Εκκλ. 2,1 |
Εἶπον ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· δεῦρο δὴ πειράσω σε ἐν εὐφροσύνῃ, καὶ ἰδὲ ἐν ἀγαθῷ· καὶ ἰδοὺ καί γε τοῦτο ματαιότης. |
Εκκλ. 2,1 |
Είπα εγώ τότε από μέσα μου στον εαυτόν μου· “αφού εις την σοφίαν και την επιστήμην δεν υπάρχει ικανοποίησις, έλα λοιπόν, θα σε κάμω να δοκιμάσης την ηδονήν και την ευχαρίστησιν. Να απολαύσης κάθε υλικόν αγαθόν”. Αυτό και έγινε. Ιδού όμως ότι η υλική αυτή απόλαυσις ήτο καθαρά ματαιότης. |
|
Εκκλ. 2,2 |
τῷ γέλωτι εἶπα περιφοράν, καὶ τῇ εὐφροσύνῃ· τί τοῦτο ποιεῖς; |
Εκκλ. 2,2 |
Δια τα πολλά και ατελείωτα γέλια είπα ότι είναι παράφορα και ανοησία. Εις δε την αμαρτωλήν διασκέδασιν είπα· “διατί το κάνεις αυτό;” |
|
Εκκλ. 2,3 |
καὶ κατεσκεψάμην εἰ ἡ καρδία μου ἑλκύσει ὡς οἶνον τὴν σάρκα μου -καὶ καρδία μου ὡδήγησεν ἐν σοφίᾳ- καὶ τοῦ κρατῆσαι ἐπ᾿ εὐφροσύνην, ἕως οὗ ἴδω ποῖον τὸ ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων, ὃ ποιήσουσιν ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἀριθμὸν ἡμερῶν ζωῆς αὐτῶν. |
Εκκλ. 2,3 |
Επειτα εσκέφθην πολύ. Και λογικώς σκεπτόμενος επεδίωξα κατά την απόλαυσιν των υλικών αγαθών να συγκρατήσω τον εαυτόν μου εις τα όρια της λογικής και να μη παρασυρθώ από τας ηδονάς, όπως ελκύεται ο άνθρωπος από το κρασί, δια να ίδω ποίον είναι το αγαθόν, το οποίον οι άνθρωποι πρέπει να πράξουν καθ' όλας τας ημέρας της επιγείου ζωής των. |
|
Εκκλ. 2,4 |
ἐμεγάλυνα ποίημά μου, ᾠκοδόμησά μοι οἴκους. ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας, |
Εκκλ. 2,4 |
Επεδίωξα λοιπόν τα μεγάλα έργα. Εκτισα οικοδομάς μεγαλοπρεπείς. Εφύτευσα δια τον εαυτόν μου αμπελώνας. |
|
Εκκλ. 2,5 |
ἐποίησά μοι κήπους καὶ παραδείσους καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς ξύλον πᾶν καρποῦ· |
Εκκλ. 2,5 |
Περιέκλεισα κήπους και δενδροκήπους και εφύτευσα εις αυτούς δένδρα καρποφόρα παντός είδους. |
|
Εκκλ. 2,6 |
ἐποίησά μοι κολυμβήθρας ὑδάτων τοῦ ποτίσαι ἀπ᾿ αὐτῶν δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα· |
Εκκλ. 2,6 |
Διέταξα και εκτίσθησαν δεξαμεναί υδάτων, δια να ποτίζωνται από αυτάς όλα τα χλοερά δένδρα του δάσους. |
|
Εκκλ. 2,7 |
ἐκτησάμην δούλους καὶ παιδίσκας, καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό μοι, καί γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ· |
Εκκλ. 2,7 |
Ηγόρασα ως κτήμα μου δούλους και δούλας. Και τα παιδιά, που αυτοί εγέννησαν εις τα ανάκτορά μου, έγιναν ιδικά μου. Απέκτησα μεγάλα κοπόδια βοϊδιών και προβάτων, περισσότερα από όσα είχαν αποκτήσει όλοι εκείνοι, που υπήρξαν προ εμού εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Εκκλ. 2,8 |
συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων καὶ τῶν χωρῶν· ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας καὶ ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων, οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας· |
Εκκλ. 2,8 |
Συνεκέντρωσα δια τον εαυτόν μου άργυρον και χρυσόν, θησαυρούς και περιουσίας βασιλέων και ολοκλήρων περιοχών. Είχα προς διασκέδασίν μου τραγουδιστάς και τραγουδιστρίας. Εκαμα ιδικάς μου και εγνώρισα όλας τας διασκεδάσεις και απολαύσεις των ανθρώπων. Είχα οινοχόους και οινοχόας, δια να με κερνούν κρασί. |
|
Εκκλ. 2,9 |
καὶ ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ· καί γε σοφία μου ἐστάθη μοι. |
Εκκλ. 2,9 |
Εφθασα εις μεγαλείον και δόξαν και εξεπέρασα όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι προ έμού είχαν ζήσει εις την Ιερουσαλήμ. Εν μέσω όμως όλων αυτών των μεγαλείων και των απολαύσεων η σοφία μου μου συμπαρεστάθη, ώστε να μη εκτραπώ ανεπανορθώτως. |
|
Εκκλ. 2,10 |
καὶ πᾶν, ὃ ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿ αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερίς μου ἀπὸ παντὸς μόχθου. |
Εκκλ. 2,10 |
Καθε τι, το οποίον επεθύμησαν οι οφθαλμοί μου, δεν τους το εστέρησα και δεν ημπόδισα την καρδίαν μου να απολαύση κάθε τέρψιν και χαράν. Η καρδία μου απήλαυσεν όλα τα αγαθά των ταλαιπωριών και των κόπων μου. Αυτό άλλωστε υπήρξε και το κέρδος όλων των κόπων της ζωής μου. |
|
Εκκλ. 2,11 |
καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ τὸν ἥλιον. |
Εκκλ. 2,11 |
Και έπειτα από όλας αυτάς τας τέρψεις και τας απολαύσεις έρριψα εγώ ένα βλέμμα εις όλα όσα έπραξα, εις όλα όσα κατεσκεύασαν τα χέριά μου, εις όλα όσα με κόπον και ταλαιπωρίαν ηγωνίσθην να αποκτήσω, και έβγαλα το συμπέρασμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιότης. Κούφια ορμή παρερχομένου ανέμου και ότι δεν υπάρχει κανένα μόνιμον κέρδος, καμμία ωφέλεια κάτω από τον ήλιον. |
|
Εκκλ. 2,12 |
καὶ ἐπέβλεψα ἐγὼ τοῦ ἰδεῖν σοφίαν καὶ περιφορὰν καί ἀφροσύνην· ὅτι τίς ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; |
Εκκλ. 2,12 |
Ερριψα εγώ το βλέμμα μου, δια να ίδω και γνωρίσω τι διαφέρει η σοφία από την παραφοράν και μωρίαν των ανθρώπων. Διότι ποιός άνθρωπος εις όλον του τον βίον ακολουθεί την σοφίαν και την σύνεσιν εις τας πράξεις, τας οποίας αυτή εμπνέει και ενεργεί; |
|
Εκκλ. 2,13 |
καὶ εἶδον ἐγὼ ὅτι ἐστὶ περισσεία τῇ σοφίᾳ ὑπὲρ τὴν ἀφροσύνην, ὡς περισσεία τοῦ φωτὸς ὑπὲρ τὸ σκότος. |
Εκκλ. 2,13 |
Από την παρατήρησιν και εξέτασιν αυτήν είδον εγώ, ότι υπάρχει μεγάλη υπεροχή της σοφίας απέναντι της αφροσύνης, όση υπεροχή υπάρχει στο φως απέναντι του σκότους. |
|
Εκκλ. 2,14 |
τοῦ σοφοῦ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ, καὶ ὁ ἄφρων ἐν σκότει πορεύεται· καὶ ἔγνων καί γε ἐγὼ ὅτι συνάντημα ἓν συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς. |
Εκκλ. 2,14 |
Οι οφθαλμοί του σοφού ανθρώπου ευρίσκονται ανοικτοί πάντοτε εις την κεφαλήν του, ώστε να βλέπη που πορεύεται και τι πράττει. Ενῷ στον ασύνετον δεν υπάρχουν οφθαλμοί και βαδίζει μέσα στο σκότος. Εν τούτοις εγώ κατενόησα, ότι, παρά την διαφοράν αυτήν, ο σοφός και ο μωρός θα έχουν μίαν κοινήν συνάντησιν· θα συναντηθούν και οι δύο στον θάνατον. |
|
Εκκλ. 2,15 |
καὶ εἶπα ἐγὼ ἐν καρδίᾳ μου· ὡς συνάντημα τοῦ ἄφρονος καί γε ἐμοὶ συναντήσεταί μοι, καὶ ἱνατί ἐσοφισάμην ἐγώ; τότε περισσὸν ἐλάλησα ἐν καρδίᾳ μου, διότι ὁ ἄφρων ἐκ περισσεύματος λαλεῖ, ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης. |
Εκκλ. 2,15 |
Εσκέφθην, λοιπόν, εγώ εσωτερικώς και είπα στον εαυτόν μου. “Αφού, όπως θα αποθάνη ο μωρός, θα αποθάνω και εγώ, διατί τότε εκοπίασα να αποκτήσω σοφίαν;” Εσκέφθην τότε πιο πολύ από μέσα μου και είπα· “ο άφρων ομιλεί ανοησίας από το περίσσευμα της καρδίας του και η ιδική μου σοφία είναι άραγε ματαιότης. |
|
Εκκλ. 2,16 |
ὅτι οὐκ ἔστιν ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ μετὰ τοῦ ἄφρονος εἰς τὸν αἰῶνα, καθότι ἤδη αἱ ἡμέραι ἐρχόμεναι τὰ πάντα ἐπελήσθη· καὶ πῶς ἀποθανεῖται ὁ σοφὸς μετὰ τοῦ ἄφρονος; |
Εκκλ. 2,16 |
Διότι τόσον η ανάμνησις του σοφού όσον και η ανάμνησις του μωρού δεν θα μείνη αιωνία. Καθοτι αι ημέραι και οι χρόνοι, που θα ακολουθήσουν, θα κάμουν να λησμονηθούν τα πάντα. Και πως, λοιπόν, ο σοφός πεθαίνει και λησμονείται, όπως και ο ανόητος;” |
|
Εκκλ. 2,17 |
καὶ ἐμίσησα σὺν τὴν ζωήν, ὅτι πονηρὸν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ ποίημα τὸ πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. |
Εκκλ. 2,17 |
Αηδίασα εγώ την επίγειον ζωήν, διότι κατ' εμέ είναι ταλαιπωρία και ματαιότης κάθε έργον, που γίνεται κάτω από τον ήλιον εις την γην, διότι όλα είναι μάταια και κούφια, σαν πνοή διερχομένου ανέμου. |
|
Εκκλ. 2,18 |
καὶ ἐμίσησα ἐγὼ σὺν πάντα μόχθον μου, ὃν ἐγὼ κοπιῶ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι ἀφίω αὐτὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ γινομένῳ μετ᾿ ἐμέ· |
Εκκλ. 2,18 |
Και απεστράφην εγώ όλας τας ταλαιπωρίας και τους κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην κάτω από τον ήλιον, διότι αυτούς τους κόπους μου τους αφήνω στον άγνωστόν μου άνθρωπον, ο οποίος θα με διαδεχθή. |
|
Εκκλ. 2,19 |
καὶ τίς οἶδεν εἰ σοφὸς ἔσται ἢ ἄφρων; καὶ εἰ ἐξουσιάζεται ἐν παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα καὶ ᾧ ἐσοφισάμην ὑπὸ τὸν ἥλιον; καί γε τοῦτο ματαιότης. |
Εκκλ. 2,19 |
Και ποιός γνωρίζει, εάν αυτός θα είναι σοφός η ασύνετος; Και εάν αυτός θα εξουσιάζη και θα διαχειρίζεται καλώς τα αγαθά των κόπων μου, δια τα οποία εγώ σκληρά ειργάσθην και δια της σοφίας μου τα απέκτησα ζων κάτω από τον ήλιον; Και αυτό βεβαίως είναι ματαιότης. |
|
Εκκλ. 2,20 |
καὶ ἐπέστρεψα ἐγὼ τοῦ ἀποτάξασθαι τὴν καρδίαν μου ἐν παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα ὑπὸ τὸν ἥλιον, |
Εκκλ. 2,20 |
Εγύρισα τότε και απεφάσισα να κάμω την καρδίαν μου, να απαρνηθή όλους τους κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην. |
|
Εκκλ. 2,21 |
ὅτι ἐστὶν ἄνθρωπος, ὅτι μόχθος αὐτοῦ ἐν σοφίᾳ καὶ ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀνδρείᾳ, καὶ ἄνθρωπος, ὃς οὐκ ἐμόχθησεν ἐν αὐτῷ, δώσει αὐτῷ μερίδα αὐτοῦ. καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ πονηρία μεγάλη· |
Εκκλ. 2,21 |
Διότι εσκέφθην, ότι υπάρχει άνθρωπος, όπως εγώ, ο οποίος με κάθε σοφίαν και γνώσιν και δραστηριότητα εκοπίασε δια την απόκτησιν αγαθών, και άνθρωπος ο οποίος δεν εκοπίασε δι' αυτά. Και ο πρώτος θα αφήση στον δεύτερον τα αγαθά του ως κληρονομίαν του. Αυτό βέβαια είναι μάταιον και πολύ καταθλιπτικόν. |
|
Εκκλ. 2,22 |
ὅτι γίνεται τῷ ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ καὶ ἐν προαιρέσει καρδίας αὐτοῦ, ᾧ αὐτὸς μοχθεῖ ὑπὸ τὸν ἥλιον. |
Εκκλ. 2,22 |
Διότι τι απομένει στον άνθρωπον από όλον τον κόπον του, στον οποίον υπεβλήθη κάτω οπό τον ήλιον και από όλην την διάθεσιν της καρδίας του; |
|
Εκκλ. 2,23 |
ὅτι πᾶσαι αἱ ἡμέραι αὐτοῦ ἀλγημάτων καὶ θυμοῦ περισπασμὸς αὐτοῦ, καί γε ἐν νυκτὶ οὐ κοιμᾶται ἡ καρδία αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης ἐστίν. |
Εκκλ. 2,23 |
Διότι όλαι αι ημέραι της ζωής του ανθρώπου είναι ταλαιπωρία και κόπος και πόνος και ανησυχία, κατά δε την νύκτα δεν ησυχάζει ο νους και η καρδία του εξ αιτίας των μεριμνών του. Αυτό είναι ματαιότης. |
|
Εκκλ. 2,24 |
οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἀνθρώπῳ, ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ. καί γε τοῦτο εἶδον ἐγὼ ὅτι ἀπὸ χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν· |
Εκκλ. 2,24 |
Και λοιπόν δεν υπάρχει δια τον άνθρωπον άλλο αγαθόν, ειμή μόνον εκείνο το οποίον θα φάγη και θα πίη και το οποίον θα προσφέρη προς τέρψιν και ευχαρίστησιν εις την ψυχήν του· αγαθόν, το οποίον απέκτησε με τον κόπον του. Εγώ αυτό είδον και εξηκρίβωσα επάνω εις τα πράγματα, ότι αυτό το αγαθόν έχει δοθή από το χέρι του Θεού στον άνθρωπον. |
|
Εκκλ. 2,25 |
ὅτι τίς φάγεται καὶ τίς πίεται πάρεξ αὐτοῦ; |
Εκκλ. 2,25 |
Διότι, πράγματι, ποιός ημπορεί να φάγη και να πίη κάτι χωρίς την θέλησιν του Θεού; |
|
Εκκλ. 2,26 |
ὅτι τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἀγαθῷ πρὸ προσώπου αὐτοῦ ἔδωκε σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ εὐφροσύνην· καί τῷ ἁμαρτάνοντι ἔδωκε περισπασμὸν τοῦ προσθεῖναι καὶ τοῦ συναγαγεῖν, τοῦ δοῦναι τῷ ἀγαθῷ πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ· ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος. |
Εκκλ. 2,26 |
Διότι ο Θεός στον άνθρωπον, που τον βλέπει αγαθόν, έδωσε σοφίαν και γνώσιν και χαράν. Εις δε τον αμαρτωλόν έδωσεν αγωνιώδη απασχόλησιν, δια να θησαυρίζη και να συγκεντρώνη υλικά αγαθά, ώστε να αφήση αυτά στον άνθρωπον τον αγαθόν ενώπιον του Θεού. Αλλά και αυτά είναι ματαιότης. Κούφια πνοή του ανέμου, που έρχεται και παρέρχεται. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου