα του αποκόψω την κεφαλήν”.
 
Β Βασ. 16,10 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί ἐμοὶ καὶ ὑμῖν, υἱοὶ Σαρουΐας; ἄφετε αὐτὸν καὶ οὕτως καταράσθω, ὅτι Κύριος εἶπεν αὐτῷ καταρᾶσθαι τὸν Δαυίδ, καὶ τίς ἐρεῖ, ὡς τί ἐποίησας οὕτως;
Β Βασ. 16,10 Είπεν ο βασιλεύς· “διατί αναμιγνύεσθε σεις, οι υιοί της Σαρουΐας, εις τας ιδικάς μου υποθέσεις; Αφήστε τον αυτόν να με καταράται έτσι, διότι ο Κυριος του είπε να καταράται εμέ τον Δαυίδ. Ποιός, λοιπόν, ημπορεί να είπη εις αυτόν διατί έπραξες και εφέρθης τοιουτοτρόπως;”
 
Β Βασ. 16,11 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσὰ καὶ πρὸς πάντας τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἰδοὺ ὁ υἱός μου ὁ ἐξελθὼν ἐκ τῆς κοιλίας μου ζητεῖ τὴν ψυχήν μου, καὶ προσέτι νῦν ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεμινί· ἄφετε αὐτὸν καταρᾶσθαι, ὅτι εἶπεν αὐτῷ Κύριος·
Β Βασ. 16,11 Ο Δαυίδ είπε προς τον Αβεσσά και προς όλους τους γύρω αυλικούς του και στρατιώτας του· “Αφού ο υιός μου, ο οποίος είναι ιδικός μου γόνος, ζητεί την ζωήν μου, πόσον μάλλον ο Σεμεΐ, αυτός ο Βενιαμίτης; Αφήστε τον να με καταράται, διότι είπε τούτο εις αυτόν ο Κυριος.
 
Β Βασ. 16,12 εἴπως ἴδοι Κύριος ἐν τῇ ταπεινώσει μου καὶ ἐπιστρέψει μοι ἀγαθὰ ἀντὶ τῆς κατάρας αὐτοῦ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ.
Β Βασ. 16,12 Υπομένω τας κατάρας του, μήπως ο Θεός ίδη αυτόν τον εξευτελισμόν μου και με ανταμείψη με αγαθά, αντί της κατάρας η οποία κατά την ημέραν αυτήν εξεσφενδονίσθη εναντίον μου”.
 
Β Βασ. 16,13 καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ πάντες οἱ ἄνδρες αὐτοῦ ἐν τῇ ὁδῷ, καὶ Σεμεΐ ἐπορεύετο ἐκ πλευρᾶς τοῦ ὄρους ἐχόμενα αὐτοῦ πορευόμενος καὶ καταρώμενος καὶ λιθάζων ἐν λίθοις ἐκ πλαγίων αὐτοῦ καὶ τῷ χοΐ πάσσων.
Β Βασ. 16,13 Ο Δαυίδ συνέχισε τον δρόμον του και μαζή του συνεπορεύοντο όλοι όσοι τον ακολουθούσαν. Εβάδιζε δε και ο Σεμεΐ εις κάποιον πλευράν του όρους πλησίον του Δαυίδ. Ενώ δε επροχωρούσε, κατηράτο συνεχώς τον Δαυίδ και έρριπτε λίθους εναντίον του και εσκόρπιζε χώμα κατά του Δαυίδ.
 
Β Βασ. 16,14 καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ᾿ αὐτοῦ ἐκλελυμένοι καὶ ἀνέψυξαν ἐκεῖ.
Β Βασ. 16,14 Ο βασιλεύς και όλος ο λαός, που ήσαν μαζή του κατάκοποι από την μεγάλην πορείαν ήλθαν εις κάποιο εκεί μέρος και ανεπαύθησαν.
 
Β Βασ. 16,15 Καὶ Ἀβεσσαλὼμ καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ εἰσῆλθον εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ Ἀχιτόφελ μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 16,15 Εν τω μεταξύ ο Αβεσσαλώμ και όλος ο ισραηλιτικός στρατός, που ήτο μαζή του, εισήλθον εις την Ιερουσαλήμ. Μαζή του δε ήτο και ο Αχιτόφελ.
 
Β Βασ. 16,16 καὶ ἐγενήθη ἡνίκα ἦλθε Χουσὶ ὁ ἀρχιεταῖρος Δαυὶδ πρὸς Ἀβεσσαλώμ, καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· ζήτω ὁ βασιλεύς.
Β Βασ. 16,16 Οταν ο φίλος του Δαυίδ, ο Χουσί, ήλθε προς τον Αβεσσαλώμ, είπε προς αυτόν· “ζήτω ο βασιλεύς”.
 
Β Βασ. 16,17 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Χουσί· τοῦτο τὸ ἔλεός σου μετὰ τοῦ ἑταίρου σου; ἱνατί οὐκ ἀπῆλθες μετὰ τοῦ ἑταίρου σου;
Β Βασ. 16,17 Ο Αβεσσαλώμ ηρώτησε τον Χουσί· “αυτή είναι η ευγνωμοσύνη και η καλωσύνη σου απέναντι του φίλου σου, του Δαυίδ; Διατί δεν επήγες και συ μαζή με τον φίλον σου;”
 
Β Βασ. 16,18 καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· οὐχί, ἀλλὰ κατόπισθεν οὗ ἐξελέξατο Κύριος καὶ ὁ λαὸς οὗτος καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραήλ, αὐτῷ ἔσομαι καὶ μετὰ αὐτοῦ καθήσομαι·
Β Βασ. 16,18 Απήντησεν ο Χουσί προς τον Αβεσσαλώμ και είπε· “όχι δεν επήγα με εκείνον, διότι θα ακολουθήσω αυτόν, τον οποίον ο Κυριος και όλος ο λαός του Ισραήλ εξέλεξεν ως βασιλέα. Εις αυτόν θα ανήκω και μαζή του θα μένω.
 
Β Βασ. 16,19 καὶ τὸ δεύτερον, τίνι ἐγὼ δουλεύσω; οὐχὶ ἐνώπιον τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ; καθάπερ ἐδούλευσα ἐνώπιον τοῦ πατρός σου, οὕτως ἔσομαι ἐνώπιόν σου.
Β Βασ. 16,19 Εξ άλλου, ποίον εγώ θα υπηρετήσω; Τον υιόν του δεν θα υπηρετήσω; Οπως εδούλευσα τον πατέρα σου, έτσι πιστώς θα δουλεύσω και σέ”.
 
Β Βασ. 16,20 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς Ἀχιτόφελ· φέρετε ἑαυτοῖς βουλὴν τί ποιήσωμεν;
Β Βασ. 16,20 Ο Αβεσσαλώμ είπε προς τον Αχιτόφελ· “σκεφθήτε μεταξύ σας και αποφασίσατε, τι θα κάμωμεν”.
 
Β Βασ. 16,21 καὶ εἶπεν Ἀχιτόφελ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· εἴσελθε πρὸς τὰς παλλακὰς τοῦ πατρός σου, ἃς κατέλιπε φυλάσσειν τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἀκούσεται πᾶς Ἰσραὴλ ὅτι κατῄσχυνας τὸν πατέρα σου, καὶ ἐνισχύσουσιν αἱ χεῖρες πάντων τῶν μετὰ σοῦ.
Β Βασ. 16,21 Ο Αχιτόφελ είπε προς τον Αβεσσαλώμ· “είσελθε προς τας συζύγους της δευτέρας σειράς του πατρός σου, τας οποίας αυτός αφήκε να φυλάττουν τον οίκον του. Ολοι οι Ισραηλίται θα μάθουν ότι με τον τρόπον αυτόν εξηυτέλισες και έδειξες το μίσος σου εναντίον του πατρός σου και θα ενισχυθούν οι άνδρες, που είναι μαζή σου, ώστε να σου είναι πλέον αφοσιωμένοι”.
 
Β Βασ. 16,22 καὶ ἔπηξαν τὴν σκηνὴν τῷ Ἀβεσσαλὼμ ἐπὶ τὸ δῶμα, καὶ εἰσῆλθεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὰς παλλακὰς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ κατ᾿ ὀφθαλμοὺς παντὸς Ἰσραήλ.
Β Βασ. 16,22 Οι άνδρες του Αβεσσαλώμ έστησαν την σκηνήν του επάνω στο ηλιακωτόν του οίκου του Δαυίδ, ο δε Αβεσσαλώμ ενώπιον όλων των Ισραηλιτών ήλθεν εις ένωσιν με τας συζύγους του πατρός του.
 
Β Βασ. 16,23 καὶ ἡ βουλὴ Ἀχιτόφελ, ἣν ἐβουλεύσατο ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρώταις, ὃν τρόπον ἐπερωτήσῃ τις ἐν λόγῳ τοῦ Θεοῦ, οὕτως πᾶσα ἡ βουλὴ τοῦ Ἀχιτόφελ καί γε τῷ Δαυὶδ καί γε τῷ Ἀβεσσαλώμ.
Β Βασ. 16,23 Αι γνώμαι δέ, τας οποίας ο Αχιτόφελ εσκέπτετο και έδιδε κατά τας πρώτας αυτάς ημέρας στον Αβεσσαλώμ, ήσαν ως εάν κανείς ερωτούσε τον Θεόν. Τέτοιες ήσαν αι γνώμαι και αι συμβουλαί, τας οποίας ο Αχιτόφελ προηγουμένως μεν έδιδε προς τον Δαυίδ, τώρα δε έδιδε προς τον Αβεσσαλώμ.
 
Κεφάλαιο 17ο
Β Βασ. 17,1 Καὶ εἶπεν Ἀχιτόφελ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· ἐπιλέξω δὴ ἐμαυτῷ δώδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἀναστήσομαι καὶ καταδιώξω ὀπίσω Δαυὶδ τὴν νύκτα·
Β Βασ. 17,1 Ο Αχιτόφελ είπε κατόπιν προς τον Ανβεσσαλώμ· “δος μου, σε παρακαλώ, την άδειαν να διαλέξω δώδεκα χιλιάδας άνδρας και με αυτούς να σηκωθώ και να καταδιώξω τον Δαυίδ, αυτήν την νύκτα.
 
Β Βασ. 17,2 καὶ ἐπελεύσομαι ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς κοπιῶν καὶ ἐκλελυμένος χερσί, καὶ ἐκστήσω αὐτόν, καὶ φεύξεται πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ πατάξω τὸν βασιλέα μονώτατον·
Β Βασ. 17,2 Θα επέλθω αιφνιδίως εναντίον του. Αυτός θα είναι κουρασμένος από την πορείαν και επομένως ανίκανος εις αντίστασιν. Θα τον αιφνιδιάσω και όλος ο στρατός, ο οποίος είναι μαζή του, θα τραπή εις φυγήν. Και θα μείνη αυτός τελείως μόνος· έτσι δε εγώ θα φονεύσω τον βασιλέα.
 
Β Βασ. 17,3 καὶ ἐπιστρέψω πάντα τὸν λαὸν πρός σε, ὃν τρόπον ἐπιστρέφει ἡ νύμφη πρὸς τὸν ἄνδρα αὐτῆς· πλὴν ψυχὴν ἀνδρὸς ἑνὸς σὺ ζητεῖς καὶ παντὶ τῷ λαῷ ἔσται εἰρήνη.
Β Βασ. 17,3 Θα επαναφέρω δε κατόπιν όλον τον λαόν υποτεταγμένον προς σέ, όπως η νύμφη επιστρέφει υποτεταγμένη στον άνδρα της. Ενός ανθρώπου την ζωήν συ θα αφαιρέσης και εις όλον τον λαόν έπειτα θα επικρατήση ειρήνη”.
 
Β Βασ. 17,4 καὶ εὐθὴς ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐν ὀφθαλμοῖς πάντων τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραήλ·
Β Βασ. 17,4 Η συμβουλή αυτή εφάνη λογική και ωφέλιμος ενώπιον του Αβεσσαλώμ και ενώπιον όλων των πρεσβυτέρων του Ισραήλ.
 
Β Βασ. 17,5 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλώμ· καλέσατε δὴ καί γε τὸν Χουσὶ τὸν Ἀραχί, καὶ ἀκούσωμεν τί ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ καί γε αὐτοῦ.
Β Βασ. 17,5 Διέταξε δε ο Αβεσσαλώμ· “προσκαλέσατε εδώ και τον Χουσί, τον υιόν του Αραχί, δια να ακούσωμεν, τι θα μας είπη και αυτός”.
 
Β Βασ. 17,6 καὶ εἰσῆλθε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ πρὸς αὐτὸν λέγων· κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦτο ἐλάλησεν Ἀχιτόφελ· εἰ ποιήσομεν κατὰ τὸν λόγον αὐτοῦ; εἰ δὲ μή, σὺ λάλησον·
Β Βασ. 17,6 Παρουσιάσθη ο Χουσί στον Αβεσσαλώμ και ο Αβεσσαλώμ τον ηρώτησεν· “αυτά μας είπεν ο Αχιτόφελ. Να εφαρμόσωμεν την συμβουλήν αυτού; Εάν έχης διάφορον γνώμην, ομίλησε”.
 
Β Βασ. 17,7 καὶ εἶπε Χουσὶ πρὸς Ἀβεσσαλώμ· οὐκ ἀγαθὴ αὕτη ἡ βουλή, ἣν ἐβουλεύσατο Ἀχιτόφελ τὸ ἅπαξ τοῦτο.
Β Βασ. 17,7 Είπε δε ο Χουσί προς τον Αβεσσαλώμ· “είναι η μοναδική φορά, κατά την οποίαν δεν είναι ορθή και ωφέλιμος αυτή η συμβουλή, την οποίαν εσκέφθη και έδωσεν ο Αχιτόφελ”.
 
Β Βασ. 17,8 καὶ εἶπε Χουσί· σὺ οἶδας τὸν πατέρα σου καὶ τοὺς ἄνδρας αὐτοῦ, ὅτι δυνατοί εἰσι σφόδρα καὶ κατάπικροι τῇ ψυχῇ αὐτῶν, ὡς ἄρκος ἠτεκνωμένη ἐν ἀγρῷ καὶ ὡς ὗς τραχεῖα ἐν τῷ πεδίῳ, καὶ ὁ πατήρ σου ἀνὴρ πολεμιστὴς καὶ οὐ μὴ καταλύσῃ τὸν λαόν·
Β Βασ. 17,8 Και εν συνεχεία προσέθεσε· “συ γνωρίζστον πατέρα σου και τους άνδρας του, ότι είναι πολύ ισχυροί και γεμάτοι πικρίαν εις την ψυχήν των. Ομοιάζουν με άρκτον εις την ύπαιθρον, η οποία έχασε τα παιδιά της. Ομοιάζουν με αγριόχοιρον εις τα χωράφια. Ο πατέρας σου είναι έμπειρος εις πολέμους και δεν θα διαλύση τον στρατόν του. Θα τον έχη μαζή του, δια να πολεμήση.
 
Β Βασ. 17,9 ἰδοὺ γὰρ αὐτὸς νῦν κέκρυπται ἐν ἑνὶ τῶν βουνῶν ἢ ἐν ἑνὶ τῶν τόπων, καὶ ἔσται ἐν τῷ ἐπιπεσεῖν αὐτοῖς ἐν ἀρχῇ καὶ ἀκούσῃ ὁ ἀκούων καὶ εἴπῃ· ἐγενήθη θραῦσις ἐν τῷ λαῷ τῷ ὀπίσω Ἀβεσσαλώμ,
Β Βασ. 17,9 Και να, κάπου αυτός τώρα κρύβεται εις κάποιο ύψωμα η εις κάποιον άλλον τόπον. Εάν λοιπόν επιτεθώμεν τώρα εναντίον του και κατά την αρχήν αυτήν του πολέμου ηττηθώμεν, θα γίνη τούτο γνωστόν και θα διαδοθή, ότι έγινε μεγάλη θραύσις στον στρατόν, που ακολουθεί τον Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 17,10 καί γε αὐτὸς υἱὸς δυνάμεως, οὗ ἡ καρδία καθὼς ἡ καρδία τοῦ λέοντος, τηκομένη τακήσεται, ὅτι οἶδε πᾶς Ἰσραὴλ ὅτι δυνατὸς ὁ πατήρ σου καὶ υἱοὶ δυνάμεως οἱ μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 17,10 Θα επιπέσήή δε τόσος πανικός εις όλους μας, ώστε και ο πλέον ψύχραιμος και δυνατός από ημάς, του οποίου η καρδία είναι σαν την καρδία του λιονταριού, θα λυώση από τον φόβον, διότι όλος ο ισραηλιτικός λαός γνωρίζει καλά, ότι ο πατέρας σου είναι δυνατός και όλοι όσοι τον ακολουθούν είναι επίσης δυνατοί.
 
Β Βασ. 17,11 ὅτι οὕτως συμβουλεύων ἐγὼ συνεβούλευσα, καὶ συναγόμενος συναχθήσεται ἐπὶ σὲ πᾶς Ἰσραὴλ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος, καὶ τὸ πρόσωπόν σου πορευόμενον ἐν μέσῳ αὐτῶν,
Β Βασ. 17,11 Δια τούτο εγώ, σου δίδω την εξής συμβουλήν και επιμένω εις αυτήν· Να συγκεντρωθή ολόγυρά σου όλος ο ισραηλιτικός λαός, όλοι όσοι κατοικούν από την βορειοτέραν πόλιν την Δαν, μέχρι και την νοτιωτέραν πόλιν την Βηρσαβεέ. Ο στρατός αυτός θα είναι τόσον πολυάριθμος, όση είναι η άμμος της θαλάσσης· αρχηγός δε του πολυαρίθμου αυτού στρατού θα είσαι συ προσωπικώς.
 
Β Βασ. 17,12 καὶ ἥξομεν πρὸς αὐτὸν εἰς ἕνα τῶν τόπων, οὗ ἐὰν εὕρωμεν αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ παρεμβαλοῦμεν ἐπ᾿ αὐτόν, ὡς πίπτει δρόσος ἐπὶ τὴν γῆν, καὶ οὐχ ὑπολειψόμεθα ἐν αὐτῷ καὶ τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ καί γε ἕνα·
Β Βασ. 17,12 Ετσι θα εξορμήσωμεν εναντίον του πατρός σου στο μέρος, όπου τυχόν θα κρύπτεται, θα στρατοπεδεύσωμεν γύρω του και θα επιπέσωμεν από όλα τα σημεία εναντίον του, όπως πέφτει η δροσιά επάνω εις την γην. Δεν θα αφήσωμεν να διαφύγη ούτε αυτός ούτε κανείς από τους άνδρας, οι οποίοι είναι μαζή του.
 
Β Βασ. 17,13 καὶ ἐὰν εἰς τὴν πόλιν συναχθῇ, καὶ λήψεται πᾶς Ἰσραὴλ πρὸς τὴν πόλιν ἐκείνην σχοινία καὶ συροῦμεν αὐτὴν ἕως εἰς τὸν χειμάῤῥουν, ὅπως μὴ καταλειφθῇ ἐκεῖ μηδὲ λίθος.
Β Βασ. 17,13 Και εάν ακόμη ο Δαυίδ, μαζή με τον λαόν που τον ακολουθεί, αποσυρθή και αναβή εις πόλιν τινά επάνω εις ύψωμα, όλοι οι Ισραηλίται, που ακολουθούν ημάς, θα φέρουν σχοινία προς την πόλιν εκείνην, θα την δέσωμεν και θα την σύρωμεν εις την χαράδραν, ώστε να μη μείνη ούτε ενας λίθος εις την πόλιν εκείνην”.
 
Β Βασ. 17,14 καὶ εἶπεν Ἀβεσσαλὼμ καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραήλ· ἀγαθὴ ἡ βουλὴ Χουσὶ τοῦ Ἀραχὶ ὑπὲρ τὴν βουλὴν Ἀχιτόφελ· καὶ Κύριος ἐνετείλατο διασκεδάσαι τὴν βουλὴν τοῦ Ἀχιτόφελ τὴν ἀγαθήν, ὅπως ἂν ἐπαγάγῃ Κύριος ἐπὶ Ἀβεσσαλὼμ τὰ κακὰ πάντα.
Β Βασ. 17,14 Ο Αβεσσαλώμ και οι Ισραηλίται, που παρευρίσκοντο εις την συνομιλίαν αυτήν, απήντησαν· “η γνώμη του Χουσί είναι καλυτέρα και προτιμοτέρα από την γνώμην του Αχιτόφελ”. Ετσι δε ο ίδιος ο Κυριος ηθέλησε και εξουδετέρωσε την γνώμην του Αχιτόφελ, την τόσον συμφέρουσαν δια τον Αβεσσαλώμ, δια να τιμωρήση αυτόν δια τας κακάς του πράξεις.
 
Β Βασ. 17,15 καὶ εἶπε Χουσὶ ὁ τοῦ Ἀραχὶ πρὸς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ τοὺς ἱερεῖς· οὕτως καὶ οὕτως συνεβούλευσεν Ἀχιτόφελ τῷ Ἀβεσσαλὼμ καὶ τοῖς πρεσβυτέροις Ἰσραήλ, καὶ οὕτως καὶ οὕτως συνεβούλευσα ἐγώ.
Β Βασ. 17,15 Ο Χουσί, ο υιός του Αραχί, εγνωστοποίησε προς τον Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, τους αρχιερείς, αυτά. “Αυτά και αυτά συνεβούλευσεν ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ και τους γεροντοτέρους εκ των Ισραηλιτών. Αυτό και αυτό συνεβούλευσα εγώ αυτόν.
 
Β Βασ. 17,16 καὶ νῦν ἀποστείλατε ταχὺ καὶ ἀναγγείλατε τῷ Δαυὶδ λέγοντες· μὴ αὐλισθῇς τὴν νύκτα ἐν Ἀραβὼθ τῆς ἐρήμου καί γε διαβαίνων σπεῦσον, μή ποτε καταπείσῃ τὸν βασιλέα καὶ πάντα τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 17,16 Και λοιπόν, τώρα στείλτε αμέσως και ειδοποιήστε τον Δαυίδ λέγοντες· Να μη παραμείνης κατά την νύκτα αυτήν εις την πεδιάδα της ερήμου της Αραβώθ. Αλλά σπεύσε να περάσης τον Ιορδάνην, μήπως τυχόν ο Αχιτόφελ αλλάξη την γνώμην του βασιλέως και οδηγήση αυτόν και όλον τον στρατόν του εναντίον σου”.
 
Β Βασ. 17,17 καὶ Ἰωνάθαν καὶ Ἀχιμάας εἱστήκεισαν ἐν τῇ πηγῇ Ῥωγήλ, καὶ ἐπορεύθη ἡ παιδίσκη καὶ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ πορεύονται καὶ ἀναγγέλλουσι τῷ βασιλεῖ Δαυίδ, ὅτι οὐκ ἠδύναντο ὀφθῆναι τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν.
Β Βασ. 17,17 Ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας ίσταντο πλησίον εις την πηγήν Ρωήλ. Προς αυτούς μετέβη κάποια υπηρέτρια και τους ανήγγειλε τα γεγονότα αυτά. Αυτοί δε έρχονται και τα αναγγέλλουν στον βασιλέα Δαυίδ. Ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας έμεναν εις την πηγήν Ρωγήλ, (δια να λαμβάνουν εκεί τας πληροφορίας), επειδή δεν ημπορούσαν να φαίνωνται ότι εισέρχονται εις την πόλιν Ιερουσαλήμ.
 
Β Βασ. 17,18 καὶ εἶδεν αὐτοὺς παιδάριον καὶ ἀνήγγειλε τῷ Ἀβεσσαλώμ, καὶ ἐπορεύθησαν οἱ δύο ταχέως καὶ εἰσῆλθαν εἰς οἰκίαν ἀνδρὸς ἐν Βαουρίμ, καὶ αὐτῷ λάκκος ἐν τῇ αὐλῇ, καὶ κατέβησαν ἐκεῖ.
Β Βασ. 17,18 Καποιος όμως νεαρός τους αντελήφθη και κατέστησε γνωστόν τούτο στον Αβεσσαλώμ, ο οποίος και απέστειλεν ανθρώπους, δια να τους συλλάβουν. Ο Ιωνάθαν όμως και ο Αχιμάας επέσπευσαν το βήμα των και εισήλθαν εις την οικίαν ενός ανδρός εις την πόλιν Βαουρίμ. Εις την αυλήν της οικίας του ανθρώπου αυτού υπήρχε κάποιος λάκκος. Κατέβηκαν και εκρύφθησαν εκεί.
 
Β Βασ. 17,19 καὶ ἔλαβεν ἡ γυνὴ καὶ διεπέτασε τὸ ἐπικάλυμμα ἐπὶ πρόσωπον τοῦ λάκκου καὶ ἔψυξεν ἐπ᾿ αὐτῷ ἀραφώθ, καὶ οὐκ ἐγνώσθη ῥῆμα.
Β Βασ. 17,19 Η σύζυγος του ανθρώπου εκείνου, επήρε και έβαλε το σκέπασμα στο στόμιον αυτού του λάκκου και εσκόρπισεν επάνω εις αυτό το σκέπασμα, δήθεν δια να ξηρανθή, σίτον κοπανισμένον και έτσι δεν εφαίνετο, τι ήτο κάτω από αυτόν.
 
Β Βασ. 17,20 καὶ ἦλθαν οἱ παῖδες Ἀβεσσαλὼμ πρὸς τὴν γυναῖκα εἰς τὴν οἰκίαν καὶ εἶπαν· ποῦ Ἀχιμάας καὶ Ἰωνάθαν; καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ γυνή· παρῆλθαν μικρὸν τοῦ ὕδατος, καὶ ἐζήτησαν καὶ οὐχ εὗραν καὶ ἀνέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 17,20 Οι δούλοι του Αβεσσαλώμ έφθασαν εις την οικίαν προς την γυναίκα και την ηρώτησαν· “που είναι ο Αχιμάας και ο Ιωνάθαν;” Εκείνη όμως τους απήντησεν· “επερασαν προ ολίγου αυτό το ρυάκιον”. Οι απεσταλμένοι ηρεύνησαν προς όλας τας κατευθύνσεις, δεν τους εύρον και επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ.
 
Β Βασ. 17,21 ἐγένετο δὲ μετὰ τὸ ἀπελθεῖν αὐτοὺς καὶ ἀνέβησαν ἐκ τοῦ λάκκου καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἀπήγγειλαν τῷ βασιλεῖ Δαυὶδ καὶ εἶπαν πρὸς Δαυίδ· ἀνάστητε καὶ διάβητε ταχέως τὸ ὕδωρ, ὅτι οὕτως ἐβουλεύσατο περὶ ὑμῶν Ἀχιτόφελ.
Β Βασ. 17,21 Μετά την αναχώρησιν των δούλων του Αβεσσαλώμ, ο Ιωνάθαν και ο Αχιμάας εβγήκαν από τον λάκκον, επορεύθησαν και έφθασαν στον βασιλέα Δαυίδ, στον οποίον και ανήγγειλαν τα εξής· “ετοιμασθήτε και διαβήτε γρήγορα τον Ιορδάνην, διότι αυτό και αυτό συνεβούλευσεν ο Αχιτόφελ τον Αβεσσαλώμ εναντίον σας”.
 
Β Βασ. 17,22 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην ἕως τοῦ φωτὸς τοῦ πρωΐ, ἕως ἑνὸς οὐκ ἔλαθεν ὃς οὐ διῆλθε τὸν Ἰορδάνην.
Β Βασ. 17,22 Πράγματι ο Δαυίδ ηγέρθη αμέσως, μαζή του δε και όλος ο λαός, και διέβησαν τον Ιορδάνην ποταμόν μέχρι της επομένης ημέρας. Κανείς δεν έμεινε, που να μη διήλθε κρυφίως τον Ιορδάνην ποταμόν.
 
Β Βασ. 17,23 καὶ Ἀχιτόφελ εἶδεν ὅτι οὐκ ἐγενήθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ, καὶ ἐπέσαξε τὴν ὄνον αὐτοῦ, καὶ ἀνέστη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς τὴν πόλιν αὐτοῦ· καὶ ἐνετείλατο τῷ οἴκῳ αὐτοῦ καὶ ἀπήγξατο καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη ἐν τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ.
Β Βασ. 17,23 Ο Αχιτόφελ είδεν, ότι δεν έγινε δεκτή η συμβουλή του, εσαμάρωσε την όνον του, εσηκώθη, επήγεν εις την πόλιν του και εισήλθεν εις την οικίαν του. Αφού ετακτοποίησε τας υποθέσεις της οικογενείας του, εκρεμάσθη και απέθανε. Ετάφη δε στον τάφον του πατρός του.
 
Β Βασ. 17,24 καὶ Δαυὶδ διῆλθεν εἰς Μαναΐμ, καὶ Ἀβεσσαλὼμ διέβη τὸν Ἰορδάνην αὐτὸς καὶ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ μετ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 17,24 Ο Δαυίδ εν τω μεταξύ διέβη τον Ιορδάνην ποταμόν και έφθασεν εις την Μαναΐμ. Διέβη δε τον ποταμόν και ο Αβεσσαλώμ, μαζή δέ με αυτόν και όλος ο Ισραηλιτικός στρατός του.
 
Β Βασ. 17,25 καὶ τὸν Ἀμεσσαΐ κατέστησεν Ἀβεσσαλὼμ ἀντὶ Ἰωὰβ ἐπὶ τῆς δυνάμεως· καὶ Ἀμεσσαΐ υἱὸς ἀνδρὸς καὶ ὄνομα αὐτῷ Ἰοθὸρ ὁ Ἰσραηλίτης, οὗτος εἰσῆλθε πρὸς Ἀβιγαίαν θυγατέρα Νάας ἀδελφὴν Σαρουΐας μητρὸς Ἰωάβ.
Β Βασ. 17,25 Ο Αβεσσαλώμ διώρισε αντί του Ιωάβ αρχιστράτηγον του Ισραηλιτικού στρατού τον Αμεσσαΐ. Αυτός δε ο Αμεσσαΐ ήτο υιός του Ισραηλίτου Ιοθόρ, ο οποίος ήλθεν εις ένωσιν με την Αβιγαίαν, την θυγατέρα Ναας, αδελφήν δε Σαρουΐας της μητρός του Ιωάβ.
 
Β Βασ. 17,26 καὶ παρενέβαλε πᾶς Ἰσραὴλ καὶ Ἀβεσσαλὼμ εἰς τὴν γῆν Γαλαάδ.
Β Βασ. 17,26 Ετσι όλοι οι Ισραηλίται και ο Αβεσσαλώμ εστρατοπέδευσαν εις την χώραν Γαλαάδ.
 
Β Βασ. 17,27 καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἦλθε Δαυὶδ εἰς Μαναΐμ, καὶ Οὐεσβὶ υἱὸς Νάας ἐκ Ῥαββὰθ υἱῶν Ἀμμὼν καὶ Μαχὶρ υἱὸς Ἀμιὴλ ἐκ Λωδαβὰρ καὶ Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης ἐκ Ῥωγελλὶμ
Β Βασ. 17,27 Οταν δε ο Δαυίδ ήλθεν εις Μαναΐμ, ο Ουεσβί, υιός του Ναας, από την πρωτεύουσαν των Αμμωνιτών την Ραββάθ, ήλθε προς τον Δαυίδ. Επίσης και ο Μαχίρ, ο υιός του Αμιήλ από την Λωδαβάρ, και ο Βερζελλί ο Γαλααδίτης, ο οποίος κατήγετο από την Ρωνελλίμ.
 
Β Βασ. 17,28 ἤνεγκαν δέκα κοίτας καὶ ἀμφιτάπους καὶ λέβητας δέκα καὶ σκεύη κεράμου καὶ πυροὺς καὶ κριθὰς καὶ ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καὶ κύαμον καὶ φακὸν
Β Βασ. 17,28 Αυτοί έφεραν και έδωκαν στον Δαυίδ δέκα κρεββάτια, πολυτελείς τάπητας, δέκα λέβητας, οικιακά πήλινα σκεύη, σιτάρι, κριθάρι, αλεύρι, χονδροαλεσμένην κριθήν, κουκιά, φακές,
 
Β Βασ. 17,29 καὶ μέλι καὶ βούτυρον καὶ πρόβατα καὶ σαφφὼθ βοῶν καὶ προσήνεγκαν τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ φαγεῖν, ὅτι εἶπαν· ὁ λαὸς πεινῶν καὶ ἐκλελυμένος καὶ διψῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ.
Β Βασ. 17,29 μέλι, βούτυρον, πρόβατα και τυρί από αγελάδες. Αυτά προσέφεραν στον Δαυίδ και στον στρατόν, που τον ακολουθούσε, δια να φάγουν, επειδή εσκέφθησαν και είπαν, ότι ο λαός αυτός είναι πεινασμένος και ταλαιπωρημένος και διψασμένος εις αυτήν την έρημον.
 
Κεφάλαιο 18ο
Β Βασ. 18,1 Καὶ ἐπεσκέψατο Δαυὶδ τὸν λαὸν τὸν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ κατέστησεν ἐπ᾿ αὐτῶν χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους.
Β Βασ. 18,1 Ο Δαυίδ επεθεώρησε τον στρατόν, που ήτο μαζή του, και διώρισεν εις αυτούς χιλιάρχους και εκατοντάρχους.
 
Β Βασ. 18,2 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ τὸν λαόν, τὸ τρίτον ἐν χειρὶ Ἰωὰβ καὶ τὸ τρίτον ἐν χειρὶ Ἀβεσσὰ υἱοῦ Σαρουΐας ἀδελφοῦ Ἰωὰβ καὶ τὸ τρίτον ἐν χειρὶ Ἐθθὶ τοῦ Γεθθαίου. καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τὸν λαόν· ἐξελθὼν ἐξελεύσομαι καί γε ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν.
Β Βασ. 18,2 Διήρεσε δε τον στρατόν του εις τρία τμήματα. Το ένα τρίτον το έθεσεν υπό την αρχηγίαν του Ιωάβ. Το δεύτερον τμήμα το έθεσεν υπό την αρχηγίαν του Αβεσσά, του υιού της Σαρουΐας, αδελφού του Ιωάβ. Και το τρίτον τμήμα υπό την αρχηγίν του Εθθί του Γεθθαίου. Είπε δε προς τον στρατόν του· “θα έλθω και εγώ μαζή σας, δια να λάβω μέρος στον πόλεμον”.
 
Β Βασ. 18,3 καὶ εἶπαν· οὐκ ἐξελεύσῃ, ὅτι ἐὰν φυγῇ φύγωμεν, οὐ θήσουσιν ἐφ᾿ ἡμᾶς καρδίαν, καὶ ἐὰν ἀποθάνωμεν τὸ ἥμισυ ἡμῶν, οὐ θήσουσιν ἐφ᾿ ἡμᾶς καρδίαν, ὅτι σὺ ὡς ἡμεῖς δέκα χιλιάδες· καὶ νῦν ἀγαθὸν ὅτι ἔσῃ ἡμῖν ἐν τῇ πόλει βοήθεια τοῦ βοηθεῖν.
Β Βασ. 18,3 Οι στρατιώται του απήντησαν· “όχι, δεν πρέπει να εκστρατεύσης μαζή μας. Διότι εάν ημείς νικηθώμεν και τραπώμεν εις φυγήν, το πράγμα δεν θα έχη και μεγάλην σημασίαν. Ούτε εάν οι μισοί από ημάς φονευθούν, θα μας υπολογίσουν και πολύ. Συ όμως, αξίζεις όσον δέκα χιλιάδες από ημάς. Δι' ημάς είναι καλύτερον και ωφελιμώτερον να μείνης εις την πόλιν και να μας βοηθήσης, εάν παραστή ανάγκη”.
 
Β Βασ. 18,4 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ βασιλεύς· ὃ ἐὰν ἀρέσῃ ἐν ὀφθαλμοῖς ὑμῶν, ποιήσω. καὶ ἔστη ὁ βασιλεὺς ἀνὰ χεῖρα τῆς πύλης, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἐξεπορεύετο εἰς ἑκατοντάδας καὶ εἰς χιλιάδας.
Β Βασ. 18,4 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς αυτούς· “εγώ θα πράξω αυτό, το οποίον σεις νομίζετε καλόν”. Εμεινεν ο βασιλεύς πλησίον εις την πύλην της πόλεως. Ο δε στρατός εξήρχετο από την πόλιν συντεταγμένος κατά εκατόν και κατά χιλίους άνδρας.
 
Β Βασ. 18,5 καὶ ἐνετείλατο ὁ βασιλεὺς τῷ Ἰωὰβ καὶ τῷ Ἀβεσσὰ καὶ τῷ Ἐθθὶ λέγων· φείσασθέ μοι τοῦ παιδαρίου τοῦ Ἀβεσσαλώμ· καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἤκουσεν ἐντελλομένου τοῦ βασιλέως πᾶσι τοῖς ἄρχουσιν ὑπὲρ Ἀβεσσαλώμ,
Β Βασ. 18,5 Ο βασιλεύς διέταξε τους στρατηγούς του, τον Ιωάβ, τον Αβεσσά και τον Εθθί λέγων· “λυπηθήτε μου το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ” ! Ολος δε ο στρατός επληροφορήθη την εντολήν αυτήν του βασιλέως προς τους στρατηγούς υπέρ του Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 18,6 καὶ ἐξῆλθε πᾶς ὁ λαὸς εἰς τὸν δρυμὸν ἐξεναντίας Ἰσραήλ, καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐν τῷ δρυμῷ Ἐφραίμ.
Β Βασ. 18,6 Εξήλθεν όλος ο στρατός του Δαυίδ από την πόλιν στο δάσος, δια να αντιμετωπίση τον ισραηλιτικόν στρατόν. Και έγινε πόλεμος στο δάσος Εφραίμ.
 
Β Βασ. 18,7 καὶ ἔπταισεν ἐκεῖ ὁ λαὸς Ἰσραὴλ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ ἐγένετο ἡ θραῦσις μεγάλη ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, εἴκοσι χιλιάδες ἀνδρῶν.
Β Βασ. 18,7 Εκεί ο ισραηλιτικός στρατός του Αβεσσαλώμ ενικήθη από τον στρατόν του Δαυίδ. Αι απώλειαι του στρατού του Αβεσσαλώμ, κατά την ημέραν εκείνην, ήσαν είκοσι χιλιάδες άνδρες.
 
Β Βασ. 18,8 καὶ ἐγένετο ἐκεῖ ὁ πόλεμος διεσπαρμένος ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς, καὶ ἐπλεόνασεν ὁ δρυμὸς τοῦ καταφαγεῖν ἐκ τοῦ λαοῦ ὑπὲρ οὓς κατέφαγεν ἐν τῷ λαῷ ἡ μάχαιρα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ.
Β Βασ. 18,8 Η μάχη εξηπλώθη εις όλην την περιοχήν εκείνην. Κατά δε την φυγήν στο δάσος εφονεύθησαν εκ των στρατιωτών του Αβεσσαλώμ πολύ περισσότεροι, παρά στο πεδίον της μάχης κατά την ημέραν εκείνην.
 
Β Βασ. 18,9 καὶ συνήντησεν Ἀβεσσαλὼμ ἐνώπιον τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἦν ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ τοῦ ἡμιόνου αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθεν ὁ ἡμίονος ὑπὸ τὸ δάσος τῆς δρυὸς τῆς μεγάλης, καὶ περιεπλάκη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐν τῇ δρυΐ, καὶ ἐκρεμάσθη ἀνὰ μέσον τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῆς γῆς, καὶ ὁ ἡμίονος ὑποκάτω αὐτοῦ παρῆλθε.
Β Βασ. 18,9 Ο Αβεσσαλώμ ευρέθη αίφνης ενώπιον των στρατιωτών του Δαυίδ. Εκάθητο δε στον ημίονόν του, ο υποίος εισήλθε τρέχων στο δάσος της μεγάλης δρυός. Η κόμη του Αβεσσολώμ περιεπλάκη στους κλάδους της δρυός. Εκρεμάσθη από την κόμην του και αιωρείτο μεταξύ ουρανού και γης, διότι η ημίονος, εις την οποίαν αυτός εκάθητο, επροσπέρασε και έφυγε τρέχουσα.
 
Β Βασ. 18,10 καὶ εἶδεν ἀνὴρ εἷς καὶ ἀνήγγειλε τῷ Ἰωὰβ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἑώρακα τὸν Ἀβεσσαλὼμ κρεμάμενον ἐν τῇ δρυΐ.
Β Βασ. 18,10 Ενας στρατιώτης του Δαυίδ τον είδε και εγνωστοποίησεν αυτά στον Ιωάβ ειπών· “είδα τον Αβεσσαλώμ κρεμασμένον κάτω από την δρυν”.
 
Β Βασ. 18,11 καὶ εἶπεν Ἰωὰβ τῷ ἀνδρὶ τῷ ἀναγγέλλοντι αὐτῷ· καὶ ἰδοὺ ἑώρακας· τί ὅτι οὐκ ἐπάταξας αὐτὸν ἐκεῖ εἰς τὴν γῆν; καὶ ἐγὼ ἂν ἐδεδώκειν σοι δέκα ἀργυρίου καὶ παραζώνην μίαν.
Β Βασ. 18,11 Ο Ιωάβ απήντησεν στον αγγελιοφόρον· “τον είδες λοιπόν; Διατί δεν τον εκτυπούσες και να τον εξαπλώσης νεκρόν εις την γην; Αν το έκανες αυτό, εγώ θα σου έδιδα ως αμοιβήν δέκα σίκλους αργυρούς και μίαν ζώνην”.
 
Β Βασ. 18,12 εἶπε δὲ ὁ ἀνὴρ πρὸς Ἰωάβ· καὶ ἐγώ εἰμι ἵστημι ἐπὶ τὰς χεῖράς μου χιλίους σίκλους ἀργυρίου, οὐ μὴ ἐπιβάλω τὴν χεῖρά μου ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ βασιλέως, ὅτι ἐν τοῖς ὠσὶν ἡμῶν ἐνετείλατο ὁ βασιλεύς σοι καὶ τῷ Ἀβεσσὰ καὶ τῷ Ἐθθὶ λέγων· φυλάξατέ μοι τὸ παιδάριον τὸν Ἀβεσσαλὼμ
Β Βασ. 18,12 Ο στρατιώτης εκείνος απήντησε προς τον Ιωάβ· “εγώ είμαι τέτοιος, ώστε και χιλίους αργύρους σίκλους εάν έβαζες να βαρύνουν το χέρι μου, δεν θα άπλωνα φονικόν το χέρι μου εναντίον του υιού του βασιλέως, διότι ηκούσαμεν με τα ίδια μας τα αυτιά, αυτά τα οποία διέτασσε σε και τον Αβεσσά και τον Εθθί ο Δαυίδ λέγων· Φυλάξατέ μου το παιδί μου, τον Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 18,13 μὴ ποιῆσαι ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἄδικον· καὶ πᾶς ὁ λόγος οὐ λήσεται ἀπὸ τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ στήσῃ ἐξεναντίας.
Β Βασ. 18,13 Μη κάμετε τίποτε κακόν εναντίον της ζωής του. Ο βασιλεύς δεν λησμονεί τίποτε, από όσα διατάσσει. Και αν εγώ διέπραττον κάτι εναντίον του παιδιού του, θα ετιμωρούμην από αυτόν. Τοτε και συ ο ίδιος θα ήσουν εναντίον μου”.
 
Β Βασ. 18,14 καὶ εἶπεν ὁ Ἰωάβ· τοῦτο ἐγὼ ἄρξομαι· οὐχ οὕτως μενῶ ἐνώπιόν σου. καὶ ἔλαβεν Ἰωὰβ τρία βέλη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐνέπηξεν αὐτὰ ἐν τῇ καρδίᾳ Ἀβεσσαλὼμ ἔτι αὐτοῦ ζῶντος ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς δρυός.
Β Βασ. 18,14 Ο Ιωάβ απήντησε· “αυτό το οποίον συ δεν έκαμες, θα το κάμω εγώ. Δεν θα μείνω άπρακτος, όπως συ”. Επήρε ο Ιωάβ στο χέρι του τρία βέλη και εκάρφωσεν αυτά εις την καρδίαν του Αβεσσαλώμ, καθ' ον χρόνον εκείνος ακόμη εζούσε κρεμασμένος στο μέσον της δρυός.
 
Β Βασ. 18,15 καὶ ἐκύκλωσαν δέκα παιδάρια αἴροντα τὰ σκεύη Ἰωὰβ καὶ ἐπάταξαν τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἐθανάτωσαν αὐτόν.
Β Βασ. 18,15 Κατόπιν περιεκύκλωσαν αυτόν δέκα στρατιώται του Ιωάβ, οι οποίοι εκρατούσαν τα όπλα του, εκτύπησαν και εκείνοι τον Αβεσσαλώμ με τελειωτικάς βολάς και τον εθανάτωσαν.
 
Β Βασ. 18,16 καὶ ἐσάλπισεν Ἰωὰβ ἐν κερατίνῃ, καὶ ἀπέστρεψεν ὁ λαὸς τοῦ μὴ διώκειν ὀπίσω Ἰσραήλ, ὅτι ἐφείδετο Ἰωὰβ τοῦ λαοῦ.
Β Βασ. 18,16 Ο Ιωάβ εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα να καταπαύση ο πόλεμος. Ολος δε ο στρατός του Δαυίδ έπαυσε να καταδιώκη τους στρατιώτας του Αβεσσαλώμ, διότι ο Ιωάβ ελυπήθη δι' αυτήν την καταστροφήν του Ισραηλιτικού στρατού του Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 18,17 καὶ ἔλαβε τὸν Ἀβεσσαλὼμ καὶ ἔῤῥιψεν αὐτὸν εἰς χάσμα μέγα ἐν τῷ δρυμῷ εἰς τὸν βόθυνον τὸν μέγαν καὶ ἐστήλωσεν ἐπ᾿ αὐτὸν σωρὸν λίθων μέγαν σφόδρα. καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἔφυγεν ἀνὴρ εἰς τὸ σκήνωμα αὐτοῦ.
Β Βασ. 18,17 Επήρε, το πτώμα του Αβεσσαλώμ, το έρριψεν εις ένα μεγάλον εκεί λάκκον, μέσα εις βαθύ χάσμα στο δάσος, εσώρευσεν επάνω εις αυτό λίθους πολλούς και ανήγειρε μεγάλην στήλην από αυτούς τους λίθους. Οι άλλοι Ισραηλίται έφυγαν και επέστρεψαν εις τας οικίας των.
 
Β Βασ. 18,18 καὶ Ἀβεσσαλὼμ ἔτι ζῶν ἔλαβε καὶ ἔστησεν ἑαυτῷ τὴν στήλην, ἐν ᾗ ἐλήφθη, καὶ ἐστήλωσεν αὐτὴν λαβεῖν τὴν στήλην τὴν ἐν τῇ κοιλάδι τοῦ βασιλέως, ὅτι εἶπεν· οὐκ ἔστιν αὐτῷ υἱὸς ἕνεκα τοῦ ἀναμνῆσαι τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἐκάλεσε τὴν στήλην Χεὶρ Ἀβεσσαλὼμ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης.
Β Βασ. 18,18 Κατά σύμπτωσιν δε ο Αβεσσαλώμ, όταν ακόμη έζη, είχεν εγείρει εκεί δια τον εαυτόν του αναμνηστικήν στήλην, εκεί όπου τώρα αυτός είχε συλληφθή και ταφή. Ανήγειρε δε αυτήν την στήλην εις την κοιλάδα του βασιλέως, διότι είπεν· “επειδή δεν έχω υιόν, δια να διαιωνίση το όνομά μου, ανεγείρω αυτήν την στήλην”. Η στήλη ωνομάσθη μέχρι της ημέρας αυτής “Χειρ Αβεσσαλώμ”.
 
Β Βασ. 18,19 καὶ Ἀχιμάας υἱὸς Σαδὼκ εἶπε· δράμω δὴ καὶ εὐαγγελιῶ τῷ βασιλεῖ, ὅτι ἔκρινε Κύριος ἐκ χειρὸς τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ.
Β Βασ. 18,19 Ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ, είπε· “θα τρέξω λοιπόν και θα αναγγείλω τα ευχάριστα γεγονότα στον βασιλέα, ότι δηλαδή ο Κυριος εφάνη δίκαιος και απήλλαξεν αυτόν από τους εχθρούς του”.
 
Β Βασ. 18,20 καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωάβ· οὐκ ἀνὴρ εὐαγγελίας σὺ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ καὶ εὐαγγελιῇ ἐν ἡμέρᾳ ἄλλῃ, ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ οὐκ εὐαγγελιῇ, οὗ εἵνεκεν ὁ υἱὸς τοῦ βασιλέως ἀπέθανε.
Β Βασ. 18,20 Ο Ιωάβ είπεν εις αυτόν· “δεν θα είσαι δια τον βασιλέα αγγελιαφόρος καλών ειδήσεων κατά την ημέραν αυτήν. Αφησε, λοιπόν, να το αναγγείλης κάποιαν άλλην ημέραν. Δεν πρέπει σήμερον να του καταστήσης γνωστόν, διότι και πως εφονεύθη ο υιός του βασιλέως”.
 
Β Βασ. 18,21 καὶ εἶπεν Ἰωὰβ τῷ Χουσί· βαδίσας ἀνάγγειλον τῷ βασιλεῖ ὅσα εἶδες· καὶ προσεκύνησε Χουσὶ τῷ Ἰωὰβ καὶ ἐξῆλθε.
Β Βασ. 18,21 Ο Ιωάβ στον Χουσί είπε· “πήγαινε και κατάστησε γνωστά στον βασιλέα, όσα είδες”. Ο Χουσί προσεκύνησεν τον Ιωάβ και έφυγε.
 
Β Βασ. 18,22 καὶ προσέθετο ἔτι Ἀχιμάας υἱὸς Σαδὼκ καὶ εἶπε πρὸς Ἰωάβ· καὶ ἔστω ὅτι δράμω καί γε ἐγὼ ὀπίσω τοῦ Χουσί. καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ἱνατί σὺ τοῦτο τρέχεις, υἱέ μου; δεῦρο, οὐκ ἔστι σοι εὐαγγέλια εἰς ὠφέλειαν πορευομένῳ.
Β Βασ. 18,22 Ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ, παρεκάλεσε και πάλιν τον Ιωάβ λέγων· “δος μου την άδειαν να τρέξω και εγώ πίσω από τον Χουσί”. Ο Ιωάβ του είπε· “διατί θέλεις να τρέξης συ, παιδί μου; Ελα εδώ. Δεν πρόκειται να φέρης στον βασιλέα ευχαρίστους αγγελίας”.
 
Β Βασ. 18,23 καὶ εἶπε· τί γὰρ ἐὰν δράμω; καὶ εἶπεν αὐτῷ Ἰωάβ· δράμε. καὶ ἔδραμεν Ἀχιμάας τὴν ὁδὸν τὴν τοῦ Κεχὰρ καὶ ὑπερέβη τὸν Χουσί.
Β Βασ. 18,23 Εκείνος είπε· “τι πειράζει, εάν τρέξω και εγώ;” Ο Ιωάβ του είπε· “λοιπόν τρέξε”. Ετρεξε πράγματι ο Αχιμάας εις την οδόν του Κεχάρ και επροσπέρασε τον Χουσί.
 
Β Βασ. 18,24 καὶ Δαυὶδ ἐκάθητο ἀνὰ μέσον τῶν δύο πυλῶν. καὶ ἐπορεύθη ὁ σκοπὸς εἰς τὸ δῶμα τῆς πύλης πρὸς τὸ τεῖχος καὶ ἐπῇρε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ τρέχων μόνος ἐνώπιον αὐτοῦ
Β Βασ. 18,24 Ο Δαυίδ εκάθητο ανάμεσα εις τας δύο θύρας της πύλης της πόλεως. Ο σκοπός ανέβη στο ηλιακωτόν της πύλης επάνω εις το τείχος, εσήκωσε τα μάτια του και παρετήρησε. Αίφνης είδε να τρέχη προς την κατεύθυνσίν του ενας άνδρας μόνος του.
 
Β Βασ. 18,26 καὶ εἶδεν ὁ σκοπὸς ἄνδρα ἕτερον τρέχοντα, καὶ ἐβόησεν ὁ σκοπὸς πρὸς τῇ πύλῃ καὶ εἶπε· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἕτερος τρέχων μόνος. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καί γε οὗτος εὐαγγελιζόμενος.
Β Βασ. 18,26 Ο σκοπός είδε και άλλον κατόπιν άνθρωπον να τρέχη και εφώναξε προς τον βασιλέα, που ευρίσκετο εις την πύλην, και του είπε· “ιδού, και άλλος άνθρωπος μόνος του τρέχει”. Ο βασιλεύς απήντησε· “και αυτός, βεβαίως, καλάς αγγελίας έχει να μας φέρη”.
 
Β Βασ. 18,27 καὶ εἶπεν ὁ σκοπός· ἐγὼ ὁρῷ τὸν δρόμον τοῦ πρώτου ὡς δρόμον Ἀχιμάας υἱοῦ Σαδώκ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἀνὴρ ἀγαθὸς οὗτος καί γε εἰς εὐαγγελίαν ἀγαθὴν ἐλεύσεται.
Β Βασ. 18,27 Ο σκοπός προσέθεσε· “εγώ βλέπω τον πρώτον να τρέχη, όπως τρέχει ο Αχιμάας, ο υιός του Σαδώκ”. Είπε δε προς αυτόν ο βασιλεύς· “καλός άνθρωπος είναι αυτός και έρχεται, δια να μας φέρη ασφαλώς κάποιον καλήν είδησιν”.
 
Β Βασ. 18,28 καὶ ἐβόησεν Ἀχιμάας καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· εἰρήνη· καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεός σου, ὃς ἀπέκλεισε τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐπαραμένους τὴν χεῖρα αὐτῶν ἐν τῷ κυρίῳ μου τῷ βασιλεῖ.
Β Βασ. 18,28 Ο Αχιμάας έφθασε και εφώναξε και είπε στον βασιλέα· “ειρήνη”. Προσεκύνησε τον βασιλέα μέχρις εδάφους και είπεν· “ας έχη δόξαν Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος εξεδίωζε τους ανθρώπους, που είχαν σηκώσει το χέρι των εναντίον σου του κυρίου μου και βασιλέως”.
 
Β Βασ. 18,29 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ Ἀβεσσαλώμ; καὶ εἶπεν Ἀχιμάας· εἶδον τὸ πλῆθος τὸ μέγα τοῦ ἀποστεῖλαι τὸν δοῦλον τοῦ βασιλέως Ἰωὰβ καὶ τὸν δοῦλόν σου, καὶ οὐκ ἔγνων τί ἐκεῖ.
Β Βασ. 18,29 Ο βασιλεύς αμέσως τον ηρώτησε· “το παιδί μου, ο Αβεσσαλώμ, είναι καλά;” Ο Αχιμάας απήντησε· “είδα πολύ πλήθος ανθρώπων, όταν ο Ιωάβ, ο δούλος του βασιλέως έστειλεν εμέ τον δούλον σου, να έλθω προς σέ. Δεν γνωρίζω, τι ακριβώς έγινεν εκεί”.
 
Β Βασ. 18,30 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐπίστρεψον, στηλώθητι ὧδε· καὶ ἐπεστράφη καὶ ἔστη.
Β Βασ. 18,30 Είπεν ο βασιλεύς· “παραμέρισε και στάσου εκεί όρθιος”. Ο Αχιμάας εστράφη προς τα εκεί και εστάθη όρθιος.
 
Β Βασ. 18,31 καὶ ἰδοὺ ὁ Χουσὶ παρεγένετο καὶ εἶπε τῷ βασιλεῖ· εὐαγγελισθήτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεύς, ὅτι ἔκρινέ σοι Κύριος σήμερον ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐπεγειρομένων ἐπὶ σέ.
Β Βασ. 18,31 Ιδού, ότι έφθασε και ο Χουσί, ο οποίος είπεν στον βασιλέα· “ας μάθη ο κύριός μου, ο βασιλεύς, την καλήν και ευχάριστον αγγελίαν. Οτι ο Κυριος έβγαλε σήμερον δικαίαν απόφασιν και σε απήλλαξεν από τας χείρας όλων εκείνων, οι οποίοι είχαν εξεγερθή εναντίον σου”.
 
Β Βασ. 18,32 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς τὸν Χουσί· εἰ εἰρήνη τῷ παιδαρίῳ τῷ Ἀβεσσαλώμ; καὶ εἶπεν ὁ Χουσί· γένοιντο ὡς τὸ παιδάριον οἱ ἐχθροὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως καὶ πάντες, ὅσοι ἐπανέστησαν ἐπ᾿ αὐτὸν εἰς κακά.
Β Βασ. 18,32 Ο βασιλεύς ηρώτησε τον Χουσί· “τι κάνει το παιδί μου, ο Αβεσσαλώμ;” Ο Χουσί απήντησεν· “οι εχθροί, οι ιδικοί σου, του κυρίου μου και βασιλέως μου, και γενικώς όλοι όσοι εστασίασαν εναντίον σου, δια να σου κάμουν κακόν, ας έχουν την τύχην του παιδιού σου του Αβεσσαλώμ”.
 
Β Βασ. 18,33 καὶ ἐταράχθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὑπερῷον τῆς πύλης καὶ ἔκλαυσε· καὶ οὕτως εἶπεν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτόν· υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου, υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, τίς δῴη τὸν θάνατόν μου ἀντὶ σοῦ; ἐγὼ ἀντὶ σοῦ, Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου υἱέ μου.
Β Βασ. 18,33 Εταράχθη ο βασιλεύς, ανέβηκεν στο δωμάτιον, το οποίον ευρίσκετο επάνω από την πύλην, και έκλαυσε. Και καθώς ανέβαινε προς το δωμάτιον αυτό έλεγε· “παιδί μου Αβεσσαλώμ, παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, διατί να μη αποθάνω εγώ αντί για σένα; Εγώ έπρεπε να αποθάνω Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου” !
 
Κεφάλαιο 19ο
Β Βασ. 19,1 Καὶ ἀνηγγέλη τῷ Ἰωὰβ λέγοντες· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς κλαίει καὶ πενθεῖ ἐπὶ Ἀβεσσαλώμ.
Β Βασ. 19,1 Ηλθον προς τον Ιωάβ μερικοί και του ανήγγειλαν· “ιδού, ο βασιλεύς μας πενθεί και κλαίει δια τον θάνατον του Αβεσσαλώμ”.
 
Β Βασ. 19,2 καὶ ἐγένετο ἡ σωτηρία ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς πένθος παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἤκουσεν ὁ λαὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγων, ὅτι λυπεῖται ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῷ υἱῷ αὐτοῦ.
Β Βασ. 19,2 Ετσι δε η ημέρα εκείνη της νίκης και της σωτηρίας μετεβλήθη δι' όλον τον λαόν εις πένθος, διότι ήκουσεν ότι ο βασιλεύς λυπείται δια τον φονευθέντα υιόν του.
 
Β Βασ. 19,3 καὶ διεκλέπτετο ὁ λαὸς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοῦ εἰσελθεῖν εἰς τὴν πόλιν, καθὼς διακλέπτεται ὁ λαὸς οἱ αἰσχυνόμενοι ἐν τῷ αὐτοὺς φεύγειν ἐν τῷ πολέμῳ.
Β Βασ. 19,3 Ο στρατός, αντί να εισέλθη θριαμβευτικώς κατά την ημέραν εκείνην εις την πόλιν, εισήρχετο ωσάν κλέπτης κρυφά κρυφά, σαν στρατός, ο οποίος ήτο εντροπιασμένος, διότι είχεν ηττηθή και φύγει ενώπιον του εχθρού κατά τον πόλεμον.
 
Β Βασ. 19,4 καὶ ὁ βασιλεὺς ἔκρυψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. καὶ ἔκραξεν ὁ βασιλεὺς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, Ἀβεσσαλὼμ υἱέ μου.
Β Βασ. 19,4 Ο βασιλεύς Δαυίδ εσκέπασε το πρόσωπον αυτού και έκραξε με φωνήν μεγάλην λέγων· “παιδί μου Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ παιδί μου” !
 
Β Βασ. 19,5 καὶ εἰσῆλθεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὸν οἶκον καὶ εἶπε· κατῄσχυνας σήμερον τὰ πρόσωπα πάντων τῶν δούλων σου τῶν ἐξαιρουμένων σε σήμερον καὶ τὴν ψυχὴν τῶν υἱῶν σου καὶ τῶν θυγατέρων σου καὶ τὴν ψυχὴν τῶν γυναικῶν σου καὶ τῶν παλλακῶν σου,
Β Βασ. 19,5 Ο Ιωάβ εισήλθεν στον οίκον, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς, και είπε προς αυτόν· “κατεντρόπιασες σήμερον όλους ημάς τους ανθρώπους σου, οι οποίοι έσωσαν σήμερα την ζωήν σου, την ζωήν των παιδιών και θυγατέρων σου, την ζωήν των γυναικών σου και των γυναικών της δευτέρας σειράς.
 
Β Βασ. 19,6 τοῦ ἀγαπᾶν τοὺς μισοῦντάς σε καὶ μισεῖν τοὺς ἀγαπῶντάς σε καὶ ἀνήγγειλας σήμερον ὅτι οὐκ εἰσὶν οἱ ἄρχοντές σου, οὐδὲ παῖδες· ὅτι ἔγνωκα σήμερον ὅτι εἰ Ἀβεσσαλὼμ ἔζη, πάντες ἡμεῖς σήμερον νεκροί, ὅτι τότε τὸ εὐθὲς ἦν ἐν ὀφθαλμοῖς σου.
Β Βασ. 19,6 Και τούτο, διότι φαίνεται ότι αγαπάς εκείνους, οι οποίοι σε μισούν, και μισείς εκείνους, οι οποίοι σε αγαπούν. Διότι έδειξες σήμερον, ότι καμμίαν αξίαν δεν έχουν δια σε οι άρχοντες και οι δούλοι σου ενώπιον του στασιαστού παιδιού σου. Εγώ όμως ξεύρω, ότι αν εζούσε ο Αβεσσαλώμ σήμερον, όλοι ημείς θα είμεθα νεκροί. Το γεγονός δε αυτό θα ήτο ευχάριστον ενώπιόν σου !
 
Β Βασ. 19,7 καὶ νῦν ἀναστὰς ἔξελθε καὶ λάλησον εἰς τὴν καρδίαν τῶν δούλων σου, ὅτι ἐν Κυρίῳ ὤμοσα ὅτι εἰ μὴ ἐκπορεύσῃ σήμερον, εἰ αὐλισθήσεται ἀνὴρ μετὰ σοῦ τὴν νύκτα ταύτην· καὶ ἐπίγνωθι σεαυτῷ καὶ κακόν σοι τοῦτο ὑπὲρ πᾶν τὸ κακὸν τὸ ἐπελθόν σοι ἐκ νεότητός σου ἕως τοῦ νῦν.
Β Βασ. 19,7 Λοιπόν, σήκω τώρα, έβγα από την οικίαν και μίλησε λόγια ευχάριστα εις τις καρδιές των δούλων σου, διότι έκαμα όρκον στον Κυριον ότι, εάν δεν βγης σήμερον από την οικίαν σου, δεν θα μείνη μαζή σου ούτε ενας άνθρωπός σου κατά την νύκτα αυτήν. Σκέψου τον εαυτόν σου και εννόησε καλά ότι το κακόν, το οποίον θα κάμης εις σε τον ίδιον με την στάσιν σου αυτήν, θα είναι χειρότερον από όσα κακά συνήντησες από τα νειάτα σου μέχρι σήμερα”.
 
Β Βασ. 19,8 καὶ ἀνέστη ὁ βασιλεὺς καὶ ἐκάθισεν ἐν τῇ πύλῃ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀνήγγειλαν λέγοντες· ἰδοὺ ὁ βασιλεὺς κάθηται ἐν τῇ πύλῃ· καὶ εἰσῆλθε πᾶς ὁ λαὸς κατὰ πρόσωπον τοῦ βασιλέως ἐπὶ τὴν πύλην. καὶ Ἰσραὴλ ἔφυγεν ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ.
Β Βασ. 19,8 Ο βασιλεύς εσηκώθη και εκάθισεν εις την πύλην της πόλεως. Εγινε δε γνωστόν αυτό εις όλον τον λαόν, διότι ανήγγειλαν προς αυτόν· “ιδού, ο βασιλεύς κάθεται εις την πύλην της πόλεως”. Ολος ο στρατός παρήλασεν ενώπιον του βασιλέως και εισήλθεν εις την πόλιν. Οι δε εναπομείναντες στρατιώται του Αβεσσαλώμ επέστρεψαν ο καθένας εις την πόλιν του.
 
Β Βασ. 19,9 Καὶ ἦν πᾶς ὁ λαὸς κρινόμενος ἐν πάσαις φυλαῖς Ἰσραὴλ λέγοντες· ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἐῤῥύσατο ἡμᾶς ἀπὸ πάντων τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, καὶ αὐτὸς ἐξείλετο ἡμᾶς ἐκ χειρὸς ἀλλοφύλων, καὶ νῦν πέφευγεν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἀπὸ Ἀβεσσαλώμ·
Β Βασ. 19,9 Ολοι οι Ισραηλίται των βορείων φυλών του Ισραήλ συνεζήτουν ζωηρά μεταξύ των τα γεγονότα του πολέμου και έλεγαν· “ο βασιλεύς Δαυίδ μας εγλύτωσεν από όλους τους εχθρούς μας. Μας έβγαλεν από τα χέρια και την δουλείαν των αλλοφύλων και τώρα έχει εγκαταλείψει την χώραν και το βασίλειόν του εξ αιτίας του πολέμου του Αβεσσαλώμ.
 
Β Βασ. 19,10 καὶ Ἀβεσσαλώμ, ὃν ἐχρίσαμεν ἐφ᾿ ἡμῶν, ἀπέθανεν ἐν τῷ πολέμῳ, καὶ νῦν ἱνατί ὑμεῖς κωφεύετε τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα; καὶ τὸ ῥῆμα παντὸς Ἰσραὴλ ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα.
Β Βασ. 19,10 Ο δε Αβεσσαλώμ, τον οποίον ημείς ανεκηρύξαμεν βασιλέα, εφονεύθη κατά τον πόλεμον και δεν υπάρχει πλέον. Διατί κλείετε τα αυτιά σας και δεν ομιλείτε να επανέλθη βασιλεύς μας ο Δαυίδ;” Αι σκέψεις, τα λόγια και αι αποφάσεις αυταί των Ισραηλιτών έφθασαν εις τα αυτιά του βασιλέως.
 
Β Βασ. 19,11 καὶ ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ ἀπέστειλε πρὸς Σαδὼκ καὶ πρὸς Ἀβιάθαρ τοὺς ἱερεῖς λέγων· λαλήσατε πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους Ἰούδα λέγοντες· ἱνατί γίνεσθε ἔσχατοι τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ; καὶ λόγος παντὸς Ἰσραὴλ ἦλθε πρὸς τὸν βασιλέα.
Β Βασ. 19,11 Ο βασιλεύς Δαυίδ έστειλε τότε και εκάλεσε τους αρχιερείς, τον Σαδώκ και τον Αβιάθαρ, και τους είπε να ομιλήσουν εκ μέρους του προς τους πρεσβυτέρους του Ιούδα και να τους είπουν· “διατί σεις μένετε τελευταίοι στο να προσκαλέσετε τον βασιλέα Δαυίδ, να επανέλθη στον οίκον του; Η πρόσκλησις όλων των άλλων Ισραηλιτών, που κατοικούν εις τα βόρεια μέρη της Παλαιστίνης, έχει φθάσει πλέον εις τα αυτιά του βασιλέως. Προς αυτήν την φυλήν του Ιούδα θα είπετε ακόμη.
 
Β Βασ. 19,12 ἀδελφοί μου ὑμεῖς, ὀστᾶ μου καὶ σάρκες μου ὑμεῖς, ἱνατί γίνεσθε ἔσχατοι τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ;
Β Βασ. 19,12 Σεις είσθε αδελφοί μου, οστούν εκ των οστέων μου και σαρξ εκ της σαρκός μου. Διατί τώρα μένετε τελευταίοι στο να προσκαλέσετε τον βασιλέα σας, τον Δαυίδ, να επιστρέψη στον οίκον του;
 
Β Βασ. 19,13 καὶ τῷ Ἀμεσσαΐ ἐρεῖτε· οὐχὶ ὀστοῦν μου καὶ σάρξ μου σύ; καὶ νῦν τάδε ποιήσαι μοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, εἰ μὴ ἄρχων δυνάμεως ἔσῃ ἐνώπιον ἐμοῦ πάσας τὰς ἡμέρας ἀντὶ Ἰωάβ.
Β Βασ. 19,13 Εις δε τον Αμεσσαῒ θα πήτε εκ μέρους μου· Και συ δεν είσαι σαρξ εκ της σαρκός μου και οστούν εκ των οστέων μου; Σου ορκίζομαι ότι είθε να με τιμωρήση ο Θεός με οιανδήποτε τιμωρίαν θέλει, αν εγώ δεν σε καταστήσω αντί του Ιωάβ αρχιστράτηγον όλης της δυνάμεώς μου καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον εγώ ζω”.
 
Β Βασ. 19,14 καὶ ἔκλινε τὴν καρδίαν παντὸς ἀνδρὸς Ἰούδα ὡς ἀνδρὸς ἑνός, καὶ ἀπέστειλαν πρὸς τὸν βασιλέα λέγοντες· ἐπιστράφηθι σὺ καὶ πάντες οἱ δοῦλοί σου.
Β Βασ. 19,14 Ο Δαυίδ είλκυσε με τον τρόπον αυτόν τας καρδίας όλων των ανδρών της φυλής Ιούδα, ως εάν ήσαν ένας μόνον άνθρωπος. Αυτοί, λοιπόν, έστειλαν ανθρώπους προς τον βασιλέα Δαυίδ και του είπαν· “σε παρακαλούμεν να επανέλθης εις την Ιερουσαλήμ και όλοι ημείς θα είμεθα δούλοι σου”.
 
Β Βασ. 19,15 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἄνδρες Ἰούδα ἦλθαν εἰς Γάλγαλα τοῦ πορεύεσθαι εἰς ἀπαντὴν τοῦ βασιλέως διαβιβάσαι τὸν βασιλέα τὸν Ἰορδάνην.
Β Βασ. 19,15 Ο βασιλεύς επέστρεψεν από την Μαναΐμ, όπου ευρίσκετο, και έφθασε μέχρι του Ιορδάνου. Οι άνδρες της φυλής του Ιούδα ήλθαν εις Γαλγαλα, δια να μεταβούν από εκεί εις προϋπάντησιν του βασιλέως και να τον βοηθήσουν να διαβή τον Ιορδάνην.
 
Β Βασ. 19,16 καὶ ἐτάχυνε Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ υἱοῦ τοῦ Ἰεμινὶ ἐκ Βαουρὶμ καὶ κατέβη μετὰ ἀνδρὸς Ἰούδα εἰς ἀπαντὴν τοῦ βασιλέως Δαυὶδ
Β Βασ. 19,16 Ο Σεμεΐ, υιός του Γηρά, ο Βενιαμίτης, έσπευσε και κατέβη από την περιοχήν Βαουρίμ, μαζή με ένα άνδρα της φυλής Ιούδα, δια να προαπαντήση τον βασιλέα.
 
Β Βασ. 19,17 καὶ χίλιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τοῦ Βενιαμὶν καὶ Σιβὰ τὸ παιδάριον τοῦ οἴκου Σαοὺλ καὶ πεντεκαίδεκα υἱοὶ αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ εἴκοσι δοῦλοι αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ κατεύθυναν τὸν Ἰορδάνην ἔμπροσθεν τοῦ βασιλέως
Β Βασ. 19,17 Μαζή του δε ήσαν και χίλιοι άνδρες από την φυλήν Βενιαμίν. Εκεί επίσης ήλθεν και ο νεαρός δούλος της οικογενείας του Σαούλ, ο Σιβά, και μαζή με αυτόν οι δέκα πέντε υιοί του και οι είκοσι δούλοι του. Αυτοί κατηυθύνθησαν στον Ιορδάνην ποταμόν εμπρός από τον βασιλέα Δαυίδ.
 
Β Βασ. 19,18 καὶ ἐλειτούργησαν τὴν λειτουργίαν τοῦ διαβιβάσαι τὸν βασιλέα, καὶ διέβη ἡ διάβασις τοῦ ἐξεγεῖραι τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ ποιῆσαι τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ. καὶ Σεμεΐ υἱὸς Γηρὰ ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως διαβαίνοντος αὐτοῦ τὸν Ἰορδάνην
Β Βασ. 19,18 Ειργάσθησαν δε προθύμως και ευσυνειδήτως, δια να διαβιβάσουν τον βασιλέα εις την απέναντι όχθην. Και χάρις εις αυτούς διέβη ολόκληρος ο οίκος του βασιλέως, διότι αυτοί ευσυνειδήτως ειργάσθησαν ενώπιον του βασιλέως Δαυίδ. Οταν δε ο Δαυίδ και η οικογένειά του απεβιβάσθησαν εις την απέναντι όχθην, ο Σεμεΐ, ο υιός του Γηρά, προσέπεσεν ενώπιον του βασιλέως Δαυίδ,
 
Β Βασ. 19,19 καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· μὴ δὴ λογισάσθω ὁ κύριός μου ἀνομίαν καὶ μὴ μνησθῇς ὅσα ἠδίκησεν ὁ παῖς σου ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ὁ κύριός μου ἐξεπορεύετο ἐξ Ἱερουσαλήμ, τοῦ θέσθαι τὸν βασιλέα εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ,
Β Βασ. 19,19 και είπε προς αυτόν· “ο κύριός μου και ο βασιλεύς μου ας μη μου καταλογίση το σφάλμα, το οποίον έκαμα. Ας λησμονήση την αδικίαν, την οποίαν διέπραξα εγώ ο δούλος σου προς σε κατά την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν συ ο κύριός μου έφευγες από την Ιερουσαλήμ. Μη κρατήσης κακίαν εις την καρδίαν σου δια το σφάλμα μου.
 
Β Βασ. 19,20 ὅτι ἔγνω ὁ δοῦλός σου ὅτι ἐγὼ ἥμαρτον, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἦλθον σήμερον πρότερος παντὸς Ἰσραὴλ καὶ οἴκου Ἰωσὴφ τοῦ καταβῆναί με εἰς ἀπαντὴν τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως.
Β Βασ. 19,20 Διότι εγώ ο δούλος σου ανεγνώρισα ότι ημάρτησα τότε απέναντί σου. Και ιδού, ήλθα σήμερον εγώ, πρώτος από όλους τους άνδρας των Ισραηλιτών της φυλής του Ιωσήφ, δια να προαπαντήσω σέ, τον κύριόν μου και βασιλέα μου”.
 
Β Βασ. 19,21 καὶ ἀπεκρίθη Ἀβεσσὰ υἱὸς Σαρουΐας καὶ εἶπε· μὴ ἀντὶ τούτου οὐ θανατωθήσεται Σεμεΐ, ὅτι κατηράσατο τὸν χριστὸν Κυρίου;
Β Βασ. 19,21 Ο Αβεσσά, ο υιός της Σαρουΐας, αγανακτημένος είπε τότε· “μήπως εξ αιτίας της μεταμελείας του αυτής δεν θα θανατωθή ο Σεμεΐ, αυτός ο οποίος κατηράσθη τον βασιλέα, που ο Κυριος τον είχε χρίσει;”
 
Β Βασ. 19,22 καὶ εἶπε Δαυίδ· τί ἐμοὶ καὶ ὑμῖν, υἱοὶ Σαρουΐας, ὅτι γίνεσθέ μοι σήμερον εἰς ἐπίβουλον; σήμερον οὐ θανατωθήσεταί τις ἀνὴρ ἐξ Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ οἶδα εἰ σήμερον βασιλεύω ἐγὼ ἐπὶ τὸν Ἰσραήλ.
Β Βασ. 19,22 Ο Δαυίδ είπε προς αυτόν· “διατί επεμβαίνετε εις τα ιδικά μου ζητήματα, παιδιά της Σαρουΐας; Διότι με το διάβημά σας αυτό γίνεσθε σήμερον ολέθριοι και κακοί σύμβουλοι και αιτία σκανδάλου. Σημερον κανένας ανήρ από τους Ισραηλίτας δεν θα θανατωθή, διότι δεν διαφεύγει την αντίληψίν μου, ότι σήμερον εγώ ξαναγίνομαι βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού”.
 
Β Βασ. 19,23 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Σεμέΐ· οὐ μὴ ἀποθάνῃς· καὶ ὤμοσεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς.
Β Βασ. 19,23 Ο βασιλεύς είπε προς τον Σεμεΐ “Δεν θα φονευθής”. Και έδωσεν εις αυτόν επί τούτω όρκον.
 
Β Βασ. 19,24 καὶ Μεμφιβοσθὲ υἱὸς υἱοῦ Σαοὺλ κατέβη εἰς ἀπαντὴν τοῦ βασιλέως· καὶ οὐκ ἐθεράπευσε τοὺς πόδας αὐτοῦ, οὐδὲ ὠνυχίσατο, οὐδὲ ἐποίησε τὸν μύστακα αὐτοῦ, καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ οὐκ ἀπέπλυνεν ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἀπῆλθεν ὁ βασιλεύς, ἕως τῆς ἡμέρας ἧς αὐτὸς παρεγένετο ἐν εἰρήνῃ.
Β Βασ. 19,24 Εις προαπάντησιν του βασιλέως Δαυίδ κατέβη και ο Μεμφιβοσθέ, ο έγγονος του Σαούλ. Αυτός δια να δείξη το πένθος του, από την ημέραν, κατά την οποίαν ο βασιλεύς Δαυίδ έφυγεν από την Ιερουσαλήμ διωκόμενος από τον Αβεσσαλώμ, μέχρι σήμερον που νικητής και ειρηνικός επέστρεψε, δεν περιποιήθηκε τα πόδια του, δεν έκοψε τα νύχια του, δεν έφτιασε τον μύστακά του, ούτε και έπλυνε τα ενδύματά του.
 
Β Βασ. 19,25 καὶ ἐγένετο ὅτε εἰσῆλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς ἀπάντησιν τοῦ βασιλέως, καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· τί ὅτι οὐκ ἐπορεύθης μετ᾿ ἐμοῦ, Μεμφιβοσθέ;
Β Βασ. 19,25 Οταν, λοιπόν, αυτός εισήλθεν εις την Ιερουσαλήμ εις προαπάντησιν του βασιλέως, τον ηρώτησεν ο Δαυίδ· “Μεμφιβοσθέ, γιατί δεν ήλθες μαζή μου;”
 
Β Βασ. 19,26 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Μεμφιβοσθέ· κύριέ μου βασιλεῦ, ὁ δοῦλός μου παρελογίσατό με, ὅτι εἶπεν ὁ παῖς σου αὐτῷ· ἐπίσαξόν μοι τὴν ὄνον καὶ ἐπιβῶ ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ πορεύσομαι μετὰ τοῦ βασιλέως, ὅτι χωλὸς ὁ δοῦλός σου·
Β Βασ. 19,26 Ο Μεμφιβοσθέ απήντησε· “κύριέ μου και βασιληά μου, με εξηπάτησεν ο δούλος μου. Διότι εγώ, ο δούλος σου, είπα προς αυτόν· Ετοίμασέ μου την όνον, δια να αναβώ εις αυτήν και να ακολουθήσω τον βασιλέα. Οπως γνωρίζεις εγώ ο δούλος σου είμαι χωλός.
 
Β Βασ. 19,27 καὶ μεθώδευσεν ἐν τῷ δούλῳ σου πρὸς τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα, καὶ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ὡς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ, καὶ ποίησον τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου·
Β Βασ. 19,27 Ο δούλος μου όμως εκείνος με διέβαλεν εις σε τον κύριόν μου, τον βασιλέα μου. Συ όμως ο κύριός μου και βασιλεύς μου έχεις φωτεινήν κρίσιν σαν άγγελος Θεού. Θα διακρίνης τα πράγματα. Καμε λοιπόν ο,τι φαίνεται καλόν ενώπιόν σου.
 
Β Βασ. 19,28 ὅτι οὐκ ἦν πᾶς ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου, ἀλλ᾿ ἢ ὅτι ἄνδρες θανάτου τῷ κυρίῳ μου τῷ βασιλεῖ, καὶ ἔθηκας τὸν δοῦλόν σου ἐν τοῖς ἐσθίουσι τὴν τράπεζάν σου· καὶ τί ἔστι μοι ἔτι δικαίωμα καὶ τοῦ κεκραγέναι με ἔτι πρὸς τὸν βασιλέα;
Β Βασ. 19,28 Αλλωστε όλη η οικογένεια του πατρός μου, επομένως και εγώ, είμεθα άξιοι θανάτου ενώπιόν σου, του κυρίου μου και βασιλέως μου. Συ όμως έκαμες εμέ τον δούλον σου ομοτράπεζόν σου. Ποίον, λοιπόν, δικαίωμα έχω να ομιλώ και να κράζω ακόμη προς σε τον βασιλέα;”
 
Β Βασ. 19,29 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς· ἱνατί λαλεῖς ἔτι τοὺς λόγους σου; εἶπον· σὺ καὶ Σιβὰ διελεῖσθε τὸν ἀγρόν.
Β Βασ. 19,29 Ο βασιλεύς του απήντησε· “διατί κατατρίβεσαι εις τόσους πολλούς λόγους; Συ και ο Σιβά θα μοιρασθήτε τους αγρούς του βασιλικού οίκου του Σαούλ”.
 
Β Βασ. 19,30 καὶ εἶπε Μεμφιβοσθὲ πρὸς τὸν βασιλέα· καί γε τὰ πάντα λαβέτω μετὰ τὸ παραγενέσθαι τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα ἐν εἰρήνῃ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ.
Β Βασ. 19,30 Ο Μεμφιβοσθέ είπε προς τον βασιλέα· “ας τα λάβη όλα ο Σιβά. Δι' εμέ είναι αρκετόν το γεγονός ότι ο βασιλεύς μου επέστρεψεν υγιής και νικητής στον οίκον αυτού, εις την Ιερουσαλήμ”.
 
Β Βασ. 19,31 καὶ Βερζελλὶ ὁ Γαλααδίτης κατέβη ἐκ Ῥωγελλὶμ καὶ διέβη μετὰ τοῦ βασιλέως τὸν Ἰορδάνην ἐκπέμψαι αὐτὸν τὸν Ἰορδάνην·
Β Βασ. 19,31 Ο Βερζελλί ο Γαλααδίτης κατέβη και αυτός από την Ρωγελλίμ, επέρασε μαζή με τον βασιλέα τον Ιορδάνην, δια να προπέμψη και κατευοδώση αυτόν πέραν από τον Ιορδάνην.
 
Β Βασ. 19,32 καὶ Βερζελλὶ ἀνὴρ πρεσβύτερος σφόδρα, υἱὸς ὀγδοήκοντα ἐτῶν, καὶ αὐτὸς διέθρεψε τὸν βασιλέα ἐν τῷ οἰκεῖν αὐτὸν ἐν Μαναΐμ, ὅτι ἀνὴρ μέγας ἦν σφόδρα.
Β Βασ. 19,32 Ο Βερζελλί αυτός ήτο γέρων, προχωρημένος πολύ εις την ηλικίαν, ογδοήκοντα ετών. Αυτός είχε διαθρέψει τον βασιλέα Δαυίδ καθ' όλον το διάστημα, που ο Δαυίδ κατοικούσε εις την Μαναΐμ, διότι ήτο άνθρωπος πολύ πλούσιος.
 
Β Βασ. 19,33 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Βερζελλί· σὺ διαβήσῃ μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ διαθρέψω τὸ γῆράς σου μετ᾿ ἐμοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 19,33 Ο βασιλεύς είπε προς τον Βερζελλί· “έλα κοντά μου, δια να ζήσης μαζή μου. Εγώ θα σε διαθρέψω εις τα γηρατεία σου εις την Ιερουσαλήμ”.
 
Β Βασ. 19,34 καὶ εἶπε Βερζελλὶ πρὸς τὸν βασιλέα· πόσαι ἡμέραι ἐτῶν ζωῆς μου, ὅτι ἀναβήσομαι μετὰ τοῦ βασιλέως εἰς Ἱερουσαλήμ;
Β Βασ. 19,34 Ο Βερζελλί είπε προς τον βασιλέα· “πόσαι ημέραι ακόμη ζωής μου υπολείπονται, ώστε να σκεφθώ και να αποφασίσω να ανεβώ μαζή με τον βασιλέα μου εις την Ιερουσαλήμ;
 
Β Βασ. 19,35 υἱὸς ὀγδοήκοντα ἐτῶν ἐγώ εἰμι σήμερον· μὴ γνώσομαι ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ; εἰ γεύσεται ὁ δοῦλός σου ἔτι ὃ φάγομαι ἢ πίομαι; ἢ ἀκούσομαι ἔτι φωνὴν ᾀδόντων καὶ ᾀδουσῶν; καὶ ἱνατί ἔσται ἔτι ὁ δοῦλός σου εἰς φορτίον ἐπὶ τὸν κύριόν μου τὸν βασιλέα;
Β Βασ. 19,35 Είμαι τώρα άνθρωπος ογδοήκοντα ετών. Μηπως, τάχα, μπορώ εις αυτήν την ηλικίαν να αισθανθώ και να απολαύσω τα ευχάριστα και τα δυσάρεστα της ζωής; Μηπως δηλαδή εγώ ο δούλος σου ημπορώ να χαρώ εκείνο, που θα φάγω η θα πιώ; Η ημπορώ να ακούσω πλέον άσματα από τραγουδιστάς και τραγουδιστρίας εις την βασιλικήν σου πόλιν; Επειτα διατί να γίνω εγώ, ο δούλος σου, βάρος εις σε τον κύριόν μου, τον βασιλέα μου;
 
Β Βασ. 19,36 ὡς βραχὺ διαβήσεται ὁ δοῦλός σου τὸν Ἰορδάνην μετὰ τοῦ βασιλέως· καὶ ἱνατί ἀνταποδίδωσί μοι ὁ βασιλεὺς τὴν ἀνταπόδοσιν ταύτην;
Β Βασ. 19,36 Επί ολίγον διάστημα πέραν του Ιορδάνου εγώ ο δούλος σου θα συνοδεύσω σε, τον βασιλέα μου. Διατί ο βασιλεύς μου θέλει να με αμείψη με τέτοιον τρόπον, ώστε να με απομακρύνη από την πατρίδα μου;
 
Β Βασ. 19,37 καθισάτω δὴ ὁ δοῦλός σου καὶ ἀποθανοῦμαι ἐν τῇ πόλει μου παρὰ τῷ τάφῳ τοῦ πατρὸς μου καὶ τῆς μητρός μου· καὶ ἰδοὺ ὁ δοῦλός σου Χαμαὰμ διαβήσεται μετὰ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως, καὶ ποίησον αὐτῷ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου.
Β Βασ. 19,37 Δος μου, σε παρακαλώ, την άδειαν να μείνω εγώ, ο δούλος σου, και να αποθάνω εις την πόλιν μου και να ταφώ στον τάφον του πατρός μου και της μητρός μου. Και ιδού, ο δούλος σου ο Χαμαάμ, το παιδί μου, θα έλθη αντί εμού μαζή με σέ, τον κύριόν μου και βασιλέα μου. Καμε εις αυτόν ο,τι σου φαίνεται καλόν”.
 
Β Βασ. 19,38 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· μετ᾿ ἐμοῦ διαβήτω Χαμαάμ, κἀγὼ ποιήσω αὐτῷ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ πάντα, ὅσα ἂν ἐκλέξῃ ἐπ᾿ ἐμοί, ποιήσω σοι.
Β Βασ. 19,38 Ο βασιλεύς είπε· “μάλιστα· ας έλθη μαζή μου ο Χαμαάμ και εγώ θα πράξω δι' αυτόν ο,τι συ νομίσης και εκλέξης καλόν. Και όλα, όσα μου ζητήσης δι' αυτόν θα τα κάμω, προς χάριν ιδικήν σου”.
 
Β Βασ. 19,39 καὶ διέβη πᾶς ὁ λαὸς τὸν Ἰορδάνην, καὶ ὁ βασιλεὺς διέβη· καὶ κατεφίλησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Βερζελλὶ καὶ εὐλόγησεν αὐτόν, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ.
Β Βασ. 19,39 Ολος ο στρατός και ο λαός διέβησαν τον Ιορδάνην. Κατόπιν δε διέβη αυτόν και ο βασιλεύς. Ο βασιλεύς κατεφίλησε τον Βερζελλί και τον ηυλόγησεν. Ο Βερζελλί επέστρεψεν εις τον τόπον του.
 
Β Βασ. 19,40 καὶ διέβη ὁ βασιλεὺς εἰς Γάλγαλα, καὶ Χαμαὰμ διέβη μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς Ἰούδα διαβαίνοντες μετὰ τοῦ βασιλέως καί γε τὸ ἥμισυ τοῦ λαοῦ Ἰσραήλ.
Β Βασ. 19,40 Επέρασεν ο βασιλεύς από τον Ιορδάνην ποταμόν εις Γαλγαλα. Ο Χαμαάμ επέρασε μαζή με αυτόν. Μαζή με τον βασιλέα ήσαν και όλοι οι άνδρες της φυλής του Ιούδα και το ήμισυ από τους άνδρας του Ιραηλιτικού λαού.
 
Β Βασ. 19,41 καὶ ἰδοὺ πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ παρεγένοντο πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπε πρὸς τὸν βασιλέα· τί ὅτι ἔκλεψάν σε οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἀνὴρ Ἰούδα καὶ διεβίβασαν τὸν βασιλέα καὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ τὸν Ἰορδάνην καὶ πάντες ἄνδρες Δαυὶδ μετ᾿ αὐτοῦ;
Β Βασ. 19,41 Απροσδοκήτως όλοι οι άνδρες των δέκα φυλών του Ισραήλ παρουσιάσθησαν ενώπιον του βασιλέως και του είπαν· “διατί οι αδελφοί μας, οι άνδρες της φυλής του Ιούδα, σαν να σε ήρπασαν κρυφίως και διεπέρασαν σε και ολόκληρον την οικογένειάν σου και την συνοδείαν σου δια του Ιορδάνου ποταμού;”
 
Β Βασ. 19,42 καὶ ἀπεκρίθη πᾶς ἀνὴρ Ἰούδα πρὸς ἄνδρα Ἰσραὴλ καὶ εἶπαν· διότι ἐγγίζει πρός με ὁ βασιλεύς· καὶ ἱνατί οὕτως ἐθυμώθης περὶ τοῦ λόγου τούτου; μὴ βρώσει ἐφάγαμεν ἐκ τοῦ βασιλέως, ἢ δόμα ἔδωκεν ἢ ἄρσιν ᾖρεν ἡμῖν;
Β Βασ. 19,42 Ολοι τότε οι άνδρες της φυλής του Ιούδα απήντησαν προς τους άνδρας των άλλων Ισραηλιτικών φυλών· “αυτό έγινε, διότι ο βασιλεύς από απόψεως συγγενείας και καταγωγής ευρίσκεται πλησιέστερον προς ημάς. Διατί λοιπόν σεις επικραθήκατε και εθυμώσατε; Μηπως, τάχα, ημείς εζήσαμεν μέχρι σήμερον με έξοδα του βασιλέως; Η μας απήλλαξεν από κανένα φόρον;”
 
Β Βασ. 19,43 καὶ ἀπεκρίθη ἀνὴρ Ἰσραὴλ τῷ ἀνδρὶ Ἰούδα καὶ εἶπε· δέκα χεῖρές μοι ἐν τῷ βασιλεῖ, καὶ πρωτότοκος ἐγὼ ἢ σύ, καί γε ἐν τῷ Δαυίδ εἰμι ὑπὲρ σέ· καὶ ἱνατί τοῦτο ὕβρισάς με καὶ οὐκ ἐλογίσθη ὁ λόγος μου πρῶτός μοι τοῦ ἐπιστρέψαι τὸν βασιλέα ἐμοί; καὶ ἐσκληρύνθη ὁ λόγος ἀνδρὸς Ἰούδα ὑπὲρ τὸν λόγον ἀνδρὸς Ἰσραήλ.
Β Βασ. 19,43 Οι άνδρες των άλλων φυλών είπαν τότε προς τους άνδρας της φυλής Ιούδα· “ημείς είμεθα δέκα φυλαι ενώπιον του βασιλέως. Μεταξύ ημών υπάρχουν και αι δέκα φυλαί των μεγαλυτέρων υιών του Ιακώβ. Από απόψεως δε αριθμού και δικαιωμάτων είμεθα ενώπιον του Δαυίδ ανώτεροι από σας, της φυλής του Ιούδα. Διατί, λοιπόν, μας κατεφρονήσατε και δεν εσκεφθήκατε να καλέσετε και ημάς, οι οποίοι πρώτοι είχομεν κάνει λόγον δια την επιστροφήν του βασιλέως;” Εκ μέρους των ανδρών της φυλής Ιούδα εδόθη απάντησις σκληροτέρα από τα λόγια, που είπαν οι άνδρες των άλλων ισραηλιτικών φυλών.
 
Κεφάλαιο 20ο
Β Βασ. 20,1 Καὶ ἐκεῖ ἐπικαλούμενος υἱὸς παράνομος, καὶ ὄνομα αὐτῷ Σαβεέ, υἱὸς Βοχορὶ ἀνὴρ ὁ Ἰεμινί, καὶ ἐσάλπισε τῇ κερατίνῃ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν ἡμῖν μερὶς ἐν Δαυὶδ οὐδὲ κληρονομία ἡμῖν ἐν τῷ υἱῷ Ἰεσσαί· ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματά σου, Ἰσραήλ.
Β Βασ. 20,1 Εζούσε εις τα Γαλγαλα, γνωστός από όλους ως κακός άνθρωπος, κάποιος ονομαζόμενος Σαβεέ, υιός του Βοχόρ, που ανήκεν εις την φυλήν του Βενιαμίν. Αυτός με την κερατίνην σάλπιγγα εσάλπισε και είπε προς τους Ισραηλίτας· “ημείς δεν έχομεν καμμίαν σχέσιν με τον Δαυίδ, ούτε και υπάρχει καμμιά κληρονομία μεταξύ ημών και του παιδιού αυτού του Ιεσσαί. Δια τούτο κάθε Ισραηλίτης ας επανέλθη στο σπίτι του”.
 
Β Βασ. 20,2 καὶ ἀνέβη πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ἀπὸ ὄπισθεν Δαυὶδ ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. καὶ ἀνὴρ Ἰούδα ἐκολλήθη τῷ βασιλεῖ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἕως Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 20,2 Ολοι οι άλλοι Ισραηλίται απεμακρύνθησαν και απεστάτησαν από τον Δαυίδ και ηκολούθησαν τον Σαβεέ, τον υιόν αυτόν του Βοχόρ. Η φυλή όμως του Ιούδα, η οποία εξετείνετο από τον Ιορδάνην ποταμόν μέχρι και της Ιερουσαλήμ, προσεκολλήθη στενώτερον στον βασιλέα Δαυίδ.
 
Β Βασ. 20,3 καὶ εἰσῆλθε Δαυὶδ εἰς οἶκον αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς τὰς δέκα γυναῖκας τὰς παλλακὰς αὐτοῦ, ἃς ἀφῆκε φυλάσσειν τὸν οἶκον, καὶ ἔδωκεν αὐτὰς ἐν οἴκῳ φυλακῆς καὶ διέθρεψεν αὐτὰς καὶ πρὸς αὐτὰς οὐκ εἰσῆλθε, καὶ ἦσαν συνεχόμεναι ἕως θανάτου αὐτῶν, χῆραι ζῶσαι.
Β Βασ. 20,3 Ο Δαυίδ επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ και εισήλθεν στον οίκον του. Ελαβε τας δέκα συζύγους του της δευτέρας σειράς, τας οποίας, όταν έφευγεν, είχεν αφήσει να φυλάσσουν τον οίκον του. Εκλεισεν αυτάς εις κάποιον άλλον οίκον. Εδιδεν όλα όσα τους εχρειάζοντο εις διατροφήν των, αλλά αυτός ποτέ δεν ήλθεν πλέον εις συνάφειαν με αυτάς. Εμειναν έτσι αυταί κλεισμέναι μέχρι θανάτου των, ως εάν ήσαν ζωντοχήραι.
 
Β Βασ. 20,4 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἀμεσσαΐ· βόησόν μοι τὸν ἄνδρα Ἰούδα τρεῖς ἡμέρας, σὺ δὲ αὐτοῦ στῆθι.
Β Βασ. 20,4 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς τον Αμεσσαΐ· φρόντισε να κληθούν και να παρουσιασθούν εδώ όλοι οι άνδρες της φυλής Ιούδα εντός τριών ημερών, Συ δε έλα κατόπιν και στάσου εδώ”.
 
Β Βασ. 20,5 καὶ ἐπορεύθη Ἀμεσσαΐ τοῦ βοῆσαι τὸν Ἰούδαν καὶ ἐχρόνισεν ἀπὸ τοῦ καιροῦ, οὗ ἐτάξατο αὐτῷ Δαυίδ.
Β Βασ. 20,5 Ο Αμεσσαΐ ανεχώρησε, δια να προσκαλέση την φυλήν του Ιούδα. Εβράδυνεν όμως από την προθεσμίαν, που του έδωκεν ο Δαυίδ.
 
Β Βασ. 20,6 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Ἀμεσσαΐ· νῦν κακοποιήσει ἡμᾶς Σαβεὲ υἱὸς Βοχορὶ ὑπὲρ Ἀβεσσαλώμ, καὶ νῦν σὺ λάβε μετὰ σεαυτοῦ τοὺς παῖδας τοῦ κυρίου σου καὶ καταδίωξον ὀπίσω αὐτοῦ, μήποτε ἑαυτῷ εὕρῃ πόλεις ὀχυρὰς καὶ σκιάσει τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν.
Β Βασ. 20,6 Οταν επέστρεψε, του είπεν ο Δαυίδ· “μάθε ότι ο Σαβεέ, ο υιός Βοχορί, έχει κατά νουν να επιφέρη τώρα εναντίον μας κακά μεγαλύτερα από εκείνα, τα οποία μας επροξένησεν ο Αβεσσαλώμ. Λοιπόν, συ τώρα πάρε μαζή σου το στράτευμα του κυρίου σου και καταδίωξε αυτόν, μήπως τυχόν εύρη πόλεις οχυράς και μας διαφύγη και μας φέρη εις δύσκολον θέσιν.
 
Β Βασ. 20,7 καὶ ἐξῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ οἱ ἄνδρες Ἰωὰβ καὶ ὁ Χερεθὶ καὶ ὁ Φελεθὶ καὶ πάντες οἱ δυνατοὶ καὶ ἐξῆλθον ἐξ Ἱερουσαλὴμ διῶξαι ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί.
Β Βασ. 20,7 Μαζή με τον Αμεσσαΐ ηκολούθησαν και οι άνδρες του αρχιστρατήγου Ιωάβ, οι σωματοφύλακες του Δαυίδ Χερεθί και Φελεθί, όλοι γενναίοι άνδρες. Αυτοί εξήλθαν από την Ιερουσαλήμ, δια να καταδιώξουν τον Σαβεέ, τον Βοχορίτην.
 
Β Βασ. 20,8 καὶ αὐτοὶ παρὰ τῷ λίθῳ τῷ μεγάλῳ τῷ ἐν Γαβαών, καὶ Ἀμεσσαΐ εἰσῆλθεν ἔμπροσθεν αὐτῶν. καὶ Ἰωὰβ περιεζωσμένος μανδύαν τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῷ ἐζωσμένος μάχαιραν ἐζευγμένην ἐπὶ τῆς ὀσφύος αὐτοῦ ἐν κολεῷ αὐτῆς, καὶ ἡ μάχαιρα ἐξῆλθε καὶ ἔπεσε.
Β Βασ. 20,8 Οταν ο στρατός του Δαυίδ ευρίσκετο εις την Γαβαών, πλησίον του μεγάλου βράχου, παρουσιάσθη ενώπιον αυτών ο Αμεσσαΐ. Ο Ιωάβ είχε φορέσει τον στρατιωτικόν του μανδύαν και επάνω από τον μανδύαν αυτόν είχε ζωσθή μάχαιραν, που εκρέματο από την μέσην του. Η δε μάχαιρα ήτο εντός της θήκης της. Η μάχαιρα όμως εβγήκεν από την θήκην και έπεσε κατά γης.
 
Β Βασ. 20,9 καὶ εἶπεν Ἰωὰβ τῷ Ἀμεσσαΐ· εἰ ὑγιαίνεις σὺ ἀδελφέ; καὶ ἐκράτησεν ἡ χεὶρ ἡ δεξιὰ Ἰωὰβ τοῦ πώγωνος Ἀμεσσαΐ τοῦ καταφιλῆσαι αὐτόν.
Β Βασ. 20,9 Ο Ιωάβ είπεν στον Αμεσσαΐ· “αδελφέ μου, τι κάνεις; Πως είναι η υγεία σου;” Ο Ιωάβ επήρε με την δεξιάν του χείρα τον πώγωνα του Αμεσσαΐ εις ένδειξιν αγάπης με σκοπόν να τον φιλήση.
 
Β Βασ. 20,10 καὶ Ἀμεσσαΐ οὐκ ἐφυλάξατο τὴν μάχαιραν τὴν ἐν τῇ χειρὶ Ἰωάβ, καὶ ἔπαισεν αὐτὸν ἐν αὐτῇ Ἰωὰβ εἰς τὴν ψόαν, καὶ ἐξεχύθη ἡ κοιλία αὐτοῦ εἰς τὴν γῆν, καὶ οὐκ ἐδευτέρωσεν αὐτῷ, καὶ ἀπέθανε. καὶ Ἰωὰβ καὶ Ἀβεσσαΐ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐδίωξεν ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί·
Β Βασ. 20,10 Και ο Αμεσσαΐ δεν επρόσεξε την μάχαιραν, την οποίαν εν τω μεταξύ είχεν λάβει από την γην ο Ιωάβ. Ο Ιωάβ εκτύπησε με αυτήν τον Αμεσσαΐ εκεί παρά τους νεφρούς και εχύθηκαν τα έντερα της κοιλίας του εις την γην. Δεν εκτύπησε δε δια δευτέραν φοράν, διότι ο Αμεσσαΐ απέθανεν αμέσως. Ετσι ο Ιωάβ και ο αδελφός του ο Αβεσσαΐ κατεδίωξαν τον Σαβεέ τον Βοχορίτην.
 
Β Βασ. 20,11 καὶ ἀνὴρ ἔστη ἐπ᾿ αὐτὸν τῶν παιδαρίων Ἰωὰβ καὶ εἶπε· τίς ὁ βουλόμενος Ἰωὰβ καὶ τίς τοῦ Δαυίδ, ὀπίσω Ἰωάβ;
Β Βασ. 20,11 Ενας από τους άνδρας του Ιωάβ εστάθη όρθιος επάνω από το πτώμα του Αμεσσαΐ και έλεγεν στους διερχομένους· “αυτός που θέλει τον Ιωάβ και αγαπά τον Δαυίδ, ας ακολουθήση τον Ιωάβ και ας φύγη από εδώ”.
 
Β Βασ. 20,12 καὶ Ἀμεσσαΐ πεφυρμένος ἐν τῷ αἵματι ἐν μέσῳ τῆς τρίβου, καὶ εἶδεν ἀνήρ, ὅτι εἱστήκει πᾶς ὁ λαός, καὶ ἀπέστρεψε τὸν Ἀμεσσαΐ ἐκ τῆς τρίβου εἰς ἀγρὸν καὶ ἐπέῤῥιψεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἱμάτιον, καθότι εἶδε πάντα τὸν ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτὸν ἑστηκότα·
Β Βασ. 20,12 Ο Αμεσσαΐ ήτο βουτηγμένος στο αίμα του και ευρίσκετο στο μέσον της οδού. Ο άνθρωπος αυτός του Ιωάβ είδεν, ότι όλος ο λαός είχε μαζευθή και εστέκετο εκεί. Δια τούτο απεμάκρυνε το πτώμα του Αμεσσαΐ από την οδόν, το μετέφερεν εις κάποιο χωράφι και έρριψεν επάνω εις αυτό ένα ιμάτιον, δια να το σκεπάση. Αυτό έκαμε, διότι έβλεπεν ότι όλος ο λαός ήρχετο προς το σώμα του Αβεσσαΐ και ίστατο όρθιος κοντά του.
 
Β Βασ. 20,13 ἡνίκα δὲ ἔφθασεν ἐκ τῆς τρίβου, παρῆλθε πᾶς ἀνὴρ Ἰσραὴλ ὀπίσω Ἰωάβ τοῦ διῶξαι ὀπίσω Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί.
Β Βασ. 20,13 Οταν δε μετεφέρθη το πτώμα από την οδόν στο χωράφι, όλοι οι Ισραηλίται έφυγαν και ηκολούθησαν τον Ιωάβ, δια να καταδιώξουν τον Σαβεέ τον Βοχορίτην.
 
Β Βασ. 20,14 καὶ διῆλθεν ἐν πάσαις φυλαῖς Ἰσραὴλ εἰς Ἀβὲλ καὶ εἰς Βαιθμαχὰ καὶ πάντες ἐν Χαῤῥί, καὶ ἐξεκκλησιάσθησαν, καὶ ἦλθον κατόπισθεν αὐτοῦ.
Β Βασ. 20,14 Ο Ιωάβ από την περιοχήν εκείνην επέρασεν όλας τας φυλάς του Ισραήλ μέχρι την πόλιν Αβέλ και Βαιθμαχά. Εις Χαρρί συνεκεντρώθησαν όλοι οι οπαδοί του Ιωάβ και τον ηκολούθησαν.
 
Β Βασ. 20,15 καὶ παρεγενήθησαν καὶ ἐπολιόρκουν ἐπ᾿ αὐτὸν τὴν Ἀβὲλ καὶ Βαιθμαχὰ καὶ ἐξέχεαν πρόσχωμα πρὸς τὴν πόλιν, καὶ ἔστη ἐν τῷ προτειχίσματι, καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετά Ἰωὰβ ἐνοοῦσαν καταβαλεῖν τὸ τεῖχος.
Β Βασ. 20,15 Επλησίασαν οι στρατιώται του Ιωάβ προς την Αβέλ και την Βαιθααχά εναντίον του Σαβεέ και έστησαν πολιορκίαν. Ανήγειραν γύρω από την πόλιν Αβέλ ένα τεχνητόν λόφον έως το ύψος, που είχε το τείχος της πόλεως. Ολος ο στρατός μαζή με τον Ιωάβ προσεπάθησαν να καταστρέψουν τα τείχη της πόλεως.
 
Β Βασ. 20,16 καὶ ἐβόησε γυνὴ σοφὴ ἐκ τοῦ τείχους καὶ εἶπεν· ἀκούσατε ἀκούσατε, εἴπατε δὴ πρὸς Ἰωάβ· ἔγγισον ἕως ὧδε, καὶ λαλήσω πρὸς αὐτόν.
Β Βασ. 20,16 Τοτε μία συνετή γυναίκα εφώναξεν από το τείχος και είπεν· “ακούσατε, ακούσατε, και είπατε αυτά, σας παρακαλώ, στον Ιωάβ· Ας έλθη έως εδώ ο Ιωάβ, δια να ομιλήσω προς αυτόν”.
 
Β Βασ. 20,17 καὶ προσήγγισε πρὸς αὐτήν, καὶ εἶπεν ἡ γυνή· εἰ σὺ εἶ Ἰωάβ; ὁ δὲ εἶπεν· ἐγώ. εἶπε δὲ αὐτῷ· ἄκουσον τοὺς λόγους τῆς δούλης σου. καὶ εἶπεν Ἰωάβ· ἀκούω ἐγώ εἰμι.
Β Βασ. 20,17 Ο Ιωάβ επλησίασε πράγματι προς αυτήν και η γυνή εκείνη του είπε· “συ είσαι ο Ιωάβ;” Εκείνος απήντησε· “ναι, εγώ είμαι”. Η γυναίκα του είπε· “άκουσε τα λόγια της δούλης σου”. Ο Ιωάβ είπε· “ακούω. Πρόθυμος είμαι να σε ακούσω”.
 
Β Βασ. 20,18 καὶ εἶπε λέγουσα· λόγον ἐλάλησαν ἐν πρώτοις λέγοντες· ἠρωτημένος ἠρωτήθη ἐν τῇ Ἀβὲλ καὶ ἐν Δὰν εἰ ἐξέλιπον ἃ ἔθεντο οἱ πιστοὶ τοῦ Ἰσραήλ, ἐρωτῶντες ἐπερωτήσουσιν ἐν Ἀβέλ, καὶ οὕτως εἰ ἐξέλιπον.
Β Βασ. 20,18 Η γυναίκα του είπε τα εξής· “λέγεται από αρχαιοτέραν εποχήν· Οσοι ηρώτησαν την Αβέλ και την Δαν, εάν ηστόχησαν στους σκοπούς των οι πιστοί Ισραηλίται, δεν κατεστράφησαν. Αυτοί που θα ερωτήσουν την Αβέλ, πριν η πραγματοποιήσουν μίαν των απόφασιν, δεν θα χαθούν.
 
Β Βασ. 20,19 ἐγώ εἰμι εἰρηνικὰ τῶν στηριγμάτων Ἰσραήλ, σὺ δὲ ζητεῖς θανατῶσαι πόλιν καὶ μητρόπολιν ἐν Ἰσραήλ· ἱνατί καταποντίζεις κληρονομίαν Κυρίου;
Β Βασ. 20,19 Εγώ και η πόλις μου είμεθα τα ειρηνικά στηρίγματα του Ισραηλιτικού λαού. Συ επιδιώκεις να καταστρέψης την πόλιν αυτήν, η οποία είναι μήτηρ και άρχουσα εις πολλάς άλλας πόλεις του Ισραηλιτικού λαού. Διατί λοιπόν θέλεις να καταποντίσης εις όλεθρον κληρονομίαν, η οποία ανήκει στον Κυριον;”
 
Β Βασ. 20,20 καὶ ἀπεκρίθη Ἰωάβ, καὶ εἶπεν· ἵλεώς μοι ἵλεώς μοι, εἰ καταποντιῶ καὶ εἰ διαφθερῶ·
Β Βασ. 20,20 Απήντησεν ο Ιωάβ και είπε· “δι' όνομα Θεού, εάν εγώ θέλω να εξαφανίσω η και να καταστρέψω την πόλιν σας.
 
Β Βασ. 20,21 οὐχ οὕτως ὁ λόγος, ὅτι ἀνὴρ ἐξ ὄρους Ἐφραίμ, Σαβεὲ υἱὸς Βοχορὶ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἐπῇρε τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὸν βασιλέα Δαυίδ· δότε αὐτόν μοι μόνον, καὶ ἀπελεύσομαι ἀπάνωθεν τῆς πόλεως. καὶ εἶπεν ἡ γυνὴ πρὸς Ἰωάβ· ἰδοὺ ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ῥιφήσεται πρὸς σὲ διὰ τοῦ τείχους.
Β Βασ. 20,21 Ο λόγος, δια τον οποίον ευρίσκομαι εδώ, είναι, διότι ζητώ κάποιον άνθρωπον εκ του όρους Εφραίμ, ο οποίος ονομάζεται Σαβεέ ο Βοχορίτης και ο οποίος επανεστάτησεν εναντίον του βασιλέως Δαυίδ. Παραδώσατέ μας αυτόν μόνον, και ημείς θα φύγωμεν από την πόλιν σας”. Η γυναίκα εκείνη είπε προς τον Ιωάβ· “ιδού, η κεφαλή του Σαβεέ θα ριφθή προς σε από το τείχος”.
 
Β Βασ. 20,22 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ πρὸς πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐλάλησε πρὸς πᾶσαν τὴν πόλιν ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτῆς· καὶ ἀφεῖλε τὴν κεφαλὴν Σαβεὲ υἱοῦ Βοχορί. καὶ ἀφεῖλε καὶ ἔβαλε πρὸς Ἰωάβ. καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ, καὶ διεσπάρησαν ἀπὸ τῆς πόλεως ἀπ᾿ αὐτοῦ ἀνὴρ εἰς τὰ σκηνώματα αὐτοῦ· καὶ Ἰωὰβ ἀπέστρεψεν εἰς Ἱερουσαλὴμ πρὸς τὸν βασιλέα.
Β Βασ. 20,22 Η γυναίκα αυτή επέστρεψεν εις την πόλιν και ωμίλησεν εις όλους τους κατοίκους με την σύνεσιν και την σοφίαν, η οποία την διέκρινε. Οι Ισραηλίται επείσθησαν εις αυτήν, εφόνευσαν τον Σαβεέ, απέκοψαν την κεφαλήν του και την έριψαν προς τον Ιωάβ. Ο Ιωάβ τότε εσάλπισε με την κερατίνην σάλπιγγα να καταπαύση ο πόλεμος. Οι στρατιώται του απεμακρύνθησαν από την πόλιν, μετέβησαν εις τας οικίας των, ο δε Ιωάβ επέστρεψεν στον βασιλέα Δαυίδ εις την Ιερουσαλήμ.
 
Β Βασ. 20,23 Καὶ ὁ Ἰωὰβ πρὸς πάσῃ τῇ δυνάμει Ἰσραήλ, καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ ἐπὶ τοῦ Χερεθὶ καὶ ἐπὶ τοῦ Φελεθί,
Β Βασ. 20,23 Ο Ιωάβ ήτο αρχιστράτηγος όλου του στρατού του Δαυίδ. Ο Βαναίας δέ, ο υιός του Ιωδαέ, ήτο αρχηγός της σωματοφυλακής του βασιλέως των Χερεθί και Φελεθί.
 
Β Βασ. 20,24 καὶ Ἀδωνιρὰμ ἐπὶ τοῦ φόρου, καὶ Ἰωσαφὰτ υἱὸς Ἀχιλοὺθ ἀναμιμνήσκων,
Β Βασ. 20,24 Ο Αδωνιράμ ήτο ο επιβλέπων επί των φόρων. Ο Ιωσαφάτ, ο υιός του Αχιλούθ, ήτο επί των υπομνημάτων, ο αρχειοφύλαξ.
 
Β Βασ. 20,25 καὶ Σουσὰ γραμματεύς, καὶ Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ ἱερεῖς,
Β Βασ. 20,25 Ο Σουσά ήτο γενικός γραμματεύς, ο δε Σαδώκ και ο Αβιάθαρ ήσαν αρχιερείς.
 
Β Βασ. 20,26 καί γε Ἰρὰς ὁ Ἰαρὶν ἦν ἱερεὺς τοῦ Δαυίδ.
Β Βασ. 20,26 Ο Ιράς, ο υιός του Ιαρίν, ήτο ιερεύς και σύμβουλος του βασιλέως Δαυίδ.
 
Κεφάλαιο 21ο
Β Βασ. 21,1 Καὶ ἐγένετο λιμὸς ἐν ταῖς ἡμέραις Δαυὶδ τρία ἔτη, ἐνιαυτὸς ὁ ἐχόμενος ἐνιαυτοῦ, καὶ ἐζήτησε Δαυὶδ τὸ πρόσωπον Κυρίου. καὶ εἶπε Κύριος· ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἀδικία ἐν θανάτῳ αἱμάτων αὐτοῦ, περὶ οὗ ἐθανάτωσε τοὺς Γαβαωνίτας.
Β Βασ. 21,1 Κατά την εποχήν, που εβασίλευσεν ο Δαυίδ, έγινεν ένας λιμός, ο οποίος διήρκεσεν επί τρία κατά συνέχειαν έτη. Ο Δαυίδ παρεκάλεσε τον Κυριον να μάθη την αιτίαν της θλίψεως αυτής. Ο Κυριος απήντησεν· “η θλίψις αυτή είναι τιμωρία, η οποία επήλθεν εναντίον σας εξ αιτίας του Σαούλ και της οικογενείας του. Δια την παρασπονδίαν, την οποίαν έκαμαν αυτοί, όταν έχυσαν αίματα των κατοίκων της Γαβαών”.
 
Β Βασ. 21,2 καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τοὺς Γαβαωνίτας καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· καὶ οἱ Γαβαωνῖται οὐχ υἱοὶ Ἰσραήλ εἰσιν, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ λείμματος τοῦ Ἀμοῤῥαίου, καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ὤμοσαν αὐτοῖς· καὶ ἐζήτησε Σαοὺλ πατάξαι αὐτοὺς ἐν τῷ ζηλῶσαι αὐτὸν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα.
Β Βασ. 21,2 Ο βασιλεύς Δαυίδ προσεκάλεσε τους Γαβαωνίτας και τους είπε· (οι Γαβαωνίται, ως γνωστόν, δεν ήσαν Ισραηλίται αλλά υπολείμματα από το γένος των Αμορραίων. Προς αυτούς δε είχαν ορκισθή οι υιοί του Ισραήλ να μη τους θανατώσουν; Ο Σαούλ όμως προς χάριν, τάχα, των Ισραηλιτών και των Ιουδαίων επεζήτησε να τους εξόντώση).
 
Β Βασ. 21,3 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς τοὺς Γαβαωνίτας· τί ποιήσω ἡμῖν καὶ ἐν τίνι ἐξιλάσομαι καὶ εὐλογήσετε τὴν κληρονομίαν Κυρίου;
Β Βασ. 21,3 Ο Δαυίδ, λοιπόν, είπε προς τους Γαβαωνίτας· “τι θέλετε να κάμω προς σας και με ποιό μέσον θα ημπορέσω να εξιλεωθώ απέναντί σας, δια να ευχηθήτε, ώστε να σωθή ο λαός αυτός, που είναι κληρονομία του Κυρίου;”
 
Β Βασ. 21,4 καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ Γαβαωνῖται· οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀργύριον ἢ χρυσίον μετὰ Σαοὺλ καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἀνὴρ θανατῶσαι ἐν Ἰσραήλ.
Β Βασ. 21,4 Είπαν προς αυτόν οι Γαβαωνίται· “η διαφορά μας δεν είναι ζήτημα αργυρίου η χρυσίου με τον Σαούλ και με τους απογόνους του, και ούτε ημείς έχομεν την αξίωσιν να θανατωθή οιοσδήποτε από τους άλλους Ισραηλίτας”.
 
Β Βασ. 21,5 καὶ εἶπε· τί ὑμεῖς λέγετε καὶ ποιήσω ὑμῖν; καὶ εἶπαν πρὸς τὸν βασιλέα· ὁ ἀνήρ, ὃς συνετέλεσεν ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐδίωξεν ἡμᾶς, ὃς παρελογίσατο ἐξολοθρεῦσαι ἡμᾶς· ἀφανίσωμεν αὐτόν, τοῦ μή ἑστάναι αὐτὸν ἐν παντὶ ὁρίῳ Ἰσραήλ·
Β Βασ. 21,5 Ο Δαυίδ τους ηρώτησε· “λοιπόν, τι λέγετε σεις, ότι πρέπει να κάμω;” Οι Γαβαωνίται απήντησαν προς τον βασιλέα· “ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος μας εξηφάνισε και μας κατεδίωξε, αυτός ο οποίος εσκέφθη να μας εξολοθρεύση, πρέπει να θανατωθή από ημάς και να μη έχη πλέον θέσιν εις την χώραν του Ισραηλιτικού λαού.
 
Β Βασ. 21,6 δότω ἡμῖν ἑπτὰ ἄνδρας ἐκ τῶν υἱῶν αὐτοῦ, καὶ ἐξηλιάσωμεν αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ ἐν τῷ Γαβαὼν Σαοὺλ ἐκλεκτοὺς Κυρίου. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· ἐγὼ δώσω.
Β Βασ. 21,6 Δώστε μας, λοιπόν, επτά από τα παιδιά του Σαούλ, που σεις θα εκλέξετε, να τους κρεμάσωμεν εις την Γαβαών απέναντι του ηλίου προς εξιλέωσιν του Κυρίου”. Ο βασιλεύς Δαυίδ απήντησε· “μάλιστα εγώ θα σας τους δώσω”.
 
Β Βασ. 21,7 καὶ ἐφείσατο ὁ βασιλεὺς ἐπὶ Μεμφιβοσθὲ υἱὸν Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ διὰ τὸν ὅρκον Κυρίου τὸν ἀνὰ μέσον αὐτῶν καὶ ἀνὰ μέσον Δαυὶδ καὶ ἀνὰ μέσον Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαούλ·
Β Βασ. 21,7 Ο βασιλεύς όμως ελυπήθη και δεν ηθέλησε να δώση τον Μεμφιβοσθέ, τον υιόν του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ. Τούτο δέ, δια τον όρκον που είχε δοθή ενώπιον του Κυρίου μεταξύ του Δαυίδ και του Ιωνάθαν, του υιού του Σαούλ.
 
Β Βασ. 21,8 καὶ ἔλαβεν ὁ βασιλεὺς τοὺς δύο υἱοὺς Ῥεσφὰ θυγατρὸς Ἁϊᾶ, οὓς ἔτεκε τῷ Σαούλ, τὸν Ἑρμωνὶ καὶ τὸν Μεμφιβοσθέ, καὶ τοὺς πέντε υἱοὺς τῆς Μιχὸλ θυγατρὸς Σαούλ, οὓς ἔτεκε τῷ Ἐσδριὴλ υἱῷ Βερζελλὶ τῷ Μουλαθί,
Β Βασ. 21,8 Επήρε λοιπόν ο βασιλεύς τους δύο υιούς της Ρεσφά, θυγατρός του Αϊά, τον Ερμωνί και τον Μεμφιβοσθέ, τους οποίους εγέννησεν αυτή ως σύζυγος του Σαούλ. Επίσης επήρε τους πέντε υιούς της Μιχόλ θυγατρός του Σαούλ, τους οποίους εγέννησεν αυτή ως σύζυγος του Εσδριήλ του υιού Βερζελλί, ο οποίος κατήγετο από τον Μουλά.
 
Β Βασ. 21,9 καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς ἐν χειρὶ τῶν Γαβαωνιτῶν, καὶ ἐξηλίασαν αὐτοὺς ἐν τῷ ὄρει ἔναντι Κυρίου, καὶ ἔπεσαν οἱ ἑπτὰ αὐτοὶ ἐπὶ τὸ αὐτό· καὶ αὐτοὶ δὲ ἐθανατώθησαν ἐν ἡμέραις θερισμοῦ ἐν πρώτοις, ἐν ἀρχῇ θερισμοῦ κριθῶν.
Β Βασ. 21,9 Αυτούς τους επτά παρέδωσεν ο βασιλεύς εις τα χέρια των Γαβαωνιτών, οι οποίοι και τους εκρέμασαν στο όρος ενώπιον του Κυρίου. Και οι επτά αυτοί εθανατώθησαν μαζή. Εξετελέσθησαν δε κατά την εποχήν, κατά την οποίαν γίνεται ο πρώτος θερισμός, ο θερισμός της κριθής, εις την αρχήν μάλιστα του θερισμού της κριθής.
 
Β Βασ. 21,10 καὶ ἔλαβε Ῥεσφὰ θυγάτηρ Ἁϊᾶ τὸν σάκκον καὶ ἔπηξεν αὐτῇ πρὸς τὴν πέτραν ἐν ἀρχῇ θερισμοῦ κριθῶν, ἕως ἔσταξεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ὕδωρ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐκ ἔδωκε τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καταπαῦσαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡμέρας καὶ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ νυκτός.
Β Βασ. 21,10 Η Ρεσφά, η θυγάτηρ Αϊά, συντετριμμένη από την μητρικήν λύπην, επήρε ενά σάκκον, τον ήπλωσε εις κάποιον βράχον, τον έκαμε σκηνήν δια τον εαυτόν της και έμεινεν εκεί από τας πρώτας ημέρας του θερισμού, μέχρις ότου έπεσε βροχή από τον ουρανόν. Εκεί δε μένουσα δεν αφήκε τα πτηνά του ουρανού κατά την ημέραν και τα θηρία της γης κατά την νύκτα να φάγουν τα πτώματα των κρεμασθέντων παιδιών της.
 
Β Βασ. 21,11 καὶ ἀπηγγέλη τῷ Δαυὶδ ὅσα ἐποίησε Ῥεσφὰ θυγάτηρ Ἁϊᾶ παλλακὴ Σαούλ· καὶ ἐξελύθησαν, καὶ κατέλαβεν αὐτοὺς Δὰν υἱὸς Ἰωὰ ἐκ τῶν ἀπογόνων τῶν γιγάντων,
Β Βασ. 21,11 Επληροφόρησαν τον Δαυίδ αυτά, τα οποία έκαμεν Ρεσφά η θυγάτηρ Αϊά η σύζυγος δευτέρας σειράς του Σαούλ. Κατεπλάγησαν δε όλοι από την στοργήν της μητρός αυτής, ο δε Δαν, ο υιός του Ιωά, ένας από τους απογόνους των γιγάντων παρέλαβε τα κρεμασμένα πτώματα.
 
Β Βασ. 21,12 καὶ ἐπορεύθη Δαυὶδ καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ παρὰ τῶν ἀνδρῶν υἱῶν Ἰαβὶς Γαλαάδ, οἳ ἔκλεψαν αὐτοὺς ἐκ τῆς πλατείας Βαιθσάν, ὅτι ἔστησαν αὐτοὺς ἐκεῖ οἱ ἀλλόφυλοι ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπάταξαν οἱ ἀλλόφυλοι τὸν Σαοὺλ ἐν Γελβουέ,
Β Βασ. 21,12 Και ο Δαυίδ τότε μετέβη και επήρε τα οστά του Σαούλ, τα οστά του παιδιού του Ιωνάθαν από τους άνδρας της πόλεως Ιαβίς εις την περιοχήν Γαλαάδ, οι οποίοι είχον αφαιρέσει κρυφίως τα πτώματα αυτών από την πλατείαν της πόλεως Βαιθσάν. Διότι εκεί είχον κρεμάσει τον Σαούλ και τον Ιωνάθαν οι Φιλισταίοι, όταν εφόνευσαν τον Σαούλ στο όρος Γελβουέ.
 
Β Βασ. 21,13 καὶ ἀνήνεγκεν ἐκεῖθεν τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ συνήγαγε τὰ ὀστᾶ τῶν ἐξηλιασμένων.
Β Βασ. 21,13 Ο Δαυίδ επήρε και μετέφερεν από εκεί τα οστά του Σαούλ και τα οστά του Ιωνάθαν του υιού του, όπως και τα οστά των άλλων, που είχαν κρεμασθή.
 
Β Βασ. 21,14 καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ Σαοὺλ καὶ τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καὶ τά ὀστᾶ τῶν ἡλιασθέντων ἐν γῇ Βενιαμὶν ἐν τῇ πλευρᾷ ἐν τῷ τάφῳ Κὶς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐποίησαν πάντα, ὅσα ἐνετείλατο ὁ βασιλεύς. καὶ ἐπήκουσεν ὁ Θεὸς τῇ γῇ μετὰ ταῦτα.
Β Βασ. 21,14 Εθαψαν τα οστά του Σαούλ, τα οστά του παιδιού του Ιωνάθαν και τα οστά όσων άλλων είχαν κρεμασθή εις την χώραν της φυλής του Βενιαμίν. Αυτούς λοιπόν τους έθαψαν εις κάποιαν πλευράν στον τάφον του Κις, του πατρός του Σαούλ. Ολα αυτά έγιναν, διότι έτσι είχε διατάξει ο βασιλεύς. Ο δε Θεός κατόπιν αυτών ήκουσε την προσευχήν του Δαυίδ και απήλλαξε το βασίλειόν του από την μάστιγα του λιμού.
 
Β Βασ. 21,15 Καὶ ἐγενήθη ἔτι πόλεμος τοῖς ἀλλοφύλοις μετὰ Ἰσραήλ. καὶ κατέβη Δαυὶδ καὶ οἱ παῖδες αὐτοῦ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπολέμησαν μετὰ τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐξελύθη Δαυίδ.
Β Βασ. 21,15 Κατόπιν των γεγονότων αυτών έγινε νέος πόλεμος μεταξύ των αλλοφύλων και των Ισραηλιτών. Ελαβε δε μέρος στον πόλεμον αυτόν ο Δαυίδ μαζή με τον στρατόν του και επολέμησαν εναντίον αυτών των αλλοφύλων. Ο δε Δαυίδ πολεμών εκουράσθη.
 
Β Βασ. 21,16 καὶ Ἰεσβί, ὃς ἦν ἐν τοῖς ἐκγόνοις τοῦ Ῥαφὰ καὶ ὁ σταθμὸς τοῦ δόρατος αὐτοῦ τριακοσίων σίκλων ὁλκὴ χαλκοῦ καὶ αὐτὸς περιεζωσμένος κορύνην, καὶ διενοεῖτο τοῦ πατάξαι τὸν Δαυίδ.
Β Βασ. 21,16 Εκεί εις την μάχην, μεταξύ των εχθρών, ήτο και ο Ιεσβί, ενας από τους απογόνους του Ραφά, γίγας και αυτός. Το βάρος του χαλκίνου δόρατός του ήτο επάνω από τριακοσίους σίκλους. Είχε ζωσθή ένα φονικόν ρόπαλον και με αυτό επεχείρησε να φονεύση τον Δαυίδ.
 
Β Βασ. 21,17 καὶ ἐβοήθησεν αὐτῷ Ἀβεσσὰ υἱὸς Σαρουΐας καὶ ἐπάταξε τὸν ἀλλόφυλον καὶ ἐθανάτωσεν αὐτόν. τότε ὤμοσαν οἱ ἄνδρες Δαυὶδ λέγοντες· οὐκ ἐξελεύσῃ ἔτι μεθ᾿ ἡμῶν εἰς πόλεμον καὶ οὐ μὴ σβέσῃς τὸν λύχνον Ἰσραήλ.
Β Βασ. 21,17 Ο Αβεσσά όμως, ο υιός της Σαρουΐας, έσπευσε και εβοήθησε τον Δαυίδ και εκτύπησε και εφόνευσεν αυτόν τον αλλόφυλον. Τοτε οι άνδρες του Δαυίδ ωρκίσθησαν και του είπαν· “άλλην φοράν δεν θα βγης μαζή μας στον πόλεμον συ ο βασιλεύς, δια να μη φονευθής και σβήσης έτσι τον μοναδικόν αυτόν λύχνον του Ισραηλιτικού λαού”.
 
Β Βασ. 21,18 καὶ ἐγενήθη μετὰ ταῦτα ἔτι πόλεμος ἐν Γὲθ μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. τότε ἐπάταξε Σεβοχὰ ὁ Ἀστατωθὶ τὸν Σὲφ ἐν τοῖς ἐκγόνοις τοῦ Ῥαφά.
Β Βασ. 21,18 Κατόπιν αυτών έγινε πάλιν πόλεμος εις την περιοχήν Γεθ μεταξύ των Φιλισταίων και του Ισραηλιτικού λαού. Τοτε ο Σεβοχά, ο οποίος κατήγετο από την Αστατώθ, εφόνευσε τον Σέφ, ένα από τους απογόνους του Ραφά.
 
Β Βασ. 21,19 καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος ἐν Γὸβ μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. καὶ ἐπάταξεν Ἐλεανὰν υἱὸς Ἀριωργὶμ ὁ Βηθλεεμίτης τὸν Γολιὰθ τὸν Γεθθαῖον, καὶ τὸ ξύλον τοῦ δόρατος αὐτοῦ ὡς ἀντίον ὑφαινόντων.
Β Βασ. 21,19 Και νέος πόλεμος έγινε μεταξύ Ισραηλιτών και αλλοφύλων εις την περιοχήν Γοβ. Εκεί ο Ελεανάν, ο υιός του Αριωργίμ, ο οποίος κατήγετο από την Βηθλεέμ, εφόνευσεν ένα γίγαντα, Γολιάθ ονόματι, τον καταγόμενον από την Γέθ, και του οποίου το ξύλον του δόρατός του ήτο σαν το αντί του αργαλειού.
 
Β Βασ. 21,20 καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμος ἐν Γέθ. καὶ ἦν ἀνὴρ μαδών, καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν χειρῶν αὐτοῦ καὶ οἱ δάκτυλοι τῶν ποδῶν αὐτοῦ ἓξ καὶ ἕξ, εἰκοσιτέσσαρες ἀριθμῷ, καί γε αὐτὸς ἐτέχθη τῷ Ῥαφά.
Β Βασ. 21,20 Εγινε και άλλος πόλεμος εις την περιοχήν Γέθ. Εκεί υπήρχεν ενας ανήρ φαλακρός. Αυτός είχε εξ δάκτυλα εις κάθε του χέρι και εξ δάκτυλα εις κάθε του ποδί. Εν όλω δηλαδή είκοσι τέσσαρας δακτύλους και αυτός ήτο απόγονος του γίγαντος Ραφά.
 
Β Βασ. 21,21 καὶ ὠνείδισε τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν Ἰωνάθαν υἱὸς Σεμεΐ ἀδελφοῦ Δαυίδ.
Β Βασ. 21,21 Υβριζε τον ισραηλιτικόν λαόν. Ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σεμεΐ, αδελφού του Δαυίδ, εφόνευσεν αυτόν.
 
Β Βασ. 21,22 οἱ τέσσαρες οὗτοι ἐτέχθησαν ἀπόγονοι τῶν γιγάντων ἐν Γὲθ τῷ Ῥαφὰ οἶκος, καὶ ἔπεσαν ἐν χειρὶ Δαυίδ, καὶ ἐν χειρὶ τῶν δούλων αὐτοῦ.
Β Βασ. 21,22 Οι τέσσαρες αυτοί άνδρες ήσαν απόγονοι των γιγάντων εις την Γέθ, και ανήκον εις την οικογένειαν Ραφά. Αυτοί εφονεύθησαν με τα χέρια του Δαυίδ και με τα χέρια των στρατιωτών του.
 
Κεφάλαιο 22ο
Β Βασ. 22,1 Καὶ ἐλάλησε Δαυὶδ τῷ Κυρίῳ τοὺς λόγους τῆς ᾠδῆς ταύτης ἐν ᾗ ἡμέρᾳ ἐξείλετο αὐτὸν Κύριος ἐκ χειρὸς πάντων τῶν ἐχθρῶν αὐτοῦ καὶ ἐκ χειρὸς Σαούλ,
Β Βασ. 22,1 Εψαλε τότε ο Δαυίδ προς τον Κυριον τα λόγια της παρακάτω ωδής, όταν ο Κυριος εγλύτωσεν αυτόν από όλους τους εχθρούς του, και μάλιστα από τα χέρια του Σαούλ.
 
Β Βασ. 22,2 καὶ εἶπεν· Κύριε, πέτρα μου καὶ ὀχύρωμά μου καὶ ἐξαιρούμενός με ἐμοί,
Β Βασ. 22,2 Και είπε· “Κυριε, συ είσαι ο βράχος μου και το οχύρωμά μου. Συ είσαι εκείνος, ο οποίος με εγλύτωσες από τους κινδύνους και μου εχάρισες σωτηρίαν.
 
Β Βασ. 22,3 ὁ Θεός μου φύλαξ μου ἔσται μοι, πεποιθὼς ἔσομαι ἐπ᾿ αὐτῷ, ὑπερασπιστής μου καὶ κέρας σωτηρίας μου, ἀντιλήπτωρ μου καὶ καταφυγή μου σωτηρίας μου, ἐξ ἀδίκου σώσεις με.
Β Βασ. 22,3 Ο Θεός μου θα είναι και στο μέλλον ο φρουρός και προστάτης μου. Εις αυτόν θα έχω την πεποίθησίν μου. Αυτός θα είναι ο υπερασπιστής μου, η δύναμις της σωτηρίας μου, ο προστάτης μου, η καταφυγή της σωτηρίας μου. Συ, Κυριε, θα με σώσης από κάθε άδικον άνθρωπον.
 
Β Βασ. 22,4 αἰνετὸν ἐπικαλέσομαι Κύριον καὶ ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου σωθήσομαι.
Β Βασ. 22,4 Τον πανένδοξον και απειροΰμνητον Κυριον, θα επικαλεσθώ δια της προσευχής μου και με την βοήθειαν αυτού θα σωθώ από τα χέρια των εχθρών μου.
 
Β Βασ. 22,5 ὅτι περιέσχον με συντριμμοὶ θανάτου, χείμαῤῥοι ἀνομίας ἐθάμβησάν με·
Β Βασ. 22,5 Θα επικαλεσθώ τον Κυριον, διότι θανάσιμοι συμφοραί με έχουν περικυκλώσει, ορμητικαί και αιφνίδιαι, σαν χειμάρροι, αι κακίαι των ανθρώπων με κατεζάλισαν.
 
Β Βασ. 22,6 ὠδῖνες θανάτου ἐκύκλωσάν με, προέφθασάν με σκληρότητες θανάτου.
Β Βασ. 22,6 Ωδίνες θανάτου με περιεκύκλωσαν. Σκληροί πόνοι, που προμηνύουν τον θάνατον, με έχουν προφθάσει.
 
Β Βασ. 22,7 ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐπικαλέσομαι τὸν Κύριον καὶ πρὸς τὸν Θεόν μου βοήσομαι· καὶ ἐπακούσεται ἐκ ναοῦ αὐτοῦ φωνῆς μου, καὶ ἡ κραυγή μου ἐν τοῖς ὠσὶν αὐτοῦ.
Β Βασ. 22,7 Εις την συγκλονιστικήν αυτήν θλίψιν κατέφυγον δια της προσευχής προς τον Κυριον, και προς τον Θεόν μου με όλην μου την φωνήν εφώναξα· Ο Κυριος από τον ναόν τον άγιον αυτού με ήκουσε και η κραυγή μου έφθασεν έως εις τα αυτιά του.
 
Β Βασ. 22,8 καὶ ἐταράχθη καὶ ἐσείσθη ἡ γῆ, καὶ τὰ θεμέλια τοῦ οὐρανοῦ συνεταράχθησαν καὶ ἐσπαράχθησαν, ὅτι ἐθυμώθη Κύριος αὐτοῖς.
Β Βασ. 22,8 Εταράχθη η γη και εσείσθη, και αυτά ακόμη τα θεμέλια του ουρανού συνεταράχθησαν και διερράγησαν, διότι εθύμωσεν ο Κυριος εναντίον των ασεβών ανθρώπων.
 
Β Βασ. 22,9 ἀνέβη καπνὸς ἐν τῇ ὀργῇ αὐτοῦ, καὶ πῦρ ἐκ στόματος αὐτοῦ κατέδεται, ἄνθρακες ἐξεκαύθησαν ἀπ᾿ αὐτοῦ.
Β Βασ. 22,9 Σαν καπνός ανέβη η οργή του Κυρίου, και καταστρεπτική φωτιά εβγήκεν από το στόμα του. Κατακόκκινοι, πυρακτωμένοι άνθρακες εξεσφενδονίσθησαν από αυτόν.
 
Β Βασ. 22,10 καὶ ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη, καὶ γνόφος ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ.
Β Βασ. 22,10 Εχαμήλωσε τους ουρανούς και κατέβη εις την γην. Κατω δε από τα πόδια του υπήρχε κατασκότεινον νέφος.
 
Β Βασ. 22,11 καὶ ἐπεκάθισεν ἐπὶ Χερουβὶμ καὶ ἐπετάσθη καὶ ὤφθη ἐπὶ πτερύγων ἀνέμου.
Β Βασ. 22,11 Κατέβη εις την γην καθήμενος επάνω εις χερουβικόν θρόνον. Παρουσιάσθη, σαν να πετούσε επάνω εις τας πτέρυγας του ανέμου.
 
Β Βασ. 22,12 καὶ ἔθετο σκότος ἀποκρυφὴν αὐτοῦ κύκλῳ αὐτοῦ, ἡ σκηνὴ αὐτοῦ σκότος ὑδάτων· ἐπάχυνεν ἐν νεφέλαις ἀέρος.
Β Βασ. 22,12 Γυρω του, σαν να ήθελε να αποκρύψη την παρουσίαν του, εσκόρπισε σκοτάδι. Και η σκηνή αυτή απετελείτο από σκοτεινά σύννεφα, έτοιμα να αναλυθούν εις βροχήν. Και ολίγον κατ' ολίγον τα σύννεφα της θυέλλης επυκνώνοντο.
 
Β Βασ. 22,13 ἀπὸ τοῦ φέγγους ἐναντίον αὐτοῦ ἐξεκαύθησαν ἄνθρακες πυρός.
Β Βασ. 22,13 Από τας αστραπάς, που ενώπιόν του εφεγγοβολούσαν, εξετοξεύοντο κεραυνοί, σαν πυρωμένα κάρβουνα.
 
Β Βασ. 22,14 ἐβρόντησεν ἐξ οὐρανοῦ Κύριος, καὶ ὁ ὕψιστος ἔδωκε φωνὴν αὐτοῦ
Β Βασ. 22,14 Ο Κυριος έστειλε βροντάς από τον ουρανόν. Ο Υψιστος έδωκεν αυτήν την φωνήν του από τα ύψη του ουρανού.
 
Β Βασ. 22,15 καὶ ἀπέστειλε βέλη καὶ ἐσκόρπισεν αὐτούς, καὶ ἤστραψεν ἀστραπὴν καὶ ἐξέστησεν αὐτούς.
Β Βασ. 22,15 Εστειλε τους κεραυνούς σαν βέλη και διεσκόρπισε τους εχθρούς. Εστειλεν αστραπάς και τους κατέπληξε και τους εφόβησε.
 
Β Βασ. 22,16 καὶ ὤφθησαν ἀφέσεις θαλάσσης, καὶ ἀπεκαλύφθη θεμέλια τῆς οἰκουμένης ἐν τῇ ἐπιτιμήσει Κυρίου, ἀπὸ πνοῆς πνεύματος θυμοῦ αὐτοῦ.
Β Βασ. 22,16 Από την βιαίαν πνοήν της οργής του, από την επιτίμησίν του, εφάνησαν οι πυθμένες των θαλασσών, απεκαλύφθησαν τα θεμέλια της γης.
 
Β Βασ. 22,17 ἀπέστειλεν ἐξ ὕψους καὶ ἔλαβέ με, εἵλκυσέ με ἐξ ὑδάτων πολλῶν·
Β Βασ. 22,17 Και την ώραν εκείνην της φοβεράς αναστατώσεως μου έστειλεν ο Θεός βοήθειαν. Απλωσε το χέρι του και με έπιασε. Με ανέσυρεν ανάμεσα από τα πολλά ύδατα, όπου εκινδύνευα να πνιγώ.
 
Β Βασ. 22,18 ἐῤῥύσατό με ἐξ ἐχθρῶν μου ἰσχύος, ἐκ τῶν μισούντων με, ὅτι ἐκραταιώθησαν ὑπὲρ ἐμέ.
Β Βασ. 22,18 Ο Κυριος με εγλύτωσεν από τους ισχυρούς εχθρούς μου, οι οποίοι με εμισούσαν, και είχαν γίνει πολύ ισχυρότεροί μου.
 
Β Βασ. 22,19 προέφθασάν με ἡμέραι θλίψεώς μου καὶ ἐγένετο Κύριος ἐπιστήριγμά μου
Β Βασ. 22,19 Ημέραι θλίψεως με εκυρίευσαν εξ αιτίας των εχθρών μου, αλλ' ο Κυριος έγινε το μεγάλο στήριγμά μου.
 
Β Βασ. 22,20 καὶ ἐξήγαγέ με εἰς πλατυσμὸν καὶ ἐξείλετό με, ὅτι ηὐδόκησεν ἐν ἐμοί.
Β Βασ. 22,20 Ο Κυριος με έβγαλεν από τους εχθρούς μου και με ετοποθέτησεν εις άνετον, ευχάριστον περιοχήν, διότι με ηγάπησε.
 
Β Βασ. 22,21 καὶ ἀνταπέδωκέ μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου, καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἀνταπέδωκέ μοι.
Β Βασ. 22,21 Ο Κυριος μου ανταπέδωκε σύμφωνα με την δικαιοσύνην μου, και σύμφωνα με την καθαριότητα των χειρών μου από κάθε αδικίαν με εβράβευσε.
 
Β Βασ. 22,22 ὅτι ἐφύλαξα ὁδοὺς Κυρίου καὶ οὐκ ἠσέβησα ἀπὸ τοῦ Θεοῦ μου,
Β Βασ. 22,22 Διότι εγώ εφύλαξα όλας τας εντολάς του Κυρίου. Δεν εδείχθην ασεβής απέναντι του Θεού.
 
Β Βασ. 22,23 ὅτι πάντα τὰ κρίματα αὐτοῦ κατεναντίον μου, καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, οὐκ ἀπέστην ἀπ᾿ αὐτῶν.
Β Βασ. 22,23 Διότι είχα πάντοτε ενώπιόν μου όλας τας εντολάς του, και όλα τα δικαιώματά του. Ποτέ δεν απεμακρύνθην από αυτά.
 
Β Βασ. 22,24 καὶ ἔσομαι ἄμωμος αὐτῷ καὶ προφυλάξομαι ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου.
Β Βασ. 22,24 Ημην και θα είμαι άμωμος ενώπιόν του και θα προφυλαχθώ από κάθε παρανομίαν μου.
 
Β Βασ. 22,25 καὶ ἀποδώσει μοι Κύριος κατὰ τὴν δικαιοσύνην μου καὶ κατὰ τὴν καθαριότητα τῶν χειρῶν μου ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ.
Β Βασ. 22,25 Ο Κυριος με εβράβευσε και θα με βραβεύη δια την δικαιοσύνην μου και δια την καθαρότητα των χειρών μου ενώπιον των οφθαλμών του.
 
Β Βασ. 22,26 μετὰ ὁσίου ὁσιωθήσῃ καὶ μετὰ ἀνδρὸς τελείου τελειωθήσῃ
Β Βασ. 22,26 Ο Κυριος φέρεται με οσιότητα απέναντι του οσίου ανθρώπου και απέναντι του τελείου ανθρώπου φέρεται με τελειότητα.
 
Β Βασ. 22,27 καὶ μετὰ ἐκλεκτοῦ ἐκλεκτὸς ἔσῃ καὶ μετὰ στρεβλοῦ στρεβλωθήσῃ.
Β Βασ. 22,27 Απέναντι των εκλεκτών σου θα είσαι, Κυριε, εκλεκτός, αλλά απέναντι των διεστραμμένων θα φερθής με ανάλογον προς την κακότητά των τρόπον.
 
Β Βασ. 22,28 καὶ τὸν λαὸν τὸν πτωχὸν σώσεις καὶ ὀφθαλμοὺς ἐπὶ μετεώρων ταπεινώσεις.
Β Βασ. 22,28 Συ, Κυριε, λαόν πτωχόν και θλιμμένον θα σώσης, και αυτούς, που έχουν υπερηφάνους τους οφθαλμούς, θα τους ταπεινώσης.
 
Β Βασ. 22,29 ὅτι σὺ ὁ λύχνος μου, Κύριε, καὶ Κύριος ἐκλάμψει μοι τὸ σκότος μου.
Β Βασ. 22,29 Συ, Κυριε, είσαι ο λύχνος και το φως της ευτυχίας μου. Ναι, ο Κυριος θα λάμψη ενώπιόν μου και θα διαλύση τα σκοτάδια της θλίψεως και της δυστυχίας μου.
 
Β Βασ. 22,30 ὅτι ἐν σοὶ δραμοῦμαι μονόζωνος καὶ ἐν τῷ Θεῷ μου ὑπερβήσομαι τεῖχος.
Β Βασ. 22,30 Με την ιδικήν σου δύναμιν θα τρέξω σαν ελαφρώς ωπλισμένος και με την δύναμιν του Θεού μου εγώ θα εισπηδήσω εις υψηλά τείχη και θα κυριεύσω ωχυρωμένας πόλεις.
 
Β Βασ. 22,31 ὁ ἰσχυρός, ἄμωμος ἡ ὁδὸς αὐτοῦ, τὸ ῥῆμα Κυρίου κραταιόν, πεπυρωμένον, ὑπερασπιστής ἐστι πᾶσι τοῖς πεποιθόσιν ἐπ᾿ αὐτόν.
Β Βασ. 22,31 Ισχυρός είναι ο Θεός, άμωμος η οδός του. Ο τρόπος της ενεργείας του πανίσχυρος, και πυρακτωμένος ο λόγος του. Ο Θεός είναι πάντοτε κραταιός υπερασπιστής όλων εκείνων, οι οποίοι έχουν πίστιν εις αυτόν.
 
Β Βασ. 22,32 τίς ἰσχυρὸς πλὴν Κυρίου; καὶ τίς κτίστης ἔσται πλὴν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν;
Β Βασ. 22,32 Ποιός άλλος είναι ισχυρότερος από τον Κυριον; Και ποιός άλλος είναι δημιουργός του σύμπαντος, πλην του Θεού μας;
 
Β Βασ. 22,33 ὁ ἰσχυρὸς ὁ κραταιῶν με δυνάμει, καὶ ἐξετίναξεν ἄμωμον τὴν ὁδόν μου·
Β Βασ. 22,33 Αυτός ο πανίσχυρος Θεός είναι εκείνος, ο οποίος με ενίσχυσε με την δύναμίν του. Αυτός άπλωσεν εμπρός μου και κατέστησεν άμωμον τον δρόμον της ζωής μου.
 
Β Βασ. 22,34 τιθεὶς τοὺς πόδας μου ὡς ἐλάφων καὶ ἐπὶ τὰ ὕψη ἱστῶν με·
Β Βασ. 22,34 Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος έκαμε τα πόδια μου ελαφρά σαν των ελάφων και με ανυψώνει με την δύναμίν του επάνω εις τα υψώματα, υπεράνω από τους εχθρούς μου.
 
Β Βασ. 22,35 διδάσκων χεῖράς μου εἰς πόλεμον καὶ κατάξας τόξον χαλκοῦν ἐν βραχίονί μου.
Β Βασ. 22,35 Αυτός είναι, που εδίδαξε τα χέρια μου δια νικηφόρους πολέμους και κατέστησε τον βραχίονά μου ισχυρόν, ώστε να κρατή χάλκινον τόξον.
 
Β Βασ. 22,36 καὶ ἔδωκάς μοι ὑπερασπισμὸν σωτηρίας μου, καὶ ἡ ὑπακοή σου ἐπλήθυνέ με
Β Βασ. 22,36 Συ, Κυριε, με υπερησπίσθης ενώπιον των εχθρών μου και η ευμένειά σου με έκαμε μέγαν.
 
Β Βασ. 22,37 εἰς πλατυσμὸν εἰς τὰ διαβήματά μου ὑποκάτω μου, καὶ οὐκ ἐσαλεύθησαν τὰ σκέλη μου.
Β Βασ. 22,37 Η συγκατάβασίς σου και η προθυμία σου να ακούης την προσευχήν μου υπήρξε μεγάλη, ώστε να βαδίζω με ανοικτά βήματα και τα βήματα αυτά να είναι σταθερά εις την ζωήν μου.
 
Β Βασ. 22,38 διώξω ἐχθρούς μου καὶ ἀφανιῶ αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀναστρέψω ἕως ἂν συντελέσω αὐτούς·
Β Βασ. 22,38 Με την ιδικήν σου δύναμιν θα καταδιώξω τους εχθρούς μου και θα τους εξαφανίσω και δεν θα επιστρέψω, εάν δεν φέρω εις πέρας την καταστροφήν των.
 
Β Βασ. 22,39 καὶ θλάσω αὐτοὺς καὶ οὐκ ἀναστήσονται καὶ πεσοῦνται ὑπὸ τοὺς πόδας μου.
Β Βασ. 22,39 Θα τους συντρίψω και θα τους ποδοπατήσω και δεν θα εγερθούν· θα πέσουν κάτω από τα πόδια μου.
 
Β Βασ. 22,40 καὶ ἐνισχύσεις με δυνάμει εἰς πόλεμον, κάμψεις τοὺς ἐπιστανομένους μοι ὑποκάτω μου·
Β Βασ. 22,40 Συ, Κυριε, θα με ενισχύσης με την δύναμίν σου εις καιρόν πολέμου. Θα κάμψης και θα θέσης κάτω από την εξουσίαν μου εκείνους, οι οποίοι επαναστατούν εναντίον μου.
 
Β Βασ. 22,41 καὶ τοὺς ἐχθρούς μου ἔδωκάς μοι νῶτον, τοὺς μισοῦντάς με, καὶ ἐθανάτωσας αὐτούς.
Β Βασ. 22,41 Τους εχθρούς μου, οι οποίοι με μισούν, τους έτρεψες εις φυγήν και συ εθανάτωσες αυτούς.
 
Β Βασ. 22,42 βοήσονται, καὶ οὐκ ἔστι βοηθός, πρὸς Κύριον, καὶ οὐκ ἐπήκουσεν αὐτῶν.
Β Βασ. 22,42 Οι εχθροί μου θα φωνάξουν προς τους θεούς των ζητούντες βοήθειαν και δεν θα υπάρχη κανείς να τους βοηθήση. Θα επικαλεσθούν τότε τον Κυριον ημών, αλλά ο Κυριος δεν θα ακούση την προσευχήν των.
 
Β Βασ. 22,43 καὶ ἐλέανα αὐτοὺς ὡς χοῦν γῆς, ὡς πηλὸν ἐξόδων ἐλέπτυνα αὐτούς.
Β Βασ. 22,43 Τους εκονιορτοποίησα, όπως είναι το χώμα της γης, και όπως είναι η λάσπη τους έκαμα λεπτούς και αδυνάτους.
 
Β Βασ. 22,44 καὶ ῥύσῃ με ἐκ μάχης λαῶν, φυλάξεις με εἰς κεφαλὴν ἐθνῶν. λαός, ὃν οὐκ ἔγνω, ἐδούλευσάν μοι,
Β Βασ. 22,44 Συ, Κυριε, θα με περιφρουρήσης από έριδας και μάχας λαών. Συ θα με διαφυλάξης και θα με αναδείξης επί κεφαλής εθνών. Λαός, τον οποίον δεν εγνώριζα, αυτός ο λαός έγινε δούλος μου με την ιδικήν σου βοήθειαν.
 
Β Βασ. 22,45 υἱοὶ ἀλλότριοι ἐψεύσαντό μοι, εἰς ἀκοὴν ὠτίου ἤκουσάν μου·
Β Βασ. 22,45 Ξένο λαοί εφέρθησαν με υποκρισίαν και δολιότητα απέναντί μου. Αλλά υπετάχθησαν εις εμέ.
 
Β Βασ. 22,46 υἱοὶ ἀλλότριοι ἀποῤῥιφήσονται καὶ σφαλοῦσιν ἐκ τῶν συγκλεισμῶν αὐτῶν.
Β Βασ. 22,46 Ξένοι λαοί θα απορριφθούν από τας πόλεις των, θα παραπατήσουν και θα εξέλθουν από τας οχυράς και κλεισμένας πόλεις των.
 
Β Βασ. 22,47 ζῇ Κύριος, καὶ εὐλογητὸς ὁ φύλαξ μου, καὶ ὑψωθήσεται ὁ Θεός μου, ὁ φύλαξ τῆς σωτηρίας μου.
Β Βασ. 22,47 Ζη Κυριος ο Θεός μου. Ας είναι ευλογημένος ο φύλακάς μου αυτός. Θα μεγαλυνθή και θα δοξασθή ο Θεός μου, ο φρουρός μου και σωτήρ μου.
 
Β Βασ. 22,48 ἰσχυρὸς Κύριος ὁ διδοὺς ἐκδικήσεις ἐμοί, παιδεύων λαοὺς ὑποκάτω μου
Β Βασ. 22,48 Ο Κυριος, ο οποίος τιμωρεί τους εχθρούς μου, είναι παντοδύναμος. Αυτός είναι εκείνος, που παιδεύει τους λαούς και τους θέτει κάτω από την ιδικήν μου την εξουσίαν.
 
Β Βασ. 22,49 καὶ ἐξάγων με ἐξ ἐχθρῶν μου, καὶ ἐκ τῶν ἐπεγειρομένων μοι ὑψώσεις με, ἐξ ἀνδρὸς ἀδικημάτων ῥύσῃ με.
Β Βασ. 22,49 Ο Θεός είναι εκείνος, ο οποίος με έβγαλεν εκ μέσου των εχθρών μου. Ο Θεός με ύψωσε και θα με υψώση υπεράνω από τους εχθρούς μου αυτός ο οποίος με απήλλαξεν από τον άνδρα εκείνον των αδικιών (τον Σαούλ).
 
Β Βασ. 22,50 διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι, Κύριε, ἐν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ψαλῶ,
Β Βασ. 22,50 Δια τούτο εγώ, Κυριε, θα σε δοξάζω εν μέσω όλων των εθνών και θα ψάλλω ύμνους εις δόξαν και τιμήν του ονόματός σου.
 
Β Βασ. 22,51 μεγαλύνων τὰς σωτηρίας βασιλέως αὐτοῦ καὶ ποιῶν ἔλεος τῷ χριστῷ αὐτοῦ, τῷ Δαυὶδ καὶ τῷ σπέρματι αὐτοῦ ἕως αἰῶνος.
Β Βασ. 22,51 Θα υμνολογώ και θα διαλαλώ τας θαυμαστάς σωτηρίας, τας οποίας ο Θεός επραγματοποίησεν εις εμέ, τον βασιλέα του, ευσπλαγχνιζόμενος εμέ τον Δαυίδ, τον οποίον αυτός έχρισε βασιλέα, ευσπλαγχνιζόμενος ακόμη και τους απογόνους μου στους αιώνας.
 
Κεφάλαιο 23ο
Β Βασ. 23,1 Καὶ οὗτοι οἱ λόγοι Δαυὶδ οἱ ἔσχατοι· Πιστὸς Δαυὶδ υἱὸς Ἰεσσαί, καὶ πιστὸς ἀνήρ, ὃν ἀνέστησε Κύριος ἐπὶ χριστὸν Θεοῦ Ἰακώβ, καὶ εὐπρεπεῖς ψαλμοὶ Ἰσραήλ.
Β Βασ. 23,1 Αυτοί ξε είναι οι τελευταίοι λόγοι, τους οποίους είπεν ο Δαυίδ. Αξιόπιστος είναι ο Δαυίδ, ο υιός του Ιεσσαί. Αξιόπιστος είναι ο ανήρ αυτός, τον οποίον ο Κυριος ανύψωσε και ανέδειξεν, ώστε να χρισθή βασιλεύς υπό του Θεού του Ιακώβ και αυτοί είναι οι ωραίοι και σεμνοί ψαλμοί μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού.
 
Β Βασ. 23,2 πνεῦμα Κυρίου ἐλάλησεν ἐν ἐμοί, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ ἐπὶ γλώσσης μου.
Β Βασ. 23,2 Ο Δαυίδ είπεν· “Το Πνεύμα του Κυρίου ωμίλησεν εις εμέ και ο ιδικός του λόγος ευρίσκεται εις την γλώσσαν μου.
 
Β Βασ. 23,3 λέγει ὁ Θεὸς Ἰσραήλ, ἐμοὶ ἐλάλησε φύλαξ Ἰσραήλ· παραβολὴν εἰπὸν ἐν ἀνθρώπῳ· πῶς κραταιώσητε φόβον Θεοῦ;
Β Βασ. 23,3 Ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο φρουρός αυτός του Ισραήλ, μου ωμίλησε και μου είπε· Δια παραβολικού τρόπου θα ενισχυθή μεταξύ των ανθρώπων ο φόβος του Θεού.
 
Β Βασ. 23,4 καὶ ἐν Θεῷ φωτὶ πρωΐας ἀνατείλαι ἥλιος, τὸ πρωΐ παρῆλθεν ἐκ φέγγους καὶ ὡς ἐξ ὑετοῦ χλόης ἀπὸ γῆς.
Β Βασ. 23,4 Φως Θεού, σαν άλλος ήλιος την πρωΐαν, θα ανατείλη, θα εμφανισθή σαν φως, που ομοιάζει με χλόην της γης έπειτα από βροχήν.
 
Β Βασ. 23,5 οὐ γὰρ οὕτως ὁ οἶκός μου μετὰ ἰσχυροῦ; διαθήκην γὰρ αἰώνιον ἔθετό μοι, ἑτοίμην ἐν παντὶ καιρῷ πεφυλαγμένην, ὅτι πᾶσα σωτηρία μου καὶ πᾶν θέλημα, ὅτι οὐ μὴ βλαστήσῃ ὁ παράνομος.
Β Βασ. 23,5 Τέτοιος δεν θα είναι ο ιδικός μου οίκος και οι απόγονοί μου κάτω από την παντοδύναμον προστασίαν και ενίσχυσιν του Θεού; Μαλιστα· διότι ο Θεός μου έδωσε την αιωνίαν αυτήν υπόσχεσιν, η οποία είναι ακλόνητος, παντοτεινή, αμετακίνητος. Καθε ιερός μου πόθος και η ασφαλής σωτηρία μου θα προέλθη από την εκπλήρωσιν της υποσχέσεως αυτής. Ετσι δε δεν θα αναβλαστήσουν και δεν θα ενισχυθούν οι παράνομοι εναντίον μου.
 
Β Βασ. 23,6 ὥσπερ ἄκανθα ἐξωσμένη πάντες οὗτοι, ὅτι οὐ χειρὶ ληφθήσονται,
Β Βασ. 23,6 Αυτοί θα τεθούν κατά μέρος, σαν πεταμένα αγκάθια, τα οποία δεν εγγίζει κανείς με τα χέρια του.
 
Β Βασ. 23,7 καὶ ἀνὴρ οὐ κοπιάσει ἐν αὐτοῖς, καὶ πλῆρες σιδήρου καὶ ξύλον δόρατος, καὶ ἐν πυρὶ καύσει καυθήσονται αἰσχύνην αὐτῶν.
Β Βασ. 23,7 Ο άνθρωπος δέ, ο οποίος θα καταπιασθή με αυτά, δεν θα καρφωθή, διότι θα τα πετάξη με την βοήθειαν κάποιου σιδηρού μέσου η ξυλίνου δόρατος. Θα τα στοιβάξη και θα τα κατακαύση εις την φωτιά. Αυτό θα είναι το κατάντημα των αδιαντρόπων εχθρών του Θεού”.
 
Β Βασ. 23,8 Ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν δυνατῶν Δαυίδ· Ἰεβοσθὲ ὁ Χαναναῖος, ἄρχων τοῦ τρίτου ἐστίν, Ἀδινὼν ὁ Ἀσωναῖος· οὗτος ἐσπάσατο τὴν ῥομφαίαν αὐτοῦ ἐπὶ ὀκτακοσίους στρατιώτας εἰσάπαξ.
Β Βασ. 23,8 Τα ονόματα των ισχυρών ανδρών της αυλής του Δαυίδ είναι αυτά· Ο Ιεβοσθέ ο Χαναναίος, είναι ενας από τους τρεις εκλεκτούς άνδρας και ο Αδινών ο Ασωναίος. Αυτός έσυρε το ξίφος του και επετέθη συγχρόνως εναντίον οκτακοσίων στρατιωτών.
 
Β Βασ. 23,9 καὶ μετ᾿ αὐτὸν Ἐλεανὰν υἱὸς πατραδέλφου αὐτοῦ υἱὸς Σουδίτου ἐν τοῖς τρισὶ δυνατοῖς. οὗτος μετὰ Δαυὶδ ἦν ἐν Σεῤῥάν, καὶ ἐν τῷ ὀνειδίσαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις συνήχθησαν ἐκεῖ εἰς πόλεμον, καὶ ἀνέβησαν ἀνὴρ Ἰσραήλ·
Β Βασ. 23,9 Επειτα από αυτόν ενας από τους εκλεκτούς ήτο ο Ελεανάν, ανεψιός του προηγουμένου, υιός Σουδίτου. Ητο και αυτός ένας από τους άνδρας μαζή με τον Δαυίδ εις Σερράν, όταν οι συγκεντρωθέντες εκεί αλλόφυλοι εχλεύαζαν και επροκάλεσαν κάθε γενναίον Ισραηλίτην εις μονομαχίαν. Εκεί είχαν συγκεντρωθή και όλοι οι Ισραηλίται.
 
Β Βασ. 23,10 αὐτὸς ἀνέστη καὶ ἐπάταξεν ἐν τοῖς ἀλλοφύλοις, ἕως οὗ ἐκοπίασεν ἡ χεὶρ αὐτοῦ καὶ προσεκολλήθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ πρὸς τὴν μάχαιραν, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· καὶ ὁ λαὸς ἐκάθητο ὀπίσω αὐτοῦ πλὴν ἐκδιδύσκειν.
Β Βασ. 23,10 Αυτός ηγέρθη, εκτύπησε τους Φιλισταίους, μέχρις ότου εκουράσθη το χέρι του και εκόλλησεν η παλάμη του εις την λαβήν της μαχαίρας του. Ο Κυριος δι' αυτού επραγματοποίησε μεγάλην νίκην κατά την ημέραν εκείνην προς σωτηρίαν του Ισραηλιτικού λαού. Ο δε λαός, ο οποίος ήτο όπισθεν αυτού, ελαφυραγωγούσε μόνον και απεγύμνωνε τους νεκρούς.
 
Β Βασ. 23,11 καὶ μετ᾿ αὐτὸν Σαμαΐα υἱὸς Ἀσὰ ὁ Ἀρουχαῖος. καὶ συνήχθησαν οἱ ἀλλόφυλοι εἰς Θηρία, καὶ ἦν ἐκεῖ μερὶς τοῦ ἀγροῦ πλήρης φακοῦ, καὶ ὁ λαὸς ἔφυγεν ἐκ προσώπου ἀλλοφύλων·
Β Βασ. 23,11 Επειτα από αυτόν ένας από τους τρεις εκλεκτούς ήτο ο Σαμαΐα, ο υιός του Ασά, ο οποίος κατήγετο από την Αρούχ. Οι Φιλισταίοι είχαν συγκεντρωθή εις κάποιαν τοποθεσίαν υνομαζομένην Θηρία. Εκεί δε υπήρχεν αγρός, ο οποίος είχε σπαρή με φακήν. Ο ισραηλιτικός λαός ετράπη εις φυγήν, όταν αντίκρυσε τους Φιλισταίους.
 
Β Βασ. 23,12 καὶ ἐστηλώθη ἐν μέσῳ τῆς μερίδος καὶ ἐξείλατο αὐτὴν καὶ ἐπάταξε τοὺς ἀλλοφύλους, καὶ ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν μεγάλην.
Β Βασ. 23,12 Ο Σαμαΐα όμως εστάθηκε ακίνητος εν μέσω του αγρού εκείνου, ηγωνίσθη εις υπεράσπισίν του και εφόνευσε τους αλλοφύλους. Ο Κυριος δι' αυτού κατόρθωσε μίαν μεγάλην και σωτηριώδη νίκην.
 
Β Βασ. 23,13 καὶ κατέβησαν τρεῖς ἀπὸ τῶν τριάκοντα καὶ ἦλθαν εἰς Κασὼν πρὸς Δαυὶδ εἰς τὸ σπήλαιον Ὀδολλάμ, καὶ τάγμα τῶν ἀλλοφύλων παρενέβαλον ἐν τῇ κοιλάδι Ῥαφαΐμ·
Β Βασ. 23,13 Οι τρεις ανωτέρω εκλεκτοί από τους τριάκοντα γενναίους κατέβηκαν και ήλθαν εις Κασών, προς τον Δαυίδ, στο σπήλαιον Οδολλάμ. Ενα στρατιωτικόν τμήμα των Φιλισταίων είχε στρατοπεδεύσει εις την κοιλάδα των Ραφαΐμ.
 
Β Βασ. 23,14 καὶ Δαυὶδ τότε ἐν τῇ περιοχῇ, καὶ τὸ ὑπόστημα τῶν ἀλλοφύλων τότε ἐν Βηθλεέμ.
Β Βασ. 23,14 Ο Δαυίδ τότε ευρίσκετο εις ένα φρούριον, το δε στρατιωτικόν τμήμα των αλλοφύλων είχε στρατοπεδεύσει εις την Βηθλεέμ.
 
Β Βασ. 23,15 καὶ ἐπεθύμησε Δαυὶδ καὶ εἶπε· τίς ποτιεῖ με ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου τοῦ ἐν Βηθλεὲμ τοῦ ἐν τῇ πύλῃ; τὸ δὲ σύστημα τῶν ἀλλοφύλων τότε ἐν Βηθλεέμ.
Β Βασ. 23,15 Ο Δαυίδ εξέφρασε μίαν επιθυμίαν “Ποιός τάχα ημπορεί να μου φέρη να πιώ νερό από το φρέαρ, που ευρίσκεται πλησίον εις την πύλην του τείχους της πόλεως Βηθλεέμ;” Στρατιωτικόν τμήμα των αλλοφύλων τότε είχε στρατοπεδεύσει εκεί.
 
Β Βασ. 23,16 καὶ διέῤῥηξαν οἱ τρεῖς δυνατοὶ ἐν τῇ παρεμβολῇ τῶν ἀλλοφύλων καὶ ὑδρεύσαντο ὕδωρ ἐκ τοῦ λάκκου τοῦ ἐν Βηθλεὲμ τοῦ ἐν τῇ πύλῃ καὶ ἔλαβαν καὶ παρεγένοντο πρὸς Δαυίδ, καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτὸ καὶ ἔσπεισεν αὐτὸ τῷ Κυρίῳ
Β Βασ. 23,16 Οι τρεις, λοιπόν, αυτοί γενναίοι άνδρες διέσπασαν το στρατόπεδον των Φιλισταίων, ήντλησαν νερό από το φρέαρ, που ευρίσκετο εις την πύλην του τείχους της πόλεως Βηθλεέμ, επήραν αυτό και ήλθαν στον Δαυίδ. Ο Δαυίδ όμως δεν ηθέλησε να το πίη. Το προσέφερε θυσίαν προς τον Κυριον
 
Β Βασ. 23,17 καὶ εἶπεν· ἵλεώς μοι, Κύριε, τοῦ ποιῆσαι τοῦτο, εἰ αἷμα τῶν ἀνδρῶν τῶν πορευθέντων ἐν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν πίομαι· καὶ οὐκ ἠθέλησε πιεῖν αὐτό. ταῦτα ἐποίησαν οἱ τρεῖς δυνατοί.
Β Βασ. 23,17 και είπε τούτο· “λυπήσου με, Κυριε, να μη χορτάσω την επιθυμίαν μου με το νερο αυτό. Κατ' ουδένα λόγον θα πίω αυτό, διότι είναι το αίμα εκείνων, που με κίνδυνον της ζωής των επήγαν να μου το προμηθεύσουν”. Και ηρνήθη να το πίη. Αυτά τα κατορθώματα έκαμαν οι τρεις εκείνοι δυνατοί.
 
Β Βασ. 23,18 καὶ Ἀβεσσὰ ὁ ἀδελφὸς Ἰωὰβ υἱὸς Σαρουΐας αὐτὸς ἄρχων ἐν τοῖς τρισί. καὶ αὐτὸς ἐξήγειρε τὸ δόρυ αὐτοῦ ἐπὶ τριακοσίους τραυματίας, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισίν·
Β Βασ. 23,18 Ο Αβεσσά, ο αδελφός του Ιωάβ, ο υιός της Σαρουΐας ήτο ο επιφανέστερος μεταξύ τριών άλλων δευτέρας σειράς εκλεκτών ανδρών. Αυτός εσήκωσε το δόρυ του εναντίον τριακοσίων ανδρών, τους εφόνευσε και έγινεν ονομαστός μεταξύ των τριών αυτών εκλεκτών.
 
Β Βασ. 23,19 ἐκ τῶν τριῶν ἐκείνων ἔνδοξος, καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ἄρχοντα, καὶ ἕως τῶν τριῶν οὐκ ἦλθε.
Β Βασ. 23,19 Αυτός ήτο ο πλέον ένδοξος μεταξύ των τριών εκείνων, ο πρωτεύων μεταξύ αυτών. Αλλά δεν έφθασεν, από απόψεως αξίας, κανένα από τους τρεις της πρώτης τριάδος.
 
Β Βασ. 23,20 καὶ Βαναίας υἱὸς Ἰωδαὲ ἀνὴρ αὐτὸς πολλοστὸς ἔργοις ἀπὸ Καβεσεήλ, καὶ αὐτὸς ἐπάταξε τοὺς δύο υἱοὺς Ἀριὴλ τοῦ Μωάβ· καὶ αὐτὸς κατέβη καὶ ἐπάταξε τὸν λέοντα ἐν μέσῳ τοῦ λάκκου ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς χιόνος·
Β Βασ. 23,20 Επίσης ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ, ο οποίος κατήγετο από την Καβεσεήλ, είχε πολλά θαυμαστά έργα να επιδείξη. Αυτός εφόνευσε τους δύο υιούς του Αριήλ του Μωαβίτου. Ο ίδιος δε κατέβηκε εις ένα λάκκον και εφόνευσε λέοντα, ο οποίος εις ημέραν, που εχιόνιζε, είχε πέσει εντός αυτού.
 
Β Βασ. 23,21 αὐτὸς ἐπάταξε τὸν ἄνδρα τὸν Αἰγύπτιον, ἄνδρα ὁρατόν, ἐν δὲ τῇ χειρὶ τοῦ Αἰγυπτίου δόρυ ὡς ξύλον διαβάθρας, καὶ κατέβη πρὸς αὐτὸν ἐν ῥάβδῳ καὶ ἥρπασε τὸ δόρυ ἐκ τῆς χειρὸς τοῦ Αἰγυπτίου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν ἐν τῷ δόρατι αὐτοῦ.
Β Βασ. 23,21 Ο ίδιος εκτύπησε και εφόνευσε ένα πανύψηλον Αιγύπτιον άνδρα. Εις τα χέρια του ο Αιγύπτιος εκρατούσε δόρυ μεγάλο σαν ένα ξύλο γεφύρας, το οποίον συνδέει πλοίον με την ξηράν. Ο Βαναίας επλησίασε προς αυτόν, ωπλισμένος μέ την ράβδον του μόνον, ήρπασε το δόρυ από το χέρι του Αιγυπτίου και με το ίδιο αυτό δόρυ τον εφόνευσε.
 
Β Βασ. 23,22 ταῦτα ἐποίησε Βαναίας υἱὸς Ἰωδαέ, καὶ αὐτῷ ὄνομα ἐν τοῖς τρισὶ τοῖς δυνατοῖς·
Β Βασ. 23,22 Αυτά τα κατορθώματα έκαμε ο Βαναίας, ο υιός του Ιωδαέ. Ανεδείχθη ονομαστός μεταξύ των τριών δυνατών της δευτέρας τριάδος.
 
Β Βασ. 23,23 ἐκ τῶν τριῶν ἔνδοξος, καὶ πρὸς τοὺς τρεῖς οὐκ ἦλθε· καὶ ἔταξεν αὐτὸν Δαυὶδ πρὸς τὰς ἀκοὰς αὐτοῦ. καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα τῶν δυνατῶν Δαυὶδ τοῦ βασιλέως·
Β Βασ. 23,23 Αυτός, βέβαια, ήτο ο πλέον ένδοξος μεταξύ των εκλεκτών ανδρών της δευτέρας τριάδος. Αλλά δεν έφθασεν, από απόψεως γενναιότητος και κατορθωμάτων, τους τρεις της πρώτης τριάδος. Αυτόν ο Δαυίδ τον ενέταξε μεταξύ των ανδρών, των οποίων τας συμβουλάς ήκουε. Τα δε ονόματα των τριάκοντα γενναίων ανδρών της αυλής του Δαυίδ ήσαν τα εξής·
 
Β Βασ. 23,24 Ἀσαὴλ ἀδελφὸς Ἰωὰβ (οὗτος ἐν τοῖς τριάκοντα), Ἐλεανὰν υἱὸς Δουδὶ πατραδέλφου αὐτοῦ ἐν Βηθλεέμ.
Β Βασ. 23,24 Ο Ασαήλ, ο αδελφός του Ιωάβ. Αυτός ήτο μεταξύ των τριάκοντα γενναίων ανδρών. Ο Ελεανάν, υιός του Δουδί πατραδέλφου του εις την Βηθλεέμ.
 
Β Βασ. 23,25 Σαμαΐ ὁ Ἀρουδαῖος, Ἐλικὰ ὁ Ἀρωδαῖος,
Β Βασ. 23,25 Σαμαΐ ο Αρουδαίος, ο Ελικά ο Αρωδαίος.
 
Β Βασ. 23,26 Σελλὴς ὁ Κελωθί, Ἴρας υἱὸς Ἐκκὰς ὁ Θεκωΐτης,
Β Βασ. 23,26 Σελλής ο εκ Κελωθί, ο Ιρας ο υιός του Εκκάς από την Θεκωέ.
 
Β Βασ. 23,27 Ἀβιέζερ ὁ Ἀναθωθίτης ἐκ τῶν υἱῶν τοῦ Ἀσωθίτου,
Β Βασ. 23,27 Ο Αβιέζερ ο Αναθωθίτης από τους υιούς του Ασωθίτου,
 
Β Βασ. 23,28 Ἐλλὼν ὁ Ἀωΐτης, Μοορὲ ὁ Νετωφαθίτης,
Β Βασ. 23,28 Ο Ελλών ο Αωΐτης, Μοορέ ο Νετωφαθίτης.
 
Β Βασ. 23,29 Ἐθθὶ υἱὸς Ῥιβὰ ἐκ Γαβαὲθ υἱὸς Βενιαμίν,
Β Βασ. 23,29 Ο Εθθί, υιός του Ριβά, από την Γαβαέθ της φυλής Βενιαμίν.
 
Β Βασ. 23,30 Βαναίας ὁ Φαραθενίτης, Οὐρὶ ἐκ Ναχαλιγαίας,
Β Βασ. 23,30 Βαναίας ο Φαραθενίτης, Ουρί ο από την Ναχαλιγαίαν.
 
Β Βασ. 23,31 Ἀβιὴλ υἱὸς τοῦ Ἀραβωθίτου, Ἀζμὼθ ὁ Βαρσαμίτης,
Β Βασ. 23,31 Αβιήλ ο υιός του Αραβωθίτου, ο Αζμώθ ο Βαρσαμίτης,
 
Β Βασ. 23,32 Ἐλιασοὺ ὁ Σαλαβωνίτης, υἱοὶ Ἰαβάν, Ἰωνάθαν,
Β Βασ. 23,32 ο Ελιασού ο Σαλαβωνίτης, υιός του Ιαβάν, ο Ιωνάθαν,
 
Β Βασ. 23,33 Σαμνὰν ὁ Ἀρωδίτης, Ἀχιὰν υἱὸς Ἀραΐ Σαραουρίτης,
Β Βασ. 23,33 ο Σαμνάν ο Αρωδίτης, ο Αχιάν, υιός του Αραΐ, ο Σαραουρίτης,
 
Β Βασ. 23,34 Ἀλιφαλὲθ υἱὸς τοῦ Ἀσβίτου, υἱὸς τοῦ Μααχαθί, Ἐλιὰβ υἱὸς Ἀχιτόφελ τοῦ Γελωνίτου,
Β Βασ. 23,34 ο Αλιφαλέθ υιός του Ασβίτου, υιός του Μααχαθί, ο Ελιάβ ο υιός του Αχιτόφελ του Γελωνίτου,
 
Β Βασ. 23,35 Ἀσραΐ ὁ Καρμήλιος, Φαραΐ ὁ Ἐρχί,
Β Βασ. 23,35 ο Ασαραΐ ο Καρμήλιος, ο Φαραΐ, ο Ερχί,
 
Β Βασ. 23,36 Γάαλ υἱὸς Νάθαν ἀπὸ δυνάμεως, υἱὸς Γαλααδεί,
Β Βασ. 23,36 ο Γααλ ο υιός του Ναθαν από δυνάμεων, υιός Γαλααδεί,
 
Β Βασ. 23,37 Ἐλιὲ ὁ Ἀμμανίτης, Γελωραΐ ὁ Βηρωθαῖος αἴρων τὰ σκεύη Ἰωὰβ υἱοῦ Σαρουΐας,
Β Βασ. 23,37 ο Ελιέ ο Αμμανίτης, ο Γελωραΐ ο Βηρωθαίος ο υπασπιστής του Ιωάβ, του υιού της Σαρουΐας,
 
Β Βασ. 23,38 Ἰρὰς ὁ Ἰεθιραῖος, Γαρὴβ ὁ Ἐθθεναῖος,
Β Βασ. 23,38 ο Ιράς ο Ιεθιραίος, ο Γαρήθ ο Εθθεναίος,
 
Β Βασ. 23,39 Οὐρίας ὁ Χετταῖος· οἱ πάντες τριάκοντα καὶ ἑπτά.
Β Βασ. 23,39 ο Ουρίας ο Χετταίος. Ολοι αυτοί ήσαν τριάκοντα επτά.
 
Κεφάλαιο 24ο
Β Βασ. 24,1 Καὶ προσέθετο ὀργὴν Κύριος ἐκκαῆναι ἐν Ἰσραήλ, καὶ ἐπέσεισε τὸν Δαυὶδ ἐν αὐτοῖς λέγων· βάδιζε, ἀρίθμησον τὸν Ἰσραὴλ καὶ τὸν Ἰούδαν.
Β Βασ. 24,1 Ηναψε πάλιν η οργή του Κυρίου εναντίον του Ισραηλιτικού λαού, διότι ο διάβολος παρώθησε τον Δαυίδ εις μίαν πτώσιν υποβαλών εις αυτόν την κατωτέρω ιδέαν· “Εμπρός, πήγαινε και κάμε αρίθμησιν του ισραηλιτικού λαού και της φυλής του Ιούδα”.
 
Β Βασ. 24,2 καὶ εἶπεν ὀ βασιλεὺς πρὸς Ἰωὰβ ἄρχοντα τῆς ἰσχύος τὸν μετ᾿ αὐτοῦ· δίελθε δὴ πάσας φυλὰς Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα, ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ καὶ ἐπίσκεψαι τὸν λαόν, καὶ γνώσομαι τὸν ἀριθμὸν τοῦ λαοῦ.
Β Βασ. 24,2 Ο βασιλεύς, παρασυρθείς από τον πειρασμόν αυτόν, είπε προς τον αρχηγόν του στρατεύματός του τον Ιωάβ, ο οποίος ήτο πάντοτε μαζή του· “σε παρακαλώ να διαβής από όλας τας φυλάς του Ισραηλιτικού βασιλείου και από την φυλήν Ιούδα, από την βορεινήν Δαν μέχρι την Βηρσαβεέ, που ευρίσκεται προς νότον, και κάμε καταμέτρησιν όλων αυτών, δια να μάθω τον αριθμόν του στρατού”.
 
Β Βασ. 24,3 καὶ εἶπεν Ἰωὰβ πρὸς τὸν βασιλέα· καὶ προσθείη Κύριος ὁ Θεὸς πρὸς τὸν λαὸν ὥσπερ αὐτοὺς καὶ ὥσπερ αὐτοὺς ἑκατονταπλασίονα, καὶ ὀφθαλμοὶ τοῦ κυρίου μου τοῦ βασιλέως ὁρῶντες· καὶ ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς ἱνατί βούλεται ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ;
Β Βασ. 24,3 Ο Ιωάβ απήντησε προς τον βασιλέα· “είθε Κυριος ο Θεός να πολλαπλασιάση τον λαόν σου, ώστε να είναι εκατόν φορές περισσότεροι, από όσοι είναι σήμερον και έτσι οι οφθαλμοί του κυρίου μου, του βασιλέως, να τους βλέπουν και να χαίρωνται από το πλήθος αυτό. Διατί όμως ο κύριός μου και βασιλεύς θέλει να γίνη αυτή η αρίθμησις, η οποία προφανώς δεν είναι σύμφωνος με το θέλημα του Θεού;”
 
Β Βασ. 24,4 καὶ ὑπερίσχυσεν ὀ λόγος τοῦ βασιλέως πρὸς Ἰωὰβ καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως. καὶ ἐξῆλθεν Ἰωὰβ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς ἰσχύος ἐνώπιον τοῦ βασιλέως ἐπισκέψασθαι τὸν λαὸν τὸν Ἰσραήλ.
Β Βασ. 24,4 Ο βασιλεύς όμως επέμενε και επεκράτησεν η διαταγή του προς τον Ιωάβ και προς τους κατωτέρους άρχοντας του στρατού. Ο Ιωάβ και οι άλλοι άρχοντες του στρατεύματος υπακούοντες εις την διαταγήν του βασιλέως εξήλθον από τον βασιλικόν οίκον και επροχώρησαν, δια να κάμουν καταμέτρησιν του Ισραηλιτικού λαού.
 
Β Βασ. 24,5 καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην καὶ παρενέβαλον ἐν Ἀροὴρ ἐκ δεξιῶν τῆς πόλεως τῆς ἐν μέσῳ τῆς φάραγγος Γὰδ καὶ Ἐλιέζερ.
Β Βασ. 24,5 Επέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν και ήρχισαν από την Αροήρ και από την πόλιν, που ευρίσκεται εκ δεξιών στο μέσον της κοιλάδος Γαδ και Ελιέζερ.
 
Β Βασ. 24,6 καὶ ἦλθον εἰς Γαλαὰδ καὶ εἰς γῆν Θαβασών, ἥ ἐστιν Ἀδασαί, καὶ παρεγένοντο εἰς Δανιδὰν καὶ Οὐδὰν καὶ ἐκύκλωσαν εἰς Σιδῶνα.
Β Βασ. 24,6 Από εκεί επροχώρησαν εις την χώραν Γαλαάδ και εις την χώραν Θαβασών, η οποία είναι η Αδασαί, έφθασαν εις Δανιδάν και Ουδάν και επροχώρησαν κύκλω προς την Σιδώνα.
 
Β Βασ. 24,7 καὶ ἦλθον εἰς Μάψαρ Τύρου καὶ εἰς πάσας τὰς πόλεις τοῦ Εὐαίου καὶ τοῦ Χαναναίου καὶ ἦλθαν κατὰ νότον Ἰούδα εἰς Βηρσαβεὲ
Β Βασ. 24,7 Από εκεί ήλθον εις Μαψαρ της Τυρου και εις όλας τας πόλεις των Ευαίων και των άλλων Χαναναίων. Επροχώρησαν και έφθασαν στο νότιον μέρος της φυλής Ιούδα εις την Βηρσαβεέ.
 
Β Βασ. 24,8 καὶ περιώδευσαν ἐν πάσῃ τῇ γῇ καὶ παρεγένοντο ἀπὸ τέλους ἐννέα μηνῶν καὶ εἴκοσιν ἡμερῶν εἰς Ἱερουσαλήμ.
Β Βασ. 24,8 Περιώδευσαν όλην την χώραν και έπειτα από πορείαν εννέα μηνών και είκοσι ημερών επανήλθον εις την Ιερουσαλήμ.
 
Β Βασ. 24,9 καὶ ἔδωκεν Ἰωὰβ τὸν ἀριθμὸν τῆς ἐπισκέψεως τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἐγένετο Ἰσραὴλ ὀκτακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν δυνάμεως σπωμένων ῥομφαίαν καὶ ἀνὴρ Ἰούδα πεντακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν μαχητῶν.
Β Βασ. 24,9 Ο Ιωάβ παρέδωκεν στον βασιλέα Δαυίδ τον αριθμόν της καταμετρήσεως του λαού. Ησαν οκτακόσιαι χιλιάδες ανδρών από τας άλλας φυλάς των Ισραηλιτών και πεντακόσιαι χιλιάδες από την φυλήν του Ιούδα, όλοι αυτοί οι οποίοι ημπορούσαν να μάχωνται χειριζόμενοι την σπάθην.
 
Β Βασ. 24,10 καὶ ἐπάταξε καρδία Δαυὶδ αὐτὸν μετὰ τὸ ἀριθμῆσαι τὸν λαόν, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Κύριον· ἥμαρτον σφόδρα, ὃ ἐποίησα νῦν, Κύριε· παραβίβασον δὴ τὴν ἀνομίαν τοῦ δούλου σου, ὅτι ἐμωράνθην σφόδρα.
Β Βασ. 24,10 Ο Δαυίδ όμως ησθάνθη τύψεις συνειδήσεως έπειτα από την καταμέτρησιν αυτήν του λαού και είπε προς τον Κυριον· “Κυριε, ημάρτησα πάρα πολύ δι' αυτό το οποίον έκαμα. Σε παρακαλώ συγχώρησε την αμαρτίαν αυτήν του δούλου σου, διότι συμπεριεφέρθην κατά ένα πολύ μωρόν τρόπον”.
 
Β Βασ. 24,11 καὶ ἀνέστη Δαυὶδ τὸ πρωΐ. καὶ λόγος Κυρίου ἐγένετο πρὸς Γὰδ τὸν προφήτην τὸν ὁρῶντα λέγων·
Β Βασ. 24,11 Εξύπνησε την άλλην ημέραν το πρωί ο Δαυίδ, ο δε Κυριος είπε προς τον προφήτην Γαδ, τον βλέποντα τα μέλλοντα·
 
Β Βασ. 24,12 πορεύθητι καὶ λάλησον πρὸς Δαυὶδ λέγων· τάδε λέγει Κύριος· τρία ἐγώ εἰμι αἴρω ἐπὶ σέ, καὶ ἔκλεξαι σεαυτῷ ἓν ἐξ αὐτῶν καὶ ποιήσω σοι.
Β Βασ. 24,12 “Πηγαινε και ειπέ στον Δαυίδ· Αυτά λέγει ο Κυριος· Εγώ ο Κυριος θέτω ενώπιόν σου τρία τινά. Διάλεξε συ ένα από αυτά και εγώ θα το θέσω εις εφαρμογήν”.
 
Β Βασ. 24,13 καὶ εἰσῆλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ καὶ ἀνήγγειλε καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἔκλεξαι σεαυτῷ γενέσθαι, εἰ ἔλθῃ σοι τρία ἔτη λιμὸς ἐν τῇ γῇ σου, ἢ τρεῖς μῆνας φεύγειν σε ἔμπροσθεν τῶν ἐχθρῶν σου καὶ ἔσονται διώκοντές σε, ἢ γενέσθαι τρεῖς ἡμέρας θάνατον ἐν τῇ γῇ σου· νῦν οὖν γνῶθι καὶ ἰδὲ τί ἀποκριθῶ τῷ ἀποστείλαντί με ῥῆμα.
Β Βασ. 24,13 Ο Γαδ ήλθε προς τον Δαυίδ, ανήγγειλεν εις αυτόν τα λόγια του Θεού και του είπε· “διάλεξε δια τον εαυτόν σου, τι προτιμάς να γίνη· να πέση επί τρία έτη πείνα εις την χώραν σου η επί τρεις μήνας να φύγης καταδιωκόμενος από τους εχθρούς σου η να πέση θανατικόν επί τρεις ημέρας στον λαόν της χώρας σου. Τωρα λοιπόν σκέψου και πές μου, τι να απαντήσω στον Κυριον, ο οποίος με απέστειλε”.
 
Β Βασ. 24,14 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Γάδ· στενά μοι πάντοθεν σφόδρα ἐστίν· ἐμπεσοῦμαι δὴ εἰς χεῖρας Κυρίου, ὅτι πολλοὶ οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ σφόδρα, εἰς δὲ χεῖρας ἀνθρώπου οὐ μὴ ἐμπέσω·
Β Βασ. 24,14 Ο Δαυίδ είπε προς τον Γαδ «μεγάλη στενοχώρια και θλίψις ολόγυρά μου. Αντί να πέσω εις τα χέρια εχθρών ανθρώπων, προτιμώ να πέσω εις τα χέρια του Κυρίου, διότι αυτός είναι πολυέλεος”.
 
Β Βασ. 24,15 καὶ ἐξελέξατο ἑαυτῷ Δαυὶδ τὸν θάνατον. καὶ ἡμέραι θερισμοῦ πυρῶν, καὶ ἔδωκε Κύριος θάνατον ἐν Ἰσραὴλ ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ὥρας ἀρίστου, καὶ ἤρξατο ἡ θραῦσις ἐν τῷ λαῷ, καὶ ἀπέθανεν ἐκ τοῦ λαοῦ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ἑβδομήκοντα χιλιάδες ἀνδρῶν.
Β Βασ. 24,15 Και ο Δαυίδ επροτίμησε την θανατηφόρον επιδημίαν. Ησαν δε τότε αι ημέραι του θερισμού των σιτηρών. Εστειλεν ο Κυριος θανατικόν μεταξύ των Ισραηλιτών από την πρωΐαν έως τας απογευματινάς ώρας. Ηρχισεν η θραύσις του θανάτου μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού και απέθανον από τον λαόν, από την πόλιν Δαν μέχρι και την Βηρσαβεέ, εβδόμηκοντα χιλιάδες άνδρες.
 
Β Βασ. 24,16 καὶ ἐξέτεινεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τὴν χεῖρα αὐτοῦ εἰς Ἱερουσαλὴμ τοῦ διαφθεῖραι αὐτήν, καὶ παρεκλήθη Κύριος ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε τῷ ἀγγέλῳ τῷ διαφθείροντι ἐν τῷ λαῷ· πολὺ νῦν, ἄνες τὴν χεῖρά σου· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἦν παρὰ τῇ ἅλῳ Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου.
Β Βασ. 24,16 Ο τιμωρός, άγγελος του Θεού άπλωσε το χέρι του εναντίον της Ιερουσαλήμ, δια να καταστρέψη και αυτήν. Ο Κυριος όμως ηρκέσθη με την έως εδώ τιμωρίαν και ανεκάλεσε την απόφασίν του δια την επέκτασίν του θανάτου και είπεν στον άγγελον, τον εντεταλμένον να αποστείλη θάνατον στον λαόν· “αρκετά έως εδώ. Σταμάτησε το χέρι σου”. Και ο άγγελος του Κυρίου ευρίσκετο τότε στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου.
 
Β Βασ. 24,17 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Κύριον ἐν τῷ ἰδεῖν αὐτὸν τὸν ἄγγελον τὸν τύπτοντα ἐν τῷ λαῷ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ἠδίκησα καὶ ἐγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ἐκακοποίησα, καὶ οὗτοι τὰ πρόβατα τί ἐποίησαν; γενέσθω δὴ ἡ χείρ σου ἐν ἐμοὶ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός μου.
Β Βασ. 24,17 Ο Δαυίδ βλέπων τον άγγελον να αποστέλλη θάνατον στον λαόν είπε προς τον Κυριον· “ιδού, εγώ είμαι εκείνος ο οποίος ημάρτησα. Εγώ είμαι ο ποιμήν, ο οποίος διέπραξα αυτήν την αδικίαν. Εκείνοι είναι τα πρόβατα, εις τι πταίουν; Ας πέση, λοιπόν, η τιμωρός δεξιά σου εναντίον εμού και εναντίον του οίκου του πατρός μου”.
 
Β Βασ. 24,18 καὶ ἦλθε Γὰδ πρὸς Δαυὶδ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἀνάβηθι καὶ στῆσον τῷ Κυρίῳ θυσιαστήριον ἐν τῷ ἅλωνι Ὀρνὰ τοῦ Ἰεβουσαίου.
Β Βασ. 24,18 Ο Γαδ μετέβη κατά την ημέραν εκείνην προς τον Δαυίδ και του είπε· “πήγαινε να ανεγείρης θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου στο αλώνι του Ορνά του Ιεβουσαίου”.
 
Β Βασ. 24,19 καὶ ἀνέβη Δαυὶδ κατὰ τὸν λόγον Γάδ, καθ᾿ ὃν τρόπον ἐνετείλατο αὐτῷ Κύριος.
Β Βασ. 24,19 Ο Δαυίδ, σύμφωνα, με τον λόγον αυτόν του προφήτου Γαδ, ανέβηκεν εκεί και έκαμεν, όπως τον διέταξεν ο Κυριος.
 
Β Βασ. 24,20 καὶ διέκυψεν Ὀρνὰ καὶ εἶδε τὸν βασιλέα καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ παραπορευομένους ἐπάνω αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθεν Ὀρνὰ καὶ προσεκύνησε τῷ βασιλεῖ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν.
Β Βασ. 24,20 Ο Ορνά εκύτταξε προς τα κάτω, είδε τον βασιλέα του με τους ακολουθούντας αυτόν δούλους του, εβγήκε και προσεκύνησε τον βασιλέα έως εδάφους.
 
Β Βασ. 24,21 καὶ εἶπεν Ὀρνά· τί ὅτι ἦλθεν ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς πρός τὸν δοῦλον αὐτοῦ; καὶ εἶπε Δαυὶδ· κτήσασθαι παρὰ σοῦ τὸν ἅλωνα τοῦ οἰκοδομῆσαι θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ, καὶ συσχεθῇ ἡ θραῦσις ἐπάνω τοῦ λαοῦ.
Β Βασ. 24,21 Είπε δε ο Ορνά προς τον βασιλέα· “διατί, τάχα, ήλθεν ο κύριός μου ο βασιλεύς προς εμέ, τον δούλον του;” Ο Δαυίδ του απήντησεν· “ήλθον να αγοράσω από σε το αλώνι σου, δια να ανοικοδομήσω εδώ θυσιαστήριον προς τιμήν του Κυρίου και να σταματήση έτσι το θανατικό εναντίον του λαού”.
 
Β Βασ. 24,22 καὶ εἶπεν Ὀρνὰ πρὸς Δαυὶδ· λαβέτω καὶ ἀνενεγκάτω ὁ κύριός μου ὁ βασιλεὺς τῷ Κυρίῳ τὸ ἀγαθὸν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ· ἰδοὺ οἱ βόες εἰς ὁλοκαύτωμα, καὶ οἱ τροχοὶ καὶ τὰ σκεύη τῶν βοῶν εἰς ξύλα.
Β Βασ. 24,22 Ο Ορνά είπε τότε προς τον Δαυίδ· “ας πάρη ο κύριός μου ο βασιλεύς το αλώνι μου και ας το διαθέση δια θυσιαστήριον προς τον Κυριον, όπως αυτός νομίζει καλόν. Ιδού και το βόδια μου ας τα προσφέρη ο βασιλεύς ολοκαύτωμα προς τον Κυριον. Τα αμάξια και ο ζυγός των ζώων ας είναι ξύλα δια την φωτιάν της θυσίας”.
 
Β Βασ. 24,23 τὰ πάντα ἔδωκεν Ὀρνὰ τῷ βασιλεῖ, καὶ εἶπεν Ὀρνά πρὸς τὸν βασιλέα· Κύριος ὁ Θεός σου εὐλογήσαι σε.
Β Βασ. 24,23 Ολα τα προσέφερεν ο Ορνά προς τον βασιλέα και είπε προς αυτόν· “είθε Κυριος ο Θεός να σε ευλογήση”.
 
Β Βασ. 24,24 καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ὀρνά· οὐχί, ὅτι ἀλλὰ κτώμενος κτήσομαι παρὰ σοῦ ἐν ἀλλάγματι, καὶ οὐκ ἀνοίσω τῷ Κυρίῳ μου Θεῷ ὁλοκαύτωμα δωρεάν· καὶ ἐκτήσατο Δαυὶδ τὸν ἅλωνα καὶ τοὺς βόας ἐν ἀργυρίῳ σίκλων πεντήκοντα.
Β Βασ. 24,24 Ο βασιλεύς είπε προς τον Ορνά· “όχι, δεν δέχομαι την δωρεάν, αλλά θα αγοράσω το αλώνι σου από σέ με χρήματα και δεν θέλω να προσφέρω στον Κυριον και Θεόν μου δωρεάν τα ολοκαυτώματα”. Ο Δαυίδ ηγόρασε πράγματι το αλώνι και τα βόδια αντί πεντήκοντα αργυρών σίκλων.
 
Β Βασ. 24,25 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Δαυὶδ θυσιαστήριον Κυρίῳ. καὶ ἀνήνεγκεν ὁλοκαυτώσεις καὶ εἰρηνικάς. καὶ προσέθηκε Σαλωμὼν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον ἐπ᾿ ἐσχάτῳ, ὅτι μικρὸν ἦν ἐν πρώτοις. καὶ ἐπήκουσε Κύριος τῇ γῇ, καὶ συνεσχέθη ἡ θραῦσις ἐπάνωθεν Ἰσραήλ.
Β Βασ. 24,25 Εκεί δε έκτισε θυσιαστήριον προς τον Κυριον και προσέφερεν επάνω εις αυτό ολοκαυτώματα και άλλας ειρηνικάς θυσίας. Αργότερα δε ο Σολωμών εμεγάλωσεν αυτό το θυσιαστήριον, διότι ήτο μικρόν. Ο Κυριος ήκουσε την δέησιν του Δαυίδ δια την σωτηρίαν της χώρας, έπραΰνθη και εσταμάτησε την θραύσιν την εναντίον του Ισραηλιτικού λαού.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: