Κεφάλαιο 1ο |
Παρ. 1,1 |
Παροιμίαι Σολομῶντος υἱοῦ Δαυίδ, ὃς ἐβασίλευσεν ἐν Ἰσραήλ, |
Παρ. 1,1 |
Οσα ακολουθούν είναι παροιμίαι, παραβολαί και γνωμικά και αποφθέγματα του Σολομώντος, υιού του Δαυίδ, ο οποίος υπήρξε βασιλεύς του ισραηλιτικού λαού. |
|
Παρ. 1,2 |
γνῶναι σοφίαν καὶ παιδείαν νοῆσαί τε λόγους φρονήσεως |
Παρ. 1,2 |
Σκοπόν έχουν αι παροιμίαι αυταί να καταστήσουν γνωστήν την θείαν σοφίαν και την ωφέλιμον δια την ψυχήν εκ μέρους του Θεού παιδαγωγίαν και να κάμουν τον άνθρωπον ικανόν να κατανόηση τους λόγους, δια των οποίων θα αποκτήση φρόνησιν και σύνεσιν. |
|
Παρ. 1,3 |
δέξασθαί τε στροφὰς λόγων νοῆσαί τε δικαιοσύνην ἀληθῆ καὶ κρίμα κατευθύνειν, |
Παρ. 1,3 |
Ακόμη δε να δώσουν εις αυτόν την ικανότητα, ώστε να κατανοή και να αποκρούη την απάτην των περίτεχνων λόγων και τα υποκρυπτόμενα αυτών νοήματα, να εννοήση και δεχθή την αληθινήν δικαιοσύνην του Θεού, ώστε να είναι εις θέσιν να εκφέρη δικαίας κρίσεις και αποφάσεις. |
|
Παρ. 1,4 |
ἵνα δῷ ἀκάκοις πανουργίαν, παιδὶ δὲ νέῳ αἴσθησίν τε καὶ ἔννοιαν· |
Παρ. 1,4 |
Σκοπός επίσης των παροιμιών είναι, να δώση στους αδόλους και απονηρεύτους σύνεσιν και ευφυΐαν, εις δε τον νεαρόν κατά την ηλικίαν συναίσθησιν και γνώσιν του καλού και κακού. |
|
Παρ. 1,5 |
τῶνδε γὰρ ἀκούσας σοφὸς σοφώτερος ἔσται, ὁ δὲ νοήμων κυβέρνησιν κτήσεται. |
Παρ. 1,5 |
Αλλά και αυτός ακόμη ο σοφός, όταν ακούση τας παροιμίας αυτάς, θα γίνη περισσότερον σοφός. Ο δε εκ φύσεως ευφυής και συνετός θα αποκτήση περισσοτέραν σύνεσιν και ικανότητα, ώστε ορθώς να διακυβερνά την ζωήν του και τους άλλους. |
|
Παρ. 1,6 |
νοήσει τε παραβολὴν καὶ σκοτεινὸν λόγον ῥήσεις τε σοφῶν καὶ αἰνίγματα. |
Παρ. 1,6 |
Με τας σοφάς αυτάς παροιμίας καθένας θα είναι εις θέσιν να εννοή παραβολήν και δυσνόητον λόγον, όπως επίσης ρητά και γνωμικά των σοφών και αινιγματώδεις εκφράσεις, υπό τας οποίας κρύπτεται κάποιο βαθύτερον νόημα. |
|
Παρ. 1,7 |
Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, σύνεσις δὲ ἀγαθὴ πᾶσι τοῖς ποιοῦσι αὐτήν· εὐσέβεια δὲ εἰς Θεὸν ἀρχὴ αἰσθήσεως, σοφίαν δὲ καὶ παιδείαν ἀσεβεῖς ἐξουθενήσουσιν. |
Παρ. 1,7 |
Αρχή και θεμέλιον πάσης σοφίας είναι ο σεβασμός και ο φόβος προς τον Θεόν. Η δε σύνεσις είναι κατ' εξοχήν ωφέλιμος εις εκείνους, ο οποίοι εφαρμόζουν τα σοφά προστάγματα της εις την ζωήν των. Η προς τον Θεόν ευσέβεια είναι η αρχή και το θεμέλιον της αληθινής σοφίας και γνώσεως. Οι ασεβείς όμως, δι' ο και ασύνετοι, θα περιφρονήσουν την θείαν σοφίαν και παιδαγωγίαν. |
|
Παρ. 1,8 |
ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· |
Παρ. 1,8 |
Συ όμως, υιέ, άκουε μετά προσοχής και υπάκουε προθύμως εις την διδασκαλίαν και παιδαγωγίαν του πατρός σου. Ποτέ δε να μη αποστροφής και απορρίψης τας στοργικάς παραγγελίας και τους θεσμούς της μητρός σου. |
|
Παρ. 1,9 |
στέφανον γὰρ χαρίτων δέξῃ σῇ κορυφῇ καὶ κλοιὸν χρύσεον περὶ σῷ τραχήλῳ. |
Παρ. 1,9 |
Διότι, εάν προθύμως δεχθής την παιδαγωγίαν των γονέων σου, θα τιμηθής, θα δεχθής εις την κεφολήν σου στέφανον από τας χαρίτας των αρετών και περί τον λαιμόν σου περιδέραιον χρυσούν, ασυγκρίτως πολυτιμότερον από κάθε άλλο κόσμημα. |
|
Παρ. 1,10 |
υἱέ, μή σε πλανήσωσιν ἄνδρες ἀσεβεῖς, μηδὲ βουληθῇς, |
Παρ. 1,10 |
Παιδί μου, πρόσεχε να μη σε παραπλανήσουν προς το κακόν ασεβείς άνθρωποι και ποτέ να μη συγκατατεθής εις τας αμαρτωλάς αυτών σκέψεις και προτάσεις. |
|
Παρ. 1,11 |
ἐὰν παρακαλέσωσί σε λέγοντες· ἐλθὲ μεθ᾿ ἡμῶν, κοινώνησον αἵματος, κρύψωμεν δὲ εἰς γῆν ἄνδρα δίκαιον ἀδίκως, |
Παρ. 1,11 |
Εάν παρουσιασθούν ως φίλοι σου και σε προσκαλέσουν και σου είπουν· “έλα μαζή μας, λάβε μέρος και συ στο αίμα, το οποίον θα χύσωμεν· ας θανατώσωμεν αδίκως άνδρα δίκαιον και το πτώμα του ας το κρύψωμεν βαθειά στον τάφον. |
|
Παρ. 1,12 |
καταπίωμεν δὲ αὐτὸν ὥσπερ ᾅδης ζῶντα καὶ ἄρωμεν αὐτοῦ τὴν μνήμην ἐκ γῆς· |
Παρ. 1,12 |
Ζωντανόν ας τον καταπίωμεν, όπως ο άδης. Ας σβήσωμεν το όνομα του και την ανάμνησίν του από τους ανθρώπους της γης, ώστε κανείς πλέον να μη τον ενθυμήται. |
|
Παρ. 1,13 |
τὴν κτῆσιν αὐτοῦ τὴν πολυτελῆ καταλαβώμεθα, πλήσωμεν δὲ οἴκους ἡμετέρους σκύλων· |
Παρ. 1,13 |
Ας βάλωμεν χέρι και ας κάμωμεν ιδικήν μας την μεγάλην περιουσίαν του, ας γεμίσωμεν δε τα σπίτια μας από λάφυρα, τα οποία θα αρπάσωμεν από τους άλλους με τας ληστείας και τα εγκλήματά μας. |
|
Παρ. 1,14 |
τὸν δὲ σὸν κλῆρον βάλε ἐν ἡμῖν, κοινὸν δὲ βαλάντιον κτησώμεθα πάντες, καὶ μαρσίππιον ἓν γενηθήτω ἡμῖν. |
Παρ. 1,14 |
Οσα χρήματα και κτήματα έχεις κληρονομήσει από τον πατέρα σου βάλε τα εδώ μαζή με τα ιδικά μας. Ταύτισε την τύχην σου μαζή μας και ας έχωμεν όλοι ένα κοινόν βαλάντιον, ένα κοινόν δερμάτινον σάκκον, όπου θα αποταμιεύωμεν, όσα θα αρπάζωμεν”. |
|
Παρ. 1,15 |
μὴ πορευθῆς ἐν ὁδῷ μετ᾿ αὐτῶν, ἔκλινον δὲ τὸν πόδα σου ἐκ τῶν τρίβων αὐτῶν· |
Παρ. 1,15 |
Παιδί μου, πρόσεξε, μη πορευθής στον ίδιον δρόμον μαζή των, αλλά άλλαξε πορείαν, λοξοδρόμησε μακρυά από τους δρόμους εκείνων. |
|
Παρ. 1,16 |
οἱ γὰρ πόδες αὐτῶν εἰς κακίαν τρέχουσι καὶ ταχινοὶ τοῦ ἐκχέαι αἷμα· |
Παρ. 1,16 |
Διότι τα πόδια εκείνων τρέχουν ταχέως πάντοτε προς το κακόν, σπεύδουν να χύσουν αίματα αθώων ανθρώπων. |
|
Παρ. 1,17 |
οὐ γὰρ ἀδίκως ἐκτείνεται δίκτυα πτερωτοῖς. |
Παρ. 1,17 |
Εχε δε υπ' όψιν σου και τούτο· ότι, όπως δεν στήνονται χωρίς σκοπόν δίκτυα, αλλά δια να συλλάβουν λαίμαργα ασύνετα πουλιά, ετσι και αυτοί θα συλληφθούν εις παγίδα, και δεν θα μείνουν ατιμώρητοι, αν οχι από τους ανθρώπους, πάντως όμως από τον Θεόν. Θα συλληφθούν εις τα δίκτυα της παρανομίας των. |
|
Παρ. 1,18 |
αὐτοὶ γὰρ οἱ φόνου μετέχοντες θησαυρίζουσιν ἑαυτοῖς κακά, ἡ δὲ καταστροφὴ ἀνδρῶν παρανόμων κακή. |
Παρ. 1,18 |
Διότι αυτοί, οι οποίοι συμμετέχουν στο έγκλημα, από κοινού δε και εκ συστάσεως διαπράττουν φόνον, συσσωρεύουν εναντίον των πολλά κακά, η δε καταστροφή των παρανόμων ανθρώπων θα είναι τρομερά. |
|
Παρ. 1,19 |
αὗται αἱ ὁδοί εἰσι πάντων τῶν συντελούντων τὰ ἄνομα· τῇ γὰρ ἀσεβείᾳ τὴν ἑαυτῶν ψυχὴν ἀφαιροῦνται. |
Παρ. 1,19 |
Εις αυτά τα ολέθρια αποτελέσματα οδηγούν όλους τους εργάτας της παρανομίας αι οδοί των. Δια της παρανομίας των καταστρέφουν οι ιδιοί και την ζωήν και την ψυχήν των. |
|
Παρ. 1,20 |
Σοφία ἐν ἐξόδοις ὑμνεῖται, ἐν δὲ πλατείαις παῤῥησίαν ἄγει· |
Παρ. 1,20 |
Αντιθέτως προς τους εργάτας του σκότους και τας δολιότητάς των, η σοφία του Θεού εξυμνείται δημοσία στους δρόμους από όσους την έχουν γνωρίσει και δεχθή, και με παρρησίαν ακούεται η διδασκαλία της εις τας πλατείας. |
|
Παρ. 1,21 |
ἐπ᾿ ἄκρων τειχέων κηρύσσεται, ἐπὶ δὲ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐπὶ δὲ πύλαις πόλεως θαῤῥοῦσα λέγει· |
Παρ. 1,21 |
Το κήρυγμά της διαλαλείται από τας υψηλάς επάλξεις των τειχών, ώστε να ακούεται από όλους. Παραστέκει εις τας θύρας των αρχόντων, δια να τους καθιστά σοφούς και συνετούς εις τα έργα των. Παρευρίσκεται εις τας πύλας της πόλεως, όπου γίνονται συγκεντρώσεις δια την λύσιν μεγάλων ζητημάτων, απευθύνεται προς όλους και με θάρρος πολύ λέγει; |
|
Παρ. 1,22 |
ὅσον ἂν χρόνον ἄκακοι ἔχωνται τῆς δικαιοσύνης, οὐκ αἰσχυνθήσονται· οἱ δὲ ἄφρονες, τῆς ὕβρεως ὄντες ἐπιθυμηταί, ἀσεβεῖς γενόμενοι ἐμίσησαν αἴσθησιν |
Παρ. 1,22 |
“Οσον χρόνον οι άδολοι και άκακοι άνθρωποι κρατούν και ακολουθούν τον βίον της δικαιοσύνης και της αρετής, δεν πρόκειται να. εντροπιασθούν. Εξ αντιθέτου οι αμαρτωλοί, οι καταφρονηταί της θείας σοφίας, επειδή επεθύμησαν την αλαζονικήν και γεμάτην επιδείξεις ζωήν, κατήντησαν εις βάθος ασεβείας και εμίσησαν την αληθινήν και σώζουσαν γνώσιν του Θεού. |
|
Παρ. 1,23 |
καὶ ὑπεύθυνοι ἐγένοντο ἐλέγχοις, ἰδοὺ προήσομαι ὑμῖν ἐμῆς πνοῆς ῥῆσιν, διδάξω δὲ ὑμᾶς τὸν ἐμὸν λόγον. |
Παρ. 1,23 |
Δι' αυτό και έγιναν υπεύθυνοι και άξιοι ελέγχων και τιμωριών. Ιδού όμως ότι εγώ η σοφία, θα σας παρουσιάσω τα λόγια της ιδικής μου εμπνεύσεως. Θα σας διδάξω τους ιδικούς μου λόγους. |
|
Παρ. 1,24 |
ἐπειδὴ ἐκάλουν καὶ οὐχ ὑπηκούσατε καὶ ἐξέτεινα λόγους καὶ οὐ προσείχετε, |
Παρ. 1,24 |
Επειδή είδα, ότι μολονότι σας εκαλούσα και σεις δεν υπηκούσατε, εγώ η σοφία σας ωμίλησα εις εντονώτερον ύφος, εμάκρυνα τον λόγον μου προς σας. Σεις όμως και πάλιν δεν εδίδατε καμμίαν προσοχήν· |
|
Παρ. 1,25 |
ἀλλὰ ἀκύρους ἐποιεῖτε ἐμὰς βουλάς, τοῖς δὲ ἐμοῖς ἐλέγχοις οὐ προσείχετε, |
Παρ. 1,25 |
αλλά τουναντίον εθεωρείτε χωρίς αξίαν και σημασίαν τας σύμβουλάς μου. Εις δε τους ελέγχους μου δεν εδίδατε καμμίαν προσοχήν· |
|
Παρ. 1,26 |
τοιγαροῦν κἀγὼ τῇ ὑμετέρᾳ ἀπωλείᾳ ἐπιγελάσομαι, καταχαροῦμαι δὲ ἡνίκα ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος, |
Παρ. 1,26 |
δια τούτο, λοιπόν, και εγώ θα γελάσω με την απώλειάν σας, θα χαρώ πάρα πολύ, όταν θα επέρχεται εναντίον σας ο όλεθρος. |
|
Παρ. 1,27 |
καὶ ὡς ἂν ἀφίκηται ὑμῖν ἄφνω θόρυβος, ἡ δὲ καταστροφὴ ὁμοίως καταιγίδι παρῇ, καὶ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν θλῖψις καὶ πολιορκία ἢ ὅταν ἔρχηται ὑμῖν ὄλεθρος. |
Παρ. 1,27 |
Και όταν αιφνιδίως εγερθή εναντίον σας ταραχή, ο δε όλεθρός σας ως καταστρεπτική καταιγίς επιπέση επάνω σας, όταν σας βρη θλίψις μεγάλη η πολιορκία της πόλεως σας από τους εχθρούς, όταν θα βλέπετε και σεις να έρχεται αναπόφευκτος ο όλεθρός σας, |
|
Παρ. 1,28 |
ἔσται γὰρ ὅταν ἐπικαλέσησθέ με, ἐγὼ δὲ οὐκ εἰσακούσομαι ὑμῶν· ζητήσουσί με κακοί, καὶ οὐχ εὑρήσουσιν· |
Παρ. 1,28 |
τότε θα συμβή τούτο· θα με επικαλεσθήτε, εγώ όμως δεν θα ακούσω την επίκλησίν σας. Θα με ζητήσουν ως βοηθόν των και στήριγμά των οι κακοί εις τας δυσκόλους των περιστάσεις, και δεν θα με εύρουν ως λυτρωτήν και σωτήρα των. |
|
Παρ. 1,29 |
ἐμίσησαν γὰρ σοφίαν, τὸν δὲ λόγον τοῦ Κυρίου οὐ προείλαντο, |
Παρ. 1,29 |
Διότι εμίσησαν την θείαν σοφίαν, τον δε λόγον του Κυρίου δεν τον επροτίμησαν, αλλά τον απέρριψαν. |
|
Παρ. 1,30 |
οὐδὲ ἤθελον ἐμαῖς προσέχειν βουλαῖς, ἐμυκτήριζον δὲ ἐμοὺς ἐλέγχους. |
Παρ. 1,30 |
Ούτε ήθελον να δώσουν προσοχήν εις τα θελήματά μου. Εξ αντιθέτου περιέπαιζαν και εχλεύαζαν τους ελέγχους, τους οποίους προς σωτηρίαν των απηύθυνα. |
|
Παρ. 1,31 |
τοιγαροῦν ἔδονται τῆς ἑαυτῶν ὁδοῦ τοὺς καρποὺς καὶ τῆς ἑαυτῶν ἀσεβείας πλησθήσονται· |
Παρ. 1,31 |
Δια τούτο θα φάγουν τους καρπούς της κακής των ζωής και συμπεριφοράς. Θα απολαύσουν τα επίχειρα της κακίας των. Θα πλημμυρίσουν και θα πνιγούν μέσα εις τας οδυνηράς συνεπείας της ασεβείας των. |
|
Παρ. 1,32 |
ἀνθ᾿ ὧν γὰρ ἠδίκουν νηπίους, φονευθήσονται, καὶ ἐξετασμὸς ἀσεβεῖς ὀλεῖ. |
Παρ. 1,32 |
Επειδή ηδίκησαν τους αφελείς και αγαθούς ανθρώπους, θεία φοβερά κρίσις θα εξολοθρεύση τους ασεβείς. |
|
Παρ. 1,33 |
ὁ δὲ ἐμοῦ ἀκούων κατασκηνώσει ἐπ᾿ ἐλπίδι καὶ ἡσυχάσει ἀφόβως ἀπὸ παντὸς κακοῦ. |
Παρ. 1,33 |
Εκείνος όμως, που ακούει και υπακούει εις εμέ, την σοφίαν, θα ζη με σταθεράν την ελπίδα του εις την παντοδύναμον προστασίαν του Υψιστου και θα διατηρή την γαλήνην του εις κάθε περίστασιν, χωρίς φόβον από κανένα κακόν”. |
|
Κεφάλαιο 2ο |
Παρ. 2,1 |
Υἱέ, ἐὰν δεξάμενος ῥῆσιν ἐμῆς ἐντολῆς κρύψῃς παρὰ σεαυτῷ, |
Παρ. 2,1 |
Παιδί μου, εάν παραδεχθής τα λόγια των εντολών μου και τα φυλάξης με προσοχήν ως θησαυρόν μέσα εις την καρδίαν σου, |
|
Παρ. 2,2 |
ὑπακούσεται σοφίας τὸ οὖς σου, καὶ παραβαλεῖς καρδίαν σου εἰς σύνεσιν, παραβαλεῖς δὲ αὐτὴν ἐπὶ νουθέτησιν τῷ υἱῷ σου. |
Παρ. 2,2 |
τότε το αυτί σου θα προσέξη και θα ακούση τα λόγια της θείας σοφίας και θα τα βάλης μέσα στον νουν και την καρδίαν σου, δια να σε αναδείξουν συνετόν, και θα τα χρησιμοποιής δια να δίδης ορθάς συμβουλάς και νουθεσίας στον υιόν σου. |
|
Παρ. 2,3 |
ἐὰν γὰρ τὴν σοφίαν ἐπικαλέσῃ καὶ τῇ συνέσει δῷς φωνήν σου, τὴν δὲ αἴσθησιν ζητήσῃς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, |
Παρ. 2,3 |
Διότι, εάν με φλογερόν πόθον επικαλεσθής την θείαν σοφίαν και φωνάξης την σύνεσιν να έλθη εις σέ, αναζητήσης δε και επικαλεσθής με μεγάλην φωνήν την γνώσιν της θείας αληθείας, |
|
Παρ. 2,4 |
καὶ ἐὰν ζητήσῃς αὐτὴν ὡς ἀργύριον καὶ ὡς θησαυροὺς ἐξερευνήσῃς αὐτήν, |
Παρ. 2,4 |
και αν την αναζητήσης με τόσον ζήλον, με όσον αναζητεί κανείς την εύρεσιν χρημάτων, εάν ερευνήσης δι' αυτήν με όσον ενδιαφέρον ερευνούν δια πολλούς και μεγάλους θησαυρούς, |
|
Παρ. 2,5 |
τότε συνήσεις φόβον Κυρίου καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ εὑρήσεις. |
Παρ. 2,5 |
τότε θα αισθανθής και θα κατανοήσης τον φόβον του Κυρίου· θα εύρης και θα αποκτήσης, όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην διάνοιαν, την αληθινήν και ανειπισφαλή γνώσιν περί του Θεού. |
|
Παρ. 2,6 |
ὅτι Κύριος δίδωσι σοφίαν, καὶ ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ γνῶσις καὶ σύνεσις· |
Παρ. 2,6 |
Διότι ο Κυριος είναι εκείνος, ο οποίος χαρίζει την σοφίαν και από αυτόν πηγάζει και εκχύνεται η γνώσις της αληθείας και η σύνεσις. |
|
Παρ. 2,7 |
καὶ θησαυρίζει τοῖς κατορθοῦσι σωτηρίαν, ὑπερασπιεῖ τὴν πορείαν αὐτῶν |
Παρ. 2,7 |
Η σοφία αυτή προσφέρει και αποταμιεύει θησαυρόν στους ευθείς ανθρώπους, εις αυτούς που έχουν υγιές και ηρωϊκόν το φρόνημα, δηλαδή τους χαρίζει την σωτηρίαν, προστατεύει δε και υπερασπίζει τους δρόμους της ζωής των. |
|
Παρ. 2,8 |
τοῦ φυλάξαι ὁδοὺς δικαιωμάτων καὶ ὁδὸν εὐλαβουμένων αὐτὸν διαφυλάξει. |
Παρ. 2,8 |
Τους ενισχύει, ώστε να τηρήσουν και να φυλάξουν τας εντολάς του. Ο δε Θεός θα προφυλάξη από κάθε κίνδυνον την ζωήν εκείνων, που τον ευλαβούνται. |
|
Παρ. 2,9 |
τότε συνήσεις δικαιοσύνην καὶ κρίμα καὶ κατορθώσεις πάντας ἄξονας ἀγαθούς. |
Παρ. 2,9 |
Οταν δε αποκτήσης την θείαν σοφίαν, τότε θα εννοήσης την αληθινήν δικαιοσύνην και θα είσαι εις θέσιν να κρίνης δικαίως. Θα επιτύχης δέ, ώστε να κατορθώσης όλας τας αγαθάς πράξεις. |
|
Παρ. 2,10 |
ἐὰν γὰρ ἔλθῃ ἡ σοφία εἰς σὴν διάνοιαν, ἡ δὲ αἴσθησις τῇ σῇ ψυχῇ καλὴ εἶναι δόξῃ, |
Παρ. 2,10 |
Διότι, εάν η σοφία έλθη και κατασκηνώση εις την διάνοιάν σου, θεωρήσης δε και παραδεχθής την από την γνώσιν του νόμου του Θεού σύνεσιν και διάκρισιν ως καλήν και ωφέλιμον, |
|
Παρ. 2,11 |
βουλὴ καλὴ φυλάξει σε, ἔννοια δὲ ὁσία τηρήσει σε, |
Παρ. 2,11 |
τότε απόφασις αγαθή και συνετή θα σε προφυλάξη από τας αμαρτωλάς εκτροπάς· σκέψις δε αγία θα σε διατηρή εν τη αρετή και πλησίον του Θεού, |
|
Παρ. 2,12 |
ἵνα ῥύσηταί σε ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς καὶ ἀπὸ ἀνδρὸς λαλοῦντος μηδὲν πιστόν. |
Παρ. 2,12 |
δια να σε γλυτώση έτσι από τον ολέθριον δρόμον και από άνθρωπον, ο οποίος δεν λέγει ποτέ κάτι το αληθινόν και αξιόπιστον. |
|
Παρ. 2,13 |
ὦ οἱ ἐγκαταλείποντες ὁδοὺς εὐθείας τοῦ πορεύεσθαι ἐν ὁδοῖς σκότους· |
Παρ. 2,13 |
Αλλοίμονον όμως εις εκείνους, οι οποίοι αφήνουν τας ευθείας οδούς του Κυρίου, δια να πορευθούν και βαδίσουν τους αμαρτωλούς δρόμους του σκότους και της απωλείας! |
|
Παρ. 2,14 |
οἱ εὐφραινόμενοι ἐπὶ κακοῖς καὶ χαίροντες ἐπὶ διαστροφῇ κακῆ· |
Παρ. 2,14 |
Αλλοίμονον εις εκείνους, οι οποίοι ευφραίνονται δια τα κακά, που διαπράττουν οι ίδιοι η οι άλλοι, και χαίρουν δια την προς το κακόν διαστροφήν αυτών και των άλλων· |
|
Παρ. 2,15 |
ὧν αἱ τρίβοι σκολίαι καὶ καμπύλαι αἱ τροχιαὶ αὐτῶν |
Παρ. 2,15 |
αυτοί, των οποίων οι δρόμοι είναι διεστραμμένοι και αι πορείαι των κυκλικαί εν τη δολιότητί των, |
|
Παρ. 2,16 |
τοῦ μακράν σε ποιῆσαι ἀπὸ ὁδοῦ εὐθείας καὶ ἀλλότριον τῆς δικαίας γνώμης. |
Παρ. 2,16 |
ώστε να απομακρύνουν και σε από την ευθείαν οδόν και να σε αποξενώσουν από την ορθήν και δίκαιον φρόνησιν. |
|
Παρ. 2,17 |
υἱέ, μή σὲ καταλάβῃ κακὴ βουλή, ἡ ἀπολιποῦσα διδασκαλίαν νεότητος καὶ διαθήκην θείαν ἐπιλελησμένη· |
Παρ. 2,17 |
Παιδί μου, πρόσεχε να μη σε κυριεύση και σε υποδουλώση κακή και διεστραμμένη θέλησις, η οποία έχει αρνηθή και εγκαταλείψει την διδασκαλίαν που συ ήκουσες και παρέλαβες κατά την νεότητά σου και η οποία θέλησις ελησμόνησε τον θείον νόμον. |
|
Παρ. 2,18 |
ἔθετο γὰρ παρὰ τῷ θανάτῳ τὸν οἶκον αὐτῆς καὶ παρὰ τῷ ᾅδῃ μετὰ τῶν γηγενῶν τοὺς ἄξονας αὐτῆς. |
Παρ. 2,18 |
Αυτή η παράνομος και κακή βουλή έχει στήσει το σπίτι της κοντά στον θάνατον, την δε πορείαν και κατάληξίν της με τους υλόφρονας ανθρώπους, των οποίων το κατάντημα είναι ο άδης. |
|
Παρ. 2,19 |
πάντες οἱ πορευόμενοι ἐν αὐτῇ οὐκ ἀναστρέψουσιν, οὐδὲ μὴ καταλάβωσι τρίβους εὐθείας· οὐ γὰρ καταλαμβάνονται ὑπὸ ἐνιαυτῶν ζωῆς. |
Παρ. 2,19 |
Ολοι, όσοι βαδίζουν τους δρόμους της κακής βουλής και μένουν αμετανόητοι, δεν θα επιστρέψουν προς τον Θεόν, δεν θα εισέλθουν εις την ευθείαν οδόν. Τέτοιοι δέ που είναι δεν πρόκειται να ζήσουν επί έτη πολλά εις την γην, ώστε να έχουν ευκαιρίας μετανοίας και διορθώσεως· |
|
Παρ. 2,20 |
εἰ γὰρ ἐπορεύοντο τρίβους ἀγαθάς, εὕροσαν ἂν τρίβους δικαιοσύνης λείας. |
Παρ. 2,20 |
εάν είχαν την καλήν διάθεσιν και εβάδιζαν τους ορθούς δρόμους, θα έβρισκαν τους ομαλούς δρόμους της δικαιοσύνης και αρετής. |
|
Παρ. 2,21 |
χρηστοὶ ἔσονται οἰκήτορες γῆς, ἄκακοι δὲ ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ· ὅτι εὐθεῖς κατασκηνώσουσι γῆν, καὶ ὅσιοι ὑπολειφθήσονται ἐν αὐτῇ. |
Παρ. 2,21 |
Εξ αντιθέτου, καλοί και ενάρετοι άνθρωποι θα κατοικήσουν μονίμως και επί μακρόν εις την γην και οι άκακοι θα απομείνουν ως κύριοι εις αυτήν. Διότι οι τίμιοι και ειλικρινείς θα κατοικήσουν εις την γην και οι όσιοι και καθαροί κατά την καρδίαν θα παραμείνουν εις αυτήν. |
|
Παρ. 2,22 |
ὁδοὶ ἀσεβῶν ἐκ γῆς ὀλοῦνται, οἱ δὲ παράνομοι ἐξωσθήσονται ἀπ᾿ αὐτῆς. |
Παρ. 2,22 |
Οι δρόμοι όμως των ασεβών θα εξαφανισθούν από την γην, οι δε παράνομοι θα ριφθούν έξω από αυτήν. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Παρ. 3,1 |
Υἱέ, ἐμῶν νομίμων μὴ ἐπιλανθάνου, τὰ δὲ ῥήματά μου τηρείτω σὴ καρδία· |
Παρ. 3,1 |
Παιδί μου, μη λησμονής τους νόμους μου. Ο δε νους και η καρδία σου ας φυλάττουν τους λόγους μου ως θησαυρούς. |
|
Παρ. 3,2 |
μῆκος γὰρ βίου καὶ ἔτη ζωῆς καὶ εἰρήνην προσθήσουσί σοι. |
Παρ. 3,2 |
Διότι αυτά θα σου χαρίσουν μακροβιότητα, θα προσθέσουν χρόνια ζωής ειρηνικής και ευτυχισμένης. |
|
Παρ. 3,3 |
ἐλεημοσύναι καὶ πίστεις μὴ ἐκλιπέτωσάν σε, ἄφαψαι δὲ αὐτὰς ἐπὶ σῷ τραχήλῳ, καὶ εὑρήσεις χάριν· |
Παρ. 3,3 |
Αι ελεημοσύναι ποός τους ανθρώπους και η πίστις προς τον Θεόν, ποτέ ας μη σε αφήσουν. Να τας δέσης σαν περιλαίμιον, που θα εφάπτεται στον λαιμόν σου, να τας χάραξης εις την καρδίαν σου, και να είσαι βέβαιος ότι θα εύρης χάριν παρά Θεώ και ανθρώποις. |
|
Παρ. 3,4 |
καὶ προνοοῦ καλὰ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀνθρώπων. |
Παρ. 3,4 |
Σκέψου και φρόντιζε, ώστε η διαγωγή σου να είναι καλή και αξιέπαινος ενώπιον Θεού και ανθρώπων. |
|
Παρ. 3,5 |
ἴσθι πεποιθὼς ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ ἐπὶ Θεῷ ἐπὶ δὲ σῇ σοφίᾳ μὴ ἐπαίρου· |
Παρ. 3,5 |
Εχε σταθεράν πίστιν και ακλόνητον πεποίθησιν με όλην σου την ψυχήν στον Θεόν. Μη αλαζονεύεσαι δια τας πολλάς γνώσεις και δια την σοφίαν σου. |
|
Παρ. 3,6 |
ἐν πάσαις ὁδοῖς σου γνώριζε αὐτήν, ἵνα ὀρθοτομῇ τὰς ὁδούς σου, ὁ δὲ πούς σου μὴ προσκόψῃ. |
Παρ. 3,6 |
Εις όλην σου την ζωήν και συμπεριφοράν να έχης πάντοτε υπ' όψιν σου την θείαν σοφίαν, δια να σε καθοδηγή ορθώς εις τας ενεργείας σου και να μη σκοντάψουν ποτέ τα πόδια σου. |
|
Παρ. 3,7 |
μὴ ἴσθι φρόνιμος παρὰ σεαυτῷ, φοβοῦ δὲ τὸν Θεὸν καὶ ἔκκλινε ἀπὸ παντὸς κακοῦ· |
Παρ. 3,7 |
Μη σχηματίσης το φρόνημα ότι είσαι συνετός και μη εμπιστεύεσαι εις την σοφίαν σου, αλλά να φοβήσαι τον Θεόν. Απόφευγε κάθε κακόν και λοξοδρόμει μακράν, όταν το αντικρύζης. |
|
Παρ. 3,8 |
τότε ἴασις ἔσται τῷ σώματί σου καὶ ἐπιμέλεια τοῖς ὀστέοις σου. |
Παρ. 3,8 |
Οταν έτσι πορεύεσαι, θα απολαμβάνης υγείαν και ευεξίαν στο σώμα σου, ανανέωσιν δε και ανάπαυσιν εις τα κόκκαλά σου. |
|
Παρ. 3,9 |
τίμα τὸν Κύριον ἀπὸ σῶν δικαίων πόνων καὶ ἀπάρχου αὐτῷ ἀπὸ σῶν καρπῶν δικαιοσύνης, |
Παρ. 3,9 |
Τιμα τον Θεόν με θυσίας από τους ιδικούς σου δικαίους κόπους, και δίδε εις αυτόν πάντοτε τας απαρχάς από τους καρπούς, τους οποίους απέκτησες με δικαιοσύνην και τιμιότητα· |
|
Παρ. 3,10 |
ἵνα πίμπληται τὰ ταμιεῖά σου πλησμονῆς σίτῳ, οἴνῳ δὲ αἱ ληνοί σου ἐκβλύζωσιν. |
Παρ. 3,10 |
δια να γεμίζουν έτσι αι αποθήκαι σου από αφθονίαν σίτου και να αναβλύζη σαν από πηγήν πλούσιος ο μούστος από τα πατητήρια των σταφυλών σου. |
|
Παρ. 3,11 |
Υἱέ, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος· |
Παρ. 3,11 |
Παιδί μου, μη παραμελής και μη αδιαφορής εις την παιδαγωγίαν του Κυρίου και μη λιποψυχής, όταν δια το καλόν σου επιτιμάσαι από αυτόν. |
|
Παρ. 3,12 |
ὃν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. |
Παρ. 3,12 |
Διότι εκείνον, τον οποίον ο Κυριος αγαπά, τον παιδαγωγεί με θλίψεις και σαν στοργικός πατέρας μαστιγώνει με διαφόρους δοκιμασίας κάθε τέκνον του, το οποίον αναγνωρίζει και παραδέχεται ως ιδικόν του. |
|
Παρ. 3,13 |
μακάριος ἄνθρωπος ὃς εὗρε σοφίαν καὶ θνητὸς ὃς εἶδε φρόνησιν· |
Παρ. 3,13 |
Τρισευτυχισμένος και από τον Θεόν ευλογημένος είναι ο άνθρωπος, ο οποίος ευρήκε την αληθή σοφίαν, και κάθε θνητός, ο οποίος εγνώρισε και απέκτησε την από τον Θεόν χορηγουμένην φρόνησιν και σύνεσιν. |
|
Παρ. 3,14 |
κρεῖσσον γὰρ αὐτὴν ἐμπορεύεσθαι ἢ χρυσίου καὶ ἀργυρίου θησαυρούς. |
Παρ. 3,14 |
Διότι είναι ασυγκρίτως καλύτερον να αγοράζη και αποκτά κανείς την σοφίαν, παρά θησαυρούς χρυσού και αργύρου. |
|
Παρ. 3,15 |
τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν, οὐκ ἀντιτάξεται αὐτῇ οὐδὲν πονηρόν· εὔγνωστός ἐστι πᾶσι τοῖς ἐγγίζουσιν αὐτῇ, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστι. |
Παρ. 3,15 |
Αύτη είναι ασυγκρίτως πολυτιμοτέρα από τους αδάμαντας και τους άλλους πολυτελείς λίθους και εναντίον αυτής δεν ημπορεί να, αντιπαραταχθή κανένα απολύτως πονηρόν πράγμα. Η σοφία γίνεται γνωστή εις όλους εκείνους, οι οποίοι την πλησιάζουν με αγαθήν διάθεσιν. Και κάθε τι από όσα οι άνθρωποι θεωρούν πολύτιμα, δεν ημπορεί να αντιπαραβληθή προς αυτήν. |
|
Παρ. 3,16 |
μῆκος γὰρ βίου καὶ ἔτη ζωῆς ἐν τῇ δεξιᾷ αὐτῆς, ἐν δὲ τῇ ἀριστερᾷ αὐτῆς πλοῦτος καὶ δόξα· ἐκ τοῦ στόματος αὐτῆς ἐκπορεύεται δικαιοσύνη, νόμον δὲ καὶ ἔλεον ἐπὶ γλώσσης φορεῖ. |
Παρ. 3,16 |
Είναι δε πολυτιμοτέρα από οποιονδήποτε πλούτον και θησαυρόν, διότι εις την δεξιάν της κρατεί και προσφέρει μακροβιότητα. Εις δε την αριστεράν της κρατεί και προσφέρει πλούτον και δόξαν. Από το στόμα της εξέρχεται πάντοτε λόγος δικαιοσύνης και αρετής. Εις δε την γλώσσαν της φέρει και εκφράζει τον νόμον του Θεού, αλλά και το έλεος του Θεού. |
|
Παρ. 3,17 |
αἱ ὁδοὶ αὐτῆς ὁδοὶ καλαί, καὶ πᾶσαι αἱ τρίβοι αὐτῆς ἐν εἰρήνῃ· |
Παρ. 3,17 |
Οι δρόμοι, στους οποίους οδηγεί, είναι καλοί και αγαθοί. Ολαι δε αι πορείαι της είναι ειρηνικαί και ειρηνοφόροι. |
|
Παρ. 3,18 |
ξύλον ζωῆς ἐστι πᾶσι τοῖς ἀντεχομένοις αὐτῆς, καὶ τοῖς ἐπερειδομένοις ἐπ᾿ αὐτὴν ὡς ἐπὶ Κύριον ἀσφαλής. |
Παρ. 3,18 |
Η σοφία είναι το δένδρον της ζωής δι' όλους εκείνους, που την κρατούν σφιγκτά· δι' όσους δε στηρίζονται σταθερά εις αυτήν, ως επ' αυτού του Κυρίου, είναι στήριγμα ασφαλές. |
|
Παρ. 3,19 |
ὁ Θεὸς τῇ σοφίᾳ ἐθεμελίωσε τὴν γῆν, ἡτοίμασε δὲ οὐρανοὺς φρονήσει· |
Παρ. 3,19 |
Ο Θεός δια της ενυποστάτου σοφίας, δια του Μονογενούς δηλαδή Υιού του, έθεσε τα θεμέλια της γης και με άπειρον σύνεσιν κατεσκεύασε τους ουρανούς. |
|
Παρ. 3,20 |
ἐν αἰσθήσει ἄβυσσοι ἐῤῥάγησαν, νέφη δὲ ἐῤῥύησαν δρόσους. |
Παρ. 3,20 |
Με την άπειρον αυτού γνώσιν και αγαθότητα, εξεχύθησαν τα ύδατα των θαλασσών και των υπογείων δεξαμενών εις την γην, από δε τα νέφη έρρευσαν δροσερά τα ύδατα των βροχών. |
|
Παρ. 3,21 |
Υἱέ, μὴ παραῤῥυῇς, τήρησον δὲ ἐμὴν βουλὴν καὶ ἔννοιαν, |
Παρ. 3,21 |
Υιέ μου, πρόσεχε μη παρεκκλίνης από τον δρόμον μου και παρασυρθής στον ολισθηρόν κατήφορον της απωλείας. Φυλαξε την ιδικήν μου συμβουλήν και οδηγίαν, |
|
Παρ. 3,22 |
ἵνα ζήσῃ ἡ ψυχή σου, καὶ χάρις ᾖ περὶ σῷ τραχήλῳ. ἔσται δὲ ἴασις ταῖς σαρξί σου καὶ ἐπιμέλεια τοῖς σοῖς ὀστέοις, |
Παρ. 3,22 |
δια να διατηρηθή επί μακρόν χρόνον η ζωη σου εις την γην. Η δε εύνοια του Θεού και η εκτίμησις εκ μέρους των ανθρώπων, ως πολύτιμον κόσμημα θα περιβάλλη τον τράχηλόν σου. Τοτε θα έχης υγείαν σωματικήν, ευεξίαν δε και αναγέννησιν εις τα οστά σου, |
|
Παρ. 3,23 |
ἵνα πορεύῃ πεποιθὼς ἐν εἰρήνῃ πάσας τὰς ὁδούς σου, ὁ δὲ πούς σου οὐ μὴ προσκόψῃ· |
Παρ. 3,23 |
δια να πορεύεσαι ετσι με πεποίθησιν και ειρήνην εις όλους τους δρόμους της ζωής σου, τα δε πόδια σου δεν θα σκοντάπτουν. |
|
Παρ. 3,24 |
ἐὰν γὰρ κάθῃ, ἄφοβος ἔσῃ, ἐὰν δὲ καθεύδῃς, ἡδέως ὑπνώσεις· |
Παρ. 3,24 |
Οταν θα κάθεσαι κατά την ημέραν, δεν θα έχης κανένα φόβον. Οταν δε κατά την νύκτα θα κοιμάσαι, ο ύπνος σου θα είναι γλυκύς, ειρηνικός και ξεκούραστος. |
|
Παρ. 3,25 |
καὶ οὐ φοβηθήσῃ πτόησιν ἐπελθοῦσαν, οὐδὲ ὁρμὰς ἀσεβῶν ἐπερχομένας· |
Παρ. 3,25 |
Δεν θα φοβηθής από κάτι, που έρχεται να σε τρομάξη, ούτε από τας εναντίον σου εφορμήσεις και εφόδους των ασεβών ανθρώπων. |
|
Παρ. 3,26 |
ὁ γὰρ Κύριος ἔσται ἐπὶ πασῶν ὁδῶν σου καὶ ἐρείσει σὸν πόδα, ἵνα μὴ σαλευθῇς. |
Παρ. 3,26 |
Διότι ο Κυριος θα ευρίσκεται εις όλας τας πορείας της ζωής σου και θα στερεώση ασφαλείς τους πόδας σου, ώστε να μη κλονισθής και πέσης. |
|
Παρ. 3,27 |
μὴ ἀπόσχῃ εὖ ποιεῖν ἐνδεῆ, ἡνίκα ἂν ἔχῃ ἡ χείρ σου βοηθεῖν· |
Παρ. 3,27 |
Μη αποφύγης, δι' έλλειψιν αγάπης, να βοηθήσης τον πτωχόν, εφ' όσον ημπορεί το χέρι σου να δώση βοήθειαν. |
|
Παρ. 3,28 |
μὴ εἴπῃς· ἐπανελθὼν ἐπάνηκε, αὔριον δώσω, δυνατοῦ σου ὄντος εὖ ποιεῖν· οὐ γὰρ οἶδας τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. |
Παρ. 3,28 |
Ποτέ να μη του είπης “ξαναέλα αύριον να σου δώσω”, εφ' όσον ημπορείς να κάμης το καλόν αμέσως. Διότι δεν γνωρίζεις τι θα παρουσιάσ δια σε και δι' εκείνον η αυριανή ημέρα. |
|
Παρ. 3,29 |
μὴ τέκταινε ἐπὶ σὸν φίλον κακὰ παροικοῦντα καὶ πεποιθότα ἐπὶ σοί. |
Παρ. 3,29 |
Μη χαλκεύης πονηρά σχέδια και μηχανορραφίας εναντίον του φίλου σου, που είναι μάλιστα και γείτονάς σου, και έχει εμπιστοσύνην εις σέ. |
|
Παρ. 3,30 |
μὴ φιλεχθρήσῃς πρὸς ἄνθρωπον μάτην, μήτι σε ἐργάσηται κακόν. |
Παρ. 3,30 |
Μη ευχαριστήσαι και μη επιδιώκης εχθρότητας εναντίον άλλων ανθρώπων χωρίς λόγον και αιτίαν, δια να μη σου δημιουργήση αυτή η εχθρότης πειρασμούς και ταλαιπωρίας. |
|
Παρ. 3,31 |
μὴ κτήσῃ κακῶν ἀνδρῶν ὀνείδη, μηδὲ ζηλώσῃς τὰς ὁδοὺς αὐτῶν· |
Παρ. 3,31 |
Μη θελήσης να κάμης ιδικά σου τα επονείδιστα έργα και ελαττώματα των κακών ανθρώπων. Μηδέ να ζηλεύσης τας πορείας της ζωής των. |
|
Παρ. 3,32 |
ἀκάθαρτος γὰρ ἔναντι Κυρίου πᾶς παράνομος, ἐν δὲ δικαίοις οὐ συνεδριάζει. |
Παρ. 3,32 |
Διότι ενώπιον του Κυρίου είναι ακάθαρτος κάθε παράνομος. Δι αυτό και δεν ευχαριστείται αυτός εις την συντροφιάν των δικαίων. |
|
Παρ. 3,33 |
κατάρα Θεοῦ ἐν οἴκοις ἀσεβῶν, ἐπαύλεις δὲ δικαίων εὐλογοῦνται. |
Παρ. 3,33 |
Η κατάρα του Θεού είναι πάντοτε μέσα εις τα μέγαρα των ασεβών, ενώ τα αγροτικά και πτωχά σπίτια των δικαίων ευλογούνται από τον Κυριον. |
|
Παρ. 3,34 |
Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσιν χάριν. |
Παρ. 3,34 |
Ο Κυριος αντιτάσσεται εναντίον των υπερηφάνων, εις δε τους ταπεινούς δίδει την ευμένειαν και προστασίαν του. |
|
Παρ. 3,35 |
δόξαν σοφοὶ κληρονομήσουσιν, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ὕψωσαν ἀτιμίαν. |
Παρ. 3,35 |
Οι κατά Θεόν σοφοί θα κληρονομήσουν και θα αποκτήσουν δόξαν παρά Θεού και ανθρώπων. Αντιθέτως όμως οι ασεβείς θα συσσωρεύσουν εις βάρος των φανερόν τον εξευτελισμόν και την καταισχύνην. |
|
Κεφάλαιο 4ο |
Παρ. 4,1 |
Ἀκούσατε, παῖδες, παιδείαν πατρὸς καὶ προσέχετε γνῶναι ἔννοιαν· |
Παρ. 4,1 |
Παιδιά μου, ακούστε με προσοχήν την διδασκαλίαν του πατρός σας και προσέχετε, ώστε να εννοήτε το ορθόν εις κάθε πτερίστασιν. |
|
Παρ. 4,2 |
δῶρον γὰρ ἀγαθὸν δωροῦμαι ὑμῖν, τὸν ἐμὸν νόμον μὴ ἐγκαταλίπητε. |
Παρ. 4,2 |
Διότι εγώ χαρίζω πνευματικήν δωρεάν και εντολήν, κατ' εξοχήν ωφέλιμον εις σας· να μη αφήσετε ποτε τον θείον νόμον. |
|
Παρ. 4,3 |
υἱὸς γὰρ ἐγενόμην κἀγὼ πατρὶ ὑπήκοος καὶ ἀγαπώμενος ἐν προσώπῳ μητρός, |
Παρ. 4,3 |
Διότι και εγώ ήμουνα, κάποτε παιδί υπάκουον στον πατέρα μου και αγαπητόν εις την μητέρα μου. |
|
Παρ. 4,4 |
οἳ ἐδίδασκόν με καὶ ἔλεγον· ἐρειδέτω ὁ ἡμέτερος λόγος εἰς σὴν καρδίαν· φύλασσε ἐντολάς, μὴ ἐπιλάθῃ |
Παρ. 4,4 |
Αυτοί οι γονείς μου με εδίδασκαν και με συνεβούλευαν. “Ας εντυπωθή ο λόγος μας εις την καρδίαν σου. Φυλασσε πάντοτε τας εντολάς του Θεού. Μη τας λησμονήσης ποτέ. |
|
Παρ. 4,5 |
μηδὲ παρίδῃς ῥῆσιν ἐμοῦ στόματος, |
Παρ. 4,5 |
Μη παραβλέψης και μη αδιαφορήσης εις τα στοργικά λόγια του στόματος εμού του πατρός σου. |
|
Παρ. 4,6 |
μηδὲ ἐγκαταλίπῃς αὐτήν, καὶ ἀνθέξεταί σου· ἐράσθητι αὐτῆς, καὶ τηρήσει σε· |
Παρ. 4,6 |
Μη εγκαταλείψης ποτέ αυτήν την διδασκαλίαν μου και αυτή θα σε υποστηρίξη, ώστε να μη πέσης. Αγάπησε με πάθος αυτήν και αυτή θα σε προφυλάξη από πτώσεις και κινδύνους. |
|
Παρ. 4,8 |
περιχαράκωσον αὐτήν, καὶ ὑψώσει σε· τίμησον αὐτήν, ἵνα σε περιλάβῃ, |
Παρ. 4,8 |
Περιφρούρησέ την, κράτησέ την ανόθευτον και ασφαλή και αυτή θα σε δοξάση. Τιμησέ την και αυτή θα σε περιλάβη εις την αγκάλην της με στοργήν, |
|
Παρ. 4,9 |
ἵνα δῷ τῇ σῇ κεφαλῇ στέφανον χαρίτων, στεφάνῳ δὲ τρυφῆς ὑπερασπίσῃ σου. |
Παρ. 4,9 |
δια να χαρίση στο κεφάλι σου στέφανον από χάριτας και αρετάς. Αυτό δε το στεφάνι, θα είναι χαρά και ευχαρίστησις δια σέ, θα σε υπερασπίζη και θα σε προστατεύη εις όλην σου την ζωήν”. |
|
Παρ. 4,10 |
Ἄκουε, υἱέ, καὶ δέξαι ἐμοὺς λόγους, καὶ πληθυνθήσεται ἔτη ζωῆς σου, ἵνα σοι γένωνται πολλαὶ ὁδοὶ βίου· |
Παρ. 4,10 |
Και η σοφία προσθέτει· Ακουσε, παιδί μου, και δέξαι τα λόγια μου και τα έτη της ζωής σου θα πληθυνθούν. Θα ανοιχθούν δε ενώπιόν σου πολλοί δρόμοι, τρόποι ζωής ευτυχισμένης και ειρηνικής. |
|
Παρ. 4,11 |
ὁδοὺς γὰρ σοφίας διδάσκω σε, ἐμβιβάζω δέ σε τροχιαῖς ὀρθαῖς. |
Παρ. 4,11 |
Διότι εγώ θα σε διδάξω σοφούς τρόπους και πορείας της ζωής σου και θα σε βάζω να προχωρής πάντοτε εις δρόμους ευθείς, ομαλούς και ασφαλείς. |
|
Παρ. 4,12 |
ἐὰν γὰρ πορεύῃ, οὐ συγκλεισθήσεταί σου τὰ διαβήματα, ἐὰν δὲ τρέχῃς οὐ κοπιάσεις. |
Παρ. 4,12 |
Οταν δε προχωρής ετσι εις την ζωήν σου, δεν θα εμποδίζωνται τα βήματά σου, θα βαδίζης με άνεσιν. Εάν δε και τρέχης εις υπερπήδησιν εμποδίων, δεν θα κοπιάσης. |
|
Παρ. 4,13 |
ἐπιλαβοῦ ἐμῆς παιδείας, μὴ ἀφῇς, ἀλλὰ φύλαξον αὐτὴν σεαυτῷ εἰς ζωήν σου. |
Παρ. 4,13 |
Κράτησε καλά και κάμε κτήμα σου την ιδικήν μου παιδαγωγίαν και μη την αφήσης, αλλά φύλαξέ την προς το συμφέρον σου, δια να έχης μακράν και ευτυχισμένην ζωήν. |
|
Παρ. 4,14 |
ὁδοὺς ἀσεβῶν μὴ ἐπέλθῃς, μηδὲ ζηλώσῃς ὁδοὺς παρανόμων· |
Παρ. 4,14 |
Μη ακολουθήσης τους δρόμους και τους τρόπους της συμπεριφοράς των αμαρτωλών, ούτε να ζηλέψης τας οδούς των παρανόμων. |
|
Παρ. 4,15 |
ἐν ᾧ ἂν τόπῳ στρατοπεδεύσωσι, μὴ ἐπέλθῃς ἐκεῖ, ἔκκλινον δὲ ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ παράλλαξον. |
Παρ. 4,15 |
Μη μεταβής εις τόπον, όπου αυτοί θα κατασκηνώσουν, αλλά λοξοδρόμησε μακράν από αυτούς και στρέψε αλλού την πορείαν της ζωής σου. |
|
Παρ. 4,16 |
οὐ γὰρ μὴ ὑπνώσωσιν, ἐὰν μὴ κακοποιήσωσιν, ἀφῄρηται ὁ ὕπνος αὐτῶν, καὶ οὐ κοιμῶνται· |
Παρ. 4,16 |
Διότι οι ασεβείς δεν θα κλείσουν μάτι, εάν δεν κάμουν το κακόν. Εξ αιτίας των ελέγχων της συνειδήσεώς των και της νοσηράς επιθυμίας των δια το κακόν, ο ύπνος έχει χαθή από αυτούς και δεν κοιμώνται. |
|
Παρ. 4,17 |
οἵδε γὰρ σιτοῦνται σῖτα ἀσεβείας, οἴνῳ δὲ παρανόμῳ μεθύσκονται. |
Παρ. 4,17 |
Διότι αυτοί τρώγουν τροφός, τας οποίας απέκτησαν μα αδικίας, και μεθύουν με κρασί, το οποίον επήραν με τας παρανομίας των. |
|
Παρ. 4,18 |
αἱ δὲ ὁδοὶ τῶν δικαίων ὁμοίως φωτὶ λάμπουσι, προπορεύονται καὶ φωτίζουσιν, ἕως κατορθώσῃ ἡ ἡμέρα· |
Παρ. 4,18 |
Εξ αντιθέτου όμως η ζωή και η συμπεριφορά των δικαίων και εναρέτων ανθρώπων είναι ολόλαμπρος ωσάν το φως. Βαδίζουν εμπρός οι δίκαιοι και φωτίζουν με το παράδειγμά των και με τα λόγια των πάντοτε, έως ότου έλθη η ημέρα της πλήρους λαμπρότητος και δόξης των. |
|
Παρ. 4,19 |
αἱ δὲ ὁδοὶ τῶν ἀσεβῶν σκοτειναί, οὐκ οἴδασι πῶς προσκόπτουσιν. |
Παρ. 4,19 |
Οι δρόμοι όμως και η συμπεριφορά των ασεβών είναι σκοτεινοί και σκοντάπτουν αυτοί συνεχώς, χωρίς και οι ίδιοι να καταλάβουν πως. |
|
Παρ. 4,20 |
Υἱέ, ἐμῇ ῥήσει πρόσεχε, τοῖς δὲ ἐμοῖς λόγοις παράβαλλε σὸν οὖς, |
Παρ. 4,20 |
Παιδί μου, πρόσεχε εις τα λόγια μου. Πλησίασε και βάλε το αυτί σου κοντά στους λόγους μου, |
|
Παρ. 4,21 |
ὅπως μὴ ἐκλίπωσί σε αἱ πηγαί σου, φύλασσε αὐτὰς ἐν καρδίᾳ· |
Παρ. 4,21 |
δια να μη στειρεύσουν και χαθούν αι ζωογόνοι αυταί των λόγων μου πηγαί σου, φύλαξε αυτάς, ως πολύτιμον θησαυρόν, εις την καρδίαν σου, |
|
Παρ. 4,22 |
ζωὴ γάρ ἐστι τοῖς εὑρίσκουσιν αὐτὰς καὶ πάσῃ σαρκὶ ἴασις. |
Παρ. 4,22 |
διότι αι ζωογόνοι αυταί πηγαί της θείας αληθείας και σοφίας γίνονται αιτία ευτυχισμένης ζωής εις εκείνους, που τας ευρίσκουν, και αποβαίνουν δια πάντα άνθρωπον ριζική και αποτελεσματική θεραπεία από κάθε κακόν. |
|
Παρ. 4,23 |
πάσῃ φυλακῇ τήρει σὴν καρδίαν, ἐκ γὰρ τούτων ἔξοδοι ζωῆς. |
Παρ. 4,23 |
Με κάθε προσοχήν και επαγρύπνησιν φύλαττε την καρδίαν σου, διότι από το περιεχόμενόν της αναβλύζουν τρόποι ζωής. |
|
Παρ. 4,24 |
περίελε σεαυτοῦ σκολιὸν στόμα καὶ ἄδικα χείλη μακρὰν ἀπὸ σοῦ ἄπωσαι. |
Παρ. 4,24 |
Αφαίρεσε και πέταξε από τον εαυτόν σου το δόλιον και διεστραμμένον στόμα. Πέταξε μακρυά από σε τα χείλη, που λαλούν αδικίας εναντίον των άλλων. |
|
Παρ. 4,25 |
οἱ ὀφθαλμοί σου ὀρθὰ βλεπέτωσαν, τὰ δὲ βλέφαρά σου νευέτω δίκαια. |
Παρ. 4,25 |
Τα μάτια σου ας βλέπουν πάντοτε το ορθόν και δίκαιον και αυτά ακόμη τα νεύματα των βλεφάρων σου ας είναι δίκαια. |
|
Παρ. 4,26 |
ὀρθὰς τροχιὰς ποίει σοῖς ποσὶ καὶ τὰς ὁδούς σου κατεύθυνε. |
Παρ. 4,26 |
Ευθείς και φωτισμένους κάμε τους δρόμους, στους οποίους βαδίζουν τα πόδια σου, και ευθείας να έχης πάντοτε τας πορείας της ζωής σου. |
|
Παρ. 4,27 |
μὴ ἐκκλίνῃς εἰς τὰ δεξιὰ μηδὲ εἰς τὰ ἀριστερά, ἀπόστρεψον δὲ σὸν πόδα ἀπὸ ὁδοῦ κακῆς· ὁδοὺς γὰρ τὰς ἐκ δεξιῶν οἶδεν ὁ Θεός, διεστραμμέναι δέ εἰσιν αἱ ἐξ ἀριστερῶν· αὐτὸς δὲ ὀρθὰς ποιήσει τὰς τροχιάς σου, τὰς δὲ πορείας σου ἐν εἰρήνῃ προάξει. |
Παρ. 4,27 |
Μη παρεκκλίνης ούτε εις τα δεξιά ούτε εις τα αριστερά. Αλλά βάδιζε την ευθείαν οδόν. Απομάκρυνε δε τα πόδια σου από τον δρόμον του κακού. Διότι ο Κυριος και Θεός γνωρίζει και επιδοκιμάζει μόνον τας δεξιάς, τας ευθείας και αγαθάς οδούς. Αι δε προς τα αριστερά οδοί είναι διεστραμμέναι. Αυτός ούτος ο Κυριος θα χαράξη ευθείας οδούς ενώπιόν σου, θα σε βοηθήση να τας ακολουθήσης και θα σε οδηγή εν ειρήνη στους δρόμους της ζωής σου. |
|
Κεφάλαιο 5ο |
Παρ. 5,1 |
Υἱέ, ἐμῇ σοφίᾳ πρόσεχε, ἐμοῖς δὲ λόγοις παράβαλλε σὸν οὗς, |
Παρ. 5,1 |
Παιδί μου, δώσε προσοχήν εις τας ίδικάς μου σοφάς συμβουλάς. Κλίνε και τέντωσε το αυτί σου εις τα λόγια μου, |
|
Παρ. 5,2 |
ἵνα φυλάξῃς ἔννοιαν ἀγαθήν· αἴσθησις δὲ ἐμῶν χειλέων ἐντέλλεταί σοι. |
Παρ. 5,2 |
δια να πάρης έτσι και διατηρήσης ορθήν και ωφέλιμον γνώσιν. Η ορθή και ωφέλιμος αυτή γνώσις, που εξέρχεται από τα χείλη μου, σου δίδει την εντολήν· |
|
Παρ. 5,3 |
μὴ πρόσεχε φαύλῃ γυναικί· μέλι γὰρ ἀποστάζει ἀπὸ χειλέων γυναικὸς πόρνης, ἣ πρὸς καιρὸν λιπαίνει σὸν φάρυγγα, |
Παρ. 5,3 |
Μη δίδης προσοχήν εις φαύλην και ανήθικον γυναίκα, διότι από τα δόλια χείλη της πόρνης γυναικός στάζει μέλι, το οποίον προς στιγμήν μόνον γλυκαίνει τον φάρυγγά σου· |
|
Παρ. 5,4 |
ὕστερον μέντοι πικρότερον χολῆς εὑρήσεις καὶ ἠκονημένον μᾶλλον μαχαίρας διστόμου. |
Παρ. 5,4 |
έπειτα όμως θα εύρης αυτό πικρότερον από την χολήν και ακονισμένον περισσότερον από δίκοπον μαχαίρι, ώστε να σφάζη τους ασυνέτους. |
|
Παρ. 5,5 |
τῆς γὰρ ἀφροσύνης οἱ πόδες κατάγουσι τοὺς χρωμένους αὐτῇ μετὰ θανάτου εἰς τὸν ᾅδην, τὰ δὲ ἴχνη αὐτῆς οὐκ ἐρείδεται· |
Παρ. 5,5 |
Διότι τα πόδια των αφρόνων εκείνων, οι οποίοι συγχρωτίζονται με την γυναίκα αυτήν, τους οδηγούν στον θάνατον και στον άδην. Τα βήματά των δεν είναι ασφαλή, αλλά διαρκώς γλυστρούν στον κατήφορον του κακού. |
|
Παρ. 5,6 |
ὁδοὺς γὰρ ζωῆς οὐκ ἐπέρχεται, σφαλεραὶ δὲ αἱ τροχιαὶ αὐτῆς καὶ οὐκ εὔγνωστοι. |
Παρ. 5,6 |
Διότι η αφροσύνη δεν ακολουθεί και δεν οδηγεί εις δρόμους ζωής και σωτηρίας. Τα δε μονοπάτια της είναι εις εσφαλμένας κατευθύνσεις, δυσδιάκριτα δε από εκείνους, που τα ακολουθούν. |
|
Παρ. 5,7 |
νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ μὴ ἀκύρους ποιήσῃς ἐμοὺς λόγους. |
Παρ. 5,7 |
Συ, λοιπόν, παιδί μου, άκουσε τώρα τας σύμβουλάς μου· μη θεωρήσης και μη καταφρονήσης ως αναξίους προσοχής και σημασίας τους λόγους μου. |
|
Παρ. 5,8 |
μακρὰν ποίησον ἀπ᾿ αὐτῆς σὴν ὁδόν, μὴ ἐγγίσῃς πρὸς θύραις οἴκων αὐτῆς, |
Παρ. 5,8 |
Απομάκρυνε από την πονηράν αυτήν γυναίκα την πορείαν σου. Μη πλησίασης ποτέ εις τας θύρας του οίκου της, |
|
Παρ. 5,9 |
ἵνα μὴ πρόῃ ἄλλοις ζωήν σου καὶ σὸν βίον ἀνελεήμοσιν· |
Παρ. 5,9 |
δια να μη παραδώσης την ζωήν σου εις ξένους και την περιουσίαν σου εις τα χέρια ασπλάγχνων. |
|
Παρ. 5,10 |
ἵνα μὴ πλησθῶσιν ἀλλότριοι σῆς ἰσχύος, οἱ δὲ σοὶ πόνοι εἰς οἴκους ἀλλοτρίων ἔλθωσι |
Παρ. 5,10 |
Δια να μη πλουτήσουν και χορτάσουν ξένοι από την ιδικήν σου δύναμιν και να μη περιέλθουν οι καρποί των κόπων σου εις οίκον ξένων ανθρώπων. |
|
Παρ. 5,11 |
καὶ μεταμεληθήσῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων, ἡνίκα ἂν κατατριβῶσι σάρκες σώματός σου, |
Παρ. 5,11 |
Και δια να μη μεταμεληθής ανωφελώς στο τέλος της ζωής σου, όταν πλέον θα έχουν κατατριβή και φθαρή αι σάρκες του σώματός σου από την παραστρατημένην ζωήν. |
|
Παρ. 5,12 |
καὶ ἐρεῖς· πῶς ἐμίσησα παιδείαν, καὶ ἐλέγχους ἐξέκλινεν ἡ καρδία μου; |
Παρ. 5,12 |
Και θα ευρεθής τότε εις την ανάγκην να είπης· “πως εμίσησα την παιδαγωγίαν του Κυρίου και η καρδία μου παρεξέκλινεν από τους δικαίους και σωτηρίους ελέγχους; |
|
Παρ. 5,13 |
οὐκ ἤκουον φωνὴν παιδεύοντός με καὶ διδάσκοντός με, οὐδὲ παρέβαλλον τὸ οὖς μου· |
Παρ. 5,13 |
Δεν ήκουα και δεν υπήκουα εις την φωνήν του παιδαγωγού μου και του διδασκάλου μου. Δεν έκλινα και δεν επλησίαζα το αυτί μου εις τας συμβουλάς του. |
|
Παρ. 5,14 |
παρ᾿ ὀλίγον ἐγενόμην ἐν παντὶ κακῷ ἐν μέσῳ ἐκκλησίας καὶ συναγωγῆς. |
Παρ. 5,14 |
Ολίγον έλλειψε να φθάσω εις την πληρότητα όλων των κακών, να εκτεθώ εις την αποδοκιμασίαν ενώπιον συναθροίσεως πολλού λαού,εν μέσω συναγωγής ανθρώπων”! |
|
Παρ. 5,15 |
πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς. |
Παρ. 5,15 |
Παιδί μου, πίνε νερό από τα ιδικά σου δοχεία και από το νερό, που βγαίνει από το ιδικόν σου φρέαρ. Ζήσε την ζωήν σου με σωφροσύνην με την νόμιμον σύζυγόν σου. |
|
Παρ. 5,16 |
μὴ ὑπερεκχείσθω σοι ὕδατα ἐκ τῆς σῆς πηγῆς, εἰς δὲ σὰς πλατείας διαπορευέσθω τὰ σὰ ὕδατα· |
Παρ. 5,16 |
Ας μη υπερεκχειλίζουν και χύνωνται τα νερά της ιδικής σου πηγής εις ξένας περιοχάς, αλλά εις τας ιδικάς σου πλατείας ας περνούν και ας ποτίζουν τα νερά σου. Μη τρέχης εις ξένας γυναίκας, αλλά απόλαυσε την χαράν της ζωής σου στο σπίτι σου με την νόμιμον σύζυγόν σου. |
|
Παρ. 5,17 |
ἔστω σοι μόνῳ ὑπάρχοντα, καὶ μηδεὶς ἀλλότριος μετασχέτω σοι· |
Παρ. 5,17 |
Τα υπάρχοντά σου ας ανήκουν εις σε και μόνον, κανένας δε άλλος ας μη γίνεται μέτοχος των αγαθών της οικογενειακής σου ζωής. Πρόσεχε να μη σε εκμεταλλεύωνται φαύλαι γυναίκες και πονηροί άνθρωποι. |
|
Παρ. 5,18 |
ἡ πηγή σου τοῦ ὕδατος ἔστω σοι ἰδία, καὶ συνευφραίνου μετὰ γυναικὸς τῆς ἐκ νεότητός σου. |
Παρ. 5,18 |
Η πηγή του νερού σου ας ανήκη εις σε και μόνον και να ευφραίνεσαι με την γυναίκα, που επήρες ως σύζυγον εκ νεότητός σου. |
|
Παρ. 5,19 |
ἔλαφος φιλίας καὶ πῶλος σῶν χαρίτων ὁμιλείτω σοι· ἡ δὲ ἰδία ἡγείσθω σου καὶ συνέστω σοι ἐν παντὶ καιρῷ, ἐν γὰρ τῇ ταύτης φιλίᾳ συμπεριφερόμενος πολλοστὸς ἔσῃ. |
Παρ. 5,19 |
Ως προς αξιαγάπητον έλαφον και χαριτωμένον πουλαράκι ας είναι η αγάπη σου και η αναστροφή σου προς αυτήν. Αυτήν και μόνην να θεωρής ανωτέραν από οιανδήποτε άλλην και ας είναι μαζή σου εις όλας τας περιστάσστου βίου σου, διότι ζων με τον σύνδεσμον της αγάπης σου προς αυτήν, θα γίνης μέγας και ευτυχής. |
|
Παρ. 5,20 |
μὴ πολὺς ἴσθι πρὸς ἀλλοτρίαν, μηδὲ συνέχου ἀγκάλαις τῆς μὴ ἰδίας· |
Παρ. 5,20 |
Μη συναναστρέφεσαι και μη υποδουλώνεσαι εις άλλην γυναίκα, μη καταδεχθής να σε σφίγγουν αι αγκάλαι γυναικός, που δεν σου ανήκει. |
|
Παρ. 5,21 |
ἐνώπιον γάρ εἰσι τῶν τοῦ Θεοῦ ὀφθαλμῶν ὁδοὶ ἀνδρός, εἰς δὲ πάσας τὰς τροχιὰς αὐτοῦ σκοπεύει. |
Παρ. 5,21 |
Διότι όλαι αι πράξεις και οι δρόμοι της ζωής του κάθε ανδρός ευρίσκονται ολοφάνεροι ενώπιον των οφθαλμών του Θεού. Ο Θεός παρατηρεί με ακρίβειαν όλας τας ενεργείας του κάθε ανθρώπου. |
|
Παρ. 5,22 |
παρανομίαι ἄνδρα ἀγρεύουσι, σειραῖς δὲ τῶν ἑαυτοῦ ἁμαρτιῶν ἕκαστος σφίγγεται· |
Παρ. 5,22 |
Αι παρανομίαι παγιδεύουν και συλλαμβάνουν, σαν μέσα σε δίκτυον, τον κακόν άνδρα. Καθε δε πονηρός άνθρωπος περισφίγγεται συνεχώς από τας επαναλαμβανομένας αμαρτίας του, αι οποίαι καταντούν δι' αυτόν τυραννικόν πάθος. |
|
Παρ. 5,23 |
οὗτος τελευτᾷ μετὰ ἀπαιδεύτων, ἐκ δὲ πλήθους τῆς ἑαυτοῦ βιότητος ἐξεῤῥίφη καὶ ἀπώλετο δι᾿ ἀφροσύνην. |
Παρ. 5,23 |
Ο ανήθικος θα αποθάνη και θα συγκαταταχθή με τους ακαλλιεργήτους ψυχικώς ανθρώπους. Εξ αιτίας δε του πλήθους των σφαλμάτων της εξάλλου ζωής του ερρίφθη έξω από την μακαρίαν ζωήν και εχάθηκε δια την αφροσύνην του. |
|
Κεφάλαιο 6ο |
Παρ. 6,1 |
Υἱέ, ἐὰν ἐγγυήσῃ σὸν φίλον, παραδώσεις σὴν χεῖρα ἐχθρῷ· |
Παρ. 6,1 |
Παιδί μου, εάν δώσης εγγύησιν δια κάποιο χρέος φίλου σου η γνωστού σου, θα δώσης το χέρι σου στον εχθρόν σου, δια να σε πιάση. |
|
Παρ. 6,2 |
παγὶς γὰρ ἰσχυρὰ ἀνδρὶ τὰ ἴδια χείλη, καὶ ἁλίσκεται χείλεσιν ἰδίου στόματος. |
Παρ. 6,2 |
Διότι παγίδα τρομερά γίνεται στον άνθρωπον το δικό του το στόμα, με το οποίον έδωσε την εγγύησιν. Πιάνεται δε εις την παγίδα αυτήν με τα χείλη του, τα οποία έδωσαν την υπόσχεσιν. |
|
Παρ. 6,3 |
ποίει, υἱέ, ἃ ἐγώ σοι ἐντέλλομαι, καὶ σώζου· ἥκεις γὰρ εἰς χεῖρας κακῶν διὰ σὸν φίλον. ἴσθι μὴ ἐκλυόμενος, παρόξυνε δὲ καὶ τὸν φίλον σου, ὃν ἐνεγγυήσω. |
Παρ. 6,3 |
Πράττε, παιδί μου, αυτά, που εγώ σου παραγγέλλω, και έτσι θα σώζης τον εαυτόν σου. Διότι άλλως θα έχης πέσει εις τα χέρια κακοποιών εξ αιτίας της εγγυήσεως, που έδωσες δια τον φίλον σου. Μη χάνης όμως το θάρρος σου και μη παραλύης εξ αιτίας της ακρίτου εγγυήσεώς σου, αλλά να ενοχλής διαρκώς δια το χρέος τον φίλον σου, δια τον οποίον συ έδωσες εγγύησιν. |
|
Παρ. 6,4 |
μὴ δῷς ὕπνον σοῖς ὄμμασι, μηδὲ ἐπινυστάξῃς σοῖς βλεφάροις, |
Παρ. 6,4 |
Μη δώσης ύπνον εις τα μάτια σου, ούτε να νυστάξουν και κλείσουν τα βλέφαρά σου, να μη ησυχάσης έως ότου απαλλαγής από την εγγύησιν αυτήν · |
|
Παρ. 6,5 |
ἵνα σώζῃ ὥσπερ δορκὰς ἐκ βρόχων καὶ ὥσπερ ὄρνεον ἐκ παγίδος. |
Παρ. 6,5 |
δια να γλυτώσης έτσι, όπως η δορκάς γλυτώνει με την οξυδέρκειάν της από τους βρόχους, όπως το πουλί πετά ψηλά και σώζεται από την παγίδα. |
|
Παρ. 6,6 |
Ἴθι πρὸς τὸν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καὶ ζήλωσον ἰδὼν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος· |
Παρ. 6,6 |
Συ δέ, ω οκνηρέ άνθρωπε, πήγαινε στον μύρμηκα και, αφού ίδης τους τρόπους της ζωής του και την εργατικότητά του, να του ζηλεύσης και να του μιμηθής την εργατικότητα. Μάλλον δε συ, ο λογικός άνθρωπος, να γίνης περισσότερον από εκείνον εργατικός. |
|
Παρ. 6,7 |
ἐκείνῳ γὰρ γεωργίου μὴ ὑπάρχοντος, μηδὲ τὸν ἀναγκάζοντα ἔχων, μηδὲ ὑπὸ δεσπότην ὤν, |
Παρ. 6,7 |
Διότι στον μύρμηκα μολονότι δεν υπάρχουν χωράφια προς καλλιέργειαν και δεν έχει κανένα, που να τον εξαναγκάζη προς εργασίαν, και δεν ευρίσκεται υπό τας διαταγάς αυθέντου, |
|
Παρ. 6,8 |
ἑτοιμάζεται θέρους τὴν τροφὴν πολλήν τε ἐν τῷ ἀμητῷ ποιεῖται τὴν παράθεσιν. |
Παρ. 6,8 |
εν τούτοις ετοιμάζει κατά το διάστημα του θέρους την τροφήν δι' όλον το έτος. Και κατά την εποχήν του θερισμού κάμνει μεγάλην εναποθήκευσιν τροφών. |
|
Παρ. 6,8α |
ἢ πορεύθητι πρὸς τὴν μέλισσαν καὶ μάθε ὡς ἐργάτις ἐστὶ τήν τε ἐργασίαν ὡς σεμνὴν ποιεῖται· |
Παρ. 6,8α |
Η πήγαινε προς την μέλισσαν και μάθε, πόσον εργατική και φιλόπονος είναι και πόσην μεγάλην σημασίαν και τιμήν αποδίδει εις την εργασίαν. |
|
Παρ. 6,8β |
ἦς τοὺς πόνους βασιλεῖς καὶ ἰδιῶται πρὸς ὑγίειαν προσφέρονται· ποθεινὴ δέ ἐστι πᾶσι καὶ ἐπίδοξος· |
Παρ. 6,8β |
Της μελίσσης τους κόπους, δηλαδή το μέλι, βασιλείς και ιδιώται το τρώγουν ευχαρίστως ως προσφερόμενον και εις εξυπηρέτησιν της υγείας των. Είναι δε η μέλισσα εις όλους προσφιλής και τιμημένη. |
|
Παρ. 6,8γ |
καί περ οὖσα τῇ ῥώμῃ ἀσθενής, τὴν σοφίαν τιμήσασα προήχθη. |
Παρ. 6,8γ |
Αν και κατά την σωματικήν δύναμιν και αντοχήν είναι ασθενής, εν τούτοις ετιμήθη και εδοξάσθη, διότι επροτίμησε την με τόσην σοφίαν επιτελουμένην εργασίαν της. |
|
Παρ. 6,9 |
ἕως τίνος, ὀκνηρέ, κατάκεισαι; πότε δὲ ἐξ ὕπνου ἐγερθήσῃ; |
Παρ. 6,9 |
Εως πότε, ω οκνηρέ, θα κατάκεισαι ξαπλωμένος στο κρεββάτι; Εως πότε θα κοιμάσαι; Ποτε δε θα σηκωθής από τον ύπνον σου; |
|
Παρ. 6,10 |
ὀλίγον μὲν ὑπνοῖς, ὀλίγον δὲ κάθησαι, μικρὸν δὲ νυστάζεις, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζῃ χερσὶ στήθη· |
Παρ. 6,10 |
Ολίγην ώραν κοιμάσαι, ολίγην ώραν νυστάζεις, ολίγον αγκαλιάζεις τα στήθη σου με σταυρωμένα τα χέρια σου. |
|
Παρ. 6,11 |
εἶτ᾿ ἐμπαραγίνεταί σοι ὥσπερ κακὸς ὁδοιπόρος ἡ πενία καὶ ἡ ἔνδεια ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς. |
Παρ. 6,11 |
Και μένεις έτσι αργός και ράθυμος. Επειτα δε από την ράθυμον αυτήν ζωήν, θα έλθη κοντά σου και θα σε ακολουθήση ως κακός συνοδοιπόρος η φτώχεια· η δε ανέχεια ως γρήγορος δρομεύς θα σε συνοδεύη εις την ζωήν σου. |
|
Παρ. 6,11α |
ἐὰν δὲ ἄοκνος ᾖς, ἥξει ὥσπερ πηγὴ ὁ ἀμητός σου, ἡ δὲ ἔνδεια ὥσπερ κακὸς δρομεὺς ἀπαυτομολήσει. |
Παρ. 6,11α |
Εάν όμως είσαι εργατικός, ο θερισμός σου θα είναι πλούσιος ως αστείρευτος πηγή ύδατος. Η δε φτώχεια και η δυστυχία σαν κακός και ανεπιθύμητος πλέον συνοδοιπόρος θα δραπετεύση και θα φύγη από κοντά σου. |
|
Παρ. 6,12 |
Ἀνὴρ ἄφρων καὶ παράνομος πορεύεται ὁδοὺς οὐκ ἀγαθάς· |
Παρ. 6,12 |
Ο ασύνετος και παράνομος άνθρωπος δεν βαδίζει εις δρόμους καλούς, δεν ζη και δεν συμπεριφέρεται ορθώς. |
|
Παρ. 6,13 |
ὁ δ᾿ αὐτὸς ἐννεύει ὀφθαλμῷ, σημαίνει δὲ ποδί, διδάσκει δὲ ἐννεύμασι δακτύλων. |
Παρ. 6,13 |
Αυτός κάνει δόλια νοήματα με τα μάτια, σημάδια με τα πόδια του και με τα κινήματα των δακτύλων του· συνεννοείται και δίνει κατευθύνσεις προς το κακόν εις κακούς ανθρώπους. |
|
Παρ. 6,14 |
διεστραμμένῃ καρδίᾳ τεκταίνεται κακά, ἐν παντὶ καιρῷ ὁ τοιοῦτος ταραχὰς συνίστησι πόλει. |
Παρ. 6,14 |
Διεστραμμένη από το κακόν καρδία σχεδιάζει πάντοτε κακά εις βάρος των άλλων. Και εις κάθε έποχην ο άνθρωπος αυτός προκαλεί και δημιουργεί ταραχάς εις την πόλιν. |
|
Παρ. 6,15 |
διὰ τοῦτο ἐξαπίνης ἔρχεται ἡ ἀπώλεια αὐτοῦ, διακοπὴ καὶ συντριβὴ ἀνίατος· |
Παρ. 6,15 |
Δια τούτο δε επέρχεται εναντίον του εκ μέρους του Θεού ξαφνική η καταστροφή του. Αυτή δε η κατάπτωσις και συντριβή του θα είναι αθεράπευτος. |
|
Παρ. 6,16 |
ὅτι χαίρει πᾶσιν, οἷς μισεῖ ὁ Θεός, συντρίβεται δὲ δι᾿ ἀκαθαρσίαν ψυχῆς. |
Παρ. 6,16 |
Διότι αυτός χαίρει δι' όλα εκείνα, τα οποία μισεί ο Θεός. Παραλύει όμως και συντρίβεται εξ αιτίας της αμαρτωλής και ακαθάρτου ψυχής του. |
|
Παρ. 6,17 |
ὀφθαλμὸς ὑβριστοῦ, γλῶσσα ἄδικος, χεῖρες ἐκχέουσαι αἷμα δικαίου |
Παρ. 6,17 |
Αυτός έχει βλέμμα αλαζονικόν, γλώσσαν που εκτοξεύει αδίκους λόγους, χέρια που χύνουν το αίμα του δικαίου· |
|
Παρ. 6,18 |
καὶ καρδία τεκταινομένη λογισμοὺς κακοὺς καὶ πόδες ἐπισπεύδοντες κακοποιεῖν. |
Παρ. 6,18 |
πονηρόν νουν και καρδίαν, που σκέπτονται και σχεδιάζουν το κακόν, πόδια που τρέχουν γρήγορα, δια να διαπράξουν κάθε κακότητα. |
|
Παρ. 6,19 |
ἐκκαίει ψεύδη μάρτυς ἄδικος καὶ ἐπιπέμπει κρίσεις ἀνὰ μέσον ἀδελφῶν. |
Παρ. 6,19 |
Επινοεί και θέτει εις κυκλοφορίαν καυτερά ψεύδη ο ψευδομάρτυς εις τα δικαστήρια και ενσπείρει φιλονεικίας και διχονοίας μεταξύ αδελφών. |
|
Παρ. 6,20 |
Υἱέ, φύλασσε νόμους πατρός σου καὶ μὴ ἀπώσῃ θεσμοὺς μητρός σου· |
Παρ. 6,20 |
Παιδί μου, φύλασσε πάντοτε καλά σαν νόμους θείους, όσα ο πατέρας σου σου λέγει, και μη πετάξης και καταφρονήσης ποτέ τας συμβουλάς της μητρός σου. |
|
Παρ. 6,21 |
ἄφαψαι δὲ αὐτοὺς ἐπὶ σῇ ψυχῇ διαπαντὸς καὶ ἐγκλοίωσαι περὶ σῷ τραχήλῳ. |
Παρ. 6,21 |
Βαλε τους και κόλλησέ τους καλά μέσα εις την ψυχήν σου, για να μένουν πάντοτε, και σαν παντοτεινόν περιλαίμιον βάλε τους γύρω από τον τράχηλόν σου. |
|
Παρ. 6,22 |
ἡνίκα ἂν περιπατῇς, ἐπάγου αὐτὴν καὶ μετὰ σοῦ ἔστω· ὡς δ᾿ ἂν καθεύδῃς, φυλασσέτω σε, ἵνα ἐγειρομένῳ συλλαλῇ σοι. |
Παρ. 6,22 |
Οταν περιπατή, φέρε μαζή σου την εντολήν των, και ας είναι μαζή σου ως διαρκής σύντροφός σου. Οταν θα κοιμάσαι, αυτή ας σε συμπαραστέκη, ώστε όταν θα σηκωθής από τον ύπνον σου, αυτή ας συνομιλή προς το καλόν μαζή σου. |
|
Παρ. 6,23 |
ὅτι λύχνος ἐντολὴ νόμου καὶ φῶς, ὁδὸς ζωῆς καὶ ἔλεγχος καὶ παιδεία |
Παρ. 6,23 |
Διότι αι θείαι εντολαί είναι λύχνος και φως δια τον άνθρωπον. Είναι δρόμος και τρόπος προς μίαν ειρηνικήν ζωήν, σωτήριος έλεγχος, αγαθή και ωφέλιμος παιδαγωγία, |
|
Παρ. 6,24 |
τοῦ διαφυλάσσειν σὲ ἀπὸ γυναικὸς ὑπάνδρου καὶ ἀπὸ διαβολῆς γλώσσης ἀλλοτρίας. |
Παρ. 6,24 |
δια να σε προφυλάσση από το δέλεαρ υπανδρευμένης γυναικός και από συκοφαντίας ξένης και εχθρικής γλώσσης. |
|
Παρ. 6,25 |
μή σε νικήσῃ κάλλους ἐπιθυμία, μηδὲ ἀγρευθῇς σοῖς ὀφθαλμοῖς, μηδὲ συναρπασθῇς ἀπὸ τῶν αὐτῆς βλεφάρων· |
Παρ. 6,25 |
Πρόσεχε να μη σε νικήση η επιθυμία γυναικείου κάλλους, δια να μη παγιδευθής και συλληφθής εις τα δίκτυα της παρανομίας με τα ίδια σου τα μάτια, ούτε να συναρπασθής από την χαυνότητα των ψιμυθιωμένων βλεφάρων της. |
|
Παρ. 6,26 |
τιμὴ γὰρ πόρνης ὅση καὶ ἑνὸς ἄρτου, γυνὴ δὲ ἀνδρῶν τιμίας ψυχὰς ἀγρεύει. |
Παρ. 6,26 |
Διότι η τιμή μιας πόρνης είναι μηδαμινή, όση και ενός άρτου. Η δε υπανδρευομένη φαύλη γυναίκα στήνει παγίδας, δια να συλλάβη και αποπλανήση εντίμους άνδρας. |
|
Παρ. 6,27 |
ἀποδήσει τις πῦρ ἐν κόλπῳ, τὰ δὲ ἱμάτια οὐ κατακαύσει; |
Παρ. 6,27 |
Είναι δυνατόν να σφίξη κανείς την φωτιάν εις την αγκάλην του, και να μη καύση τα ενδύματά του; |
|
Παρ. 6,28 |
ἢ περιπατήσει τις ἐπ᾿ ἀνθράκων πυρός, τοὺς δὲ πόδας οὐ κατακαύσει; |
Παρ. 6,28 |
Η είναι δυνατόν να περιπατήση επάνω εις αναμμένα κάρβουνα και να μη κατακαύση τα πόδια του; |
|
Παρ. 6,29 |
οὕτως ὁ εἰσελθὼν πρὸς γυναῖκα ὕπανδρον, οὐκ ἀθῳωθήσεται, οὐδὲ πᾶς ὁ ἁπτόμενος αὐτῆς. |
Παρ. 6,29 |
Ετσι και εκείνος, που θα έλθη εις σχέσεις με υπανδρευμένην γυναίκα, δεν θα θεωρηθή ποτέ αθώος και δεν θα μείνη ατιμώρητος. Και καθένας ο οποίος, έστω και αν απλώς την εγγίση, δεν θα μείνη βέβαια αμόλυντος. |
|
Παρ. 6,30 |
οὐ θαυμαστὸν ἐὰν ἁλῷ τις κλέπτων, κλέπτει γὰρ ἵνα ἐμπλήσῃ τὴν ψυχὴν πεινῶν· |
Παρ. 6,30 |
Δεν είναι καθόλου παράδοξον, να συλληφθή κανείς την ώραν που κλέπτει, διότι κλέπτει επειδή πεινά, δια να χορτάση την κοιλίαν του. |
|
Παρ. 6,31 |
ἐὰν δὲ ἁλῷ, ἀποτίσει ἑπταπλάσια καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ δοὺς ῥύσεται ἑαυτόν. |
Παρ. 6,31 |
Εάν δε και συλληφθή, θα πληρώση επτά φορές περισότερα εκείνων, που έκλεψε. Είναι δε διατεθειμένος εν ανάγκη και όλην του την περιουσίαν να δώση, δια να απαλλαγή από την τιμωρίαν |
|
Παρ. 6,32 |
ὁ δὲ μοιχὸς δι᾿ ἔνδειαν φρενῶν ἀπώλειαν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ περιποιεῖται, |
Παρ. 6,32 |
Ο μοιχός όμως, εξ αιτίας της αφροσύνης του, ετοιμάζει και επιφέρει καταστροφήν εις την ζωήν του. |
|
Παρ. 6,33 |
ὀδύνας τε καὶ ἀτιμίας ὑποφέρει, τὸ δὲ ὄνειδος αὐτοῦ οὐκ ἐξαλειφθήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. |
Παρ. 6,33 |
Θα υποφέρη πόνους και ευτελισμούς και ατιμώσεις. Η εντροπή δε και η καταισχύνη του δεν θα εξαλειφθή ποτέ στον αιώνα. |
|
Παρ. 6,34 |
μεστὸς γὰρ ζήλου θυμὸς ἀνδρὸς αὐτῆς· οὐ φείσεται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως, |
Παρ. 6,34 |
Διότι ο θυμός του ανδρός της μοιχαλίδος γυναικός θα είναι γεμάτος από ζηλότυπον εκδίκησιν εναντίον μοιχού. Δεν θα τον λυπηθή, όταν θα δικάζεται ενώπιον του δικαστηρίου. |
|
Παρ. 6,35 |
οὐκ ἀνταλλάξεται οὐδενὸς λύτρου τὴν ἔχθραν, οὐδὲ μὴ διαλυθῇ πολλῶν δώρων. |
Παρ. 6,35 |
Αδιάλλακτος εις την εχθρότητά του, με κανένα λύτρον δεν θα δεχθή να ανταλλάξη το εναντίον εκείνου μίσος του, ούτε να διαλύση την έχθραν, έστω και αν του προσφερθούν πολλά δώρα. |
|
Κεφάλαιο 27ο |
Παρ. 7,1 |
Υἱέ, φύλασσε ἐμοὺς λόγους, τὰς δὲ ἐμὰς ἐντολὰς κρύψον παρὰ σεαυτῷ. υἱέ, τίμα τὸν Κύριον, καὶ ἰσχύσεις, πλὴν δὲ αὐτοῦ μὴ φοβοῦ ἄλλον. |
Παρ. 7,1 |
Παιδί μου, φύλαττε τους λόγους μου, και κρύψε ως πολύτιμον θησαυρόν μέσα εις την καρδίαν σου τας εντολάς μου. Παιδί μου, να σέβεσαι τον Κυριον και θα απόκτησης έτσι δύναμιν. Εκτός δε από αυτόν μη φοβήσαι κανένα άλλον. |
|
Παρ. 7,2 |
φύλαξον ἐμὰς ἐντολάς, καὶ βιώσεις, τοὺς δὲ ἐμοὺς λόγους ὥσπερ κόρας ὀμμάτων· |
Παρ. 7,2 |
Φυλαττε τας εντολάς μου και θα ζήσης ειρηνικός και ασφαλής. Πρόσεξε δε και φύλαξε τα λόγιά μου, όπως προφυλάσσεις την κόρην των οφθαλμών σου. |
|
Παρ. 7,3 |
περίθου δὲ αὐτοὺς σοῖς δακτύλοις, ἐπίγραψον δὲ ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου. |
Παρ. 7,3 |
Φορεσέ τα ωσάν δακτυλίδια εις τα δάκτυλά σου. Γράψε τα εις όλον το πλάτος της καρδίας σου. |
|
Παρ. 7,4 |
εἶπον τὴν σοφίαν σὴν ἀδελφὴν εἶναι, τὴν δὲ φρόνησιν γνώριμον περιποίησαι σεαυτῷ· |
Παρ. 7,4 |
Ονόμασε την σοφίαν αδελφήν σου, και περίβαλε την με αδελφικήν αγάπην. Την δε σύνεσιν και ορθοφροσύνην κατάστησέ την στενήν γνώριμόν σου. Απόκτησέ την ως ιδικήν σου περιουσίαν, |
|
Παρ. 7,5 |
ἵνα σε τηρήσῃ ἀπὸ γυναικὸς ἀλλοτρίας καὶ πονηρᾶς, ἐάν σε λόγοις τοῖς πρὸς χάριν ἐμβάλληται. |
Παρ. 7,5 |
δια να σε προφυλάξη και σε διατηρήση καθαρόν από ξένην πονηράν και φαύλην γυναίκα, όταν αυτή με γλυκόλογα θα σου επιτίθεται. |
|
Παρ. 7,6 |
ἀπὸ γὰρ θυρίδος ἐκ τοῦ οἴκου αὐτῆς εἰς τὰς πλατείας παρακύπτουσα, |
Παρ. 7,6 |
Διότι αυτή σκύβει διαρκώς από το παράθυρον της οικίας της και παρατηρεί εις τας πλατείας. |
|
Παρ. 7,7 |
ὃν ἂν ἴδῃ τῶν ἀφρόνων τέκνων νεανίαν ἐνδεῆ φρενῶν, |
Παρ. 7,7 |
Οποιον δε τυχόν θα ιδή από τους νεαρούς απερισκέπτους, κανένα άμυαλον νεανίαν, |
|
Παρ. 7,8 |
παραπορευόμενον παρὰ γωνίαν ἐν διόδοις οἴκων αὐτῆς καὶ λαλοῦντα |
Παρ. 7,8 |
να διέρχεται από τον δρόμον και την γωνίαν του σπιτιού της, να σιγοτραγουδή και να μονολογή |
|
Παρ. 7,9 |
ἐν σκότει ἑσπερινῷ, ἡνίκα ἂν ἡσυχία νυκτερινὴ ᾖ καὶ γνοφώδης, |
Παρ. 7,9 |
εις βραδυνό σκοτάδι, που αρχίζει η νυκτερινή ησυχία να επικρατή η να πέφτη η ομίχλη, |
|
Παρ. 7,10 |
ἡ δὲ γυνὴ συναντᾷ αὐτῷ, εἶδος ἔχουσα πορνικόν, ἣ ποιεῖ νέων ἐξίπτασθαι καρδίας. |
Παρ. 7,10 |
τότε αυτή η γυναίκα πηγαίνει να τον συναντήση με προκλητικόν πορνικόν στολισμόν και τρόπον. Ετσι δε σκανδαλίζει και εξάπτει τας πονηράς επιθυμίας της καρδίας των νέων. |
|
Παρ. 7,11 |
ἀνεπτερωμένη δέ ἐστι καὶ ἄσωτος, ἐν οἴκῳ δὲ οὐχ ἡσυχάζουσιν οἱ πόδες αὐτῆς· |
Παρ. 7,11 |
Κινείται δε σαν να έχη πτερά η άσωτος αυτή γυναίκα, δια να αρπάση τα θύματά της. Τα πόδια της ποτέ δεν ησυχάζουν στο σπίτι της, διότι πάντοτε τρέχει εις αναζήτησιν των θυμάτων της. |
|
Παρ. 7,12 |
χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται, χρόνον δὲ ἐν πλατείαις παρὰ πᾶσαν γωνίαν ἐνεδρεύει. |
Παρ. 7,12 |
Αλλοτε μεν ρεμβάζει και καταστρώνει δόλια σχέδια, άλλοτε δε πάλιν ενεδρεύει εις κάθε γωνίαν, δια να συλλάβη τα θύματά της. |
|
Παρ. 7,13 |
εἶτα ἐπιλαβομένη ἐφίλησεν αὐτόν, ἀναιδεῖ δὲ προσώπῳ προσεῖπεν αὐτῷ· |
Παρ. 7,13 |
Και αφού συναντήση τον ασύνετον νεαρόν, τον αγκαλιάζει, τον φιλεί με μεγάλην αδιαντροπιάν και λέγει προς αυτόν· |
|
Παρ. 7,14 |
θυσία εἰρηνική μοί ἐστι, σήμερον ἀποδίδωμι τὰς εὐχάς μου· |
Παρ. 7,14 |
“Σημερα, επειδή εισηκούσθησαν αι προσευχαί μου, προσέφερα θυσίαν ευχαριστίας προς τον Θεόν και εξεπλήρωσα έτσι τα τάματά μου. |
|
Παρ. 7,15 |
ἕνεκα τούτου ἐξῆλθον εἰς συνάντησίν σοι, ποθοῦσα τὸ σὸν πρόσωπον εὕρηκά σε. |
Παρ. 7,15 |
Δια τούτο εβγήκα από το σπίτι μου να σε συναντήσω. Επειδή επόθησα το ωραίον πρόσωπόν σου και ιδού σε ευρήκα. |
|
Παρ. 7,16 |
κειρίαις τέτακα τὴν κλίνην μου, ἀμφιτάποις δὲ ἔστρωκα τοῖς ἀπ᾿ Αἰγύπτου· |
Παρ. 7,16 |
Με κορδέλλες έχω στολίσει το κρεββάτι μου, το έχω στρώσει με κροσσωτούς, και από τας δύο πλευράς, τάπητας της Αιγύπτου. |
|
Παρ. 7,17 |
διέῤῥαγκα τὴν κοίτην μου κροκίνῳ, τὸν δὲ οἶκόν μου κινναμώμῳ· |
Παρ. 7,17 |
Με αρωματικόν ερυθροκίτρινον κρόκον έχω ραντίσει το κρεββάτι μου και όλην μου την οικίαν την ερράντισα με το άρωμα της κανέλλας. |
|
Παρ. 7,18 |
ἐλθὲ καὶ ἀπολαύσωμεν φιλίας ἕως ὄρθρου, δεῦρο καὶ ἐγκυλισθῶμεν ἔρωτι· |
Παρ. 7,18 |
Ελα, λοιπόν, να απολαύσωμεν την φιλίαν μας έως εις τα ξημερώματα. Ελα να κυλισθώμεν μέσα στον έρωτά μας. |
|
Παρ. 7,19 |
οὐ γὰρ πάρεστιν ὁ ἀνήρ μου ἐν οἴκῳ, πεπόρευται δὲ ὁδὸν μακρὰν |
Παρ. 7,19 |
Ο σύζυγός μου απουσιάζει, δεν ευρίσκεται στο σπίτι. Εχει αναχωρήσει για μακρυνό ταξίδι. |
|
Παρ. 7,20 |
ἔνδεσμον ἀργυρίου λαβὼν ἐν χειρὶ αὐτοῦ, δι᾿ ἡμερῶν πολλῶν ἐπανήξει εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. |
Παρ. 7,20 |
Επῇρε εις τα χέρια του βαλάντιον γεμάτο χρήματα και ύστερα από πολλάς ημέρας θα επανέλθη στο σπίτι του”. |
|
Παρ. 7,21 |
ἀπεπλάνησε δὲ αὐτὸν πολλῇ ὁμιλίᾳ βρόχοις τε τοῖς ἀπὸ χειλέων ἐξώκειλεν αὐτόν. |
Παρ. 7,21 |
Ετσι δε η δολία και φαύλη αυτή γυναίκα τον απεπλάνησε με τα παραπλανητικά γλυκόλογά της. Ωσάν με δίκτυα, που βγήκαν από τα χείλη της, εξεγέλασε τον ανόητον νέον και τον έκαμε να εξοκείλη προς το κακόν, όπως πέφτει έξω το πλοίον και ναυαγεί εις την βραχώδη ακτήν. |
|
Παρ. 7,22 |
ὁ δὲ ἐπηκολούθησεν αὐτῇ κεπφωθείς, ὥσπερ δὲ βοῦς ἐπὶ σφαγὴν ἄγεται καὶ ὥσπερ κύων ἐπὶ δεσμοὺς |
Παρ. 7,22 |
Αυτός δέ, ωσάν το ηλίθιον θαλασσοπούλι κέπφος που παρασύρεται από τον άνεμον, την ηκολούθησεν ανοήτως. Ετσι δε σύρεται ο ταλαίπωρος ωσάν το βόϊδι που οδηγείται προς το σφαγείον, και ωσάν το σκυλί το δεμένο από την αλυσίδα του. |
|
Παρ. 7,23 |
ἢ ὡς ἔλαφος τοξεύματι πεπληγὼς εἰς τὸ ἧπαρ, σπεύδει δὲ ὥσπερ ὄρνεον εἰς παγίδα, οὐκ εἰδὼς ὅτι περὶ ψυχῆς τρέχει. |
Παρ. 7,23 |
Η ωσάν ελάφι, το οποίον επληγώθη με τόξον στο συκώτι, σπεύδει ο ταλαίπωρος αυτός νέος, ωσάν το πτηνόν εις την παγίδα, χωρίς να γνωρίζη ότι διατρέχει άμεσον τον κίνδυνον να χάση και ζωήν και ψυχήν. |
|
Παρ. 7,24 |
νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ πρόσεχε ῥήμασι στόματός μου· |
Παρ. 7,24 |
Τωρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουσέ με, πρόσεξε τα λόγια του στόματός μου. |
|
Παρ. 7,25 |
μὴ ἐκκλινάτω εἰς τὰς ὁδοὺς αὐτῆς ἡ καρδία σου, |
Παρ. 7,25 |
Ας μη παρασυρθή και ας μη ακολουθήση η καρδία σου τους δρόμούς της φαύλης αυτής γυναικός. |
|
Παρ. 7,26 |
πολλοὺς γὰρ τρώσασα καταβέβληκε, καὶ ἀναρίθμητοί εἰσιν οὓς πεφόνευκεν· |
Παρ. 7,26 |
Διότι αυτή πολλούς, αφού τους επλήγωσε, τους έρριξε κάτω. Αναρίθμητοι δε είναι εκείνοι, τους οποίους έχει φονεύσει. |
|
Παρ. 7,27 |
ὁδοὶ ᾅδου ὁ οἶκος αὐτῆς κατάγουσαι εἰς τὰ ταμιεῖα τοῦ θανάτου. |
Παρ. 7,27 |
Το σπίτι της είναι δρόμος του άδου, που κρημνίζει τα θύματά της εις τας σκοτεινάς περιοχάς του θανάτου. |
|
Κεφάλαιο 8ο |
Παρ. 8,1 |
Σὺ τὴν σοφίαν κηρύξεις, ἵνα φρόνησίς σοι ὑπακούσῃ· |
Παρ. 8,1 |
Συ όμως, παιδί μου, θα διαλαλής έργω και λόγω την θείαν σοφίαν, δια να είναι πάντοτε εις την διάθεσίν σου η σωφροσύνη και η σύνεσις. |
|
Παρ. 8,2 |
ἐπὶ γὰρ τῶν ὑψηλῶν ἄκρων ἐστίν, ἀνὰ μέσον δὲ τῶν τρίβων ἕστηκε· |
Παρ. 8,2 |
Διότι η σοφία αυτή είναι ολοφάνερη. Ευρίσκεται εις πανύψηλα μέρη. Στέκεται στο μέσον των δρόμων, που διέρχονται οι άνθρωποι. Ευρίσκεται παντού. |
|
Παρ. 8,3 |
παρὰ γὰρ πύλαις δυναστῶν παρεδρεύει, ἐν δὲ εἰσόδοις ὑμνεῖται. |
Παρ. 8,3 |
Εις τας πύλας των ανακτόρων, όπου βασιλείς και άρχοντες κάθηνται δικασταί, παραστέκει μαζή τώω· και εις τας εισόδους των πόλεων, όπου πλήθη λαού συγκεντρώνονται, επαινείται και εγκωμιάζεται. |
|
Παρ. 8,4 |
Ὑμᾶς, ὦ ἄνθρωποι, παρακαλῶ, καὶ προΐεμαι ἐμὴν φωνὴν υἱοῖς ἀνθρώπων· |
Παρ. 8,4 |
Αυτή η θεία σοφία ομιλεί και διακηρύττει· “σας, ω άνθρωποι, παρακαλώ, απευθύνω την πρόσκλησίν μου προς σας τους απογόνους των ανθρώπων. |
|
Παρ. 8,5 |
νοήσατε, ἄκακοι, πανουργίαν, οἱ δὲ ἀπαίδευτοι ἔνθεσθε καρδίαν. |
Παρ. 8,5 |
Σεις, οι αθώοι και άκακοι, μάθετε σύνεσιν και σεις, που είσθε ακαλλιέργητοι ψυχικώς, βάλετε νουν. |
|
Παρ. 8,6 |
εἰσακούσατέ μου, σεμνὰ γὰρ ἐρῶ καὶ ἀνοίσω ἀπὸ χειλέων ὀρθά· |
Παρ. 8,6 |
Ακούσατέ με και δεχθήτε τα λόγια μου, διότι θα σας είπω πράγματα σεμνά. Από την καρδίαν μου θα βγάλω και με το στόμα μου θα εκφράσω ορθά και ωφέλιμα διδάγματα. |
|
Παρ. 8,7 |
ὅτι ἀλήθειαν μελετήσει ὁ φάρυγξ μου, ἐβδελυγμένα δὲ ἐναντίον ἐμοῦ χείλη ψευδῆ. |
Παρ. 8,7 |
Διότι η καρδία μου θα μελετήση και ο φάρυγξ μου θα διαλαλήση την αλήθειαν. Είναι δε αηδιαστικά και σιχαμερά ενώπιόν μου τα χείλη, που ψεύδονται. |
|
Παρ. 8,8 |
μετὰ δικαιοσύνης πάντα τὰ ῥήματα τοῦ στόματός μου, οὐδὲν ἐν αὐτοῖς σκολιὸν οὐδὲ στραγγαλιῶδες· |
Παρ. 8,8 |
Ολα τα λόγια του στόματός μου είναι ποτισμένα με την δικαιοσύνην. Δεν υπάρχει τίποτε το διεστραμμένον και επιλήψιμον εις αυτά. |
|
Παρ. 8,9 |
πάντα ἐνώπια τοῖς συνιοῦσι καὶ ὀρθὰ τοῖς εὑρίσκουσι γνῶσιν. |
Παρ. 8,9 |
Ολα είναι καθαρά και φανερά εις εκείνους, που έχουν την καλήν διάθεσιν, ορθά εις εκείνους, οι οποίοι αναζητούν και ευρίσκουν την ηθικήν γνώσιν και διάκρισιν. |
|
Παρ. 8,10 |
λάβετε παιδείαν καὶ μὴ ἀργύριον, καὶ γνῶσιν ὑπὲρ χρυσίον δεδοκιμασμένον· |
Παρ. 8,10 |
Εκλέξατε και πάρετε ως θησαυρόν σας την θείαν σοφίαν και διαπαιδαγώγησιν και οχι το αργύριον. Την γνώσιν της αληθινής σοφίας περισστερον από τον ολοκάθαρον γνήσιον χρυσόν. |
|
Παρ. 8,11 |
κρείσσων γὰρ σοφία λίθων πολυτελῶν, πᾶν δὲ τίμιον οὐκ ἄξιον αὐτῆς ἐστιν. |
Παρ. 8,11 |
Διότι η θεία σοφία είναι ασυγκρίτως προτιμοτέρα και από τους πλέον πολυτελείς λίθους. Οιονδήποτε δε πολύτιμον αντικείμενον δεν είναι αντάξιον αυτής. |
|
Παρ. 8,12 |
ἐγὼ ἡ σοφία κατεσκήνωσα βουλήν, καὶ γνῶσιν καὶ ἔννοιαν ἐγὼ ἐπεκαλεσάμην. |
Παρ. 8,12 |
Εγώ, η θεία σοφία, εγκαθιστώ εις την καρδίαν των καλοπροαιρέτων ανθρώπων ορθάς σκέψεις και αγαθήν θέλησιν. Την αληθή γνώσιν και επιστήμην εγώ την προσκαλώ να εγκατοικήση εις αυτούς. |
|
Παρ. 8,13 |
φόβος Κυρίου μισεῖ ἀδικίαν, ὕβριν τε καὶ ὑπερηφανίαν καὶ ὁδοὺς πονηρῶν· μεμίσηκα δὲ ἐγὼ διεστραμμένας ὁδοὺς κακῶν. |
Παρ. 8,13 |
Εκείνος που εμπνεόμενος από εμέ ευλαβείται και φοβείται τον Κυριον, μισεί την αδικίαν, όπως επίσης την αλαζονείαν, την έπαρσιν και γενικώς τους τρόπους ζωής των πονηρών ανθρώπων. Εγώ η ίδια έχω μισήσει και μισώ τας διεστραμμένας οδούς των πονηρών ανθρώπων. |
|
Παρ. 8,14 |
ἐμὴ βουλὴ καὶ ἀσφάλεια, ἐμὴ φρόνησις, ἐμὴ δὲ ἰσχύς· |
Παρ. 8,14 |
Ιδική μου είναι η ορθή συμβουλή και κρίσις. Ιδική μου δε και η ασφάλεια των ανθρώπων. Ιδική μου είναι η συνεσις και ιδική μου είναι η δύναμις, ώστε παντού εγώ να υπερισχύω. |
|
Παρ. 8,15 |
δι᾿ ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσι καὶ οἱ δυνάσται γράφουσι δικαιοσύνην· |
Παρ. 8,15 |
Χαρις εις εμέ οι βασιλείς βασιλεύουν και κυβερνούν ειρηνικώς και ορθώς. Οι δε άρχοντες των λαών, φωτιζόμενοι από εμέ, συντάσσουν και εκδίδουν αποφάσεις και νόμους δικαίους. |
|
Παρ. 8,16 |
δι᾿ ἐμοῦ μεγιστᾶνες μεγαλύνονται, καὶ τύραννοι δι᾿ ἐμοῦ κρατοῦσι γῆς. |
Παρ. 8,16 |
Δι' εμού οι μεγιστάνες γίνονται μεγάλοι και ένδοξοι, και οι μονάρχαι με τον ιδικόν μου φωτισμόν κυριαρχούν και κυβερνούν ορθώς τας χώρας. |
|
Παρ. 8,17 |
ἐγὼ τοὺς ἐμὲ φιλοῦντας ἀγαπῶ, οἱ δὲ ἐμὲ ζητοῦντες εὑρήσουσι χάριν. |
Παρ. 8,17 |
Εγώ αγαπώ εκείνους, οι οποίοι με αγαπούν. Οσοι δέ με αναζητούν, με ευρίσκουν. Ετσι δε αποκτούν χάριν εκ μέρους του Θεού, και δόξαν εκ μέρους των ανθρώπων. |
|
Παρ. 8,18 |
πλοῦτος καὶ δόξα ἐμοὶ ὑπάρχει καὶ κτῆσις πολλῶν καὶ δικαιοσύνη. |
Παρ. 8,18 |
Εις εμέ υπάρχει και ανήκει ο πλούτος και η δόξα. Δι εμού επιτυγχάνεται η απόκτησις πολλών αγαθών και της αρετής. |
|
Παρ. 8,19 |
βέλτιον ἐμὲ καρπίζεσθαι ὑπὲρ χρυσίον καὶ λίθον τίμιον, τὰ δὲ ἐμὰ γεννήματα κρείσσω ἀργυρίου ἐκλεκτοῦ. |
Παρ. 8,19 |
Είναι καλύτερον να δρέπη κανείς και απολαμβάνη τους ιδικούς μου καρπούς, παρά να θησαυρίζη χρυσόν και πολυτίμους λίθους. Τα ιδικά μου δώρα είναι ασυγκρίτως ανώτερα, από τον πλέον εκλεκτόν και ανόθευτον άργυρον. |
|
Παρ. 8,20 |
ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης περιπατῶ καὶ ἀνὰ μέσον τρίβων δικαιοσύνης ἀναστρέφομαι, |
Παρ. 8,20 |
Περιπατώ πάντοτε στους δρόμους της αρετής, αναστρέφομαι διαρκώς και ευρίσκομαι στους δρόμους της δικαιοσύνης· |
|
Παρ. 8,21 |
ἵνα μερίσω τοῖς ἐμὲ ἀγαπῶσιν ὕπαρξιν καὶ τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐμπλήσω ἀγαθῶν. ἐὰν ἀναγγείλω ὑμῖν τὰ καθ᾿ ἡμέραν γινόμενα, μνημονεύσω τὰ ἐξ αἰῶνος ἀριθμῆσαι. |
Παρ. 8,21 |
δια να μοιράζω εις όσους με αγαπούν αληθινόν πλούτον· να γεμίζω τα θησαυροφυλάκιά των με πλήθος αγαθών. Ακούσατέ με, λοιπόν, με προσοχήν, εάν αναγγείλω εις σας όλα όσα αγαθά έργα κάθε ημέραν γίνονται από εμέ. Θα σας υπενθυμίσω επί πλέον ένα προς ένα, όσα δια μέσου των αιώνων έχουν γίνει. |
|
Παρ. 8,22 |
Κύριος ἔκτισέ με ἀρχὴν ὁδῶν αὐτοῦ εἰς ἔργα αὐτοῦ, |
Παρ. 8,22 |
Εμέ, την ενυπόστατον Σοφίαν, τον Υιόν και Λογον, ο Θεός και πατήρ μου, με εγέννησεν άναρχον προ πάντων των αιώνων. Και με κατέστησεν εν χρόνω δημιουργόν του σύμπαντος κόσμου. |
|
Παρ. 8,23 |
πρὸ τοῦ αἰῶνος ἐθεμελίωσέ με ἐν ἀρχῇ, πρὸ τοῦ τὴν γῆν ποιῆσαι |
Παρ. 8,23 |
Προαιωνίως, προ πάσης δημιουργίας, πριν ακόμη δημιουργηθή η γη, με ώρισε θεμέλιον και αρχήν των πάντων. |
|
Παρ. 8,24 |
καὶ πρὸ τοῦ τὰς ἀβύσους ποιῆσαι, πρὸ τοῦ προελθεῖν τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων, |
Παρ. 8,24 |
Και πριν δημιουργήση τους ωκεανούς και τας θαλάσσας, πριν ακόμη αρχίσουν αι πηγαί να αναβλύζουν το ύδωρ επί της γης, |
|
Παρ. 8,25 |
πρὸ τοῦ ὄρη ἑδρασθῆναι, πρὸ δὲ πάντων βουνῶν γεννᾷ με. |
Παρ. 8,25 |
πριν εδραιωθούν αμετακίνητα τα όρη τα υψηλά εις τας θέσεις των και τα βουνά, με εγέννησε προαιωνίως και ανάρχως. |
|
Παρ. 8,26 |
Κύριος ἐποίησε χώρας καὶ ἀοικήτους καὶ ἄκρα οἰκούμενα τῆς ὑπ᾿ οὐρανόν. |
Παρ. 8,26 |
Ο Κυριος εδημιούργησε τας χώρας, που κατοικούνται και τας ακατοίκητους περιοχάς και τα πέρατα της οικουμένης, η οποία εκτείνεται κάτω από τον ουρανόν. |
|
Παρ. 8,27 |
ἡνίκα ἡτοίμαζε τὸν οὐρανόν, συμπαρήμην αὐτῷ, καὶ ὅτε ἀφώριζε τὸν ἑαυτοῦ θρόνον ἐπ᾿ ἀνέμων· |
Παρ. 8,27 |
Οταν εδημιουργούσε και ενηρμόνιζε το ουράνιον σύμπαν, ήμουν εγώ μαζή με αυτόν, όπως και όταν ώριζε και εστήριζε τον θρόνον του επί πτερύγων ανέμων· |
|
Παρ. 8,28 |
ἡνίκα ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ ἄνω νέφη, καὶ ὡς ἀσφαλεῖς ἐτίθει πηγὰς τῆς ὑπ᾿ οὐρανὸν |
Παρ. 8,28 |
και όταν εστερέωνε επάνω στον ουρανόν τα ελαφρότατα νέφη, δια να κρατούν τους ωκεανούς των υδάτων και εξησφάλιζεν ετσι τας πηγάς των υδάτων κάτω εις την γην. |
|
Παρ. 8,29 |
καὶ ἰσχυρὰ ἐποίει τὰ θεμέλια τῆς γῆς, |
Παρ. 8,29 |
Οταν ισχυρά και ακλόνητα έκαμνε τα θεμέλια της γης, |
|
Παρ. 8,30 |
ἤμην παρ᾿ αὐτῷ ἁρμόζουσα. ἐγὼ ἤμην ᾗ προσέχαιρε, καθ᾿ ἡμέραν δὲ εὐφραινόμην ἐν προσώπῳ αὐτοῦ ἐν παντὶ καιρῷ, |
Παρ. 8,30 |
εγώ ευρισκόμην πλησίον του και ενηρμόνιζα τα πάντα. Εγώ υπήρξα πάντοτε δι' αυτόν η μόνιμος χαρά και μακαριότης του. Προαιωνίως δέ, και ειδικώτερα κατά το διάστημα της δημιουργίας, εγώ απήλαυα την χαράν και την τέρψιν του προσώπου του· |
|
Παρ. 8,31 |
ὅτε ἐνευφραίνετο τὴν οἰκουμένην συντελέσας, καὶ ἐνευφραίνετο ἐν υἱοῖς ἀνθρώπων. |
Παρ. 8,31 |
μάλιστα δε τότε, που είχεν αποπερατώσει την δημιουργίαν και την οικουμένην, και ηυφραίνετο βλέπων τα πάντα καλά λίαν. Και επί πάσι τούτοις ηυφραίνετο βλέπων τους υιούς των ανθρώπων της γης. |
|
Παρ. 8,32 |
νῦν οὖν, υἱέ, ἄκουέ μου καὶ μακάριοι, οἳ ὁδούς μου φυλάσσοντες, |
Παρ. 8,32 |
Τωρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουε και βάλε μέσα εις την καρδιά σου αυτά τα οποία εγώ, η ενυπόστατος Σοφία, σε εδίδαξα. Και έχε υπ' όψιν σου ότι είναι μακάριοι αυτοί, που σαν παιδιά μου φυλάσσουν τας εντολάς μου. |
|
Παρ. 8,33 |
ἀκούσατε παιδείαν καὶ σοφίσθητε καὶ μὴ ἀποφραγῆτε. |
Παρ. 8,33 |
Ακούσατε, λοιπόν, όλοι την παιδαγωγούσαν και μορφώνουσαν σοφίαν και γίνετε πραγματικώς σοφοί. Μη φράσσετε τα ώτα σας και μη κλείετε την καρδιά σας εις την θείαν σοφίαν. |
|
Παρ. 8,34 |
μακάριος ἀνήρ, ὃς εἰσακούεταί μου, καὶ ἄνθρωπος, ὃς τὰς ἐμὰς ὁδοὺς φυλάξει ἀγρυπνῶν ἐπ᾿ ἐμαῖς θύραις καθ᾿ ἡμέραν, τηρῶν σταθμοὺς ἐμῶν εἰσόδων· |
Παρ. 8,34 |
Τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος θα ακούση και θα υπακούση εις εμέ, θα φυλάξη τας εντολάς μου και άγρυπνος κάθε ημέραν στο κατώφλι των θυρών του ναού μου θα παρακολουθώ με προσοχήν τας εισόδους μου. |
|
Παρ. 8,35 |
αἱ γὰρ ἔξοδοί μου ἔξοδοι ζωῆς, καὶ ἑτοιμάζεται θέλησις παρὰ Κυρίου. |
Παρ. 8,35 |
Διότι αι πορείαι μου και αι κατευθύνσεις μου οδηγούν εις μακαρίαν ζωήν. Δι' αυτόν, που τας ακολουθεί, ετοιμάζεται πλουσιοπάροχος ευμένεια εκ μέρους του Κυρίου. |
|
Παρ. 8,36 |
οἱ δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς ἐμὲ ἀσεβοῦσιν εἰς τὰ ἑαυτῶν ψυχάς, καὶ οἱ μισοῦντές με ἀγαπῶσι θάνατον. |
Παρ. 8,36 |
Εξ αντιθέτου, όσοι αμαρτάνουν απέναντί μου, ασεβούν εις την πραγματικότητα και βλάπτουν την αθάνατον ψυχήν των· και όσοι με μισούν και με αποστρέφονται αγαπούν τον θάνατον. |
|
Κεφάλαιο 9ο |
Παρ. 9,1 |
Ἡ σοφία ᾠκοδόμησεν ἑαυτῇ οἶκον καὶ ὑπήρεισε στύλους ἑπτά· |
Παρ. 9,1 |
Η σοφία οικοδόμησε δια τον εαυτόν της οίκον, τον οποίον εστήριξεν εις επτά, εις πολλούς στερεούς και ακλόνητους στύλους |
|
Παρ. 9,2 |
ἔσφαξε τὰ ἑαυτῆς θύματα, ἐκέρασεν εἰς κρατῆρα τὸν ἑαυτῆς οἶνον καὶ ἡτοιμάσατο τὴν ἑαυτῆς τράπεζαν· |
Παρ. 9,2 |
Δια την πλουσίαν τράπεζαν, την οποίαν θα παρέθετε στους συνδαιτυμόνας της, έσφαξε τα σφάγιά της και εγέμισε μεγάλον οινοδοχείον με τον οίνον της και ητοίμασε την πλουσίαν τράπεζάν της. |
|
Παρ. 9,3 |
ἀπέστειλε τοὺς ἑαυτῆς δούλους συγκαλοῦσα μετὰ ὑψηλοῦ κηρύγματος ἐπὶ κρατῆρα λέγουσα· |
Παρ. 9,3 |
Και αφού τα πάντα ητοιμάσθησαν, έστειλε τους υπηρέτας της, τους κήρυκας της αληθείας, προσκαλούσα με μεγαλειώδες έντονον κήρυγμα να προσέλθουν, όσοι ήθελαν, να πίουν από τον έκλεκτον οίνον του οινοδοχείου της. Και έλεγεν· |
|
Παρ. 9,4 |
ὅς ἐστιν ἄφρων, ἐκκλινάτω πρός με· καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρενῶν εἶπεν· |
Παρ. 9,4 |
“εκείνος, που δεν έχει αποκτήσει σοφίαν και σύνεσιν, ας έλθη προς εμέ”. Και εις εκείνους, οι οποίοι είναι πτωχοί από απόψεως νοητικών ικανοτήτων, είπεν· |
|
Παρ. 9,5 |
ἔλθετε φάγετε τῶν ἐμῶν ἄρτων καὶ πίετε οἶνον, ὃν ἐκέρασα ὑμῖν· |
Παρ. 9,5 |
“ελάτε να φάγετε από τους άρτους μου και να πίετε από το κρασί, το οποίον εγώ σας έχω κεράσει, |
|
Παρ. 9,6 |
ἀπολείπετε ἀφροσύνην, ἵνα εἰς τὸν αἰῶνα βασιλεύσητε, καὶ ζητήσατε φρόνησιν, καὶ κατορθώσατε ἐν γνώσει σύνεσιν. |
Παρ. 9,6 |
Αφήσατε την ανοησίαν και απερισκεψίαν, εις την οποίαν σας προσκαλεί η αμαρτία, και ελάτε μαζή μου, δια να βασιλεύσετε με εμέ αιωνίως. Ζητήσατε και επιδιώξατε την φρόνησιν, που εγώ παρέχω, και αγωνισθήτε, δια να επιτύχετε να γίνετε εν γνώσει συνετοί. |
|
Παρ. 9,7 |
Ὁ παιδεύων κακοὺς λήψεται ἑαυτῷ ἀτιμίαν· ἐλέγχων δὲ τὸν ἀσεβῆ μωμήσεται ἑαυτόν. |
Παρ. 9,7 |
Εκείνος που θα θελήση να παιδαγωγήση τους αμετανοήτως κακούς, θα εξευτελισθή και θα υβρισθή από αυτούς. Εκείνος που θέλει να υποδείξη τα σφάλματα και να ελέγξη τον κακόν, θα επισύρη συκοφαντίας και αδίκους κατηγορίας εναντίον του. |
|
Παρ. 9,8 |
μὴ ἔλεγχε κακούς, ἵνα μὴ μισήσωσί σε· ἔλεγχε σοφόν, καὶ ἀγαπήσει σε. |
Παρ. 9,8 |
Μη ελέγχης, λοιπόν, τους κακούς, δια να μη σε μισήσουν. Ελεγχε και υπόδειξε το ορθόν στον συνετόν και μυαλωμένον, και αυτός θα σε αγαπήση. |
|
Παρ. 9,9 |
δίδου σοφῷ ἀφορμήν, καὶ σοφώτερος ἔσται· γνώριζε δικαίῳ, καὶ προσθήσει τοῦ δέχεσθαι. |
Παρ. 9,9 |
Με τας υποδείξεις σου δίδε στον σοφόν αφορμήν διορθώσεώς του και βελτιώσεως, και θα γίνη σοφώτερος και συνετώτερος. Καμε γνωστάς στον δίκαιον τας ατελείας του και αυτός ευγνωμόνως θα δέχεται ακόμη προθυμότερον τας συμβουλάς σου. |
|
Παρ. 9,10 |
ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου, καὶ βουλὴ ἁγίων σύνεσις, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς· |
Παρ. 9,10 |
Αρχή και θεμέλιον της αληθινής σοφίας είναι η ευλάβεια και ο φόβος του Κυρίου. Ποθος δε και θέλησις των αγίων είναι η κατά Θεόν σύνεσις. Η δε κατανόησις του θείου νόμου είναι δείγμα καλοπροαίρετου και φωτισμένης διανοίας. |
|
Παρ. 9,11 |
τούτῳ γὰρ τῷ τρόπῳ πολὺν ζήσεις χρόνον, καὶ προστεθήσεταί σοι ἔτη ζωῆς σου. |
Παρ. 9,11 |
Με αυτόν τον τρόπον, με την ευλάβειαν και υπακοήν σου προς τον Θεόν, θα ζήσης πολύν χρόνον και θα προστεθούν εις σε εκ μέρους του Θεού πολλά χρόνια ζωής. |
|
Παρ. 9,12 |
υἱέ, ἐὰν σοφὸς γένῃ σεαυτῷ, σοφὸς ἔση καὶ τοῖς πλησίον· ἐὰν δὲ κακὸς ἀποβῇς, μόνος ἂν ἀντλήσεις κακά. ὃς ἐρείδεται ἐπὶ ψεύδεσιν, οὗτος ποιμαίνει ἀνέμους, ὁ δ᾿ αὐτὸς διώξεται ὄρνεα πετόμενα· ἀπέλιπε γὰρ ὁδοὺς τοῦ ἑαυτοῦ ἀμπελῶνος, τοὺς δὲ ἄξονας τοῦ ἰδίου γεωργίου πεπλάνηται· διαπορεύεται δὲ δι᾿ ἀνύδρου ἐρήμου καὶ γῆν διατεταγμένην ἐν διψώδεσι, συνάγει δὲ χερσὶν ἀκαρπίαν. |
Παρ. 9,12 |
Παιδί μου, εάν γίνης κατά Θεόν σοφός, θα είσαι καλός δια τον εαυτόν σου, καλός δε και δια τον πλησίον σου. Εάν όμως γίνης κακός, τας συνεπείας και τας οδύνας της κακίας σου θα τας συσσωρεύης μόνος σου επάνω σου. Οποιος στηρίζεται στο ψεύδος, ποιμαίνει ανέμους, ματαιοπονεί. Αυτός είναι σαν να κυνηγά πουλιά, που πετούν στον αέρα και είναι άπιαστα. Αδίκως κοπιάζει. Ο οκνηρός και ασύνετος, που εγκατέλειψε τον δρόμον, ο οποίος οδηγεί στο αμπέλι του, και περιεπλανήθη μακράν των δρόμων, που οδηγούν στον ιδικόν του αγρόν, όπου είχε καθήκον να εργασθή, αυτός βαδίζει ετσι δια μέσου μιας ερήμου και ανύδρου περιοχής, δια μέσου ενός τόπου, που ευρίσκεται εις ξηράς και διψασμένος περιοχάς, μαζεύει με τα χέρια του ακαρπίαν, δηλαδή το τίποτε. |
|
Παρ. 9,13 |
Γυνὴ ἄφρων καὶ θρασεῖα ἐνδεὴς ψωμοῦ γίνεται, ἣ οὐκ ἐπίσταται αἰσχύνην. |
Παρ. 9,13 |
Η ασύνετος, η διεφθαρμένη και η αδιάντροπος γυναίκα φθάνει μέχρι του σημείου να στερήται και από αυτό το ψωμί της και να πεινάς. Αυτή δεν ξέρει, τι θα πη εντροπή και σεμνότης. |
|
Παρ. 9,14 |
ἐκάθισεν ἐπὶ θύραις τοῦ ἑαυτῆς οἴκου, ἐπὶ δίφρου ἐμφανῶς ἐν πλατείαις, |
Παρ. 9,14 |
Εκάθησεν εμπρός από την θύραν του σπιτιού της, επάνω εις υψηλόν κάθισμα, ώστε να φαίνεται από τους άνδρας, που ευρίσκονται εις τας πλατείας, |
|
Παρ. 9,15 |
προσκαλουμένη τοὺς παριόντας καὶ κατευθύνοντας ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν· |
Παρ. 9,15 |
προσκαλεί αυτούς, που διέρχονται και βαδίζουν κατ' ευθείαν τον δρόμον των, λέγουσα· |
|
Παρ. 9,16 |
ὅς ἐστιν ὑμῶν ἀφρονέστατος, ἐκκλινάτω πρός με καὶ τοῖς ἐνδεέσι φρονήσεως παρακελεύομαι λέγουσα· |
Παρ. 9,16 |
“όποιος από σας είναι ανοητότατος και ηλίθιος, ας έλθη κοντά μου. Και αυτούς, οι οποίοι στερούνται και της στοιχειώδους συνέσεως και γνώσεως προτρέπω και τους λέγω· |
|
Παρ. 9,17 |
ἄρτων κρυφίων ἡδέως ἅψασθε καὶ ὕδατος κλοπῆς γλυκεροῦ. |
Παρ. 9,17 |
πιάστε και πάρτε στα χέρια σας το κρυφό ψωμί μου και τα απηγορευμένα φαγητά μου. Πιέτε το νοστιμώτατο κλεμμένο νερό μου”! |
|
Παρ. 9,18 |
ὁ δὲ οὐκ οἶδεν ὅτι γηγενεῖς παρ᾿ αὐτῇ ὄλλυνται, καὶ ἐπὶ πέταυρον ᾅδου συναντᾷ. |
Παρ. 9,18 |
Ο άνδρας, που ελκύεται από τα λόγια της και πηγαίνει κοντά της, δεν γνωρίζει ότι οι υλόφρονες και σαρκολάτραι ευρίσκουν εκεί την απώλειαν, και ότι η συνάντησίς της είναι παγίδα, η οποία οδηγεί εις τας εισοδους του άδου. |
|
Παρ. 9,18α |
ἀλλὰ ἀποπήδησον, μὴ χρονίσῃς ἐν τῷ τόπῳ, μηδὲ ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτήν· |
Παρ. 9,18α |
Συ όμως εκτινάξου με μεγάλα πηδήματα μακράν από αυτήν και μη σταματήσης ουδέ επ' ελάχιστον χρόνον στον τόπον εκείνον. Ούτε δε και να προσηλώσης το βλέμμα σου προς αυτήν. |
|
Παρ. 9,18β |
οὕτως γὰρ διαβήσῃ ὕδωρ ἀλλότριον καὶ ὑπερβήσῃ ποταμὸν ἀλλότριον· |
Παρ. 9,18β |
Ετσι όταν συμπεριφερθής και πράξης, θα περάσης, χωρίς να εγγίσης το ξένον και απηγορευμένον αυτό νερό. Θα διαβής τον επικίνδυνον αυτόν ξένον ποταμόν ασφαλής. |
|
Παρ. 9,18γ |
ἀπὸ δὲ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπόσχου καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίῃς, |
Παρ. 9,18γ |
Κράτησε τον εαυτόν σου μακρυά από τα ξένα δολερά ύδατα της αμαρτωλής χαράς και μη πίης νερό από ξένην πηγήν. Μην θελήσης να απολαύσης χαράν με αμαρτωλήν γυναίκα, |
|
Παρ. 9,18δ |
ἵνα πολὺν ζήσῃς χρόνον, προστεθῇ δέ σοι ἔτη ζωῆς. |
Παρ. 9,18δ |
δια να ζήσης ετσι επί πολύν χρόνον και να προστεθούν εις σε πολλά έτη. |
|
Κεφάλαιο 10ο |
Παρ. 10,1 |
Υἱὸς σοφὸς εὐφραίνει πατέρα, υἱὸς δὲ ἄφρων λύπη τῇ μητρί. |
Παρ. 10,1 |
Ο συνετός και ενάρετος υιός ευφραίνει τον πατέρα του. Εξ αντιθέτου το άμυαλο και άστοργο παιδί είναι λύπη και πικρία δια την μητέρα του. |
|
Παρ. 10,2 |
οὐκ ὠφελήσουσι θησαυροὶ ἀνόμους, δικαιοσύνη δὲ ῥύσεται ἐκ θανάτου. |
Παρ. 10,2 |
Οι θησαυροί, που απεκτήθησαν με παρανομίας, δεν έχουν να ωφελήσουν τίποτε τους παρανόμους ανθρώπους. Εξ αντιθέτου η ελεημοσύνη και γενικώτερον η αρετή θα σώση τον άνθρωπον από την καταστροφήν και τον πνευματικόν θάνατον. |
|
Παρ. 10,3 |
οὐ λιμοκτονήσει Κύριος ψυχὴν δικαίαν, ζωὴν δὲ ἀσεβῶν ἀνατρέψει. |
Παρ. 10,3 |
Ο Κυριος δεν θα επιτρέψη να πεθάνη από την πείναν ο δίκαιος. Την καλοζωΐαν όμως και ευημερίαν των ασεβών θα την αναποδογυρίση και θα την εξαφανίση |
|
Παρ. 10,4 |
πενία ἄνδρα ταπεινοῖ, χεῖρες δὲ ἀνδρείων πλουτίζουσιν. 4α υἱὸς πεπαιδευμένος σοφὸς ἔσται, τῷ δὲ ἄφρονι διακόνῳ χρήσεται. |
Παρ. 10,4 |
Η πτωχεία εξευτελίζει τον οκνηρόν και ράθυμον. Εξ αντιθέτου τα χέρια των εργατικών ανθρώπων φέρουν πλούτη. |
|
Παρ. 10,5 |
διεσώθη ἀπὸ καύματος υἱὸς νοήμων, ἀνεμόφθορος δὲ γίνεται ἐν ἀμητῷ υἱὸς παράνομος. |
Παρ. 10,5 |
Ο φρόνιμος και εξυπνος υιός γνωρίζει να προφυλάσσεται από τας παγίδας της αμαρτίας, όπως από την ηλίασιν εν καιρώ θέρους. Ο ασύνετος όμως και παράνομος υιός γίνεται δυστυχής και άθλιος, σαν το μαραμμένον φυτόν κατά τον καιρόν του θερισμού, το οποίον κατέστρεψεν ο καυστικος λίβας. |
|
Παρ. 10,6 |
εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν δικαίου, στόμα δὲ ἀσεβῶν καλύψει πένθος ἄωρον. |
Παρ. 10,6 |
Η ευλογία του Θεού πλουσία κατέρχεται εις την κεφαλήν του εναρέτου. Το δε στόμα των ασεβών θα το σκεπάση πρόωρα η σιγή του θανάτου. |
|
Παρ. 10,7 |
μνήμη δικαίων μετ᾿ ἐγκωμίων, ὄνομα δὲ ἀσεβοῦς σβέννυται. |
Παρ. 10,7 |
Η ανάμνησις των δικαίων συνοδεύεται πάντοτε από επαίνους και εγκώμια, ενώ το όνομα του ασεβούς θα σβήση δια παντός. |
|
Παρ. 10,8 |
σοφὸς καρδίᾳ δέξεται ἐντολάς, ὁ δὲ ἄστεγος χείλεσι σκολιάζων ὑποσκελισθήσεται. |
Παρ. 10,8 |
Ο κατά Θεόν παιδαγωγημένος και μορφωμένος, ο σοφός, δέχεται συμβουλάς εκ μέρους των άλλων. Εκείνος όμως που έχει απύλωτον και αχαλίνωτον το στόμα του και λέγει πονηρά και διεστραμμένα, θα καταφρονηθή από τους άλλους. |
|
Παρ. 10,9 |
ὃς πορεύεται ἁπλῶς, πορεύεται πεποιθώς, ὁ δὲ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ, γνωσθήσεται. |
Παρ. 10,9 |
Οποιος πορεύεται με αθωότητα και ευθύτητα, προχωρεί με πεποίθησιν και θάρρος, διότι δεν θα καταισχυνθή. Εξ αντιθέτου εκείνος, του οποίου οι δρόμοι της ζωής είναι δόλιοι και διεστραμμένοι, θα γίνη μίαν ημέραν γνωστός και θα καταφρονηθή. |
|
Παρ. 10,10 |
ὁ ἐννεύων ὀφθαλμοῖς μετὰ δόλου, συνάγει ἀνδράσι λύπας, ὁ δὲ ἐλέγχων μετὰ παῤῥησίας, εἰρηνοποιεῖ. |
Παρ. 10,10 |
Εκείνος που κάνει με τα μάτια του νοήματα συγκατανεύσεως, ανειλικρινή όμως και δόλια, συσσωρεύει πικρίας και λύπας στους ανθρώπους. Εξ αντιθέτου εκείνος ο οποίος ελέγχει φανερά και μετά θάρρους, αποκαθιστά ειρήνην στον ίδιον τον άνθρωπον και στους ανθρώπους μεταξύ των. |
|
Παρ. 10,11 |
πηγὴ ζωῆς ἐν χειρὶ δικαίου, στόμα δὲ ἀσεβοῦς καλύψει ἀπώλεια. |
Παρ. 10,11 |
Εις το χέρι του δικαίου υπάρχει η πηγή της ζωής, της καλωσύνης και της αγάπης. Εξ αντιθέτου το πονηρόν στόμα του ασεβούς θα το σκεπάση η απώλεια και ο όλεθρος. |
|
Παρ. 10,12 |
μῖσος ἐγείρει νεῖκος, πάντας δὲ τοὺς μὴ φιλονεικοῦντας καλύπτει φιλία. |
Παρ. 10,12 |
Το μίσος προκαλεί και δημιουργεί φιλονεικίας και έριδας, όλους δε εκείνους που δεν φιλονεικούν, τους στεγάζει και τους συνδέει φιλία και αγάπη. |
|
Παρ. 10,13 |
ὃς ἐκ χειλέων προφέρει σοφίαν, ῥάβδῳ τύπτει ἄνδρα ἀκάρδιον. |
Παρ. 10,13 |
Οποιος βγάζει από τα χείλη του σοφούς κατά Θεόν λόγους, είναι σαν να κτυπά με ράβδον τον ψυχικώς ακαλλιέργητον άνθρωπον. |
|
Παρ. 10,14 |
σοφοὶ κρύψουσιν αἴσθησιν, στόμα δὲ προπετοῦς ἐγγίζει συντριβῇ. |
Παρ. 10,14 |
Οι πραγματικά σοφοί αποταμιεύουν και κρύπτουν εντός των την γνώσιν, δια να την χρησιμοποιήσουν εκεί που πρέπει, ενώ το στόμα του απερίσκεπτου, που επιπολαίως πετάει τα λόγια του, οδηγεί εις πλήρη συντριβήν. |
|
Παρ. 10,15 |
κτῆσις πλουσίων πόλις ὀχυρά, συντριβὴ δὲ ἀσεβῶν πενία. |
Παρ. 10,15 |
Η περιουσία των ευσεβών πλουσίων μένει σταθερά ωσάν την ωχυρωμένην πόλιν, τους ασεβείς όμως, και αν πλουτήσουν, θα τους συντρίψη εν τέλει η φτώχεια. |
|
Παρ. 10,16 |
ἔργα δικαίων ζωὴν ποιεῖ, καρποὶ δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτίας. |
Παρ. 10,16 |
Τα έργα των δικαίων καθιστούν την ζωήν αυτών των ιδίων και των άλλων ευτυχισμένην, ενώ οι καρποί των ασεβών είναι αι ψυχοκτόνοι αμαρτίαι. |
|
Παρ. 10,17 |
ὁδοὺς δικαίας ζωῆς φυλάσσει παιδεία, παιδεία δὲ ἀνεξέλεγκτος πλανᾶται. |
Παρ. 10,17 |
Η κατά Θεόν διαπαιδαγώγησις και μόρφωσις διατηρεί ορθάς τας πορείας της ζωής μας. Εξ αντιθέτου η κακή ανατροφή, η χωρίς υποδείξεις και ελέγχους παιδαγωγία οδηγεί εις ολεθρίας πλάνας. |
|
Παρ. 10,18 |
καλύπτουσιν ἔχθραν χείλη δίκαια, οἱ δὲ ἐκφέροντες λοιδορίας ἀφρονέστατοί εἰσιν. |
Παρ. 10,18 |
Και αν υπάρχη κάποια εχθρότης εις την καρδίαν των δικαίων ανθρώπων, το στόμα των δεν την εκφράζει, αλλά την σκεπάζει. Εξ αντιθέτου αυτοί, οι οποίοι εκστομίζουν λόγους υβριστικούς, είναι αφρονέστατοι και ανοητότατοι. |
|
Παρ. 10,19 |
ἐκ πολυλογίας οὐκ ἐκφεύξῃ ἁμαρτίαν, φειδόμενος δὲ χειλέων νοήμων ἔσῃ. |
Παρ. 10,19 |
Από την πολυλογίαν δεν θα ξεφύγης την αμαρτίαν, ενώ εάν προσέχης τα χείλη σου και είσαι λιγοστός εις τα λόγια σου, θα φανής συνετός και φρόνιμος. |
|
Παρ. 10,20 |
ἄργυρος πεπυρωμένος γλῶσσα δικαίου, καρδία δὲ ἀσεβοῦς ἐκλείψει. |
Παρ. 10,20 |
Η γλώσσα του δικαίου είναι καθαρά ωσάν τον άργυρον, που έχει καθαρισθή δια του πυρός, ενώ η καρδία του ασεβούς είναι διεφθαρμένη και θα εξαφανισθή. |
|
Παρ. 10,21 |
χείλη δικαίων ἐπίσταται ὑψηλά, οἱ δὲ ἄφρονες ἐν ἐνδείᾳ τελευτῶσιν. |
Παρ. 10,21 |
Τα χείλη των δικαίων γνωρίζουν να ομιλούν δι' υψηλά και σοφά νοήματα. Ενῷ οι αμαρτωλοί και ασύνετοι πεθαίνουν μέσα εις την πνευματικήν των γυμνότητα και πτωχείαν. |
|
Παρ. 10,22 |
εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν δικαίου· αὕτη πλουτίζει, καὶ οὐ μὴ προστεθῇ αὐτῇ λύπη ἐν καρδία. |
Παρ. 10,22 |
Η ευλογία του Κυρίου πλουσία κατέρχεται εις την κεφαλήν του δικαίου. Αυτή τον κάμνει πλούσιον και χάρις εις αυτήν δεν θα κατακυριεύση λύπη την καρδίαν του. |
|
Παρ. 10,23 |
ἐν γέλωτι ἄφρων πράσσει κακά, ἡ δὲ σοφία ἀνδρὶ τίκτει φρόνησιν. |
Παρ. 10,23 |
Με ανόητα γέλια ο ασύνετος διαπράττει τα πονηρά αυτού έργα. Η σοφία όμως χαρίζει στον άνθρωπον σύνεσιν και διάκρισιν, πως να φέρεται εις τας διαφόρους περιστάσεις. |
|
Παρ. 10,24 |
ἐν ἀπωλείᾳ ἀσεβὴς περιφέρεται, ἐπιθυμία δὲ δικαίου δεκτή. |
Παρ. 10,24 |
Μέσα εις την φθοράν και τον όλεθρον κινείται συνεχώς ο ασεβής. Οι ευγενείς όμως και ιεροί πόθοι του δικαίου γίνονται δεκτοί από τον Θεόν και εκπληρώνονται. |
|
Παρ. 10,25 |
παραπορευομένης καταιγίδος ἀφανίζεται ἀσεβής, δίκαιος δὲ ἐκκλίνας σώζεται εἰς τὸν αἰῶνα. |
Παρ. 10,25 |
Οταν εκσπά καταιγίς κινδύνων και περιπετειών ο ασεβής δεν γνωρίζει πως να προφυλαχθή και καταστρέφεται. Εξ αντιθέτου ο δίκαιος, χάρις στον παρά του Θεού φωτισμόν, ευρίσκει τρόπον σωτηρίας, παρεκκλίνει από τον κίνδυνον και σώζεται πάντοτε. |
|
Παρ. 10,26 |
ὥσπερ ὄμφαξ ὀδοῦσι βλαβερὸν καὶ καπνὸς ὄμμασιν, οὕτως παρανομία τοῖς χρωμένοις αὐτῇ. |
Παρ. 10,26 |
Οπως το άγουρο σταφύλι είναι βλαβερόν δια τα δόντια και ο καπνός δια τα μάτια, έτσι είναι βλαβερά και η παρανομία, δι' όλους τους ανθρώπους οι οποίοι την διαπράττουν. |
|
Παρ. 10,27 |
φόβος Κυρίου προστίθησιν ἡμέρας, ἔτη δὲ ἀσεβῶν ὀλιγωθήσεται. |
Παρ. 10,27 |
Η ευσέβεια προς τον Θεόν χαρίζει μακροβιότητα. Εξ αντιθέτου τα έτη της ζωής των ασεβών θα είναι ολίγα. |
|
Παρ. 10,28 |
ἐγχρονίζει δικαίοις εὐφροσύνη, ἐλπὶς δὲ ἀσεβῶν ἀπολεῖται. |
Παρ. 10,28 |
Η χαρά και η ευφροσύνη παραμένει επί πολύν χρόνον στους δικαίους. Η ελπίς όμως των ασεβών δια μίαν καλυτέραν ζωήν, θα μείνη ανεκπλήρωτος, θα χαθή και θα εξαφανισθή. |
|
Παρ. 10,29 |
ὀχύρωμα ὁσίου φόβος Κυρίου, συντριβὴ δὲ τοῖς ἐργαζομένοις κακά. |
Παρ. 10,29 |
Η ευλάβεια και ο σεβασμός του δικαίου προς τον Κυριον είναι δι' αυτόν απόρθητον οχύρωμα. Εκείνοι όμως, που διαπράττουν τα κακά, θα καταστραφούν. |
|
Παρ. 10,30 |
δίκαιος εἰς τὸν αἰῶνα οὐκ ἐνδώσει, ἀσεβεῖς δὲ οὐκ οἰκήσουσι γῆν. |
Παρ. 10,30 |
Ο δίκαιος ποτε δεν θα μετακινηθή από την θέσιν του, δεν θα εκδιωχθή από τον οίκον, από το πάτριον εδαφος· ενώ οι ασεβείς εξ αντιθέτου θα ξερριζωθούν, δεν θα κατοικήσουν μονίμως εις αυτό. |
|
Παρ. 10,31 |
στόμα δικαίου ἀποστάζει σοφίαν, γλῶσσα δὲ ἀδίκου ἐξολεῖται. |
Παρ. 10,31 |
Το στόμα του δικαίου στάζει, ωσάν γλυκύ μέλι, την σοφίαν πάντοτε. Η γλώσσα όμως του πονηρού και αδίκου θα εξολοθρευθή. |
|
Παρ. 10,32 |
χείλη ἀνδρῶν δικαίων ἀποστάζει χάριτας, στόμα δὲ ἀσεβῶν ἀποστρέφεται. |
Παρ. 10,32 |
Τα χείλη των δικαίων στάζουν πάντοτε χάριτας Θεού, ενώ το στόμα των ασεβών προκαλεί την αηδίαν και αποστροφήν. |
|
Κεφάλαιο 11ο |
Παρ. 11,1 |
Ζυγοὶ δόλιοι βδέλυγμα ἐνώπιον Κυρίου, στάθμιον δὲ δίκαιον δεκτὸν αὐτῷ. |
Παρ. 11,1 |
Δολιες ζυγαριές, που ζυγίζουν άδικα, είναι αποκρουστικές και μισητές ενώπιον του Κυρίου. Ζυγια δε ορθά και σωστά είναι δεκτά και ευλογημένα από τον Θεόν. |
|
Παρ. 11,2 |
οὗ ἐὰν εἰσέλθῃ ὕβρις, ἐκεῖ καὶ ἀτιμία· στόμα δὲ ταπεινῶν μελετᾷ σοφίαν |
Παρ. 11,2 |
Οπου θα εισέλθη και θα κυριαρχήση υπερηφάνεια, εκεί θα ακολουθήση ο εξευτελισμός και η ταπείνωσις. Η διάνοια δε των αληθινά ταπεινών ανθρώπων μελετά ορθά και συνετά και το στόμα των εκφράζει σοφά λόγια. Η τελειότης των εναρέτων ανθρώπων θα οδηγή αυτούς με ασφάλειαν, ενώ αυτούς, που παραβαίνουν τον θείον νόμον, η υποδούλωσις και η αποτυχία θα τους έχουν λάφυρόν των. |
|
Παρ. 11,3 |
ἀποθανὼν δίκαιος ἔλιπε μετάμελον, πρόχειρος δὲ γίνεται καὶ ἐπίχαρτος ἀσεβῶν ἀπώλεια. |
Παρ. 11,3 |
Ο δίκαιος όταν αποθάνη, αφήνει όπισθέν του λύπην δια τον θάνατόν του· ο όλεθρος όμως των ασεβών γίνεται αμέσως και μετά χαράς δεκτός. |
|
Παρ. 11,4 |
ούκ ωφελήσει υπάρχοντα έν ημέρα θυμού, δικαιοσύνη δε ρύσεται από θανάτου. |
Παρ. 11,4 |
Δεν θα ωφελήσουν τα πλουτή, όταν εκσπάση η θεία οργή. Ενῷ η αρετή θα σώση τον άνθρωπον από πολλά δεινά και από τον αιώνιον θάνατον. |
|
Παρ. 11,5 |
δικαιοσύνη ἀμώμους ὀρθοτομεῖ ὁδούς, ἀσέβεια δὲ περιπίπτει ἀδικίᾳ. |
Παρ. 11,5 |
Η αρετή χαράσσει άψογον και ευθείαν την οδόν των ανθρώπων. Η ασέβεια όμως περιπίπτει και περιπλέκεται μέσα εις πολλάς αδικίας. |
|
Παρ. 11,6 |
δικαιοσύνη ἀνδρῶν ὀρθῶν ῥύεται αὐτούς, τῇ δὲ ἀπωλείᾳ αὐτῶν ἁλίσκονται παράνομοι. |
Παρ. 11,6 |
Η αρετή λυτρώνει τους ευσυνειδήτους και εντίμους ανθρώπους. Ενῷ οι παραβάται του θείου νόμου συλλαμβάνονται εις την παγίδα της απωλείας και του ολέθρου. |
|
Παρ. 11,7 |
τελευτήσαντος ἀνδρὸς δικαίου οὐκ ὄλλυται ἐλπίς, τὸ δὲ καύχημα τῶν ἀσεβῶν ὄλλυται. |
Παρ. 11,7 |
Οταν τελευτήση ο δίκαιος άνθρωπος, δεν χάνεται η ελπίς της σωτηρίας του· εξ αντιθέτου δε εκείνα δια τα οποία εκαυχώντο οι ασεβείς, ο πλούτος, η δύναμις και η δόξα των, εξαφανίζονται εξ ολοκλήρου. |
|
Παρ. 11,8 |
δίκαιος ἐκ θήρας ἐκδύνει, ἀντ᾿ αὐτοῦ δὲ παραδίδοται ὁ ἀσεβής. |
Παρ. 11,8 |
Ο δίκαιος διαφεύγει τας παγίδας, που του στήνουν ως πονηροί θηρευταί οι ασεβείς, αντ' αυτού δε συλλαμβάνεται εις την παγίδα και παραδίδεται ο ασεβής. |
|
Παρ. 11,9 |
ἐν στόματι ἀσεβῶν παγὶς πολίταις, αἴσθησις δὲ δικαίων εὔοδος. |
Παρ. 11,9 |
Οι ασεβείς με τα δόλια λόγιοι των στήνουν παγίδας δια τους συμπολίτας των· ενώ οι δίκαιοι με την συνετήν συμπεριοοράν των καθιστούν ομαλούς τους δρόμους της ζωής των άλλων. |
|
Παρ. 11,10 |
ἐν ἀγαθοῖς δικαίων κατώρθωσε πόλις, |
Παρ. 11,10 |
Με τα συνετά λόγια και τα ενάρετα έργα των δικαίων ανορθώνονται και προοδεύουν αι πόλεις. Οταν οι ασεβείς καταστρέφωνται, επικρατεί χαρά και αγαλλίασις. Με τας ευλογίας, που δίδει ο Θεός στους ειλικρινείς και εντίμους, θα δοξασθή και θα προοδεύση η πόλις. |
|
Παρ. 11,11 |
στόμασι δὲ ἀσεβῶν κατεσκάφη. |
Παρ. 11,11 |
Με τα ψευδή, τα πονηρά και τα φαύλα λόγια, που εξέρχονται από τα στόματα των ασεβών, ανασκάπτεται εκ θεμελίων και καταστρέφεται η πόλις. |
|
Παρ. 11,12 |
μυκτηρίζει πολίτας ἐνδεὴς φρενῶν, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος ἡσυχίαν ἄγει. |
Παρ. 11,12 |
Ο ασύνετος και ανόητος περιγελά τους συμπολίτας του, ενώ ο φρόνιμος ανήρ μένει ήσυχος, διότι γνωρίζει να συγκρατή την γλώσσαν του. |
|
Παρ. 11,13 |
ἀνὴρ δίγλωσσος ἀποκαλύπτει βουλὰς ἐν συνεδρίῳ, πιστὸς δὲ πνοῇ κρύπτει πράγματα. |
Παρ. 11,13 |
Ο διπρόσωπος και ακριτόμυθος άνθρωπος φανερώνει τας απορρήτους αποφάσεις των συμβουλίων, ενώ ο εχέμυθος και αξιόπιστος δεν εκφράζει, αλλά αποκρύπτει επιμελώς τας μυστικάς συζητήσεις και αποφάσεις. |
|
Παρ. 11,14 |
οἷς μὴ ὑπάρχει κυβέρνησις, πίπτουσιν ὥσπερ φύλλα, σωτηρία δὲ ὑπάρχει ἐν πολλῇ βουλῇ. |
Παρ. 11,14 |
Οι άνθρωποι, από τους οποίους λείπει η συνετή διακυβέρνησις, πίπτουν όπως τα μαραμμένα φύλλα των δένδρων. Η σωτηρία δε κατορθώνεται δια μέσου πολλής σκέψεως και μελέτης. |
|
Παρ. 11,15 |
πονηρὸς κακοποιεῖ ὅταν συμμίξῃ δικαίῳ, μισεῖ δὲ ἦχον ἀσφαλείας. |
Παρ. 11,15 |
Ο πονηρός άνθρωπος, προσεταιριζόμενος τον δίκαιον και κρυπτόμενος όπισθεν του κύρους εκείνου, διαπράττει ευχερέστερον το κακόν. Μισεί δε κάθε φωνήν ανθρώπου και ήχον σάλπιγγας, δια του οποίου θα ειδοποιηθούν οι άλλοι και θα ασφαλισθούν από αυτόν. |
|
Παρ. 11,16 |
γυνὴ εὐχάριστος ἐγείρει ἀνδρὶ δόξαν, θρόνος δὲ ἀτιμίας γυνὴ μισοῦσα δίκαια. πλούτου ὀκνηροὶ ἐνδεεῖς γίνονται, οἱ δὲ ἀνδρεῖοι ἐρείδονται πλούτῳ. |
Παρ. 11,16 |
Γυνή κοσμημένη με ηθικά χαρίσματα γίνεται αφορμή και αιτία δόξης δια τον σύζυγόν της. Εξ αντιθέτου η γυναίκα, η οποία μισεί και αποστρέφεται την δικαιοσύνην και την αρετήν, γίνεται αιτία και εστία καταφρονήσεως και εξευτελισμού δια τον άνδρα της. Οι οκνηροί, κατασωτεύοντες τα όσα έχουν, απογυμνώνονται από τα πλούτη των. Εξ αντιθέτου δε οι εργατικοί και δραστήριοι πλουτίζουν και στηρίζονται ασφαλείς εις τα πλούτη των. |
|
Παρ. 11,17 |
τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ποιεῖ ἀνὴρ ἐλεήμων, ἐξολλύει δὲ αὐτοῦ σῶμα ὁ ἀνελεήμων. |
Παρ. 11,17 |
Ο άνθρωπος, που ελεεί τους άλλους, κάμνει εις την πραγματικότητα μεγάλο καλόν στον εαυτόν του, εις την ψυχήν και το σώμα του. Ο δε άσπλαγχνος και ανελεήμων καταστρέφει την επίγειον ζωήν του και την ψυχήν του. |
|
Παρ. 11,18 |
ἀσεβεῖς ποιεῖ ἔργα ἄδικα, σπέρμα δὲ δικαίων μισθὸς ἀληθείας. |
Παρ. 11,18 |
Ο ασεβής διαπράττει έργα άδικα και μάταια χωρίς καμμίαν ωφέλειαν δια τον εαυτόν του. Οσα όμως έργα καλά σπείρουν και πραγματοποιήσουν οι δίκαιοι, θα είναι δι' αυτούς αληθινή μισθαποδοσία και ανταμοιβή. |
|
Παρ. 11,19 |
υἱὸς δίκαιος γεννᾶται εἰς ζωήν, διωγμὸς δὲ ἀσεβοῦς εἰς θάνατον. |
Παρ. 11,19 |
Ανθρωπος δίκαιος θα ζήση ευτυχισμένην ζωήν, ο ασεβής όμως, ο οποίος επιδιώκει το κακόν, θα καταλήξη στον όλεθρον. |
|
Παρ. 11,20 |
βδέλυγμα Κυρίῳ διεστραμμέναι ὁδοί, προσδεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες ἄμωμοι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτῶν. |
Παρ. 11,20 |
Οι διεστραμμένοι τρόποι ζωής του ασεβούς είναι αποκρουστικοί και μισητοί ενώπιον του Κυρίου. Εξ αντιθέτου είναι αγαπητοί εις αυτόν οι ακέραιοι και άμωμοι εις όλας τας εκδηλώσεις της ζωής των. |
|
Παρ. 11,21 |
χειρὶ χεῖρας ἐμβαλὼν ἀδίκως οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὁ δὲ σπείρων δικαιοσύνην λήψεται μισθὸν πιστόν. |
Παρ. 11,21 |
Εκείνος που δίδει το χέρι του στο χέρι του άλλου και συνάπτει συμφωνίαν δια την πραγματοποίησιν αδίκων έργων, δεν θα μείνη ατιμώρητος παρά Θεού και ανθρώπων. Οποιος όμως σκορπίζει παντού τα έργα της αρετής θα πάρη τον πρέποντα μισθόν. |
|
Παρ. 11,22 |
ὥσπερ ἐνώτιον ἐν ῥινὶ ὑός, οὕτως γυναικὶ κακόφρονι κάλλος. |
Παρ. 11,22 |
Ο,τι είναι το χρυσό σκουλαρίκι εις την μύτην του χοίρου, κάτι τέτοιο είναι και το κάλλος εις την ασύνετον και με αμαρτωλά φρονήματα γυναίκα. |
|
Παρ. 11,23 |
ἐπιθυμία δικαίων πᾶσα ἀγαθή, ἐλπὶς δὲ ἀσεβῶν ἀπολεῖται. |
Παρ. 11,23 |
Ολαι αι επιθυμίαι των δικαίων είναι αγαθαί και θα πραγματοποιηθούν εκ μέρους του Θεού. Καθε δε πονηρά ελπίς των ασεβών ανθρώπων, διότι είναι κακή, θα καταστραφή. |
|
Παρ. 11,24 |
εἰσὶν οἳ τὰ ἴδια σπείροντες πλείονα ποιοῦσιν, εἰσὶ δὲ καὶ οἳ συνάγοντες ἐλαττονοῦνται. |
Παρ. 11,24 |
Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι σκορπίζουν απλόχερα τα αγαθά των δια την εξυπηρέτησιν των άλλων και με την ευλογίαν του Θεού αποκτούν πολύ περισσότερα. Υπάρχουν δε εξ αντιθέτου και άλλοι, οι οποίοι, αν και διαρκώς συγκεντρώνουν υλικά αγαθά με παρανόμους τρόπους, πάντοτε στερούνται. |
|
Παρ. 11,25 |
ψυχὴ εὐλογουμένη πᾶσα ἁπλῆ, ἀνὴρ δὲ θυμώδης οὐκ εὐσχήμων. |
Παρ. 11,25 |
Ο ευθύς, ο άκακος άνθρωπος έχει πάντοτε τας ευλογίας εκ μέρους του Θεού και τον έπαινον εκ μέρους των ανθρώπων. Ανθρωπος όμως, που αποθηριώνεται από τον θυμόν, έχει αποκρουστικήν συμπεριφοράν και κακήν την εμφάνισιν. |
|
Παρ. 11,26 |
ὁ συνέχων σῖτον ὑπολείποιτο αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν, εὐλογίαν δὲ εἰς κεφαλὴν τοῦ μεταδιδόντος. |
Παρ. 11,26 |
Δι' εκείνον, που συνάγει και κρύπτει το σιτάρι εν καιρώ λιμού, με τον σκοπον να το πωλήση πανάκριβα, όλοι εύχονται να του το λεηλατήσουν ξένοι επιδρομείς και εχθροί. Η ευλογία δε του Θεού χορηγείται πλουσία εις εκείνον που δίδει και στους άλλους. |
|
Παρ. 11,27 |
τεκταινόμενος ἀγαθὰ ζητεῖ χάριν ἀγαθήν, ἐκζητοῦντα δὲ κακά, καταλήψεται αὐτόν. |
Παρ. 11,27 |
Αυτός που σκέπτεται πάντοτε και πράττει το καλόν, επιδιώκει και ευρίσκει πολλήν χάριν εκ μέρους του Θεού. Εκείνον όμως, ο οποίος επιζητεί να πράττη τα κακά εις βάρος των άλλων, αυτά τα κακά θα επιπέσουν επί της κεφαλής του και θα τον συντρίψουν. |
|
Παρ. 11,28 |
ὁ πεποιθὼς ἐπὶ πλούτῳ οὗτος πεσεῖται, ὁ δὲ ἀντιλαμβανόμενος δικαίων οὗτος ἀνατελεῖ. |
Παρ. 11,28 |
Εκείνος, που έχει πεποίθησιν και ελπίδα στον πλούτον του, θα πέση και θα καταστραφή. Εκείνος όμως, που βοηθεί και υποστηρίζει τους αναξιοπαθούντας δικαίους, αυτός θα ανατείλη ωσάν λαμπρός ήλιος. |
|
Παρ. 11,29 |
ὁ μὴ συμπεριφερόμενος τῷ ἑαυτοῦ οἴκῳ κληρονομήσει ἄνεμον, δουλεύσει δὲ ἄφρων φρονίμῳ. |
Παρ. 11,29 |
Εκείνος, που δεν ζη και δεν συμπεριφέρεται καλά μέσα στο σπίτι του, θα κληρονομήση αέρα, θα γίνη δηλαδή πτωχός. Ο άμυαλος και ασύνετος θα καταντήση δούλος στον συνετόν. |
|
Παρ. 11,30 |
ἐκ καρποῦ δικαιοσύνης φύεται δένδρον ζωῆς, ἀφαιροῦνται δὲ ἄωροι ψυχαὶ παρανόμων. |
Παρ. 11,30 |
Από τους καρπούς και τα έργα της δικαιοσύνης φυτρώνει και μεγεθύνεται το δένδρον της μακράς και ευτυχισμένης ζωής· ενώ η ζωή των παρανόμων ανδρών αφαιρείται πρόωρα. |
|
Παρ. 11,31 |
εἰ ὁ μὲν δίκαιος μόλις σώζεται, ὁ ἀσεβὴς καὶ ἁμαρτωλὸς ποὺ φανεῖται; |
Παρ. 11,31 |
Εάν όμως και αυτός ακόμη ο δίκαιος μόλις και μετά βίας σώζεται, ο ασεβής και ο αμαρτωλός πως θα τολμήση να παρουσιασθή ενώπιον του Θεού; |
|
Κεφάλαιο 12ο |
Παρ. 12,1 |
Ὁ ἀγαπῶν παιδείαν, ἀγαπᾷ αἴσθησιν, ὁ δὲ μισῶν ἐλέγχους ἄφρων. |
Παρ. 12,1 |
Εκείνος ο οποίος αγαπά την κατά Θεόν παιδείαν και μόρφωσιν, αγαπά την αληθινήν γνώσιν και ορθήν διάκρισιν. Οποιος όμως μισεί και αποστρέφεται τους ελέγχους, είναι ανόητος και ασύνετος. |
|
Παρ. 12,2 |
κρείσσων ὁ εὑρὼν χάριν παρὰ Κυρίῳ, ἀνὴρ δὲ παράνομος παρασιωπηθήσεται. |
Παρ. 12,2 |
Πολύ καλύτερος από όλους είναι ο άνθρωπος, που ευρήκε και έλαβε χάριν δια της ευσεβείας του από τον Κυριον. Ο δε παράνομος άνθρωπος θα λησμονηθή από τον Θεόν και τους ανθρώπους. |
|
Παρ. 12,3 |
οὐ κατορθώσει ἄνθρωπος ἐξ ἀνόμου, αἱ δὲ ῥίζαι τῶν δικαίων οὐκ ἐξαρθήσονται. |
Παρ. 12,3 |
Κανείς άνθρωπος δεν θα προκόψη και δεν θα κατευοδωθή με τας παρανομίας του. Αι ρίζαι όμως των δικαίων μένουν στερεαί στο έδαφος, ώστε και αυτοί και οι απόγονοί των να μη χαθούν. |
|
Παρ. 12,4 |
γυνὴ ἀνδρεία στέφανος τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς· ὥσπερ δὲ ἐν ξύλῳ σκώληξ, οὕτως ἄνδρα ἀπόλλυσι γυνὴ κακοποιός. |
Παρ. 12,4 |
Γυνή εργατική, δράστηρία και ενάρετος, είναι στέφανος δόξης δια τον άνδρα της. Εξ αντιθέτου η κακότροπος γυναίκα καταστρέφει τον άνδρα της, όπως ο σκώληξ κατατρώγει το ξύλον. |
|
Παρ. 12,5 |
λογισμοὶ δικαίων κρίματα, κυβερνῶσι δὲ ἀσεβεῖς δόλους. |
Παρ. 12,5 |
Αι σκέψεις, αι κρίσεις και αι αποφάσεις των δικαίων είναι πάντοτε ορθαί, ενώ οι ασεβείς μηχανεύονται και πρωτοστατούν εις δόλια σχέδια. |
|
Παρ. 12,6 |
λόγοι ἀσεβῶν δόλιοι, στόμα δὲ ὀρθῶν ῥύσεται αὐτούς. |
Παρ. 12,6 |
Οι λόγοι των ασεβών είναι πάντοτε γεμάτοι δολιότητα και επιβουλήν. Το στόμα όμως των ειλικρινών και εντίμων ανθρώπων λέγει πάντοτε την αλήθειαν, η οποία και τους λυτρώνει από τας δολιότητας των κακών. |
|
Παρ. 12,7 |
οὗ ἐὰν στραφῇ ὁ ἀσεβής, ἀφανίζεται, οἶκοι δὲ δικαίων παραμένουσι. |
Παρ. 12,7 |
Οπου και αν στραφή και καταφύγη ο ασεβής, τελικώς θα καταστραφή, ενώ οι οίκοι των δικαίων παραμένουν σώοι και ασφαλείς. |
|
Παρ. 12,8 |
στόμα συνετοῦ ἐγκωμιάζεται ὑπὸ ἀνδρός, νωθροκάρδιος δὲ μυκτηρίζεται. |
Παρ. 12,8 |
Το στόμα του συνετού, δια τα σοφά και φρόνιμα λόγια του, επαινείται και εγκωμιάζεται από κάθε φρόνιμον άνδρα. Ενῷ ο δια την ραθυμίαν και αμαρτωλότητα αυτού νωθρός εις την σκέψιν και βραδύνους εμπαίζεται. |
|
Παρ. 12,9 |
κρείσσων ἀνὴρ ἐν ἀτιμίᾳ δουλεύων ἑαυτῷ ἢ τιμὴν ἑαυτῷ περιτιθεὶς καὶ προσδεόμενος ἄρτου. |
Παρ. 12,9 |
Καλύτερος και προτιμότερος είναι ο άνθρωπος, ο έστω και κοινωνικώς κατώτερος, ο οποίος όμως με την έντιμον εργασίαν του εξυπηρετεί τον εαυτόν του και την οικογένειάν του, παρά μωροκενόδοξος, ο οποίος με τίτλους ευγενείας άνευ αξίας επιζητεί δόξαν, καθ' ον χρόνον στερείται και αυτού του επιουσίου άρτου. |
|
Παρ. 12,10 |
δίκαιος οἰκτείρει ψυχὰς κτηνῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ σπλάγχνα τῶν ἀσεβῶν ἀνελεήμονα. |
Παρ. 12,10 |
Ο δίκαιος και ενάρετος άνθρωπος πονεί και ενδιαφέρεται και δι' αυτά ακόμη τα ζώα του. Τα σπλάγχνα όμως των ασεβών είναι άπονα και σκληρά προς πάντας και προς πάντα. |
|
Παρ. 12,11 |
ὁ ἐργαζόμενος τὴν ἑαυτοῦ γῆν ἐμπλησθήσεται ἄρτων, οἱ δὲ διώκοντες μάταια ἐνδεεῖς φρενῶν. |
Παρ. 12,11 |
Εκείνος που καλλιεργεί με επιμονήν και ενδιαφέρον τους αγρούς του, θα χορτάση ψωμί. Οσοι όμως επιζητούν μάταια και ακατόρθωτα πράγματα και καταστρώνουν μεγάλα απραγματοποίητα σχέδια, αυτοί είναι ανόητοι και θα πεινάσουν. |
|
Παρ. 12,11α |
ὅς ἐστιν ἡδὺς ἐν οἴνων διατριβαῖς, ἐν τοῖς ἑαυτοῦ ὀχυρώμασι καταλείψει ἀτιμίαν. |
Παρ. 12,11α |
Οποιος ευχαριστείται και γλυκαίνεται να συχνάζη εις τα οινοπωλεία και να μεθά αυτός θα κληροδοτήση στο σπίτι του εξευτελισμόν και έντροπήν. |
|
Παρ. 12,12 |
ἐπιθυμίαι ἀσεβῶν κακαί, αἱ δὲ ῥίζαι τῶν εὐσεβῶν ἐν ὀχυρώμασι. |
Παρ. 12,12 |
Αι επιθυμίαι των ασεβών είναι πάντοτε κακαί και οδηγούν εις την καταστροφήν, ενώ αι ρίζαι των ευσεβών είναι απλωμέναι ασφαλείς και αμετακίνητοι. Αυτοί και οι απόγονοί των θα ευδοκιμήσουν. |
|
Παρ. 12,13 |
δι᾿ ἁμαρτίαν χειλέων ἐμπίπτει εἰς παγίδας ἁμαρτωλός, ἐκφεύγει δὲ ἐξ αὐτῶν δίκαιος. |
Παρ. 12,13 |
Ο αμαρτωλός εξ αιτίας των ψευδολογιών και των άλλων δολίων λόγων του περιπίπτει και συλλαμβάνεται εις παγίδας. Ο ενάρετος όμως άνθρωπος, που προσέχει τα λόγια του, διαφεύγει από αυτάς τας παγίδας. |
|
Παρ. 12,13α |
ὁ βλέπων λεῖα ἐλεηθήσεται, ὁ δὲ συναντῶν ἐν πύλαις ἐκθλίψει ψυχάς. |
Παρ. 12,13α |
Εκείνος, που έχει ήρεμον και γλυκύ το βλέμμα, εφελκύει την συμπάθειαν εκ μέρους των άλλων. Ο φίλερις όμως και φιλόδικος, που τρέχει εις τα δικαστήρια δια να συναντηθή εκεί με τους αντιδίκους του, θα δημιουργήση εις εκείνους και στον εαυτόν του στενόχωρον ψυχικήν κατάστασιν. |
|
Παρ. 12,14 |
ἀπὸ καρπῶν στόματος ψυχὴ ἀνδρὸς πλησθήσεται ἀγαθῶν, ἀνταπόδομα δὲ χειλέων αὐτοῦ δοθήσεται αὐτῷ. |
Παρ. 12,14 |
Από τα καλά λόγια, που σαν ωραίοι καρποί βγαίνουν από το στόμα του εντίμου και δικαίου, θα γεμίση η ζωή του από αγαθά. Σαν μισθός δε των χειλέων του θα δοθή εις αυτόν χάρις εκ μέρους του Θεού και η υπόληψις εκ μέρους των ανθρώπων. |
|
Παρ. 12,15 |
ὁδοὶ ἀφρόνων ὀρθαὶ ἐνώπιον αὐτῶν, εἰσακούει δὲ συμβουλίας σοφός. |
Παρ. 12,15 |
Οι ανόητοι και μωροκενόδοξοι θεωρούν ορθάς τας πορείας της ζωής των, ενώ εις την πραγματικότητα είναι διεστραμμένοι και ολέθριαι. Ο σοφός όμως άνθρωπος ακούει τας συμβουλάς των άλλων και δέχεται υποδείξεις. |
|
Παρ. 12,16 |
ἄφρων αὐθημερὸν ἐξαγγέλλει ὀργὴν αὐτοῦ, κρύπτει δὲ τὴν ἑαυτοῦ ἀτιμίαν ἀνὴρ πανοῦργος. |
Παρ. 12,16 |
Ο ασύνετος, υπό το κράτος των πρώτων εντυπώσεων, εκσπά αμέσως εις οργήν, επιβλαβή δια τον εαυτόν του και δια τους άλλους. Ενῷ ο συνετός και μυαλωμένος άνθρωπος συγκρατεί την οργήν του, διότι την θεωρεί ταπείνωσιν αι εξευτελισμόν. |
|
Παρ. 12,17 |
ἐπιδεικνυμένην πίστιν ἀπαγγέλλει δίκαιος, ὁ δὲ μάρτυς τῶν ἀδίκων δόλιος. |
Παρ. 12,17 |
Αποδεδειγμένην, καθαράν και αξιόπιστον μαρτυρίαν καταθέτει ο δίκαιος ενώπιον του δικαστηρίου, ενώ ο ψευδομάρτυς καταθέτει ψευδείς και δολίας μαρτυρίας. |
|
Παρ. 12,18 |
εἰσὶν οἳ λέγοντες τιτρώσκουσι μαχαίρᾳ, γλῶσσαι δὲ σοφῶν ἰῶνται. |
Παρ. 12,18 |
Υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι με τα λόγια των πληγώνουν ωσάν με μαχαίρι. Αι ομιλίαι όμως των συνετών και εναρέτων ανθρώπων παρηγορούν και θεραπεύουν τας πληγωμένας και πονεμένας καρδίας. |
|
Παρ. 12,19 |
χείλη ἀληθινὰ κατορθοῖ μαρτυρίαν, μάρτυς δὲ ταχὺς γλῶσσαν ἔχει ἄδικον. |
Παρ. 12,19 |
Τα χείλη του εντίμου και αληθινού μάρτυρος, ο οποίος ομιλεί με σύνεσιν και περίσκεψιν, καταθέτουν ακλόνητον και κατοχυρωμένην μαρτυρίαν. Εξ αντιθέτου μάρτυς ταχύς, επιπόλαιος και απερίσκεπτος, καταθέτει συνήθως επιπολαίαν και άδικον μαρτυρίαν. |
|
Παρ. 12,20 |
δόλος ἐν καρδίᾳ τεκταινομένου κακά, οἱ δὲ βουλόμενοι εἰρήνην εὐφρανθήσονται. |
Παρ. 12,20 |
Δολιότης υπάρχει εις την καρδίαν του πονηρού, ο οποίος μηχανεύεται και αποφασίζει κακά. Οσοι όμως επιθυμούν και επιδιώκουν την ειρήνήν του Θεού, θα την επιτύχουν και θα ευφρανθούν. |
|
Παρ. 12,21 |
οὐκ ἀρέσει τῷ δικαίῳ οὐδὲν ἄδικον, οἱ δὲ ἀσεβεῖς πλησθήσονται κακῶν. |
Παρ. 12,21 |
Εις τον ενάρετον άνθρωπον τίποτε το άδικον δεν είναι ευάρεστον. Οι ασεβείς όμως θα γεμίσουν από κακίας σύμφωνα με τας επιθυμίας της πονηράς καρδίας των. |
|
Παρ. 12,22 |
βδέλυγμα Κυρίῳ χείλη ψευδῆ, ὁ δὲ ποιῶν πίστεις δεκτὸς παρ᾿ αὐτῷ. |
Παρ. 12,22 |
Αποκρουστικά και μισητά είναι ενώπιον του Κυρίου τα χείλη, τα οποία ψεύδονται. Οποιος όμως φέρεται με ειλικρίνειαν και αξιοπιστίαν είναι αγαπητός και ευπρόσδεκτος στον Θεόν. |
|
Παρ. 12,23 |
ἀνὴρ συνετὸς θρόνος αἰσθήσεως, καρδία δὲ ἀφρόνων συναντήσεται ἀραῖς. |
Παρ. 12,23 |
Ο συνετός άνθρωπος είναι ωσάν θρόνος, επί του οποίου βασιλεύει η αλήθεια και η ορθή διάκρισις, ενώ η καρδία των αμαρτωλών και ασυνέτων θα συναντήση και θα πλημμυρίση από κατάρας. |
|
Παρ. 12,24 |
χεὶρ ἐκλεκτῶν κρατήσει εὐχερῶς, δόλιοι δὲ ἔσονται ἐν προνομῇ. |
Παρ. 12,24 |
Τα χέρια των εντίμων και συνετών ανθρώπων θα υπερισχύσουν και θα κυριαρχήσουν εύκολα επάνω στους άλλους. Οι δόλιοι όμως και οι ασύνετοι θα είναι υποχείριοι και υπηρέται των άλλων. |
|
Παρ. 12,25 |
φοβερὸς λόγος καρδίαν ταράσσει ἀνδρὸς δικαίου, ἀγγελία δὲ ἀγαθὴ εὐφραίνει αὐτόν. |
Παρ. 12,25 |
Λογια απειλητικά, ειδήσεις θλιβεραί συγκινούν και ταράσσουν την καρδίαν του δικαίου ανθρώπου, έστω και αν δεν αναφέρωνται εις αυτόν προσωπικώς. Αι αγαθαί όμως αγγελίαι, όπως είναι ο λόγος του Θεού, τον ευχαριστούν και τον χαροποιούν. |
|
Παρ. 12,26 |
ἐπιγνώμων δίκαιος ἑαυτοῦ φίλος ἔσται, αἱ δὲ γνῶμαι τῶν ἀσεβῶν ἀνεπιεικεῖς. ἁμαρτάνοντας καταδιώξεται κακὰ ἡ δὲ ὁδὸς τῶν ἀσεβῶν πλανήσει αὐτούς. |
Παρ. 12,26 |
Ο συνετός και ειλικρινής και ευσεβής άνθρωπος κάμνει καλόν πρώτα πρώτα στον εαυτόν του, ενώ αι γνώμαι, αι αποφάσεις και αι πράξεις των ασεβών είναι ξέναι προς την αρετήν της επιεικείας. Τιμωρίαι εκ μέρους του Θεού και συμφοραί εκ μέρους αυτών των ιδίων θα καταδιώξουν τους αμαρτωλούς, διότι ο δρόμος των ασεβών τους παραπλά και τους οδηγεί στον όλεθρον. |
|
Παρ. 12,27 |
οὐκ ἐπιτεύξεται δόλιος θήρας, κτῆμα δὲ τίμιον ἀνὴρ καθαρός. |
Παρ. 12,27 |
Ο δόλιος άνθρωπος δεν θα επιτύχη εις τας επιχειρήσστου, ενώ ο δίκαιος και καθαρός από δολιότητας και αμαρτίας είναι πολύτιμον απόκτημα δια την κοινωνίαν, αξιαγάπητος στον Θεόν. |
|
Παρ. 12,28 |
ἐν ὁδοῖς δικαιοσύνης ζωή, ὁδοὶ δὲ μνησικάκων εἰς θάνατον. |
Παρ. 12,28 |
Εις τους δρόμους της αρετής υπάρχει η αληθινή και ευχάριστος ζωη, ενώ οι δρόμοι των μνησικάκων και εμπαθών ανθρώπων οδηγούν στον θάνατον. |
|
Κεφάλαιο 13ο |
Παρ. 13,1 |
Υἱὸς πανοῦργος ὑπήκοος πατρί, υἱὸς δὲ ἀνήκοος ἐν ἀπωλείᾳ. |
Παρ. 13,1 |
Υιός ευφυής και φρόνιμος υπακούει στον πατέρα του και προοδεύει, ενώ ο ανυπάκουος βαδίζει προς τον όλεθρον. |
|
Παρ. 13,2 |
ἀπὸ καρπῶν δικαιοσύνης φάγεται ἀγαθός, ψυχαὶ δὲ παρανόμων ὀλοῦνται ἄωροι. |
Παρ. 13,2 |
Ο ενάρετος άνθρωπος θα απολαύση τα αγαθά, που απέκτησέ με την δικαίαν και τιμίαν του εργασίαν, ενώ οι παράνομοι θα καταστραφούν με πρόωρον θάνατον |
|
Παρ. 13,3 |
ὃς φυλάσσει τὸ ἑαυτοῦ στόμα, τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὁ δὲ προπετὴς χείλεσι πτοήσει ἑαυτόν. |
Παρ. 13,3 |
Εκείνος που προσέχει τα λόγια του, προφυλάσσει την ζωήν του από πολλά κακά. Ο επιπόλαιος όμως και απερίσκεπτος εις τα λόγια του θα δημιουργήση στον εαυτόν του πολλούς φόβους και μεγάλας περιπετείας. |
|
Παρ. 13,4 |
ἐν ἐπιθυμίαις ἐστὶ πᾶς ἀεργός, χεῖρες δὲ ἀνδρείων ἐν ἐπιμελείᾳ. |
Παρ. 13,4 |
Καθε οκνηρός και κακός είναι γεμάτος με πάσης φύσεως επιθυμίας και όνειρα απραγματοποίητα. Τουναντίον αι χείρες των εργατικών ανθρώπων εργάζονταί με επιμέλειαν και δραστηριότητα. |
|
Παρ. 13,5 |
λόγον ἄδικον μισεῖ δίκαιος, ἀσεβὴς δὲ αἰσχύνεται καὶ οὐχ ἕξει παῤῥησίαν. |
Παρ. 13,5 |
Ο δίκαιος αποστρέφεται με μίσος κάθε λόγον, ο οποίος εκφράζει αδικίαν. Ο ασεβής όμως σκέπτεται και πράττει έργα, τα οποία τον καταισχύνουν και τον εξευτελίζουν. Δια τούτο δεν έχει το ηθικόν σθένος να παρουσιασθή ούτε ενώπιον των ανθρώπων, ούτε ενώπιον του Θεού. |
|
Παρ. 13,7 |
εἰσὶν οἱ πλουτίζοντες ἑαυτοὺς μηδὲν ἔχοντες, καί εἰσιν οἱ ταπεινοῦντες ἑαυτοὺς ἐν πολλῷ πλούτῳ. |
Παρ. 13,7 |
Υπάρχουν άνθρωποι κενόδοξοι και καυχησιολόγοι, οι οποίοι παρουσιάζουν τον εαυτόν των πλούσιον, ενώ είναι πάμπτωχοι. Υπάρχουν όμως και άλλοι, που φέρονται με ταπεινοφροσύνην, ενώ έχουν πολύν πλούτον. |
|
Παρ. 13,8 |
λύτρον ἀνδρὸς ψυχῆς ὁ ἴδιος πλοῦτος, πτωχὸς δὲ οὐχ ὑφίσταται ἀπειλήν. |
Παρ. 13,8 |
Ο πλούτος δίδεται, όταν παραστή ανάγκη, ως λύτρον, δια να σώση την ζωήν του πλουσίου. Ο πτωχός όμως δεν υπόκειται εις τέτοιας απειλάς και κινδύνους εκ μέρους ληστών, που ζητούν λύτρα. |
|
Παρ. 13,9 |
φῶς δικαίοις διαπαντός, φῶς δὲ ἀσεβῶν σβέννυται. |
Παρ. 13,9 |
Εις τους δικαίους ανθρώπους υπάρχει πάντοτε το παρά του Θεού φως της χαράς. Αλλά το φως της ζωής των ασεβών, αν υπάρξη, είναι προσωρινόν, ταχέως σβήνεται και χάνεται. |
|
Παρ. 13,9α |
ψυχαὶ δόλιαι πλανῶνται ἐν ἁμαρτίαις, δίκαιοι δὲ οἰκτείρουσι καὶ ἐλεοῦσι. |
Παρ. 13,9α |
Αι δόλιαι και πονηραί ψυχαί ζουν περιπλανώμενοι μέσα εις τους λαβυρίνθους της αμαρτίας, ενώ οι δίκαιοι ζουν ευχάριστα, συγχρόνως δε συμπαθούν και ελεούν και τους άλλους. |
|
Παρ. 13,10 |
κακὸς μεθ᾿ ὕβρεως πράσσει κακά, οἱ δὲ ἑαυτῶν ἐπιγνώμονες σοφοί. |
Παρ. 13,10 |
Ο αμετανόητος κακός άνθρωπος διαπράττει με θρασύτητα το κακόν και καυχάται δι' αυτό. Οσοι όμως έχουν αυτογνωσίαν είναι σοφοί και ταπεινόφρονες. |
|
Παρ. 13,11 |
ὕπαρξις ἐπισπουδαζομένη μετὰ ἀνομίας ἐλάσσων γίνεται, ὁ δὲ συνάγων ἑαυτῷ μετ᾿ εὐσεβείας πληθυνθήσεται· δίκαιος οἰκτείρει καὶ κιχρᾷ. |
Παρ. 13,11 |
Περιουσία, η οποία αποκτάται και αυξάνεται με παράνομα μέσα και εις ολίγον χρονικόν διάστημα, σύντομα θα ολιγοστεύση και θα εξαφανισθή. Εκείνος όμως ο οποίος συγκεντρώνει αγαθά και πλουτίζει κατά τρόπον δίκαιον και νόμιμον, θα γεμίση πράγματι από τας ευλογίας και τα αγαθά του Κυρίου. Ο δίκαιος λυπείται τους πτωχούς, τους στερουμένους και τους πάσχοντας, ελεεί και δανείζει. |
|
Παρ. 13,12 |
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή. |
Παρ. 13,12 |
Καλύτερος και ανώτερος είναι εκείνος, ο οποίος αρχίζει αμέσως να βοηθή τους άλλους με όλην του την καρδιά, από εκείνον που δίδει υποσχέσεις μόνον και ελπίδας δια βοήθειαν στο μέλλον. Διότι η αγαθή επιθυμία προς βοήθειαν των άλλων, η οποία πραγματοποιείται αμέσως, είναι δένδρον γεμάτο ζωήν. |
|
Παρ. 13,13 |
ὃς καταφρονεῖ πράγματος, καταφρονηθήσεται ὑπ᾿ αὐτοῦ· ὁ δὲ φοβούμενος ἐντολήν, οὗτος ὑγιαίνει. |
Παρ. 13,13 |
Εκείνος που καταφρονεί τον λόγον του Θεού και εκτρέπεται εις κακάς πράξεις, θα καταφρονηθή και θα καταδικασθή δι' αυτάς από τον Θεόν. Εκείνος όμως που σέβεται και τηρεί την εντολήν του Θεού, αυτός είναι υγιής ψυχικώς, θα έχη ζωήν και υγείαν. |
|
Παρ. 13,13α |
υἱῷ δολίῳ οὐδὲν ἔσται ἀγαθόν, οἰκέτῃ δὲ σοφῷ εὔοδοι ἔσονται πράξεις, καὶ κατευθυνθήσεται ἡ ὁδὸς αὐτοῦ. |
Παρ. 13,13α |
Εις τον δόλιον και κακόν υιόν κανένα αγαθόν δεν θα υπάρχη μονίμως. Εις τον υπηρέτην όμως τον συνετόν και έντιμον όλαι αι ενέργειαί του θα ευοδώνωνται και η πορεία της ζωής του θα κατευθύνεται και θα κυβερνάται από τον Θεόν. |
|
Παρ. 13,14 |
νόμος σοφοῦ πηγὴ ζωῆς, ὁ δὲ ἄνους ὑπὸ παγίδος θανεῖται. |
Παρ. 13,14 |
Ο νόμος του Θεού είναι πηγή ζωής δια τον σοφόν, ενώ ο άμυαλος και αμαρτωλός συλλαμβάνεται από παγίδα θανάτου. |
|
Παρ. 13,15 |
σύνεσις ἀγαθὴ δίδωσι χάριν, τὸ δὲ γνῶναι νόμον διανοίας ἐστὶν ἀγαθῆς, ὁδοὶ δὲ καταφρονούντων ἐν ἀπωλείᾳ. |
Παρ. 13,15 |
Η αγαθή σύνεσις, που χορηγείται από τον Θεόν, δίδει χάριν στον άνθρωπον, τον κάμνει δε συμπαθή και στους άλλους. Δια να γνωρίση όμως κανείς τον νόμον του Θεού, πρέπει να έχη καθαράν και καλοπροαίρετον καρδίαν και διάνοιαν. Αι πορείαι αυτών, που καταφρονούν τον θείον νόμον, οδηγούν στον όλεθρον. |
|
Παρ. 13,16 |
πᾶς πανοῦργος πράσσει μετὰ γνώσεως, ὁ δὲ ἄφρων ἐξεπέτασεν ἑαυτοῦ κακίαν. |
Παρ. 13,16 |
Καθε συνετός και έξυπνος άνθρωπος ενεργεί με περίσκεψιν κρίνων ορθώς πρόσωπα και πράγματα, ενώ ο ασύνετος ξεπετά και φανερώνει απερίσκεπτος την κακίαν του και δημιουργεί στον εαυτόν του ζητήματα. |
|
Παρ. 13,17 |
βασιλεὺς θρασὺς ἐμπεσεῖται εἰς κακά, ἄγγελος δὲ σοφὸς ῥύσεται αὐτόν. |
Παρ. 13,17 |
Βασιλεύς θρασύς και ασύνετος θα περιπέση εις πολλά κακά και θα εμπλέκεται εις πολλάς δυσκολίας. Ενας όμως συνετός σύμβουλος είναι δυνατόν να προλάβη τα λάθη του και να τον σώση από πολλάς περιπετείας. |
|
Παρ. 13,18 |
πενίαν καὶ ἀτιμίαν ἀφαιρεῖται παιδεία, ὁ δὲ φυλάσσων ἐλέγχους δοξασθήσεται. |
Παρ. 13,18 |
Η ορθή διαπεδαγώγησις και υγιής μόρφωσις διώχνει από την ζωήν την πτωχείαν και την καταφρόνησιν. Και εκείνος ο οποίος δέχεται τας υγιείς υποδείξεις και συμμορφώνεται με αυτάς, θα δοξασθή και θα τιμηθή από τους ανθρώπους. |
|
Παρ. 13,19 |
ἐπιθυμίαι εὐσεβῶν ἡδύνουσι ψυχήν, ἔργα δὲ ἀσεβῶν μακρὰν ἀπὸ γνώσεως. |
Παρ. 13,19 |
Αγιαι επιθυμίαι και ιεροί πόθοι των ευσεβών τέρπουν και γλυκαίνουν την ψυχήν των, ενώ τα έργα των ασεβών είναι μακράν από το θέλημα του Θεού και δημιουργούν πικρίαν και απογοήτευσιν. |
|
Παρ. 13,20 |
ὁ συμπορευόμενος σοφοῖς σοφὸς ἔσται, ὁ δὲ συμπορευόμενος ἄφροσι γνωσθήσεται. |
Παρ. 13,20 |
Εκείνος που συναναστρέφεται με σοφούς και εναρέτους, θα γίνη και αυτός σοφός και ενάρετος. Εξ αντιθέτου εκείνος ο οποίος συναναστρέφεται με αμαρτωλούς, θα γίνη και θα γνωσθή εις την κοινωνίαν ως όμοιός των, ενας από αυτούς. |
|
Παρ. 13,21 |
ἁμαρτάνοντας καταδιώξεται κακά, τοὺς δὲ δικαίους καταλήψεται ἀγαθά. |
Παρ. 13,21 |
Εκείνους που συστηματικά και αμετανόητα διαπράττουν το κακόν, θα τους κυνηγούν συνεχώς προς τιμωρίαν των αι δυστυχίαι και αι θλίψεις, ενώ τους εναρέτους θα τους συναντούν στον δρόμον της ζωής των και θα τους περιβάλλουν τα αγαθά. |
|
Παρ. 13,22 |
ἀγαθὸς ἀνὴρ κληρονομήσει υἱοὺς υἱῶν, θησαυρίζεται δὲ δικαίοις πλοῦτος ἀσεβῶν. |
Παρ. 13,22 |
Ο ενάρετος και ευσεβής άνθρωπος, θα αφήση κληρονομίαν οχι μοναχά εις τα παιδιά του αλλά και εις τα παιδιά των παιδιών του. Ο πλούτος δε των ασεβών ανθρώπων θησαυρίζεται, δια να περιέλθη εις τα χέρια των δικαίων. |
|
Παρ. 13,23 |
δίκαιοι ποιήσουσιν ἐν πλούτῳ ἔτη πολλά, ἄδικοι δὲ ἀπολοῦνται συντόμως. |
Παρ. 13,23 |
Οι δίκαιοι θα ζήσουν επί πολλά έτη έχοντες και απολαμβάνοντες τον πλούτον των, οι δε άδικοι θα καταστραφούν πολύ σύντομα. |
|
Παρ. 13,24 |
ὃς φείδεται τῆς βακτηρίας μισεῖ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, ὁ δὲ ἀγαπῶν ἐπιμελῶς παιδεύει. |
Παρ. 13,24 |
Ο πατέρας, ο οποίος λυπείται και δεν τιμωρεί με την παιδαγωγικήν ράβδον τον υιόν του, είναι το ίδιο ως εάν τον μισή. Εκείνος όμως που αγαπά με αληθινήν αγάπην το παιδί του, το διαπαιδαγωγεί και το ανατρέφει με πολλήν επιμέλειαν, με στοργήν αλλά και με αυστηρότητα. |
|
Παρ. 13,25 |
δίκαιος ἔσθων ἐμπιπλᾷ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, ψυχαὶ δὲ ἀσεβῶν ἐνδεεῖς. |
Παρ. 13,25 |
Ο δίκαιος, όταν τρώγη, χορταίνει και ικανοποιεί την ψυχήν του ευχαριστών τον Θεόν. Αι ψυχαί των ασεβών εξ αιτίας της αμαρτωλότητός των είναι σαν πτωχαί. Ποτέ δεν ευχαριστούνται εις χορτασμόν, έστω και αν έχουν πολλά και νόστιμα φαγητά. |
|
Κεφάλαιο 14ο |
Παρ. 14,1 |
Σοφαὶ γυναῖκες ᾠκοδόμησαν οἴκους, ἡ δὲ ἄφρων κατέσκαψε ταῖς χερσὶν αὐτῆς. |
Παρ. 14,1 |
Συνεταί και ενάρετοι γυναίκες έκτισαν με την νοικοκυρωσύνην των και ανέδειξαν τα σπίτια των και την οικογενειάν των, ενώ η άμυαλος και σπάταλος γυναίκα εξεθεμελίωσε με τα ίδια της τα χέρια το σπίτι της. |
|
Παρ. 14,2 |
ὁ πορευόμενος ὀρθῶς φοβεῖται τὸν Κύριον, ὁ δὲ σκολιάζων ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ ἀτιμασθήσεται. |
Παρ. 14,2 |
Εκείνος που ζη και φέρεται με τιμιότητα και δικαιοσύνην, σέβεται και φοβείται τον Θεόν, ενώ εκείνος ο οποίος βαδίζει διεστραμμένας οδούς, θα κατεξευτελισθή. |
|
Παρ. 14,3 |
ἐκ στόματος ἀφρόνων βακτηρία ὕβρεως, χείλη δὲ σοφῶν φυλάσσει αὐτούς. |
Παρ. 14,3 |
Από το στόμα των ασυνέτων ανθρώπων εξέρχονται λόγοι αλαζονικοί και υβριστικοί, οι οποίοι κτυπούν τους άλλους ωσάν με ρόπαλον, ενώ τα χείλη των συνετών και φρονίμων αυτών, που προσέχουν εις τα λόγια των, τους προφυλάσσουν από κακάς συνεπείας. |
|
Παρ. 14,4 |
οὗ μή εἰσι βόες, φάτναι καθαραί· οὗ δὲ πολλὰ γεννήματα, φανερὰ βοὸς ἰσχύς. |
Παρ. 14,4 |
Οπου δεν υπάρχουν βοϊδια, αι φάτναι είναι καθαραί, όπου όμως βλέπεις γεννήματα και εισοδήματα, εκεί γίνεται φανερά η αξία του βοϊδιού. |
|
Παρ. 14,5 |
μάρτυς πιστὸς οὐ ψεύδεται, ἐκκαίει δὲ ψευδῆ μάρτυς ἄδικος. |
Παρ. 14,5 |
Ο ευσυνείδητος και φιλαλήθης μάρτυς ποτέ δεν θα είπη και δεν θα καταθέση ψεύδη, ενώ ο ψευδομάρτυς με τας ψευδολογίας του ανάπτει πυρκαϊάς, που κατακαίουν τον πλησίον. |
|
Παρ. 14,6 |
ζητήσεις σοφίαν παρὰ κακοῖς καὶ οὐχ εὑρήσεις, αἴσθησις δὲ παρὰ φρονίμοις εὐχερής. |
Παρ. 14,6 |
Θα αναζητήσης σοφίαν και σύνεσιν μεταξύ των κακών ανθρώπων και δεν θα την εύρης. Εις τους φρόνιμους όμως και συνετούς ανθρώπους θα συναντήσης εύκολα την αληθινήν γνώσιν και την δικαίαν διάκρισιν. |
|
Παρ. 14,7 |
πάντα ἐναντία ἀνδρὶ ἄφρονι, ὅπλα δὲ αἰσθήσεως χείλη σοφά. |
Παρ. 14,7 |
Εις τον ασύνετον άνθρωπον, που δεν υπάρχει φρόνησις δια να τον κυβηρνήση, έρχονται όλα αντίθετα και ανάποδα, ενώ τα χείλη του σοφού είναι δι' αυτόν ωσάν όπλα, που εκφράζουν και υπερασπίζουν την αληθινήν γνώσιν. |
|
Παρ. 14,8 |
σοφία πανούργων ἐπιγνώσεται τὰς ὁδοὺς αὐτῶν, ἄνοια δὲ ἀφρόνων ἐν πλάνῃ. |
Παρ. 14,8 |
Η ευφυΐα και η σύνεσις των κατά Θεόν σοφών ανθρώπων γνωρίζει και καθοδηγεί αυτούς στο πως πρέπει να φέρωνται. Αντιθέτως η αμυαλωσύνη των αφρόνων τους οδηγεί εις την πλάνην και στον όλεθρον. |
|
Παρ. 14,9 |
οἰκίαι παρανόμων ὀφειλήσουσι καθαρισμόν, οἰκίαι δὲ δικαίων δεκταί. |
Παρ. 14,9 |
Τα σπίτια, αι οικογένειαι των παρανόμων ανθρώπων πρέπει να υποβληθούν εις κάθαρσιν δια της μετανοίας, ενώ αι οικίαι και αι οικογένειαι των δικαίων είναι καθαραί και ευάρεστοι ενώπιον του Θεού. |
|
Παρ. 14,10 |
καρδία ἀνδρὸς αἰσθητική, λυπηρὰ ψυχὴ αὐτοῦ· ὅταν δὲ εὐφραίνηται, οὐκ ἐπιμίγνυται ὕβρει. |
Παρ. 14,10 |
Ο ψυχικώς υγιής άνθρωπος έχει ευαίσθητον την καρδίαν, η δε ψυχή του πονεί εις τας θλίψεις τας ιδικάς του και των άλλων. Οταν δε του έρχωνται ευνοϊκαι περιστάσεις και ευφραίνεται εξ αυτών, δεν κυριεύεται από το πνεύμα της αλαζονείας. |
|
Παρ. 14,11 |
οἰκίαι ἀσεβῶν ἀφανισθήσονται, σκηναὶ δὲ κατορθούντων στήσονται. |
Παρ. 14,11 |
Αι οίκιαι των ασεβών θα εξαφανισθούν, αι σκηναί όμως των δικαίων, έστω και αν είναι πτωχαί, θα μένουν όρθιαι και ασάλευτοι. |
|
Παρ. 14,12 |
ἔστιν ὁδός, ἣ δοκεῖ παρὰ ἀνθρώποις ὀρθὴ εἶναι, τὰ δὲ τελευταῖα αὐτῆς ἔρχεται εἰς πυθμένα ᾄδου. |
Παρ. 14,12 |
Υπάρχουν τρόποι ζωής, τους οποίους μερικοί άνθρωποι θεωρούν ως ορθούς, ενώ εις την πραγματικότητα είναι λανθασμένοι και αμαρτωλοί. Το τέρμα όμως αυτών των οδών φθάνει εις τα βάθη του άδου. |
|
Παρ. 14,13 |
ἐν εὐφροσύναις οὐ προσμίγνυται λύπη, τελευταῖα δὲ χαρὰ εἰς πένθος ἔρχεται. |
Παρ. 14,13 |
Εις τας τέρψεις και διασκεδάσστου ανθρώπου δεν αναμιγνύεται και δεν φαίνεται να έχη μέρος η λύπη. Εις το τέλος όμως η ευφροσύνη αυτή, εφ' όσον στηρίζεται επί της αμαρτίας, οδηγεί στο πένθος. |
|
Παρ. 14,14 |
τῶν ἑαυτοῦ ὁδῶν πλησθήσεται θρασυκάρδιος, ἀπὸ δὲ τῶν διανοημάτων αὐτοῦ ἀνὴρ ἀγαθός. |
Παρ. 14,14 |
Ο θρασύς και σκληρόκαρδος άνθρωπος θα χορτάση από τας ολεθρίας συνεπείας της διαγωγής του, θα απολαύση τα επίχειρα της κακίας του. Εξ αντιθέτου ο αγαθός άνθρωπος θα ευχαριστηθή και θα χαρή από τας συνεπείας των καλών σκέψεων και αποφάσεών του. |
|
Παρ. 14,15 |
ἄκακος πιστεύει παντὶ λόγῳ, πανοῦργος δὲ ἔρχεται εἰς μετάνοιαν. |
Παρ. 14,15 |
Ο απονήρευτος και αφελής άνθρωπος δίδει εμπιστοσύνην εις κάθε λόγον, τον οποίον θα ακούση. Ο έξυπνος όμως και συνετός, και αν προς στιγμήν πιστεύση όλα όσα ακούση, τα επανεξετάζει· και αν δεν τα εύρη ορθά αλλάσσει γνώμην. |
|
Παρ. 14,16 |
σοφὸς φοβηθεὶς ἐξέκλινεν ἀπὸ κακοῦ, ὁ δὲ ἄφρων ἑαυτῷ πεποιθὼς μίγνυται ἀνόμῳ. |
Παρ. 14,16 |
Ο συνετός και μυαλωμένος άνθρωπος, επειδή φοβείται το κακόν και τας συνεπείας του, αποφεύγει την συναναστροφήν με τους κακούς, ενώ ο αμυαλος, επειδή έχει αυτοπεποίθησιν, επικοινωνεί και συναναστρέφεται με τους καταπατούντας τον θείον νόμον. |
|
Παρ. 14,17 |
ὀξύθυμος πράσσει μετὰ ἀβουλίας, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος πολλὰ ὑποφέρει. |
Παρ. 14,17 |
Ο οξύθυμος, επειδή σκοτίζεται από τον θυμόν και δεν είναι κύριος του εαυτού του, εκτρέπεται εις απερισκέπτους πράξεις. Ο φρόνιμος όμως και κύριος του εαυτού του άνθρωπος πολλά ανέχεται και ενεργεί μετά συνέσεως. |
|
Παρ. 14,18 |
μεριοῦνται ἄφρονες κακίαν, οἱ δὲ πανοῦργοι κρατήσουσιν αἰσθήσεως. |
Παρ. 14,18 |
Μερίδιον και κτήμα των θα έχουν οι άφρονες την κακότητα, οι δε ευφυείς και συνετοί θα έχουν ως κτήμα των την αληθινήν γνώσιν και την ηθικήν διάκρισιν. |
|
Παρ. 14,19 |
ὀλισθήσουσι κακοὶ ἔναντι ἀγαθῶν, καὶ ἀσεβεῖς θεραπεύσουσι θύρας δικαίων. |
Παρ. 14,19 |
Οι κακοί θα γλυστρήσουν και θα πέσουν ενώπιον των αγαθών ανθρώπων, και οι ασεβείς θα γίνουν υπηρέται εις τας θύρας των δικαίων. |
|
Παρ. 14,20 |
φίλοι μισήσουσι φίλους πτωχούς, φίλοι δὲ πλουσίων πολλοί. |
Παρ. 14,20 |
Ψευδείς και ιδιοτελείς φίλοι θα μισήσουν και θα εγκαταλείψουν τους φίλους των, εάν εκείνοι πτωχύνουν. Οι φίλοι όμως των πλουσίων, δηλαδή οι κόλακες, είναι πολλοί, επειδή αποβλέπουν εις την εκμετάλλευσιν εκείνων. |
|
Παρ. 14,21 |
ὁ ἀτιμάζων πένητας ἁμαρτάνει, ἐλεῶν δὲ πτωχοὺς μακαριστός. |
Παρ. 14,21 |
Οποιος εξευτελίζει και καταφρονεί τον πτωχόν, διαπράττει αμαρτίαν, ενώ εκείνος που ελεεί τους πτωχούς, είναι αξιομακάριστος και αξιέπαινος. |
|
Παρ. 14,22 |
πλανώμενοι τεκταίνουσι κακά, ἔλεον δὲ καὶ ἀλήθειαν τεκταίνουσιν ἀγαθοί. οὐκ ἐπίστανται ἔλεον καὶ πίστιν τέκτονες κακῶν, ἐλεημοσύναι δὲ καὶ πίστεις παρὰ τέκτοσιν ἀγαθοῖς. |
Παρ. 14,22 |
Εκείνοι που περπτλανώνται στο σκότος της αμαρτίας, καταστρώνουν πονηρά σχέδια και παίρνουν κακάς αποφάσεις εις βάρος των άλλων, ενώ οι πράγματι αγαθοί άνθρωποι καταρτίζουν αγαθά σχέδια και παίρνουν ειλικρινείς αποφάσεις εις βοήθειαν των άλλων. Οι σχεδιάζοντες και επιδιώκοντες το κακόν, δεν γνωρίζουν την ευσπλαγχνίαν και την ευθύτητα. Ευσπλαγχνία όμως και τιμιότης και αξιοπιστία υπάρχουν στους εργάτας του καλού. |
|
Παρ. 14,23 |
ἐν παντὶ μεριμνῶντι ἔνεστι περισσόν, ὁ δὲ ἡδὺς καὶ ἀνάλγητος ἐν ἐνδείᾳ ἔσται. |
Παρ. 14,23 |
Εις κάθε εργατικόν και τίμιον άνθρωπον υπάρχει πλεόνασμα αγαθών; Ο φιλήδονος όμως και αναίσθητος θα ευρίσκεται πάντοτε εις στέρησιν και πτωχείαν. |
|
Παρ. 14,24 |
στέφανος σοφῶν πλοῦτος αὐτῶν, ἡ δὲ διατριβὴ ἀφρόνων κακή. |
Παρ. 14,24 |
Στέφανος των σοφών είναι ο πλούτος, όχι μόνον ο υλικός αλλά και ο πνευματικός, ενώ η αναστροφή και επιδίωξις των ασυνέτων είναι κακή και με κακάς συνεπείας. |
|
Παρ. 14,25 |
ῥύσεται ἐκ κακῶν ψυχὴν μάρτυς πιστός, ἐκκαίει δὲ ψεύδη δόλιος. |
Παρ. 14,25 |
Από πολλά δεινά και άδικον καταδίκην ενας αξιόπιστος μάρτυς θα απαλλάξη τον αθώον. Τουναντίον ο ψευδής και δόλιος μάρτυς θα προσπαθήση να ανάψη πυρκαϊάν με τας ψευδολογίας του. |
|
Παρ. 14,26 |
ἐν φόβῳ Κυρίου ἐλπὶς ἰσχύος, τοῖς δὲ τέκνοις αὐτοῦ καταλείπει ἔρεισμα. |
Παρ. 14,26 |
Εκείνος που σέβεται και φοβείται τον Κυριον, έχει βέβαιον την ελπίδα ότι θα αποκτήση δύναμιν υλικήν και πνευματικήν. Εις δε τα τέκνα του θα αφήση ακλόνητον θεμέλιον, ώστε και εκείνα να προοδεύσουν. |
|
Παρ. 14,27 |
πρόσταγμα Κυρίου πηγὴ ζωῆς, ποιεῖ δὲ ἐκκλίνειν ἐκ παγίδος θανάτου. |
Παρ. 14,27 |
Αι εντολαί του Κυρίου είναι πηγή της ζωής μας, διότι μας προφυλάσσουν και μας αποτρέπουν από τας παγίδας του θανάτου. |
|
Παρ. 14,28 |
ἐν πολλῷ ἔθνει δόξα βασιλέως, ἐν δὲ ἐκλείψει λαοῦ συντριβὴ δυνάστου. |
Παρ. 14,28 |
Η δόξα και η δύναμις του κάθε βασιλέως στηρίζεται στο πλήθος του λαού του. Οταν όμως λείψη ο λαός, θα συντριβή και ο ίδιος ο βασιλεύς. |
|
Παρ. 14,29 |
μακρόθυμος ἀνὴρ πολὺς ἐν φρονήσει, ὁ δὲ ὀλιγόψυχος ἰσχυρῶς ἄφρων. |
Παρ. 14,29 |
Ο πράος, ο υπομονητικός και με αυτοκυριαρχίαν άνθρωπος έχει πολλήν φρόνησιν. Ενῷ ο μικρόψυχος και ευέξαπτος είναι παρά πολύ ανόητος. |
|
Παρ. 14,30 |
πραΰθυμος ἀνὴρ καρδίας ἰατρός, σὴς δὲ ὀστέων καρδία αἰσθητική. |
Παρ. 14,30 |
Ο πράος και υπομονητικός άνθρωπος είναι ο καλύτερος ιατρός των πόνων της καρδίας των άλλων. Σκουλήκι δέ που κατατρώγει τα κόκκαλα των ανθρώπων, είναι η ευερέθιστος και εύθικτος καρδία. |
|
Παρ. 14,31 |
ὁ συκοφαντῶν πένητα παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν, ὁ δὲ τιμῶν αὐτὸν ἐλεεῖ πτωχόν. |
Παρ. 14,31 |
Εκείνος που συκοφαντεί και εκμεταλλεύεται τον πτωχόν, εξοργίζει τον Θεόν, ο οποίος έπλασε τον πτωχόν. Εκείνος δέ που τιμά και σέβεται τον Θεόν, ελεεί τον πτωχόν ως τέκνον του Θεού. |
|
Παρ. 14,32 |
ἐν κακίᾳ αὐτοῦ ἀπωσθήσεται ἀσεβής, ὁ δὲ πεποιθὼς τῇ ἑαυτοῦ ὁσιότητι δίκαιος. |
Παρ. 14,32 |
Ο αμαρτωλός άνθρωπος από αυτήν ταύτην την κακίαν του θα σπρωχθή και θα κατακρημνισθή εις την απώλειαν. Εκείνος όμως ο οποίος στηρίζεται εις την αρετήν και την αγνότητα της καρδίας, θα είναι δίκαιος ενώπιον του Θεού και ευλογημένος. |
|
Παρ. 14,33 |
ἐν καρδίᾳ ἀγαθῇ ἀνδρὸς ἀναπαύσεται σοφίᾳ, ἐν δὲ καρδίᾳ ἀφρόνων οὐ διαγινώσκεται. |
Παρ. 14,33 |
Η αληθινή και προς την αρετήν οδηγούσα σοφία κατοικεί και αναπαύεται εις την αγαθήν καρδίαν του ανθρώπου. Εις την καρδίαν όμως των κακών ανθρώπων είναι άγνωστος η κατά Θεόν σοφία. |
|
Παρ. 14,34 |
δικαιοσύνη ὑψοῖ ἔθνος, ἐλασσονοῦσι δὲ φυλὰς ἁμαρτίαι. |
Παρ. 14,34 |
Η δικαιοσύνη εξυψώνει και αναδεικνύει ένα έθνος, ενώ αι αμαρτίαι ελαττώνουν και εξολοθρεύουν ολοκλήρους φυλάς. |
|
Παρ. 14,35 |
δεκτὸς βασιλεῖ ὑπηρέτης νοήμων, τῇ δὲ ἑαυτοῦ εὐστροφίᾳ ἀφαιρεῖται ἀτιμίαν. |
Παρ. 14,35 |
Ευπρόσδεκτος είναι στον σοφόν βασιλέα ένας συνετός σύμβουλος, διότι με την πνευματικήν αυτού ικανότητα και ευστροφίαν τον προφυλάσσει από αποτυχίας και εξευτελισμούς. |
|
Κεφάλαιο 15ο |
Παρ. 15,1 |
Ὀργὴ ἀπόλλυσι καὶ φρονίμους, ἀπόκρισις δὲ ὑποπίπτουσα ἀποστρέφει θυμόν, λόγος δὲ λυπηρὸς ἐγείρει ὀργάς. |
Παρ. 15,1 |
Ο θυμός και η οργή καταστρέφει και αυτούς ακόμη τους φρόνιμους. Απάντησις δε μετά ταπεινοφροσύνης και πραότητος αναχαιτίζει τον θυμόν. Λογος όμως εξερεθιστικός προκαλεί και εξεγείρει θυμούς. |
|
Παρ. 15,2 |
γλῶσσα σοφῶν καλὰ ἐπίσταται, στόμα δὲ ἀφρόνων ἀναγγέλλει κακά. |
Παρ. 15,2 |
Η γλώσσα των συνετών ανθρώπων γνωρίζει και λέγει τα ορθά και πρέποντα, ενώ το στόμα των ασυνέτων και ανοήτων διαλαλεί διαρκώς λόγια κακά και αναιδή. |
|
Παρ. 15,3 |
ἐν παντὶ τόπῳ ὀφθαλμοὶ Κυρίου, σκοπεύουσι κακούς τε καὶ ἀγαθούς. |
Παρ. 15,3 |
Εις κάθε μέρος της υλικής και πνευματικής δημιουργίας τα μάτια του Θεού παρατηρούν τα πάντα. Εποπτεύουν τους καλούς και τους αγαθούς εις όλας αυτών τας καταστάσεις και ενεργείας. |
|
Παρ. 15,4 |
ἴασις γλώσσης δένδρον ζωῆς, ὁ δὲ συντηρῶν αὐτὴν πλησθήσεται πνεύματος, |
Παρ. 15,4 |
Η θεραπεία, την οποίαν προσφέρει η γλυκεία και ευλαβής γλώσσα, ομοιάζει προς πλουσιόκαρπον δένδρον ζωής. Οποιος προσέχει και συγκρατεί την γλώσσαν του, θα γέμιση από το Πνεύμα του Θεού. |
|
Παρ. 15,5 |
ἄφρων μυκτηρίζει παιδείαν πατρός, ὁ δὲ φυλάσσων ἐντολὰς πανουργότερος. |
Παρ. 15,5 |
Ο ασύνετος εμπαίζει και καταφρονεί την στοργικήν παιδαγωγίαν του πατρός. Εκείνος όμως ο οποίος ακούει με προσοχήν και τηρεί τας πατρικάς εντολάς, αναδεικνύεται εξυπνότερος και συνετώτερος. |
|
Παρ. 15,6 |
ἐν πλεοναζούσῃ δικαιοσύνῃ ἰσχὺς πολλή, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ὁλόῤῥιζοι ἐκ γῆς ἀπολοῦνται. οἴκοις δικαίων ἰσχὺς πολλή, καρποὶ δὲ ἀσεβῶν ἀπολοῦνται. |
Παρ. 15,6 |
Οπου υπάρχει μεγάλη και πολύπλευρος αρετή, εκεί υπάρχει πολλή δύναμις και πρόοδος. Οι ασεβείς όμως σύρριζα θα εξολοθρευθούν από την γην. Εις τας οικίας και τας οικογενείας των δικαίων υπάρχει πολλή δύναμις πλούτου και αρετής. Τα δε πλούτη των ασεβών θα καταστραφούν. |
|
Παρ. 15,7 |
χείλη σοφῶν δέδεται αἰσθήσει, καρδία δὲ ἀφρόνων οὐκ ἀσφαλεῖς. |
Παρ. 15,7 |
Τα χείλη των σοφών και ευσεβών είναι στενά συνδεδεμένα και αχώριστα με την αληθή γνώσιν και σοφίαν, ενώ αι καρδίαι των ασυνέτων δεν έχουν σταθερόν στήριγμα αλλ' εκτρέπονται απ' έδω και από εκεί. |
|
Παρ. 15,8 |
θυσίαι ἀσεβῶν βδέλυγμα Κυρίῳ, εὐχαὶ δὲ κατευθυνόντων δεκταὶ παρ᾿ αὐτῷ. |
Παρ. 15,8 |
Αι θυσίαι των ασεβών είναι αποκρουστικαί και μισηταί από τον Κυριον. Αι προσευχαί όμως και τα τάματα αυτών, που συμμορφώνονται προς το θείον θέλημα, είναι ευάρεστα και ευπρόσδεκτα από τον Θεόν. |
|
Παρ. 15,9 |
βδέλυγμα Κυρίῳ ὁδοὶ ἀσεβοῦς, διώκοντας δὲ δικαιοσύνην ἀγαπᾷ. |
Παρ. 15,9 |
Αποκρουστικαί και μισηταί ενώπιον του Κυρίου είναι αι πορείαι της ζωής του ασεβούς. Εξ αντιθέτου δε ο Κυριος αγαπά εκείνους, οι οποίοι επιδιώκουν την αρετήν. |
|
Παρ. 15,10 |
παιδεία ἀκάκου γνωρίζεται ὑπὸ τῶν παριόντων, οἱ δὲ μισοῦντες ἐλέγχους τελευτῶσιν αἰσχρῶς. |
Παρ. 15,10 |
Η κατά Θεόν μόρφωσις του αγαθού και απονηρεύτου ανθρώπου γίνεται αμέσως γνωστή και από αυτούς ακόμη τους περαστικούς. Οσοι όμως μισούν και αποστρέφονται τους δικαίους ελέγχους, αποθνήσκουν κατά τρόπον επονείδιστον και εξευτελιστικόν. |
|
Παρ. 15,11 |
ᾅδης καὶ ἀπώλεια φανερὰ παρὰ τῷ Κυρίῳ· πῶς οὐχὶ καὶ αἱ καρδίαι τῶν ἀνθρώπων; |
Παρ. 15,11 |
Αφού αυτός ούτος ο άδης και η χώρα της απωλείας των αμαρτωλών είναι ολοφάνερα ενώπιον του Κυρίου, πως δεν είναι φανεραί ενώπιόν του και αι καρδίαι των ανθρώπων; |
|
Παρ. 15,12 |
οὐκ ἀγαπήσει ἀπαίδευτος τοὺς ἐλέγχοντας αὐτόν, μετὰ δὲ σοφῶν οὐχ ὁμιλήσει. |
Παρ. 15,12 |
Ο απαίδευτος και ανεπίδεκτος μαθήσεως άνθρωπος δεν θα αγαπήση ποτέ αυτούς που τον ελέγχουν προς διόρθωσίν του. Με σοφούς και ενάρετους ανθρώπους δεν θα θελήση ποτέ να συναναστροφή. |
|
Παρ. 15,13 |
καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει, ἐν δὲ λύπαις οὔσης σκυθρωπάζει. |
Παρ. 15,13 |
Οταν η καρδία χαίρη και ευφραίνεται από την αρετήν, το πρόσωπον είναι θαλλερόν και χαρούμενον. Οταν όμως η καρδία ευρίσκεται υπό το κράτος λύπης, το πρόσωπον αποκτά μελαγχολικήν και σκυθρωπήν όψιν. |
|
Παρ. 15,14 |
καρδία ὀρθὴ ζητεῖ αἴσθησιν, στόμα δὲ ἀπαιδεύτων γνώσεται κακά. |
Παρ. 15,14 |
Η καλή και αγαθή καρδία ζητεί να αποκτήση την αληθινήν γνώσιν και σοφίαν. Εξ αντιθέτου το στόμα των ψυχικώς ακαλλιεργήτων και απαιδεύτων ανθρώπων θα γνωρίζη και θα εκφράζη κακά μόνον νοήματα και έργα. |
|
Παρ. 15,15 |
πάντα τὸν χρόνον οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν κακῶν προσδέχονται κακά, οἱ δὲ ἀγαθοὶ ἡσυχάζουσι διαπαντός. |
Παρ. 15,15 |
Οι πονηροί άνθρωποι καθ' όλον τον χρόνον της ζωής των στρέφουν περιδεείς ολόγυρα τους οφθαλμούς των, αναμένοντες να εκσπάσουν εναντίον των τιμωρίαι και συμφοραί. Εξ αντιθέτου οι αγαθοί ζουν καθ' όλον το διάστημα της ζωής των με ησυχίαν και ειρήνην. |
|
Παρ. 15,16 |
κρεῖσσον μικρὰ μερὶς μετὰ φόβου Κυρίου ἢ θησαυροὶ μεγάλοι μετὰ ἀφοβίας. |
Παρ. 15,16 |
Είναι καλύτερον και προτιμότερον να έχη κανείς μικράν περιουσίαν με φόβον Κυρίου, παρά να έχη πολλούς και μεγάλους θησαυρούς άνευ φόβου Θεού. |
|
Παρ. 15,17 |
κρείσσων ξενισμὸς μετὰ λαχάνων πρὸς φιλίαν καὶ χάριν ἢ παράθεσις μόσχων μετὰ ἔχθρας. |
Παρ. 15,17 |
Καλύτερα και προτιμότερα είναι φιλοξενία με λάχανα, η οποία διαπνέεται από φιλίαν και χάριν, παρά φιλοξενία με πλούσια φαγητά, από κρέας μόσχου, η οποία διαποτίζεται από εχθρότητα και μίσος. |
|
Παρ. 15,18 |
ἀνὴρ θυμώδης παρασκευάζει μάχας, μακρόθυμος δὲ καὶ τὴν μέλλουσαν καταπραΰνει. |
Παρ. 15,18 |
Ο ευερέθιστος και θυμώδης άνθρωπος υπεγείρει και προκαλεί φιλονεικίας και μάχας, ενώ ο πράος και υπομονητικός προλαμβάνει και κατασιγάζει και την μέλλουσαν να εκραγή φιλονεικίαν. |
|
Παρ. 15,18α |
μακρόθυμος ἀνὴρ κατασβέσει κρίσεις, ὁ δὲ ἀσεβὴς ἐγείρει μᾶλλον. |
Παρ. 15,18α |
Ο πράος και υπομονητικός άνθρωπος θα κατασβέση τας φιλονεικίας και τας έριδας και θα προλάβη δικαστικούς αγώνας, ενώ ο ασεβής μάλλον τας προκαλεί και τας ανάπτει. |
|
Παρ. 15,19 |
ὁδοὶ ἀεργῶν ἐστρωμέναι ἀκάνθαις, αἱ δὲ τῶν ἀνδρείων τετριμμέναι. |
Παρ. 15,19 |
Οι δρόμοι της ζωής των οκνηρών και αέργων ανθρώπων είναι στρωμένοι με αγκάθια, με θλίψεις και δυσκολίας. Ενῷ οι δρόμοι των εργατικών και δραστηρίων είναι ομαλοί και ευκολοπεριπάτητοι. |
|
Παρ. 15,20 |
υἱὸς σοφὸς εὐφραίνει πατέρα, υἱὸς δὲ ἄφρων μυκτηρίζει μητέρα αὐτοῦ. |
Παρ. 15,20 |
Ο σοφός και συνετός υιός δίδει χαράν πολλήν και ευφροσύνην στον πατέρα του, ο δε ασύνετος καταφρονεί και περιπαίζει την μητέρα του. |
|
Παρ. 15,21 |
ἀνοήτου τρίβοι ἐνδεεῖς φρενῶν, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος κατευθύνων πορεύεται. |
Παρ. 15,21 |
Οι τρόποι ζωής και ενεργείας του ασυνέτου είναι παράλογοι, ενώ ο συνετός και φρόνιμος ανήρ πορεύεται την ορθήν κατεύθυνσιν. |
|
Παρ. 15,22 |
ὑπερτίθενται λογισμοὺς οἱ μὴ τιμῶντες συνέδρια, ἐν δὲ καρδίαις βουλευομένων μένει βουλή. |
Παρ. 15,22 |
Οι ασύνετοι άνθρωποι αναβάλλουν να εκπληρώσουν τας αποφάσεις, που έλαβαν τα συνέδρια, διότι εν τη υψηλοφροσύνη των τα υποτιμούν. Εις τας καρδίας όμως των συνετών αρχόντων γίνεται αποδεκτή η απόφασις, την οποίαν τους υποβάλλουν οι σύμβουλοί των και τίθεται εις εφαρμογήν. |
|
Παρ. 15,23 |
οὐ μὴ ὑπακούσῃ ὁ κακὸς αὐτῇ, οὐδὲ μὴ εἴπῃ καίριόν τι καὶ καλὸν τῷ κοινῷ. |
Παρ. 15,23 |
Ο κακός όμως άρχων δεν θα συμμορφωθή και δεν θα υπακούση εις την απόφασιν των καλών συμβούλων του. Δεν θα είπη ποτέ κάτι το αξιόλογον και επωφελές δια τον λαόν. |
|
Παρ. 15,24 |
ὁδοὶ ζωῆς διανοήματα συνετοῦ, ἵνα ἐκκλίνας ἐκ τοῦ ᾅδου σωθῇ. |
Παρ. 15,24 |
Αι σκέψεις και τα νοήματα του συνετού ανθρώπου είναι πορεία ζωής και ετσι αυτός παρεκκλίνει από εσφαλμένας οδούς και σώζεται από τον θάνατον και τον άδην. |
|
Παρ. 15,25 |
οἴκους ὑβριστῶν κατασπᾷ Κύριος, ἐστήρισε δὲ ὅριον χήρας. |
Παρ. 15,25 |
Τα αρχοντικά σπίτια των αλαζόνων και υπερηφάνων κατακρημνίζει ο Κυριος, προστατεύει όμως τα σύνορα του αγρού της χήρας εναντίον εκείνων, που τα επιβουλεύονται. |
|
Παρ. 15,26 |
βδέλυγμα Κυρίῳ λογισμὸς ἄδικος, ἁγνῶν δὲ ῥήσεις σεμναί. |
Παρ. 15,26 |
Αποκρουστικαί και μισηταί είναι ενώπιον του Κυρίου αι άδικοι σκέψεις και αποφάσεις, ενώ οι λόγοι των αγνών ανθρώπων, καθ' ο σεμνοί, είναι αρεστοί στον Κυριον. |
|
Παρ. 15,27 |
ἐξόλλυσιν ἑαυτὸν ὁ δωρολήπτης, ὁ δὲ μισῶν δώρων λήψεις σώζεται. (Μασ. ΙΣΤ, 6) |
Παρ. 15,27 |
Ο δικαστής, που δωροδοκείται, καταστρέφει κατά πρώτον και κύριον λόγον τον εαυτόν του. Εξ αντιθέτου ο δικαστής, ο οποίος αποστρέφεται και μισεί τα δώρα, σώζεται από πολλάς οδυνηράς συνεπείας. |
|
Παρ. 15,27α |
ἐλεημοσύναις καὶ πίστεσιν ἀποκαθαίρονται ἁμαρτίαι, τῷ δὲ φόβῳ Κυρίου ἐκκλίνει πᾶς ἀπὸ κακοῦ. |
Παρ. 15,27α |
Με ελεημοσύνας, με την εντιμότητα και την αξιοπιστίαν καθαρίζονται αι αμαρτίαι των ανθρώπων και με τον φόβον του Κυρίου αποφεύγει κάθε ευσεβής άνθρωπος το κακόν. |
|
Παρ. 15,28 |
καρδίαι δικαίων μελετῶσι πίστεις, στόμα δὲ ἀσεβῶν ἀποκρίνεται κακά. (Μασ. Ι, 7) |
Παρ. 15,28 |
Η διάνοια και η καρδία των δικαίων μελετά αληθείς και αξιοπίστους μαρτυρίας, ενώ το στόμα των ασεβών δίδει ψευδείς και πονηράς αποκρίσεις. |
|
Παρ. 15,28α |
δεκταὶ παρὰ Κυρίῳ ὁδοὶ ἀνθρώπων δικαίων, διὰ δὲ αὐτῶν καὶ οἱ ἐχθροὶ φίλοι γίνονται. |
Παρ. 15,28α |
Ευπρόσδεκτοι είναι ενώπιον του Κυρίου αι πορείαι της ζωής των ευσεβών ανθρώπων, με τους καλούς των δε τρόπους κάμνουν και τους εχθρούς των ακόμη φίλους. |
|
Παρ. 15,29 |
μακρὰν ἀπέχει ὁ Θεὸς ἀπὸ ἀσεβῶν, εὐχαῖς δὲ δικαίων ἐπακούει. (Μασ. ΙΣΤ,8) |
Παρ. 15,29 |
Ο Θεός ευρίσκεται πολύ μακράν και δεν ακούει τους ασεβείς ανθρώπους. Προσέχει όμως τας προσευχάς των ευσεβών ανθρώπων. |
|
Παρ. 15,29α |
κρείσσων ὀλίγη λῆψις μετὰ δικαιοσύνης ἢ πολλὰ γεννήματα μετὰ ἀδικίας. |
Παρ. 15,29α |
Είναι καλύτερα και προτιμότερα ολίγα κέρδη με δικαιοσύνην, παρά πολλά υλικά αγαθά με αδικίαν. |
|
Παρ. 15,29β |
καρδία ἀνδρὸς λογιζέσθω δίκαια, ἵνα ὑπὸ τοῦ Θεοῦ διορθωθῇ τὰ διαβήματα αὐτοῦ. |
Παρ. 15,29β |
Ο νους του ανθρώπου πρέπει να σκέπτεται και η καρδία αύτού να δέχεται το δίκαιον, το σύμφωνον με το θέλημα του Θεού, δια να ευοδωθούν αι πορείαι και αι ενέργειαι αυτού. |
|
Παρ. 15,30 |
θεωρῶν ὀφθαλμὸς καλὰ εὐφραίνει καρδίαν, φήμη δὲ ἀγαθὴ πιαίνει ὀστᾶ. |
Παρ. 15,30 |
Ο άδολος οφθαλμός, όταν βλέπη τα θαυμάσια της δημιουργίας η και καλά έργα των ανθρώπων, ευφραίνει την καρδίαν. Ονομα δε καλόν και υπόληψις μεταξύ των ανθρώπων λιπαίνει και τονώνει τα οστά και κάμνει χαρούμενον τον άνθρωπον. |
|
Παρ. 15,32 |
ὃς ἀπωθεῖται παιδείαν, μισεῖ ἑαυτόν, ὁ δὲ τηρῶν ἐλέγχους ἀγαπᾷ ψυχὴν αὐτοῦ. |
Παρ. 15,32 |
Εκείνος που αποστρέφεται και απορρίπτει την αληθινήν παιδαγωγίαν και μόρφωσιν, μισεί τον εαυτόν του. Εκείνος όμως, ο οποίος ακούει με προσοχήν και τηρεί με προθυμίαν τους ορθούς ελέγχους, που του γίνονται, αγαπά την ψυχήν του. |
|
Παρ. 15,33 |
φόβος Θεοῦ παιδεία καὶ σοφία, καὶ ἀρχὴ δόξης ἀποκριθήσεται αὐτῇ. |
Παρ. 15,33 |
Η ευλάβεια και ο φόβος προς τον Θεόν έχει ως καρπόν την αληθινήν παιδείαν και σοφίαν. Και ο κατά Θεόν ευπαίδευτος από αυτήν την ζωήν θα αρχιση να δοξάζεται. |
|
Κεφάλαιο 16ο |
Παρ. 16,1 |
Πάντα τὰ ἔργα τοῦ ταπεινοῦ φανερὰ παρὰ τῷ Θεῷ, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἐν ἡμέρᾳ κακῇ ὀλοῦνται. |
Παρ. 16,1 |
Ολα τα έργα του ταπεινόφρονος και τα πλέον μυστικά είναι ολοφάνερα ενώπιον του Θεού. Οι ασεβείς όμως και τα έργα των κατά την ημέραν της οργής του Θεοϋ θα εξολοθρευθούν. |
|
Παρ. 16,5 |
ἀκάθαρτος παρὰ Θεῷ πᾶς ὑψηλοκάρδιος, χειρὶ δὲ χεῖρας ἐμβαλὼν ἀδίκως οὐκ ἀθῳωθήσεται. |
Παρ. 16,5 |
Ακάθαρτος είναι ενώπιον του Κυρίου κάθε επηρμένος και υπερήφανος. Και εκείνος ο οποίος έδωσε το χέρι του στο χέρι άλλου, δια να επιβεβαιώση έτσι την αδικίαν, που θα διαπράξη, δεν θα θεωρηθή αθώος ούτε και θα αποφύγη την δικαίαν τιμωρίαν. |
|
Παρ. 16,7 |
ἀρχὴ ὁδοῦ ἀγαθῆς τὸ ποιεῖν τὰ δίκαια, δεκτὰ δὲ παρὰ Θεῷ μᾶλλον ἢ θύειν θυσίας. |
Παρ. 16,7 |
Η αρχή και το θεμέλιον της εναρέτου ζωής είναι το να πράττη πάντοτε ο άνθρωπος το δίκαιον, το σύμφωνον με το θέλημα του Θεού. Τα έργα δε της αρετής και της δικαιοσύνης είναι περισσότερον ευπρόσδεκτα στον Θεόν από την προσφοράν θυσιών. |
|
Παρ. 16,8 |
ὁ ζητῶν τὸν Κύριον εὑρήσει γνῶσιν μετὰ δικαιοσύνης, οἱ δὲ ὀρθῶς ζητοῦντες αὐτὸν εὑρήσουσιν εἰρήνην. (Μασ. 4) |
Παρ. 16,8 |
Εκείνος, ο οποίος ζητεί να εύρη τον Κυριον, θα αποκτήση την αληθινήν γνώσιν και την αρετήν. Οσοι ειλικρινώς ζητούν τον Κυριον, θα εύρουν και θα απολαύσουν ψυχικήν ειρήνην. |
|
Παρ. 16,9 |
πάντα τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου μετὰ δικαιοσύνης· φυλάσσεται δὲ ὁ ἀσεβὴς εἰς ἡμέραν κακήν. |
Παρ. 16,9 |
Ολα τα έργα του Κυρίου γίνονται πάντοτε μετά δικαιοσύνης. Εάν δε ο ασεβής δεν τιμωρήται, φυλάσσεται δια να τιμωρηθή κατά την ημέραν της οργής του Κυρίου. |
|
Παρ. 16,10 |
μαντεῖον ἐπὶ χείλεσι βασιλέως, ἐν δὲ κρίσει οὐ μὴ πλανηθῇ τὸ στόμα αὐτοῦ. |
Παρ. 16,10 |
Μαντείον αληθείας υπάρχει εις τα χείλη του συνετού βασιλέως. Κατά δε την ώραν, που δικάζει, δεν θα πλανηθή, ώστε το στόμα αυτού να εκφέρη πεπλανημένην απόφασιν. |
|
Παρ. 16,11 |
ῥοπὴ ζυγοῦ δικαιοσύνη παρὰ Κυρίῳ, τὰ δὲ ἔργα αὐτοῦ στάθμια δίκαια. |
Παρ. 16,11 |
Ζυγαριά ακριβοδικαία είναι η δικαιοσύνη του Θεού. Αι δε αποφάσεις και αι κρίσστου είναι δίκαιαι, όπως τα ακριβή ζύγια. |
|
Παρ. 16,12 |
βλέλυγμα βασιλεῖ ὁ ποιῶν κακά, μετὰ γὰρ δικαιοσύνης ἑτοιμάζεται θρόνος ἀρχῆς. |
Παρ. 16,12 |
Αποκρουστικός και μισητός είναι, και πρέπει να είναι, στον συνετόν βασιλέα εκείνος, που διαπράττει κακά έργα. Διότι η βάσις και η δύναμις του βασιλικού θρόνου είναι η δικαιοσύνη. |
|
Παρ. 16,13 |
δεκτὰ βασιλεῖ χείλη δίκαια, λόγους δὲ ὀρθοὺς ἀγαπᾷ. |
Παρ. 16,13 |
Ευπρόσδεκτα είναι ενώπιον του συνετού βασιλέως τα χείλη, που εκφράζουν το ορθόν και το δίκαιον. Αγαπᾷ δε ο βασιλεύς τους αληθινούς και συνετούς λόγους. |
|
Παρ. 16,14 |
θυμὸς βασιλέως ἄγγελος θανάτου, ἀνὴρ δὲ σοφὸς ἐξιλάσεται αὐτόν. |
Παρ. 16,14 |
Η οργή όμως του βασιλέως εναντίον κάποιου είναι προάγγελος θανατικής καταδίκης δι' εκείνον. Ο συνετός όμως και σοφός σύμβουλος θα φροντίση να εξευμενίση και να καταπραΰνη τον εξωργισμένον βασιλέα. |
|
Παρ. 16,15 |
ἐν φωτὶ ζωῆς υἱὸς βασιλέως, οἱ δὲ προσδεκτοὶ αὐτῷ ὥσπερ νέφος ὄψιμον. |
Παρ. 16,15 |
Ο βασιλεύς και ο υιός του βασιλέως πρέπει να ευρίσκεται πάντοτε μέσα στο φως της εναρέτου ζωής. Οι δε σοφοί και συνετοί σύμβουλοι γίνονται ευπρόσδεκτοι εις αυτόν, όπως ευπρόσδεκτος γίνεται η οψιμος βροχή νέφους. |
|
Παρ. 16,16 |
νοσσιαὶ σοφίας αἱρετώτεραι χρυσίου, νοσσιαί δὲ φρονήσεως αἱρετώτεραι ὑπὲρ ἀργύριον. |
Παρ. 16,16 |
Αι φωλεαί της σοφίας, οι τόποι όπου ζουν και συσκέπτονται οι κατά Θεόν ενάρετοι, είναι πολυτιμότεροι από τον χρυσόν. Αι φωλεαί αυταί της συνέσεως και φρονήσεως είναι πολυτιμότεραι από το αργύριον. |
|
Παρ. 16,17 |
τρίβοι ζωῆς ἐκκλίνουσιν ἀπὸ κακῶν, μῆκος δὲ βίου ὁδοὶ δικαιοσύνης. ὁ δεχόμενος παιδείαν ἐν ἀγαθοῖς ἔσται, ὁ δὲ φυλάσσων ἐλέγχους σοφισθήσεται. ὅς φυλάσσει τὰς ἑαυτοῦ ὁδούς, τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ἀγαπῶν δὲ ζωὴν αὐτοῦ φείσεται στόματος αὐτοῦ. |
Παρ. 16,17 |
Δρόμοι εναρέτου ζωής απομακρύνουν και προφυλάσσουν από συμφοράς. Οι δρόμοι της δικαιοσύνης χαρίζουν μακρότητα ζωής. Εκείνος ο οποίος δέχεται την θείαν παιδαγωγίαν και μόρφωσιν, θα ζήση και θα μείνη εν μέσω αγαθών. Εκείνος που ακούει και τηρεί τους ορθούς ελέγχους, θα γίνη σοφός. Εκείνος που προσέχει τους τρόπους της ζωής και της ενεργείας του, περιφρουρεί την ψυχήν του. Εκείνος που αγαπά την ειρηνικήν και χαρούμενην ζωήν, φυλάσσει προσεκτικά το στόμα του, ώστε να μη λαλή κατά τρόπον ενοχλητικόν και απερίσκεπτον. |
|
Παρ. 16,18 |
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις, πρὸ δὲ πτώματος κακοφροσύνη. |
Παρ. 16,18 |
Προ πάσης συντριβής προηγείται αλαζονεία και υπερηφάνεια. Προ πάσης δε καταστρεπτικής πτώσεως υπάρχει η κακοφροσύνη. |
|
Παρ. 16,19 |
κρείσσων πραΰθυμος μετὰ ταπεινώσεως ἢ ὃς διαιρεῖται σκῦλα μετὰ ὑβριστῶν. |
Παρ. 16,19 |
Καλύτερος και προτιμότερος είναι ο πράος και ο ταπεινόφρων η εκείνος ο οποίος ύστερα από νίκην μοιράζει τα λάφυρα με τους αλαζονικούς και υπερηφάνους συμμάχους του. |
|
Παρ. 16,20 |
συνετὸς ἐν πράγμασιν εὑρετὴς ἀγαθῶν, πεποιθὼς δὲ ἐπὶ Θεῷ μακαριστός. |
Παρ. 16,20 |
Εκείνος ο οποίος φέρεται με σύνεσιν εις τας περιστάσεις και υποθέσεις της ζωής του, θα εύρη το αγαθόν και την ευτυχίαν. Εκείνος που στηρίζει τας ελπίδας του στον Θεόν, είναι αξιέπαινος και αξιομακάριστος. |
|
Παρ. 16,21 |
τοὺς σοφοὺς καὶ συνετοὺς φαύλους καλοῦσιν, οἱ δὲ γλυκεῖς ἐν λόγῳ πλείονα ἀκούσονται. |
Παρ. 16,21 |
Οι χωρίς την κατά Θεόν μόρφωσιν και ζωήν άνθρωποι ονομάζουν τους σοφούς και συνετούς ασημάντους και ανοήτους. Οι γλυκομίλητοι όμως και φιλομαθείς θα ακούσουν και θα μάθουν πολύ περισσότερα καλά και συνετά από τους σοφούς. |
|
Παρ. 16,22 |
πηγὴ ζωῆς ἔννοια τοῖς κεκτημένοις, παιδεία δὲ ἀφρόνων κακή. |
Παρ. 16,22 |
Η σύνεσις και η φρόνησις, δι' όσους την έχουν ως κτήμα των, είναι πηγή ζωής. Ενῷ η παιδαγωγία των αφρόνων είναι κακή και επιβλαβής δια τους ιδίους. |
|
Παρ. 16,23 |
καρδία σοφοῦ νοήσει τὰ ἀπὸ τοῦ ἰδίου στόματος, ἐπὶ δὲ χείλεσι φορέσει ἐπιγνωμοσύνην. |
Παρ. 16,23 |
Ο νους και η καρδία του αληθινά σοφού θα σκεφθή και θα μελετήση όσα λόγια πρόκειται να βγουν από το στόμα του. Κατανοεί δε και γνωρίζει, όσα θα προφέρουν τα χείλη του. |
|
Παρ. 16,24 |
κηρία μέλιτος λόγοι καλοί, γλύκασμα δὲ αὐτοῦ ἴασις ψυχῆς. |
Παρ. 16,24 |
Οι καλοί λόγοι είναι γλυκείς και ωφέλιμοι, όπως η κηρήθρα. Αυτή δε η γλυκύτης των καλών λόγων είναι θεραπεία και παρηγορία της ψυχής. |
|
Παρ. 16,25 |
εἰσὶν ὁδοὶ δοκοῦσαι εἶναι ὀρθαὶ ἀνδρί, τὰ μέντοι τελευταῖα αὐτῶν βλέπει εἰς πυθμένα ᾅδου. |
Παρ. 16,25 |
Υπάρχουν πορείαι της ζωής, αι οποίαι θεωρούνται ορθαί και ωφέλιμοι στους ανθρώπους, αλλ' αι οποίαι καταλήγουν εν τέλει εις τα βάθη του άδου. |
|
Παρ. 16,26 |
ἀνὴρ ἐν πόνοις πονεῖ ἑαυτῷ καὶ ἐκβιάζεται τὴν ἀπώλειαν ἑαυτοῦ, ὁ μέντοι σκολιὸς ἐπὶ τῷ ἑαυτοῦ στόματι φορεῖ τὴν ἀπώλειαν. |
Παρ. 16,26 |
Καθε εργατικός άνθρωπος κοπιάζει δια τον εαυτόν του, δια να αποδιώξη την από την πείναν καταστροφήν του. Ο διεστραμμένος όμως και αργόσχολος φέρει ο ίδιος στο στόμα του τον όλεθρόν του. |
|
Παρ. 16,27 |
ἀνὴρ ἄφρων ὀρύσσει ἑαυτῷ κακά, ἐπὶ δὲ τῶν ἑαυτοῦ χειλέων θησαυρίζει πῦρ. |
Παρ. 16,27 |
Ο άμυαλος άνθρωπος σκάπτει με τα ίδια του τα χέρια τον λάκκον της δυστυχίας του. Και επάνω εις τα χείλη του αποθησαυρίζει πυρ, το οποίον θα τον κατακαύση. |
|
Παρ. 16,28 |
ἀνὴρ σκολιὸς διαπέμπεται κακά, καὶ λαμπτῆρα δόλου πυρσεύει κακοῖς καὶ διαχωρίζει φίλους. |
Παρ. 16,28 |
Ο διεστραμμένος άνθρωπος διασκορπίζει ολόγυρά του την δυστυχίαν, και με το αναμμένο δαυλί της δολιότητός του ανάπτει πυρκαϊάς κακών γύρω του. Χωρίζει δέ με τας διαβολάς και συκοφαντίας του φίλους αγαπητούς. |
|
Παρ. 16,29 |
ἀνὴρ παράνομος ἀποπειρᾶται φίλων καὶ ἀπάγει αὐτοὺς ὁδοὺς οὐκ ἀγαθάς. |
Παρ. 16,29 |
Ανθρωπος παράνομος αποπειράται κακά εναντίον των φίλων του και τους παρασύρει εις δρόμους πονηρούς και ολεθρίους. |
|
Παρ. 16,30 |
στηρίζων δὲ ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ διαλογίζεται διεστραμμένα, ὁρίζει δὲ τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ πάντα τὰ κακά· οὗτος κάμινός ἐστι κακίας. |
Παρ. 16,30 |
Προσηλώνει ατενώς το βλέμμα του εις κάποιον στόχον του, σκέπτεται διεστραμμένα και με τα χείλη του εκφράζει και καθορίζει όλα τα κακά σχέδιά του. Αυτός είναι αναμμένο καμίνι κακίας. |
|
Παρ. 16,31 |
στέφανος καυχήσεως γῆρας, ἐν δὲ ὁδοῖς δικαιοσύνης εὑρίσκεται. |
Παρ. 16,31 |
Το έντιμον και καλόν γήρας είναι στέφανος δόξης και καυχήσεως. Τέτοιο γήρας όμως επιτυγχάνεται στους δρόμους της αρετής. |
|
Παρ. 16,32 |
κρείσσων ἀνὴρ μακρόθυμος ἰσχυροῦ, ὁ δὲ κρατῶν ὀργῆς κρείσσων καταλαμβανομένου πόλιν. |
Παρ. 16,32 |
Καλύτερος και προτιμότερος είναι ανήρ υπαμονητικός και πράος από τον ισχυρόν. Εκείνος δε ο οποίος κυριαρχεί επί του εαυτού του και συγκρατεί την οργήν του, είναι καλύτερος από εκείνον που καταλαμβάνει πόλιν. |
|
Παρ. 16,33 |
εἰς κόλπους ἐπέρχεται πάντα τοῖς ἀδίκοις, παρὰ δὲ Κυρίου πάντα τὰ δίκαια. |
Παρ. 16,33 |
Ολα τα κακά, τα οποία κάμνουν οι ασεβείς, επέρχονται εναντίον αυτών των ιδίων. Μονον δε το ορθόν και το δίκαιον ευλογείται και παρέχεται από τον Θεόν. |
|
Κεφάλαιο 17ο |
Παρ. 17,1 |
Κρείσσων ψωμὸς μεθ᾿ ἡδονῆς ἐν εἰρήνη ἢ οἶκος πλήρης πολλῶν ἀγαθῶν καὶ ἀδίκων θυμάτων μετὰ μάχης. |
Παρ. 17,1 |
Καλύτερον και προτιμότερον είναι ξηρό ψωμί με χαρουμένη και ειρηνική καρδιά, με ομόνοια και αγάπη, παρά σπίτι φιλονεικιών, έστω και γεμάτο από αγαθά και σφαχτά, τα οποία απεκτήθησαν με αδικίας. |
|
Παρ. 17,2 |
οἰκέτης νοήμων κρατήσει δεσποτῶν ἀφρόνων, ἐν δὲ ἀδελφοῖς διελεῖται μέρη. |
Παρ. 17,2 |
Ο έξυπνος και συνετός υπηρέτης θα γίνη κύριος στους ανοήτους κυρίους του. Μεταξύ δε των παιδιών, υιών των κυρίων του, θα πάρη και αυτός μερίδιον. |
|
Παρ. 17,3 |
ὥσπερ δοκιμάζεται ἐν καμίνῳ ἄργυρος καὶ χρυσός, οὕτως ἐκλεκταὶ καρδίαι παρὰ Κυρίῳ. |
Παρ. 17,3 |
Οπως καθαρίζεται ο άργυρος και ο χρυσός με τη φωτιά στο καμίνι, κατά παρόμοιον τρόπον και αι εκλεκταί καρδίαι δια μέσου της παιδαγωγίας του Κυρίου γίνονται αγναί και καθαραί. |
|
Παρ. 17,4 |
κακὸς ὑπακούει γλώσσης παρανόμων, δίκαιος δὲ οὐ προσέχει χείλεσι ψευδέσιν. |
Παρ. 17,4 |
Ο κακός, ο ρέπων προς το κακόν, ευχαριστείται να ακούη και να υπακούη στους πονηρούς λόγους των παρανόμων. Ο ευσεβής όμως άνθρωπος καμμίαν προσοχήν δεν δίδει εις χείλη, που λέγουν ψεύδη. |
|
Παρ. 17,5 |
ὁ καταγελῶν πτωχοῦ παροξύνει τὸν ποιήσαντα αὐτόν, ὁ δὲ ἐπιχαίρων ἀπολλυμένῳ οὐκ ἀθῳωθήσεται· ὁ δὲ ἐπισπλαγχνιζόμενος ἐλεηθήσεται. |
Παρ. 17,5 |
Εκείνος που εμπαίζει τον πτωχόν δια την πτωχείαν του, εξοργίζει τον ποιητήν και δημιουργόν αυτού. Εκείνος που χαιρεκακεί, όταν βλέπη τον συνάνθρωπόν του να καταστρέφεται, δεν θα θεωρηθή αθώος ούτε και θα μείνη ατιμώρητος. Εκείνος όμως ο οποίος ευσπλαγχνίζεται και ελεεί, θα ελεηθή εκ μέρους του Θεού. |
|
Παρ. 17,6 |
στέφανος γερόντων τέκνα τέκνων, καύχημα δὲ τέκνων πατέρες αὐτῶν. |
Παρ. 17,6 |
Δοξα και καμάρι των γερόντων είναι τα καλά παιδιά και τα εγγόνια των. Τιμή δε και καύχημα των τέκνων είναι οι καλοί πρόγονοί των. |
|
Παρ. 17,6α |
τοῦ πιστοῦ ὅλος ὁ κόσμος τῶν χρημάτων, τοῦ δὲ ἀπίστου οὐδὲ ὀβολός. |
Παρ. 17,6α |
Του αξιοπίστου και ευσυνείδητου όλα τα χρήματα του κόσμου είναι ιδικά του, διότι όλοι τον εμπιστεύονται. Εις δε τον αναξιόπιστον ούτε ένα οβολόν δεν εμπιστεύονται. |
|
Παρ. 17,7 |
οὐχ ἁρμόσει ἄφρονι χείλη πιστά, οὐδὲ δικαίῳ χείλη ψευδῆ. |
Παρ. 17,7 |
Δεν ταιριάζουν και ούτε δυνατόν είναι να υπάρξουν στον άφρονα χείλη, τα οποία θα λέγουν αξιοπίστους λόγους. Οπως επίσης δεν ταιριάζουν και ούτε υπάρχουν στον δίκαιον χείλη, τα οποία λέγουν ψεύδη. |
|
Παρ. 17,8 |
μισθὸς χαρίτων ἡ παιδεία τοῖς χρωμένοις, οὗ δ᾿ ἂν ἐπιστρέψῃ εὐοδωθήσεται. |
Παρ. 17,8 |
Η αληθινή μόρφωσις, δι' όσους την έχουν και την χρησιμοποιούν, είναι πηγή τέρψεων πνευματικών. Οπουδήποτε δε και αν στραφή ο κατά Θεόν μορφωμένος άνθρωπος, θα κατευοδωθή εις τας ενεργείας του. |
|
Παρ. 17,9 |
ὃς κρύπτει ἀδικήματα, ζητεῖ φιλίαν, ὃς δὲ μισεῖ κρύπτειν, διΐστησι φίλους καὶ οἰκείους. |
Παρ. 17,9 |
Εκείνος που παραβλέπει και σκεπάζει με αγάπην τα σφάλματα και τας αδυναμίας του άλλου, ζητεί και αποκτά φίλους. Αντιθέτως εκείνος ο οποίος δεν σκεπάζει αλλά διασαλπίζει αυτά, απομακρύνει από κοντά του και αυτούς ακόμη τους φίλους και οικείους του, διότι τους γίνεται αποκρουστικός. |
|
Παρ. 17,10 |
συντρίβει ἀπειλὴ καρδίαν φρονίμου, ἄφρων δὲ μαστιγωθεὶς οὐκ αἰσθάνεται. |
Παρ. 17,10 |
Και μία μόνη απειλή συντρίβει την ευαίσθητον καρδίαν του συνετού και φρονίμου ανθρώπου. Ο άφρων όμως, και όταν ακόμη μαστιγώνεται, μένει αναίσθητος. |
|
Παρ. 17,11 |
ἀντιλογίας ἐγείρει πᾶς κακός, ὁ δὲ Κύριος ἄγγελον ἀνελεήμονα ἐκπέμψει αὐτῷ. |
Παρ. 17,11 |
Αντίστασιν στο θέλημα του Θεού και αντιλογίας μεταξύ των ανθρώπων εγείρει και προβάλλει ο κακός άνθρωπος. Δια τούτο ο Κυριος θα στείλη εναντίον του άσπλαγχνον άγγελον να τον τιμωρήση. |
|
Παρ. 17,12 |
ἐμπεσεῖται μέριμνα ἀνδρὶ νοήμονι, οἱ δὲ ἄφρονες διαλογιοῦνται κακά. |
Παρ. 17,12 |
Εις τους ώμους του μυαλωμένου και συνετού ανδρός επιφορτίζονται μέριμναι και φροντίδες δια τους άλλους. Ενώ οι ασύνετοι και αργόσχολοι σκέπτονται πάντοτε το κακόν. |
|
Παρ. 17,13 |
ὃς ἀποδίδωσι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν, οὐ κινηθήσεται κακὰ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ. |
Παρ. 17,13 |
Εκείνος ο οποίος ανταποδίδει κακά αντί αγαθών και των ευεργεσιών, που έλαβε, αυτός θα ευρίσκεται πάντοτε υπό το κράτος θλίψεων, διότι τα κακά και η θεία τιμωρία δεν θα απομακρυνθούν από τον οίκον του. |
|
Παρ. 17,14 |
ἐξουσίαν δίδωσι λόγοις ἀρχὴ δικαιοσύνης, προηγεῖται δὲ τῆς ἐνδείας στάσις καὶ μάχη. |
Παρ. 17,14 |
Η δικαιοσύνη και γενικώτερον η αρετή δίδουν κύρος και βαρύτητα εις τα λόγια του δικαίου. Οπου όμως υπάρχει φιλονεικία και μάχη, εκεί επακολουθεί η φτώχεια. |
|
Παρ. 17,15 |
ὃς δίκαιον κρίνει τὸν ἄδικον, ἄδικον δὲ τὸν δίκαιον, ἀκάθαρτος καὶ βδελυκτὸς παρὰ Θεῷ. |
Παρ. 17,15 |
Ο δικαστής, ο οποίος κρίνει και καταδικάζει τον δίκαιον ως άδικον, τον δε άδικον ανακηρύσσει δίκαιον, ακάθαρτος, αποκρουστικός και μισητός είναι ενώπιον του Κυρίου. |
|
Παρ. 17,16 |
ἱνατί ὑπῆρξε χρήματα ἄφρονι; κτήσασθαι γὰρ σοφίαν ἀκάρδιος οὐ δυνήσεται. |
Παρ. 17,16 |
Τι χρησιμεύουν τα χρήματα στον άμυαλον άνθρωπον; Διότι με αυτά δεν θα κατορθώση ποτέ να αποκτήση σοφίαν άνθρωπος, που δεν έχει καρδίαν επιδεκτικήν. |
|
Παρ. 17,16α |
ὃς ὑψηλὸν ποιεῖ τὸν ἑαυτοῦ οἶκον, ζητεῖ συντριβήν, ὁ δὲ σκολιάζων τοῦ μαθεῖν ἐμπεσεῖται εἰς κακά. |
Παρ. 17,16α |
Εκείνος ο οποίος για λόγους εγωϊσμού και παρά την οικονομικήν του αδυναμίαν κτίζει υψηλό το σπίτι του, επιζητεί μόνος του την πτωχείαν και συντριβήν. Οποιος δε δυστροπεί και αποφεύγει να γνωρίση το θέλημα του Θεού θα περιπέση εις πολλά κακά. |
|
Παρ. 17,17 |
εἰς πάντα καιρὸν φίλος ὑπαρχέτω σοι, ἀδελφοὶ δὲ ἐν ἀνάγκαις χρήσιμοι ἔστωσαν· τούτου γὰρ χάριν γεννῶνται. |
Παρ. 17,17 |
Εις κάθε περίστασιν και εις όλον τον χρόνον της ζωής σου φρόντιζε να έχης κάποιον φίλον. Εις δε τας ανάγκας και περιπετείας της ζωής ας σου είναι χρήσιμοι και βοηθοί οι αδελφοί σου, διότι δι' αυτόν τον σκοπόν γεννώνται. |
|
Παρ. 17,18 |
ἀνὴρ ἄφρων ἐπικροτεῖ καὶ ἐπιχαίρει ἑαυτῷ, ὡς καὶ ὁ ἐγγυώμενος ἐγγύῃ τῶν ἑαυτοῦ φίλων. |
Παρ. 17,18 |
Ο άμυαλος άνθρωπος καμαρώνει και χειροκροτεί τον εαυτόν του και μένει ευχαριστημένος από τον εαυτόν του, όπως ακριβώς και εκείνος ο οποίος επιπολαίως σκεπτόμενος δίδει εγγύησιν δια τους φίλους του. |
|
Παρ. 17,19 |
φιλαμαρτήμων χαίρει μάχαις, [ὑψῶν δὲ θύραν αὐτοῦ ζητεῖ συντριβήν]. |
Παρ. 17,19 |
Οποιος αγαπά τας αμαρτίας, χαίρει εις τας έριδας και τας φιλονεικίας. Εκείνος που δια λόγους επιδείξεως κατασκευάζει υψηλόν και αρχοντικόν το σπίτι του, επιζητεί μόνος την συντριβήν του. |
|
Παρ. 17,20 |
ὁ δὲ σκληροκάρδιος οὐ συναντᾷ ἀγαθοῖς. ἀνὴρ εὐμετάβολος γλώσσῃ ἐμπεσεῖται εἰς κακά, |
Παρ. 17,20 |
Ο σκληρόκαρδος και αμετανόητος δεν θέλει να συναντάται με τους αγαθούς ανθρώπους. Ανθρωπος ασταθής εις τα λόγια του, αυτός που λέγει και ξελέγει, θα περιπέση εις πολλά κακά. |
|
Παρ. 17,21 |
καρδία δὲ ἄφρονος ὀδύνη τῷ κεκτημένῳ αὐτήν. οὐκ εὐφραίνεται πατὴρ ἐπὶ υἱῷ ἀπαιδεύτῳ, υἱὸς δὲ φρόνιμος εὐφραίνει μητέρα αὐτοῦ. |
Παρ. 17,21 |
Η καρδία του άφρονος φέρει πόνους και θλίψεις εις αυτόν τον ίδιον, που την έχει. Ο πατέρας δεν ευχαριστείται και δεν χαίρει δια τον αμόρφωτον και αγροίκον υιόν του. Εξ αντιθέτου ο φρόνιμος και συνετός υιός ευφραίνει και χαροποιεί την μητέρα του. |
|
Παρ. 17,22 |
καρδία εὐφραινομένη εὐεκτεῖν ποιεῖ, ἀνδρὸς δὲ λυπηροῦ ξηραίνεται τὰ ὀστᾶ. |
Παρ. 17,22 |
Οταν η καρδία ευφραίνεται, ο όλος άνθρωπος αισθάνεται ευεξίαν. Εξ αντιθέτου όταν ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό το κράτος συνεχούς λύπης, αισθάνεται να ξηραίνωνται τα οστά του. |
|
Παρ. 17,23 |
λαμβάνοντος δῶρα ἀδίκως ἐν κόλποις οὐ κατευοδοῦνται ὁδοί, ἀσεβὴς δὲ ἐκκλίνει ὁδοὺς δικαιοσύνης. |
Παρ. 17,23 |
Οταν κάποιος παίρνη κρυφίως δώρα, δια να αδικήση τον δίκαιον, δεν θα κατευοδωθούν αι πορείαι της ζωής του. Ο δε ασεβής ξεφεύγει και παρεκτρέπεται, επί ζημία του εαυτού του, από τας οδούς της δικαιοσύνης και της ευθυκρισίας. |
|
Παρ. 17,24 |
πρόσωπον συνετὸν ἀνδρὸς σοφοῦ, οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ τοῦ ἄφρονος ἐπ᾿ ἄκρα γῆς. |
Παρ. 17,24 |
Το πρόσωπον του σοφού ανθρώπου εκφράζει σύνεσιν και συστολήν, ενώ τα μάτια του άφρονος γυρίζουν απερίσκεπτα προς όλα τα σημεία της γης. |
|
Παρ. 17,25 |
ὀργὴ πατρὶ υἱὸς ἄφρων καὶ ὀδύνη τῇ τεκούσῃ αὐτόν. |
Παρ. 17,25 |
Την οργήν του πατρός προκαλεί και εξεγείρει ο ασύνετος νέος, και οδύνην επιφέρει εις την γεννήσασαν αυτόν μητέρα. |
|
Παρ. 17,26 |
ζημιοῦν ἄνδρα δίκαιον οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐπιβουλεύειν δυνάσταις δικαίοις. |
Παρ. 17,26 |
Δεν είναι καθόλου καλόν να επιβάλλωνται πρόστιμα στον άνδρα, ο οποίος έχει το δίκαιον με το μέρος του. Ούτε είναι πρέπον και ειπιτετραμμένον να επιβουλεύεται κανείς δικαίους άρχοντας. |
|
Παρ. 17,27 |
ὃς φείδεται ῥῆμα προέσθαι σκληρόν, ἐπιγνώμων, μακρόθυμος δὲ ἀνὴρ φρόνιμος. |
Παρ. 17,27 |
Εκείνος, ο οποίος προσέχει να μη βγάζη από το στόμα του λόγια δηκτικά και προσβλητικά, είναι συνετός και γνωστικός άνθρωπος. Ο υπομονητικός και πράος είναι άνθρωπος φρόνιμος. |
|
Παρ. 17,28 |
ἀνοήτῳ ἐπερωτήσαντι σοφίαν σοφία λογισθήσεται, ἐνεὸν δέ τις ἑαυτὸν ποιήσας δόξει φρόνιμος εἶναι. |
Παρ. 17,28 |
Και αυτός ακόμη ο αμόρφωτος, όταν ερωτά τους σοφούς δια να μάθη κάτι, θα φαίνεται και θα θεωρήται φρόνιμος και σοφός. Αλλά και εκείνος ο οποίος θα σιωπά και θα κάμνη τον βωβόν, θα θεωρηθή από τους άλλους επίσης φρόνιμος, χωρίς όμως και να είναι. |
|
Κεφάλαιο 18ο |
Παρ. 18,1 |
Προφάσεις ζητεῖ ἀνὴρ βουλόμενος χωρίζεσθαι ἀπὸ φίλων, ἐν παντὶ δὲ καιρῷ ἐπονείδιστος ἔσται. |
Παρ. 18,1 |
Προφάσεις ζητεί εκείνος, ο οποίος θέλει και επιδιώκει να χωρισθή από τους φίλους του. Αυτός όμως θα είναι πάντοτε άξιος κατακρίσεως και χλευασμού. |
|
Παρ. 18,2 |
οὐ χρείαν ἔχει σοφίας ἐνδεὴς φρενῶν, μᾶλλον γὰρ ἄγεται ἀφροσύνῃ. |
Παρ. 18,2 |
Ο ασύνετος και άμυαλος άνθρωπος, σκοτισμένος από τον εγωϊσμόν του, δεν αισθάνεται την ανάγκην να συμβουλευθή σοφούς. Δι' αυτό και σύρεται τήδε κακείσε από την αμυαλωσύνην του. |
|
Παρ. 18,3 |
ὅταν ἔλθῃ ἀσεβὴς εἰς βάθος κακῶν, καταφρονεῖ, ἐπέρχεται δὲ αὐτῷ ἀτιμία καὶ ὄνειδος. |
Παρ. 18,3 |
Οταν ο ασεβής και χωρίς φόβον Θεού άνθρωπος πάρη τον κατήφορον και ολισθήση εις βάθος κακών, αναίσχυντος πλέον και πωρωμένος καταφρονεί τους πάντας. Δια τούτο επέρχεται εναντίον του ο εξευτελισμός και η καταισχύνη. |
|
Παρ. 18,4 |
ὕδωρ βαθὺ λόγος ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ποταμὸς δὲ ἀναπηδύει καὶ πηγὴ ζωῆς. |
Παρ. 18,4 |
Ο λόγος, που αναβλύζει από την καρδίαν του συνετού ανθρώπου, είναι τόσον βαθύς και ωφέλιμος, όπως το ανεξάντλητον ύδωρ ενός βαθέος φρέατος. Ποταμός δε αναβλύζει από την ψυχήν του και πηγή ύδατος ζωής από το στόμα του. |
|
Παρ. 18,5 |
θαυμάσαι πρόσωπον ἀσεβοῦς οὐ καλόν, οὐδὲ ὅσιον ἐκκλίνειν τὸ δίκαιον ἐν κρίσει. |
Παρ. 18,5 |
Το να θαυμάζη κανείς το πρόσωπον και την ζωήν του ασεβούς δεν είναι ορθόν· ούτε δε και είναι πρέπον και σύμφωνον προς το θέλημα του Θεού να διαστρέφη κανείς το δίκαιον κατά την ώραν της δίκης. |
|
Παρ. 18,6 |
χείλη ἄφρονος ἄγουσιν αὐτὸν εἰς κακά, τὸ δὲ στόμα αὐτοῦ τὸ θρασὺ θάνατον ἐπικαλεῖται. |
Παρ. 18,6 |
Τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του ασύνετου, τον οδηγούν εις πειρασμούς και καταστροφάς. Το δε θρασύ του στόμα με τα προκλητικά του λόγια είναι, σαν να προκαλή εναντίον του τον θάνατον. |
|
Παρ. 18,7 |
στόμα ἄφρονος συντριβὴ αὐτῷ, τὰ δὲ χείλη αὐτοῦ παγὶς τῇ ψυχῇ αὐτοῦ. |
Παρ. 18,7 |
Το στόμα του άφρονος είναι η καταστροφή του και τα λόγια των χειλέων του είναι παγίς, όπου συλλαμβάνεται και καταστρέφεται η ζωή του. |
|
Παρ. 18,8 |
ὀκνηροὺς καταβάλλει φόβος, ψυχαὶ δὲ ἀνδρογύνων πεινάσουσιν. |
Παρ. 18,8 |
Οι οκνηροί και απρόθυμοι εις την εργασίαν καταβάλλονται από φόβον, οι δε θηλυπρεπείς και μαλθακοί θα πεινάσουν. |
|
Παρ. 18,9 |
ὁ μὴ ἰώμενος ἑαυτὸν ἐν τοῖς ἔργοις αὑτοῦ ἀδελφός ἐστι τοῦ λυμαινομένου ἑαυτόν. |
Παρ. 18,9 |
Εκείνος ο οποίος δεν καταπολεμεί την οκνηρίαν και δεν προσπαθεί να εξυπηρετήση τον εαυτόν του με την εργατικότητά του, αυτός είναι όμοιος με εκείνον, που οδηγεί τον εαυτόν του στον όλεθρον. |
|
Παρ. 18,10 |
ἐκ μεγαλωσύνης ἰσχύος ὄνομα Κυρίου, αὐτῷ δὲ προσδραμόντες δίκαιοι ὑψοῦνται. |
Παρ. 18,10 |
Το όνομα του Κυρίου είναι όνομα μεγαλοπρεπείας και παντοδυναμίας. Εις αυτό όταν καταφεύγουν οι δίκαιοι, υψώνονται και δοξάζοναι. |
|
Παρ. 18,11 |
ὕπαρξις πλουσίου ἀνδρὸς πόλις ὀχυρά, ἡ δὲ δόξα αὐτῆς μέγα ἐπισκιάζει. |
Παρ. 18,11 |
Η περιουσία του ευσεβούς πλουσίου είναι ασφαλής, όπως η οχυρά πόλις· η δόξα δε αυτής τον επισκιάζει και τον επαναπαύει. |
|
Παρ. 18,12 |
πρὸ συντριβῆς ὑψοῦται καρδία ἀνδρός, καὶ πρὸ δόξης ταπεινοῦται. |
Παρ. 18,12 |
Η υψηλοφροσύνη της καρδίας προηγείται από την συντριβήν του αλαζόνος, όπως και η ταπεινοφροσύνη προηγείται από την δόξαν του ταπεινού. |
|
Παρ. 18,13 |
ὃς ἀποκρίνεται λόγον πρὶν ἀκοῦσαι, ἀφροσύνη αὐτῷ ἐστι καὶ ὄνειδος. |
Παρ. 18,13 |
Εκείνος ο οποίος δίδει απάντησιν, πριν ακούση τι του λέγουν, είναι ασύνετος και εντροπιάζεται. |
|
Παρ. 18,14 |
θυμὸν ἀνδρὸς πραΰνει θεράπων φρόνιμος, ὀλιγόψυχον δὲ ἄνδρα τίς ὑποίσει; |
Παρ. 18,14 |
Τον θυμόν ενός οργισμένου κυρίου ημπορεί να καταπραΰνη και διαλύση ένας συνετός υπηρέτής. Τον μικρόψυχον όμως και λεπτολόγον άνθρωπον ποιός ημπορεί να τον υποφέρη; |
|
Παρ. 18,15 |
καρδία φρονίμου κτᾶται αἴσθησιν, ὦτα δὲ σοφῶν ζητεῖ ἔννοιαν. |
Παρ. 18,15 |
Ο νους και η καρδιά του συνετού ανθρώπου ζητεί και αποκτά συνεχώς την αληθινήν γνώσιν. Τα αυτιά δε των σοφών ευχαριστούνται να ακούουν υψηλάς εννοίας. |
|
Παρ. 18,16 |
δόμα ἀνθρώπου ἐμπλατύνει αὐτὸν καὶ παρὰ δυνάσταις καθιζάνει αὐτόν. |
Παρ. 18,16 |
Το δώρον, που με αγάπην και φιλίαν προσφέρει κανείς, ανοίγει εμπρός του πλατείς τους δρόμους της προόδου και επιτυχίας, και τον βάζει να καθήση κοντά εις άρχοντας και επισήμους. |
|
Παρ. 18,17 |
δίκαιος ἑαυτοῦ κατήγορος ἐν πρωτολογίᾳ, ὡς δ᾿ ἂν ἐπιβάλῃ ὁ ἀντίδικος ἐλέγχεται. |
Παρ. 18,17 |
Ο δίκαιος, όταν παρασυρθή εις κάποιαν αδικίαν, πρώτος θα κατηγορήση τον εαυτόν του ενώπιον του δικαστηρίου, διότι εάν τον προλάβη ο κατήγορός του και τον ελέγξη, η θέσις του θα επιβαρυνθή. |
|
Παρ. 18,18 |
ἀντιλογίας παύει σιγηρός, ἐν δὲ δυναστείαις ὁρίζει. |
Παρ. 18,18 |
Η άφωνος κλήρωσις καταπαύει αντιθέσεις και φιλονεικίας. Και κατά τας διαφωνίας των αρχόντων ο ανασυρόμενος κλήρος ορίζει το ορθόν. |
|
Παρ. 18,19 |
ἀδελφὸς ὑπὸ ἀδελφοῦ βοηθούμενος ὡς πόλις ὀχυρὰ καὶ ὑψηλή, ἰσχύει δὲ ὥσπερ τεθεμελιωμένον βασίλειον. |
Παρ. 18,19 |
Αδελφός, όταν με αγάπην βοηθήται από τον αδελφόν, είναι ωσάν ωχυρωμένη και απόρθητος πόλις, κτισμένη επάνω εις υψηλόν μέρος. Είναι δε ισχυρός ωσάν το ασάλευτον ανάκτορον, που έχει θεμελιωθή εις στερεόν έδαφος. |
|
Παρ. 18,20 |
ἀπὸ καρπῶν στόματος ἀνὴρ πίμπλησι κοιλίαν αὐτοῦ, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειλέων αὐτοῦ ἐμπλησθήσεται. |
Παρ. 18,20 |
Από τα λόγια του, ωσάν από άλλους καρπούς, θα γεμίση κάθε άνθρωπος την ψυχήν του. Από τα λόγια του τα καλά η κακά θα πλημμυρίση και θα χορτάση ο ίδιος. |
|
Παρ. 18, 21 |
θάνατος καὶ ζωὴ ἐν χειρὶ γλώσσης, οἱ δὲ κρατοῦντες αὐτῆς ἔδονται τοὺς καρποὺς αὐτῆς. |
Παρ. 18, 21 |
|
|
Παρ. 18,22 |
ὃς εὗρε γυναῖκα ἀγαθήν, εὗρε χάριτας, ἔλαβε δὲ παρὰ Θεοῦ ἱλαρότητα. |
Παρ. 18,22 |
Εκείνος, που με τον φωτισμόν του Θεού ευρήκε σύζυγον ενάρετον, επέτυχε πολλάς ωφελείας και κέρδη. Επῇρε από τον ίδιον τον Θεόν ήρεμον και ευχέριστον ζωήν. |
|
Παρ. 18,22α |
ὃς ἐκβάλλει γυναῖκα ἀγαθήν, ἐκβάλλει τὰ ἀγαθά, ὁ δὲ κατέχων μοιχαλίδα ἄφρων καὶ ἀσεβής. |
Παρ. 18,22α |
Οποιος όμως διώχνει την ενάρετον σύζυγόν του, διώχνει μαζή με αυτήν και τα αγαθά. Εκείνος δε ο οποίος κρατεί πλησίον του και συζή με μοιχαλίδα, είναι ασύνετος και ασεβής ενώπιον του Θεού. |
|
Παρ. 19,3 |
Ἀφροσύνη ἀνδρὸς λυμαίνεται τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ, τὸν δὲ Θεὸν αἰτιᾶται τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. |
Παρ. 19,3 |
Η απερισκεψία του ανθρώπου καταστρέφει τας πορείας της ζωής του. Αυτός δε εσωτερικώς κατηγορεί τον Θεόν ως αίτιον του ολέθρου του. |
|
Παρ. 19,4 |
πλοῦτος προστίθησι φίλους πολλούς, ὁ δὲ πτωχὸς καὶ ἀπὸ τοῦ ὑπάρχοντος φίλου λείπεται. |
Παρ. 19,4 |
Ο πλούτος προσθέτει πολλούς φίλους, ανειλικρινείς κατά κανόνα και κόλακας, ο πτωχός όμως άνθρωπος εγκαταλείπεται πολλάκις και από αυτόν τον υπάρχοντα μοναδικόν φίλον του. |
|
Παρ. 19,5 |
μάρτυς ψευδὴς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὁ δὲ ἐγκαλῶν ἀδίκως οὐ διαφεύξεται. |
Παρ. 19,5 |
Ο ψευδομάρτυς δεν θα μείνη ατιμώρητος, αν οχι παρά των ανθρώπων, ασφαλώς όμως από τον Θεόν. Αλλά και εκείνος ο οποίος εισάγει εις δίκην τον αθώον, δεν θα διαφύγη την παρά του Θεού τιμωρίαν. |
|
Παρ. 19,6 |
πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα βασιλέων, πᾶς δὲ ὁ κακὸς γίνεται ὄνειδος ἀνδρί. |
Παρ. 19,6 |
Πολλοί είναι εκείνοι, οι οποίοι υπηρετούν τους βασιλείς, ένας όμως κακός αυλικός υπηρέτης γίνεται αιτία εξευτελισμού του βασιλέως. |
|
Παρ. 19,7 |
πᾶς, ὃς ἀδελφὸν πτωχὸν μισεῖ, καὶ φιλίας μακρὰν ἔσται. ἔννοια ἀγαθὴ τοῖς εἰδόσιν αὐτὴν ἐγγιεῖ, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος εὑρήσει αὐτήν. ὁ πολλὰ κακοποιῶν τελεσιουργεῖ κακίαν, ὃς δὲ ἐρεθίζει λόγους οὐ σωθήσεται. |
Παρ. 19,7 |
Εκείνος που μισεί τον πτωχόν αδελφόν του, θα είναι μακράν και θα στερηθή από κάθε φιλίαν, δηλαδή ο κακός αδελφός είναι απαράδεκτος στους άλλους ως φίλος. Η καλή και συνετή γνώσις θα πλησίαση εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν την αξίαν της και την επιζητούν. Καθε δε συνετός και φρόνιμος ανήρ θα την αναζητήση και θα την εύρη. Εκείνος ο οποίος συνεχώς διαπράττει πολλά κακά, και έχει συνηθίσει και προχωρεί μέχρι τέλους εις την διάπραξιν του κακού, όπως και αυτός που με τα λόγια του εξερεθίζει εις φιλονεικίας και μάχας τους άλλους, εν τέλει δεν θα κατορθώσουν να διασωθούν. |
|
Παρ. 19,8 |
ὁ κτώμενος φρόνησιν ἀγαπᾷ ἑαυτόν, ὃς δὲ φυλάσσει φρόνησιν, εὑρήσει ἀγαθά. |
Παρ. 19,8 |
Εκείνος ο οποίος συνεχώς προσπαθεί να αποκτά σοφίαν και σύνεσιν, αυτός πράγματι αγαπά τον εαυτόν του. Εκείνος δε ο οποίος διαφυλάττει και τηρεί την φρόνησιν, θα εύρη ασφαλώς αγαθά, υλικά και πνευματικά. |
|
Παρ. 19,9 |
μάρτυς ψευδὴς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται, ὃς δ᾿ ἂν ἐκκαύσῃ κακίαν, ἀπολεῖται ὑπ᾿ αὐτῆς. |
Παρ. 19,9 |
Κανείς ψευδομάρτυς δεν θα μείνη ατιμώρητος, αν οχι από τους ανθρώπους βεβαίως όμως από τον Θεόν. Εκείνος δε ο οποίος ανάπτει πυρκαϊάς κακίας, θα εξολοθρευθή από αυτήν ταύτην την κακίαν. |
|
Κεφάλαιο 19ο |
Παρ. 19,10 |
οὐ συμφέρει ἄφρονι τρυφή, καὶ ἐὰν οἰκέτης ἄρξηται μεθ᾿ ὕβρεως δυναστεύειν. |
Παρ. 19,10 |
Εις τον άμυαλον και ασύνετον δεν συμφέρει η τρυφηλή ζωή και τα άφθονα υλικά. Οπως επίσης εάν ένας δούλος ανελθη εις τα ανώτατα αξιώματα, θα κυβερνά με αλαζονείαν και έπαρσιν, πράγμα το οποίον δεν συμφέρει ούτε αυτόν ούτε τους άλλους. |
|
Παρ. 19,11 |
ἐλεήμων ἀνὴρ μακροθυμεῖ, τὸ δὲ καύχημα αὐτοῦ ἐπέρχεται παρανόμοις. |
Παρ. 19,11 |
Ο ελεήμων και γεμάτος καλωσύνην ανήρ είναι υπομονητικός και πράος, έστω και αν συναντά την αχαριστίαν. Οπωσδήποτε όμως ο έπαινος και η δόξα του δια τας καλωσύνας του θα πέση επάνω στους παρανόμους και θα τους αποστομώση. |
|
Παρ. 19,12 |
βασιλέως ἀπειλὴ ὁμοία βρυγμῷ λέοντος, ὥσπερ δὲ δρόσος ἐπὶ χόρτῳ, οὕτως τὸ ἱλαρὸν αὐτοῦ. |
Παρ. 19,12 |
Η απειλή του βασιλέως είναι ομοία με τον βρυχηθμόν του λέοντος, εξ αντιθέτου δε η ιλαρότης και η καλωσύνη του προσώπου του ομοιάζει με την δρόσον, η οποία σταλάζει ζωογόνος στο χορτάρι. |
|
Παρ. 19,13 |
αἰσχύνη πατρὶ υἱὸς ἄφρων· οὐχ ἁγναὶ εὐχαὶ ἀπὸ μισθώματος ἑταίρας. |
Παρ. 19,13 |
Ο αμυαλος και ασύνετος υιός είναι εντροπή δια τον πατέρα. Ταματα προερχόμενα από χρήματα πωλουμένης πόρνης δεν είναι καθαρά και ευπρόσδεκτα ενώπιον του Κυρίου. |
|
Παρ. 19,14 |
οἶκον καὶ ὕπαρξιν μερίζουσι πατέρες παισί, παρὰ δὲ Κυρίου ἁρμόζεται γυνὴ ἀνδρί. |
Παρ. 19,14 |
Οι μεν γονείς διαμοιράζουν εις τα παιδιά των τα σπίτια και την άλλην περιουσίαν· εκ μέρους όμως του Κυρίου ταιριάζεται η καλή γυναίκα προς τον άνδρα, ως ανεκτίμητος δι' αυτόν περιουσία. |
|
Παρ. 19,15 |
δειλία κατέχει ἀνδρόγυνον, ψυχὴ δὲ ἀεργοῦ πεινάσει. |
Παρ. 19,15 |
Δειλία καταλαμβάνει τον θηλυπρεπή και μαλθακόν, ο δε οκνηρός, που αποφεύγει την εργασίαν, θα πεινάση. |
|
Παρ. 19,16 |
ὃς φυλάσσει ἐντολήν, τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὁ δὲ καταφρονῶν τῶν ἑαυτοῦ ὁδῶν ἀπολεῖται. |
Παρ. 19,16 |
Εκείνος ο οποίος φυλάττει τας εντολάς του Θεού, διατηρεί επί μακρόν την ζωήν του και προφυλάσσει την ψυχήν του. Εκείνος όμως που αδιαφορεί δια την διαγωγήν του και τον τρόπον της ζωής του, θα εξολοθρευθή. |
|
Παρ. 19,17 |
δανείζει Θεῷ ὁ ἐλεῶν πτωχόν, κατὰ δὲ τὸ δόμα αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ. |
Παρ. 19,17 |
Οποιος ελεεί τον πτωχόν δανείζει τον Θεόν. Ανάλογα δέ με την ελεημοσύνην του θα λάβη και εκ μέρους του Θεού την ανταπόδοσιν. |
|
Παρ. 19,18 |
παίδευε υἱόν σου, οὕτως γὰρ ἔσται εὔελπις, εἰς δὲ ὕβριν μὴ ἐπαίρου τῇ ψυχῇ σου. |
Παρ. 19,18 |
Παιδαγώγει και μόρφωνε το παιδί σου με σύνεσιν, με στοργήν και με αυστηρότητα. Διότι έτσι θα υπάρξουν πολλαί καλαί ελπίδες προόδου και επιτυχίας του εις την ζωήν. Προτίμα την κατά Θεόν μόρφωσιν του παιδιού σου, και μη αλαζονεύεσαι δι' αυτόν η δια την περιουσίαν, την οποίαν τυχόν θα του αφήσης. |
|
Παρ. 19,19 |
κακόφρων ἀνὴρ πολλὰ ζημιωθήσεται· ἐὰν δὲ λοιμεύηται, καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ προσθήσει. |
Παρ. 19,19 |
Ο κακόμυαλος άνθρωπος θα υποστή πολλάς τιμωρίας. Εάν δέ, σαν άλλη καταστρεπτική επιδημία, σκορπίζη το κακόν και την συμφοράν, θα διακινδυνεύση να χάση και αυτήν την ζωήν του. |
|
Παρ. 19,20 |
ἄκουε, υἱέ, παιδείαν πατρός σου, ἵνα σοφὸς γένῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων σου. |
Παρ. 19,20 |
Ακουε, παιδί μου, και συμμορφώσου προς την παιδαγωγίαν του πατρός σου, δια να γίνης και να μείνης σοφός μέχρι των γηρατείων σου. |
|
Παρ. 19,21 |
πολλοὶ λογισμοὶ ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ἡ δὲ βουλὴ τοῦ Κυρίου εἰς τὸν αἰῶνα μένει. |
Παρ. 19,21 |
Πολλοί και διάφοροι και παροδικοί λογισμοί και σχέδια πλημμυρίζουν την καρδίαν του ανθρώπου. Αλλά η βουλή του Κυρίου μένει πάντοτε η ιδία, αγαθή και ωφέλιμος. |
|
Παρ. 19,22 |
καρπὸς ἀνδρὶ ἐλεημοσύνη, κρείσσων δὲ πτωχὸς δίκαιος ἢ πλούσιος ψεύστης. |
Παρ. 19,22 |
Εις κάθε άνθρωπον η ελεημοσύνη είναι καρπός ωφέλιμος δι' αυτόν τον ίδιον. Προτιμότερος και καλύτερος είναι ο δίκαιος πτωχός από τον ψεύστην πλούσιον. |
|
Παρ. 19,23 |
φόβος Κυρίου εἰς ζωὴν ἀνδρί, ὁ δὲ ἄφοβος αὐλισθήσεται ἐν τόποις, οὗ οὐκ ἐπισκοπεῖται γνῶσις. |
Παρ. 19,23 |
Ο φόβος και η ευλάβεια προς τον Κυριον οδηγεί τον άνθρωπον εις την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν. Εκείνος όμως που δεν φοβείται τον Θεόν, θα κατοικήση εις τόπους, όπου δεν υπάρχει η αληθινή γνώσις αλλ' επικρατεί το σκότος της πλάνης. |
|
Παρ. 19,24 |
ὁ ἐγκρύπτων εἰς τὸν κόλπον αὐτοῦ χεῖρας ἀδίκως, οὐδὲ τῷ στόματι οὐ μὴ προσαγάγῃ αὐτάς. |
Παρ. 19,24 |
Ο οκνηρός, που κρύβει και σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του από τεμπελιά, με αυτά τα χέρια του δεν θα προσφέρη τροφήν στο στόμα του. |
|
Παρ. 19,25 |
λοιμοῦ μαστιγουμένου, ἄφρων πανουργότερος γίνεται· ἐὰν δὲ ἐλέγχῃς ἄνδρα φρόνιμον, νοήσει αἴσθησιν. |
Παρ. 19,25 |
Οταν ο διεφθαρμένος και επιβλαβής εις την κοινωνίαν άνθρωπος τιμωρήται με μαστιγία, και αυτός ακόμη ο ασύνετος βλέπων την τιμωρίαν γίνεται προσεκτικός. Εάν ελέγχης άνδρα συνετόν, θα αντιληφθή το σφάλμα του και θα διορθωθή. |
|
Παρ. 19,26 |
ὁ ἀτιμάζων πατέρα καὶ ἀπωθούμενος μητέρα αὐτοῦ καταισχυνθήσεται καὶ ἐπονείδιστος ἔσται. |
Παρ. 19,26 |
Εκείνός που εξευτελίζει και υβρίζει τον πατέρα του, όπως και αυτός που σπρώχνει με αναίδειαν και ασέβειαν την μητέρα του, θα κατεντροπιασθή και θα γίνη επονείδιστος εν μέσω της κοινωνίας. |
|
Παρ. 19,27 |
υἱὸς ἀπολειπόμενος φυλάξαι παιδείαν πατρὸς μελετήσει ῥήσεις κακάς. |
Παρ. 19,27 |
Παιδί, που θα καταφρονήση και θα παραμελήση την πατρικήν παιδαγωγίαν, αυτό θα στρέψη την προσοχήν και το ενδιαφέρον του εις τας πονηράς εισηγήσεις και προτροπάς κακών ανθρώπων. |
|
Παρ. 19,28 |
ὁ ἐγγυώμενος παῖδα ἄφρονα καθυβρίσει δικαίωμα, στόμα δὲ ἀσεβῶν καταπίεται κρίσεις. |
Παρ. 19,28 |
Ο γονεύς, ο οποίος δίδει εγγύησιν δια το παιδί του το άμυαλο και ασύνετον, κατεξευτελίζει και προσβάλλει το δικαίωμα και την θέσιν του ως πατρός. Τα στόματα των ασεβών καταπίνουν τους νόμους της δικαιοσύνης· δηλαδή καταπατούν τους νόμους, παραβαίνουν τον λόγον, που έδωσαν. |
|
Παρ. 19,29 |
ἑτοιμάζονται ἀκολάστοις μάστιγες, καὶ τιμωρίαι ὁμοίως ἄφροσιν. |
Παρ. 19,29 |
Ποιναί βαρείαι ετοιμάζονται δια τους διεφθαρμένους και ανήθικους, όπως επίσης τιμωρίαι επιφυλάσσονται και δια τους άφρονας, που παρεκτρέπονται. |
|
Κεφάλαιο 20ο |
Παρ. 20,1 |
Ἀκόλαστον οἶνος καὶ ὑβριστικὸν μέθη, πᾶς δὲ ἄφρων τοιούτοις συμπλέκεται. |
Παρ. 20,1 |
Ο πολύς οίνος οδηγεί εις την ακολασίαν, η δε μέθη εις την μωράν αλαζονείαν και την αδιαντροπιάν. Καθε μικρόμυαλος εις αυτά περιπλέκεται και εξευτελίζεται. |
|
Παρ. 20,2 |
οὐ διαφέρει ἀπειλὴ βασιλέως θυμοῦ λέοντος, ὁ δὲ παροξύνων αὐτὸν ἁμαρτάνει εἰς τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν. |
Παρ. 20,2 |
Η απειλή του βασιλέως και γενικώτερον του ισχυρού δεν διαφέρει από τον θυμόν του εξηγριωμένου λέοντος. Οποιος τον εξερεθίζει, εκθέτει εις κίνδυνον την ιδίαν του ζωήν. |
|
Παρ. 20,3 |
δόξα ἀνδρὶ ἀποστρέφεσθαι λοιδορίας, πᾶς δὲ ἄφρων τοιούτοις συμπλέκεται. |
Παρ. 20,3 |
Μεγάλη τιμή και δόξα είναι δια τον άνθρωπον να αποφεύγη τας ύβρεις και τους εμπαιγμούς εναντίον των άλλων. Καθε όμως ασύνετος περιπλέκεται εις αυτά τα κακά. |
|
Παρ. 20,4 |
ὀνειδιζόμενος ὀκνηρὸς οὐκ αἰσχύνεται, ὡσαύτως καὶ ὁ δανειζόμενος σῖτον ἐν ἀμήτῳ. |
Παρ. 20,4 |
Ο οκνηρός δεν εντρέπεται, όταν γίνεται αντικείμενον εξευτελισμών και ονειδισμών εκ μέρους των άλλων. Ομοίως δεν εντρέπεται και εκείνος, που ζητεί δάνεια εις καιρόν, κατά τον οποίον οι άλλοι θερίζουν και συγκομίζουν. |
|
Παρ. 20,5 |
ὕδωρ βαθὺ βουλὴ ἐν καρδίᾳ ἀνδρός, ἀνὴρ δὲ φρόνιμος ἐξαντλήσει αὐτήν. |
Παρ. 20,5 |
Ωσάν το ανεξάντλητο νερό, που υπάρχει στο βαθύ πηγάδι, είναι αι συνεταί γνώμαι και αποφάσεις, που υπάρχουν εις την καρδίαν του φρονίμου ανδρός. Ο δε συνετός και φρόνιμος θα αντλήση μέχρι τέλους αυτάς και θα τας χρησιμοποίηση, όπου πρέπει. |
|
Παρ. 20,6 |
μέγα ἄνθρωπος καὶ τίμιον ἀνὴρ ἐλεήμων, ἄνδρα δὲ πιστὸν ἔργον εὑρεῖν. |
Παρ. 20,6 |
Μεγάλο πράγμα αυτό το δημιούργημα του Θεού, που λέγεται άνθρωπος. Πολύτιμος όμως είναι ο ελεήμων. Το να εύρης όμως ένα άνθρωπον πιστόν εις τα έργα και εις τα λόγια, είναι πολύ δύσκολον. |
|
Παρ. 20,7 |
ὃς ἀναστρέφεται ἄμωμος ἐν δικαιοσύνῃ, μακαρίους τοὺς παῖδας αὐτοῦ καταλείψει. |
Παρ. 20,7 |
Ο γονεύς, ο οποίος ζη και συμπεριφέρεται με αρετήν και έχει άμεμπτον παράδειγμα, θα αφήση ευτυχισμένα τα παιδιά του. |
|
Παρ. 20,8 |
ὅταν βασιλεὺς δίκαιος καθίσῃ ἐπὶ θρόνου, οὐκ ἐναντιοῦται ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ πᾶν πονηρόν. |
Παρ. 20,8 |
Οταν επί του θρόνου καθίση ενας βασιλεύς ενάρετος και συνετός, δεν ημπορεί να σταθή ενώπιον των οφθαλμών του κανένα πονηρόν και κανείς πονηρός. |
|
Παρ. 20,9 |
τίς καυχήσεται ἁγνὴν ἔχειν τὴν καρδίαν; ἢ τίς παῤῥησιάσεται καθαρὸς εἶναι ἀπὸ ἁμαρτιῶν; |
Παρ. 20,9 |
|
|
Παρ. 20,10 |
στάθμιον μέγα καὶ μικρὸν καὶ μέτρα δισσά, ἀκάθαρτα ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀμφότερα καὶ ὁ ποιῶν αὐτά. |
Παρ. 20,10 |
Ζυγια δόλια, μεγαλύτερα του κανονικού δια την αγοράν και μικρότερα του κανονικού δια την πώλησιν, και διπλά μέτρα χωρητικότητος δια τα υγρά προϊόντα, και τα δύο είναι ακάθαρτα ενώπιον του Κυρίου, όπως επίσης και εκείνος, ο οποίος τα κατασκευάζει και τα χρησιμοποιεί. |
|
Παρ. 20,11 |
ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν αὐτοῦ συμποδισθήσεται νεανίσκος μετὰ ὁσίου, καὶ εὐθεῖα ἡ ὁδὸς αὐτοῦ. |
Παρ. 20,11 |
Ο νέος, ο οποίος συμπορεύεται και ακολουθεί τους τρόπους ζωής του οσίου, του ενάρετου, θα υποστή βαθείαν την αγαθήν επίδρασιν από το καλό παράδειγμα εκείνου και θα είναι ευθεία η πορεία της ζωής του. |
|
Παρ. 20,12 |
οὖς ἀκούει καὶ ὀφθαλμὸς ὁρᾷ· Κυρίου ἔργα καὶ ἀμφότερα. |
Παρ. 20,12 |
Το αυτί ακούει και το μάτι βλέπει και τα δύο όμως είναι έργα του Θεού και εις δόξαν Θεού και δια το καλόν του ανθρώπου πρέπει να χρησιμοποιούνται. |
|
Παρ. 20,13 |
μὴ ἀγάπα καταλαλεῖν, ἵνα μὴ ἐξαρθῇς· διάνοιξον τοὺς ὀφθαλμούς σου καὶ ἐμπλήσθητι ἄρτων. |
Παρ. 20,13 |
Μη ευχαριστήσαι στο να κατακρίνης άλλους, δια να μη σε αποπέμψουν εκ μέσου αυτών εκείνοι και καταστραφής. Ανοιξε τα μάτια σου καλά, ώστε να διακρίνης και να ακολουθής πάντοτε το ορθόν και το πρέπον, και τότε θα χορτάσης από αγαθά. |
|
Παρ. 20,20 |
κακολογοῦντος πατέρα ἢ μητέρα σβεσθήσεται λαμπτήρ, αἱ δὲ κόραι τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ ὄψονται σκότος. |
Παρ. 20,20 |
Θα σβήση η φλόγα της ζωής εκείνου, ο οποίος κακολογεί τον πατέρα του η την μητέρα του. Θα σβήσουν και θα καλυφθούν από το σκοτάδι αι κόραι των οφθαλμών του, ώστε να μη μπορή να βλέπη. |
|
Παρ. 20,21 |
μερὶς ἐπισπουδαζομένη ἐν πρώτοις, ἐν τοῖς τελευταίοις οὐκ εὐλογηθήσεται. |
Παρ. 20,21 |
Μερίδιον από την πατρικήν κληρονομίαν, το οποίον αρπάζεται βιαίως και προ καιρού, δεν πρόκειται εν τέλει να έχη την ευλογίαν του Θεού. |
|
Παρ. 20,22 |
μὴ εἴπῃς· τίσομαι τὸν ἐχθρόν, ἀλλ᾿ ὑπόμεινον τὸν Κύριον, ἵνα σοι βοηθήσῃ. |
Παρ. 20,22 |
Μη είπης ότι θα εκδικηθώ και θα τιμωρήσω τον εχθρόν μου. Αλλά δείξε υπομονήν απέναντι του Κυρίου, και εις αυτόν ανάθεσε την αποδόσιν του δικαίου σου, δια να σε βοηθήση και σε προστατεύση. |
|
Παρ. 20,23 |
βδέλυγμα Κυρίῳ δισσὸν στάθμιον, καὶ ζυγὸς δόλιος οὐ καλὸν ἐνώπιον αὐτοῦ. |
Παρ. 20,23 |
Αποκρουστικά και μισητά είναι ενώπιον του Κυρίου τα διπλά ζύγια, όπως επίσης δεν είναι αρεστή και καλή ενώπιον του Κυρίου η ψεύτικη ζυγαριά. |
|
Παρ. 20,24 |
παρὰ Κυρίου εὐθύνεται τὰ διαβήματα ἀνδρί, θνητὸς δὲ πῶς ἂν νοήσαι τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ; |
Παρ. 20,24 |
Από το πανάγαθον Θεόν κατευθύνονται αι πορείαι της ζωής και τα γεγονότα του βίου του ανθρώπου. Ο δε θνητός και πτωχός εις την νόησιν άνθρωπος πως είναι δυνατόν εξ εαυτού να κατανοήση τους δρόμους της ζωής, που πρέπει να βαδίση; |
|
Παρ. 20,25 |
παγὶς ἀνδρὶ ταχύ τι τῶν ἰδίων ἁγιάσαι, μετὰ γὰρ τὸ εὔξασθαι μετανοεῖν γίνεται. |
Παρ. 20,25 |
Το να σπεύδη κανείς να τάξη απερισκέπτως κάτι από όσα του ανήκουν, είναι δυνατόν να του δημιουργήση κίνδυνον και παγίδα, διότι μετά το τάξιμο συμβαίνει οι απερίσκεπτοι να μετανοούν δι' αυτό. |
|
Παρ. 20,26 |
λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὺς σοφός, καὶ ἐπιβαλεῖ αὐτοῖς τροχόν. |
Παρ. 20,26 |
Ο σοφός βασιλεύς λιχνίζει και ξεχωρίζει από τους καλούς τους κακοποιούς και τους ασεβείς· και αυτός θα επιβάλλη εις αυτούς την δύναμιν και τας κυρώσστου νόμου. |
|
Παρ. 20,27 |
φῶς Κυρίου πνοὴ ἀνθρώπων, ὃς ἐρευνᾷ ταμιεῖα κοιλίας. |
Παρ. 20,27 |
Φως Κυρίου, καθοδηγητικόν εις την ζωήν του ανθρώπου, είναι η ζωογόνος πνοη, την οποίαν ο δημιουργός του ενέπνευσε. Ο Θεός ερευνά και βλέπει ολοκάθαρα όλα όσα είναι αποκεκρυμμένα και αποταμιευμένα εις την καρδίαν και το εσωτερικόν του ανθρώπου. |
|
Παρ. 20,28 |
ἐλεημοσύνη καὶ ἀλήθεια φυλακὴ βασιλεῖ, καὶ περικυκλώσουσιν ἐν δικαιοσύνῃ τὸν θρόνον αὐτοῦ. |
Παρ. 20,28 |
Η ελεημοσύνη και η αλήθεια, όπως και γενικώτερον η αρετή, είναι η ασφαλής φρουρά η στηρίζουσα τον βασιλέα. Αυταί αι αρεταί θα περικυκλώσουν και θα ασφαλίσουν με δικαιοσύνην τον θρόνον του. |
|
Παρ. 20,29 |
κόσμος νεανίαις σοφία, δόξα δὲ πρεσβυτέρων πολιαί. |
Παρ. 20,29 |
Στολισμός δια τους νέους είναι η σοφία και η σύνεσις. Δοξα δε των γερόντων είναι τα άσπρα μαλλιά, τα οποία μαρτυρούν πείραν, σύνεσιν και αρετήν. |
|
Παρ. 20,30 |
ὑπώπια καὶ συντρίμματα συναντᾷ κακοῖς, πληγαὶ δὲ εἰς ταμιεῖα κοιλίας. |
Παρ. 20,30 |
Μωλωπίσματα στο πρόσωπον από κτυπήματα, και συντρίμματα οστών θα συναντήσουν τους κακούς εις την πορείαν της ζωής των. Πληγαί δε και ασθένειαι οδυνηραί θα απλωθούν έως τα βάθη του εσωτερικού των. |
|
Κεφάλαιο 21ο |
Παρ. 21,1 |
Ὥσπερ ὁρμὴ ὕδατος, οὕτως καρδία βασιλέως ἐν χειρὶ Θεοῦ· οὗ ἐὰν θέλων νεύσῃ, ἐκεῖ ἔκλινεν αὐτήν. |
Παρ. 21,1 |
Οπως το ορμητικόν ρεύμα του νερού έτσι και η καρδιά του βασιλέως ευρίσκεται υπό την εξουσίαν του Θεού. Και όπου αυτός θέλει να την κατευθύνη, εκεί με ένα του νεύμα την γυρίζει και την στρέφει. |
|
Παρ. 21,2 |
πᾶς ἀνὴρ φαίνεται ἑαυτῷ δίκαιος, κατευθύνει δὲ καρδίας Κύριος. |
Παρ. 21,2 |
Καθε άνθρωπος νομίζει τον εαυτόν του ότι είναι δίκαιος, αλλά ο Κυριος είναι εκείνος ο οποίος γνωρίζει, κυβερνά και κατευθύνει τας καρδίας των ανθρώπων εις την αρετήν. |
|
Παρ. 21,3 |
ποιεῖν δίκαια καὶ ἀληθεύειν ἀρεστὰ παρὰ Θεῷ μᾶλλον ἢ θυσιῶν αἷμα. |
Παρ. 21,3 |
Το να πράττη κανείς δίκαια έργα και το να λέγη πάντοτε την αλήθειαν, είναι αυτά περισσότερον ευάρεστα και ευπρόσδεκτα στον Θεόν από τα αίματα θυσιών ζώων. |
|
Παρ. 21,4 |
μεγαλόφρων ἐν ὕβρει θρασυκάρδιος, λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν ἁμαρτία. |
Παρ. 21,4 |
Εκείνος που έχει μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του, είναι αλαζονικός, θρασύς και σκληρός εις την καρδίαν. Οι ασεβείς θεωρούν ως φως και χαράν της ζωής των την αμαρτίαν. |
|
Παρ. 21,6 |
ὁ ἐνεργῶν θησαυρίσματα γλώσσῃ ψευδεῖ μάταια διώκει καὶ ἔρχεται ἐπὶ παγίδας θανάτου. |
Παρ. 21,6 |
Εκείνος που με ψευδολογίας και απάτας συνάγει θησαυρούς, κοπιάζει ματαίως. Βαδίζει, χωρίς να αντιλαμβάνεται, εις θανασίμους δι' αυτόν παγίδας. |
|
Παρ. 21,7 |
ὄλεθρος ἀσεβέσιν ἐπιξενωθήσεται, οὐ γὰρ βούλονται πράσσειν τὰ δίκαια. |
Παρ. 21,7 |
Ωσάν ανεπιθύμητος κακότροπος ξένος θα εγκατασταθή και θα φιλοξενήται εις τα σπίτια των ασεβών ο όλεθρος, διότι αυτοί δεν θέλουν να πράττουν το ορθόν και το αγαθόν. |
|
Παρ. 21,8 |
πρὸς τοὺς σκολιοὺς σκολιὰς ὁδοὺς ἀποστέλλει ὁ Θεός, ἁγνὰ γὰρ καὶ ὀρθὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. |
Παρ. 21,8 |
Δια τους διεστραμμένους ανθρώπους επιτρέπει ο Θεός να περιπλέκωνται εις διεστραμμένας και καταστρεπτικάς δι' αυτούς οδούς, διότι τα έργα του Κυρίου είναι αγνά και δίκαια και στοιαύτα μόνον ευαρεστείται. |
|
Παρ. 21,9 |
κρεῖσσον οἰκεῖν ἐπὶ γωνίας ὑπαίθρου ἢ ἐν κεκονιαμένοις μετὰ ἀδικίας καὶ ἐν οἴκῳ κοινῷ. |
Παρ. 21,9 |
Προτιμότερον είναι να κατοική κανείς μόνος του σε κάποια γωνιά έξω στο ύπαιθρον, παρά να κατοική με άλλους εις φρεσκοασβεστωμένους και περιποιημένους οίκους, οι οποίοι έχουν κτισθή με αδικίας. |
|
Παρ. 21,10 |
ψυχὴ ἀσεβοῦς οὐκ ἐλεηθήσεται ὑπ᾿ οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων. |
Παρ. 21,10 |
Ανθρωπος ασεβής απέναντι του Θεού και άδικος προς τους άλλους ανθρώπους δεν θα εύρη συμπάθειαν και έλεος από κανένα. |
|
Παρ. 21,11 |
ζημιουμένου ἀκολάστου πανουργότερος γίνεται ὁ ἄκακος, συνίων δὲ σοφὸς δέξεται γνῶσιν. |
Παρ. 21,11 |
Οταν τιμωρήται ο ανήθικος και διεφθαρμένος άνθρωπος, ο αγαθός γίνεται περισσότερον προσεκτικός. Ο δε σοφός, ο οποίος κατανοεί ορθώς πρόσωπα και πράγματα, θα αποκτήση μεγαλυτέραν γνώσιν από τα παθήματα του διεφθαρμένου. |
|
Παρ. 21,12 |
συνίει δίκαιος καρδίας ἀσεβῶν καὶ φαυλίζει ἀσεβεῖς ἐν κακοῖς. |
Παρ. 21,12 |
Ο δίκαιος αντιλαμβάνεται σαφώς εκείνα, που υπάρχουν εις τας καρδίας των ασεβών. Δεν τους μακαρίζει, αλλά τους ελεεινολογεί, διότι ευρίσκονται εις την αθλίαν αυτήν κατάστασιν. |
|
Παρ. 21,13 |
ὃς φράσσει τὰ ὧτα αὐτοῦ τοῦ μὴ ἐπακοῦσαι ἀσθενοῦς, καὶ αὐτὸς ἐπικαλέσεται, καὶ οὐκ ἔσται ὁ εἰσακούων. |
Παρ. 21,13 |
Εκείνος που κλείει τα αυτιά του, δια να μη ακούση την παράκλησιν ενός πτωχού, ενός αδυνάτου και ασθενούς, θα ευρεθή και αυτός εις την ανάγκην να επικαλεσθή και ζητήση δοήθειαν των άλλων και δεν θα υπάρξη κανείς να τον ακούση. |
|
Παρ. 21,14 |
δόσις λάθριος ἀνατρέπει ὀργάς, δώρων δὲ ὁ φειδόμενος θυμὸν ἐγείρει ἰσχυρόν. |
Παρ. 21,14 |
Ενα φιλοδώρημα, που προσφέρεται με διάκρισιν, κρυφίως και χωρίς θόρυβον, προλαμβάνει, πολλές φορές την οργήν του άλλου. Οποιος δε λυπηθή να προσφέρη ένα τέτοιο φιλοδώρημα, υπεγείρει μεγάλον θυμόν. |
|
Παρ. 21,15 |
εὐφροσύνη δικαίων ποιεῖν κρίμα, ὅσιος δὲ ἀκάθαρτος παρὰ κακούργοις. |
Παρ. 21,15 |
Ευχαρίστησις και χαρά των δικαίων είναι να αποδίδουν και να εφαρμόζουν το δίκαιον. Αυτός όμως ο ενάρετος θεωρείται ακάθαρτος εκ μέρους των κακοποιών. |
|
Παρ. 21,16 |
ἀνὴρ πλανώμενος ἐξ ὁδοῦ δικαιοσύνης ἐν συναγωγῇ γιγάντων ἀναπαύσεται. |
Παρ. 21,16 |
Ανθρωπος, ο οποίος παρεπλανήθη και απεμακρύνθη από την οδόν της δικαιοσύνης, εβάδισε δε και βαδίζει τους δρόμους της κακίας, είναι σαν να θέλη να εύρη ανάπαυσιν και χαράν εις συγκέντρωσιν κακούργων γιγάντων. |
|
Παρ. 21,17 |
ἀνὴρ ἐνδεὴς ἀγαπᾷ εὐφροσύνην, φιλῶν οἶνον καὶ ἔλαιον εἰς πλοῦτον· |
Παρ. 21,17 |
Εκείνος, που αγαπά την καλοπέρασιν και τα πλούσια τραπέζια, θα μείνη φτωχός. Οπως επίσης εκείνος, που αγαπά τον οίνον και τα λιπαρά φαγητά, δεν θα πλουτήση. |
|
Παρ. 21,18 |
περικάθαρμα δὲ δικαίου ἄνομος. |
Παρ. 21,18 |
Δια τον δίκαιον ακάθαρτος πρέπει να θεωρήται ο ασεβής και η πορεία της ζωής του. |
|
Παρ. 21,19 |
κρεῖσσον οἰκεῖν ἐν γῇ ἐρήμῳ ἢ μετὰ γυναικὸς μαχίμου καὶ γλωσσώδους καὶ ὀργίλου. |
Παρ. 21,19 |
Είναι καλύτερον και προτιμότερον να κατοική κανείς μόνος του εις την έρημον, παρά μαζή με γυναίκα φιλόνεικον, γλωσσού και θυμώδη. |
|
Παρ. 21,20 |
θησαυρὸς ἐπιθυμητὸς ἀναπαύσεται ἐπὶ στόματος σοφοῦ, ἄφρονες δὲ ἄνδρες καταπίονται αὐτόν. |
Παρ. 21,20 |
|
|
Παρ. 21,21 |
ὁδὸς δικαιοσύνης καὶ ἐλεημοσύνης εὑρήσει ζωὴν καὶ δόξαν. |
Παρ. 21,21 |
Ο δρόμος της δικαιοσύνης και της ελεημοσύνης οδηγεί τον άνθρωπον εις μακράν και ένδοξον ζωήν. |
|
Παρ. 21,22 |
πόλεις ὀχυρὰς ἐπέβη σοφὸς καὶ καθεῖλε τὸ ὀχύρωμα, ἐφ᾿ ᾧ ἐπεποίθεισαν οἱ ἀσεβεῖς. |
Παρ. 21,22 |
Ο σοφός στρατηγός, με την σύνεσιν και την στρατηγικήν αυτού ικανότητα, εκυρίευσεν ωχυρωμένας πόλεις και εκρήμνισεν οχυρώματα, δια τα οποία οι ασεβείς είχαν την πεποίθησιν, ότι είναι απόρθητα. |
|
Παρ. 21,23 |
ὃς φυλάσσει τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τὴν γλῶσσαν, διατηρεῖ ἐκ θλίψεως τὴν ψυχὴν αὐτοῦ. |
Παρ. 21,23 |
Εκείνος, που προσέχει το στόμα του και την γλώσσαν του, προφυλάσσει την ψυχήν του από πολλάς θλίψεις και στενοχωρίας. |
|
Παρ. 21,24 |
θρασὺς καὶ αὐθάδης καὶ ἀλαζὼν λοιμὸς καλεῖται, ὃς δὲ μνησικακεῖ, παράνομος. |
Παρ. 21,24 |
Ο θρασύς και ο αυθάδης, ο αλαζονικός και επηρμένος, παρομοιάζεται και καλείται μολυσματική καταστρεπτική επιδημία, πανούκλα. Εκείνος δέ που μνησικακεί, είναι παράνομος, διότι καταπατεί τον νόμον της αγάπης. |
|
Παρ. 21,25 |
ἐπιθυμίαι ὀκνηρὸν ἀποκτείνουσιν, οὐ γὰρ προαιροῦνται αἱ χεῖρες αὐτοῦ ποιεῖν τι. |
Παρ. 21,25 |
Αι πολλαί επιθυμίαι, τα φαντασιώδη σχέδια, εξοντώνουν τον οκνηρόν, διότι τα χέρια του δεν προθυμοποιούνται να κάμουν κάτι, ώστε να επαρκέση αυτός εις τας ανάγκας του. |
|
Παρ. 21,26 |
ἀσεβὴς ἐπιθυμεῖ ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπιθυμίας κακάς, ὁ δὲ δίκαιος ἐλεᾷ καὶ οἰκτείρει ἀφειδῶς. |
Παρ. 21,26 |
Ο ασεβής κυριαρχείται όλην την ημέραν από κακάς ιδιοτελείς επιθυμίας, ενώ ο δίκαιος ελεεί και ευσπλαγχνίζετσι και προσφέρει πλουσίαν την βοήθειάν του. |
|
Παρ. 21,27 |
θυσίαι ἀσεβῶν βδέλυγμα Κυρίῳ, καὶ γὰρ παρανόμως προσφέρουσιν αὐτάς. |
Παρ. 21,27 |
Αι θυσίαι των ασεβών είναι αποκρουστικαί και μισηταί ενώπιον του Κυρίου, διότι προσφέρονται και προέρχονται από αδικίας και από καρδίας παρανόμους. |
|
Παρ. 21,28 |
μάρτυς ψευδὴς ἀπολεῖται, ἀνὴρ δὲ ὑπήκοος φυλασσόμενος λαλήσει. |
Παρ. 21,28 |
Ο ψευδομάρτυς βαδίζει προς την καταστροφήν και τον όλεθρον. Ο μάρτυς όμως, ο οποίος υπακούει στον νόμον του Θεού και τηρεί αυτόν, θα λαλήση την αλήθειαν. |
|
Παρ. 21,29 |
ἀσεβὴς ἀνὴρ ἀναιδῶς ὑφίσταται προσώπῳ, ὁ δὲ εὐθὴς αὐτὸς συνίει τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ. |
Παρ. 21,29 |
Ο ασεβής άνθρωπος με αναιδές πρόσωπον υφίσταται ελέγχους και παρατηρήσεις, ο δε ειλικρινής και ενάρετος είναι συνετός εις την συμπεριφοράν του. |
|
Παρ. 21,30 |
οὐκ ἔστι σοφία, οὐκ ἔστιν ἀνδρεία, οὐκ ἔστι βουλὴ πρὸς τὸν ἀσεβῆ. |
Παρ. 21,30 |
Δεν υπάρχει σοφία, δεν υπάρχει ανδρεία, δεν υπάρχει συνετή και φωτισμένη σκέψις και αποφασις εις άνθρωπον ασεβή. |
|
Παρ. 21,31 |
ἵππος ἑτοιμάζεται εἰς ἡμέραν πολέμου, παρὰ δὲ Κυρίου ἡ βοήθεια. |
Παρ. 21,31 |
Δι' ημέραν πολέμου ετοιμάζεται το ιππικόν. Από τον Κυριον όμως θα σταλή η βοήθεια δια την κατόρθωσιν της νίκης. |
|
Κεφάλαιο 22ο |
Παρ. 22,1 |
Αἱρετώτερον ὄνομα καλὸν ἢ πλοῦτος πολύς, ὑπὲρ δὲ ἀργύριον καὶ χρυσίον χάρις ἀγαθή, |
Παρ. 22,1 |
Προτιμότερον είναι το καλόν όνομα, η καλή υπόληψις, από τον πολύν πλούτον. Ανωτέρα δε από το αργύριον και τους άλλους θησαυρούς είναι η αγαθή και ευμενής διάθεσις της καρδίας. |
|
Παρ. 22,2 |
πλούσιος καὶ πτωχὸς συνήντησαν ἀλλήλοις, ἀμφοτέρους δὲ ὁ Κύριος ἐποίησε. |
Παρ. 22,2 |
Πλούσιοι και πτωχοί υπάρχουν και ζουν πάντοτε κοντά ο ένάς με τον άλλον. Και τους δύο ο Κυριος τους έκαμε. |
|
Παρ. 22,3 |
πανοῦργος ἰδὼν πονηρὸν τιμωρούμενον κραταιῶς αὐτὸς παιδεύεται, οἱ δὲ ἄφρονες παρελθόντες ἐζημιώθησαν. |
Παρ. 22,3 |
Ο συνετός άνθρωπος, όταν βλέπη τον κακόν να τιμωρήται και μάλιστα αυστηρώς, παιδαγωγείται ο ίδιος και συνετίζεται περισσότερον. Οι δε άφρονες, αντιπαρερχόμενοι με αδιαφορίαν κάτι τέτοια γεγονότα, βλάπτονται οι ίδιοι. |
|
Παρ. 22,4 |
γενεὰ σοφίας φόβος Κυρίου καὶ πλοῦτος καὶ δόξα καὶ ζωή. |
Παρ. 22,4 |
Καρπός της αληθινής σοφίας είναι ο φόβος του Κυρίου. Είναι επί πλέον ο πλούτος, η δόξα και η ζωη. |
|
Παρ. 22,5 |
τρίβολοι καὶ παγίδες ἐν ὁδοῖς σκολιαῖς, ὁ δὲ φυλάσσων τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἀφέξεται αὐτῶν. |
Παρ. 22,5 |
Τριβόλια, αγκάθια και παγίδες είναι σκορπισμένα στους δρόμους των διεστραμμένων ανθρώπων. Εκείνος όμως που θέλει να προφυλάξη την ψυχήν του από αυτά θα φύγη μακρυά από τους διεστραμμένους δρόμους των πονηρών. |
|
Παρ. 22,7 |
πλούσιοι πτωχῶν ἄρξουσι, καὶ οἰκέται ἰδίοις δεσπόταις δανειοῦσι. |
Παρ. 22,7 |
Οι πλούσιοι με την δύναμιν του χρήματός των θα γίνουν άρχοντες των πτωχών. Δεν αποκλείεται όμως τέτοιοι άδικοι πλούσιοι να ξεπέσουν και να πτωχύνουν, ώστε να ζητήσουν και να πάρουν δάνεια από τους τέως υπηρέτας των. |
|
Παρ. 22,8 |
ὁ σπείρων φαῦλα θερίσει κακά, πληγὴν δὲ ἔργων αὐτοῦ συντελέσει. |
Παρ. 22,8 |
Εκείνος που σπείρει φαυλότητας, θα θερίση αναρίθμητα κακά. Συνέπεια δε και κατάντημα των πονηρών του έργων θα είναι αι τιμωρίαι, τας οποίας θα υποστή εκ μέρους Θεού και ανθρώπων. |
|
Παρ. 22,8α |
ἄνδρα ἱλαρὸν καὶ δότην εὐλογεῖ ὁ Θεός, ματαιότητα δὲ ἔργων αὐτοῦ συντελέσει. |
Παρ. 22,8α |
Ο Θεός στέλλει τας ευλογίας του εις άνθρωπον πράον, γλυκύν και ελεήμονα. Θα εξαλείψη δε κάθε μάταιον έργον, το οποίον ενδεχομένως αυτός έχει διαπράξει. |
|
Παρ. 22,9 |
ὁ ἐλεῶν πτωχὸν αὐτὸς διατραφήσεται, τῶν γὰρ ἑαυτοῦ ἄρτων ἔδωκε τῷ πτωχῷ. |
Παρ. 22,9 |
Εκείνος που ελεεί τον πτωχόν, θα διατραφή πλουσίως από τον Θεόν και δεν θα πεινάση. Τούτο δέ, διότι έδωκεν στον πτωχόν και πεινώντα από το ίδιο του το ψωμί. |
|
Παρ. 22,9α |
νίκην καὶ τιμὴν περιποιεῖται ὁ δῶρα δούς, τὴν μέντοι ψυχὴν ἀφαιρεῖται τῶν κεκτημένων. |
Παρ. 22,9α |
Κερδίζει και αποκτά νίκην και δόξαν εκείνος, που δίδει φιλοδωρήματα, διότι έτσι απαλλάσσει την ψυχήν του από την προσκόλλησιν προς τα αγαθά, τα οποία έχει. |
|
Παρ. 22,10 |
ἔκβαλε ἐκ συνεδρίου λοιμόν, καὶ συνεξελεύσεται αὐτῷ νεῖκος· ὅταν γὰρ καθίσῃ ἐν συνεδρίῳ, πάντας ἀτιμάζει. |
Παρ. 22,10 |
Διώξε από τας συγκεντρώσστον αυθάδη και εριστικόν και μαζή με αυτόν θα εξέλθη και θα φύγη η φιλονεικία. Διότι όταν ένας τέτοιος παρακάθηται εις συνέδριον, τους πάντας εξουθενώνει με την αυθάδειάν του. |
|
Παρ. 22,11 |
ἀγαπᾷ Κύριος ὁσίας καρδίας, δεκτοὶ δὲ αὐτῷ πάντες ἄμωμοι· χείλεσι ποιμαίνει βασιλεύς. |
Παρ. 22,11 |
Ο Κυριος αγαπά τας αφωσιωμένας εις αυτόν καρδίας, δεκτοί δε εις αυτόν γίνονται πάντοτε όλοι οι άμεμπτοι και καθαροί. Ο βασιλεύς με τα συνετά και καλά λόγια του, και οχι με την βίαν, πρέπει να κυβερνά τον λαόν. |
|
Παρ. 22,12 |
οἱ δὲ ὀφθαλμοὶ Κυρίου διατηροῦσιν αἴσθησιν, φαυλίζει δὲ λόγους παράνομος. |
Παρ. 22,12 |
Οι οφθαλμοί του Κυρίου άγρυπνοι πάντοτε παρακολουθούν και γνωρίζουν τα πάντα. Ο παράνομος άνθρωπος, αδιαφορεί δια την παρουσίαν αυτήν του Θεού και καταφρονεί τα θεία λόγια. |
|
Παρ. 22,13 |
προφασίζεται καὶ λέγει ὀκνηρός· λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί. |
Παρ. 22,13 |
Ο οκνηρός, δια να μη κινηθή από την θέσιν του, επινοεί τας πλέον γελοίας προφάσεις και λέγει· “στους δρόμους είναι ληοντάρι, εις δε τας πλατείας ενεδρεύουν δολοφόνοι”! |
|
Παρ. 22,14 |
βόθρος βαθὺς στόμα παρανόμου, ὁ δὲ μισηθεὶς ὑπὸ Κυρίου ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν. |
Παρ. 22,14 |
Βοθρος βαθύς και βρωμερός είναι το στόμα εκείνου, που παραβαίνει τον νόμον του Θεού. Εκείνος δέ που θα μισηθή και θα εγκαταλειφθή από τον Κυριον, θα πέση μέσα εις αυτόν. |
|
Παρ. 22,14α |
εἰσὶν ὁδοὶ κακαὶ ἐνώπιον ἀνδρός, καὶ οὐκ ἀγαπᾷ τοῦ ἀποστρέψαι ἀπ᾿ αὐτῶν· ἀποστρέφειν δὲ δεῖ ἀπὸ ὁδοῦ σκολιᾶς καὶ κακῆς. |
Παρ. 22,14α |
Υπάρχουν δρόμοι κακοί, τρόποι της ζωής πονηροί, ενώπιον του ανθρώπου, τους οποίους και βλέπει. Εν τούτοις δεν αγαπά και δεν θέλει να απομακρυνθή από αυτούς. Και όμως ο καθένας πρέπει να απομακρύνεται και να φεύγη από την διεστραμμένην και κακήν οδόν. |
|
Παρ. 22,15 |
ἄνοια ἐξῆπται καρδίας νέου, ῥάβδος δὲ καὶ παιδεία μακρὰν ἀπ᾿ αὐτοῦ. |
Παρ. 22,15 |
Απερισκεψία και επιπολαιότης φλογίζει και εξάπτει την καρδίαν του νέου. Η δε παιδαγωγική ράβδος και η αυστηρά διαπαιδαγώγησις αποκρούονται και αποφεύγονται από αυτόν. |
|
Παρ. 22,16 |
ὁ συκοφαντῶν πένητα πολλὰ ποιεῖ τὰ ἑαυτοῦ· δίδωσι δὲ πλουσίῳ ἐπ᾿ ἐλάσσονι. |
Παρ. 22,16 |
Ο πλεονέκτης πλούσιος με απάτας και δολιότητας αδικεί τον πτωχόν και αυξάνει την περιουσίαν του. Αλλά πολλές φορές αναγκάζεται να δίδη εις άλλον πλουσιώτερόν του, και έτσι βλέπει να ελαττώνεται η περιουσία του. |
|
Παρ. 22,17 |
Λόγοις σοφῶν παράβαλλε σὸν οὗς καὶ ἄκουε ἐμὸν λόγον, τὴν δὲ σὴν καρδίαν ἐπίστησον, ἵνα γνῷς, ὅτι καλοί εἰσι· |
Παρ. 22,17 |
Πλησίασε και τέντωσε το αυτί σου, να ακούσης λόγια σοφών και εναρέτων. Ακουε τα λόγια μου. Καμε προσεκτικόν τον νουν σου εις αυτά, που σε διδάσκω, δια να καταλάβης ότι οι λόγοι μου αυτοί είναι καλοί και ωφέλιμοι. |
|
Παρ. 22,18 |
καὶ ἐὰν ἐμβάλῃς αὐτοὺς εἰς τὴν καρδίαν σου, εὐφρανοῦσί σε ἅμα ἐπὶ σοῖς χείλεσιν, |
Παρ. 22,18 |
Και εάν αυτούς τους λόγους τους βάλης και τους κλείσης ως πολύτιμον θησαυρόν εις την καρδίαν σου, ώστε να κανονίζουν την ζωήν σου, ανερχόμενοι εις τα χείλη σου θα σου δημιουργούν χαράν και ικανοποίησιν. |
|
Παρ. 22,19 |
ἵνα σου γένηται ἐπὶ Κύριον ἡ ἐλπὶς καὶ γνωρίσῃ σοι τὴν ὁδόν σου. |
Παρ. 22,19 |
Ταύτα πράττων θα αποκτήσης σταθεράν την ελπίδα σου επί τον Κυριον. Ο δε Κυριος θα σε φωτίση και θα σε καθοδήγηση να γνωρίσης και ακολουθήσης την ευθείαν και καλήν πορείαν στον βίον σου. |
|
Παρ. 22,20 |
καὶ σὺ δὲ ἀπόγραψαι αὐτὰ σεαυτῷ τρισσῶς εἰς βουλὴν καὶ γνῶσιν ἐπὶ τὸ πλάτος τῆς καρδίας σου. |
Παρ. 22,20 |
Και συ γράψε εντός σου αυτούς τους λόγους τρεις φορές, εις τρεις θέσεις της ψυχής σου. Εις την θέλησίν σου, δια να είναι αγαθή, εις την γνώσιν σου, δια να είναι αληθής, στο πλάτος της καρδίας σου ώστε να πλημμυρίζουν ολόκληρον την ψυχήν σου. |
|
Παρ. 22,21 |
διδάσκω οὖν σε ἀληθῆ λόγον καὶ γνῶσιν ἀγαθὴν ὑπακούειν, τοῦ ἀποκρίνεσθαί σε λόγους ἀληθείας τοῖς προβαλλομένοις σοι. |
Παρ. 22,21 |
Σε διδάσκω, λοιπόν, λόγια αληθινά, γνώσιν αγαθήν και ωφέλιμον, εις την οποίαν να υπακούης, ώστε να είσαι εις θέσιν να απαντάς με λόγια αληθινά εις εκείνους, οι οποίοι σου προβάλλουν αντιρρήσεις η και απορίας. |
|
Παρ. 22,22 |
Μὴ ἀποβιάζου πένητα, πτωχὸς γάρ ἐστι, καὶ μὴ ἀτιμάσῃς ἀσθενῆ ἐν πύλαις· |
Παρ. 22,22 |
Μη αρπάζης από τον πτωχόν· μη τον εκβιάζης να σου πληρώση οπωσδήποτε το χρέος του, διότι αυτός είναι πτωχός και αδύνατος. Μη τον σύρης και τον εξευτελίσης εις τα δικαστήρια, που συνεδριάζουν πλησίον εις τας πύλας των πόλεων. |
|
Παρ. 22,23 |
ὁ γὰρ Κύριος κρινεῖ αὐτοῦ τὴν κρίσιν, καὶ ῥύσῃ σὴν ἄσυλον ψυχήν. |
Παρ. 22,23 |
Διότι ο ίδιος ο Κυριος θα αναλάβη την υπεράσπισιν και θα δικάση την υπόθεσιν του πτωχού. Αυτά όταν σκέπτεσαι, θα σώσης αβλαβή την ψυχήν σου. |
|
Παρ. 22,24 |
μὴ ἴσθι ἑταῖρος ἀνδρὶ θυμώδει, φίλῳ δὲ ὀργίλῳ μὴ συναυλίζου, |
Παρ. 22,24 |
Μη γίνεσαι σύντροφος και μη συνεταιρίζεσαι με άνθρωπον θυμώδη. Μη συγκατοικής και μη συναναστρέφεσαι με φίλον ευέξαπτον· |
|
Παρ. 22,25 |
μήποτε μάθῃς τῶν ὁδῶν αὐτοῦ καὶ λάβῃς βρόχους τῇ σῇ ψυχῇ. |
Παρ. 22,25 |
μήπως τυχόν και συ μάθης και ακολουθήσης τον τρόπον της ζωής εκείνων και βάλης βρόχους γύρω από τον λαιμόν σου και περιπέσης εις μεγάλας περιπετείας και κινδύνους. |
|
Παρ. 22 ,26 |
μὴ δίδου σεαυτὸν εἰς ἐγγύην αἰσχυνόμενος πρόσωπον· |
Παρ. 22 ,26 |
|
|
Παρ. 22,27 |
ἐὰν γὰρ μὴ ἔχῃς πόθεν ἀποτίσῃς, λήψονται τὸ στρῶμα τὸ ὑπὸ τὰς πλευράς σου. |
Παρ. 22,27 |
Διότι εάν δεν θα έχης από που να πληρώσης την εγγύησιν, θα σου πάρουν και αυτό τούτο το στρώμα, που το βάζεις κάτω από το σώμα σου, δια να αναπαυθής. |
|
Παρ. 22,28 |
μὴ μέταιρε ὅρια αἰώνια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες σου. |
Παρ. 22,28 |
Μη μετακινής τα παλαιότατα σύνορα των αγρών, τα οποία έθεσαν οι πρόγονοί σου. |
|
Παρ. 22,29 |
ὁρατικὸν ἄνδρα καὶ ὀξὺν ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ βασιλεῦσι δεῖ παρεστάναι καὶ μὴ παρεστάναι ἀνδράσι νωθροῖς. |
Παρ. 22,29 |
Ο διορατικός άνθρωπος, που ενεργεί με ετοιμότητα αντιλήψεως και δραστηριότητα εις τα έργα του, είναι πρέπον να παραστέκεται κοντά στους βασιλείς, δια να τους καθοδηγή και να μη χάνεται υπηρετών νωθρούς και οκνηρούς ανθρώπους. |
|
Κεφάλαιο 23ο |
Παρ. 23,1 |
Ἐὰν καθίσῃς δειπνεῖν ἐπὶ τραπέζης δυναστῶν, νοητῶς νόει τὰ παρατιθέμενά σοι |
Παρ. 23,1 |
Εάν παρακαθήσης στο τραπέζι αρχόντων η πλουσίων, δια να συμφάγης με αυτούς, πρόσεξε πολύ εις τα φαγητά, που παραθέτουν ενώπιόν σου. |
|
Παρ. 23,2 |
καὶ ἐπίβαλλε τὴν χεῖρά σου, εἰδὼς ὅτι τοιαῦτά σε δεῖ παρασκευάσαι· εἰ δὲ ἀπληστότερος εἶ, |
Παρ. 23,2 |
Απλωνε το χέρι σου με κάποιον περίσκεψιν και συστολήν, έχων υπ' όψιν σου ότι και συ, όταν θελήσης να ανταποδώσης το γεύμα, κάτι τέτοια φαγητά είσαι υποχρεωμένος να παρασκευάσης. Εάν δε είσαι λαίμαργος και άπληστος εις τα φαγητά, |
|
Παρ. 23,3 |
μὴ ἐπιθύμει τῶν ἐδεσμάτων αὐτοῦ, ταῦτα γὰρ ἔχεται ζωῆς ψευδοῦς. |
Παρ. 23,3 |
μη αφήσης να κινηθής από την επιθυμίαν των ωραίων φαγητών, διότι αυτά πιθανόν να προέρχωνται από αδικίας και πάντως δίδουν ψευδή αντίληψιν περί της ζωής. |
|
Παρ. 23,4 |
μὴ παρεκτείνου πένης ὢν πλουσίῳ, τῇ δὲ σῇ ἐννοίᾳ ἀπόσχου. |
Παρ. 23,4 |
Μη απλώνεσαι και μη αμιλλάσαι να φθάσης τον πλούσιον, ενώ συ είσαι φτωχός. Απομάκρυνε τον νουν σου από αυτά. |
|
Παρ. 23,5 |
ἐὰν ἐπιστήσῃς τὸ σὸν ὄμμα πρὸς αὐτόν, οὐδαμοῦ φανεῖται· κατεσκεύασται γὰρ αὐτῷ πτέρυγες ὥσπερ ἀετοῦ, καὶ ὑποστρέφει εἰς τὸν οἶκον τοῦ προεστηκότος αὐτοῦ. |
Παρ. 23,5 |
Εάν προσηλώσης το μάτι σου εις αυτόν τον πλούσιον και ελπίσης εις βοήθειάν του, αυτός θα σε εγκαταλείψη και θα γίνη άφαντος. Διότι ο πλούσιος παίρνει πτερά αετού και φεύγει βιαστικά προς τον οίκον άλλου, ανωτέρου από αυτόν πλουσίου. |
|
Παρ. 23,6 |
μὴ συνδείπνει ἀνδρὶ βασκάνῳ, μηδὲ ἐπιθύμει τῶν βρωμάτων αὐτοῦ· |
Παρ. 23,6 |
Μη συντρώγης με φθονερόν άνθρωπον, ούτε και να επιθυμήσης τα ποικίλα φαγητά, που σου παραθέτει. |
|
Παρ. 23,7 |
ὃν τρόπον γὰρ εἴ τις καταπίοι τρίχα, οὕτως ἐσθίει καὶ πίνει. |
Παρ. 23,7 |
Οπως εκείνος που έχει καταπιεί μίαν τρίχα και είναι έτοιμος να κάμη εμετόν, ετσι από την πολλήν του στενοχωρίαν τρώγει και πίνει και ο φθονερός άνθρωπος, όταν σε βλέπη απέναντί του. |
|
Παρ. 23,8 |
μηδὲ πρός σε εἰσαγάγῃς αὐτὸν καὶ φάγῃς τὸν ψωμόν σου μετ᾿ αὐτοῦ· ἐξεμέσει γὰρ αὐτὸν καὶ λυμανεῖται τοὺς λόγους σου τοὺς καλούς. |
Παρ. 23,8 |
Ούτε και συ να τον προσκαλέσης στο σπίτι σου και να φάγης μαζή με αυτόν το λιτόν φάγητόν σου. Διότι θα αηδιάση και θα κάμη εμετόν το φαγητόν σου. Θα χλευάση δε και θα εμπαίξη τα ευγενή και περιποιητικά σου δι' αυτόν λόγια. |
|
Παρ. 23,9 |
εἰς ὦτα ἄφρονος μηδὲν λέγε, μήποτε μυκτηρίσῃ τοὺς συνετοὺς λόγους σου. |
Παρ. 23,9 |
Εις τα αυτιά του ανόητου και ασυνέτου μη λέγης τίποτε, μήπως τυχόν και περιφρονήση τα σοφά και συνετά λόγια σου. |
|
Παρ. 23,10 |
μὴ μεταθῇς ὅρια αἰώνια, εἰς δὲ κτῆμα ὀρφανῶν μὴ εἰσέλθῃς· |
Παρ. 23,10 |
Μη μεταθέσης τα παλαιά σύνορα των αγρών σου και μη εισέλθης να καταπατήσης το κτήμα των ορφανών. |
|
Παρ. 23,11 |
ὁ γὰρ λυτρούμενος αὐτοὺς Κύριος κραταιός ἐστι καὶ κρινεῖ τὴν κρίσιν αὐτῶν μετὰ σοῦ. |
Παρ. 23,11 |
Διότι εκείνος ο οποίος γλυτώνει τους ορφανούς και ανυπερασπίστους από τα χέρια των απλήστων και αρπάγων είναι αυτός αυτός ο παντοδύναμος και δίκαιος Κυριος, ο οποίος θα αναλάβη να δικάση την διαφοράν μεταξύ εκείνων και σου. |
|
Παρ. 23,12 |
δὸς εἰς παιδείαν τὴν καρδίαν σου, τὰ δὲ ὦτά σου ἑτοίμασον λόγοις αἰσθήσεως. |
Παρ. 23,12 |
Δώσε με προθυμίαν την καρδιά και τον νουν σου εις την σοφήν παιδαγωγίαν του Κυρίου και ετοίμασε τα αυτιά σου, να ακούσουν και δεχθούν λόγια θείου φωτισμού. |
|
Παρ. 23,13 |
μὴ ἀπόσχῃ νήπιον παιδεύειν, ὅτι ἐὰν πατάξῃς αὐτὸν ῥάβδῳ, οὐ μὴ ἀποθάνῃ· |
Παρ. 23,13 |
Μη αποφεύγης και μη διστάζης να διαπαιδαγωγής το ανήλικο παιδί σου, διότι και αν ακόμη ευρεθής εις την ανάγκην να το κτυπήσης με την ράβδον, δεν πρόκειται να αποθάνη. |
|
Παρ. 23,14 |
σὺ μὲν γὰρ πατάξεις αὐτὸν ῥάβδῳ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ἐκ θανάτου ῥύσῃ. |
Παρ. 23,14 |
Διότι συ μεν θα κτυπήσης το σώμα του με την ράβδον, θα σώσης όμως την ψυχήν του από τον θάνατον. |
|
Παρ. 23,15 |
υἱέ, ἐὰν σοφὴ γένηταί σου ἡ καρδία, εὐφρανεῖς καὶ τὴν ἐμὴν καρδίαν, |
Παρ. 23,15 |
Παιδί μου, εάν η καρδία και ο νους σου γίνη σοφός και συνετός, θα δώσης χαράν και ευφροσύνην και εις την ιδικήν μου καρδίαν. |
|
Παρ. 23,16 |
καὶ ἐνδιατρίψει λόγοις τὰ σὰ χείλη πρὸς τὰ ἐμὰ χείλη, ἐὰν ὀρθὰ ὦσι. |
Παρ. 23,16 |
Και τα χείλη σου, τα οποία θα λέγουν τα ορθά και τα πρέποντα, είναι σαν να ομιλούν τα ιδικά μου χείλη. |
|
Παρ. 23,17 |
μὴ ζηλούτω ἡ καρδία σου ἁμαρτωλούς, ἀλλὰ ἐν φόβῳ Κυρίου ἴσθι ὅλην τὴν ἡμέραν· |
Παρ. 23,17 |
Ας μη ζηλεύη και ας μη ποθή η καρδιά σου τους αμαρτωλούς και τας πορείας της ζωής των. Αλλά να ζης με τον φόβον του Κυρίου όλην την ημέραν. |
|
Παρ. 23,18 |
ἐὰν γὰρ τηρήσῃς αὐτά, ἔσται σοι ἔκγονα, ἡ δὲ ἐλπίς σου οὐκ ἀποστήσεται. |
Παρ. 23,18 |
Λοιπόν, εάν αυτά δεχθής και τηρήσης, θα έχης ευλογίας από τον Θεόν, θα αποκτήσης απογόνους και η ελπίς σου ποτέ δεν θα διαψευσθή. |
|
Παρ. 23,19 |
ἄκουε, υἱέ, καὶ σοφὸς γίνου, καὶ κατεύθυνε ἐννοίας σῆς καρδίας· |
Παρ. 23,19 |
Ακουε, παιδί μου, και γίνε με όσα θα ακούσης σοφός και συνετός. Κατεύθυνε δε πάντοτε τας γνώσεις και τας επιθυμίας της καρδίας σου προς το αγαθόν. |
|
Παρ. 23,20 |
μὴ ἴσθι οἰνοπότης, μηδὲ ἐκτείνου συμβουλαῖς κρεῶν τε ἀγορασμοῖς· |
Παρ. 23,20 |
Μη γίνης οινοπότης, μη απλώνεσαι και μη συναναστρέφεσαι με ανθρώπους, προς αγοράν κρεάτων από κοινού (με ρεφενέ) και παράθεσιν κοινής τραπέζης. |
|
Παρ. 23, 21 |
πᾶς γὰρ μέθυσος καὶ πορνοκόπος πτωχεύσει, καὶ ἐνδύσεται διεῤῥηγμένα καὶ ῥακώδη πᾶς ὑπνώδης. |
Παρ. 23, 21 |
|
|
Παρ. 23,22 |
ἄκουε, υἱέ, πατρὸς τοῦ γεννήσαντός σε καὶ μὴ καταφρόνει ὅτι γεγήρακέ σου ἡ μήτηρ. |
Παρ. 23,22 |
Ακουε, παιδί μου, τον πατέρα σου, που σε εγέννησε, και μη καταφρονής την μητέρα σου, διότι έχει γηράσει. |
|
Παρ. 23,23 |
ἀλήθειαν κτῆσαι καὶ μὴ ἀπώσῃ σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ σύνεσιν. |
Παρ. 23,23 |
Προσπάθησε να αποκτήσης την αλήθειαν, μη διώχνης μακρυά την σοφίαν, την αληθινήν μόρφωσιν και την σύνεσιν. |
|
Παρ. 23,24 |
καλῶς ἐκτρέφει πατὴρ δίκαιος, ἐπὶ δὲ υἱῷ σοφῷ εὐφραίνεται ἡ ψυχὴ αὐτοῦ. |
Παρ. 23,24 |
Ο ενάρετος πατέρας ανατρέφει ορθώς τα τέκνα του με στοργήν και σύνεσιν και ευφραίνεται η ψυχή του δια τα σοφά και ενάρετα παιδιά, που αναδεικνύει. |
|
Παρ. 23,25 |
εὐφραινέσθω ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ ἐπὶ σοί, καὶ χαιρέτω ἡ τεκοῦσά σε. |
Παρ. 23,25 |
Ας ευφραίνεται δια σε ο στοργικός πατέρας σου και η μητέρα σου, ιδιαιτέρως ας χαίρη μάλιστα ακόμη περισσότερον η καρδιά εκείνης, που σε εγέννησε. |
|
Παρ. 23,26 |
δός μοι, υἱέ, σὴν καρδίαν, οἱ δὲ σοὶ ὀφθαλμοὶ ἐμὰς ὁδοὺς τηρείτωσαν· |
Παρ. 23,26 |
Δος μου εξ ολοκλήρου, παιδί μου, την καρδιά σου, και τα μάτια σου ας προσέχουν, ώστε να γνωρίζης και να βαδίζης τους ιδικούς μου δρόμους. |
|
Παρ. 23,27 |
πίθος γὰρ τετρημένος ἐστὶν ἀλλότριος οἶκος, καὶ φρέαρ στενὸν ἀλλότριον· |
Παρ. 23,27 |
Τρύπιο πιθάρι είναι το ξένο αμαρτωλό σπίτι, που όσα και αν εξοδεύσης δεν θα ημπορέσης να το γεμίσης. Στενό είναι το ξένο πηγάδι, από το οποίον δεν θα μπορέσης να βγης. |
|
Παρ. 23,28 |
οὗτος γὰρ συντόμως ἀπολεῖται, καὶ πᾶς παράνομος ἀναλωθήσεται. |
Παρ. 23,28 |
Εχε υπ' όψιν σου ότι αυτός ο αμαρτωλός οίκος συντόμως θα καταλήξη εις καταστροφήν και όλεθρον και μαζή του θα αφανισθή και κάθε παραβάτης του θείου νόμου. |
|
Παρ. 23,29 |
τίνι οὐαί; τίνι θόρυβος; τίνι κρίσεις; τίνι δὲ ἀηδίαι καὶ λέσχαι; τίνι συντρίμματα διακενῆς; τίνος πελιδνοὶ οἱ ὀφθαλμοί; |
Παρ. 23,29 |
Εις ποιόν ταιριάζει το αλλοίμονον; Ποιός αναταράσσεται, θορυβείται και φιλονεικεί; Ποιός συχνάζει εις τα δικαστήρια και εισάγεται εις δίκας; Ποιός προκαλεί την αηδίαν με τους εμετούς και τας μωρολογίας του και χάνει τον καιρόν του εις φλυαρίας και ανοησίας; Εις ποιόν πληγαί και συντρίμματα χωρίς λόγον; Τινος είναι ωχρά και κινδυνεύουν να σβήσουν τα μάτια; |
|
Παρ. 23,30 |
οὐ τῶν ἐγχρονιζόντων ἐν οἴνοις; οὐ τῶν ἰχνευόντων ποῦ πότοι γίνονται; |
Παρ. 23,30 |
Δεν είναι εκείνων, οι οποίοι περνούν τον καιρόν των κοντά εις τα κρασιά; Δεν είναι εκείνων, που ανιχνεύουν να βρουν, που γίνονται συγκεντρώσεις δια ποτόν και διασκεδάσεις; |
|
Παρ. 23,31 |
μὴ μεθύσκεσθε ἐν οἴνοις, ἀλλὰ ὁμιλεῖτε ἀνθρώποις δικαίοις καὶ ὁμιλεῖτε ἐν περιπάτοις· ἐὰν γὰρ εἰς τὰς φιάλας καὶ τὰ ποτήρια δῷς τοὺς ὀφθαλμούς σου, ὕστερον περιπατήσεις γυμνότερος ὑπέρου. |
Παρ. 23,31 |
Μη πίνετε οίνον, ώστε να μεθάτε, αλλά να συναναστρέφεσθε με ανθρώπους εναρέτους και να συνομιλήτε στους περιπάτους σας με αυτούς επί σοβαρών και μορφωτικών θεμάτων. Διότι εάν ρίχνης τα μάτια σου και δώσης την καρδιά σου εις τας φιάλας του κρασιού και τα ποτήρια, τελευταία θα καταντήσης να γυρίζης γυμνότερος από το γουδοχέρι. |
|
Παρ. 23,32 |
τὸ δὲ ἔσχατον ὥσπερ ὑπὸ ὄφεως πεπληγὼς ἐκτείνεται, καὶ ὥσπερ ὑπὸ κεράστου διαχεῖται αὐτῷ ὁ ἰός. |
Παρ. 23,32 |
Το δε κατάντημα του μεθύσου, όταν γίνη αλκολικός, είναι σαν να δαγκώθηκε από δηλητηριώδες φίδι. Τεντώνεται και παραλύει ο οργανισμός του, σαν να εχύθη μέσα του δηλητήριον από φίδι με κέρατα. |
|
Παρ. 23,33 |
οἱ ὀφθαλμοί σου ὅταν ἴδωσιν ἀλλοτρίαν, τὸ στόμα σου τότε λαλήσει σκολιά, |
Παρ. 23,33 |
Οταν ευρίσκεσαι εις κατάστασιν μέθης και τα μάτια σου ιδούν μίαν ξένην και άγνωστον γυναίκα, ανάψουν δε μέσα σου επιθυμίαι πονηραί, τότε το στόμα σου θα είπη χυδαία λόγια δι' αυτήν. |
|
Παρ. 23,34 |
καὶ κατακείσῃ ὥσπερ ἐν καρδίᾳ θαλάσσης καὶ ὥσπερ κυβερνήτης ἐν πολλῷ κλύδωνι. |
Παρ. 23,34 |
Και θα κατάκεισαι και θα τρικλίζης, ως εάν ευρίσκεσαι μέσα εις τρικυμιώδη θάλασσαν και σαν κυβερνήτης πλοίου μέσα εις μεγάλην θαλασσοταραχήν. |
|
Παρ. 23,35 |
ἐρεῖς δέ· τύπτουσί με καὶ οὐκ ἐπόνεσα, καὶ ἐνέπαιξάν μοι, ἐγὼ δὲ οὐκ ᾔδειν· πότε ὄρθρος ἔσται, ἵνα ἐλθὼν ζητήσω μεθ᾿ ὧν συνελεύσομαι; |
Παρ. 23,35 |
Οταν δε συνέλθης, θα λέγης με έκπληξιν· με εκτύπησαν και δεν επόνεσα, με εχλεύασαν και εγώ δεν εκατάλαβα τίποτε. Κυριευμένος δε από το πάθος του κρασιού, θα πης· πότε θα ξημερώση, δια να πάω να συναντήσω πάλιν εκείνους, με τους οποίους θα κάμω παρέα στο καπηλειό; |
|
Κεφάλαιο 24ο |
Παρ. 24,1 |
Υἱέ, μὴ ζηλώσῃς κακοὺς ἄνδρας μηδὲ ἐπιθυμήσῃς εἶναι μετ᾿ αὐτῶν· |
Παρ. 24,1 |
Παιδί μου, μη ζηλέψης ποτέ τους κακούς ανθρώπους και την παραστρατημένην ζωήν των. Μη επιθυμήσης συναναστροφήν με αυτούς. |
|
Παρ. 24,2 |
ψευδῆ γὰρ μελετᾷ ἡ καρδία αὐτῶν, καὶ πόνους τὰ χείλη αὐτῶν λαλεῖ. |
Παρ. 24,2 |
Διότι το ψεύδος και την αμαρτίαν έχουν ως θησαυρόν και μελέτην της καρδίας των. Τα δε χείλη των εκστομίζουν λόγια, που προξενούν θλίψεις και στενοχωρίας. |
|
Παρ. 24,3 |
μετὰ σοφίας οἰκοδομεῖται οἶκος καὶ μετὰ συνέσεως ἀνορθοῦται. |
Παρ. 24,3 |
Με την αληθινήν σοφίαν, με την ευλάβειαν και τον φόβον δηλαδή του Θεού, θεμελιώνεται και κτίζεται ένα σπίτι· με την σύνεσιν δε ανορθώνεται και προοδεύει η οικογένεια. |
|
Παρ. 24,4 |
μετὰ αἰσθήσεως ἐμπίπλανται ταμιεῖα ἐκ παντὸς πλούτου τιμίου καὶ καλοῦ. |
Παρ. 24,4 |
Με την ορθήν και δικαίαν γνώσιν γεμίζουν αι αποθήκαι του σπιτιού από κάθε τίμιον και καλόν πλούτον. |
|
Παρ. 24,5 |
κρείσσων σοφὸς ἰσχυροῦ καὶ ἀνὴρ φρόνησιν ἔχων γεωργίου μεγάλου. |
Παρ. 24,5 |
Είναι καλύτερος και προτιμότερος ο σοφός από τον ισχυρόν, και ο άνθρωπος ο οποίος έχει σύνεσιν από εκείνον που έχει μεγάλο αγρόκτημα. |
|
Παρ. 24,6 |
μετὰ κυβερνήσεως γίνεται πόλεμος, βοήθεια δὲ μετὰ καρδίας βουλευτικῆς. |
Παρ. 24,6 |
Με καλήν στρατηγικήν και διακυβέρνησιν διεξάγεται ο επιτυχής πόλεμος. Αποτελεσματική δε βοήθεια δια την κατόρθωσιν της νίκης έρχεται από νουν συνετόν. |
|
Παρ. 24,7 |
σοφία καὶ ἔννοια ἀγαθὴ ἐν πύλαις σοφῶν· σοφοὶ οὐκ ἐκκλίνουσιν ἐκ στόματος Κυρίου, |
Παρ. 24,7 |
Η σοφία, η αληθής γνώσις και η ορθοφροσύνη υπάρχουν εις τας πύλας των πόλεων, που κατοικούν οι σοφοί. Οι αληθινά σοφοί δεν εκτρέπονται και δεν παρεκκλίνουν από όσα έχει λαλήσει το στόμα του Κυρίου. |
|
Παρ. 24,8 |
ἀλλὰ λογίζονται ἐν συνεδρίοις. ἀπαιδεύτοις συναντᾷ θάνατος, |
Παρ. 24,8 |
Καίτοι ο καθένας από αυτούς είναι σοφός, εν τούτοις συσκέπτονται εις κοινάς συνεδριάσεις. Τους αμορφώτους κατά Θεόν και αδιορθώτους θα τους συναντήση ασφαλώς ο πρόωρος θάνατος. |
|
Παρ. 24,9 |
ἀποθνήσκει δὲ ἄφρων ἐν ἁμαρτίαις. ἀκαθαρσία δὲ ἀνδρὶ λοιμῷ |
Παρ. 24,9 |
Ο ασύνετος και αμετανόητος αποθνήσκει με τας αμαρτίας αυτού. Μεγάλη ακαθαρσία υπάρχει στον ψυχικώς διεφθαρμένον άνθρωπον. |
|
Παρ. 24,10 |
ἐμμολυνθήσεται ἐν ἡμέρᾳ κακῇ καὶ ἐν ἡμέρᾳ θλίψεως, ἕως ἂν ἐκλίπῃ. |
Παρ. 24,10 |
Αμετανόητος καθώς είναι θα μολύνεται ολοέν και περισσότερον και θα διαφθείρεται, θα περιπίπτη συνεχώς εις ημέρας κακάς, εις ημέρας θλίψεως και οδύνης, έως ότου λείψη από την γην. |
|
Παρ. 24,11 |
ῥῦσαι ἀγομένους εἰς θάνατον καὶ ἐκπρίου κτεινομένους, μὴ φείσῃ· |
Παρ. 24,11 |
Μη διστασης να σώσης ανθρώπους, που οδηγούνται εις εκτέλεσιν, και μη τσιγκουνευθής τα χρήματα, δια να εξαγοράσης εκείνους, που πρόκειται να φονευθούν. |
|
Παρ. 24,12 |
ἐὰν δὲ εἴπῃς, οὐκ οἶδα τοῦτον, γίνωσκε ὅτι Κύριος καρδίας πάντων γινώσκει, καὶ ὁ πλάσας πνοὴν πᾶσιν, αὐτὸς οἶδε πάντα, ὃς ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ κατὰ τὰ ἔργα αὐτοῦ. |
Παρ. 24,12 |
Εάν, προκειμένου να δικαιολογήσης την σκληροκαρδίαν σου, πης δεν ξέρω αυτόν τον αθώον που οδηγείται εις την εκτέλεσιν, μάθε ότι ο Κυριος, που έπλασε καρδίας και έδωσε πνοήν εις πάντα, γνωρίζει πολύ καλά τας καρδίας όλων των ανθρώπων, άρα δε και την ιδικήν σου. Γνωρίζει τα πάντα και αυτός ανταποδίδει στον καθένα ανάλογα με τα έργα του. |
|
Παρ. 24,13 |
φάγε μέλι, υἱέ, ἀγαθὸν γὰρ κηρίον, ἵνα γλυκανθῇ σου ὁ φάρυγξ· |
Παρ. 24,13 |
Παιδί μου, φάγε μέλι, διότι η κηρήθρα είναι καλή και ωφέλιμος. Φαγε μέλι, δια να γλυκανθή ο φάρυγξ σου. |
|
Παρ. 24,14 |
οὕτως αἰσθήσῃ σοφίαν τῇ σῇ ψυχῇ· ἐὰν γὰρ εὕρῃς, ἔσται καλὴ ἡ τελευτή σου, καὶ ἐλπίς σε οὐκ ἐγκαταλείψει. |
Παρ. 24,14 |
Οπως όμως γλυκαίνεται ο φάρυγξ με το μέλι, έτσι θα αισθανθής γλυκύτητα μέσα εις την καρδίαν σου από την αληθινήν σοφίαν. Διότι εάν την αναζητήσης και την αποκτήσης, θα ευτυχήσης. Και αυτός ακόμη ο θάνατός σου θα είναι ωραίος. Δεν θα σε εγκαταλείψη δέ ποτέ η ελπίς της αιωνίου σωτηρίας. |
|
Παρ. 24,15 |
μὴ προσαγάγῃς ἀσεβῆ νομῇ δικαίων μηδὲ ἀπατηθῇς χορτασίᾳ κοιλίας· |
Παρ. 24,15 |
Μη φέρης τον ασεβή στον τόπον, όπου κατοικούν και διαιτώνται οι δίκαιοι. Μη απατηθής δε εκ του γεγονότος, ότι σε εχόρτασε με καλά φαγητά. |
|
Παρ. 24,16 |
ἑπτάκις γὰρ πεσεῖται δίκαιος καὶ ἀναστήσεται, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἀσθενήσουσιν ἐν κακοῖς. |
Παρ. 24,16 |
Πολλές φορές είναι δυνατόν να πέση και να ατυχήση ο δίκαιος, αλλά με την βοήθειαν του Θεού θα ανορθωθή πάλιν. Οι ασεβείς όμως θα εξασθενήσουν και θα εξαντληθούν μέσα εις τα κακά και εις την κακότητά των, θα πέσουν και δεν θα ημπορέσουν να ανορθωθούν. |
|
Παρ. 24,17 |
ἐὰν πέσῃ ὁ ἐχθρός σου, μὴ ἐπιχαρῇς αὐτῷ, ἐν δὲ τῷ ὑποσκελίσματι αὐτοῦ μὴ ἐπαίρου· |
Παρ. 24,17 |
Εάν πέση ο εχθρός σου, μη χαιρεκακήσης δια το πέσιμό του. Και αν με τριχλοποδιάν ανατροπή, συ να μη αλαζονευθής απέναντί του. |
|
Παρ. 24,18 |
ὅτι ὄψεται Κύριος καὶ οὐκ ἀρέσει αὐτῷ, καὶ ἀποστρέψει τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ. |
Παρ. 24,18 |
Διότι ο παντεπόπτης Κυριος θα ίδη αυτό και δεν θα ευχαριστηθή από την διαγωγήν σου και θα απομακρύνη τον θυμόν του από τον εχθρόν σου. |
|
Παρ. 24,19 |
μὴ χαῖρε ἐπὶ κακοποιοῖς, μηδὲ ζήλου ἁμαρτωλούς· |
Παρ. 24,19 |
Μη χαίρης και μη ζηλεύης ανθρώπους, οι οποίοι διαπράττουν το κακόν. Μη ζηλεύης τους αμαρτωλούς και την ζωήν των. |
|
Παρ. 24,20 |
οὐ γὰρ μὴ γένηται ἔκγονα πονηρῷ, λαμπτὴρ δὲ ἀσεβῶν σβεσθήσεται. |
Παρ. 24,20 |
Διότι ο αμετανόητος αμαρτωλός δεν θα αφήση απογόνους, η δε φλόγα της ζωής και η λάμψις της δόξης των ασεβών θα σβήση πολύ σύντομα. |
|
Παρ. 24,21 |
φοβοῦ τὸν Θεόν, υἱέ, καὶ βασιλέα καὶ μηθετέρῳ αὐτῶν ἀπειθήσῃς· |
Παρ. 24,21 |
Παιδί μου, να σέβεσαι τον Θεόν και τον βασιλέα, εις κανένα δε από αυτούς να μη δείξης παρακοήν και απείθειαν. |
|
Παρ. 24,22 |
ἐξαίφνης γὰρ τίσονται τοὺς ἀσεβεῖς, τὰς δὲ τιμωρίας ἀμφοτέρων τίς γνώσεται; (Μασ. ΚΘ, 27) |
Παρ. 24,22 |
Διότι αιφνιδίως και εις ώραν, που οι ασεβείς δεν περιμένουν, θα τους τιμωρήσουν. Ποιός δε ξέρει, ποίου είδους τιμωρίας θα επιβάλουν και οι δύο εις αυτούς; (Μασορ. κθ' 27) |
|
Παρ. 24,22α |
λόγον φυλασσόμενος υἱὸς ἀπωλείας ἐκτὸς ἔσται, δεχόμενος δὲ ἐδέξατο αὐτόν. |
Παρ. 24,22α |
Ο τηρών την εντολήν του Θεού θα είναι μακράν και απηλλαγμένος από κάθε τιμωρίαν. Διότι με όλην του την προθυμίαν και την καρδίαν εδέχθη τον λόγον αυτόν. |
|
Παρ. 24,22β |
μηδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης βασιλεῖ λεγέσθω, καὶ οὐδὲν ψεῦδος ἀπὸ γλώσσης αὐτοῦ οὐ μὴ ἐξέλθῃ. |
Παρ. 24,22β |
Κανένα ψέμα ας μη λεχθή από το στόμα σου προς τον βασιλέα η τον άρχοντα. Και αυτός έτσι θα είναι ειλικρινής απέναντί σου και ποτέ δεν θα σου είπη ψεύδη. |
|
Παρ. 24,22γ |
μάχαιρα γλῶσσα βασιλέως καὶ οὐ σαρκίνη, ὃς δ᾿ ἂν παραδοθῇ, συντριβήσεται· |
Παρ. 24,22γ |
Η γλώσσα του βασιλέως είναι μαχαίρι σκληρό και οχι μαλακό και σαρκώδες. Εκείνος ο οποίος θα παραδοθή εις αυτήν, θα εξολοθρευθή. |
|
Παρ. 24,22δ |
ἐὰν γὰρ ὀξυνθῇ ὁ θυμὸς αὐτοῦ, σὺν νεύροις ἀνθρώπους ἀναλίσκει, |
Παρ. 24,22δ |
Οταν ανάψη ο θυμός του βασιλέως, καταναλίσκει και εξαφανίζει το σώμα μαζή και τα νεύρα των ανθρώπων. Κατατρώγει τα κόκκαλα των ανθρώπων και σαν παμφάγος φλόγα κατακαίει το παν και δεν αφήνει ούτε ίχνος κρέατος, τροφήν δια τους νεοσσούς των αετών. (Μασορ. Λ' 1). |
|
Παρ. 24,22ε |
καὶ ὀστᾶ ἀνθρώπων κατατρώγει, καὶ συγκαίει ὥσπερ φλόξ, ὥστε ἄβρωτα εἶναι νεοσσοῖς ἀετῶν. |
Παρ. 24,22ε |
Παιδί μου, να ευλαβηθής τα λόγια μου και αφού τα δεχθής, να μετανοήσης δια σφάλματα, τα οποία ενδεχομένως διέπραξες. Αυτά τα λέγω εγώ ο διδάσκαλος εις εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν στον Θεόν και αφού τα είπω, θα παύσω να ομιλώ. |
|
Παρ. 24,23 |
Ταῦτα δὲ λέγω ὑμῖν τοῖς σοφοῖς ἐπιγινώσκειν· αἰδεῖσθαι πρόσωπον ἐν κρίσει οὐ καλόν. |
Παρ. 24,23 |
(Μασορ. ΚΔ' 23). Αυτά τα λέγω προς γνώσιν εις σας τους συνετούς δικαστάς. Δεν είναι δίκαιον και ορθόν να υποστέλλεσθε από πρόσωπα κατά την διεξαγωγήν της δίκης. |
|
Παρ. 24,24 |
ὁ εἰπὼν τὸν ἀσεβῆ· δίκαιός ἐστιν, ἐπικατάρατος λαοῖς ἔσται καὶ μισητὸς εἰς ἔθνη· |
Παρ. 24,24 |
Ο δικαστής, που θα εκδώση απόφασιν ότι ο άδικος είναι δίκαιος, αυτός θα είναι κατηραμένος μεταξύ των λαών και μισητός εις τα έθνη. |
|
Παρ. 24,25 |
οἱ δὲ ἐλέγχοντες βελτίους φανοῦνται, ἐπ᾿ αὐτοὺς δὲ ἥξει εὐλογία· |
Παρ. 24,25 |
Οσοι όμως κρίνουν και δικάζουν ανεπηρέαστα και με δικαιοσύνην, θα αναδεικνύωνται ως δικασταί ολονέν και καλύτεροι, και εις αυτούς θα έρχεται η ευλογία του Θεού. |
|
Παρ. 24,26 |
χείλη δὲ φιλήσουσιν ἀποκρινόμενα λόγους ἀγαθούς. |
Παρ. 24,26 |
Και οι άνθρωποι θα εκτιμήσουν και θα αγαπήσουν τον δικαστήν, του οποίου το στόμα βγάζει δικαίας αποφάσεις. |
|
Παρ. 24,27 |
ἑτοίμαζε εἰς τὴν ἔξοδον τὰ ἔργα σου καὶ παρασκευάζου εἰς τὸν ἀγρὸν καὶ πορεύου κατόπισθέν μου καὶ ἀνοικοδομήσεις τὸν οἶκον σου. |
Παρ. 24,27 |
Φρόντίζε πάντοτε να αποπερατώνης τα έργα σου, να ετοιμάζεσαι πάντοτε προκειμένου να πορευθής εις καλλιέργειαν του αγρού σου. Ελᾷ κοντά από εμέ, ακολούθησε τον δρόμον, τον οποίον εγώ σου χαράσσω, και έτσι θα ημπορέσης να κτίσης το σπίτι σου και να αναδείξης την οικογένειάν σου. |
|
Παρ. 24,28 |
μή ἴσθι ψευδὴς μάρτυς ἐπὶ σὸν πολίτην, μηδὲ πλατύνου σοῖς χείλεσι. |
Παρ. 24,28 |
Ποτέ να μη γίνης ψευδομάρτυς υπέρ η κατά του συμπολίτου σου, ούτε να μεγαλοποιής τα γεγονότα, που καταθέτεις. |
|
Παρ. 24,29 |
μὴ εἴπῃς· ὃν τρόπον ἐχρήσατό μοι, χρήσομαι αὐτῷ, τίσομαι δὲ αὐτὸν ἅ με ἠδίκησεν. |
Παρ. 24,29 |
Ποτέ, ούτε προκειμένου περί του εχθρού σου, να μη είπης· Κατά τον τρόπον, που μου εφέρθη, θα του φερθώ και εγώ. Θα τον εκδικηθώ δι' όσα με έχει αδικήσει! |
|
Παρ. 24,30 |
ὥσπερ γεώργιον ἀνὴρ ἄφρων, καὶ ὥσπερ ἀμπελὼν ἄνθρωπος ἐνδεὴς φρενῶν· |
Παρ. 24,30 |
Ο ασύνετος άνθρωπος ομοιάζει με ένα χωράφι και ο φτωχός από μυαλό με ένα αμπελώνα. |
|
Παρ. 24,31 |
ἐὰν ἀφῇς αὐτόν, χερσωθήσεται καὶ χορτομανήσει ὅλος καὶ γίνεται ἐκλελειμμένος, οἱ δὲ φραγμοὶ τῶν λίθων αὐτοῦ κατασκάπτονται. |
Παρ. 24,31 |
Εάν αφήσης αυτόν ακαλλιέργητον και απεριποίητον θα μεταβληθή εις χέρσον έκτασιν, θα γεμίση ολόκληρος από άγρια χόρτα, θα μένη έρημος και εγκαταλελειμμένος, οι δε ξηρότοιχοι, που του εχρησίμευαν ως φράχτες, θα πέσουν και θα κατασκαφούν. |
|
Παρ. 24,32 |
ὕστερον ἐγὼ μετενόησα, ἐπέβλεψα τοῦ ἐκλέξασθαι παιδείαν, |
Παρ. 24,32 |
Υστερα από αυτά εγώ μετενόησα, και απεφάσισα να εκλέξω την πραγματικήν παιδαγωνίαν και μόρφωσιν. |
|
Παρ. 24,33 |
ὀλίγον νυστάζω, ὀλίγον δὲ καθυπνῶ, ὀλίγον δὲ ἐναγκαλίζομαι χερσὶ στήθη· |
Παρ. 24,33 |
Ο οκνηρός λέγει· Νυστάζω ολίγον, ας κοιμηθώ ολίγον. Σταυρώνω τα χέρια μου εις τα στήθη, κυριαρχούμενος από υπνηλίαν και νωθρότητα. |
|
Παρ. 24,34 |
ἐὰν δὲ τοῦτο ποιῇς, ἥξει προπορευομένη ἡ πενία σου καὶ ἡ ἔνδειά σου ὥσπερ ἀγαθὸς δρομεύς. |
Παρ. 24,34 |
Εάν και συ πράξης ο,τι και ο οκνηρός, θα σε προφθάση και θα σε καταλάβη η φτώχεια, η δε ανάγκη θα έλθη σαν ταχύς δρομεύς. |
|
Κεφάλαιο 25ο |
Παρ. 25,1 |
Αὗται αἱ παιδεῖαι Σολομῶντος αἱ ἀδιάκριτοι, ἃς ἐξεγράψαντο οἱ φίλοι Ἐζεκίου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας. |
Παρ. 25,1 |
Αι κατωτέρω ανάλεκτοι ηθοπλαστικαί παροιμίαι και τα αποφθέγματα του Σολομώντος είναι αυτά που κατέγραψαν οι φίλοι του Εζεκίου, βασιλέως της Ιουδαίας. |
|
Παρ. 25,2 |
Δόξα Θεοῦ κρύπτει λόγον, δόξα δὲ βασιλέως τιμᾷ πράγματα. |
Παρ. 25,2 |
Ανέκφραστα από τον ανθρώπινον λόγον και ανεξερεύνητα από τον νουν είναι τα ένδοξα έργα του Θεού. Δοξα δε και τιμή δι' ένα βασιλέα είναι να ερευνά και να εκτιμά κατ' αξίαν πρόσωπα και πράγματα. |
|
Παρ. 25,3 |
οὐρανὸς ὑψηλός, γῆ δὲ βαθεῖα, καρδία δὲ βασιλέως ἀνεξέλεγκτος. |
Παρ. 25,3 |
Ο ουρανός που εκτείνεται εις απεριόριστα ύψη και η γη, με τα απροσμέτρητα αυτής βάθη, μένουν ανεξερεύνητα. Ετσι και η καρδία του βασιλέως είναι δι' όλους ανεξερεύνητος και ανεξέλεγκτος. |
|
Παρ. 25,4 |
τύπτε ἀδόκιμον ἀργύριον, καὶ καθαρισθήσεται καθαρὸν ἅπαν· |
Παρ. 25,4 |
Κατεργάσου με το σφυρί και την κάμινον του πυρός τον ακάθαρτον άργυρον και θα καθαρισθή ολόκληρος από κάθε περιττόν σώμα. |
|
Παρ. 25,5 |
κτεῖνε ἀσεβεῖς ἐκ προσώπου βασιλέως, καὶ κατορθώσει ἐν δικαιοσύνῃ ὁ θρόνος αὐτοῦ. |
Παρ. 25,5 |
Κατά παρόμοιον τρόπον παράδωσε εις θανατικήν εκτέλεσιν τους ασεβείς συμβούλους, που ευρίσκονται πλησίον του βασιλέως, και τότε ο θρόνος αυτού θα στερεωθή και θα θριαμβεύση δια της δικαιοσύνης. |
|
Παρ. 25,6 |
μὴ ἀλαζονεύου ἐνώπιον βασιλέως, μηδὲ ἐν τόποις δυναστῶν ὑφίστασο· |
Παρ. 25,6 |
Μη αλαζονεύεσαι ενώπιον των βασιλέων δια την δύναμίν σου η τον πλούτον σου και μη προσέρχεσαι απρόσκλητος στους τόπους, όπου συγκεντρώνονται οι ισχυροί. |
|
Παρ. 25,7 |
κρεῖσσον γάρ σοι τὸ ῥηθῆναι· ἀνάβαινε πρός με ἢ ταπεινῶσαί σε ἐν προσώπῳ δυνάστου. ἃ εἶδον οἱ ὀφθαλμοί σου, λέγε. |
Παρ. 25,7 |
Είναι προτιμότερον δια σε ο βασιλεύς η ο άρχων να σου πη· “Ελα πλησίον μου”, παρά να σε ταπεινώση ενώπιον άλλου άρχοντος επισημοτέρου από σέ. Λέγε μόνον όσα βλέπουν τα μάτια σου και μη δίδης πάντοτε εμπιστοσύνην εις όσα ακούουν τα αυτιά σου. |
|
Παρ. 25,8 |
μὴ πρόσπιπτε εἰς μάχην ταχέως, ἵνα μὴ μεταμεληθῇς ἐπ᾿ ἐσχάτων. ἡνίκα ἄν σε ὀνειδίσῃ ὁ σὸς φίλος, |
Παρ. 25,8 |
Μη ορμάς εύκολα και ασύνετα εις φιλονεικίας, δια να μη μεταμεληθής κατόπιν, και μάλιστα όταν εντόνως σε κατηγορήση ο φίλος σου. |
|
Παρ. 25,9 |
ἀναχώρει εἰς τὰ ὀπίσω μὴ καταφρόνει, |
Παρ. 25,9 |
Μαθε να υποχωρής, δια να προλαμβάνης και απαλύνης τας φιλονεικίας, και να μη καταφρονής κανένα· |
|
Παρ. 25,10 |
μή σε ὀνειδίσῃ μὲν ὁ φίλος, ἡ δὲ μάχη σου καὶ ἡ ἔχθρα οὐκ ἀπέσται, ἀλλὰ ἔσται σοι ἴση θανάτῳ. |
Παρ. 25,10 |
μήπως και αυτός ο φίλος σου τεθή αντιμέτωπός σου και σε κατακρίνη. Η δε φιλονεικία και έχθρα δεν θα απομακρυνθή ποτέ από κοντά σου, αλλά ωσάν άλλος θάνατος θα σε παρακολουθή μέχρι τέλους. |
|
Παρ. 25,10α |
χάρις καὶ φιλία ἐλευθεροῖ, ἃς τήρησον σεαυτῷ, ἵνα μὴ ἐπονείδιστος γένῃ, ἀλλὰ φύλαξον τὰς ὁδούς σου εὐσυναλλάκτως. |
Παρ. 25,10α |
Η χάρις και η φιλία απαλλάσσουν και ελευθερώνουν την ψυχήν από πολλάς οδυνηράς καταστάσεις. Την χάριν, λοιπόν, και εν φιλίαν κράτησέ την καλά στον εαυτόν σου, δια να μη γίνης μισητός και αξιοκατάκριτος. Πρόσεχε τας πορείας της ζωής σου και προσπάθει να είσαι συμβιβαστικός και διαλλακτικός προς όλους. |
|
Παρ. 25,11 |
μῆλον χρυσοῦν ἐν ὁρμίσκῳ σαρδίου, οὕτως εἰπεῖν λόγον. |
Παρ. 25,11 |
Οπως ωραίον και ταιριαστόν είναι ένα χρυσό μήλο εις περιδέραιον από σαρδίους πολύτιμους λίθους, ετσι και ενας συνετός και καλός λόγος, που λέγεται εις την πρέπουσαν περίστασιν. |
|
Παρ. 25,12 |
εἰς ἐνώτιον χρυσοῦν καὶ σάρδιον πολυτελὲς δέδεται, λόγος σοφὸς εἰς εὐήκοον οὖς. |
Παρ. 25,12 |
Οπως εις ένα χρυσό σκουλαρίκι δένεται και ταιριάζεται ο πολυτελής σάρδιος λίθος, έτσι ωραίος και ελκυστικός είναι και ενας συνετός λόγος, όταν λέγεται εις αυτί προσεκτικόν. |
|
Παρ. 25,13 |
ὥσπερ ἔξοδος χιόνος ἐν ἀμήτῳ κατὰ καῦμα ὠφελεῖ, οὕτως ἄγγελος πιστὸς τοὺς ἀποστείλαντας αὐτόν· ψυχὰς γὰρ τῶν αὐτῷ χρωμένων ὠφελεῖ. |
Παρ. 25,13 |
Οπως η προσφορά πάγου εις καιρόν θερισμού, οπότε επικρατεί μεγάλο καύμα, δροσίζει και αναψύχει, έτσι και ένας ευσυνείδητος και αξιόπιστος αγγελιαφόρος με τας καλάς ειδήσστου εις εκείνους, που τον έστειλαν. Διότι αναπαύει, ευχαριστεί και ωφελεί τας καρδίας αυτών, που τον εχρησιμοποίησαν ως αγγελιαφόρον. |
|
Παρ. 25,14 |
ὥσπερ ἄνεμοι καὶ νέφη καὶ ὑετοὶ ἐπιφανέστατα, οὕτως ὁ καυχώμενος ἐπὶ δόσει ψευδεῖ. |
Παρ. 25,14 |
Οπως ολοφάνεροι είναι οι άνεμοι και τα σύννεφα και αι βροχαί, που πρόκειται να πέσουν, αλλά δεν πίπτουν, ετσι ολοφάνερος γίνεται και εκείνος, ο οποίος καυχάται ψευδώς δια δωρεάς, τας οποίας δεν έκαμε. |
|
Παρ. 25,15 |
ἐν μακροθυμίᾳ εὐοδία βασιλεῦσι, γλῶσσα δὲ μαλακὴ συντρίβει ὀστᾶ. |
Παρ. 25,15 |
Με την υπομονήν και μακροθυμίαν κατευοδώνονται αι υποθέσεις μας κοντά στους βασιλείς. Ετσι και γλώσσα μαλακή και ηπία συντρίβει οστά, κάμπτει δηλαδή και τας μεγαλυτέρας δυσκολίας και αντιστάσεις. |
|
Παρ. 25,16 |
μέλι εὑρὼν φάγε τὸ ἱκανόν, μήποτε πλησθεὶς ἐξεμέσῃς. |
Παρ. 25,16 |
Οταν εύρης μέλι, φάγε το αρκετόν, όσον σου χρειάζεται. Μη φάγης όμως πολύ, παραχορτάσης και το κάμης εμετόν. |
|
Παρ. 25,17 |
σπάνιον εἴσαγε σὸν πόδα πρὸς σεαυτοῦ φίλον, μήποτε πλησθείς σου μισήσῃ σε. |
Παρ. 25,17 |
Κατά αραιά διαστήματα να επισκέπτεσαι τον φίλον σου στο σπίτι του, μήπως εκείνος σε χορτάση, σε βαρεθή και σε αποστροφή. |
|
Παρ. 25,18 |
ῥόπαλον καὶ μάχαιρα καὶ τόξευμα ἀκιδωτόν, οὕτως καὶ ἀνὴρ ὁ καταμαρτυρῶν τοῦ φίλου αὐτοῦ μαρτυρίαν ψευδῆ. |
Παρ. 25,18 |
Ο ψευδομάρτυς, ο οποίος μάλιστα καταθέτει ψευδομαρτυρίαν εναντίον του φίλου του, ομοιάζει με σκληρόν ρόπαλον, με κοφτερό μαχαίρι, με αιχμηρόν βέλος. |
|
Παρ. 25,19 |
ὁδὸς κακοῦ καὶ ποὺς παρανόμου ὀλεῖται ἐν ἡμέρᾳ κακῇ. |
Παρ. 25,19 |
Η πορεία της ζωής του κακού και τα πόδια του παρανόμου ανθρώπου, θα εξολοθρευθούν κατά την ημέραν, που θα εκσπάση η δικαία οργή του Θεού. |
|
Παρ. 25,20 |
ὥσπερ ὄξος ἕλκει ἀσύμφορον, οὕτως προσπεσὸν πάθος ἐν σώματι καρδίαν λυπεῖ. |
Παρ. 25,20 |
Οπως το ξύδι είναι επιβλαβές και προκαλεί πόνον ριπτόμενον εις ανοικτήν πληγήν, ετσι και μια απροσδόκητος σωματική ασθένεια φέρει λύπην εις την καρδίαν. |
|
Παρ. 25,20α |
ὥσπερ σὴς ἐν ἱματίῳ καὶ σκώληξ ξύλῳ, οὕτως λύπη ἀνδρὸς βλάπτει καρδίαν. |
Παρ. 25,20α |
Οπως ο σκόρος εις τα ιμάτια και το σκουλήκι στο ξύλον, ετσι και η λύπη του ανθρώπου κατατρώγει την καρδίαν του. |
|
Παρ. 25,21 |
ἐὰν πεινᾷ ὁ ἐχθρός σου, ψώμιζε αὐτόν, ἐὰν διψᾷ, πότιζε αὐτόν· |
Παρ. 25,21 |
Εάν πεινά ο εχθρός σου, δίδε εις αυτόν να φάγη. Εάν διψά, δόσε εις αυτόν να πίη. |
|
Παρ. 25,22 |
τοῦτο γὰρ ποιῶν ἄνθρακας πυρὸς σωρεύσεις ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ὁ δὲ Κύριος ἀνταποδώσει σοι ἀγαθά. |
Παρ. 25,22 |
Διότι, όταν ετσι φέρεσαι και πράττης απέναντι του εχθρού σου, συσσωρεύεις άνθρακας αναμμένους επάνω εις την κεφαλήν του. Ο δε Θεός θα σου ανταποδώση αγαθά και θα σε αμείψη δια την ανεξικακίαν και καλωσύνην σου αυτήν. |
|
Παρ. 25,23 |
ἄνεμος Βορέας ἐξεγείρει νέφη, πρόσωπον δὲ ἀναιδὲς γλῶσσαν ἐρεθίζει. |
Παρ. 25,23 |
Ο βορηάς σηκώνει και παρασύρει σύννεφα. Ετσι και ενας άνθρωπος αδιάκριτος και αναιδής ερεθίζει τους άλλους, ώστε να ομιλήσουν και εκείνοι κατά τρόπον οργίλον και πικρόν. |
|
Παρ. 25,24 |
κρεῖσσον οἰκεῖν ἐπὶ γωνίας δώματος ἢ μετὰ γυναικὸς λοιδόρου ἐν οἰκίᾳ κοινῇ. |
Παρ. 25,24 |
Είναι προτιμότερον να κατοική κανείς μόνος του εις μίαν στενόχωρη και φτωχική γωνία ταράτσας, παρά να συνοική εις οικίαν μαζή με υβρεολογον και κακόγλωσσον γυναίκα. |
|
Παρ. 25,25 |
ὥσπερ ὕδωρ ψυχρὸν ψυχῇ διψώσῃ προσηνές, οὕτως ἀγγελία ἀγαθὴ ἐκ γῆς μακρόθεν. |
Παρ. 25,25 |
Οπως το δροσερό νερό είναι ευχάριστον και φέρει αναψυχήν εις ένα διψασμένον, έτσι και μια ευχάριστος είδησις, η οποία έρχεται από αγαπητόν μας πρόσωπον ευρισκόμενον εις τα ξένα. |
|
Παρ. 25,26 |
ὥσπερ εἴ τις πηγὴ φράσσοι καὶ ὕδατος ἔξοδον λυμαίνοιτο, οὕτως ἄκοσμον δίκαιον πεπτωκέναι ἐνώπιον ἀσεβοῦς. |
Παρ. 25,26 |
Οπως είναι επιζήμιον, όταν βουλώνη κανείς μίαν πηγήν και παρακωλύη την ελευθέραν έξοδον του ύδατος, έτσι είναι απρεπές και επιβλαβές να πέση ο δίκαιος εις την εξουσίαν του ασεβούς. |
|
Παρ. 25,27 |
ἐσθίειν μέλι πολὺ οὐ καλόν, τιμᾶ δὲ χρὴ λόγους ἐνδόξους. |
Παρ. 25,27 |
Το να τρώγη κανείς πολύ μέλι δεν είναι καλόν και ωφέλιμον. Εξ αντιθέτου όμως, πρέπει να ακούη κανείς απλήστως, και να τιμά και να δέχεται τους λόγους εναρέτων ανθρώπων. |
|
Παρ. 25,28 |
ὥσπερ πόλις τὰ τείχει καταβεβλημένη καὶ ἀτείχιστος, οὕτως ἀνὴρ ὃς οὐ μετὰ βουλῆς τι πράσσει. |
Παρ. 25,28 |
Οπως μια πόλις, που έχει τα τείχη της κρημνισμένα και μένει κατ' ουσίαν ατείχιστος, είναι εκτεθειμένη και πρόχειρος στους εχθρούς, έτσι και ένας άνθρωπος, ο οποίος πράττει κάτι, χωρίς προηγουμένως να εξετάση και να σκεφθή, γίνεται γελοίος στους άλλους. |
|
Κεφάλαιο 26ο |
Παρ. 26,1 |
Ὥσπερ δρόσος ἐν ἀμήτῳ καὶ ὥσπερ ὑετὸς ἐν θέρει, οὕτως οὐκ ἔστιν ἄφρονι τιμή. |
Παρ. 26,1 |
Οπως σπανιοτάτη είναι η πυκνή δροσιά κατά τον θερισμόν και η βροχή κατά την έποχήν του θέρους, έτσι ανύπαρκτος είναι τιμή και υπόληψις στον ασύνετον. |
|
Παρ. 26,2 |
ὥσπερ ὄρνεα πέταται καὶ στρουθοί, οὕτως ἀρὰ ματαία οὐκ ἐπελεύσεται οὐδενί. |
Παρ. 26,2 |
Οπως, όταν πετούν και φεύγουν τα πουλιά και τα στρουθία, δεν αφήνουν ίχνη, έτσι και άδική κατάρα δεν θα επέλθη εναντίον ουδενός. |
|
Παρ. 26,3 |
ὥσπερ μάστιξ ἵππῳ καὶ κέντρον ὄνῳ, οὕτως ῥάβδος ἔθνει παρανόμῳ. |
Παρ. 26,3 |
Οπως είναι απαραίτητον το μαστίγιον δια τον ίππον και το κεντρί δια τον όνον, έτσι είναι απαραίτητος η ράβδος της τιμωρίας εναντίον αδίκου και ασεβούς έθνους. |
|
Παρ. 26,4 |
μὴ ἀποκρίνου ἄφρονι πρὸς τὴν ἐκείνου ἀφροσύνην, ἵνα μὴ ὅμοιος γένῃ αὐτῷ· |
Παρ. 26,4 |
Μη απαντάς προς άμυαλον και αυθάδη άνθρωπον με τον τρόπον, με τον οποίον εκείνος εν τη αφροσύνη του σου ομιλεί, δια να μη ομοιάσης με αυτόν. |
|
Παρ. 26,5 |
ἀλλὰ ἀποκρίνου ἄφρονι κατὰ τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ, ἵνα μὴ φαίνηται σοφός παρ᾿ ἑαυτῷ. |
Παρ. 26,5 |
Αλλά να απαντάς στον άμυαλον με τρόπον συνετόν και ανάλογον προς την αμυαλωσύνην του, δια να συναισθανθή ότι είναι ανόητος, ώστε να μη αυτοθαυμάζεται και θεωρεί τον εαυτόν του σοφόν. |
|
Παρ. 26,6 |
ἐκ τῶν ὁδῶν ἑαυτοῦ ὄνειδος ποιεῖται ὁ ἀποστείλας δι᾿ ἀγγέλου ἄφρονος λόγον. |
Παρ. 26,6 |
Θα εντροπιασθή δια τον τρόπον της ενεργείας του εκείνος, ο οποίος αποστέλλει μίαν αγγελίαν με άμυαλον και ασύνετον άνθρωπον. |
|
Παρ. 26,7 |
ἀφελοῦ πορείαν σκελῶν καὶ παρανομίαν ἐκ στόματος ἀφρόνων. |
Παρ. 26,7 |
Ματαίωσε τας ανοήτους πορείας των ασυνέτων και πρόλαβε τας ανοησίας, που βγαίνουν από το στόμα των. Μη τους αναθέτης εμπιστευτικάς και σοβαράς υποθέσεις. |
|
Παρ. 26,8 |
ὃς ἀποδεσμεύει λίθον ἐν σφενδόνῃ, ὅμοιός ἐστι τῷ διδόντι ἄφρονι δόξαν. |
Παρ. 26,8 |
Εκείνος που δίδει εξουσίαν και δόξαν εις ασύνετον και άμυαλον, όμοιάζει με εκείνον που ρίπτει με την σφενδόνην λίθον εις την τύχην. |
|
Παρ. 26,9 |
ἄκανθαι φύονται ἐν χειρὶ μεθύσου, δουλεία δὲ ἐν χειρὶ τῶν ἀφρόνων. |
Παρ. 26,9 |
Οδυνηρά αγκάθια δυστυχίας φυτρώνουν και διατρυπούν τα χέρια του μεθύσου. Κατά παρόμοιον τρόπον και ο ασύνετος με τα ίδια του τα χέρια καλλιεργεί υποδούλωσιν του εαυτού του. |
|
Παρ. 26,10 |
πολλὰ χειμάζεται πᾶσα σάρξ ἀφρόνων· συντρίβεται γὰρ ἡ ἔκστασις αὐτῶν. |
Παρ. 26,10 |
Πολύ υποφέρει και ταλαιπωρείται το σώμα των ασυνέτων ανθρώπων, διότι τα όνειρά των και τα μεγάλα των σχέδια συντρίβονται και διαλύονται. |
|
Παρ. 26,11 |
ὥσπερ κύων ὅταν ἐπέλθῃ ἐπὶ τὸν ἑαυτοῦ ἔμετον καὶ μισητὸς γένηται, οὕτως ἄφρων τῇ ἑαυτοῦ κακίᾳ ἀναστρέψας ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ ἁμαρτίαν. |
Παρ. 26,11 |
Οπως το σκυλί, που επιστρέφει και τρώγει το ξέραμά του, είναι σιχαμερόν και αποκρουστικόν, έτσι σιχαμερός ενώπιον Θεού και ανθρώπων γίνεται ο ασύνετος, ο οποίος επιστρέφει εις τας πονηράς και αμαρτωλάς αυτού συνηθείας. |
|
Παρ. 26,11α |
ἔστιν αἰσχύνη ἐπάγουσα ἁμαρτίαν, καί ἐστιν αἰσχύνη δόξα καὶ χάρις. |
Παρ. 26,11α |
Υπάρχει εντροπή, οποία είναι αξιοκατάκριτος αμαρτία. Υπάρχει όμως αιδημοσύνη και συστολή, η οποία είναι δια τον άνθρωπον δόξα και χάρις. |
|
Παρ. 26,12 |
εἶδον ἄνδρα δόξαντα παρ᾿ αὑτῷ σοφὸν εἶναι, ἐλπίδα μέντοι ἔσχε μᾶλλον ἄφρων αὐτοῦ. |
Παρ. 26,12 |
Είδα ένα άνθρωπον, ο οποίος εφαντάσθη τον εαυτόν του ότι είναι, σοφός· μεγαλυτέρα ελπίς διορθώσεως υπάρχει δι' ένα άφρονα, παρά δια τον αυτοθαυμαζόμενον δοκησίσοφον. |
|
Παρ. 26,13 |
λέγει ὀκνηρὸς ἀποστελλόμενος εἰς ὁδόν· λέων ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἐν δὲ ταῖς πλατείαις φονευταί. |
Παρ. 26,13 |
Ο οκνηρός, όταν αποσταλή εις κάποιαν εργασίαν, προφασίζεται και λέγει· Ληοντάρι υπάρχει στους δρόμους, εις δε τας πλατείας ενεδρεύουν δολοφόνοι! |
|
Παρ. 26,14 |
ὥσπερ θύρα στρέφεται ἐπὶ τοῦ στρόφιγγος, οὕτως ὀκνηρὸς ἐπὶ τῆς κλίνης αὐτοῦ. |
Παρ. 26,14 |
Οπως η θύρα στρέφεται γύρω από τους στρόφιγγάς της και δεν μετακινείται από τόπου εις τόπον, έτσι και ο οκνηρός στριφογυρίζει επάνω στο κρεββάτι του και δεν εξέρχεται προς εργασίαν. |
|
Παρ. 26,15 |
κρύψας ὀκνηρὸς τὴν χεῖρα ἐν τῷ κόλπῳ αὐτοῦ, οὐ δυνήσεται ἐπενεγκεῖν ἐπὶ στόμα. |
Παρ. 26,15 |
Ο οκνηρός, που κρατεί συνεχώς άπρακτα και σταυρωμένα τα χέρια στο στήθος του, δεν θα ημπορέση ποτέ με αυτά να φέρη τροφήν στο στόμα του, διότι δεν εργάζεται δια την απόκτησίν της. |
|
Παρ. 26,16 |
σοφώτερος ἑαυτῷ ὀκνηρὸς φαίνεται τοῦ ἐν πλησμονῇ ἀποκομίζοντος ἀγγελίαν. |
Παρ. 26,16 |
Ο οκνηρός φαντάζεται τον εαυτόν του σοφώτερον και αξιοπρεπέστερον από τον υπηρέτην, ο οποίος μεταφέρει αγγελίας του κυρίου του, αμείβεται και ζη χορταστικά, χωρίς να του λείπη τίποτε. |
|
Παρ. 26,17 |
ὥσπερ ὁ κρατῶν κέρκου κυνός, οὕτως ὁ προεστὼς ἀλλοτρίας κρίσεως. |
Παρ. 26,17 |
Οπως εκείνος που κρατεί την ουράν ξένου σκυλιού, κινδυνεύει να δαγκωθή, έτσι και αυτός που επεμβαίνει απρόσκλητος εις φιλονεικίας και διαμάχας άλλων. |
|
Παρ. 26,18 |
ὥσπερ οἱ ἰώμενοι προβάλλουσι λόγους εἰς ἀνθρώπους, ὁ δὲ ἀπαντήσας τῷ λόγῳ πρῶτος ὑποσκελισθήσεται, |
Παρ. 26,18 |
Οπως οι φρενοβλαβείς, που υποβάλλονται εις θεραπείαν, απευθύνουν εμπαικτικά και προσβλητικά λόγια εις ανθρώπους, και εκείνος που θα θελήση πρώτος να απαντήση εις αυτούς, θα εξευτελισθή και θα ντροπιαστή, |
|
Παρ. 26,19 |
οὕτως πάντες οἱ ἐνεδρεύοντες τοὺς ἑαυτῶν φίλους, ὅταν δὲ ὁραθῶσι, λέγουσι ὅτι παίζων ἔπραξα. |
Παρ. 26,19 |
Ετσι με τους φρενοβλαβείς, εν τη ανοησία των, ομοιάζουν και όλοι εκείνοι, που στήνουν ενέδρας εις βάρος των φίλων των και όταν αποκαλυφθούν λέγουν, ότι χάριν αστειότητος έπραξα αυτό. |
|
Παρ. 26,20 |
ἐν πολλοῖς ξύλοις θάλλει πῦρ, ὅπου δὲ οὐκ ἔστι δίθυμος, ἡσυχάζει μάχη. |
Παρ. 26,20 |
Με τα πολλά τα ξύλα μεγαλώνει και αναλάμπει περισσότερον η φωτιά. Οπου όμως δεν υπάρχει δίβουλος και εριστικός άνθρωπος, εκεί είναι άγνωστος η φιλονεικία και επικρατεί ησυχία. |
|
Παρ. 26,21 |
ἐσχάρα ἄνθραξι καὶ ξύλα πυρί, ἀνὴρ δὲ λοίδορος εἰς ταραχὴν μάχης. |
Παρ. 26,21 |
Η εσχάρα ξανάβει και ζωηρεύει τα κάρβουνα και τα ξύλα δυναμώνουν τη φωτιά. Ετσι ο υβριστής και κακολόγος άνθρωπος εξεγείρει φιλονεικίας και μάχας, όπου ευρίσκεται. |
|
Παρ. 26,22 |
λόγοι κερκώπων μαλακοί, οὗτοι δὲ τύπτουσιν εἰς ταμιεῖα σπλάγχνων. |
Παρ. 26,22 |
Οι κολακευτικοί και παραπειστικοί λόγοι των απατεώνων είναι γλυκείς και ευπρόσδεκτοι. Πληγώνουν όμως βαθύτατα τον άνθρωπον εις την ψυχήν και την καρδίαν. |
|
Παρ. 26,23 |
ἀργύριον διδόμενον μετὰ δόλου, ὥσπερ ὄστρακον ἡγητέον. χείλη λεῖα καρδίαν καλύπτει λυπηράν. |
Παρ. 26,23 |
Χρήμα, που δίδεται με πονηρίαν και προς δολίους σκοπούς, πρέπει να θεωρήται ως όστρακον χωρίς καμμίαν αξίαν. Το γλυκόλογον στόμα καλύπτει πολλάκις επίβουλον και φαρμακεράν καρδίαν. |
|
Παρ. 26,24 |
χείλεσι πάντα ἐπινεύει ἀποκλαιόμενος ἐχθρός, ἐν δὲ τῇ καρδίᾳ τεκταίνεται δόλους. |
Παρ. 26,24 |
Ο εχθρός, όταν ευρεθή εις δύσκολον θέσιν και έχη την ανάγκην σου, με τα χείλη του συμφωνεί εις όσα συ λέγεις, και ψευδοσυγκινούμενος κλαίει. Μέσα όμως εις την καρδίαν του συλλαμβάνει και μηχανεύεται δόλια και επιβλαβή σχέδια. |
|
Παρ. 26,25 |
ἐάν σου δέηται ὁ ἐχθρὸς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, μὴ πεισθῆς, ἑπτὰ γάρ εἰσι πονηρίαι ἐν τῇ ψυχῇ αὐτοῦ. |
Παρ. 26,25 |
Εάν ο εχθρός σου με δάκρυα και με μεγάλην φωνήν σε παρακαλή, μη πεισθής, διότι πολυάριθμοι πονηρίαι και δολιότητες υπάρχουν μέσα εις την ψυχήν του. |
|
Παρ. 26,26 |
ὁ κρύπτων ἔχθραν συνίστησι δόλον, ἐκκαλύπτει δὲ τὰς ἑαυτοῦ ἁμαρτίας εὔγνωστος ἐν συνεδρίοις. |
Παρ. 26,26 |
Εκείνος που συγκαλύπτει την έχθραν του και δεν την φανερώνει, ετοιμάζει δολίαν επίθεσιν και αυτός ακόμη ο πασίγνωστος δια τας δολιότητάς του, προσπαθεί να συγκαλύψη τας αμαρτίας του εις συγκέντρωσιν λαού. |
|
Παρ. 26,27 |
ὁ ὀρύσσων βόθρον τῷ πλησίον ἐμπεσεῖται εἰς αὐτόν, ὁ δὲ κυλίων λίθον ἐφ᾿ ἑαυτὸν κυλίει. |
Παρ. 26,27 |
Εκείνος που σκάβει λάκκον δια τον άλλον, θα πέση ο ίδιος μέσα εις αυτόν. Και εκείνος που κυλίει λίθον, δια να συνθλίψη τον άλλον, θα δεχθή τον ίδιον τον λίθον επάνω στον εαυτόν του και θα συντριβή, |
|
Παρ. 26,28 |
γλῶσσα ψευδὴς μισεῖ ἀλήθειαν, στόμα δὲ ἄστεγον ποιεῖ ἀκαταστασίας. |
Παρ. 26,28 |
Ο ψευδολόγος άνθρωπος αποστρέφεται και μίσει την αλήθειαν. Το δε αφρούρητον και απύλωτον στόμα δημιουργεί ταραχάς και ακαταστασίας μεταξύ των ανθρώπων. |
|
Κεφάλαιο 27ο |
Παρ. 27,1 |
Μὴ καυχῶ τὰ εἰς αὔριον, οὐ γὰρ γινώσκεις τί τέξεται ἡ ἐπιοῦσα. |
Παρ. 27,1 |
Μη καυχάσαι δια την αύριον και γενικώτερον δια το μέλλον, διότι δεν γνωρίζεις τι θα σου παρουσίαση η αυριανή ημέρα. |
|
Παρ. 27,2 |
ἐγκωμιαζέτω σε ὁ πέλας καὶ μὴ τὸ σὸν στόμα, ἀλλότριος καὶ μὴ τὰ σὰ χείλη. |
Παρ. 27,2 |
Ας σε επαινή ο άλλος, ο πλησίον, και οχι το ιδικόν σου στόμα, ο ξένος και όχι τα ιδικά σου χείλη. |
|
Παρ. 27,3 |
βαρὺ λίθος καὶ δυσβάστακτον ἄμμος, ὀργὴ δὲ ἄφρονος βαρυτέρα ἀμφοτέρων. |
Παρ. 27,3 |
Βαρύς είναι ο λίθος, δυσβάστακτος η άμμος· η οργή όμως του ασυνέτου ανθρώπου είναι βαρύτερη και από τα δύο. |
|
Παρ. 27,4 |
ἀνελεήμων θυμὸς καὶ ὀξεῖα ὀργή, ἀλλ᾿ οὐδένα ὑφίσταται ζῆλος. |
Παρ. 27,4 |
Ασπλαγχνος και σκληρός είναι ο θυμός, οξεία και κοπτερή, ωσάν μαχαίρι, η οργή. Τιποτε όμως δεν ημπορεί να συγκριθή προς την αγριότητα της ζηλοτυπίας και του φθόνου. |
|
Παρ. 27,5 |
κρείσσους ἔλεγχοι ἀποκεκαλυμμένοι κρυπτομένης φιλίας. |
Παρ. 27,5 |
Καλύτεροι και προτιμότεροι είναι οι έλεγχοι, που γίνονται φανερά και ξάστερα, παρά μία φιλία, που δεν τολμά νο φανερώση και να ελέγξη σφάλματα, |
|
Παρ. 27,6 |
ἀξιοπιστόστερά εἰσι τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ. |
Παρ. 27,6 |
Περισσότερον ευπρόσδεκτα και ωφέλιμα είναι τα τραύματα,- παρατηρήσεις και έλεγχοι,- που προέρχονται από ένα φίλον παρά τα φαινομενικώς αυθόρμητα, πράγματι δε δόλια φιλήματα- ψευδείς έπαινοι και κολακείαι- ενός εχθρού. |
|
Παρ. 27,7 |
ψυχὴ ἐν πλησμονῇ οὖσα κηρίοις ἐμπαίζει, ψυχῇ δὲ ἐνδεεῖ καὶ τὰ πικρὰ γλυκέα φαίνεται. |
Παρ. 27,7 |
Ανθρωπος, που είναι μι το παραπάνω χορτασμένος από όλα, περιφρονεί και αυτήν ακόμη την κηρήθραν. Εις ένα όμως πεινασμένον και τα πικρά ακόμη φαίνονται γλυκά και νόστιμα. |
|
Παρ. 27,8 |
ὥσπερ ὅταν ὄρνεον καταπετασθῇ ἐκ τῆς ἰδίας νοσσιᾶς, οὕτως ἄνθρωπος δουλοῦται ὅταν ἀποξενωθῇ ἐκ τῶν ἰδίων τόπων. |
Παρ. 27,8 |
Οπως ένα πτηνόν, που περιπλανάται μακρυά από τη φωληά του, έτσι και ένας άνθρωπος, που φεύγει από την πατρίδα του εις ξένους τόπους, δεν ευρίσκει ανάπαυσιν, υπάρχει δε φόβος να καταντήση δούλος. |
|
Παρ. 27,9 |
μύροις καὶ οἴνοις καὶ θυμιάμασι τέρπεται καρδία, καταῤῥήγνυται δὲ ὑπὸ συμπτωμάτων ψυχή. |
Παρ. 27,9 |
Τέρπεται και ευχαριστείται ο άνθρωπος εις τα αρώματα, στους καλούς οίνους, εις τα ευώδη θυμιάματα. Αντιθέτως δε συντρίβεται η ψυχή από τας συμφοράς και τα ατυχήματα. |
|
Παρ. 27,10 |
φίλον σὸν ἢ φίλον πατρῷον μὴ ἐγκαταλίπῃς, εἰς δὲ τὸν οἶκον τοῦ ἀδελφοῦ σου μὴ εἰσέλθης ἀτυχῶν· κρείσσων φίλος ἐγγὺς ἢ ἀδελφὸς μακρὰν οἰκῶν. |
Παρ. 27,10 |
Προσωπικόν σου φίλον, όπως και πατρικόν σου φίλον μη τον εγκαταλείψης. Εις καιρόν δε δυστυχίας και ατυχημάτων σου μη μεταβής στο σπίτι του αδελφού σου. Προτιμότερος και επωφελέστερος είναι ο φίλος σου, που κατοικεί κοντά σου, παρά ο αδελφός σου, ο οποίος ευρίσκεται μακράν. |
|
Παρ. 27,11 |
σοφὸς γίνου, υἱέ, ἵνα σου εὐφραίνηται ἡ καρδία, καὶ ἀπόστρεψον ἀπὸ σοῦ ἐπονειδίστους λόγους. |
Παρ. 27,11 |
Απόκτησε, παιδί μου, σοφίαν και σύνεσιν, δια να ευφραίνεται πάντοτε η καρδία σου. Γυρισε δε το πρόσωπόν σου αλλού και διώξε μακρυά τας επονειδίστους συμβουλάς των άλλων. |
|
Παρ. 27,12 |
πανοῦργος κακῶν ἐπερχομένων ἀπεκρύβη, ἄφρονες δὲ ἐπελθόντες ζημίαν τίσουσιν. |
Παρ. 27,12 |
Ο έξυπνος και συνετός άνθρωπος, όταν βλέπη να επέρχωνται τα κακά, παραμερίζει, κρύπτεται και προφυλάσσεται. Οι άμυαλοι όμως δια λόγους επιδείξεως εφορμούν και εκτίθενται στον κίνδυνον, δια να συναντήσουν έτσι βλάβας και συμφοράς. |
|
Παρ. 27,13 |
ἀφελοῦ τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ, παρῆλθε γὰρ ὑβριστής, ὅστις τὰ ἀλλότρια λυμαίνεται. |
Παρ. 27,13 |
Ο επηρμένος καταφρονητής του Θεού και των ανθρώπων περνάει αλαζονικά υπερηφανευόμενος με ξένα ενδύματα, τα οποία έχει αρπάξει. Αφαίρεσέ του το ένδυμα, δια να ταπεινωθή. |
|
Παρ. 27,14 |
ὃς ἂν εὐλογῇ φίλον τὸ πρωΐ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, καταρωμένου οὐδὲν διαφέρειν δόξει. |
Παρ. 27,14 |
Εκείνος ο οποίος κάθε πρωϊ επαινεί με το παραπάνω και κολακεύει τον φίλον του, δεν διαφέρει από άνθρωπον, ο οποίος τον καταράται. |
|
Παρ. 27,15 |
σταγόνες ἐκβάλλουσιν ἄνθρωπον ἐν ἡμέρᾳ χειμερινῇ ἐκ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, ὡσαύτως καὶ γυνὴ λοίδορος ἐκ τοῦ ἰδίου οἴκου. |
Παρ. 27,15 |
Σταγόνες βροχής, που πίπτουν μέσα στο σπίτι, κάνουν τον άνθρωπον να βγη έξω από αυτό, έστω και αν είναι χειμώνας. Ετσι και γυναίκα κακόγλωσσος και υβρεολόγος αναγκάζει τον άνδρα της, να φύγη από το σπίτι. |
|
Παρ. 27,16 |
Βορέας σκληρὸς ἄνεμος, ὀνόματι δὲ ἐπιδέξιος καλεῖται. |
Παρ. 27,16 |
Ο βορηάς είναι άγριος και ορμητικός άνεμος. Εν τούτοις κατ' ευφημισμόν λέγεται επιδέξιος, ικανός και καλότυχος! |
|
Παρ. 27,17 |
σίδηρος σίδηρον ὀξύνει, ἀνὴρ δὲ παροξύνει πρόσωπον ἑταίρου. |
Παρ. 27,17 |
Ο σίδηρος κάνει οξύν και κοπτερόν τον άλλον σίδηρον, ετσι δε ενας οργίλος και ασύνετος άνθρωπος παροξύνει και εξερεθίζει τυν σύντροφόν του. |
|
Παρ. 27,18 |
ὃς φυτεύει συκῆν φάγεται τοὺς καρποὺς αὐτῆς, ὃς δὲ φυλάσσει τὸν ἑαυτοῦ κύριον, τιμηθήσεται. |
Παρ. 27,18 |
Οποιος φυτεύει συκιά, θα φάγη βέβαια από τους καρπούς της. Και όποιος σέβεται και προφυλάσσει τον κύριόν του από διαφόρους παγίδας και κινδύνους, θα ανταμειφθή και θα τιμηθή από αυτόν. |
|
Παρ. 27,19 |
ὥσπερ οὐκ ὅμοια πρόσωπα προσώποις, οὕτως οὐδὲ αἱ διάνοιαι τῶν ἀνθρώπων. |
Παρ. 27,19 |
Οπως δεν ομοιάζουν μεταξύ των τα πρόσωπα των ανθρώπων, ετσι δεν ομοιάζουν αι διάνοιαι και αι καρδίαι των. |
|
Παρ. 27,20 |
ᾅδης καὶ ἀπώλεια οὐκ ἐμπίμπλανται, ὡσαύτως καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τῶν ἀνθρώπων ἄπληστοι. |
Παρ. 27,20 |
Ο άδης και ο τόπος της απωλείας, η κόλασις, δεν χορταίνουν ποτέ. Ετσι και τα μάτια των ανθρώπων είναι αχόρταστα. |
|
Παρ. 27,20α |
βδέλυγμα Κυρίῳ στηρίζων ὀφθαλμόν, καὶ οἱ ἀπαίδευτοι ἀκρατεῖς γλώσσῃ. |
Παρ. 27,20α |
Αποκρουστικός και μισητός ενώπιον του Κυρίου είναι εκείνος, ο οποίος στηρίζει με επιμονήν το μάτι του εις αμαρτωλά και μάταια πράγματα. Το ίδιο είναι και οι απαιδαγώγητοι και οι αμόρφωτοι, οι οποίοι δεν συγκρατούν την γλώσσαν των. |
|
Παρ. 27,21 |
δοκίμιον ἀργύρῳ καὶ χρυσῷ πύρωσις, ἀνὴρ δὲ δοκιμάζεται διὰ στόματος ἐγκωμιαζόντων αὐτόν. |
Παρ. 27,21 |
Ο άργυρος και ο χρυσός εις την φωτιάν της καμίνου δοκιμάζονται. Και ο άνθρωπος δοκιμάζεται από την στάσιν, που παίρνει στους επαίνους εκείνων που τον εγκωμιάζουν. |
|
Παρ. 27,21α |
καρδία ἀνόμου ἐκζητεῖ κακά, καρδία δὲ εὐθὴς ἐκζητεῖ γνῶσιν. |
Παρ. 27,21α |
Η καρδία του ασεβούς και καταφρονητού του θείου νόμου επιδιώκει πάντοτε παρανομίας. Η ευθεία όμως ψυχή ζητεί και ανευρίσκει την θείαν γνώσιν, την αλήθειαν. |
|
Παρ. 27,22 |
ἐὰν μαστιγοῖς ἄφρονα ἐν μέσῳ συνεδρίου ἀτιμάζων, οὐ μὴ περιέλῃς τὴν ἀφροσύνην αὐτοῦ. |
Παρ. 27,22 |
Εάν μαστιγώσης ένα ασύνετον εν μέσω συνεδρίου και τον διαπομπεύσης, δεν θα αφαιρέσης την αμυαλωσύνην του. |
|
Παρ. 27,23 |
γνωστῶς ἐπιγνώσῃ ψυχὰς ποιμνίου σου καὶ ἐπιστήσεις καρδίαν σου σαῖς ἀγέλαις· |
Παρ. 27,23 |
Προσπάθησε να γνωρίσης καλά τον αριθμόν και το ειδός του ποιμνίου σου. Δώσε την καρδία σου και φρόντισε με επιμέλειαν δια τα κοπάδια σου. Το ιδιο πρέπει να κάνη ο ποιμήν και κυβερνήτης των λογικών προβάτων. |
|
Παρ. 27,24 |
ὅτι οὐκ εἰς τὸν αἰῶνα ἀνδρὶ κράτος καὶ ἰσχύς, οὐδὲ παραδίδωσιν ἐκ γενεᾶς εἰς γενεάν. |
Παρ. 27,24 |
Διότι η εξουσία και τα αξιώματα δεν μένουν ισόβια στον άνθρωπον, ούτε και παραδίδονται κληρονομικώς από την μίαν γενεάν εις την άλλην. |
|
Παρ. 27,25 |
ἐπιμελοῦ τῶν ἐν τῷ πεδίῳ χλωρῶν καὶ κερεῖς πόαν, καὶ σύναγε χόρτον ὀρεινόν, |
Παρ. 27,25 |
Φρόντισε δια τα χλοερά λειβάδια σου και θα κόψης πολύ χορτάρι. Μαζευε ακόμη χορτάρι και από τα ορεινά μέρη, |
|
Παρ. 27,26 |
ἵνα ἔχῃς πρόβατα εἰς ἱματισμόν· τίμα πεδίον, ἵνα ὦσί σοι ἄρνες. |
Παρ. 27,26 |
δια να έχης τα μέσα να θρέψης πρόβατα, ώστε από μαλλί των να κατασκευάζης ενδύματα. Αγάπα τα λειβάδια σου και να τα περιποιήσαι, δια να θρέψης και να έχης αρνιά. |
|
Παρ. 27,27 |
υἱέ, παρ᾿ ἐμοῦ ἔχεις ῥήσεις ἰσχυρὰς εἰς τὴν ζωήν σου καὶ εἰς τὴν ζωὴν σῶν θεραπόντων. |
Παρ. 27,27 |
Παιδί μου, επήρες και έχεις από εμέ πολυτιμοτάτος συμβουλάς δια την ζωήν σου, όπως και δια την ζωήν των υπηρετών σου. |
|
Κεφάλαιο 28ο |
Παρ. 28,1 |
Φεύγει ἀσεβὴς μηδενὸς διώκοντος, δίκαιος δὲ ὥσπερ λέων πέποιθε. |
Παρ. 28,1 |
Φεύγει πανικόβλητος ο ασεβής, χωρίς να υπάρχη κανείς, που να τον καταδιώκη. Ο δε δίκαιος, ωσάν λέων απτόητος, μένει ακλόνητος εις ώραν κινδύνου έχων πεποίθησιν στο δίκαιον του και την συμπαράστασιν του Θεού. |
|
Παρ. 28,2 |
δι᾿ ἁμαρτίας ἀσεβῶν κρίσεις ἐγείρονται, ἀνὴρ δὲ πανοῦργος κατασβέσει αὐτάς. |
Παρ. 28,2 |
Εξ αιτίας των αμαρτιών και παρανομιών, τας οποίας διαπράττουν οι ασεβείς, συγκροτούνται δικαστήρια και γίνονται δίκαι. Αλλά ο εξυπνος και συνετός άνθρωπος θα κατασβήση τας αιτίας και θα προλάβη τας δίκας. |
|
Παρ. 28,3 |
ἀνδρεῖος ἐν ἀσεβείαις συκοφαντεῖ πτωχούς. ὥσπερ ὑετὸς λάβρος καὶ ἀνωφελής, |
Παρ. 28,3 |
Ο ασεβής άνθρωπος, θρασύς και εκβιαστής, καταπιέζει τους πτωχούς και αδυνάτους. Οπως η ορμητική βροχή είναι ανωφελής μάλλον δε και επιβλαβής, |
|
Παρ. 28,4 |
οὕτως οἱ ἐγκαταλείποντες τὸν νόμον ἐγκωμιάζουσιν ἀσέβειαν, οἱ δὲ ἀγαπῶντες τὸν νόμον περιβάλλουσιν ἑαυτοῖς τεῖχος. |
Παρ. 28,4 |
έτσι και αυτοί, που εγκαταλείπουν και καταπατούν τον νόμον του Θεού, επαινούν την ασέβειαν, δια να δικαιολογήσουν τον εαυτόν των. Εκείνοι όμως, που αγαπούν και τηρούν τον νόμον του Θεού, είναι σαν να ανεγείρουν ολόγυρά των τείχος απόρθητον. |
|
Παρ. 28,5 |
ἄνδρες κακοὶ οὐ νοήσουσι κρίμα, οἱ δὲ ζητοῦντες τὸν Κύριον συνήσουσιν ἐν παντί. |
Παρ. 28,5 |
Οι κακοί άνθρωποι δεν ημπορούν να εννοήσουν και να εκφέρουν δίκαιον κρίσιν. Οσοι όμως επιζητούν και ευρίσκουν τον Κυριον, θα γίνουν σοφοί και θα κρίνουν ορθώς εις όλα τα ζητήματα. |
|
Παρ. 28,6 |
κρείσσων πτωχὸς πορευόμενος ἐν ἀληθείᾳ, πλουσίου ψευδοῦς. |
Παρ. 28,6 |
Ανώτερος και προτιμότερος είναι ο πτωχός, ο οποίος πορεύεται τον δρόμον της αληθείας και της αρετής, από τον ψευδολόγον πλούσιον. |
|
Παρ. 28,7 |
φυλάσσει νόμον υἱὸς συνετός, ὃς δὲ ποιμαίνει ἀσωτίαν ἀτιμάζει πατέρα. |
Παρ. 28,7 |
Ο φρόνιμος και συνετός υιός τηρεί τον νόμον του Θεού και τας συμβουλάς του πατρός του. Ενῷ εκείνος, που βόσκει εις κάθε ασωτίαν, εξευτελίζει τον πατέρα του. |
|
Παρ. 28,8 |
ὁ πληθύνων τὸν πλοῦτον αὐτοῦ μετὰ τόκων καὶ πλεονασμῶν, τῷ ἐλεῶντι πτωχοὺς συνάγει αὐτόν. |
Παρ. 28,8 |
Εκείνος που αυξάνει τον πλούτον του, δανείζων με υπερόγκους τόκους και με αχόρταστον επιθυμίαν, εις την πραγματικότητα τα μαζεύει δι' εκείνον, που ελεεί τους πτωχούς. |
|
Παρ. 28,9 |
ὁ ἐκκλίνων τὸ οὖς αὐτοῦ μὴ εἰσακοῦσαι νόμου, καὶ αὐτὸς τὴν προσευχὴν αὐτοῦ ἐβδέλυκται. |
Παρ. 28,9 |
Βδελυκτή και αποκρουστική είναι ενώπιον του Θεού η προσευχή εκείνου, ο οποίος γυρίζει αλλού το αυτί του, δια να μη ακούση και δεχθή τον θείον νόμον. |
|
Παρ. 28,10 |
ὃς πλανᾷ εὐθεῖς ἐν ὁδῷ κακῇ, εἰς διαφθορὰν αὐτὸς ἐμπεσεῖται· οἱ δὲ ἄνομοι διελεύσονται ἀγαθά, καὶ οὐκ εἰσελεύσονται εἰς αὐτά. |
Παρ. 28,10 |
Ανθρωπος, ο οποίος παραπλανά τους ειλικρινείς και αθώους εις δρόμους ζωής κακούς, αυτός θα περιπέση εις όλεθρον και καταστροφήν. Οι παραβάται του θείου νόμου θα περάσουν πλησίον από τα αγαθά, δεν θα εισέλθουν όμως εις αυτά, δια να τα απολαύσουν. |
|
Παρ. 28,11 |
σοφὸς παρ᾿ ἑαυτῷ ἀνὴρ πλούσιος, πένης δὲ νοήμων καταγνώσεται αὐτοῦ. |
Παρ. 28,11 |
Ο επηρμένος δια τα πλούτη του πλούσιος έχει μεγάλην ιδέαν δια τον εαυτόν του και τον θεωρεί σοφόν. Ο μυαλωμένος όμως και ενάρετος πτωχός έχει την ικανότητα, να διακριβώση σφάλματα και να διατυπώση κατηγορίας εναντίον αυτού. |
|
Παρ. 28,12 |
διὰ βοήθειαν δικαίων πολλὴν γίνεται δόξα, ἐν δὲ τόποις ἀσεβῶν ἁλίσκονται ἄνθρωποι. |
Παρ. 28,12 |
Με την βοήθειαν, που παρέχουν οι δίκαιοι, μεγάλη δόξα έρχεται εις αυτούς και εις την πατρίδα των. Εκεί όμως που ζουν και κυριαρχούν οι ασεβείς, συλλαμβάνονται και φυλακίζονται πολλοί άνθρωποι. |
|
Παρ. 28,13 |
ὁ ἐπικαλύπτων ἀσέβειαν ἑαυτοῦ οὐκ εὐοδωθήσεται, ὁ δὲ ἐξηγούμενος ἐλέγχους ἀγαπηθήσεται. |
Παρ. 28,13 |
Εκείνος, που σκεπάζει τα αμαρτήματά του και δεν τα παραδέχεται ούτε τα ομολογεί δεν θα ευοδωθή εις τα έργα του. Εξ αντιθέτου εκείνος, που τα ομολογεί και είναι πρόθυμος να δεχθή ελέγχους, θα αγαπηθή από τον Θεόν. |
|
Παρ. 28,14 |
μακάριος ἀνήρ, ὃς καταπτήσσει πάντα δι᾿ εὐλάβειαν, ὁ δὲ σκληρὸς τὴν καρδίαν ἐμπεσεῖται κακοῖς. |
Παρ. 28,14 |
Ευτυχής είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος εις όλας τας περιπτώσεις της ζωής του, από πολλήν προς τον Θεόν ευλάβειαν φοβείται μήπως παρασυρθή εις αμαρτίαν. Ο δε σκληροκάρδιος και θρασύς θα περιπέση εις πολλάς συμφοράς. |
|
Παρ. 28,15 |
λέων πεινῶν καὶ λύκος διψῶν, ὃς τυραννεῖ, πτωχὸς ὤν, ἔθνους πενιχροῦ. |
Παρ. 28,15 |
Ο πτωχός και άσημος, όταν αναλάβη την εξουσίαν επί ενός αδυνάτου και πτωχού έθνους, γίνεται σκληρός και επιθετικός, σαν τον πεινασμένον λέοντα και τον διψασμένον λύκον. |
|
Παρ. 28,16 |
βασιλεὺς ἐνδεὴς προσόδων μέγας συκοφάντης, ὁ δὲ μισῶν ἀδικίαν μακρὸν χρόνον ζήσεται. |
Παρ. 28,16 |
Ασεβής βασιλεύς με πτωχά εισοδήματα καταντά μεγάλος εκβιαστής και ληστής του λαού του. Εξ αντιθέτου ευσεβής βασιλεύς, έστω και πτωχός, που μισεί όμως την αδικίαν, θα βασιλεύση επί πολύν χρόνον στον λαόν του, διότι είναι αγαπητός. |
|
Παρ. 28,17 |
ἄνδρα τὸν ἐν αἰτίᾳ φόνου ὁ ἐγγυώμενος, φυγὰς ἔσται καὶ οὐκ ἐν ἀσφαλείᾳ. |
Παρ. 28,17 |
Εκείνος, που αναλαμβάνει και προστατεύει άνθρωπον καταδιωκόμενον δια φόνον, θα καταντήση ο ίδιος φυγάς και εξόριστος και δεν θα αισθάνεται τον εαυτόν του εν ασφαλεία. |
|
Παρ. 28,17α |
παίδευε υἱὸν καὶ ἀγαπήσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ σῆ ψυχῇ· οὐ μὴ ὑπακούσει ἔθνει παρανόμῳ. |
Παρ. 28,17α |
Παιδαγώγησε και μόρφωσε τον υιόν σου μέ στοργήν και με αυστηρότητα και θα σε αγαπήση. Θα είναι στόλισμα και δόξα εις σέ. Δεν θα υπακούση και δεν θα παρασυρθή εις συμβουλάς παρανόμων ανθρώπων και λαών. |
|
Παρ. 28,18 |
ὁ πορευόμενος δικαίως βεβοήθηται, ὁ δὲ σκολιαῖς ὁδοῖς πορευόμενος ἐμπλακήσεται. |
Παρ. 28,18 |
Εκείνος, που πορεύεται με δικαιοσύνην και τιμιότητα, θα έχη ασφαλή και βεβαίαν την βοήθειαν από τον Θεόν. Ενῷ εκείνος, που βαδίζει σκολιούς και διεστραμμένους δρόμους, θα περιπέση εις παγίδας, θα εμπλακή εις δίκτυα συμφορών. |
|
Παρ. 28,19 |
ὁ ἐργαζόμενος τὴν ἑαυτοῦ γῆν πλησθήσεται ἄρτων, ὁ δὲ διώκων σχολὴν πλησθήσεται πενίας. |
Παρ. 28,19 |
Εκείνος, που εργάζεται με επιμέλειαν τους αγρούς του, θα χορτάση από ψωμί και από αλλά αγαθά. Εκείνος όμως, που επιδιώκει πονηρίαν και νωθρότητα, θα γεμίση από πτωχείαν και στέρησιν. |
|
Παρ. 28,20 |
ἀνὴρ ἀξιόπιστος πολλὰ εὐλογηθήσεται, ὁ δὲ κακὸς οὐκ ἀτιμώρητος ἔσται. |
Παρ. 28,20 |
Ανθρωπος έντιμος και αξιόπιστος θα έχη πολλάς ευλογίας εκ μέρους του Θεού, επαίνους δε εκ μέρους των ανθρώπων. Ενῷ ο κακός δεν θα μείνη ατιμώρητος. |
|
Παρ. 28,21 |
ὃς οὐκ αἰσχύνεται πρόσωπα δικαίων, οὐκ ἀγαθός· ὁ τοιοῦτος ψωμοῦ ἄρτου ἀποδώσεται ἄνδρα. |
Παρ. 28,21 |
Ο δικαστής, που δεν σέβεται και δεν εκτιμά τους δικαίους και το δίκαιόν των, αλλά μεροληπτεί εναντίον των εις την απόδοσιν δικαιοσύνης, είναι ανέντιμος και ανάξιος δικαστής. Αυτός, διεφθαρμένος ψυχικώς, είναι ικανός για ένά κομμάτι ψωμί να καταδικάση αθώον. |
|
Παρ. 28,22 |
σπεύδει πλουτεῖν ἀνὴρ βάσκανος, καὶ οὐκ οἶδεν ὅτι ἐλεήμων κρατήσει αὐτοῦ. |
Παρ. 28,22 |
Σπεύδει ο άπληστος και φθονερός άνθρωπος να αποκτήση πλούτη, δεν γνωρίζει όμως ότι ο ελεήμων θα κυριαρχήση επάνω εις αυτόν και θα πάρη υπό την εξουσίαν του τα πλούτη του. |
|
Παρ. 28,23 |
ὁ ἐλέγχων ἀνθρώπου ὁδοὺς χάριτας ἕξει μᾶλλον τοῦ γλωσσοχαριτοῦντος. |
Παρ. 28,23 |
Περισσότερον άξιος ευγνωμοσύνης και ευχαριστιών είναι ο άνθρωπος, ο οποίος έχει το θάρρος να ελέγχη προς διόρθωσιν, από εκείνον ο οποίος έχει γλώσσαν με χαριτωμένα αστεία και ευχάριστα, ανωφελή όμως, λόγια. |
|
Παρ. 28,24 |
ὃς ἀποβάλλεται πατέρα ἢ μητέρα, καὶ δοκεῖ μὴ ἁμαρτάνειν, οὗτος κοινωνός ἐστιν ἀνδρὸς ἀσεβοῦς. |
Παρ. 28,24 |
Εκείνος, που διώχνει από το σπίτι του τον πατέρα του η την μητέρα του και έχει την ιδέαν ότι δεν αμαρτάνει, είναι εις την πραγματικότητα όμοιος με τον άνθρωπον εκείνον, που φέρεται με ασέβειαν και αχαριστίαν απέναντι του Θεού. |
|
Παρ. 28,25 |
ἄπιστος ἀνὴρ κρίνει εἰκῆ, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ Κύριον ἐν ἐπιμελείᾳ ἔσται. |
Παρ. 28,25 |
Ο άπιστος προς τον Θεόν άνθρωπος κρίνει με επιπολαιότητα, εικήι και ως έτυχεν. Ενῷ εκείνος, ο οποίος πιστεύει στον Θεόν, κρίνει με πολλήν προσοχήν και επιμέλειαν. |
|
Παρ. 28,26 |
ὃς πέποιθε θρασείᾳ καρδίᾳ, ὁ τοιοῦτος ἄφρων· ὃς δὲ πορεύεται σοφίᾳ σωθήσεται. |
Παρ. 28,26 |
Εκείνος, που έχει πεποίθησιν και στηρίζεται εις θρασείαν και σκληράν καρδίαν, είναι ασύνετος. Εκείνος όμως που προχωρεί στον δρόμον της ζωής του με σύνεσιν θα σωθή. |
|
Παρ. 28,27 |
ὃς δίδωσι πτωχοῖς, οὐκ ἐνδεηθήσεται, ὃς δὲ ἀποστρέφει τὸν ὀφθαλμὸν αὐτοῦ, ἐν πολλῇ ἀπορίᾳ ἔσται. |
Παρ. 28,27 |
Οποιος δίδει στους φτωχούς, δεν θα στερηθή και δεν θα φτωχύνη. Εξ αντιθέτου εκείνος, ο οποίος με ασπλαγχνίαν γυρίζει το μάτι του μακρυά από τον πτωχόν, θα περιέλθη εις μεγάλην ανέχειαν και πτωχείαν. |
|
Παρ. 28,28 |
ἐν τόποις ἀσεβῶν στένουσι δίκαιοι, ἐν δὲ τῇ ἐκείνων ἀπωλείᾳ πληθυνθήσονται δίκαιοι. |
Παρ. 28,28 |
Εις χώρας, όπου κυριαρχούν οι ασεβείς, υποφέρουν και στενάζουν οι δίκαιοι. Οταν όμως εξαφανισθούν οι ασεβείς, τότε θα πληθυνθούν και θα ευτυχήσουν οι δίκαιοι. |
|
Κεφάλαιο 29ο |
Παρ. 29,1 |
Κρείσσων ἀνὴρ ἐλέγχων ἀνδρὸς σκληροτραχήλου, ἐξαπίνης γὰρ φλεγομένου αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἴασις. |
Παρ. 29,1 |
Καλύτερος και προτιμότερος είναι ο άνθρωπος, που δέχεται ελέγχους, παρά ο σκληροτράχηλος και ασύνετος εις ελέγχους. Διότι, όταν εις αυτόν, ωσάν φωτιά εξ ουρανού, πέση η οργή του Θεού, δεν υπάρχει πλέον καμμία θεραπεία. |
|
Παρ. 29,2 |
ἐγκωμιαζομένων δικαίων εὐφρανθήσονται λαοί, ἀρχόντων δὲ ἀσεβῶν στένουσιν ἄνδρες. |
Παρ. 29,2 |
Οταν επαινούνται οι δίκαιοι άρχοντες, ευφραίνονται οι λαοί των. Οταν όμως οι άρχοντες είναι ασεβείς, στενάζουν και υποφέρουν οι λαοί. |
|
Παρ. 29,3 |
ἀνδρὸς φιλοῦντος σοφίαν εὐφραίνεται πατὴρ αὐτοῦ, ὃς δὲ ποιμαίνει πόρνας, ἀπολεῖ πλοῦτον. |
Παρ. 29,3 |
Ανθρωπος, ο οποίος αγαπά την σοφίαν και την αρετήν, ευφραίνει τον πατέρα του. Εκείνος δε ο οποίος συναγελάζεται με αμαρτωλάς γυναίκας, χάνει τον πατρικόν πλούτον. |
|
Παρ. 29,4 |
βασιλεὺς δίκαιος ἀνίστησι χώραν, ἀνὴρ δὲ παράνομος κατασκάπτει. |
Παρ. 29,4 |
Ο δίκαιος βασιλεύς ανορθώνει και αναδεικνύει την χώραν του, ενώ εξ αντιθέτου ο καταφρονητής του θείου νόμου άνθρωπος, την ανασκάπτει εκ θεμελίων. |
|
Παρ. 29,5 |
ὃς παρασκευάζεται ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ἑαυτοῦ φίλου δίκτυον, περιβάλλει αὐτὸ τοῖς ἑαυτοῦ ποσίν. |
Παρ. 29,5 |
Εκείνος ο οποίος προπαρασκευάζεται να ρίψη το δίκτυόν του εναντίον του φίλου του, εις την πραγματικότητα περιπλέκει τα ιδικά του πόδια και συλλαμβάνεται στο δίκτυον της πανουργίας του. |
|
Παρ. 29,6 |
ἁμαρτάνοντι ἀνδρὶ μεγάλη παγίς, δίκαιος δὲ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν εὐφροσύνῃ ἔσται. |
Παρ. 29,6 |
Μεγάλαι παγίδες και συμφοραί συναντούν τον αμαρτωλόν άνθρωπον. Ενῷ ο δίκαιος θα ευρίσκεται πάντοτε εις χαράν και ευφροσύνην. |
|
Παρ. 29,7 |
ἐπίσταται δίκαιος κρίνειν πενιχροῖς, ὁ δὲ ἀσεβὴς οὐ νοεῖ γνῶσιν, καὶ πτωχῷ οὐχ ὑπάρχει νοῦς ἐπιγνώμων. |
Παρ. 29,7 |
Ο δίκαιος δικαστής γνωρίζει να κρίνη και να αποδίδη το δίκαιον και στους φτωχούς και αδυνάτους. Εξ αντιθέτου, ο ασεβής δικαστής δεν έχει σαφή και ορθήν γνώσιν. Δεν έχει δε την διάθεσιν να γνωρίση καλά τον πτωχόν και το δίκαιόν του. |
|
Παρ. 29,8 |
ἄνδρες ἄνομοι ἐξέκαυσαν πόλιν, σοφοὶ δὲ ἀπέστρεψαν ὀργήν. |
Παρ. 29,8 |
Ασεβείς και παράνομοι άνθρωποί με τα εγκλήματά των και τας διαβολάς των ήναψαν πυρκαϊάν εις την πόλιν. Ενῷ οι σοφοί και ενάρετοι με την σύνεσίν των απεμάκρυναν την οργήν από αυτήν. |
|
Παρ. 29,9 |
ἀνὴρ σοφὸς κρινεῖ ἔθνη, ἀνὴρ δὲ φαῦλος ὀργιζόμενος καταγελᾶται καὶ οὐ καταπτήσσει. |
Παρ. 29,9 |
Ο συνετός και ενάρετος άνθρωπος είναι εις θέσιν να κρίνη και θα κρίνη έθνη. Ο φαύλος όμως και οργίλος περιπίπτει εις πλήθος σφαλμάτων, δια τα οποία εμπαίζεται. Και όμως δεν πτοείται από τας εναντίον του κρίσεις. |
|
Παρ. 29,10 |
ἄνδρες αἱμάτων μέτοχοι μισοῦσιν ὅσιον, οἱ δὲ εὐθεῖς ἐκζητήσουσι ψυχὴν αὐτοῦ. |
Παρ. 29,10 |
Εγκληματίαι και φονείς μισούν και αποστρέφονται τον αφωσιωμένον στον Θεόν. Ενῷ οι ειλικρινείς και οι ακέραιοι ενδιαφέρονται και υπερασπίζουν την ζωήν εκείνου. |
|
Παρ. 29,11 |
ὅλον τὸν θυμὸν αὐτοῦ ἐκφέρει ἄφρων, σοφὸς δὲ ταμιεύεται κατὰ μέρος. |
Παρ. 29,11 |
Ο ασύνετος αφήνει ασυγκράτητον τον θυμόν του. Ο σοφός όμως τον δεσμεύει και τον συγκρατεί εις τα βάθη της ψυχής του. |
|
Παρ. 29,12 |
βασιλέως ὑπακούοντος λόγον ἄδικον, πάντες οἱ ὑπ᾿ αὐτὸν παράνομοι. |
Παρ. 29,12 |
Οταν ενας βασιλεύς ακούη και υιοθετή αδίκους κατηγορίας και εκτρέπεται εις παρανομίας, τότε και όλοι οι υπήκοοί του, μιμούμενοι αυτόν, θα γίνουν παράνομοι. |
|
Παρ. 29,13 |
δανειστοῦ καὶ χρεωφειλέτου ἀλλήλοις συνελθόντων, ἐπισκοπὴν ἀμφοτέρων ποιεῖται ὁ Κύριος. |
Παρ. 29,13 |
Οταν ο δανειστής και χρεωφειλέτης συναντηθούν μεταξύ των, δια να τακτοποιήσουν τα ζητήματά των, βλέπει και τους δύο και τους παρακολουθεί ο Κυριος. |
|
Παρ. 29,14 |
βασιλέως ἐν ἀληθείᾳ κρίνοντος πτωχούς, ὁ θρόνος αὐτοῦ εἰς μαρτύριον κατασταθήσεται. |
Παρ. 29,14 |
Οταν ένας βασιλεύς κρίνη με αλήθειαν και δικαιοσύνην και αυτούς ακόμη τους πτωχούς, ο θρόνος του θα γίνη ένδοξος και περίβλεπτος. |
|
Παρ. 29,15 |
πληγαὶ καὶ ἔλεγχοι διδόασι σοφίαν, παῖς δὲ πλανώμενος αἰσχύνει γονεῖς αὐτοῦ. |
Παρ. 29,15 |
Αι σωματικαί παιδαγωγικαί τιμωρίαι και οι μορφωτικοί έλεγχοι δίδουν σοφίαν και αρετήν στο παιδί. Υιός δέ, που εγκαταλείπει το πατρικό σπίτι και περιπλανάται έδω και εκεί, καταισχύνει και κατεντροπιάζει τους γονείς του. |
|
Παρ. 29,16 |
πολλῶν ὄντων ἀσεβῶν πολλαὶ γίνονται ἁμαρτίαι, οἱ δὲ δίκαιοι ἐκείνων πιπτόντων κατάφοβοι γίνονται. |
Παρ. 29,16 |
Οταν πληθύνωνται οι ασεβείς, πληθύνονται αι αμαρτίαι και τα εγκλήματα. Οταν όμως τιμωρούνται οι ασεβείς, τότε και αυτοί οι δίκαιοι στερεώνονται περισσότερον εις την ευλάβειαν και τον φόβον του Θεού. |
|
Παρ. 29,17 |
παίδευε υἱόν σου, καὶ ἀναπαύσει σε, καὶ δώσει κόσμον τῇ ψυχῇ σου. |
Παρ. 29,17 |
Παιδαγώγησε και μόρφωσε καλά το παιδί σου και αυτό θα δώση ανάπαυσιν και στολισμόν εις την ζωήν σου. |
|
Παρ. 29,18 |
οὐ μὴ ὑπάρξῃ ἐξηγητὴς ἔθνει παρανόμῳ, ὁ δὲ φυλάσσων τὸν νόμον μακαριστός. |
Παρ. 29,18 |
Μέσα εις ένα παράνομον λαόν δεν θα υπάρξη εξηγητής των θείων λόγων, διότι θα είναι ανεπιθύμητος. Εκείνος όμως, ο οποίος τηρεί τον θείον νόμον, είναι αξιομακάριστός. |
|
Παρ. 29,19 |
λόγοις οὐ παιδευθήσεται οἰκέτης σκληρός· ἐὰν γὰρ καὶ νοήσῃ, ἀλλ᾿ οὐχ ὑπακούσεται. |
Παρ. 29,19 |
Ο σκληρός και ανυπότακτος δούλος δεν παιδαγωγείται και δεν συμμορφώνεται με σύμβουλάς. Και εάν ακόμη εννοήση το ορθόν, δεν θα έχη την διάθεσιν να υπακούση εις αυτό. |
|
Παρ. 29,20 |
ἐὰν ἴδῃς ἄνδρα ταχὺν ἐν λόγοις, γίνωσκε ὅτι ἐλπίδα ἔχει μᾶλλον ὁ ἄφρων αὐτοῦ. |
Παρ. 29,20 |
Εάν ίδης άνδρα ταχύν και απερίσκεπτον στους λόγους του, μάθε ότι έχει μεγαλυτέρας ελπίδας επιτυχίας από αυτόν ενας ασύνετος και αμυαλος. |
|
Παρ. 29,21 |
ὃς κατασπαταλᾷ ἐκ παιδός, οἰκέτης ἔσται, ἔσχατον δὲ ὀδυνηθήσεται ἐφ᾿ ἑαυτῷ. |
Παρ. 29,21 |
Εκείνος, που από τα παιδικά του χρόνια κατασπαταλά τα χρήματα, θα καταντήση σύντομα πτωχός και θα γίνη δούλος. Και στο τέλος θα δοκιμάση πολλάς συμφοράς και οδύνας. |
|
Παρ. 29,22 |
ἀνὴρ θυμώδης ὀρύσσει νεῖκος, ἀνὴρ δὲ ὀργίλος ἐξώρυξεν ἁμαρτίαν. |
Παρ. 29,22 |
Ο θυμώδης άνθρωπος βγάζει και σκορπά ολόγυρά του φιλονεικίας και έριδας. Ο δε οργίλος βγάζει από μέσα του, σαν από μεταλλείον κακών, αμαρτίας. |
|
Παρ. 29,23 |
ὕβρις ἄνδρα ταπεινοῖ, τοὺς δὲ ταπεινόφρονας ἐρείδει δόξῃ Κύριος. |
Παρ. 29,23 |
Η υψηλοφροσύνη και αλαζονεία εξευτελίζουν τον άνθρωπον. Τους ταπεινόφρονας όμως θα στηρίξη ο Κυριος εις αναφαίρετον δόξαν. |
|
Παρ. 29,24 |
ὃς μερίζεται κλέπτῃ, μισεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν· ἐὰν δὲ ὅρκου προτεθέντος ἀκούσαντες μὴ ἀναγγείλωσι, |
Παρ. 29,24 |
Εκείνος, που μοιράζεται με τον κλέπτην κλοπιμαία, εις την πραγματικότητα μισεί και βλάπτει την ψυχήν του. Εάν δε κάτι τέτοιοι άνθρωποι υποβληθούν εις όρκον, δεν θα αναγγείλουν την αλήθειαν, |
|
Παρ. 29,25 |
φοβηθέντες καὶ αἰσχυνθέντες ἀνθρώπους ὑπεσκελίσθησαν· ὁ δὲ πεποιθὼς ἐπὶ Κυρίῳ εὐφρανθήσεται. ἀσέβεια ἀνδρὶ δίδωσι σφάλμα, ὃς δὲ πέποιθεν ἐπὶ τῷ δεσπότῃ, σωθήσεται. |
Παρ. 29,25 |
διότι φοβούνται και εντρέπονται τους ανθρώπους. Ετσι δε θα πεδικλωθούν, θα πέσουν και θα εξευτελισθούν. Εκείνος όμως, που έχει πίστιν και πεποίθησιν στον Θεόν, θα ευφρανθή. Η ασέβεια οδηγεί τον άνθρωπον εις πτώσεις και σφάλματα. Ενῷ εκείνος, που πιστεύει στον παντοδύναμον Θεόν, θα σωθή. |
|
Παρ. 29,26 |
πολλοὶ θεραπεύουσι πρόσωπα ἡγουμένων, παρὰ δὲ Κυρίου γίνεται τὸ δίκαιον ἀνδρί. |
Παρ. 29,26 |
Πολλοί κολακεύουν και παρακαλούν τους εκάστοτε ισχυρούς, δια να επιτύχουν εις κάποιον έργον των. Το δίκαιον όμως και η πραγματική επιτυχία αποδίδεται στον άνθρωπον εκ μέρους του Κυρίου. |
|
Παρ. 29,27 |
βδέλυγμα δικαίοις ἀνὴρ ἄδικος, βδέλυγμα δὲ ἀνόμῳ κατευθύνουσα ὁδός. |
Παρ. 29,27 |
Μισητός και αποκρουστικός είναι στους δικαίους κάθε άδικος· όπως επίσης μισητή και αποκρουστική είναι στον παράνομον η ευθεία οδός. |
|
Κεφάλαιο 30ο |
Παρ. 30,1 |
Τοὺς ἐμοὺς λόγους, υἱέ, φοβήθητι, καὶ δεξάμενος αὐτοὺς μετανόει· τάδε λέγει ὁ ἀνὴρ τοῖς πιστεύουσι Θεῷ, καὶ παύομαι· |
Παρ. 30,1 |
Παιδί μου, να ευλαβηθής τα λόγια μου διά σφάλματα, τα οποία ενδεχομένως διέπραξες. Αυτά τα λέγω εγώ ο διδάσκαλος εις εκείνους, οι οποίοι πιστεύουν εις τον Θεόν και αφού τά ειπώ, θα παύσω να ομιλώ. |
|
Παρ. 30,2 |
ἀφρονέστατος γάρ εἰμι ἁπάντων ἀνθρώπων, καὶ φρόνησις ἀνθρώπων οὐκ ἔστιν ἐν ἐμοί· |
Παρ. 30,2 |
Εγώ το αντιλαμβάνομαι και το φρονώ, ότι από απόψεως ανθρωπίνης γνώσεως είμαι ο περισσότερον αμόρφωτος μεταξύ όλων των ανθρώπων. Καμμία γνώσις ανθρωπίνη δεν υπήρχεν εις εμέ. |
|
Παρ. 30,3 |
Θεὸς δεδίδαχέ με σοφίαν, καὶ γνῶσιν ἁγίων ἔγνωκα. |
Παρ. 30,3 |
Αλλά ο Θεός με εδίδαξε την αληθινήν σοφίαν. Και ετσι εγώ εγνώρισα και κατενόησα την γνώσιν και σοφίαν των αγίων. |
|
Παρ. 30,4 |
τίς ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ κατέβη; τίς συνήγαγεν ἀνέμους ἐν κόλπῳ; τίς συνέστρεψεν ὕδωρ ἐν ἱματίῳ; τίς ἐκράτησε πάντων τῶν ἄκρων τῆς γῆς; τί ὄνομα αὐτῷ, ἢ τί ὄνομα τοῖς τέκνοις αὐτοῦ; |
Παρ. 30,4 |
Ποιός ανέβηκεν στον ουρανόν; Και ποιός κατέβηκεν από εκεί εις την γην; Μονον ο Θεός ο πανταχού παρών. Ποιός ημπορεί να συμμαζεύση τους ανέμους εις τυν κόλπον του; Ποιός έχει την δύναμιν να συμμαζέψη και να τύλιξη το νερό μέσα εις ιμάτιον; Ποιός εκυριάρχησε και κυριαρχεί στον ουρανόν και την γην από το ένα άκρον έως στο άλλο; Ποιό είναι το όνομά του, με το οποίον να τον καλέσω; Η πως ονομάζονται τα τέκνα του, τα δημιουργήματά του; Αυτός και μόνος τα γνωρίζει. |
|
Παρ. 30,5 |
πάντες γὰρ λόγοι Θεοῦ πεπυρωμένοι, ὑπερασπίζει δὲ αὐτὸς τῶν εὐλαβουμένων αὐτόν. |
Παρ. 30,5 |
Διότι όλοι οι λόγοι του Θεού είναι ολοκάθαροι σαν το χρυσάφι, που βγαίνει από το καμίνι της φωτιάς. Ο Κυριος υπερασπίζει και προστατεύει πάντοτε εκείνους, οι οποίοι τον ευλαβούνται. |
|
Παρ. 30,6 |
μὴ προσθῇς τοῖς λόγοις αὐτοῦ, ἵνα μὴ ἐλέγξῃ σε καὶ ψευδὴς γένῃ. |
Παρ. 30,6 |
Πρόσεξε να μη προσθέσης τίποτε εις τας εντολάς του Κυρίου, δια να μη σε ελέγξη και σε αποδείξη ότι είσαι ψευδολόγος. |
|
Παρ. 30,7 |
δύο αἰτοῦμαι παρὰ σοῦ, μὴ ἀφέλῃς μου χάριν πρὸ τοῦ ἀποθανεῖν με· |
Παρ. 30,7 |
Κυριε, δύο πράγματα έχω να ζητήσω από σέ. Πρώτον να μη αφαιρέσης από εμέ την χάριν σου, πριν αποθάνω, αλλά να την αφήσης παντοτεινά μαζή μου. |
|
Παρ. 30,8 |
μάταιον λόγον καὶ ψευδῆ μακράν μου ποίησον, πλοῦτον δὲ καὶ πενίαν μή μοι δῷς, σύνταξόν δέ μοι τὰ δέοντα καὶ τὰ αὐτάρκη, |
Παρ. 30,8 |
Δεύτερον να απομακρύνης από εμέ ματαιολογίας, απάτας και ψευδολογίας. Δεν θέλω δε να μου δώσης ούτε πολύν πλούτον, ούτε πτωχείαν. Δος μου τα απαραίτητα, όσα είναι αρκετά και όσα μου χρειάζονται δια την συντήρησίν μου. |
|
Παρ. 30,9 |
ἵνα μὴ πλησθεὶς ψευδὴς γένωμαι καὶ εἴπω· τίς με ὁρᾶ; ἢ πενηθεὶς κλέψω καὶ ὀμόσω τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. |
Παρ. 30,9 |
Δεν θέλω να έχω πολύν πλούτον, διότι φοβούμαι, μήπως μέσα εις τα άφθονα αυτά αγαθά αποδειχθώ ψευδής απέναντι των ανθρώπων και είπω· ποιός με βλέπει; Δεν θέλω πάλιν πτωχείαν, διότι φοβούμαι, μήπως επάνω εις την στέρησιν και την πείναν κλέψω και ορκισθώ ψευδώς στο όνομα του Κυρίου. |
|
Παρ. 30,10 |
μὴ παραδῷς οἰκέτην εἰς χεῖρας δεσπότου, μήποτε καταράσηταί σε καὶ ἀφανισθῇς. |
Παρ. 30,10 |
Μη παραδώσης δούλον, που ζητεί την προστασίαν σου, εις τα χέρια του κυρίου του, δια να μη σε καταρασθή ο ταλαίπωρος αυτός δούλος και καταστραφής. |
|
Παρ. 30,11 |
ἔκγονον κακὸν πατέρα καταρᾶται, τὴν δὲ μητέρα οὐκ εὐλογεῖ. |
Παρ. 30,11 |
Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί καταράται τον πατέρα του, δεν επαινεί δε και δεν τιμά την μητέρα του. |
|
Παρ. 30,12 |
ἔκγονον κακὸν δίκαιον ἑαυτὸν κρίνει. τὴν δ᾿ ἔξοδον αὐτοῦ οὐκ ἀπένιψεν. |
Παρ. 30,12 |
Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί θεωρεί τον εαυτόν του δίκαιον και καθαρόν, ενώ δεν έχει πλύνει ούτε τον αφεδρώνα του. |
|
Παρ. 30,13 |
ἔκγονον κακὸν ὑψηλοὺς ὀφθαλμοὺς ἔχει, τοῖς δὲ βλεφάροις αὐτοῦ ἐπαίρεται. |
Παρ. 30,13 |
Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί έχει αλαζονικά τα μάτια του, σηκώνει υψηλά τα βλέφαρά του και υπερηφανεύεται. |
|
Παρ. 30,14 |
ἔκγονον κακὸν μαχαίρας τοὺς ὀδόντας ἔχει καὶ τὰς μύλας τομίδας, ὥστε ἀναλίσκειν καὶ κατεσθίειν τοὺς ταπεινοὺς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τοὺς πένητας αὐτῶν ἐξ ἀνθρώπων. |
Παρ. 30,14 |
Κακόν και κακοαναθρεμμένον παιδί έχει τα δόντια του σαν μαχαίρια και τας οδοντοστοιχίας του στόματός του σαν κοπίδια, ώστε ασυνειδήτως να καταναλίσκη και να κατατρώγη από τους ανθρώπους της γης τους αδυνάτους, τους ασήμους και τους πτωχούς. |
|
Παρ. 30,15 |
Τῇ βδέλλῃ τρεῖς θυγατέρες ἦσαν ἀγαπήσει ἀγαπώμεναι, καὶ αἱ τρεῖς αὗται οὐκ ἐνεπίμπλασαν αὐτήν, καὶ ἡ τετάρτη οὐκ ἠρκέσθη εἰπεῖν· ἱκανόν. |
Παρ. 30,15 |
(Μασορ. Λ' 15). Η βδέλλα είχε τρεις πολυαγαπημένος θυγατέρας. Αλλά και αι τρεις δεν ημπορούσαν να την χορτάσουν και η τετάρτη επίσης θυγάτηρ της δεν κατώρθωσε να κάμη την μητέρα της να πη· Είναι αρκετόν, φθάνει. |
|
Παρ. 30,16 |
ᾅδης καὶ ἔρως γυναικὸς καὶ γῆ οὐκ ἐμπιπλαμένη ὕδατος καὶ ὕδωρ καὶ πῦρ οὐ μὴ εἴπωσιν· ἀρκεῖ· |
Παρ. 30,16 |
Ετσι αχόρταστος είναι ο άδης, ο έρως της γυναικός και η ξηρά γη, η οποία δεν χορταίνει από το νερό της βροχής. Οπως επίσης η θάλασσα και η φωτιά ποτέ δεν θα πουν· Φθάνει, η μεν δια το νερό, η δε δια την καύσιμον ύλην. |
|
Παρ. 30,17 |
ὀφθαλμὸν καταγελῶντα πατρὸς καὶ ἀτιμάζοντα γῆρας μητρός, ἐκκόψαισαν αὐτὸν κόρακες ἐκ τῶν φαράγγων καὶ καταφάγοισαν αὐτὸν νεοσσοὶ ἀετῶν. |
Παρ. 30,17 |
Τα μάτια των υιών εκείνων, που περιγελούν τον πατέρα και κατεξευτελίζουν τα γηρατεία της μητρός των, οι κόρακες από τα φαράγγια θα τα βγάλουν, θα τα καταφάγουν τα νέα πουλιά των αετών. |
|
Παρ. 30,18 |
τρία δέ ἐστι ἀδύνατά μοι νοῆσαι, καὶ τὸ τέταρτον οὐκ ἐπιγινώσκω· |
Παρ. 30,18 |
Τρία πράγματα μου είναι αδύνατον να τα εννοήσω. Το δε τέταρτον ακόμη περισσότερον μου μένει ακατάληπτον. |
|
Παρ. 30,19 |
ἴχνη ἀετοῦ πετομένου καὶ ὁδοὺς ὄφεως ἐπὶ πέτρας καὶ τρίβους νηὸς ποντοπορούσης καὶ ὁδοὺς ἀνδρὸς ἐν νεότητι. |
Παρ. 30,19 |
Πρώτον τα ίχνη του αετού, που πετά στον αέρα, τον δρόμον του φιδιού που σέρνεται εις τις πέτρες, τους δρόμους του πλοίου που πλέει εις την θάλασσαν, και το περισσότερον ακατάληπτον τας εκτροπάς του νέου ανθρώπου. |
|
Παρ. 30,20 |
τοιαύτη ὁδὸς γυναικὸς μοιχαλίδος, ἥ, ὅταν πράξῃ, ἀπονιψαμένη, οὐδέν φησι πεπραχέναι ἄτοπον. |
Παρ. 30,20 |
Τέτοιος είναι ο δρόμος και ο τρόπος της μοιχαλίδος γυναικός, η οποία, όταν διαπράξη το αμάρτημα, νίπτεται και διαλαλεί, ότι τίποτε το άτοπον δεν έχει διαπράξει. |
|
Παρ. 30,21 |
διὰ τριῶν σείεται ἡ γῆ, τὸ δὲ τέταρτον οὐ δύναται φέρειν· |
Παρ. 30,21 |
Τρία γεγονότα είναι που συγκλονίζουν την γην, το τέταρτον όμως δεν είναι δυνατόν να το υποφέρη κανείς. |
|
Παρ. 30,22 |
ἐὰν οἰκέτης βασιλεύσῃ καὶ ἄφρων πλησθῇ σιτίων |
Παρ. 30,22 |
Πρώτον· εάν ένας κακός δούλος ανέλθη στον βασιλικόν θρόνον. Δεύτερον· εάν ενας ασύνετος άνθρωπος χορτάση από υλικά αγαθά. |
|
Παρ. 30,23 |
καὶ οἰκέτις ἐὰν ἐκβάλῃ τὴν ἑαυτῆς κυρίαν καὶ μισητὴ γυνὴ ἐὰν τύχῃ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ. |
Παρ. 30,23 |
Τρίτον· εάν μία δούλη διώξη την κυρίαν της από την οικίαν του συζύγου. Και τέταρτον εάν μία γυναίκα αξιομίσητος δια την διαγωγήν και τον χαρακτήρα της, πάρη σύζυγον εναρετον. |
|
Παρ. 30,24 |
τέσσαρα δὲ ἐλάχιστα ἐπὶ τῆς γῆς, ταῦτα δέ ἐστι σοφώτερα τῶν σοφῶν· |
Παρ. 30,24 |
Τέσσερα είναι τα πιο μικρά από απόψεως σώματος επάνω εις την γην. Αυτά όμως είναι σοφώτερα και από τους σοφούς. |
|
Παρ. 30,25 |
οἱ μύρμηκες, οἷς μὴ ἔστιν ἰσχὺς καὶ ἑτοιμάζονται θέρους τὴν τροφήν· |
Παρ. 30,25 |
Πρώτον οι μύρμηκες, στους οποίους δεν υπάρχει αξιόλογος σωματική δύναμις, και όμως αυτοί σοφώτατα ετοιμάζουν κατά το διάστημα του θέρους την τροφήν των δι' όλον το έτος. |
|
Παρ. 30,26 |
καὶ οἱ χοιρογρύλλιοι, ἔθνος οὐκ ἰσχυρόν, οἳ ἐποιήσαντο ἐν πέτραις τοὺς ἑαυτῶν οἴκους· |
Παρ. 30,26 |
Δεύτερον· οι ακανθόχοιροι, οι οποίοι δεν αποτελούν ομάδας ισχυράς, με όπλα αμύνης και επιθέσεως, και οι οποίοι εν τούτοις, έχουν κατά ένα τρόπον σοφόν εκλέξει ως κατοικίαν των τους βράχους, όπου ζουν ασφαλείς. |
|
Παρ. 30,27 |
ἀβασίλευτόν ἐστιν ἡ ἀκρὶς καὶ στρατεύει ἀφ᾿ ἑνὸς κελεύσματος εὐτάκτως· |
Παρ. 30,27 |
Τρίτον· αι ακρίδες αι οποίαι δεν είναι ωργανωμέναι εις βασίλειον, δεν έχουν βασιλέα. Και όμως εκστρατεύουν με τάξιν εις τας επιδρομάς, που κάνουν, ώστε να νομίζη κανείς, ότι έχουν επικεφαλής ένα, που τους διατάσσει. |
|
Παρ. 30,28 |
καὶ καλαβώτης χερσὶν ἐρειδόμενος καὶ εὐάλωτος ὢν κατοικεῖ ἐν ὀχυρώμασι βασιλέως. |
Παρ. 30,28 |
Τέταρτον· η οικιακή σαύρα, το μολυντήρι, που στηρίζεται μόνον εις τας χείρας του είναι άοπλον και ευκολότατα καταβάλλεται και εν τούτοις κατοικεί εις τα ωχυρωμένα ανάκτορα του βασιλέως. |
|
Παρ. 30,29 |
τρία δέ ἐστιν, ἃ εὐόδως πορεύεται, καὶ τέταρτον, ὃ καλῶς διαβαίνει· |
Παρ. 30,29 |
Τρία ζώα υπάρχουν, τα οποία βαδίζουν με ασφάλειαν και μεγαλοπρέπειαν και τέταρτον, το οποίον επίσης κατά ωραίον τρόπον διαβαίνει. |
|
Παρ. 30,30 |
σκύμνος λέοντος ἰσχυρότερος κτηνῶν, ὃς οὐκ ἀποστρέφεται οὐδὲ καταπτήσσει κτῆνος, |
Παρ. 30,30 |
Το μικρό ληοντάρι, το οποίον είναι ισχυρότερον από όλα τα ζώα και δεν γυρίζει πίσω προ ουδενός άλλου ζώου ούτε και φοβείται κανένα άλλο ζώον. |
|
Παρ. 30,31 |
καὶ ἀλέκτωρ ἐμπεριπατῶν θηλείαις εὔψυχος καὶ τράγος ἡγούμενος αἰπολίου καὶ βασιλεὺς δημηγορῶν ἐν ἔθνει. |
Παρ. 30,31 |
Δεύτερον· ο πετεινός, όταν μάλιστα περιπατή γενναίος και μεγαλοπρεπής μεταξύ των ορνίθων. Τρίτον· ο τράγος όταν προπορεύεται του ποιμνίου. Τέταρτον και ωραιότερον· ο βασιλεύς όταν δημηγορή προς τον λαόν. |
|
Παρ. 30,32 |
ἐὰν πρόῃ σεαυτὸν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ ἐκτείνῃς τὴν χεῖρά σου μετὰ μάχης, ἀτιμασθήσῃ. |
Παρ. 30,32 |
Εάν αφεθής εις διασκέδασιν τρώγων και πίνων και απλώσης απειλητικόν το χέρι σου προς συμπλοκήν με κάποιον άλλον, θα εξευτελισθής. |
|
Παρ. 30,33 |
ἄμελγε γάλα, καὶ ἔσται βούτυρον· ἐὰν δὲ ἐκπιέζῃς μυκτῆρας, ἐξελεύσεται αἷμα· ἐὰν δὲ ἐξέλκῃς λόγους, ἐξελεύσονται κρίσεις καὶ μάχαι. |
Παρ. 30,33 |
Αρμεξε και κτύπησε το γάλα και θα βγάλης βούτυρον. Εάν πιέσης πολύ τον ρώθωνά σου, θα βγάλη αίμα. Ετσι, εάν αφήνης να βγαίνουν οπό το στόμα σου λόγοι απρεπείς και προκλητικοί, θα προέλθουν από αυτούς φιλονεικίαι, συμπλοκαί και δικαστικαί περιπέτειαι. |
|
Κεφάλαιο 31ο |
Παρ. 31,1 |
Οἱ ἐμοὶ λόγοι εἴρηνται ὑπὸ Θεοῦ, βασιλέως χρηματισμός, ὃν ἐπαίδευσεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ. |
Παρ. 31,1 |
(Μασορ. ΛΑ' 1). Τα λόγιά μου αυτά έχουν λεχθή από τον Θεόν. Είναι αποκαλυπτικόν κήρυγμα ενός βασιλέως, τον οποίον επαιδαγώγησε κατά Θεόν η μητέρα του. |
|
Παρ. 31,2 |
τί, τέκνον, τηρήσεις; τί; ῥήσεις Θεοῦ. πρωτογενές, σοὶ λέγω, υἱέ· τί τέκνον ἐμῆς κοιλίας; τί τέκνον ἐμῶν εὐχῶν; |
Παρ. 31,2 |
Τέκνον μου, τι πρέπει οπωσδήποτε να τηρήσης; Τι; Λογια Θεού. Πρωτοτόκόν μου τέκνον, εις σε απευθύνομαι και λέγω αυτά. Τι πρέπει να τηρήσης, παιδί των σπλάγχνων μου; Τι πρέπει να προσέχης εις την ζωήν σου, παιδί των προσευχών μου και των ταμάτων, που έχω κάμει προς τον Θεόν; Ακουσέ με. |
|
Παρ. 31,3 |
μὴ δῷς γυναιξὶ σὸν πλοῦτον, καὶ τὸν σὸν νοῦν καὶ βίον εἰς ὑστεροβουλίαν. |
Παρ. 31,3 |
Μη παραδώσης και μη εμπιστευθής τον πλούτον σου εις γυναίκας, διότι ύστερα θα μεταμεληθής πικρά δια την κατασώτευσιν του νου και της περιουσίας σου. |
|
Παρ. 31,4 |
μετὰ βουλῆς πάντα ποίει, μετὰ βουλῆς οἰνοπότει· οἱ δυνάσται θυμώδεις εἰσίν, οἶνον δὲ μὴ πινέτωσαν, |
Παρ. 31,4 |
|
|
Παρ. 31,5 |
ἵνα μὴ πιόντες ἐπιλάθωνται τῆς σοφίας καὶ ὀρθὰ κρῖναι οὐ μὴ δύνωνται τοὺς ἀσθενεῖς. |
Παρ. 31,5 |
ίνα μη πίνοντες και εις μέθην ερχόμενοι χάσουν την σύνεσιν και την ευθυκρισίαν και δεν είναι εις θέσιν να κρίνουν και να δικάσουν ορθώς και να αποδώσουν το δίκαιον στους αδυνάτους ανθρώπους. |
|
Παρ. 31,6 |
δίδοτε μέθην τοῖς ἐν λύπαις καὶ οἶνον πίνειν τοῖς ἐν ὀδύναις, |
Παρ. 31,6 |
Δώστε όμως ολίγον οίνον εις εκείνους, οι οποίοι ευρίσκονται υπό το κράτος πολλών θλίψεων και ας πίνουν ολίγον οίνον, όσοι κατέχονται από πόνους και οδύνας, |
|
Παρ. 31,7 |
ἵνα ἐπιλάθωνται τῆς πενίας καὶ τῶν πόνων μὴ μνησθῶσιν ἔτι. |
Παρ. 31,7 |
δια να λησμονήσουν την πτωχείαν των και να μη ενθυμούνται πλέον τους πόνους των. |
|
Παρ. 31,8 |
ἄνοιγε σὸν στόμα λόγῳ Θεοῦ, καὶ κρῖνε πάντας ὑγιῶς. |
Παρ. 31,8 |
Ανοιγε το στόμα σου, δια να εκφράζη πάντοτε τον λόγον του Θεού. Κρίνε και δίκαζε τους πάντας ορθώς και δικαίως. |
|
Παρ. 31,9 |
ἄνοιγε σὸν στόμα καὶ κρῖνε δικαίως, διάκρινε δὲ πένητα καὶ ἀσθενῆ. |
Παρ. 31,9 |
|
|
Παρ. 31,10 |
Γυναῖκα ἀνδρείαν τίς εὑρήσει; τιμιωτέρα δέ ἐστι λίθων πολυτελῶν ἡ τοιαύτη. |
Παρ. 31,10 |
(Μασορ. ΛΑ' 10). Γυναίκα νοικοκυράν και δραστηρίαν ποιός θα ημπορέση να βρη; Είναι ασυγκρίτος ανωτέρα και από τους πλέον πολύτιμους λίθους. |
|
Παρ. 31,11 |
θαρσεῖ ἐπ᾿ αὐτῇ ἡ καρδία τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς, ἡ τοιαύτη καλῶν σκύλων οὐκ ἀπορήσει· |
Παρ. 31,11 |
Εις αυτήν έχει πεποίθησιν και στηρίζεται με θάρρος η καρδία του ανδρός της. Διότι αυτή και το σπίτι της δεν πρόκειται να στερηθούν ποτέ από υλικά αγαθά. |
|
Παρ. 31,12 |
ἐνεργεῖ γὰρ τῷ ἀνδρὶ ἀγαθὰ πάντα τὸν βίον. |
Παρ. 31,12 |
Καθ' όλον της τον βίον εργάζεται δια το καλόν του ανδρός της. |
|
Παρ. 31,13 |
μηρυομένη ἔρια καὶ λίνον ἐποίησεν εὔχρηστον ταῖς χερσὶν αὐτῆς. |
Παρ. 31,13 |
Υφαίνει νήματα μάλλινα και λινά και κατασκευάζει με τα ίδια της τα χέρια πράγματα χρήσιμα δια το σπίτι. |
|
Παρ. 31,14 |
ἐγένετο ὡσεὶ ναῦς ἐμπορευομένη μακρόθεν, συνάγει δὲ αὐτῆς τὸν πλοῦτον. |
Παρ. 31,14 |
Ομοιάζει με το πλοίον, το οποίον μεταφέρει εμπορεύματα από μακρυνάς περιοχάς. Ετσι και αυτή συγκεντρώνει τον πλούτον της δια το καλόν του σπιτιού. |
|
Παρ. 31,15 |
καὶ ἀνίσταται ἐκ νυκτῶν καὶ ἔδωκε βρώματα τῷ οἴκῳ καὶ ἔργα ταῖς θεραπαίναις. |
Παρ. 31,15 |
Εξυπνᾷ πολύ πρωϊ, νύχτα. Ετοιμάζει και δίδει τροφάς στους ανθρώπους του σπιτιού της, κανονίζει δε τα έργα των υπηρετριών. |
|
Παρ. 31,16 |
θεωρήσασα γεώργιον ἐπρίατο, ἀπὸ δὲ καρπῶν χειρῶν αὐτῆς κατεφύτευσε κτῆμα. |
Παρ. 31,16 |
Οταν εύρη κάποιο καλο χωράφι, το αγοράζει και με τους κόπους των χειρών της το καλλιεργεί, το φυτεύει, το μεταβάλλει εις αγρόκτημα αποδοτικόν. |
|
Παρ. 31,17 |
ἀναζωσαμένη ἰσχυρῶς τὴν ὀσφὺν αὐτῆς ἤρεισε τοὺς βραχίονας αὐτῆς εἰς ἔργον. |
Παρ. 31,17 |
Αφού ζώση, καλά την μέσην της, εργάζεται με τα χέρια της έντονα και με ζήλον στο έργον της. |
|
Παρ. 31,18 |
ἐγεύσατο ὅτι καλόν ἐστι τὸ ἐργάζεσθαι, καὶ οὐκ ἀποσβέννυται ὁ λύχνος αὐτῆς ὅλην τὴν νύκτα. |
Παρ. 31,18 |
Εδοκίμασε και απέκτησε προσωπικήν πείραν, ότι είναι καλόν να εργάζεται κανείς. Δια τούτο και ο λύχνος της δεν σβήνει καθ' όλον το διάστημα της νυκτός. |
|
Παρ. 31,19 |
τοὺς πήχεις αὐτῆς ἐκτείνει ἐπὶ τὰ συμφέροντα, τὰς δὲ χεῖρας αὐτῆς ἐρείδει εἰς ἄτρακτον. |
Παρ. 31,19 |
Απλώνει τα χέρια της εις όλα, όσα συμφέρουν και εξυπηρετούν το σπίτι. Ειδικώτερα τα χέρια της τα στηρίζει στο αδράχτι, το οποίον και συνεχώς εργάζεται. |
|
Παρ. 31,20 |
χεῖρας δὲ αὐτῆς διήνοιξε πένητι, καρπὸν δὲ ἐξέτεινε πτωχῷ. |
Παρ. 31,20 |
Αλλά ανοίγει τα χέρια της και απλώχερα δίδει στους πτωχούς. Διδει στον στερούμενον από τον καρπόν των χειρών της. |
|
Παρ. 31,21 |
οὐ φροντίζει τῶν ἐν οἴκῳ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, ὅταν που χρονίζῃ· πάντες γὰρ οἱ παρ᾿ αὐτῆς ἐνδεδυμένοι εἰσί. |
Παρ. 31,21 |
Ο σύζυγος της, εάν απουσιάση επί τι χρονικόν διάστημα, δεν ανησυχεί και δεν μεριμνά δια τα έργα και τα πράγματα του σπιτιού. Διότι όλοι οι εν τω οίκω της είναι καλά ενδεδυμένοι. |
|
Παρ. 31,22 |
δισσὰς χλαίνας ἐποίησε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς, ἐκ δὲ βύσσου καὶ πορφύρας ἑαυτῇ ἐνδύματα. |
Παρ. 31,22 |
Διπλάς χλαίνας έκαμε δια τον σύζυγον της. Λινά λευκά ενδύματα και ενδύματα ποδφυρά ητοίμασε δια τον εαυτόν της. |
|
Παρ. 31,23 |
περίβλεπτος δὲ γίνεται ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ἐν πύλαις, ἡνίκα ἂν καθίση ἐν συνεδρίῳ μετὰ τῶν γερόντων κατοίκων τῆς γῆς. |
Παρ. 31,23 |
Περίβλεπτος και αξιοθαύμαστος γίνεται ο σύζυγός της εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όταν παρακάθηται εις συνέδριον με τους γεροντότερους άνδρας της χώρας. |
|
Παρ. 31,24 |
σινδόνας ἐποίησε καὶ ἀπέδοτο τοῖς Φοίνιξι, περιζώματα δὲ τοῖς Χαναναίοις. |
Παρ. 31,24 |
Αυτή κατασκευάζει σινδόνας, τας οποίας πωλεί στους Φοίνικας. Κατασκευάζει και ζώνας, τας οποίας πωλεί στους Χαναναίους. |
|
Παρ. 31,25 |
ἰσχὺν καὶ εὐπρέπειαν ἐνεδύσατο καὶ εὐφράνθη ἐν ἡμέραις ἐσχάταις. |
Παρ. 31,25 |
Ετσι αυτή με την εργασίαν και την καλήν συμπεριφοράν της αποκτά δύναμιν και ευπρεπή εμφάνισιν. Ευφραίνεται όλας τας ημέρας της ζωής της και πολύ περισσότερον θα ευφρανθή κατά τας ημέρας των γηρατείων της. |
|
Παρ. 31,26 |
στόμα αὐτῆς διήνοιξε προσεχόντως καὶ ἐννόμως, καὶ τάξιν ἐστείλατο τῇ γλώσσῃ αὐτῆς. |
Παρ. 31,26 |
Ανοίγει το στόμα της, δια να ομιλή πάντοτε μετά προσοχής, σύμφωνα με τον νόμον του Θεού· έχει θέσει τάξιν εις τα λόγια του στόματός της. |
|
Παρ. 31,27 |
στεγναὶ διατριβαὶ οἴκων αὐτῆς, σῖτα δὲ ὀκνηρὰ οὐκ ἔφαγε. |
Παρ. 31,27 |
Το σπίτι της είναι στεγνό, χωρίς υγρασίαν και σταλάγματα της βροχής· είναι αναπαυτικό. Ψωμί οκνηρίας και τεμπελιάς δεν έφαγε ποτέ. |
|
Παρ. 31,28 |
τὸ στόμα δὲ ἀνοίγει σοφῶς καὶ νομοθέσμως, ἡ δὲ ἐλεημοσύνη αὐτῆς ἀνέστησε τὰ τέκνα αὐτῆς καὶ ἐπλούτησαν, καὶ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς ᾔνεσεν αὐτήν. |
Παρ. 31,28 |
Ανοίγει το στόμα της και ομιλεί με σοφίαν και σύνεσιν, σύμφωνα με τους θείους και ανθρωπίνους νόμους. Ευλογήθηκε από τον Θεόν φιλανθρωπία και η καλωσύνη της. Και χάρις εις την ευλογίαν του Κυρίου ανέστησε τα τέκνα της. Αυτά επλούτησαν και ο σύζυγός της την επήνεσε και της είπε· |
|
Παρ. 31,29 |
Πολλαὶ θυγατέρες ἐκτήσαντο πλοῦτον, πολλαὶ ἐποίησαν δύναμιν, σὺ δὲ ὑπέρκεισαι καὶ ὑπερῇρας πάσας. |
Παρ. 31,29 |
“Ω σύντροφε της ζωής μου, πολλαί γυναίκες απέκτησαν πλούτον με την ικανότητά των, πολλαί απέκτησαν δύναμιν μέσα εις την κοινωνίαν, συ όμως έχεις ξεπεράσει όλας”. |
|
Παρ. 31,30 |
ψευδεῖς ἀρέσκειαι καὶ μάταιον κάλλος γυναικός· γυνὴ γὰρ συνετὴ εὐλογεῖται, φόβον δὲ Κυρίου αὕτη αἰνείτω. |
Παρ. 31,30 |
Αι φιλαρέσκειαι της γυναικός είναι ψεύτικα πράγματα και το κάλλος της είναι προσωρινόν και παροδικόν. Διότι μόνον η συνετή και φρονιμος γυναίκα ευλογείται από τον Θεόν. Ας υμνά δε αυτή και ας δοξάζη τον φόβον του Κυρίου. |
|
Παρ. 31,31 |
δότε αὐτῇ ἀπὸ καρπῶν χειλέων αὐτῆς, καὶ αἰνείσθω ἐν πύλαις ὁ ἀνὴρ αὐτῆς. |
Παρ. 31,31 |
Επαινέσατε και σεις μίαν τέτοιαν δραστηρίαν και σοφήν γυναίκα. Δικαιον είναι και ο σύζυγός της να εγκωμιάζεται δι' αυτήν εις τας πύλας των τειχών της πόλεως, όπου γίνονται αι συγκεντρώσεις. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου