Κεφάλαιο 1ο |
Α Μακ. 1,1 |
Καὶ ἐγένετο μετὰ τὸ πατάξαι Ἀλέξανδρον τὸν Φιλίππου τὸν Μακεδόνα, ὃς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς γῆς Χεττειείμ, καὶ ἐπάταξε τὸν Δαρεῖον βασιλέα Περσῶν καὶ Μήδων καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ πρότερος ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα. |
Α Μακ. 1,1 |
Ο Αλέξανδρος, ο υιός του Φιλίππου, ο Μακεδών, έπειτα από την νίκην του εναντίον των Περσών, κατά την οποίαν ενίκησε τον βασιλέα των Περσών και των Μηδων Δαρείον, εξώρμησεν από την χώραν των Χετταίων και έγινε βασιλεύς αντί εκείνου εις τας χώρας αυτάς, αφού προηγουμένως είχε γίνει βασιλεύς ολοκλήρου της Ελλάδος. |
|
Α Μακ. 1,2 |
καὶ συνεστήσατο πολέμους πολλοὺς καὶ ἐκράτησεν ὀχυρωμάτων πολλῶν καὶ ἔσφαξε βασιλεῖς τῆς γῆς· |
Α Μακ. 1,2 |
Διεξήγαγε πολλούς επιτυχείς πολέμους, έγινε κύριος πολλών φρουρίων και εθανάτωσε βασιλείς πολλών χωρών. |
|
Α Μακ. 1,3 |
καὶ διῆλθεν ἕως ἄκρων τῆς γῆς καὶ ἔλαβε σκῦλα πλήθους ἐθνῶν. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ, καὶ ὑψώθη, καὶ ἐπήρθη ἡ καρδία αὐτοῦ. |
Α Μακ. 1,3 |
Εφθασεν έως τα άκρα της οικουμένης και επήρε λάφυρα από πολλούς λαούς. Ολος δε ο τότε γνωστός κόσμος υπετάχθη εις αυτόν και ησύχασεν από τους πολέμους. Αυτός δε εδοξάσθη, αλλά η καρδία του εκυριεύθη από υπερηφάνειαν. |
|
Α Μακ. 1,4 |
καὶ συνήγαγε δύναμιν ἰσχυρὰν σφόδρα καὶ ἦρξε χωρῶν καὶ ἐθνῶν καὶ τυράννων, καὶ ἐγένοντο αὐτῷ εἰς φόρον. |
Α Μακ. 1,4 |
Συνεκέντρωσε στρατόν πολύ ισχυρόν, έγινεν άρχων χωρών, εθνών και βασιλέων, που έγιναν φόρου υποτελείς εις αυτόν. |
|
Α Μακ. 1,5 |
καὶ μετὰ ταῦτα ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κοίτην καὶ ἔγνω ὅτι ἀποθνήσκει. |
Α Μακ. 1,5 |
Μετά ταύτα όμως ησθένησεν, έπεσεν εις την κλίνην της ασθενείας του και ήσθάνθη, ότι επρόκειτο να αποθάνη. |
|
Α Μακ. 1,6 |
καὶ ἐκάλεσε τοὺς παῖδας αὐτοῦ τοὺς ἐνδόξους τοὺς συντρόφους αὐτοῦ ἀπὸ νεότητος καὶ διεῖλεν αὐτοῖς τὴν βασιλείαν αὐτοῦ ἔτι ζῶντος αὐτοῦ. |
Α Μακ. 1,6 |
Εκάλεσε πλησίον του τους πλέον ενδόξους από τους αυλικούς του και τους συντρόφους του από την νεότητά του, και διεμοίρασεν εις αυτούς την βασιλείαν του, καθ' ον χρόνον ακόμη εζούσεν. |
|
Α Μακ. 1,7 |
καὶ ἐβασίλευσεν Ἀλέξανδρος ἔτη δώδεκα καὶ ἀπέθανε. |
Α Μακ. 1,7 |
Ο μέγας Αλέξανδρος εβασίλευσεν επί δώδεκα έτη και κατόπιν απέθανεν. |
|
Α Μακ. 1,8 |
καὶ ἐπεκράτησαν οἱ παῖδες αὐτοῦ ἕκαστος ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 1,8 |
Αξιωματούχοι του εγκατεστάθησαν ως άρχοντες πλέον, ο καθένας εις την επαρχίαν του. |
|
Α Μακ. 1,9 |
καὶ ἐπέθεντο πάντες διαδήματα μετὰ τὸ ἀποθανεῖν αὐτὸν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν ὀπίσω αὐτῶν ἔτη πολλὰ καὶ ἐπλήθυναν κακὰ ἐν τῇ γῇ. |
Α Μακ. 1,9 |
Ολοι αυτοί μετά τον θάνατον του μεγάλου Αλεξάνδρου έθεσαν εις την κεφαλήν των βασιλικά διαδήματα, δείγματα της εξουσίας των, και έπειτα από αυτούς τα παιδιά των επί έτη πολλά. Ολοι όμως αυτοί κατά το διάστημα της βασιλείας των επροξένησαν πολλάς συμφοράς εις την οικουμένην. |
|
Α Μακ. 1,10 |
καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτῶν ῥίζα ἁμαρτωλὸς Ἀντίοχος Ἐπιφανής, υἱὸς Ἀντιόχου βασιλέως, ὃς ἦν ὅμηρα ἐν τῇ Ῥώμῃ· καὶ ἐβασίλευσεν ἐν ἔτει ἑκατοστῷ καὶ τριακοστῷ καὶ ἑβδόμῳ βασιλείας Ἑλλήνων. |
Α Μακ. 1,10 |
Από αυτούς εβγήκε μία ρίζα πολύ αμαρτωλή, Αντίοχος ο Επιφανής, υιός του βασιλέως Αντιόχου, ο οποίος ήτο προηγουμένως όμηρος εις την Ρωμην. Αυτός έγινε βασιλεύς κατά το εκατοστόν τριακοστόν έβδομον έτος της βασιλείας των Ελλήνων Σελευκιδών. |
|
Α Μακ. 1,11 |
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθον ἐξ Ἰσραὴλ υἱοὶ παράνομοι καὶ ἀνέπεισαν πολλοὺς λέγοντες· πορευθῶμεν καὶ διαθώμεθα διαθήκην μετὰ τῶν ἐθνῶν τῶν κύκλῳ ἡμῶν, ὅτι ἀφ᾿ ἧς ἐχωρίσθημεν ἀπ᾿ αὐτῶν, εὗρεν ἡμᾶς κακὰ πολλά. |
Α Μακ. 1,11 |
Κατά τους χρόνους εκείνους παρουσιάσθησαν από τον λαόν των Ισραηλιτών μερικοί άνδρες παράνομοι, καταφρονηταί του θείου Νομου, οι οποίοι με τας δημαγωγίας των παρέσυραν πολλούς άλλους, στους οποίους και έλεγον· “ας πάμε να κάμωμεν συνθήκην φιλίας με τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκονται γύρω μας, διότι από την εποχήν, που εχωρίσθημεν από αυτά, μας ευρήκαν μεγάλαι συμφοραί”. |
|
Α Μακ. 1,12 |
καὶ ἠγαθύνθη ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν, |
Α Μακ. 1,12 |
Ο λόγος αυτός ήρεσεν στους Ισραηλίτας. |
|
Α Μακ. 1,13 |
καὶ προεθυμήθησάν τινες ἀπὸ τοῦ λαοῦ, καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν ποιῆσαι τὰ δικαιώματα τῶν ἐθνῶν. |
Α Μακ. 1,13 |
Μερικοί δε από τον Ιουδαϊκόν λαόν επροθυμοποιήθησαν και μετέβησαν προς τον βασιλέα των Ελλήνων, τον Αντίοχον, ο οποίος και παρεχώρησεν εις αυτούς το δικαίωμα να ζουν σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα των ειδωλολατρικών λαών. |
|
Α Μακ. 1,14 |
καὶ ᾠκοδόμησαν γυμνάσιον ἐν Ἱεροσολύμοις κατὰ τὰ νόμιμα τῶν ἐθνῶν |
Α Μακ. 1,14 |
Εκτισαν δε και γυμναστήριον με γήπεδον αθλήσεων εις τα Ιεροσόλυμα, σύμφωνα με τα έθιμα των ειδωλολατρικών εθνών. |
|
Α Μακ. 1,15 |
καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς ἀκροβυστίας καὶ ἀπέστησαν ἀπὸ διαθήκης ἁγίας καὶ ἐζευγίσθησαν τοῖς ἔθνεσι καὶ ἐπράθησαν τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρόν. |
Α Μακ. 1,15 |
Εξήλειψαν (δια χειρουργικής επεμβάσεως) τας περιτομάς των, ώστε να φαίνωνται απερίτμητοι, όπως οι εθνικοί, απεμακρύνθησαν από την αγίαν Διαθήκην, που είχαν συνάψει με τον Θεόν, έγιναν ομόζυγοι και ομόψυχοι με τους ειδωλολατρικούς λαούς. Ψυχή και σώματι διέπραττον το κακόν, ώστε έγιναν πλέον δούλοι εις αυτό. |
|
Α Μακ. 1,16 |
Καὶ ἡτοιμάσθη ἡ βασιλεία ἐναντίον Ἀντιόχου, καὶ ὑπέβαλε βασιλεῦσαι τῆς Αἰγύπτου, ὅπως βασιλεύσῃ ἐπὶ τὰς δύο βασιλείας. |
Α Μακ. 1,16 |
Οταν ο Αντίοχος εστερέωσε την βασιλείαν του εις την Συρίαν, εσκέφθη και απεφάσισε να βασιλεύση και επί της Αιγύπτου, δια να γίνη έτσι βασιλεύς εις δύο βασίλεια, της Συρίας και της Αιγύπτου. |
|
Α Μακ. 1,17 |
καὶ εἰσῆλθεν εἰς Αἴγυπτον ἐν ὄχλῳ βαρεῖ, ἐν ἅρμασι καὶ ἐν ἐλέφασι καὶ ἐν ἱππεῦσι καὶ ἐν στόλῳ μεγάλῳ |
Α Μακ. 1,17 |
Επήλθε λοιπόν εναντίον της Αιγύπτου με πολύν στρατόν, με άρματα, με ελέφαντας, με ιππικόν και με πολυάριθμα πολεμικά πλοία. |
|
Α Μακ. 1,18 |
καὶ συνεστήσαντο πόλεμον πρὸς Πτολεμαῖον βασιλέα Αἰγύπτου· καὶ ἐνετράπη Πτολεμαῖος ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ καὶ ἔφυγε, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί. |
Α Μακ. 1,18 |
Συνήψε δε πόλεμον εναντίον του Πτολεμαίου βασιλέως της Αιγύπτου. Ο Πτολεμαίος ενικήθη και κατετροπώθη από τον Αντίοχον, ετράπη εις φυγήν και πολλοί από τους ανθρώπους του έπεσαν νεκροί. |
|
Α Μακ. 1,19 |
καὶ κατελάβοντο τὰς πόλεις τὰς ὀχυρὰς ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα γῆς Αἰγύπτου. |
Α Μακ. 1,19 |
Οι Συροι εκυρίευσαν οχυράς θέσεις εις την Αίγυπτον, ο δε Αντίοχος ελαφυραγώγησε την χώραν της Αιγύπτου. |
|
Α Μακ. 1,20 |
καὶ ἐπέστρεψεν Ἀντίοχος μετὰ τὸ πατάξαι Αἴγυπτον ἐν τῷ ἑκατοστῷ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ τρίτῳ ἔτει καὶ ἀνέβη ἐπὶ Ἰσραὴλ καὶ ἀνέβη εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ὄχλῳ βαρεῖ. |
Α Μακ. 1,20 |
Ο Αντίοχος, αφού κατενίκησε και εκυρίευσε την Αίγυπτον κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν τρίτον έτος, επέστρεψε και εβάδισεν εναντίον της Ιερουσαλήμ. Ανέβηκεν εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν. |
|
Α Μακ. 1,21 |
καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ ἁγίασμα ἐν ὑπερηφανίᾳ καὶ ἔλαβε τὸ θυσιαστήριον τὸ χρυσοῦν καὶ τὴν λυχνίαν τοῦ φωτὸς καὶ πάντα τὰ σκεύη αὐτῆς |
Α Μακ. 1,21 |
Εισήλθε με μεγάλην αλαζονείαν και αυθάδειαν στον ιερόν ναόν, επήρε το χρυσούν θυσιαστήριον, την επτάφωτον χρυσήν λυχνίαν που εφώτιζε τον ναόν, και όλα τα ιερά αυτής εξαρτήματα. |
|
Α Μακ. 1,22 |
καὶ τὴν τράπεζαν τῆς προθέσεως καὶ τὰ σπονδεῖα καὶ τὰς φιάλας καὶ τὰς θυΐσκας τὰς χρυσᾶς καὶ τὸ καταπέτασμα καὶ τοὺς στεφάνους καὶ τὸν κόσμον τὸν χρυσοῦν τὸν κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ καὶ ἐλέπισε πάντα. |
Α Μακ. 1,22 |
Επήρεν επίσης, την τράπεζαν της προθέσεως, τα ιερά ποτήρια, τας ιεράς φιάλας, τα χρυσά μικρά θυμιατήρια, το καταπέτασμα, τους στεφάνους και όλα τα κοσμήματα τα χρυσά, τα οποία ευρίσκοντο στον ναόν. Ολα αυτά τα κατέκοψεν εις μικρά κομμάτια. |
|
Α Μακ. 1,23 |
καὶ ἔλαβε τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ καὶ ἔλαβε τοὺς θησαυροὺς τοὺς ἀποκρύφους, οὓς εὗρε· |
Α Μακ. 1,23 |
Επήρεν επίσης τον άργυρον και τον χρυσόν, τα ιερά λαμπρά πολύτιμα σκεύη, επήρε τους κρυμμένους θησαυρούς, τους οποίους κατώρθωσε να ανεύρη. |
|
Α Μακ. 1,24 |
καὶ λαβὼν πάντα ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. καὶ ἐποίησε φονοκτονίαν καὶ ἐλάλησεν ὑπερηφανίαν μεγάλην. |
Α Μακ. 1,24 |
Αφού, λοιπόν, ελαφυραγώγησεν όλα αυτά, έφυγε δια την χώραν του, αφού προηγουμένως εφόνευσε πολλούς και ωμίλησε με μεγάλην αλαζονείαν κατά των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 1,25 |
καὶ ἐγένετο πένθος μέγα ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν παντὶ τόπῳ αὐτῶν. |
Α Μακ. 1,25 |
Εξ αιτίας των συμφορών αυτών βαρύ πένθος ηπλώθη επί όλων των Ισραηλιτών εις όλας αυτών τας χώρας. |
|
Α Μακ. 1,26 |
καὶ ἐστέναξαν ἄρχοντες καὶ πρεσβύτεροι, παρθένοι καὶ νεανίσκοι ἠσθένησαν, καὶ τὸ κάλλος τῶν γυναικῶν ἠλλοιώθη. |
Α Μακ. 1,26 |
Οι άρχοντες και οι πρεσβύτεροι εστέναξαν βαθύτατα. Αι παρθένοι και οι νεαροί άνδρες έχασαν την δύναμίν των, η ωραιότης των γυναικών ηλλοιώθη. |
|
Α Μακ. 1,27 |
πᾶς νυμφίος ἀνέλαβε θρῆνον, καὶ καθημένη ἐν παστῷ ἐγένετο ἐν πένθει. |
Α Μακ. 1,27 |
Καθε νεόνυμφος ανήρ ανέλαβε θρήνον και κάθε νεόνυμφος γυναίκα έπεσεν εις πένθος, καθημένη στον νυμφικόν της θάλαμον. |
|
Α Μακ. 1,28 |
καὶ ἐσείσθη ἡ γῆ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας αὐτήν, καὶ πᾶς ὁ οἶκος Ἰακὼβ ἐνεδύσατο αἰσχύνην. |
Α Μακ. 1,28 |
Και αυτή ακόμη η χώρα των Ιουδαίων, ως εάν συνέπασχε με τας συμφοράς των κατοίκων της, συνεκλονίσθη, διότι όλοι οι απόγονοι του Ιακώβ εβυθίσθησαν εις την εντροπήν. |
|
Α Μακ. 1,29 |
Καὶ μετὰ δύο ἔτη ἡμερῶν ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς ἄρχοντα φορολογίας εἰς τὰς πόλεις Ἰούδα, καὶ ἦλθεν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἐν ὄχλῳ βαρεῖ. |
Α Μακ. 1,29 |
Μετά δύο έτη ο βασιλεύς Αντίοχος έστειλεν εις τας πόλεις της Ιουδαίας άρχοντα, δια να τας φορολογήση. Αυτός δε ο ίδιος ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ με πολύν στρατόν. |
|
Α Μακ. 1,30 |
καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς λόγους εἰρηνικοὺς ἐν δόλῳ, καὶ ἐνεπίστευσαν αὐτῷ. καὶ ἐπέπεσεν ἐπὶ τὴν πόλιν ἐξάπινα καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν πληγὴν μεγάλην καὶ ἀπώλεσε λαὸν πολὺν ἐξ Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 1,30 |
Ωμίλησε προς τους Ιουδαίους, με πολλήν δολιότητα, λόγους, ειρηνικούς. Οι Ιουδαίοι έδωσαν εμπιστοσύνην εις αυτόν. Επειτα όμως εκείνος επέπεσεν αιφνιδίως εναντίον της πόλεως, επέφερε μεγάλην σφαγήν στους κατοίκους της και εξώντωσε πολλούς από τον ιουδαϊκόν λαόν. |
|
Α Μακ. 1,31 |
καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα τῆς πόλεως καὶ ἐνεπύρισεν αὐτὴν πυρὶ καὶ καθεῖλε τοὺς οἴκους αὐτῆς καὶ τὰ τείχη αὐτῆς κύκλῳ. |
Α Μακ. 1,31 |
Ελαφυραγώγησε την πόλιν, την παρέδωσεν στο πυρ, εκρήμνισε τας οικίας της και τα τείχη της ολόγυρα. |
|
Α Μακ. 1,32 |
καὶ ᾐχμαλώτευσαν τὰς γυναῖκας καὶ τὰ τέκνα, καὶ τὰ κτήνη ἐκληρονόμησαν. |
Α Μακ. 1,32 |
Οι στρατιώται του επήραν αιχμαλώτους πολλάς γυναίκας και παιδιά και επήραν υπό την κατοχήν των τα ζώα της περιοχής. |
|
Α Μακ. 1,33 |
καὶ ᾠκοδόμησαν τὴν πόλιν Δαυὶδ τείχει μεγάλῳ καὶ ἰσχυρῷ, πύργοις ὀχυροῖς, καὶ ἐγένετο αὐτοῖς εἰς ἄκραν. |
Α Μακ. 1,33 |
Επειτα οι Συροι στρατιώται έκτισαν γύρω από την παλαιάν πόλιν του Δαυίδ μεγάλα και ισχυρά τείχη με ισχυρούς επίσης πύργους, και έτσι έγιναν κύριοι της ακροπόλεως. |
|
Α Μακ. 1,34 |
καὶ ἔθηκαν ἐκεῖ ἔθνος ἁμαρτωλόν, ἄνδρας παρανόμους, καὶ ἐνίσχυσαν ἐν αὐτῇ. |
Α Μακ. 1,34 |
Ετοποθέτησαν εκεί φρουράν από ειδωλολάτρας, από ανθρώπους αμαρτωλούς και εξωμότας Ιουδαίους, και κατέστησαν ούτω οχυράν ακρόπολιν των το φρούριον τούτο. |
|
Α Μακ. 1,35 |
καὶ παρέθεντο ὅπλα καὶ τροφὰς καὶ συναγαγόντες τὰ σκῦλα Ἱερουσαλὴμ ἀπέθεντο ἐκεῖ, καὶ ἐγένοντο εἰς μεγάλην παγίδα. |
Α Μακ. 1,35 |
Εκεί συνεκέντρωσαν όπλα και τροφάς, έβαλαν επίσης και όλα τα λάφυρα, τα οποία είχαν λαφυραγωγήσει από την πόλιν Ιερουσαλήμ. Ετσι δε αυτή η ακρόπολις έγινε πολύ επικίνδυνος περιοχή δια τους Ισραηλίτας. |
|
Α Μακ. 1,36 |
καὶ ἐγένετο εἰς ἔνεδρον τῷ ἁγιάσματι καὶ εἰς διάβολον πονηρὸν τῷ Ἰσραὴλ διαπαντός. |
Α Μακ. 1,36 |
Ακόμη περισσότερον έγινε φοβερόν ορμητήριον εναντίον του ιερού ναού και παντοτεινός τρομερός εχθρός δια τους Ισραηλίτας. |
|
Α Μακ. 1,37 |
καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον κύκλῳ τοῦ ἁγιάσματος καὶ ἐμόλυναν τὸ ἁγίασμα. |
Α Μακ. 1,37 |
Από εκεί οι Συροι στρατιώται έπλητταν τους Ισραηλίτας και τους προσκυνητάς, έχυναν αθώον αίμα γύρω από το θυσιαστήριον και εμόλυναν τον ιερόν αυτόν χώρον, |
|
Α Μακ. 1,38 |
καὶ ἔφυγον οἱ κάτοικοι Ἱερουσαλὴμ δι᾿ αὐτούς, καὶ ἐγένετο κατοικία ἀλλοτρίων· καὶ ἐγένετο ἀλλοτρία τοῖς γενήμασιν αὐτῆς, καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς ἐγκατέλιπον αὐτήν. |
Α Μακ. 1,38 |
Οι κάτοικοι, εξ αιτίας των συμφορών αυτών, έφευγαν και έτσι η Ιερουσαλήμ έμεινεν ως κατοικητήριον των ειδωλολατρικών λαών. Εγινε ξένη δι' εκείνους, οι οποίοι είχον γεννηθή εις αυτήν, διότι τα τέκνα της την εγκατέλειψαν και έφυγαν. |
|
Α Μακ. 1,39 |
τὸ ἁγίασμα αὐτῆς ἠρημώθη ὡς ἔρημος, αἱ ἑορταὶ αὐτῆς ἐστράφησαν εἰς πένθος, τὰ σάββατα αὐτῆς εἰς ὀνειδισμόν, ἡ τιμὴ αὐτῆς εἰς ἐξουδένωσιν. |
Α Μακ. 1,39 |
Ο ναός της έμεινεν έρημος από ανθρώπους, όπως η ακατοίκητος έρημος. Αι εορταί της μετεστράφησαν εις ημέρας πένθους και τα ιερά αυτής Σαββατα έγιναν αντικείμενα χλευασμού. Καθε τι, το οποίον εθεωρείτο τίμιον δι' αυτούς, έγινεν αντικείμενον εξουδενώσεως. |
|
Α Μακ. 1,40 |
κατὰ τὴν δόξαν αὐτῆς ἐπληθύνθη ἡ ἀτιμία αὐτῆς, καὶ τὸ ὕψος αὐτῆς ἐστράφη εἰς πένθος. |
Α Μακ. 1,40 |
Οση άλλοτε ήτο η λαμπρότης και η δόξα της, τόση έγινε τώρα η καταφρόνησίς της, το δε μεγαλείον της μετεστράφη εις πένθος. |
|
Α Μακ. 1,41 |
Καὶ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ εἷναι πάντας εἰς λαὸν ἕνα |
Α Μακ. 1,41 |
Ο βασιλεύς Αντίοχος εκοινοποίησε διάταγμα προς όλον το βασίλειόν του, δια του οποίου διέτασσε να γίνουν όλοι οι λαοί ένας λαός, |
|
Α Μακ. 1,42 |
καὶ ἐγκαταλιπεῖν ἕκαστον τὰ νόμιμα αὐτοῦ. καὶ ἐπεδέξατο πάντα τὰ ἔθνη κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 1,42 |
και να εγκαταλείψουν ο καθένας από αυτούς τους ιδικούς του νόμους. Ολα τα άλλα έθνη εδέχθησαν την απόφασιν αυτήν του βασιλέως, |
|
Α Μακ. 1,43 |
καὶ πολλοὶ ἀπὸ Ἰσραὴλ εὐδόκησαν τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καὶ ἔθυσαν τοῖς εἰδώλοις καὶ ἐβεβήλωσαν τὸ σάββατον. |
Α Μακ. 1,43 |
όπως επίσης και πολλοί από τους Ισραηλίτας συγκατετέθησαν να ακολουθήσουν την θρησκείαν του Αντιόχου, εθυσίασαν εις τα είδωλα και εβεβήλωσαν την αργίαν του Σαββάτου. |
|
Α Μακ. 1,44 |
καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς βιβλία ἐν χειρὶ ἀγγέλων εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰς πόλεις Ἰούδα πορευθῆναι ὀπίσω νομίμων ἀλλοτρίων τῆς γῆς |
Α Μακ. 1,44 |
Ο βασιλεύς Αντίοχος έστειλε με αγγελιαφόρους του επιστολάς εις την Ιερουσαλήμ και εις τας άλλας πόλεις των Ιουδαίων διατάσσων όλους, να συμμορφωθούν με τους νόμους και τας συνηθείας των ξένων, που κατοικούσαν εις την χώραν των. |
|
Α Μακ. 1,45 |
καὶ κωλῦσαι ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίαν καὶ σπονδὴν ἐκ τοῦ ἁγιάσματος καὶ βεβηλῶσαι σάββατα καὶ ἑορτὰς |
Α Μακ. 1,45 |
Διέταξεν ακόμη να παύσουν την προσφοράν των ολοκαυτωμάτων, τας άλλας θυσίας, τας σπονδάς στον ναόν του Θεού και να καταργήσουν την αργίαν του Σαββάτου, όπως και όλας τας άλλας ιδικάς των εορτάς. |
|
Α Μακ. 1,46 |
καὶ μιᾶναι ἁγίασμα καὶ ἁγίους, |
Α Μακ. 1,46 |
Να μολύνουν τον ιερόν ναόν και τους προσερχομένους εις αυτόν πιστούς. |
|
Α Μακ. 1,47 |
καὶ οἰκοδομῆσαι βωμοὺς καὶ τεμένη καὶ εἰδωλεῖα καὶ θύειν ὕεια καὶ κτήνη κοινὰ |
Α Μακ. 1,47 |
Να ανοικοδομήσουν ειδωλολατρικούς βωμούς και ναούς, να καθιερώσουν ειδωλολατρικούς τόπους δια τα είδωλα, να θυσιάζουν χοίρους και αλλά ακάθαρτα ζώα. |
|
Α Μακ. 1,48 |
καὶ ἀφιέναι τοὺς υἱοὺς αὐτῶν ἀπεριτμήτους, βδελύξαι τὰς ψυχὰς αὐτῶν ἐν παντὶ ἀκαθάρτῳ καὶ βεβηλώσει, |
Α Μακ. 1,48 |
Να αφήνουν απερίτμητα τα παιδιά των, να μολύνουν τον εαυτόν των με κάθε είδος, το οποίον σύμφωνα με τον Νομον των ήτο βδελυκτόν και ακάθαρτον και βέβηλον, |
|
Α Μακ. 1,49 |
ὥστε ἐπιλαθέσθαι τοῦ νόμου καὶ ἀλλάξαι πάντα τὰ δικαιώματα· |
Α Μακ. 1,49 |
ώστε να λησμονήσουν έτσι τον νόμον του Θεού και να αντικαταστήσουν με ειδωλολατρικούς τρόπους ζωής και θρησκείας τας θείας εντολάς. |
|
Α Μακ. 1,50 |
καὶ ὃς ἂν μὴ ποιήσῃ κατὰ τὸ ῥῆμα τοῦ βασιλέως, ἀποθανεῖται. |
Α Μακ. 1,50 |
Εκείνος δέ, ο οποίος δεν θα έπραττε και δεν θα συνεμορφούτο με τους λόγους αυτούς του βασιλέως, θα ετιμωρείτο δια θανάτου. |
|
Α Μακ. 1,51 |
κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους ἔγραψε πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ καὶ ἐποίησεν ἐπισκόπους ἐπὶ πάντα τὸν λαὸν καὶ ἐνετείλατο ταῖς πόλεσιν Ἰούδα θυσιάζειν κατὰ πόλιν καὶ πόλιν. |
Α Μακ. 1,51 |
Αυτά είχε διατάξει ο βασιλεύς καθ' όλην την έκτασιν του βασιλείου του και διώρισεν επόπτας και εκτελεστάς επί όλου του λαού δια την πιστήν τήρησιν των διαταγών του. Διέταξε, φυσικά και τους Ιουδαίους, τους εις τας πόλεις της Ιουδαίας, να θυσιάζουν ο καθένας εις την ιδικήν του πόλιν και όχι εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 1,52 |
καὶ συνηθροίσθησαν ἀπὸ τοῦ λαοῦ πρὸς αὐτοὺς πολλοί, πᾶς ὁ ἐγκαταλιπὼν τὸν νόμον, καὶ ἐποίησαν κακὰ ἐν τῇ γῇ |
Α Μακ. 1,52 |
Πολλοί από τους εξωμότας Ιουδαίους, όλοι εκείνοι οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τον νόμον του Θεού, συνηθροίσθησαν και ετάχθησαν με το μέρος των Συρων. Αυτοί επροξένησαν πολλά δεινά εις την χώραν των. |
|
Α Μακ. 1,53 |
καὶ ἔθεντο τὸν Ἰσραὴλ ἐν κρύφοις ἐν παντὶ φυγαδευτηρίῳ αὐτῶν. |
Α Μακ. 1,53 |
Δια τον φόβον, ιδίως εκ μέρους αυτών, ηναγκάσθησαν οι Ισραηλίται να καταφεύγουν εις αποκρύφους τόπους και εις κάθε άλλο καταφύγιον. |
|
Α Μακ. 1,54 |
καὶ τῇ πεντεκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ Χασελεῦ τῷ πέμπτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει ᾠκοδόμησαν βδέλυγμα ἐρημώσεως ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐν πόλεσιν Ἰούδα κύκλῳ ᾠκοδόμησαν βωμούς· |
Α Μακ. 1,54 |
Κατά την δεκάτην πέμπτην ημέραν του μηνός Χασελεύ, κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν πέμπτον έτος (της χρονολογίας των Σελευκιδών βέβαια), οικοδόμησαν επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων βδελυρόν βωμόν ειδωλολατρικόν, όπως επίσης και εις τας διαφόρους ολόγυρα πόλεις των Ιουδαίων ανοικοδόμησαν ειδωλολατρικούς βωμούς. |
|
Α Μακ. 1,55 |
καὶ ἐπὶ τῶν θυρῶν τῶν οἰκιῶν καὶ ἐν ταῖς πλατείαις ἐθυμίων. |
Α Μακ. 1,55 |
Εμπροσθεν εις τας θύρας των οικιών των και εις τας πλατείας των πόλεων προσέφεραν οι εξωμόται θυμίαμα εις τα είδωλα. |
|
Α Μακ. 1,56 |
καὶ τὰ βιβλία τοῦ νόμου, ἃ εὗρον, ἐνεπύρισαν πυρὶ κατασχίσαντες. |
Α Μακ. 1,56 |
Εάν τυχόν εύρισκαν βιβλία του Νομου, τα έσχιζαν και τα παρέδιδαν στο πυρ. |
|
Α Μακ. 1,57 |
καὶ ὅπου εὑρίσκετο παρά τινι βιβλίον διαθήκης, καὶ εἴ τις συνευδόκει τῷ νόμῳ, τὸ σύγκριμα τοῦ βασιλέως ἐθανάτου αὐτόν. |
Α Μακ. 1,57 |
Οποιος ανεκαλύπτετο, ότι είχε πλησίον του βιβλίον της Διαθήκης του Θεού και όποιος εφαίνετο ότι ήτο αφωσιωμένος στον νόμον του Θεού, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως, εθανατώνετο. |
|
Α Μακ. 1,58 |
ἐν ἰσχύϊ αὐτῶν ἐποίουν οὕτως τῷ Ἰσραὴλ τοῖς εὑρισκομένοις ἐν παντὶ μηνὶ καὶ μηνὶ ἐν ταῖς πόλεσι. |
Α Μακ. 1,58 |
Στηριζόμενοι εις την δύναμίν των οι Συροι, εφέροντο με τέτοιον σκληρόν τρόπον συνεχώς από μηνός εις μήνα εναντίον όλων των Ισραηλιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τας πόλεις των. |
|
Α Μακ. 1,59 |
καὶ τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνὸς θυσιάζοντες ἐπὶ τὸν βωμόν, ὃς ἦν ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου. |
Α Μακ. 1,59 |
Κατά δε την εικοστήν πέμπτην του μηνός προσήλθαν μερικοί και προσέφεραν θυσίας επάνω στον ειδωλολατρικόν βωμόν, ο οποίος είχε κτισθή επί του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων. |
|
Α Μακ. 1,60 |
καὶ τὰς γυναῖκας τὰς περιτετμηκυίας τὰ τέκνα αὐτῶν ἐθανάτωσαν κατὰ τὸ πρόσταγμα |
Α Μακ. 1,60 |
Ακόμη δε οι Συροι εθανάτωσαν επίσης, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως, και γυναίκας Ιουδαίας, διότι, είχον περιτάμει τα τέκνα των. |
|
Α Μακ. 1,61 |
καὶ ἐκρέμασαν τὰ βρέφη ἐκ τῶν τραχήλων αὐτῶν, καὶ τοὺς οἴκους αὐτῶν προενόμευσαν καὶ τοὺς περιτετμηκότας αὐτοὺς ἐθανάτωσαν. |
Α Μακ. 1,61 |
Τα δε βρέφη τα εκρέμασαν από τον τράχηλόν των, τα σπίτια των γυναικών αυτών ελεηλάτησαν και εφόνευσαν εκείνους, οι οποίοι είχαν κάμει την περιτομήν. |
|
Α Μακ. 1,62 |
καὶ πολλοὶ ἐν Ἰσραὴλ ἐκραταιώθησαν καὶ ὠχυρώθησαν ἐν ἑαυτοῖς τοῦ μὴ φαγεῖν κοινὰ |
Α Μακ. 1,62 |
Παρ' όλα αυτά τα άγρια μέτρα μερικοί Ισραηλίται, γεμάτοι θάρρος, επήραν την σταθεράν και αμετάκλητον απόφασιν να μη φάγουν τίποτε, από όσα ο νόμος του Θεού εχαρακτηρίζεν ως ακάθαρτα. |
|
Α Μακ. 1,63 |
καὶ ἐπελέξαντο ἀποθανεῖν, ἵνα μὴ μιανθῶσι τοῖς βρώμασι καὶ μὴ βεβηλώσωσι διαθήκην ἁγίαν, καὶ ἀπέθανον. |
Α Μακ. 1,63 |
Επροτίμησαν αυτοί να αποθάνουν μάλλον, παρά να μολυνθούν με απαγορευομένας τροφάς και να βεβηλώσουν την αγίαν Διαθήκην. Και πράγματι πολλοί εθανατώθησαν. |
|
Α Μακ. 1,64 |
καὶ ἐγένετο ὀργὴ μεγάλη ἐπὶ Ἰσραὴλ σφόδρα. |
Α Μακ. 1,64 |
Αυτά τα γεγονότα έγιναν αφορμή μεγάλης οργής των Συρων εναντίον των Ισραηλιτών. |
|
Κεφάλαιο 2ο |
Α Μακ. 2,1 |
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀνέστη Ματταθίας υἱὸς Ἰωάννου τοῦ Συμεὼν ἱερεὺς τῶν υἱῶν Ἰωαρὶβ ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐκάθισεν ἐν Μωδεΐν. |
Α Μακ. 2,1 |
Κατά την εποχήν εκείνην ο Ματταθίας υιός Ιωάννου, υιού του Συμεών, ιερεύς μεταξύ των υιών του Ιωαρίβ από την Ιερουσαλήμ, εσηκώθη και εγκατεστάθη εις την Μωδεΐν. |
|
Α Μακ. 2,2 |
καὶ αὐτῷ υἱοὶ πέντε, Ἰωάννης ὁ καλούμενος Γαδδίς, |
Α Μακ. 2,2 |
Ο Ματταθίας αυτός είχε πέντε υιούς· αυτοί ήσαν Ιωάννης ο επονομαζόμενος Γαδδίς, |
|
Α Μακ. 2,3 |
Σίμων ὁ καλούμενος Θασσί, |
Α Μακ. 2,3 |
Σιμων ο επονομαζόμενος Θασσί, |
|
Α Μακ. 2,4 |
Ἰούδας ὁ καλούμενος Μακκαβαῖος, |
Α Μακ. 2,4 |
Ιούδας ο επονομαζόμενος Μακκαβαίος, |
|
Α Μακ. 2,5 |
Ἐλεάζαρ ὁ καλούμενος Αὐαράν, Ἰωνάθαν ὁ καλούμενος Ἀπφοῦς. |
Α Μακ. 2,5 |
Ελεάζαρ ο επικαλούμενος Αυαράν, Ιωνάθαν ο επονομαζόμενος Απφούς. |
|
Α Μακ. 2,6 |
καὶ εἶδε τὰς βλασφημίας τὰς γινομένας ἐν Ἰούδᾳ καὶ ἐν Ἱερουσαλὴμ |
Α Μακ. 2,6 |
Ο Ματταθίας είδε τας βεβηλώσεις και τας βλασφημίας, αι οποίαι εξετοξεύοντο και διεπράττοντο εναντίον του Θεού, εις την Ιουδαίαν και εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 2,7 |
καὶ εἶπεν· οἴμοι, ἱνατί τοῦτο ἐγεννήθην ἰδεῖν τὸ σύντριμμα τοῦ λαοῦ μου καὶ τὸ σύντριμμα τῆς πόλεως τῆς ἁγίας καὶ καθίσαι ἐκεῖ ἐν τῷ δοθῆναι αὐτὴν ἐν χειρὶ ἐχθρῶν καὶ τὸ ἁγίασμα ἐν χειρὶ ἀλλοτρίων; |
Α Μακ. 2,7 |
Και είπεν· “αλλοίμονον, διατί εγεννήθηκα, δια να ίδω το σύντριμμα του λαού μου και την καταστροφήν της αγίας πόλεως και να μείνω αδιάφορος, όταν η πόλις αυτή παρεδίδετο στους εχθρούς και ο ιερός ναός ευρίσκεται εις τα χέρια των αλλοεθνών; |
|
Α Μακ. 2,8 |
ἐγένετο ὁ ναὸς αὐτῆς ὡς ἀνὴρ ἄδοξος, |
Α Μακ. 2,8 |
Ο ονομαστός και ένδοξος ναός της πόλεως κατήντησε σαν ένας ασήμαντος και καταφρονημένος άνθρωπος. |
|
Α Μακ. 2,9 |
τὰ σκεύη τῆς δόξης αὐτῆς αἰχμάλωτα ἀπήχθη, ἀπεκτάνθη τὰ νήπια αὐτῆς ἐν ταῖς πλατείαις, οἱ νεανίσκοι αὐτῆς ἐν ῥομφαίᾳ ἐχθροῦ. |
Α Μακ. 2,9 |
Τα πολύτιμα αντικείμενα του μεγαλείου της απήχθησαν λάφυρα. Εφονεύθησαν τα νήπιά της εις τας πλατείας της, οι νέοι άνδρες έπεσαν εν στόματι ρομφαίας εκ μέρους του εχθρού. |
|
Α Μακ. 2,10 |
ποῖον ἔθνος οὐκ ἐκληρονόμησε βασιλείαν αὐτῆς καὶ οὐκ ἐκράτησε τῶν σκύλων αὐτῆς; |
Α Μακ. 2,10 |
Ποίον έθνος δεν εκληρονόμησε κάτι από το βασίλειον του Ιούδα και δεν επήρε μέρος από τα λάφυρα της πόλεως αυτής; |
|
Α Μακ. 2,11 |
πᾶς ὁ κόσμος αὐτῆς ἀφῃρέθη, ἀντὶ ἐλευθέρας ἐγένετο εἰς δούλην. |
Α Μακ. 2,11 |
Ολα τα κοσμήματα της πόλεως έχουν αφαιρεθή και η ιδία αντί ελευθέρα, έγινε δούλη. |
|
Α Μακ. 2,12 |
καὶ ἰδοὺ τὰ ἅγια ἡμῶν καὶ ἡ καλλονὴ ἡμῶν καὶ ἡ δόξα ἡμῶν ἠρημώθη, καὶ ἐβεβήλωσαν αὐτὰ τὰ ἔθνη. |
Α Μακ. 2,12 |
Και ιδού, ότι όλα τα ιερά και άγιά μας και η ωραιότης μας και η δόξα μας ηρημώθησαν και εμολύνθησαν από τα ειδωλολατρικά έθνη. |
|
Α Μακ. 2,13 |
ἱνατί ἡμῖν ἔτι ζῆν; |
Α Μακ. 2,13 |
Προς τι λοιπόν να ζώμεν ακόμη ημείς;” |
|
Α Μακ. 2,14 |
καὶ διέῤῥηξε Ματταθίας καὶ υἱοὶ αὐτοῦ τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ ἐπένθησαν σφόδρα. |
Α Μακ. 2,14 |
Ο Ματταθίας και τα παιδιά τους διέρρηξαν τα ιμάτιά των, εφόρεσαν σάκκους πένθους και εβυθίσθησαν εις μεγάλον πένθος. |
|
Α Μακ. 2,15 |
Καὶ ἦλθον οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως οἱ καταναγκάζοντες τὴν ἀποστασίαν εἰς Μωδεΐν τὴν πόλιν, ἵνα θυσιάσωσι. |
Α Μακ. 2,15 |
Τοτε είχαν έλθει οι απεσταλμένοι του βασιλέως εις την Μωδεΐν και εξηνάγκαζαν τους κατοίκους της, να αποστατήσουν από τον Νομον και να θυσιάσουν εις τα είδωλα. |
|
Α Μακ. 2,16 |
καὶ πολλοὶ ἀπὸ Ἰσραὴλ πρὸς αὐτοὺς προσῆλθον· καὶ Ματταθίας καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ συνήχθησαν. |
Α Μακ. 2,16 |
Πολλοί από τους Ισραηλίτας προσήλθον υποτεταγμένοι στους Συρους και εθυσίασαν. Τον Ματταθίαν και τα παιδιά του τους εκράτησαν ιδιαιτέρως οι Συροι. |
|
Α Μακ. 2,17 |
καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως καὶ εἶπον τῷ Ματταθίᾳ λέγοντες· ἄρχων καὶ ἔνδοξος καὶ μέγας εἶ ἐν τῇ πόλει ταύτῃ καὶ ἐστηριγμένος ἐν υἱοῖς καὶ ἀδελφοῖς· |
Α Μακ. 2,17 |
Οι απεσταλμένοι του βασιλέως ωμίλησαν προς αυτούς και είπαν στον Ματταθίαν· “συ είσαι ο μέγας και ένδοξος άρχων εις την πόλιν αυτήν, στηριζόμενος εις τα παιδιά σου και στους ομοεθνείς σου. |
|
Α Μακ. 2,18 |
νῦν οὖν πρόσελθε πρῶτος καὶ ποίησον τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως, ὡς ἐποίησαν πάντα τὰ ἔθνη καὶ οἱ ἄνδρες Ἰούδα καὶ οἱ καταλειφθέντες ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔσῃ σὺ καὶ ὁ οἶκός σου τῶν φίλων τοῦ βασιλέως, καὶ σὺ καὶ οἱ υἱοί σου δοξασθήσεσθε ἀργυρίῳ καὶ χρυσίῳ καὶ ἀποστολαῖς πολλαῖς. |
Α Μακ. 2,18 |
Τωρα, λοιπόν, έλα πρώτος και εκτέλεσε το πρόσταγμα του βασιλέως, όπως έπραξαν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη και οι άνδρες του Ιούδα, οι οποίοι είχαν εναπομείνει εις την Ιερουσαλήμ. Εάν συμμορφωθής προς την διαταγήν αυτήν, συ και η οικογένειά σου θα είσθε από τους στενούς φίλους του βασιλέως. Συ και τα παιδιά σου θα δοξασθήτε και θα πλουτήσετε με αργύριον και χρυσίον και σε πολυάριθμα αλλά δώρα, τα οποία θα σας στέλλωνται”. |
|
Α Μακ. 2,19 |
καὶ ἀπεκρίθη Ματταθίας καὶ εἶπε φωνῇ μεγάλῃ· εἰ πάντα τὰ ἔθνη τὰ ἐν οἴκῳ τῆς βασιλείας τοῦ βασιλέως ἀκούουσιν αὐτοῦ, ἀποστῆναι ἕκαστος ἀπὸ λατρείας πατέρων αὐτοῦ καὶ ᾑρετίσαντο ἐν ταῖς ἐντολαῖς αὐτοῦ, |
Α Μακ. 2,19 |
Ο Ματταθίας με φωνήν μεγάλην απεκρίθη και είπε· “και εάν ακόμη όλα τα έθνη, τα οποία ευρίσκονται εις την περιοχήν του βασιλείου του βασιλέως Αντιόχου, υπακούουν εις αυτόν, ώστε το καθένα από αυτά να αποστατήση από την θρησκείαν των πατέρων του και να προτιμήσουν υπακοήν εις τας εντολάς του Αντιόχου, |
|
Α Μακ. 2,20 |
ἀλλ᾿ ἐγὼ καὶ οἱ υἱοί μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου πορευσόμεθα ἐν διαθήκῃ πατέρων ἡμῶν. |
Α Μακ. 2,20 |
εγώ όμως, τα παιδιά μου και οι αδελφοί μου, θα πράξωμεν και θα φερθώμεν σύμφωνα με την διαθήκην, την οποίαν συνήψαν οι πατέρες μας με τον Θεόν μας. |
|
Α Μακ. 2,21 |
ἵλεως ἡμῖν καταλιπεῖν νόμον καὶ δικαιώματα· |
Α Μακ. 2,21 |
Παρακαλώ δε θερμώς τον Θεόν να μας σπλαγχνισθή, ώστε ποτέ να μη εγκαταλείψωμεν τον νόμον και τας εντολάς του. |
|
Α Μακ. 2,22 |
τῶν λόγων τοῦ βασιλέως οὐκ ἀκουσόμεθα τοῦ παρελθεῖν τὴν λατρείαν ἡμῶν δεξιὰν ἢ ἀριστεράν. |
Α Μακ. 2,22 |
Λοιπόν, δεν θα υπακούσωμεν εις την εντολήν του βασιλέως, ώστε να βαδίσωμεν δεξιά η αριστερά και να εγκαταλείψωμεν την λατρείαν μας”. |
|
Α Μακ. 2,23 |
καὶ ὡς ἐπαύσατο λαλῶν τοὺς λόγους τούτους, προσῆλθεν ἀνὴρ Ἰουδαῖος ἐν ὀφθαλμοῖς πάντων, θυσιᾶσαι ἐπὶ τοῦ βωμοῦ τοῦ ἐν Μωδεΐν κατὰ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 2,23 |
Οταν ο Ματταθίας έπαυσε να λέγη τους ηρωϊκούς αυτούς λόγους, ένας Ιουδαίος, εξωμότης προφανώς, εις καταφρόνησιν του Θεού και του Ματταθία επλησίασεν ενώπιον όλων, δια να προσφέρη θυσίαν στον βωμόν, που ευρίσκετο εν Μωδεΐν, σύμφωνα με το διάταγμα του βασιλέως. |
|
Α Μακ. 2,24 |
καὶ εἶδε Ματταθίας καὶ ἐζήλωσε, καὶ ἐτρόμησαν οἱ νεφροὶ αὐτοῦ, καὶ ἀνήνεγκε θυμὸν κατὰ τὸ κρίμα καὶ δραμὼν ἔσφαξεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν βωμόν· |
Α Μακ. 2,24 |
Τον είδεν ο Ματταθίας, εκυριεύθη από αγανάκτησιν, ανακατώθηκε το εσωτερικόν του, τον κατέλαβεν ιερός θυμός σύμφωνα και με τον νόμον του Θεού, έτρεξε και έσφαξεν εκείνον επάνω στον βωμόν. |
|
Α Μακ. 2,25 |
καὶ τὸν ἄνδρα τοῦ βασιλέως τὸν ἀναγκάζοντα θύειν ἀπέκτεινεν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ τὸν βωμὸν καθεῖλε. |
Α Μακ. 2,25 |
Εφόνευσεν επίσης κατά την στιγμήν εκείνην και αυτόν τον αξιωματικόν του βασιλέως, ο οποίος ηνάγκαζε τους Ιουδαίους να προσφέρουν θυσίας, εκρήμνισε δε και τον ειδωλολατρικόν βωμόν. |
|
Α Μακ. 2,26 |
καὶ ἐζήλωσε τῷ νόμῳ, καθὼς ἐποίησε Φινεὲς τῷ Ζαμβρὶ υἱῷ Σαλώμ. |
Α Μακ. 2,26 |
Κατά την ώραν εκείνην ο Ματταθίας έδειξε ζήλον ιερόν υπέρ του νόμου του Θεού, όπως έκαμεν άλλοτε και ο Φινεές, ο οποίος εφόνευσε τον Ζαμβρί τον υιόν του Σαλώμ. |
|
Α Μακ. 2,27 |
καὶ ἀνέκραξε Ματταθίας ἐν τῇ πόλει φωνῇ μεγάλῃ λέγων· πᾶς ὁ ζηλῶν τῷ νόμῳ καὶ ἱστῶν διαθήκην ἐξελθέτω ὀπίσω μου. |
Α Μακ. 2,27 |
Εν συνεχεία δε ο Ματταθίας διέτρεξεν όλην την πόλιν, εκραύγασε με φωνήν μεγάλην και έλεγε· “καθένας, που είναι ζηλωτής του Νομου και επιθυμεί να τηρή την διαθήκην του Θεού, ας έλθη κοντά μου”. |
|
Α Μακ. 2,28 |
καὶ ἔφυγον αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ εἰς τὰ ὄρη καὶ ἐγκατέλιπον ὅσα εἶχον ἐν τῇ πόλει. |
Α Μακ. 2,28 |
Κατά την ημέραν εκείνην αυτός και τα παιδιά του εγκατέλειψαν όλα, όσα είχαν εις την πόλιν Μωδεΐν, και κατέφυγαν εις τα όρη. |
|
Α Μακ. 2,29 |
Τότε κατέβησαν πολλοὶ ζητοῦντες δικαιοσύνην καὶ κρίμα εἰς τὴν ἔρημον καθίσαι ἐκεῖ, |
Α Μακ. 2,29 |
Τοτε ένας μεγάλος αριθμός Ιουδαίων, οι οποίοι ήθελαν να ζουν σύμφωνα με τον νόμον και τας εντολάς του Θεού, κατέβηκαν εις την έρημον και εγκατεστάθηκαν εκεί, |
|
Α Μακ. 2,30 |
αὐτοὶ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν, ὅτι ἐπληθύνθη ἐπ᾿ αὐτοὺς τὰ κακά. |
Α Μακ. 2,30 |
αυτοί και τα παιδιά των, αι γυναίκες των και τα ζώα των, διότι αι συμφοραί επληθύνθησαν και τους κατεβάρυναν εις την πόλιν. |
|
Α Μακ. 2,31 |
καὶ ἀνηγγέλη τοῖς ἀνδράσι τοῦ βασιλέως καὶ ταῖς δυνάμεσιν, αἵ ἦσαν ἐν Ἱερουσαλὴμ πόλει Δαυίδ, ὅτι κατέβησαν ἄνδρες, οἵτινες διασκέδασαν τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως εἰς τοὺς κρύφους ἐν τῇ ἐρήμῳ. |
Α Μακ. 2,31 |
Το γεγονός όμως αυτό εγνωστοποιήθη εις τους αξιωματικούς και το στράτευμα του βασιλέως, που υπήρχεν εις την Ιερουσαλήμ, εις την πόλιν Δαυίδ, ότι δηλαδή άνδρες Ιουδαίοι κατεπάτησαν την διαταγήν του βασιλέως και κατέφυγαν εις αποκρήμνους περιοχάς της ερήμου. |
|
Α Μακ. 2,32 |
καὶ ἔδραμον ὀπίσω αὐτῶν πολλοὶ καὶ καταλαβόντες αὐτοὺς παρενέβαλον ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ συνεστήσαντο πρὸς αὐτοὺς πόλεμον ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων |
Α Μακ. 2,32 |
Αμέσως πολλοί στρατιώται του βασιλέως έτρεξαν εις καταδίωξίν των και όταν τους συνήντησαν, εστρατοπέδευσαν απέναντί των. Απεφάσισαν δε να πολεμήσουν αυτούς κατά την ημέραν του Σαββάτου. |
|
Α Μακ. 2,33 |
καὶ εἶπον πρὸς αὐτούς· ἕως τοῦ νῦν ἱκανόν· ἐξέλθετε καὶ ποιήσατε κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως καὶ ζήσεσθε. |
Α Μακ. 2,33 |
Είπον όμως προηγουμένως προς αυτούς οι Συροι· “Τέλος πάντων ο,τι εκάματε, εκάματε έως τώρα. Εβγάτε από τας κρύπτας σας και τηρήσατε την διαταγήν του βασιλέως και θα σας χαρισθή η ζωη”. |
|
Α Μακ. 2,34 |
καὶ εἶπον· οὐκ ἐξελευσόμεθα οὐδὲ ποιήσομεν τὸν λόγον τοῦ βασιλέως τοῦ βεβηλῶσαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων. |
Α Μακ. 2,34 |
Οι Ιουδαίοι όμως απήντησαν· “ούτε θα εξέλθωμεν ούτε υπακούομεν εις την διαταγήν του βασιλέως, διότι η έξοδός μας αυτή θα ήτο βεβήλωσις της αργίας του Σαββάτου”. |
|
Α Μακ. 2,35 |
καὶ ἐτάχυναν ἐπ᾿ αὐτοὺς πόλεμον. |
Α Μακ. 2,35 |
Οι Συροι έσπευσαν αμέσως και ήνοιξαν μάχην εναντίον των. |
|
Α Μακ. 2,36 |
καὶ οὐκ ἀπεκρίθησαν αὐτοῖς οὐδὲ λίθον ἐνετίναξαν αὐτοῖς, οὐδὲ ἐνέφραξαν τοὺς κρύφους |
Α Μακ. 2,36 |
Οι Ιουδαίοι δεν έφεραν καμμίαν αντίστασιν εις αυτούς, δεν έρριψαν ούτε λίθον εναντίον των, ακόμη δε ούτε και τα κρησφύγετα αυτών δεν έφραξαν |
|
Α Μακ. 2,37 |
λέγοντες· ἀποθάνωμεν πάντες ἐν τῇ ἁπλότητι ἡμῶν· μαρτυρεῖ ἐφ᾿ ἡμᾶς ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ ὅτι ἀκρίτως ἀπόλλυτε ἡμᾶς. |
Α Μακ. 2,37 |
λέγοντες· “ας αποθάνωμεν όλοι επάνω εις την αθωότητά μας. Ο ουρανός και η γη είναι μάρτυρες, ότι σεις οι διώκται μας μας θανατώνετε αδίκως”. |
|
Α Μακ. 2,38 |
καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν τῷ πολέμῳ τοῖς σάββασι, καὶ ἀπέθανον αὐτοὶ καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν, καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, καὶ τὰ κτήνη αὐτῶν ἕως χιλίων ψυχῶν ἀνθρώπων. |
Α Μακ. 2,38 |
Οι Συροι τότε ηγέρθησαν εναντίον των Ιουδαίων, τους επολέμησαν καθ' όλην την ημέραν του Σαββάτου και έτσι εξωντώθησαν οι Ιουδαίοι εκεί και αι γυναίκες των, τα τέκνα των και τα ζώα των. Οι φονευθέντες ήσαν περίπου χίλιοι άνθρωποι. |
|
Α Μακ. 2,39 |
Καὶ ἔγνω Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ ἐπένθησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἕως σφόδρα. |
Α Μακ. 2,39 |
Οταν ο Ματταθίας και οι φίλοι του έμαθαν το τραγικόν αυτό γεγονός ελυπήθησαν πάρα πολύ δια τους φονευθέντας. |
|
Α Μακ. 2,40 |
καὶ εἶπεν ἀνὴρ τῷ πλησίον αὐτοῦ· ἐὰν πάντες ποιήσωμεν ὡς οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐποίησαν, καὶ μὴ πολεμήσωμεν πρὸς τὰ ἔθνη ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν δικαιωμάτων ἡμῶν, νῦν τάχιον ἡμᾶς ἐξολοθρεύσουσιν ἀπὸ τῆς γῆς. |
Α Μακ. 2,40 |
Είπον δε μεταξύ των· “εάν όλοι πράξωμεν, όπως έπραξαν οι αδελφοί μας και εν ημέρα Σαββάτω δεν πολεμήσωμεν εναντίον των εθνών υπέρ της ζωής μας και του νόμου του Θεού, πολύ συντόμως θα μς εξολοθρεύσουν από το πρόσωπον της γης”ι |
|
Α Μακ. 2,41 |
καὶ ἐβουλεύσαντο τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγοντες· πᾶς ἄνθρωπος, ὃς ἐὰν ἔλθῃ πρὸς ἡμᾶς εἰς πόλεμον τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων, πολεμήσωμεν κατέναντι αὐτοῦ καὶ οὐ μὴ ἀποθάνωμεν πάντες καθὼς ἀπέθανον οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν ἐν τοῖς κρύφοις. |
Α Μακ. 2,41 |
Επήραν λοιπόν κατά την ημέραν εκείνην την απόφασιν και είπαν· “οποιοσδήποτε θα επέλθη εναντίον μας εις πόλεμον κατά την ημέραν του Σαββάτου, θα τον πολεμήσωμεν και δεν θα μείνωμεν να φονευθώμεν όλοι, όπως εφονεύθησαν οι αδελφοί μας εις τα κρησφύγετα των”. |
|
Α Μακ. 2,42 |
τότε συνήχθησαν πρὸς αὐτοὺς συναγωγὴ Ἁσιδαίων, ἰσχυροὶ δυνάμει ἀπὸ Ἰσραήλ, πᾶς ὁ ἑκουσιαζόμενος τῷ νόμῳ· |
Α Μακ. 2,42 |
Τοτε συνεκεντρώθησαν και ηνώθησαν με αυτούς ο στρατός των Ασιδαίων, άνδρες Ισραηλίται πολύ δυνατοί και ευσεβείς. Αυτοί είχαν σταθεράν την απόφασιν και να αποθάνουν ακόμη δια την υπεράσπισιν του Νομου. |
|
Α Μακ. 2,43 |
καὶ πάντες οἱ φυγαδεύοντες ἀπὸ τῶν κακῶν προσετέθησαν αὐτοῖς καὶ ἐγένοντο αὐτοῖς εἰς στήριγμα. |
Α Μακ. 2,43 |
Αλλά και όλοι εκείνοι, οι οποίοι ήθελαν να αποφύγουν τους διωγμούς και τα δεινά, ήλθαν προς τους Ιουδαίους και έτσι ηυξήθη η δύναμις του Ματταθίου και των περί αυτόν. |
|
Α Μακ. 2,44 |
καὶ συνεστήσαντο δύναμιν καὶ ἐπάταξαν ἁμαρτωλοὺς ἐν ὀργῇ αὐτῶν καὶ ἄνδρας ἀνόμους ἐν θυμῷ αὐτῶν· καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον εἰς τὰ ἔθνη σωθῆναι. |
Α Μακ. 2,44 |
Ολοι αυτοί συνεκρότησαν μεγάλην δύναμιν και εκτύπησαν κατ' αρχάς επάνω εις την δίκαιον οργήν των τους εξωμότας Ιουδαίους και εν τω θυμώ των εφόνευσαν τους παρανόμους αυτούς άνδρας. Οι άλλοι από τους εξωμότας Ιουδαίους, που διέφυγαν τον θάνατον, κατέφυγαν ανάμεσα εις τα ειδωλολατρικά έθνη, δια να εύρουν σωτηρίαν. |
|
Α Μακ. 2,45 |
καὶ ἐκύκλωσε Ματταθίας καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ καθεῖλον τοὺς βωμοὺς |
Α Μακ. 2,45 |
Ο Ματταθίας και τα παιδιά του, περιέτρεχαν την χώραν και εκρήμνιζαν τους ειδωλολατρικούς βωμούς. |
|
Α Μακ. 2,46 |
καὶ περιέτεμον τὰ παιδάρια τὰ ἀπερίτμητα, ὅσα εὗρον ἐν ὁρίοις Ἰσραήλ, ἐν ἰσχύϊ |
Α Μακ. 2,46 |
Περιέτεμνον δε δια της βίας τα απερίτμητα μικρά παιδιά των Ιουδαίων, όσα εύρισκαν εις την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 2,47 |
καὶ ἐδίωξαν τοὺς υἱοὺς τῆς ὑπερηφανίας, καὶ κατευωδώθη τὸ ἔργον ἐν χειρὶ αὐτῶν. |
Α Μακ. 2,47 |
Κατεδίωξαν τους αυθάδεις και αλαζονικούς ανθρώπους. Με αυτάς δε τας ηρωϊκάς των προσπαθείας κατευωδόθη το έργον των. |
|
Α Μακ. 2,48 |
καὶ ἀντελάβοντο τοῦ νόμου ἐκ χειρὸς τῶν ἐθνῶν καὶ ἐκ χειρὸς τῶν βασιλέων καὶ οὐκ ἔδωκαν κέρας τῷ ἁμαρτωλῷ. |
Α Μακ. 2,48 |
Υπερησπίζοντο τον νόμον του Θεού εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών και εναντίον της εξουσίας των βασιλέων και δεν επέτρεψαν να νικήση η δύναμις των αμαρτωλών (εξωμοτών). |
|
Α Μακ. 2,49 |
Καὶ ἤγγισαν αἱ ἡμέραι τοῦ Ματταθίου ἀποθανεῖν, καὶ εἶπε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ· νῦν ἐστηρίχθη ὑπερηφανία καὶ ἐλεγμὸς καὶ καιρὸς καταστροφῆς καὶ ὀργὴ θυμοῦ. |
Α Μακ. 2,49 |
Οταν επλησίασαν αι ημέραι της εκδημίας του Ματταθίου, είπε προς τα παιδιά του· “σήμερον κυριαρχεί η αυθάδεια και η αλαζονεία. Είναι καιρός καταστροφής και μεγάλης οργής. |
|
Α Μακ. 2,50 |
καὶ νῦν, τέκνα, ζηλώσατε τῷ νόμῳ καὶ δότε τὰς ψυχὰς ὑμῶν ὑπὲρ διαθήκης πατέρων ἡμῶν. |
Α Μακ. 2,50 |
Τωρα, λοιπόν, τέκνα μου, αναπτύξατε και θερμάνατε μέσα σας τον ζήλον δια τον νόμον του Θεού. Θυσιάσατε και την ζωήν σας υπέρ της διαθήκης, η οποία έγινε μεταξύ του Θεού και των πατέρων μας. |
|
Α Μακ. 2,51 |
μνήσθητε τῶν πατέρων ἡμῶν τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν ἐν ταῖς γενεαῖς αὐτῶν, καὶ δέξασθε δόξαν μεγάλην καὶ ὄνομα αἰώνιον. |
Α Μακ. 2,51 |
Ενθυμηθήτε και μιμηθήτε τα ηρωϊκά έργα, τα οποία έκαμαν οι πατέρες μας εις την εποχήν των. Και έτσι θα πάρετε μεγάλην δόξαν και θα αποκτήσετε αιώνιον όνομα. |
|
Α Μακ. 2,52 |
Ἁβραὰμ οὐχὶ ἐν πειρασμῷ εὑρέθη πιστός, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην; |
Α Μακ. 2,52 |
Μηπως ο Αβραάμ δεν απεδείχθη πιστός κατά την διάρκειαν του πειρασμού; Και δεν ελογαριάσθη τούτο δι' αυτόν εις αρετήν και δικαίωσιν; |
|
Α Μακ. 2,53 |
Ἰωσὴφ ἐν καιρῷ στενοχωρίας αὐτοῦ ἐφύλαξεν ἐντολὴν καὶ ἐγένετο κύριος Αἰγύπτου. |
Α Μακ. 2,53 |
Ο Ιωσήφ πάντοτε, μάλιστα δε εις την περίοδον της θλίψεώς του, ετήρησε τας εντολάς του Θεού και έγινε δια τούτο βασιλεύς της Αιγύπτου. |
|
Α Μακ. 2,54 |
Φινεὲς ὁ πατὴρ ἡμῶν ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον ἔλαβε διαθήκην ἱερωσύνης αἰωνίας. |
Α Μακ. 2,54 |
Ο Φινεές, ο προγονός μας, πλημμυρισμένος από ιερόν ζήλον δια τον νόμον του Θεού, επήρεν ιεράν την υπόσχεσιν ότι θα έχη αιωνίαν την ιερωσύνην. |
|
Α Μακ. 2,55 |
Ἰησοῦς ἐν τῷ πληρῶσαι λόγον ἐγένετο κριτὴς ἐν Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 2,55 |
Ο Ιησούς του Ναυή, επειδή εξεπλήρωσε τον νόμον του Κυρίου, έγινε κριτής μεταξύ των Ισραηλιτών. |
|
Α Μακ. 2,56 |
Χάλεβ ἐν τῷ ἐπιμαρτύρασθαι ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἔλαβε γῆς κληρονομίαν. |
Α Μακ. 2,56 |
Ο Χαλεβ, διότι διεμαρτυρήθη και ωμολόγησε την αλήθειαν ενώπιον της συγκεντρώσεως των Εβραίων, επήρεν ιδιαιτέραν κληρονομίαν από την γην της Παλαιστίνης. |
|
Α Μακ. 2,57 |
Δαυὶδ ἐν τῷ ἐλέῳ αὐτοῦ ἐκληρονόμησε θρόνον βασιλείας εἰς αἰῶνα αἰῶνος. |
Α Μακ. 2,57 |
Ο Δαυίδ δια την ευλάβειάν του και την αγαθότητα της καρδίας του εκληρονόμησε τον θρόνον της βασιλείας εις όλους τους αιώνας. |
|
Α Μακ. 2,58 |
Ἠλίας ἐν τῷ ζηλῶσαι ζῆλον νόμου ἀνελήφθη ἕως εἰς τὸν οὐρανόν. |
Α Μακ. 2,58 |
Ο προφήτης Ηλίας, επειδή επλημμύρισεν η καρδία του από ιερόν ζήλον υπέρ του νόμου του Θεού, ανελήφθη έως στον ουρανόν. |
|
Α Μακ. 2,59 |
Ἀνανίας, Ἀζαρίας, Μισαήλ, πιστεύσαντες ἐσώθησαν ἐκ φλογός. |
Α Μακ. 2,59 |
Ο Ανανίας, ο Αζαρίας και ο Μισαήλ, επειδή έδειξαν ζωντανήν πίστιν στον Θεόν, εσώθησαν από την φλόγα της φοβεράς καμίνου. |
|
Α Μακ. 2,60 |
Δανιὴλ ἐν τῇ ἁπλότητι αὐτοῦ ἐῤῥύσθη ἐκ στόματος λεόντων. |
Α Μακ. 2,60 |
Ο Δανιήλ δια την αθωότητά του εγλύτωσεν από το στόμα των λεόντων. |
|
Α Μακ. 2,61 |
καὶ οὕτως ἐννοήθητε κατὰ γενεὰν καὶ γενεάν, ὅτι πάντες οἱ ἐλπίζοντες ἐπ᾿ αὐτὸν οὐκ ἀσθενήσουσι. |
Α Μακ. 2,61 |
Κατ' αυτόν τον τρόπον σεις αν ερευνήσετε όλας τας γενεάς των προγόνων μας, θα διαπιστώσετε και θα πεισθήτε ότι όλοι, όσοι έχουν την ελπίδα των στον Θεόν, δεν θα περιπέσουν εις αδυναμίαν και ασθένειαν, δεν θα καταστραφούν, αλλά θα αποκτήσουν δύναμιν. |
|
Α Μακ. 2,62 |
καὶ ἀπὸ λόγων ἀνδρὸς ἁμαρτωλοῦ μὴ φοβηθῆτε, ὅτι ἡ δόξα αὐτοῦ εἰς κοπρίαν καὶ εἰς σκώληκας· |
Α Μακ. 2,62 |
Μη φοβηθήτε, λοιπόν, τας απειλάς αμαρτωλού ανθρώπου, διότι η δύναμίς του και το μεγαλείον θα μεταβληθή εις κοπρίαν και σκώληκας. |
|
Α Μακ. 2,63 |
σήμερον ἐπαρθήσεται καὶ αὔριον οὐ μὴ εὑρεθῇ, ὅτι ἐπέστρεψεν εἰς τὸν χοῦν αὐτοῦ, καὶ ὁ διαλογισμὸς αὐτοῦ ἀπώλετο. |
Α Μακ. 2,63 |
Σημερον υψώνεται και αύριον δεν θα ευρεθή ούτε ο τόπος, στον οποίον έζησε. Διότι το σώμα του θα επιστρέψη χώμα στο χώμα και αι επίνοιαι της πονηράς καρδίας του δεν θα πραγματοποιηθούν. |
|
Α Μακ. 2,64 |
καὶ ὑμεῖς τέκνα ἰσχύσατε καὶ ἀνδρίζεσθε ἐν τῷ νόμῳ, ὅτι ἐν αὐτῷ δοξασθήσεσθε. |
Α Μακ. 2,64 |
Σεις όμως, παιδιά μου, πάρετε θάρρος, αναδειχθήτε γενναίοι, υπερασπιζόμενοι τον νόμον του Θεού, διότι δια του Θεού θα αποκτήσετε δόξαν. |
|
Α Μακ. 2,65 |
καὶ ἰδοὺ Συμεὼν ὁ ἀδελφὸς ὑμῶν, οἶδα ὅτι ἀνὴρ βουλῆς ἐστιν, αὐτοῦ ἀκούετε πάσας τὰς ἡμέρας, αὐτὸς ὑμῖν ἔσται εἰς πατέρα. |
Α Μακ. 2,65 |
Ιδού γνωρίζω και σας διαβεβαιώ, ότι ο αδελφός σας ο Συμεών είναι άνθρωπος ορθοφροσύνης και αποφασιστικότητας. Εις αυτόν λοιπόν, να υπακούετε όλας τας ημέρας. Αυτός θα είναι δια σας στοργικός και συνετός πατέρας. |
|
Α Μακ. 2,66 |
καὶ Ἰούδας Μακκαβαῖος ἰσχυρὸς δυνάμει ἐκ νεότητος αὐτοῦ, οὗτος ὑμῖν ἔσται ἄρχων στρατιᾶς καὶ πολεμήσει πόλεμον λαῶν. |
Α Μακ. 2,66 |
Ιδού, ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ο γενναίος αυτός ήρως από τα νεανικά του ακόμη χρόνια, αυτός θα είναι αρχηγός του στρατού και θα κατευθύνη τον πόλεμον εναντίον των εχθρικών λαών. |
|
Α Μακ. 2,67 |
καὶ ὑμεῖς προσάξατε πρὸς ὑμᾶς πάντας τοὺς ποιητὰς τοῦ νόμου καὶ ἐκδικήσατε ἐκδίκησιν τοῦ λαοῦ ὑμῶν. |
Α Μακ. 2,67 |
Εντάξατε στον στρατόν σας όλους εκείνους τους Ιουδαίους, που τηρούν τον νόμον του Θεού, και πάρετε εκδίκησιν δια τον αδικούμενον λαόν σας. |
|
Α Μακ. 2,68 |
ἀνταπόδοτε ἀνταπόδομα τοῖς ἔθνεσι καὶ προσέχετε εἰς τὰ προστάγματα τοῦ νόμου. |
Α Μακ. 2,68 |
Να ανταποδώσετε εις τα ειδωλολατρικά έθνη εκείνα, τα οποία κάνουν εναντίον του λαού μας, και προ παντός προσέχετε να τηρήτε τας εντολάς του νόμου του Θεού”. |
|
Α Μακ. 2,69 |
καὶ εὐλόγησεν αὐτούς, καὶ προσετέθη πρὸς τοὺς πατέρας αὐτοῦ. |
Α Μακ. 2,69 |
Επειτα από τα λόγια αυτά τους ηυλόγησεν ο Ματταθίας και εξεδήμησε και προσετέθη στους προγόνους του. |
|
Α Μακ. 2,70 |
καὶ ἀπέθανεν ἐν τῷ ἕκτῳ καὶ τεσσαρακοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἔτει, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τάφοις πατέρων αὐτῶν ἐν Μωδεΐν, καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν. |
Α Μακ. 2,70 |
Απέθανε δε κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έκτον έτος της βασιλείας των Σελευκιδών. Τα παιδιά του τον έθαψαν στους τάφους των προγόνων των εις την πόλιν Μωδεΐν. Ολοι δε οι Ισραηλίται τον εθρήνησαν με κοπετόν μεγάλον. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Α Μακ. 3,1 |
Καὶ ἀνέστη Ἰούδας ὁ καλούμενος Μακκαβαῖος υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 3,1 |
Αντί του Ματταθίου ανεδείχθη και ανέλαβε την αρχηγίαν ο υιός του Ιούδας, ο επιλεγόμενος Μακκαβαίος |
|
Α Μακ. 3,2 |
καὶ ἐβοήθουν αὐτῷ πάντες οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πάντες, ὅσοι ἐκολλήθησαν τῷ πατρὶ αὐτοῦ, καὶ ἐπολέμουν τὸν πόλεμον Ἰσραὴλ μετ᾿ εὐφροσύνης. |
Α Μακ. 3,2 |
Αυτόν εβοηθούσαν οι αδελφοί του και όλοι εκείνοι, οι οποίοι είχον προσκολληθή στον πατέρα του. Ολοι επολεμούσαν τον ιερόν υπέρ του έθνους του Ισραήλ αγώνα με χαράν και ενθουσιασμόν. |
|
Α Μακ. 3,3 |
καὶ ἐπλάτυνε δόξαν τῷ λαῷ αὐτοῦ καὶ ἐνεδύσατο θώρακα ὡς γίγας καὶ συνεζώσατο τὰ σκεύη αὐτοῦ τὰ πολεμικὰ καὶ συνεστήσατο πολέμους σκεπάζων παρεμβολὴν ἐν ρομφαίᾳ. |
Α Μακ. 3,3 |
Εδόξασεν αυτός τον λαόν του, ενεδύθη τον θώρακά του ως γίγας, εζώσθη τα πολεμικά του όπλα και διεξήγαγε νικηφόρους πολέμους υπερασπίζων με την ρομφαίαν του το στρατόπεδον του Ισραήλ. |
|
Α Μακ. 3,4 |
καὶ ὡμοιώθη λέοντι ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καὶ ὡς σκύμνος ἐρευγόμενος εἰς θήραν. |
Α Μακ. 3,4 |
Εις τα πολεμικά του έργα ωμοίαζε με λέοντα και με σκύμνον λέοντος, ο οποίος εφορμά με βρυχηθμούς εναντίον του θηράματός του. |
|
Α Μακ. 3,5 |
καὶ ἐδίωξεν ἀνόμους ἐξερευνῶν καὶ τοὺς ταράσσοντας τὸν λαὸν αὐτοῦ ἐφλόγισε. |
Α Μακ. 3,5 |
Κατεδίωκε τους ασεβείς, αφού ανεκάλυπτε τα κρησφύγετά των, τους δε αναταράσσοντας τον λαόν του παρέδιδεν στο πυρ. |
|
Α Μακ. 3,6 |
καὶ συνεστάλησαν οἱ ἄνομοι ἀπὸ τοῦ φόβου αὐτοῦ, καὶ πάντες οἱ ἐργάτες τῆς ἀνομίας συνεταράχθησαν, καὶ εὐωδώθη σωτηρία ἐν χειρὶ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 3,6 |
Εκυριεύθησαν από φόβον και εσυμμαζεύθησαν οι εξωμόται και όλοι οι εργαζόμενοι την ανομίαν συνεκλονίσθησαν, διότι η σωτηρία των Ιουδαίων κατευωδώθη δια της δυνάμεως Ιούδα του Μακκαβαίου. |
|
Α Μακ. 3,7 |
καὶ ἐπίκρανε βασιλεῖς πολλοὺς καὶ εὔφρανε τὸν Ἰακὼβ ἐν τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος τὸ μνημόσυνον αὐτοῦ εἰς εὐλογίαν. |
Α Μακ. 3,7 |
Με τα κατορθώματά του εστενοχώρησε και κατεπίκρανε πολλούς βασιλείς και έδωσε χαράν και αγαλλίασιν στον ισραηλιτικόν λαόν. Η δε ανάμνησίς του μένει ένδοξος και ευλογημένη στους αιώνας. |
|
Α Μακ. 3,8 |
καὶ διῆλθεν ἐν πόλεσιν Ἰούδα καὶ ἐξωλόθρευσεν ἀσεβεῖς ἐξ αὐτῆς καὶ ἀπέστρεψεν ὀργὴν ἀπὸ Ἰσραὴλ |
Α Μακ. 3,8 |
Διέτρεξε δια μέσου των πόλεων του Ιούδα, εξωλόθρευσε τους ασεβείς εκ μέσου αυτών και απεμάκρυνεν από τους Ισραηλίτας την καταοττροφικήν οργήν εχθρικών βασιλέων και λαών. |
|
Α Μακ. 3,9 |
καὶ ὠνομάσθη ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς καὶ συνήγαγεν ἀπολλυμένους. |
Α Μακ. 3,9 |
Περιώνυμος έγινε μέχρι των ακρών της γης, διότι συνεκέντρωσε και εξησφάλισεν ανθρώπους, οι οποίοι ήσαν καταδικασμένοι εις καταστροφήν |
|
Α Μακ. 3,10 |
Καὶ συνήγαγεν Ἀπολλώνιος ἔθνη καὶ ἀπὸ Σαμαρείας δύναμιν μεγάλην τοῦ πολεμῆσαι πρὸς Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 3,10 |
Ο Απολλώνιος, ο δόλιος απεσταλμένος του Αντιόχου, συνεκέντρωσεν ειδωλολατρικά έθνη και μάλιστα από τον λαόν της Σαμαρείας, στρατιωτικήν δύναμιν μεγάλην, δια να πολεμήση εναντίον του ισραηλιτικού λαού. |
|
Α Μακ. 3,11 |
καὶ ἔγνω Ἰούδας καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτόν· καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον. |
Α Μακ. 3,11 |
Επληροφορήθη τούτο ο Ιούδας και εξήλθεν εις συνάντησιν αυτού. Κατά την μάχην κατενίκησε τον στρατόν και εφόνευσεν αυτόν τον ίδιον. Μέγας δε αριθμός των εχθρών έπεσαν νεκροί, ενώ οι υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν. |
|
Α Μακ. 3,12 |
καὶ ἔλαβον τὰ σκῦλα αὐτῶν, καὶ τὴν μάχαιραν Ἀπολλωνίου ἔλαβεν Ἰούδας καὶ ἦν πολεμῶν ἐν αὐτῇ πάσας τὰς ἡμέρας. |
Α Μακ. 3,12 |
Οι Ιουδαίοι επήραν τα λάφυρα των εχθρών, ο δε Ιούδας ο Μακκαβαίος επήρε την μάχαιραν του Απολλωνίου, με την οποίαν και επολεμούσε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του. |
|
Α Μακ. 3,13 |
καὶ ἤκουσε Σήρων ὁ ἄρχων τῆς δυνάμεως Συρίας ὅτι ἤθροισεν Ἰούδας ἄθροισμα καὶ ἐκκλησίαν πιστῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκπορευομένων εἰς πόλεμον, |
Α Μακ. 3,13 |
Ο Σηρων, αρχιστράτηγος της στρατιωτικής δυνάμεως της Συρίας επληροφορήθη, ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος συνεκέντρωσε γύρω του και ωργάνωσε στρατόν από Ισραηλίτας πιστούς στον Θεόν, οι οποίοι κάνουν μαζή με αυτόν πολεμικάς εξορμήσεις, |
|
Α Μακ. 3,14 |
καὶ εἶπε· ποιήσω ἐμαυτῷ ὄνομα καὶ δοξασθήσομαι ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ πολεμήσω τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς σὺν αὐτῷ τοὺς ἐξουδενοῦντας τὸν λόγον τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 3,14 |
και είπε· “θα κάμω περίφημον το όνομά μου και θα δοξασθώ στο δασίλειον των Συρων. Θα καταπολεμήσω και θα νικήσω τον Ιούδαν και όλους εκείνους, οι οποίοι μαζή με αυτόν εξουθενώνουν τα διατάγματα του βασιλέως”. |
|
Α Μακ. 3,15 |
καὶ προσέθετο τοῦ ἀναβῆναι· καὶ ἀνέβη μετ᾿ αὐτοῦ παρεμβολὴ ἀσεβῶν ἰσχυρὰ βοηθῆσαι αὐτῷ καὶ ποιῆσαι τὴν ἐκδίκησιν ἐν υἱοῖς Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 3,15 |
Επήρε, λοιπόν, την απόφασιν να εκστρατεύση εναντίον εκείνων. Μαζή του συνεξεστράτευσε και όλος ο στρατός των εξωμοτών Ιουδαίων, δια να τον βοηθήσουν, να εκδικηθούν δε και τιμωρήσουν τους πιστούς στον Θεόν 'Ισραηλιτας. |
|
Α Μακ. 3,16 |
καὶ ἤγγισαν ἕως ἀναβάσεως Βαιθωρών, καὶ ἐξῆλθεν Ἰούδας εἰς συνάντησιν αὐτῶν ὀλιγοστός. |
Α Μακ. 3,16 |
Οταν οι Συροι έφθασαν εις την ανωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών, εξήλθεν εναντίον των ο Ιούδας με ολίγους στρατιώτας. |
|
Α Μακ. 3,17 |
ὡς δὲ εἶδον τὴν παρεμβολὴν ἐρχομένην εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, εἶπον τῷ Ἰούδᾳ· πῶς δυνησόμεθα ὀλιγοστοὶ ὄντες πολεμῆσαι πρὸς πλῆθος τοσοῦτον ἰσχυρόν; καὶ ἡμεῖς ἐκλελύμεθα ἀσιτοῦντες σήμερον. |
Α Μακ. 3,17 |
Οταν οι άνδρες του είδαν την εχθρικήν στρατιάν να επέρχεται εναντίον των, είπον στον Ιούδαν· “πως θα ημπορέσωμεν ημείς, οι οποίοι είμεθα τόσον ολίγοι, να αντιπαραταχθώμεν εις πόλεμον εναντίον τόσον πολλού και ισχυρού στρατού; Αλλωστε ημείς σήμερον έχομεν εξαντληθή από την πείναν”. |
|
Α Μακ. 3,18 |
καὶ εἶπεν Ἰούδας· εὔκοπόν ἐστι συγκλεισθῆναι πολλοὺς ἐν χερσὶν ὀλίγων, καὶ οὐκ ἔστι διαφορὰ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ τοῦ οὐρανοῦ σῴζειν ἐν πολλοῖς ἢ ἐν ὀλίγοις· |
Α Μακ. 3,18 |
Ο Ιούδας απήντησεν· “είναι εύκολον πράγμα να περιέλθουν πολλά εις τα χέρια των ολίγων, διότι δεν είναι αδύνατον ενώπιον του Θεού του ουρανού να σώζη τους ιδικούς του εν μέσω πολλών η εν μέσω ολίγων. |
|
Α Μακ. 3,19 |
ὅτι οὐκ ἐν πλήθει δυνάμεως νίκη πολέμου ἐστίν, ἀλλ᾿ ἢ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἰσχύς. |
Α Μακ. 3,19 |
Η νίκη κατά τον πόλεμον δεν εξαρτάται από το πλήθος του στρατού μας, αλλά η νικητήριος δύναμις προέρχεται από τον Θεόν του ουρανού. |
|
Α Μακ. 3,20 |
αὐτοὶ ἔρχονται πρὸς ἡμᾶς ἐν πλήθει ὕβρεως καὶ ἀνομίας τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰς γυναῖκας ἡμῶν καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν, τοῦ σκυλεῦσαι ἡμᾶς, |
Α Μακ. 3,20 |
Αυτοί έρχονται εναντίον μας κυριευμένοι από αλαζονείαν και ασέβειαν, δια να ξερριζώσουν ημάς και τας γυναίκας μας και τα τέκνα μας, και να μας λαφυραγωγήσουν. |
|
Α Μακ. 3,21 |
ἡμεῖς δὲ πολεμοῦμεν περὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν καὶ τῶν νομίμων ἡμῶν. |
Α Μακ. 3,21 |
Ημείς όμως πολεμούμεν δια την ζωήν μας και δια τα δίκαιά μας. |
|
Α Μακ. 3,22 |
καὶ αὐτὸς συντρίψει αὐτοὺς πρὸ προσώπου ἡμῶν· ὑμεῖς δὲ μὴ φοβηθῆτε ἀπ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 3,22 |
Δια τούτο ακριβώς αυτός ο ίδιος ο Θεός θα τους συντρίψη ενώπιόν μας. Λοιπόν μη τους φοβηθήτε”. |
|
Α Μακ. 3,23 |
ὡς δὲ ἐπαύσατο λαλῶν, ἐνήλατο εἰς αὐτοὺς ἄφνω, καὶ συνετρίβη Σήρων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἐνώπιον αὐτοῦ. |
Α Μακ. 3,23 |
Οταν ετελείωσε τα λόγια του αυτά ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, ώρμησεν εναντίον των εχθρών αιφνιδίως και ο Σηρων συνετρίβη κυριολεκτικώς και είδε με τα ίδια του τα μάτια να εξολοθρεύεται ενώπιόν του η μεγάλη του στρατιά. |
|
Α Μακ. 3,24 |
καὶ ἐδίωκον αὐτὸν ἐν τῇ καταβάσει Βαιθωρὼν ἕως τοῦ πεδίου· καὶ ἔπεσον ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς ἄνδρας ὀκτακοσίους, οἱ δὲ λοιποὶ ἔφυγον εἰς γῆν Φυλιστιείμ. |
Α Μακ. 3,24 |
Οι Ιουδαίοι τον κατεδίωξαν εις την κατωφέρειαν της πόλεως Βαιθωρών μέχρι της πεδιάδος. Οκτακόσιοι άνδρες από τους Συρους εφονεύθησαν, οι δε υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν προς την χώραν των Φιλισταίων. |
|
Α Μακ. 3,25 |
καὶ ἤρξατο ὁ φόβος Ἰούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ἡ πτόησις ἐπιπίπτειν ἐπὶ τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῶν. |
Α Μακ. 3,25 |
Από τας νίκας αυτάς του Ιούδα και των αδελφών του ήρχισε να επιπίπτη τρόμος εις τα γύρω της Ιουδαίας ειδωλολατρικά έθνη. |
|
Α Μακ. 3,26 |
καὶ ἤγγισεν ἕως τοῦ βασιλέως τὸ ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ὑπὲρ τῶν παρατάξεων Ἰούδα ἐξηγεῖτο πᾶν ἔθνος. |
Α Μακ. 3,26 |
Το όνομα του Ιούδα έφθασε και μέχρι του βασιλέως της Συρίας, δια δε τας πολεμικάς επιχειρήσστου Ιούδα έκαναν μετά θαυμασμού λόγον όλα τα έθνη. |
|
Α Μακ. 3,27 |
Ὡς δὲ ἤκουσεν Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, ὠργίσθη θυμῷ καὶ ἀπέστειλε καὶ συνήγαγε τὰς δυνάμεις πάσας τῆς βασιλείας αὐτοῦ, παρεμβολὴν ἰσχυρὰν σφόδρα. |
Α Μακ. 3,27 |
Οταν ο βασιλεύς Αντίοχος επληροφορήθη αυτά τα γεγονότα, εκυριεύθη από μεγάλον θυμόν· έδωσε δε διαταγήν και συνεκεντρώθησαν όλοι οι λαοί του βασιλείου του, από τους οποίους και συνεκρότησε πολύ ισχυρόν στράτευμα. |
|
Α Μακ. 3,28 |
καὶ ἤνοιξε τὸ γαζοφυλάκιον αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν ὀψώνια ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ εἰς ἐνιαυτὸν καὶ ἐνετείλατο εἶναι αὐτοὺς ἑτοίμους εἰς πᾶσαν χρείαν. |
Α Μακ. 3,28 |
Ηνοιξε δε το θησαυροφυλάκιόν του και έδωκε προκαταβολικώς τους μισθούς ενός έτους εις όλην του την στρατιωτικήν δύναμιν· διέταξε δε αυτούς να είναι έτοιμοι δια πάσαν ανάγκην. |
|
Α Μακ. 3,29 |
καὶ εἶδεν ὅτι ἐξέλιπε τὸ ἀργύριον ἀπὸ τῶν θησαυρῶν καὶ οἱ φόροι τῆς χώρας ὀλίγοι, χάριν τῆς διχοστασίας καὶ πληγῆς, ἧς κατεσκεύασεν ἐν τῇ γῇ τοῦ ἆραι τὰ νόμιμα, ἃ ἦσαν ἀφ᾿ ἡμερῶν τῶν πρώτων. |
Α Μακ. 3,29 |
Είδεν όμως ότι εξηντλήθησαν τα χρήματα από το θησαυροφυλάκιόν του, οι δε φόροι της χώρας ήσαν ολίγοι εξ αιτίας της διχοστασίας και των συμφορών, τας οποίας ο ίδιος προεκάλεσεν εις την χώραν του με το να καταργήση τους νόμους, οι οποίοι από αρχαιοτάτων ημερών ήσαν εις χρήσιν προς διακυβέρνησιν των λαών. |
|
Α Μακ. 3,30 |
καὶ εὐλαβήθη μὴ οὐκ ἔχῃ ὡς ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὰς δαπάνας καὶ τὰ δόματα, ἃ ἐδίδου ἔμπροσθεν δαψιλεῖ χειρὶ καὶ ἐπερίσσευσεν ὑπὲρ τοὺς βασιλεῖς τοὺς ἔμπροσθεν, |
Α Μακ. 3,30 |
Εφοβήθη δε μήπως και δεν έχει να δώση άπαξ και δις δια τας δαπάνας και τας άλλας δωρεάς, τας οποίας έδιδε κατά τον πρρηγούμενον χρόνον απλόχερα, ως γενναιόδωρος περισσότερον από όλους τους άλλους βασιλείς, που υπήρξαν προ αυτού. |
|
Α Μακ. 3,31 |
καὶ ἠπορεῖτο τῇ ψυχῇ αὐτοῦ σφόδρα καὶ ἐβουλεύσατο τοῦ πορευθῆναι εἰς τὴν Περσίδα καὶ λαβεῖν τοὺς φόρους τῶν χωρῶν καὶ συναγαγεῖν ἀργύριον πολύ. |
Α Μακ. 3,31 |
Είχε περιπέσει εις πολύ μεγάλην ψυχικήν στενοχωρίαν και εσκέφθη να μεταβή εις την Περσίαν, δια να πάρη τους φόρους από τας χώρας εκείνας και να συγκεντρώση πολύ χρήμα. |
|
Α Μακ. 3,32 |
καὶ κατέλιπε Λυσίαν ἄνθρωπον ἔνδοξον καὶ ἀπὸ γένους τῆς βασιλείας ἐπὶ τῶν πραγμάτων τοῦ βασιλέως ἀπὸ τοῦ ποταμοῦ Εὐφράτου ἕως τῶν ὁρίων Αἰγύπτου |
Α Μακ. 3,32 |
Αφήκε, λοιπόν, ως αντικαταστάτην του τον Λυσίαν, άνθρωπον ένδοξον και από γένος βασιλικον καταγόμενον, να διοική τας χώρας και τα πράγματα του βασιλείου του από τον ποταμόν Ευφράτην έως τα όρια της Αιγύπτου, |
|
Α Μακ. 3,33 |
καὶ τρέφει Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι αὐτόν. |
Α Μακ. 3,33 |
να αναλάβη δε ακόμη και την ανατροφήν του υιού του Αντιόχου, έως ότου αυτός επιστρέψη. |
|
Α Μακ. 3,34 |
καὶ παρέδωκεν αὐτῷ τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων καὶ τοὺς ἐλέφαντας καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ περὶ πάντων, ὦν ἐβούλετο, καὶ περὶ τῶν κατοικούντων τὴν Ἰουδαίαν καὶ Ἱερουσαλὴμ |
Α Μακ. 3,34 |
Παρέδωκεν ακόμη ο Αντίοχος στον Λυσίαν το ήμισυ από τας στρατιωτικάς του δυνάμεις και τους ελέφαντας και έδωσεν εις αυτόν εντολάς δι' όλα όσα αυτός επεθύμει να γίνουν και ειδικώτερα δια τους Ιουδαίους, οι οποίοι κατοικούσαν την Ιουδαίαν και την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 3,35 |
ἀποστεῖλαι ἐπ᾿ αὐτοὺς δύναμιν τοῦ ἐκτρίψαι καὶ ἐξᾶραι τὴν ἰσχὺν Ἰσραὴλ καὶ τὸ κατάλειμμα Ἱερουσαλὴμ καὶ ἆραι τὸ μνημόσυνον αὐτῶν ἀπὸ τοῦ τόπου |
Α Μακ. 3,35 |
Εδωσε δηλαδή εντολάς στον Λυσίαν, να αποστείλη εναντίον των Ιουδαίων στρατιωτικήν δύναμη, δια να ξερριζώση και εξαφανίση όλην την δύναμιν των Ισραηλιτών και όλους τους υπολειφθέντας κατοίκους της Ιερουσαλήμ, να σβήση την ανάμνησιν αυτών από τον τόπον των. |
|
Α Μακ. 3,36 |
καὶ κατοικίσαι υἱοὺς ἀλλογενεῖς ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῶν καὶ κατακληροδοτῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν. |
Α Μακ. 3,36 |
Ακόμη δε να εγκαταστήση καθ' όλην την έκτασιν της χώρας των Ιουδαίων αλλοεθνείς ειδωλολάτρας, στους οποίους δια κλήρου να διανείμη ως ιδιοκτησόαν των την χώραν εκείνων. |
|
Α Μακ. 3,37 |
καὶ ὁ βασιλεὺς παρέλαβε τὰς ἡμίσεις τῶν δυνάμεων τὰς καταλειφθείσας καὶ ἀπῇρεν ἀπὸ Ἀντιοχείας ἀπὸ πόλεως βασιλείας αὐτοῦ, ἔτους ἑβδόμου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ, καὶ διεπέρασε τὸν Εὐφράτην ποταμὸν καὶ διεπορεύετο τὰς ἐπάνω χώρας. |
Α Μακ. 3,37 |
Ο βασιλεύς κατόπιν των παραγγελιών αυτών επήρε το άλλο ήμισυ των στρατιωτικών του δυνάμεων, που είχαν απομείνει, και ανεχώρησεν από την Αντιόχειαν, την πρωτεύουσαν του βασιλείου του, κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έβδομον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. Διέβη τον ποταμόν Ευφράτην και επορεύετο δια μέσου των ορεινών υψηλών περιοχών, που ήσαν πέραν από τον Ευφράτην. |
|
Α Μακ. 3,38 |
Καὶ ἐπέλεξε Λυσίας Πτολεμαῖον τὸν Δορυμένους καὶ Νικάνορα καὶ Γοργίαν ἄνδρας δυνατοὺς τῶν φίλων τοῦ βασιλέως, |
Α Μακ. 3,38 |
Ο Λυσίας εξέλεξε τον Πτολεμαίον, τον υιόν του Δορυμένους, τον Νικάνορα και τον Γοργίαν από τους πιστούς φίλους του βασιλέως, άνδρας γενναίους και ικανούς. |
|
Α Μακ. 3,39 |
καὶ ἀπέστειλε μετ᾿ αὐτῶν τεσσαράκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἑπτακισχιλίαν ἵππον τοῦ ἐξελθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα καὶ καταφθεῖραι αὐτὴν κατὰ τὸν λόγον τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 3,39 |
Μαζή με αυτούς απέστειλε και τεσσαράκοντα χιλιάδας πεζών ανδρών και επτά χιλιάδας ιππείς, δια να επέλθουν εναντίον της χώρας Ιούδα, να καταστρέψουν αυτήν τελείως, σύμφωνα με την διαταγήν του βασιλέως. |
|
Α Μακ. 3,40 |
καὶ ἀπῇραν σὺν πάσῃ τῇ δυνάμει αὐτῶν, καὶ ἦλθον καὶ παρενέβαλον πλησίον Ἐμμανοὺμ ἐν τῇ γῇ τῇ πεδινῇ. |
Α Μακ. 3,40 |
Αυτοί ανεχώρησαν με όλην την στρατιωτικήν των δύναμιν, εισήλθον εις την Ιουδαίαν και εστρατοπέδευσαν εις την πεδινήν περιοχήν κοντά εις την Εμμαούμ. |
|
Α Μακ. 3,41 |
καὶ ἤκουσαν οἱ ἔμποροι τῆς χώρας τὸ ὄνομα αὐτῶν καὶ ἔλαβον ἀργύριον καὶ χρυσίον πολὺ σφόδρα καὶ πέδας καὶ ἦλθον εἰς τὴν παρεμβολὴν τοῦ λαβεῖν τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ εἰς παῖδας. καὶ προσετέθησαν πρὸς αὐτοὺς δύναμις Συρίας καὶ γῆς ἀλλοφύλων. |
Α Μακ. 3,41 |
Οταν οι έμποροι της χώρας έμαθαν την προέλευσιν και την δύναμιν του στρατού αυτού, βέβαιοι όντες δια την νίκην των Συρων, επήραν μαζή των πάρα πολύ αργύριον και χρυσίον, όπως και χειροπέδας, και ήλθον στο στρατόπεδον, δια να αγοράσουν αιχμαλώτους Ισραηλίτας ως δούλους. Μαζή με την στρατιωτικήν εκείνην δύναμιν ηνώθη εθελοντικώς και άλλο στράτευμα των Συρων, όπως και ο στρατός των Φιλισταίων. |
|
Α Μακ. 3,42 |
καὶ εἶδεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὅτι ἐπληθύνθη τὰ κακὰ καὶ αἱ δυνάμεις παρεμβάλλουσιν ἐν τοῖς ὁρίοις αὐτῶν, καὶ ἐπέγνωσαν τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως, οὓς ἐνετείλατο ποιῆσαι τῷ λαῷ εἰς ἀπώλειαν καὶ συντέλειαν. |
Α Μακ. 3,42 |
Ο Ιούδας και οι αδελφοί του είδαν, ότι έγιναν πολύ δύσκολα πλέον δι' αυτούς τα πράγματα, ότι αι στρατιωτικαί δυνάμεις των εχθρών εστρατοπέδευσαν εντός των ορίων της χώρας των, και έλαβον επίσης γνώσιν των διαταγών του βασιλέως, τας οποίας έδωσε, να καταστρέψουν δηλαδή οι στρατιώται του και να εξαφανίσουν εντελώς τον Ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Α Μακ. 3,43 |
καὶ εἶπεν ἕκαστος πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· ἀναστήσωμεν τὴν καθαίρεσιν τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν περὶ τοῦ λαοῦ ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων. |
Α Μακ. 3,43 |
Γεμάτοι όμως πίστιν και ενθουσιασμόν είπαν τότε αναμεταξύ των· “Εμπρός ας ανορθώσωμεν την κατάπτωσιν του λαού μας και ας πολεμήσωμεν υπέρ του λαού μας και υπέρ των αγίων μας τόπων και παραδόσεων”. |
|
Α Μακ. 3,44 |
καὶ συνηθροίσθη ἡ συναγωγὴ τοῦ εἶναι ἑτοίμους εἰς πόλεμον καὶ τοῦ προσεύξασθαι καὶ αἰτῆσαι ἔλεον καὶ οἰκτιρμούς. |
Α Μακ. 3,44 |
Επραγματοποιήθη η συγκέντρωσις αυτή, δια να είναι έτοιμοι οι Ιουδαίοι εις πόλεμον, αφού πρώτον προσευχηθούν και ζητήσουν το έλεος και την ευσπλαγχνίαν του Θεού. |
|
Α Μακ. 3,45 |
καὶ Ἱερουσαλὴμ ἦν ἀοίκητος ὡς ἔρημος· οὐκ ἦν ὁ εἰσπορευόμενος καὶ ἐκπορευόμενος ἐκ τῶν γενημάτων αὐτῆς, καὶ τὸ ἁγίασμα καταπατούμενον, καὶ υἱοὶ ἀλλογενῶν ἐν τῇ ἄκρᾳ, κατάλυμα τοῖς ἔθνεσι· καὶ ἐξῄρθη τέρψις ἐξ Ἰακώβ, καὶ ἐξέλιπεν αὐλὸς καὶ κινύρα. |
Α Μακ. 3,45 |
Η Ιερουσαλήμ έμενε τότε χωρίς κατοίκους, ως εάν ήτο έρημος. Κανένα από τα τέκνα της ούτε εισήρχετο εις την πόλιν ούτε εξήρχετο από αυτήν. Ο ιερός ναός κατεπατείτο από τους αλλοεθνείς, τέκνα δε αλλοεθνών είχαν καταλάβει την ακρόπολιν, η οποία είχε γίνει κατοικία αυτών. Επέταξεν από την πόλιν η χαρά του Ιακώβ και έπαυσε πλέον να ακούεται ο χαρμόσυνος ήχος αυλού και κιθάρας. |
|
Α Μακ. 3,46 |
καὶ συνήχθησαν καὶ ἤλθοσαν εἰς Μασσηφὰ κατέναντι Ἱερουσαλήμ, ὅτι τόπος προσευχῆς εἰς Μασσηφὰ τὸ πρότερον τῷ Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 3,46 |
Συνεκεντρώθησαν οι Ιουδαίοι και ήλθον εις Μασσηφά απέναντι από την Ιερουσαλήμ, διότι ,η Μασσηφά κατά τους αρχαιοτέρους χρόνους ήτο τόπος προσευχής. |
|
Α Μακ. 3,47 |
καὶ ἐνήστευσαν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ περιεβάλοντο σάκκους καὶ σποδὸν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν. |
Α Μακ. 3,47 |
Κατά την ημέραν εκείνην ενήστευσαν οι Ιουδαίοι, εφόρεσαν σάκκους εις δείγμα πένθους, έρριψαν στάκτην εις τας κεφαλάς των και διέρρηξαν τα ιμάτιά των. |
|
Α Μακ. 3,48 |
καὶ ἐξεπέτασαν τὸ βιβλίον τοῦ νόμου, περὶ ὧν ἐξηρεύνων τὰ ἔθνη τὰ ὁμοιώματα τῶν εἰδώλων αὐτῶν. |
Α Μακ. 3,48 |
Ηνοιξαν και παρουσίασαν ενώπιον του λαού το βιβλίον του Νομου, δια το οποίον ερευνούσαν τα ειδωλολατρικά έθνη με τον σκοπόν να το εξαφανίσουν και επιβάλουν αντ' αυτού τα ομοιώματα των ειδώλων των. |
|
Α Μακ. 3,49 |
καὶ ἤνεγκαν τὰ ἱμάτια τῆς ἱερωσύνης καὶ τὰ πρωτογενήματα καὶ τὰς δεκάτας καὶ ἤγειραν τοὺς ναζιραίους, οἳ ἐπλήρωσαν τὰς ἡμέρας, |
Α Μακ. 3,49 |
Εφεραν τας ιερατικάς στολάς, τα πρωτογενήματα και τας δεκάτας, έφεραν εκεί και τους ναζιραίους, που είχαν συμπληρώσει τον χρόνον του ταξίματός των. |
|
Α Μακ. 3,50 |
καὶ ἐβόησαν φωνῇ εἰς τὸν οὐρανὸν λέγοντες· τί ποιήσωμεν τούτοις καὶ ποῦ αὐτοὺς ἀπαγάγωμεν; |
Α Μακ. 3,50 |
Ολοι δε εκραύγασαν με μεγάλην φωνήν στον ουρανόν και είπαν· “τι να κάνωμεν δια τους ανθρώπους αυτούς και που να τους οδηγήσωμεν; |
|
Α Μακ. 3,51 |
καὶ τὰ ἅγιά σου καταπεπάτηται καὶ βεβήλωται καὶ οἱ ἱερεῖς σου ἐν πένθει καὶ ταπεινώσει. |
Α Μακ. 3,51 |
Ο ιερός ναός σου, Κυριε, καταπατείται και βεβηλώνεται, οι ιερείς σου ευρίσκονται εις κατάστασιν πένθους και ταπεινώσεως· |
|
Α Μακ. 3,52 |
καὶ ἰδοὺ τὰ ἔθνη συνῆκται ἐφ᾿ ἡμᾶς τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς· σὺ οἶδας ἃ λογίζονται ἐφ᾿ ἡμᾶς. |
Α Μακ. 3,52 |
και επί πλέον ιδού, τα ειδωλολατρικά έθνη έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. Συ γνωρίζεις πολύ καλά, όσα σκέπτονται εναντίον μας. |
|
Α Μακ. 3,53 |
πῶς δυνησόμεθα ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον αὐτῶν, ἐὰν μὴ σὺ βοηθήσῃς ἡμῖν; |
Α Μακ. 3,53 |
Πως λοιπόν θα ημπορέσωμεν να σταθώμεν όρθιοι ενώπιον αυτών, εάν συ, ο παντοδύναμος Θεός, δεν μας βοηθήσης;” |
|
Α Μακ. 3,54 |
καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ. |
Α Μακ. 3,54 |
Εσάλπισαν τότε αι σάλπιγγες και εκραύγασε με μεγάλην φωνήν όλον το πλήθος. |
|
Α Μακ. 3,55 |
καὶ μετὰ τοῦτο κατέστησεν Ἰούδας ἡγούμενος τοῦ λαοῦ χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκάρχους. |
Α Μακ. 3,55 |
Επειτα από αυτά ο Ιούδας ώρισεν αρχηγούς του λαού, χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους και δεκάρχους. |
|
Α Μακ. 3,56 |
καὶ εἶπον τοῖς οἰκοδομοῦσιν οἰκίας καὶ μνηστευομένοις γυναῖκας καὶ φυτεύουσιν ἀμπελῶνας καὶ δειλοῖς ἀποστρέφειν ἕκαστον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ κατὰ τὸν νόμον. |
Α Μακ. 3,56 |
Είπε δε εις εκείνους, οι οποίοι είχαν αρχίσει να οικοδομούν τας οικίας των, όπως και εις εκείνους που ήσαν μνηστευμένοι με γυναίκας, εις όσους εφύτευαν αμπελώνας και στους δειλούς να επιστρέψουν ο καθένας στο σπίτι του, σύμφωνα με όσα ώριζεν ο Μωσαϊκός νόμος. |
|
Α Μακ. 3,57 |
καὶ ἀπῇρεν ἡ παρεμβολή, καὶ παρενέβαλε κατὰ νότον Ἀμμαούς. |
Α Μακ. 3,57 |
Επειτα δε ο στρατός όλος εξεκίνησε και εστρατοπέδευσε νοτίως της Αμμαούς. |
|
Α Μακ. 3,58 |
καὶ εἶπεν Ἰούδας· περιζώσασθε καὶ γίνεσθε εἰς υἱοὺς δυνατοὺς καὶ γίνεσθε ἕτοιμοι εἰς τὸ πρωΐ τοῦ πολεμῆσαι ἐν τοῖς ἔθνεσι τούτοις τοῖς ἐπισυνηγμένοις ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐξᾶραι ἡμᾶς καὶ τὰ ἅγια ἡμῶν· |
Α Μακ. 3,58 |
Εκεί ο Ιούδας διέταξε και είπε· “ζωσθήτε εις την μέσην σας, αναδειχθήτε γενναίοι, να είσθε έτοιμοι, ώστε το πρωϊ να πολεμήσετε εναντίον αυτών των ειδωλολατρών, που έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να εξαφανίσουν και ημάς και τους ιερούς τόπους μας. |
|
Α Μακ. 3,59 |
ὅτι κρεῖσσον ἡμᾶς ἀποθανεῖν ἐν τῷ πολέμῳ ἢ ἐπιδεῖν ἐπὶ τὰ κακὰ τοῦ ἔθνους ἡμῶν καὶ τῶν ἁγίων. |
Α Μακ. 3,59 |
Διότι είναι προτιμότερον να πέσωμεν κατά τον πόλεμον, παρά να ζήσωμεν, δια να βλέπωμεν τας συμφοράς του έθνους μας και των ιερών μας τόπων. |
|
Α Μακ. 3,60 |
ὡς δ᾿ ἂν ᾖ θέλημα ἐν οὐρανῷ, οὕτω ποιήσει. |
Α Μακ. 3,60 |
Παντως ο,τι είναι θέλημα του ουρανίου Θεού αυτό και θα γίνη”. |
|
Κεφάλαιο 4ο |
Α Μακ. 4,1 |
Καὶ παρέλαβε Γοργίας πεντακισχιλίους ἄνδρας καὶ χιλίαν ἵππον ἐκλεκτήν, καὶ ἀπῇρεν ἡ παρεμβολὴ νυκτός, |
Α Μακ. 4,1 |
Ο Γοργίας επήρε μαζή του πέντε χιλιάδας πεζούς άνδρας και εκλεκτόν ιππικόν χιλίων ανδρών. Αυτός ο στρατός ανεχώρησεν εν καιρώ νυκτός, |
|
Α Μακ. 4,2 |
ὥστε ἐπιβαλεῖν ἐπὶ τὴν παρεμβολὴν τῶν Ἰουδαίων καὶ πατάξαι αὐτοὺς ἄφνω· καὶ οἱ υἱοὶ τῆς ἄκρας ἦσαν αὐτῷ ὁδηγοί. |
Α Μακ. 4,2 |
δια να επιτεθή στο στρατόπεδον των Ιουδαίων και να τους κτυπήση αιφνιδίως. Οι άνδρες της ακροπόλεως Σιών ήσαν στον Γοργίαν οδηγοί. |
|
Α Μακ. 4,3 |
καὶ ἤκουσεν Ἰούδας καὶ ἀπῇρεν αὐτὸς καὶ οἱ δυνατοὶ πατάξαι τὴν δύναμιν τοῦ βασιλέως τὴν ἐν Ἀμμαούς, |
Α Μακ. 4,3 |
Ο Ιούδας επληροφορήθη το σχέδιον τούτο και ανεχώρησεν αυτός με τους γενναίους του άνδρας, δια να κτυπήσουν την στρατιωτικήν δύναμιν του βασιλέως, που ευρίσκετο εις Αμμαούς, |
|
Α Μακ. 4,4 |
ἕως ἔτι αἱ δυνάμεις ἐσκορπισμέναι ἦσαν ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς. |
Α Μακ. 4,4 |
καθ' ον χρόνον ακόμη ο στρατός ήτο διασκορπισμένος μακράν από το στρατόπεδον. |
|
Α Μακ. 4,5 |
καὶ ἦλθε Γοργίας εἰς τὴν παρεμβολὴν Ἰούδα νυκτὸς καὶ οὐδένα εὗρε· καὶ ἐζήτει αὐτοὺς ἐν τοῖς ὄρεσιν, ὅτι εἶπε· φεύγουσιν οὗτοι ἀφ᾿ ἡμῶν. |
Α Μακ. 4,5 |
Ο Γοργίας εν τω μεταξύ ήλθεν στο στρατόπεδον του Ιούδα δια νυκτός, άλλα δεν ευρήκεν εκεί κανένα. Τους ανεζήτησεν εις τα όρη και διότι δεν τους ευρήκεν έλεγεν· “οι Ιουδαίοι φεύγουν τρομοκρατημένοι μακράν από ημάς”. |
|
Α Μακ. 4,6 |
καὶ ἅμα τῇ ἡμέρᾳ ὤφθη Ἰούδας ἐν τῷ πεδίῳ ἐν τρισχιλίοις ἀνδράσι· πλὴν καλύμματα καὶ μαχαίρας οὐκ εἶχον καθὼς ἠβούλοντο. |
Α Μακ. 4,6 |
Οταν όμως εξημέρωσεν ενεφανίσθη ο Ιούδας εις την πεδιάδα με τρεις χιλιάδας άνδρας. Δεν είχαν όμως ασπίδας, δια να καλυφθούν και μαχαίρας, δια να κτυπήσουν τον εχθρόν, όπως αυτοί ήθελαν. |
|
Α Μακ. 4,7 |
καὶ εἶδον παρεμβολὴν ἐθνῶν ἰσχυρὰν τεθωρακισμένην καὶ ἵππον κυκλοῦσαν αὐτήν, καὶ οὗτοι διδακτοὶ πολέμου. |
Α Μακ. 4,7 |
Είδαν την στρατιωτικήν δύναμιν των ειδωλολατρικών εθνών ισχυράν και ωπλισμένην με θώρακας, το δε ιππικόν κύκλω από αυτήν. Διεπίστωσαν δε ότι εκείνοι ήσαν εμπειροπόλεμοι στρατιώται. |
|
Α Μακ. 4,8 |
καὶ εἶπεν Ἰούδας τοῖς ἀνδράσι τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ· μὴ φοβεῖσθε τὸ πλῆθος αὐτῶν καὶ τὸ ὅρμημα αὐτῶν μὴ δειλωθῆτε· |
Α Μακ. 4,8 |
Είπε τότε ο Ιούδας προς τους άνδρας, που είχε μαζή του· “μη φοβείσθε το πλήθος αυτών, και μη δειλιάσετε μπροστά εις την ορμήν των. |
|
Α Μακ. 4,9 |
μνήσθητε πῶς ἐσώθησαν οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν θαλάσσῃ ἐρυθρᾷ, ὅτι ἐδίωξεν αὐτοὺς Φαραὼ ἐν δυνάμει. |
Α Μακ. 4,9 |
Ενθυμηθήτε, πως οι πατέρες μας εσώθησαν εις την Ερυθράν Θαλασσαν, όταν τους κατεδίωξεν ο Φαραώ με τον στρατόν του. |
|
Α Μακ. 4,10 |
καὶ νῦν βοήσωμεν εἰς τὸν οὐρανόν, εἴ πως ἐλεήσει ἡμᾶς καὶ μνησθήσεται διαθήκης πατέρων ἡμῶν καὶ συντρίψει τὴν παρεμβολὴν ταύτην κατὰ πρόσωπον ἡμῶν σήμερον, |
Α Μακ. 4,10 |
Και τώρα ας κραυγάσωμεν προς τον Θεόν του ουρανού πιστεύοντες, ότι θα μας ευσπλαγχνισθή και ότι θα ενθυμηθή την διαθήκην, την οποίαν αυτός συνήψε με τους προγόνους μας και θα συντρίψη την στρατιωτικήν αυτήν δύναμιν ενώπιόν μας σήμερον. |
|
Α Μακ. 4,11 |
καὶ γνώσεται πάντα τὰ ἔθνη ὅτι ἐστὶν ὁ λυτρούμενος καὶ σῴζων τὸν Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 4,11 |
Ετσι δε θα μάθουν όλα τα ειδωλολατρικά έθνη ότι υπάρχει Εκείνος, ο οποίος προστατεύει και σώζει τον ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Α Μακ. 4,12 |
καὶ ᾖραν οἱ ἀλλόφυλοι τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον αὐτοὺς ἐρχομένους ἐξεναντίας |
Α Μακ. 4,12 |
Τα ειδωλολατρικά έθνη εσήκωσαν τα μάτια των και είδαν τους ισραηλίτας να έρχωνται εναντίον των. |
|
Α Μακ. 4,13 |
καὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς παρεμβολῆς εἰς πόλεμον· καὶ ἐσάλπισαν οἱ μετὰ Ἰούδα |
Α Μακ. 4,13 |
Εβγήκαν και αυτοί από το στρατόπεδόν των, δια να πολεμήσουν εναντίον των Ιουδαίων. Οι σαλπιγκταί, που ευρίσκοντο πλησίον του Ιούδα, εσάλπισαν με τας ιεράς των σάλπιγγας δια την μάχην. |
|
Α Μακ. 4,14 |
καὶ συνῆψαν καὶ συνετρίβησαν τὰ ἔθνη καὶ ἔφυγον εἰς τὸ πεδίον, |
Α Μακ. 4,14 |
Οι Ισραηλίται επολέμησαν εναντίον των εχθρών των, τα δε ειδωλολατρικά έθνη νικηθέντα συνετρίβησαν και ετράπησαν εις φυγήν ανά την πεδιάδα. |
|
Α Μακ. 4,15 |
οἱ δὲ ἔσχατοι πάντες ἔπεσον ἐν ῥομφαίᾳ. καὶ ἐδίωξαν αὐτοὺς ἕως Γαζηρὼν καὶ ἕως τῶν πεδίων τῆς Ἰδουμαίας καὶ Ἀζώτου καὶ Ἰαμνείας, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν εἰς ἄνδρας τρισχιλίους. |
Α Μακ. 4,15 |
Οσοι δε από αυτούς απέμειναν τελευταίοι, έπεσαν εν στόματι ρομφαίας και οι Ιουδαίοι τους κατεδίωξαν μέχρι της Γαζηρών, μέχρι των πεδιάδων της Ιδουμαίας και μέχρι της πόλεως Αζώτου και Ιαμνείας. Από την στρατιωτικήν δύναμιν των εχθρών εφονεύθησαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες. |
|
Α Μακ. 4,16 |
καὶ ἐπέστρεψεν Ἰούδας καὶ ἡ δύναμις ἀπὸ τοῦ διώκειν ὄπισθεν αὐτῶν |
Α Μακ. 4,16 |
Ο Ιούδας επέστρεψεν εις τας θέσστου μαζή με το στράτευμά του και εσταμάτησε να καταδιώκη τους εχθρούς. |
|
Α Μακ. 4,17 |
καὶ εἶπε πρὸς τὸν λαόν· μὴ ἐπιθυμήσητε τῶν σκύλων, ὅτι πόλεμος ἐξεναντίας ἡμῶν, |
Α Μακ. 4,17 |
Είπε δε προς τον στρατόν του· “μη κυριευθήτε από την επιθυμίαν των λαφύρων, διότι ο πόλεμος περιμένει απέναντί μας. |
|
Α Μακ. 4,18 |
καὶ Γοργίας καὶ ἡ δύναμις ἐν τῷ ὄρει ἐγγὺς ἡμῶν· ἀλλὰ στῆτε νῦν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν καὶ πολεμήσατε αὐτούς, καὶ μετὰ ταῦτα λάβετε τὰ σκῦλα μετὰ παῤῥησίας. |
Α Μακ. 4,18 |
Ο Γοργίας και η στρατιωτική του δύναμις ευρίσκονται κοντά μας στο όρος, αλλά έχετε θάρρος και κρατηθήτε εμπρός στους εχθρούς μας και πολεμήσατέ τους με ανδρείαν, και αφού τους νικήσετε, ημπορείτε κατόπιν αφόβως να πάρετε τα λάφυρα αυτών”. |
|
Α Μακ. 4,19 |
ἔτι λαλοῦντος Ἰούδα ταῦτα, ὤφθη μέρος τι ἐκκύπτον ἐκ τοῦ ὄρους· |
Α Μακ. 4,19 |
Ενῷ ακόμη ο Ιούδας έλεγε προς τους στρατιώτας του αυτά τα λόγια, παρουσιάσθη προβάλλον από το όρος ένα μέρος του στρατού του Γοργίου. |
|
Α Μακ. 4,20 |
καὶ εἶδεν ὅτι τετρόπωνται, καὶ ἐμπυρίζουσι τὴν παρεμβολήν· ὁ γὰρ καπνὸς ὁ θεωρούμενος ἐνεφάνιζε τὸ γεγονός. |
Α Μακ. 4,20 |
Οι αλλοεθνείς στρατιώται είδαν, ότι οι ιδικοί των είχαν κατατροπωθή και ότι οι Ιουδαίοι είχον παραδώσει στο πυρ το στρατόπεδόν των, διότι ο καπνός, τον οποίον έβλεπαν, επιστοποιούσε το γεγονός αυτό. |
|
Α Μακ. 4,21 |
οἱ δὲ ταῦτα συνιδόντες ἐδειλώθησαν σφόδρα· συνιδόντες δὲ καὶ τὴν Ἰούδα παρεμβολὴν ἐν τῷ πεδίῳ ἑτοίμην εἰς παράταξιν, |
Α Μακ. 4,21 |
Οι Συροι, όταν είδον αυτά, κατελήφθησαν από πολύ μεγάλην δειλίαν· επειδή δε διέκριναν και την στρατιωτικήν δύναμιν του Ιούδα εις την πεδιάδα ετοίμην προς μάχην, |
|
Α Μακ. 4,22 |
ἔφυγον πάντες εἰς γῆν ἀλλοφύλων. |
Α Μακ. 4,22 |
ετράπησαν εις φυγήν όλοι προς την χώραν των Φιλισταίων. |
|
Α Μακ. 4,23 |
καὶ ἀνέστρεψεν Ἰούδας ἐπὶ τὴν σκυλείαν τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔλαβον χρυσίον πολὺ καὶ ἀργύριον καὶ ὑάκινθον καὶ πορφύραν θαλασσίαν καὶ πλοῦτον μέγαν. |
Α Μακ. 4,23 |
Ο Ιούδας χωρίς πλέον να καταδιώξη αυτούς επανήλθε με τους στρατιώτας του, δια να λαφυραγωγήσουν το εχθρικόν στρατόπεδον. Εκεί ευρήκαν πράγματι και επήραν πολύν χρυσόν και άργυρον, υφάσματα υακίνθινα και αλλά βαμμένα με πορφύραν θαλασσίαν και πολύν πλούτον. |
|
Α Μακ. 4,24 |
καὶ ἐπιστραφέντες ὕμνουν καὶ εὐλόγουν εἰς οὐρανὸν ὅτι καλόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. |
Α Μακ. 4,24 |
Καθώς επέστρεφαν από την μάχην αυτήν υμνολογούσαν τον Θεόν και ευλογούσαν αυτόν επαναλαμβάνοντες ως επωδόν του ύμνου των την φράσιν· “ότι καλόνι ότι στον αιώνα το έλεος αυτού”. |
|
Α Μακ. 4,25 |
καὶ ἐγένετο σωτηρία μεγάλη τῷ Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. |
Α Μακ. 4,25 |
Ετσι δε επραγματοποιήθη μεγάλη σωτηρία στον ισραηλιτικόν λαόν κατά την ημέραν εκείνην. |
|
Α Μακ. 4,26 |
Ὅσοι δὲ τῶν ἀλλοφύλων διεσώθησαν, παραγενηθέντες ἀπήγγειλαν τῷ Λυσίᾳ πάντα τὰ συμβεβηκότα. |
Α Μακ. 4,26 |
Οσοι από τους εχθρούς διεσώθησαν, ήλθαν και ανήγγειλαν στον Λυσίαν όλα τα τραγικά αυτά γεγονότα. |
|
Α Μακ. 4,27 |
ὁ δὲ ἀκούσας συνεχύθη καὶ ἠθύμει, ὅτι οὐχ οἷα ἤθελε, τοιαῦτα γεγόνει τῷ Ἰσραήλ, καὶ οὐχ οἷα ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ βασιλεύς, τοιαῦτα ἐξέβη. |
Α Μακ. 4,27 |
Ο Λυσίας, όταν τα ήκουσε, περιέπεσεν εις σύγχυσιν και αθυμίαν, διότι δεν επραγματοποιήθησαν εναντίον των Ισραηλιτών εκείνα, τα οποία αυτός ήθελε και τα πράγματα δεν εξειλίχθησαν, όπως είχε δώσει εντολήν ο βασιλεύς Αντίοχος. |
|
Α Μακ. 4,28 |
καὶ ἐν τῷ ἐχομένῳ ἐνιαυτῷ συνελόχισεν ὁ Λυσίας ἀνδρῶν ἐπιλέκτων ἑξήκοντα χιλιάδας καὶ πεντακισχιλίαν ἵππον, ὥστε ἐκπολεμῆσαι αὐτούς. |
Α Μακ. 4,28 |
Κατά το επόμενον έτος ο Λυσίας εστρατολόγησεν εκλεκτούς άνδρας εξήκοντα χιλιάδας και πέντε χιλιάδας ιππείς, δια να καταπολεμήση και νικήση οριστικώς τους Ιουδαίους |
|
Α Μακ. 4,29 |
καὶ ἦλθον εἰς τὴν Ἰδουμαίαν καὶ παρενέβαλον ἐν Βαιθσούροις, καὶ συνήντησεν αὐτοῖς Ἰούδας ἐν δέκα χιλιάσιν ἀνδρῶν. |
Α Μακ. 4,29 |
Αυτοί ήλθαν εις την Ιδουμαίαν και εστρατοπέδευσαν εις Βαιθσούραν. Ο Ιούδας εξήλθεν εναντίον αυτών με δέκα χιλιάδες ανδρών. |
|
Α Μακ. 4,30 |
καὶ εἶδε τὴν παρεμβολὴν ἰσχυρὰν καὶ προσηύξατο καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς εἶ ὁ σωτὴρ τοῦ Ἰσραὴλ ὁ συντρίψας τὸ ὅρμημα τοῦ δυνατοῦ ἐν χειρὶ τοῦ δούλου σου Δαυὶδ καὶ παρέδωκας τὴν παρεμβολὴν τῶν ἀλλοφύλων εἰς χεῖρας Ἰωνάθαν υἱοῦ Σαοὺλ καὶ τοῦ αἴροντος τὰ σκεύη αὐτοῦ· |
Α Μακ. 4,30 |
Είδε την ισχυράν αυτήν στρατιωτικήν δύναμιν, προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπεν· “Ευλογημένος είσαι συ, Κυριε, ο σωτήρ του ισραηλιτικού λαού, ο οποίος κάποτε άλλοτε συνέτριψας την δύναμιν του ισχυρού Γολιάθ με το χέρι του δούλου σου του Δαυίδ. Εις άλλην δε περίστασιν παρέδωκες υλοκληρον το στρατόπεδον των Φιλισταίων εις τα χέρια του Ιωνάθαν, υιού του Σαούλ, και του υπασπιστού του. |
|
Α Μακ. 4,31 |
οὕτω σύγκλεισον τὴν παρεμβολὴν ταύτην ἐν χειρὶ λαοῦ σου Ἰσραήλ, καὶ αἰσχυνθήτωσαν ἐπὶ τῇ δυνάμει καὶ τῇ ἵππῳ αὐτῶν· |
Α Μακ. 4,31 |
Ετσι και τώρα κλείσε από όλα τα μέρη και παράδωσε εις τα χέρια του ισραηλιτικού λαού σου την στρατιωτικήν αυτήν δύναμιν. Οι δε εχθροί νικημένοι ας κατεντροπιαστούν παρ' όλην αυτών την μεγάλην δύναμιν πεζικού και ιππικού. |
|
Α Μακ. 4,32 |
δὸς αὐτοῖς δειλίαν καὶ τῆξον θράσος ἰσχύος αὐτῶν, καὶ σαλευθήτωσαν τῇ συντριβῇ αὐτῶν· |
Α Μακ. 4,32 |
Βαλε εις αυτούς δειλίαν, διάλυσε το θράσος και την εμπιστοσύνην των εις την μεγάλην των δύναμιν, στείλε κλονισμόν και σύγχυσιν κατά την συντριβήν των, |
|
Α Μακ. 4,33 |
κατάβαλε αὐτοὺς ῥομφαίᾳ ἀγαπώντων σε, καὶ αἰνεσάτωσάν σε πάντες οἱ εἰδότες τὸ ὄνομά σου ἐν ὕμνοις. |
Α Μακ. 4,33 |
κατάβαλε αυτούς δια της ρομφαίας εκείνων, οι οποίοι σε αγαπούν, και όλοι όσοι πιστεύουν και λατρεύουν το δοξασμένον σου Ονομα ας σε δοξολογήσουν με ύμνους ευχαριστίας”. |
|
Α Μακ. 4,34 |
καὶ συνέβαλον ἀλλήλοις, καὶ ἔπεσον ἐκ τῆς παρεμβολῆς Λυσίου εἰς πεντακισχιλίους ἄνδρας καὶ ἔπεσον ἐξ ἐναντίας αὐτῶν. |
Α Μακ. 4,34 |
Οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν. Από το στρατόπεδον του Λυσίου έπεσαν πέντε χιλιάδες άνδρες νεκροί ενώπιον των Ισραηλιτών. |
|
Α Μακ. 4,35 |
ἰδὼν δὲ Λυσίας τὴν γενομένην τροπὴν τῆς αὐτοῦ συντάξεως, τῆς δὲ Ἰούδα τὸ γεγενημένον θάρσος καὶ ὡς ἕτοιμοί εἰσιν ἢ ζῆν ἢ τεθνάναι γενναίως, ἀπῇρεν εἰς Ἀντιόχειαν καὶ ἐξενολόγει, καὶ πλεονάσας τὸν γενηθέντα στρατὸν ἐλογίζετο πάλιν παραγενέσθαι εἰς τὴν Ἰουδαίαν. |
Α Μακ. 4,35 |
Ο Λυσίας, όταν είδε την κατατρόπωσιν και συντριβήν του στρατού του, εξ άλλου δε διεπίστωσε και το ατρόμητον θάρρος των στρατιωτών του Ιούδα, και ότι εκείνοι είναι έτοιμοι να ζήσουν ελεύθεροι η να αποθάνουν γενναίως μαχόμενοι, ανεχώρησε δια την Αντιόχειαν. Κατά την επάνοδόν του εστρατολογούσε διαφόρους ξένους άνδρας. Οταν δε ο στρατός του ηυξήθη πολύ, εσκέφθη και πάλιν να επανέλθη εναντίον της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 4,36 |
Εἶπε δὲ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· ἰδοὺ συνετρίβησαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν, ἀναβῶμεν καθαρίσαι τὰ ἅγια καὶ ἐγκαινίσαι. |
Α Μακ. 4,36 |
Επειτα από τα γεγονότα αυτά είπεν ο Ιούδας και οι αδελφοί του· “ιδού οι εχθροί μας έχουν συντριβή, ας αναβώμεν, λοιπόν, εις Ιεροσόλυμα, δια να καθαρίσωμεν τον ιερόν τόπον του ναού μας και κατόπιν να κάμωμεν εγκαίνια νέα. |
|
Α Μακ. 4,37 |
καὶ συνήχθη ἡ παρεμβολὴ πᾶσα καὶ ἀνέβησαν εἰς ὄρος Σιών. |
Α Μακ. 4,37 |
Συνεκεντρώθησαν τότε όλοι οι στρατιώται των Ιουδαίων και ανέβησαν στο όρος Σιών. |
|
Α Μακ. 4,38 |
καὶ εἶδον τὸ ἁγίασμα ἠρημωμένον καὶ τὸ θυσιαστήριον βεβηλωμένον καὶ τὰς πύλας κατακεκαυμένας καὶ ἐν ταῖς αὐλαῖς φυτὰ πεφυκότα ὡς ἐν δρυμῷ ἢ ὡς ἑνὶ τῶν ὀρέων καὶ τὰ παστοφόρια καθῃρημένα. |
Α Μακ. 4,38 |
Είδον δε εκεί τον ιερόν ναόν έρημον, το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων βεβηλωμένον, τας θύρας του ναού καμμένας από τον εμπρησμόν και εις τας αυλάς του ναού είχαν φυτρώσει χορτάρια, όπως στο δάσος η εις κανένα όρος. Επίσης τα δωμάτια τα παραπλεύρως του ναού ήσαν κρημνισμένα. |
|
Α Μακ. 4,39 |
καὶ διέῤῥηξαν τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐκόψαντο κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπέθεντο σποδὸν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῶν |
Α Μακ. 4,39 |
Επόνεσεν η καρδιά των, και επάνω στο πένθος των διέρρηξαν τα ιμάτιά των, έβαλαν στάκτην εις την κεφαλήν των |
|
Α Μακ. 4,40 |
καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι τῶν σημασιῶν καὶ ἐβόησαν εἰς τὸν οὐρανόν. |
Α Μακ. 4,40 |
και έπεσαν με το πρόσωπον κατά γης. Εσάλπισαν τότε αι ιεραί σάλπιγγες τα επίκαιρα συνθήματα και όλοι με θερμήν προσευχήν εβόησαν προς τον Θεόν του ουρανού. |
|
Α Μακ. 4,41 |
τότε ἐπέταξεν Ἰούδας ἄνδρας πολεμεῖν τοὺς ἐν τῇ ἄκρᾳ, ἕως ἂν καθαρίσῃ τὰ ἅγια. |
Α Μακ. 4,41 |
Ο Ιούδας διέταξε κατά την ώραν εκείνην ένα τμήμα από τους στρατιώτας του να πολεμή τους Συρους, οι οποίοι ήσαν κλεισμένοι εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, έως ότου φροντίση αυτός και φέρη εις πέρας σύμφωνα με τον Νομον τον καθαρισμόν των αγίων τόπων. |
|
Α Μακ. 4,42 |
καὶ ἐπέλεξεν ἱερεῖς ἀμώμους θελητὰς νόμου, |
Α Μακ. 4,42 |
Κατόπιν εξέλεξεν ιερείς αρτιμελείς και υγιείς σωματικώς και ζηλωτάς του Νομου. |
|
Α Μακ. 4,43 |
καὶ ἐκαθάρισαν τὰ ἅγια καὶ ᾖραν τοὺς λίθους τοῦ μιασμοῦ εἰς τόπον ἀκάθαρτον. |
Α Μακ. 4,43 |
Αυτοί εκαθάρισαν τον ναόν, εσήκωσαν και επέταξαν τους μολυσμένους, λίθους εις τόπον ακάθαρτον. |
|
Α Μακ. 4,44 |
καὶ ἐβουλεύσαντο περὶ τοῦ θυσιαστηρίου τῆς ὁλοκαυτώσεως τοῦ βεβηλωμένου, τί αὐτῷ ποιήσωσι· |
Α Μακ. 4,44 |
Εσκέφθησαν δε και δια το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, που είχε και αυτό βεβηλωθή, τι έπρεπε να κάμουν. |
|
Α Μακ. 4,45 |
καὶ ἐπέπεσεν αὐτοῖς βουλὴ ἀγαθὴ καθελεῖν αὐτό, μήποτε γένηται αὐτοῖς εἰς ὄνειδος, ὅτι ἐμίαναν τὰ ἔθνη αὐτό· καὶ καθεῖλον τὸ θυσιαστήριον. |
Α Μακ. 4,45 |
Τους ήλθεν η καλή έμπνευσις και απόφασις να το κρημνίσουν, διότι εάν το άφηναν έτσι μολυσμένον από τους ειδωλολάτρας, ίσως να εγίνετο αφορμή χλευασμού δι' αυτούς τους ιδίους και άλλων ακόμη δυστυχημάτων. Πράγματι εκρήμνισαν το θυσιαστήριον. |
|
Α Μακ. 4,46 |
καὶ ἀπέθεντο τοὺς λίθους ἐν τῷ ὄρει τοῦ οἴκου ἐν τόπῳ ἐπιτηδείῳ μέχρι τοῦ παραγενηθῆναι προφήτην τοῦ ἀποκριθῆναι περὶ αὐτῶν. |
Α Μακ. 4,46 |
Τους λίθους του θυσιαστηρίου μετέφεραν και απέθεσαν εις ένα μέρος του λόφου εις κατάλληλον τόπον, εν αναμονή προφήτου του Θεού, ο οποίος θα καθωδηγούσε αυτούς, τι πρέπει να τους κάμουν. |
|
Α Μακ. 4,47 |
καὶ ἔλαβον λίθους ὁλοκλήρους κατὰ τὸν νόμον καὶ ᾠκοδόμησαν τὸ θυσιαστήριον καινὸν κατὰ τὸ πρότερον. |
Α Μακ. 4,47 |
Επειτα επήραν άλλους λίθους, σύμφωνα με τον Νομον ακατεργάστους, και ανοικοδόμησαν νέον θυσιαστήριον όμοιον προς το προηγούμενον. |
|
Α Μακ. 4,48 |
καὶ ᾠκοδόμησαν τὰ ἅγια καὶ τὰ ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ τὰς αὐλὰς ἡγίασαν. |
Α Μακ. 4,48 |
Επίσης ανοικοδόμησαν τους ιερούς τόπους, το εσωτερικόν του ναού, εκαθάρισαν δε και ηγίασαν και τας αυλάς του ναού. |
|
Α Μακ. 4,49 |
καὶ ἐποίησαν σκεύη ἅγια καινὰ καὶ εἰσήνεγκαν τὴν λυχνίαν καὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν θυμιαμάτων καὶ τὴν τράπεζαν εἰς τὸν ναόν. |
Α Μακ. 4,49 |
Κατεσκεύασαν νέα ιερά σκεύη, έφεραν εντός του ναού την λυχνίαν, το θυσιαστήριον των θυμιαμάτων και την τράπεζαν της προθέσεως. |
|
Α Μακ. 4,50 |
καὶ ἐθυμίασαν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐξῆψαν τοὺς λύχνους τοὺς ἐπὶ τῆς λυχνίας, καὶ ἐφαίνοσαν ἐν τῶ ναῷ. |
Α Μακ. 4,50 |
Προσέφεραν κατόπιν επάνω στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων θυμίαμα, ήναψαν τους λύχνους, οι οποίοι ευρίσκοντο επάνω εις την λυχνίαν, και ετσι εφώτισαν τον ναόν. |
|
Α Μακ. 4,51 |
καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν ἄρτους καὶ ἐξεπέτασαν τὰ καταπετάσματα καὶ ἐτέλεσαν πάντα τὰ ἔργα, ἃ ἐποίησαν. |
Α Μακ. 4,51 |
Εθεσαν επάνω εις την τράπεζαν της προθέσεως τους άρτους, εκρέμασαν και ανεπέτασαν τα παραπετάσματα και γενικώς ετέλεσαν όλα τα έργα, τα οποία είχαν αναλάβει να κάμουν. |
|
Α Μακ. 4,52 |
καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ μηνὸς τοῦ ἐνάτου (οὗτος ὁ μὴν Χασελεῦ) τοῦ ὀγδόου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἔτους |
Α Μακ. 4,52 |
Εσηκώθηκαν δε λίαν πρωί κατά την εικοστήν πέμπτην του εννάτου μηνός (αυτός ο μην λέγεται Χασελεύ) κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν όγδοον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών, |
|
Α Μακ. 4,53 |
καὶ ἀνήνεγκαν θυσίαν κατὰ τὸν νόμον ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων τὸ καινόν, ὃ ἐποίησαν. |
Α Μακ. 4,53 |
και προσέφεραν θυσίας σύμφωνα με τον μωσαϊκόν νόμον επάνω στο νέον θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, το οποίον είχαν ανοικοδομήσει. |
|
Α Μακ. 4,54 |
κατὰ τὸν καιρὸν καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν, ἐν ᾗ ἐβεβήλωσαν αὐτὸ τὰ ἔθνη, ἐν ἐκείνῃ ἐνεκαινίσθη ἐν ᾠδαῖς καὶ κιθάραις καὶ κινύραις καὶ ἐν κυμβάλοις. |
Α Μακ. 4,54 |
Κατά τον τον αυτόν μήνα και την αυτήν ημέραν, κατά την οποίαν τα ειδωλολατρικά έθνη είχαν βεβηλώσει το θυσιαστήριον τούτο και τον ναόν, κατά την ιδίαν ημέραν έγιναν τα εγκαίνιά των με ψαλμούς και κιθάρας και άρπας και κύμβαλα. |
|
Α Μακ. 4,55 |
καὶ ἔπεσον πᾶς ὁ λαὸς ἐπὶ πρόσωπον καὶ προσεκύνησαν καὶ εὐλόγησαν εἰς οὐρανὸν τὸν εὐοδώσαντα αὐτοῖς. |
Α Μακ. 4,55 |
Ολος δε ο ιουδαϊκός λαός έπεσε με το πρόσωπον κατά γης και προσεκύνησαν τον Θεόν και απηύθυναν ύμνους δοξολογίας προς τον ουρανόν εις Εκείνον, ο οποίος κατευώδωσε τα έργα των. |
|
Α Μακ. 4,56 |
καὶ ἐποίησαν τὸν ἐγκαινισμὸν τοῦ θυσιαστηρίου ἡμέρας ὀκτὼ καὶ προσήνεγκαν ὁλοκαυτώματα μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ ἔθυσαν θυσίαν σωτηρίου καὶ αἰνέσεως. |
Α Μακ. 4,56 |
Διήρκεσαν τα εγκαίνια του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων επί οκτώ ημέρας, κατά τας οποίας προσέφεραν ολοκαυτώματα με μεγάλην χαράν και θυσίας σωτηρίους και δοξολογίας προς τον Θεόν. |
|
Α Μακ. 4,57 |
καὶ κατεκόσμησαν τὸ κατὰ πρόσωπον τοῦ ναοῦ στεφάνοις χρυσοῖς καὶ ἀσπιδίσκαις καὶ ἐνεκαίνισαν τὰς πύλας καὶ τὰ παστοφόρια καὶ ἐθύρωσαν αὐτά. |
Α Μακ. 4,57 |
Εκόσμησαν δε πλουσίως την εμπροσθίαν όψιν του ναού με χρυσούς στεφάνους, με μικράς ασπίδας και έκαμαν τα εγκαίνια των θυρών και των διαμερισμάτων, που ευρίσκοντο παραπλεύρως του ναού, εις τα οποία και ετοποθέτησαν τας θύρας. |
|
Α Μακ. 4,58 |
καὶ ἐγενήθη εὐφροσύνη μεγάλη ἐν τῷ λαῷ σφόδρα, καὶ ἀπεστράφη ὄνειδος ἐθνῶν. |
Α Μακ. 4,58 |
Εγινε δε και επεκράτησε πολύ μεγάλη χαρά μεταξύ του λαού, διότι εξηλείφθη το όνειδος και η καταισχύνη, την οποίαν τα ειδωλολατρικά έθνη είχον επισωρεύσει στον ναόν. |
|
Α Μακ. 4,59 |
καὶ ἔστησεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ πᾶσα ἡ ἐκκλησία Ἰσραήλ, ἵνα ἄγωνται αἱ ἡμέραι ἐγκαινισμοῦ τοῦ θυσιαστηρίου ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν ἐνιαυτὸν κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἡμέρας ὀκτώ, ἀπὸ τῆς πέμπτης καὶ εἰκάδος τοῦ μηνὸς Χασελεῦ, μετ᾿ εὐφροσύνης καὶ χαρᾶς. |
Α Μακ. 4,59 |
Ο Ιούδας, οι αδελφοί του και όλος ο λαός των Ισραηλιτών καθιέρωσαν να τελούνται εορταί των εγκαινίων του ναού και του θυσιαστηρίου εις ωρισμένην εποχήν κάθε έτος από της εικοστής πέμπτης του μηνός Χασελεύ επί οκτώ ημέρας με μεγάλην χαράν και ευφροσύνην. |
|
Α Μακ. 4,60 |
καὶ ᾠκοδόμησαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τὸ ὄρος Σιών, κυκλόθεν τείχη ὑψηλὰ καὶ πύργους ὀχυρούς, μή ποτε παραγενηθέντα τὰ ἔθνη καταπατήσωσιν αὐτά, ὡς ἐποίησαν τὸ πρότερον. |
Α Μακ. 4,60 |
Κατ' εκείνην δε την εποχήν ανοικοδόμησαν γύρω από τυν λόφον Σιών εν Ιερουσαλήμ υψηλά τείχη και επάνω εις αυτά ύψωσαν υψηλούς πύργους, δια να μη επέλθουν πλέον τα ειδωλολατρικά έθνη, όπως και προηγουμένως έκαναν, και καταπατήσουν τους ιερούς αυτούς τύπους. |
|
Α Μακ. 4,61 |
καὶ ἐπέταξεν ἐκεῖ δύναμιν τηρεῖν αὐτὸ καὶ ὠχύρωσαν αὐτὸ τηρεῖν τὴν Βαιθσούραν τοῦ ἔχειν τὸν λαὸν ὀχύρωμα κατὰ πρόσωπον τῆς Ἰδουμαίας. |
Α Μακ. 4,61 |
Ο Ιούδας εγκατέστησε και ετακτοποίησε τμήμα στρατού εκεί, δια να φρουρή και το ωχύρωσε, δια να φυλάττη την Βαιθσούραν, ώστε να έχη ο λαός ένα οχυρόν τόπον εναντίον της Ιδουμαίας. |
|
Κεφάλαιο 5ο |
Α Μακ. 5,1 |
Καὶ ἐγένετο ὅτε ἤκουσαν τὰ ἔθνη κυκλόθεν ὅτι ᾠκοδομήθη τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐνεκαινίσθη τὸ ἁγίασμα ὡς τὸ πρότερον, καὶ ὠργίσθησαν σφόδρα |
Α Μακ. 5,1 |
Οταν τα γύρω από την Ιουδαίαν ειδωλολατρικά έθνη επληροφορήθησαν, ότι ανοικοδομήθη το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, ότι έγινεν η αποκατάστασις του ναού, όπως ήτο προηγουμένως και ετελέσθησαν και τα εγκαίνια αυτού, ωργίσθησαν πάρα πολύ. |
|
Α Μακ. 5,2 |
καὶ ἐβουλεύσαντο τοῦ ἆραι τὸ γένος Ἰακώβ τοὺς ὄντας ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ ἤρξαντο τοῦ θανατοῦν ἐν τῷ λαῷ καὶ ἐξαίρειν. |
Α Μακ. 5,2 |
Εσκέφθησαν, λοιπόν, και απεφάσισαν να εξολοθρεύσουν το γένος των Ισραηλιτών, τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο μεταξύ αυτών. Ηρχισαν δε και να θανατώνουν πολλούς μεταξύ του λαού και να τους εξολοθρεύουν. |
|
Α Μακ. 5,3 |
καὶ ἐπολέμει Ἰούδας πρὸς τοὺς υἱοὺς Ἡσαῦ ἐν τῇ Ἰδουμαίᾳ, τὴν Ἀκραβαττήνην, ὅτι περιεκάθηντο τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς πληγὴν μεγάλην καὶ συνέστειλεν αὐτοὺς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν. |
Α Μακ. 5,3 |
Ο Ιούδας ήρχισε τον πόλεμόν του εναντίον των απογόνων του Ησαύ εις την Ιδουμαίαν και συγκεκριμένως εις την Ακραβαττήνην, διότι εκεί είχον περικλείσει ως εις κλοιόν τους Ισραηλίτας. Εκτύπησεν αυτούς και τους επέφερε μεγάλην φθοράν, τους εταπείνωσε και επήρε λάφυρα από αυτούς. |
|
Α Μακ. 5,4 |
καὶ ἐμνήσθη τῆς κακίας υἱῶν Βαιάν, οἳ ἦσαν τῷ λαῷ εἰς παγίδα καὶ εἰς σκάνδαλον ἐν τῷ ἐνεδρεύειν αὐτοὺς ἐν ταῖς ὁδοῖς· |
Α Μακ. 5,4 |
Ο Ιούδας ενεθυμήθη επίσης την κακότητα των υιών του Βαιάν, οι οποίοι είχαν καταντήσει παγίς δια τον Ισραηλιτικόν λαόν και κίνδυνος με τας ενέδρας, τας οποίας έστηναν στους δρόμους εναντίον των Ισραηλιτών. |
|
Α Μακ. 5,5 |
καὶ συνεκλείσθησαν ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐν τοῖς πύργοις, καὶ παρενέβαλεν ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἀνεθεμάτισεν αὐτοὺς καὶ ἐνεπύρισε τοὺς πύργους αὐτῆς ἐν πυρὶ σὺν πᾶσι τοῖς ἐνοῦσι. |
Α Μακ. 5,5 |
Τους περιεκύκλωσεν στους πύργους των, παρετάχθη εναντίον αυτών και τους παρέδωσεν στο ανάθεμα. Επειτα δε έθεσε πυρ στους πύργους της πόλεώς των, κατέκαυσεν αυτούς μαζή με όλους όσοι ευρίσκοντο έντος αυτών. |
|
Α Μακ. 5,6 |
καὶ διεπέρασεν ἐπὶ τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν καὶ εὗρε χεῖρα κραταιὰν καὶ λαὸν πολὺν καὶ Τιμόθεον ἡγούμενον αὐτῶν· |
Α Μακ. 5,6 |
Επειτα διεπέρασε και ήλθεν εναντίον των Αμμωνιτών. Εκεί όμως ευρήκεν ισχυράν δύναμιν στρατού και λαόν πολυάριθμον με αρχηγόν όλων αυτών τον Τιμόθεον. |
|
Α Μακ. 5,7 |
καὶ συνῆψε πρὸς αὐτοὺς πολέμους πολλούς, καὶ συνετρίβησαν πρὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτούς. |
Α Μακ. 5,7 |
Συνήψε πολλάς μάχας εναντίον αυτών, εκείνοι εν τέλει συνετρίβησαν ενώπιόν του και αυτός τους κατέκοψε. |
|
Α Μακ. 5,8 |
καὶ προκατελάβετο τὴν Ἰαζὴρ καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς καὶ ἀνέστρεψεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν. |
Α Μακ. 5,8 |
Κατέλαβεν επίσης την πάλιν Ιαζήρ και τας εξαρτωμένας από αυτήν, ως θυγατέρας της, κώμας και κατόπιν επέστρεψεν εις την Ιουδαίαν. |
|
Α Μακ. 5,9 |
Καὶ ἐπισυνήχθησαν τὰ ἔθνη τὰ ἐν τῇ Γαδαὰδ ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ τοὺς ὄντας ἐπὶ τοῖς ὁρίοις αὐτῶν τοῦ ἐξᾶραι αὐτούς, καὶ ἔφυγον εἰς Δάθεμα τὸ ὀχύρωμα. |
Α Μακ. 5,9 |
Τα άλλα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκοντο εις την περιοχήν Γαλαάδ, συνεκεντρώθησαν και επετέθησαν εναντίον των Ισραηλιτών, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος της χώρας των, δια να τους εξαφανίσουν. Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την περιοχήν Γαλαάδ, κατέφυγον εις ένα οχυρόν, την Δαθεμα. |
|
Α Μακ. 5,10 |
καὶ ἀπέστειλαν γράμματα πρὸς Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ λέγοντες· ἐπισυνηγμένα ἐστὶν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν τοῦ ἐξᾶραι ἡμᾶς |
Α Μακ. 5,10 |
Από εκεί έστειλαν επιστολάς προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του, προς τους οποίους έγραφαν· “τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία ευρίσκονται γύρω μας, έχουν συγκεντρωθή εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. |
|
Α Μακ. 5,11 |
καὶ ἑτοιμάζονται ἐλθεῖν καὶ προκαταλαβέσθαι τὸ ὀχύρωμα, εἰς ὃ κατεφύγομεν, καὶ Τιμόθεος ἡγεῖται τῆς δυνάμεως αὐτῶν· |
Α Μακ. 5,11 |
Ετοιμάζονται να έλθουν και να καταλάβουν το οχύρωμα, στο οποίον δια λόγους ασφαλείας κατεφύγαμεν. Ο Τιμόθεος δε είναι αρχηγός αυτού του στρατού. |
|
Α Μακ. 5,12 |
νῦν οὖν ἐλθὼν ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐκ χειρὸς αὐτῶν, ὅτι πέπτωκεν ἐξ ἡμῶν πλῆθος, |
Α Μακ. 5,12 |
Τωρα, λοιπόν, έλα, δια να μας γλυτώσης από τα χέρια αυτών, διότι μέχρι σήμερον ένα πολύ πλήθος ιδικών μας ανθρώπων έχει φονευθή. |
|
Α Μακ. 5,13 |
καὶ πάντες οἱ ἀδελφοὶ ἡμῶν οἱ ὄντες ἐν τοῖς Τωβίου τεθανάτωνται, καὶ ᾐχμαλωτίκασι τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα καὶ τὴν ἀποσκευήν, καὶ ἀπώλεσαν ἐκεῖ ὡσεὶ μίαν χιλιαρχίαν ἀνδρῶν. |
Α Μακ. 5,13 |
Και όλοι οι αδελφοί μας, οι οποίοι ευρίσκονται εις την χώραν του Τωβίου, την Τωβ, εφονεύθησαν, αι δε γυναίκες των έχουν απαχθή αιχμάλωτοι από τους εχθρούς μας, όπως επίσης και τα τέκνα των. Αι περιουσίαι των έχουν λαφυραγωγηθή και έχασαν εκεί φονευθέντας χιλίους περίπου άνδρας”. |
|
Α Μακ. 5,14 |
ἔτι αἱ ἐπιστολαὶ ἀνεγινώσκοντο, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι ἕτεροι παρεγένοντο ἐκ τῆς Γαλιλαίας διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια ἀπαγγέλλοντες κατὰ τὰ ῥήματα ταῦτα λέγοντες |
Α Μακ. 5,14 |
Ενῷ ακόμη ανεγινώσκοντο αυταί αι επιστολαί, ιδού κατέφθασαν άλλοι αγγελιαφόροι από την Γαλιλαίαν με διερρηγμένα τα ιμάτιά των και οι οποίοι έφερον παρομοίας προς τας ανωτέρω δυσαρέστους ειδήσεις και έλεγαν· |
|
Α Μακ. 5,15 |
ἐπισυνῆχθαι ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐκ Πτολεμαΐδος καὶ Τύρου καὶ Σιδῶνος καὶ πάσης Γαλιλαίας ἀλλοφύλων τοῦ ἐξαναλῶσαι ἡμᾶς. |
Α Μακ. 5,15 |
“Εχουν συγκεντρωθή από την Πτολεμαΐδα, την Τυρον, την Σιδώνα και από όλην την Γαλιλαίαν των ειδωλολατρικών εθνών άνδρες πολεμισταί, δια να μας εξολοθρεύσουν”. |
|
Α Μακ. 5,16 |
ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰούδας καὶ ὁ λαὸς τοὺς λόγους τούτους, ἐπισυνήχθη ἐκκλησία μεγάλη βουλεύσασθαι τί ποιήσωσι τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν, τοῖς οὖσιν ἐν θλίψει καὶ πολεμουμένοις ὑπ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 5,16 |
Οταν ο Ιούδας και ο Ισραηλιτικός λαός ήκουσαν τας ειδήσεις αυτάς, συνηθροίσθησαν εις μεγάλην συγκέντρωσιν, δια να σκεφθούν και αποφασίσουν, τι πρέπει να κάμουν υπέρ των αδελφών των αυτών, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τόσον μεγάλην θλίψιν πολεμούμενοι από τους εχθρούς των. |
|
Α Μακ. 5,17 |
καὶ εἶπεν Ἰούδας Σίμωνι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· ἐπίλεξον σεαυτῷ ἄνδρας καὶ πορεύου καὶ ῥῦσαι τοὺς ἀδελφούς σου τοὺς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· ἐγὼ δὲ καὶ Ἰωνάθαν ὁ ἀδελφός μου πορευσόμεθα εἰς τὴν Γαλααδῖτιν. |
Α Μακ. 5,17 |
Ο Ιούδας είπεν στον αδελφόν του τον Σιμωνα· “διάλεξε και πάρε υπό την αρχηγίαν σου εκλεκτούς πολεμιστάς άνδρας και πήγαινε να γλυτώσης τους αδελφούς σου, που ευρίσκονται εις την Γαλιλαίαν. Εγώ δε και ο Ιωνάθαν ο αδελφός μου θα μεταβώμεν εις την χώραν Γαλαάδ”. |
|
Α Μακ. 5,18 |
καὶ κατέλιπεν Ἰώσηφον τὸν τοῦ Ζαχαρίου καὶ Ἀζαρίαν ἡγουμένους τοῦ λαοῦ μετὰ τῶν ἐπιλοίπων τῆς δυνάμεως ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ εἰς τήρησιν |
Α Μακ. 5,18 |
Αφήκε δε ο Ιούδας τον Ιώσηφον, υιόν του Ζαχαρίου, και τον Αζαρίαν αρχηγούς του λαού, ίνα με την υπόλοιπον στρατιωτικήν δύναμιν περιφρουρούν την Ιουδαίαν από ενδεχομένας επιθέσεις των εχθρών. |
|
Α Μακ. 5,19 |
καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· πρόστητε τοῦ λαοῦ τούτου καὶ μὴ συνάψητε πόλεμον πρὸς τὰ ἔθνη ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι ἡμᾶς. |
Α Μακ. 5,19 |
Τους έδωσε δε και αυτήν την εντολήν και είπε· “Θα είσθε οι αρχηγοί του λαού τούτου. Προσέχετε όμως να μη κινήσετε πόλεμον εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, μέχρις ότου επιστρέψωμεν ημείς”. |
|
Α Μακ. 5,20 |
καὶ ἐμερίσθησαν Σίμωνι ἄνδρες τρισχίλιοι τοῦ πορευθῆναι εἰς τὴν Γαλιλαίαν, Ἰούδᾳ δὲ ἄνδρες ὀκτακισχίλιοι εἰς τὴν Γαλααδῖτιν. |
Α Μακ. 5,20 |
Διεμοιράσθη δε η στρατιωτική δύναμις των ανδρών και εις μεν τον Σιμωνα εδόθησαν τρεις χιλιάδες άνδρες, δια να μεταβή εις την Γαλιλαίαν, εις δε τον Ιούδαν εδόθησαν οκτώ χιλιάδες άνδρες, δια να εκστρατευση εις την χώραν Γαλαάδ. |
|
Α Μακ. 5,21 |
καὶ ἐπορεύθη Σίμων εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ συνῆψε πολέμους πολλοὺς πρὸς τὰ ἔθνη, καὶ συνετρίβη τὰ ἔθνη ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, |
Α Μακ. 5,21 |
Ο Σιμων εβάδισεν εναντίον της Γαλιλαίας, έκαμε πολλούς πολέμους εναντίον των ειδωλολατρικών εθνών, τα δε ειδωλολατρικά έθνη συνετρίβησαν ενώπιόν του. |
|
Α Μακ. 5,22 |
καὶ ἐδίωξεν αὐτοὺς ἕως τῆς πύλης Πτολεμαΐδος. καὶ ἔπεσον ἐκ τῶν ἐθνῶν εἰς τρισχιλίους ἄνδρας, καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν. |
Α Μακ. 5,22 |
Ο Σιμων τους κατεδίωξεν έως εις τας πύλας της Πτολεμαΐδος. Επεσαν δε από τα ειδωλολατρικά έθνη τρεις περίπου χιλιάδες άνδρες και επήρε τα λάφυρα αυτών. |
|
Α Μακ. 5,23 |
καὶ παρέλαβε τοὺς ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ καὶ ἐν Ἀρβάττοις σὺν ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις καὶ πάντα, ὅσα ἦν αὐτοῖς, καὶ ἤγαγεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν μετ᾿ εὐφροσύνης μεγάλης. |
Α Μακ. 5,23 |
Ο δε Σιμων επήρε τους Ιουδαίους, που ευρίσκοντο εις την Γαλιλαίαν και εις Αρβαττα, μαζή με τας γυναίκας και τα τέκνα των και με όλα τα υπάρχοντά των, και τους έφερεν εις την Ιουδαίαν με μεγάλην χαράν και αγαλλίασιν. |
|
Α Μακ. 5,24 |
καὶ Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ Ἰωνάθαν ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τριῶν ἡμερῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ. |
Α Μακ. 5,24 |
Εν τω μεταξύ και ο Ιούδας ο Μακκαβαίος μαζή με τον αδελφόν του τον Ιωνάθαν διεπέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν και επορεύθησαν εις κάποιαν έρημον, δρόμον τριών ημέρων. |
|
Α Μακ. 5,25 |
καὶ συνήντησαν τοῖς Ναβαταίοις, καὶ ἀπήντησαν αὐτοῖς εἰρηνικῶς καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς ἅπαντα τὰ συμβάντα τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν ἐν τῇ Γαλααδίτιδι. |
Α Μακ. 5,25 |
Εκεί συνήντησαν τους Ναβαταίους, οι οποίοι τους υπεδέχθησαν ειρηνικώς, και διηγήθησαν εις αυτούς όλα τα γεγονότα, τα οποία συνέβησαν στους αδελφούς των εις την χώραν Γαλαάδ· |
|
Α Μακ. 5,26 |
καὶ ὅτι πολλοὶ ἐξ αὐτῶν συνειλημμένοι εἰσὶν εἰς Βόσοῤῥα καὶ Βοσόρ, ἐν Ἀλέμοις, Χασφώρ, Μακὲδ καὶ Καρναΐν, πᾶσαι αἱ πόλεις αὗται ὀχυραὶ καὶ μεγάλαι· |
Α Μακ. 5,26 |
και ότι πολλοί από αυτούς είναι κλεισμένοι εις Βοσορρα και Βοσόρ, εις Αλέμους, Χασφώρ, Μακέδ και Καρναΐν. Αυταί ήσαν πόλεις μεγάλαι και οχυραί. |
|
Α Μακ. 5,27 |
καὶ ἐν ταῖς λοιπαῖς πόλεσι τῆς Γαλααδίτιδός εἰσι συνειλημμένοι καὶ εἰς αὔριον τάσσονται παρεμβάλλειν ἐπὶ τὰ ὀχυρώματα καὶ καταλαβέσθαι καὶ ἐξᾶραι πάντας τούτους ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ. |
Α Μακ. 5,27 |
“Και εις τας άλλας πόλεις της χώρας Γαλαάδ είναι κλεισμένοι Ιουδαίοι, οι δε εχθροί των ετοιμάζονται να κτυπήσουν αύριον τας οχυράς αυτάς πόλεις, να τας καταλάβουν και να εξολοθρεύσουν όλους αυτούς, οι οποίοι ευρίσκονται εις τας πόλεις αυτάς εις μίαν και μόνην ημέραν”. |
|
Α Μακ. 5,28 |
καὶ ἀπέστρεψεν Ἰούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὁδὸν εἰς τὴν ἔρημον Βόσοῤῥα ἄφνω· καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ ἀπέκτεινε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν στόματι ῥομφαίας καὶ ἔλαβε πάντα τὰ σκῦλα αὐτῶν καὶ ἐνέπρησεν αὐτὴν πυρί. |
Α Μακ. 5,28 |
Κατόπιν των πληροφοριών αυτών ο Ιούδας και ο στρατός του ήλλαξαν κατεύθυνσιν, εστράφησαν προς την έρημον και ενεφανίσθησαν αιφνιδίως εμπρός εις Βοσορα. Κατέλαβον την πόλιν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλα τα αρσενικά, επήραν όλα τα λάφυρα των κατοίκων της πόλεως και παρέδωσαν στο πυρ την πόλιν. |
|
Α Μακ. 5,29 |
καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν νυκτός, καὶ ἐπορεύετο ἕως ἐπὶ τὸ ὀχύρωμα· |
Α Μακ. 5,29 |
Από εκεί εν καιρώ νυκτός ανεχώρησεν ο Ιούδας και εβάδισε προς το οχυρόν το λεγόμενον Δαθεμα. |
|
Α Μακ. 5,30 |
καὶ ἐγένετο ἑωθινῇ ᾖραν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ ἰδοὺ λαὸς πολύς, οὗ οὐκ ἦν ἀριθμός, αἴροντες κλίμακας καὶ μηχανὰς καταλαβέσθαι τὸ ὀχύρωμα καὶ ἐπολέμουν αὐτούς. |
Α Μακ. 5,30 |
Κατά την πρωΐαν εσήκωσαν τα μάτια των οι στρατιώται του Ιούδα του Μακκαβαίου και είδαν πολύν εχθρικόν στρατόν, του οποίου δεν ήτο δυνατόν να υπολογισθή ο αριθμός. Αυτοί, λοιπόν, έφεραν κλίμακας και πολιορκητικάς μηχανάς και επεχείρουν να καταλάβουν το οχυρωμα. Επολεμούσαν εναντίον των Ιουδαίων, που ήσαν κλεισμένοι εις αυτό. |
|
Α Μακ. 5,31 |
καὶ εἶδεν Ἰούδας ὅτι ἦρκται ὁ πόλεμος καὶ ἡ κραυγὴ τῆς πόλεως ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν σάλπιγξι καὶ φωνῇ μεγάλῃ, |
Α Μακ. 5,31 |
Οταν ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είδεν ότι είχεν αρχίσει η μάχη και ότι η κραυγή των Ιουδαίων, που ευρίσκοντο στο οχύρωμα, ήτο τόσον μεγάλη, ώστε μαζή με τον ήχον των σαλπίγγων έφθαναν έως στον ουρανόν, |
|
Α Μακ. 5,32 |
καὶ εἶπε τοῖς ἀνδράσι τῆς δυνάμεως· πολεμήσατε σήμερον ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν. |
Α Μακ. 5,32 |
είπεν στους άνδρας της δυνάμεώς του “πολεμήσατε σήμερον υπέρ των αδελφών μας”. |
|
Α Μακ. 5,33 |
καὶ ἐξῆλθεν ἐν τρισὶν ἀρχαῖς ἐξόπισθεν αὐτῶν, καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι καὶ ἐβόησαν ἐν προσευχῇ. |
Α Μακ. 5,33 |
Ο Ιούδας ο Μακκαβαίος επροχώρησε με τα τρία σώματα του στρατού του όπισθεν από τους εχθρούς. Κατόπιν οι Ιουδαίοι εσάλπισαν με τας σάλπιγγάς των και προσηυχήθησαν με φωνήν μεγάλην προς τον Θεόν. |
|
Α Μακ. 5,34 |
καὶ ἐπέγνω ἡ παρεμβολὴ Τιμοθέου ὅτι Μακκαβαῖός ἐστι, καὶ ἔφυγον ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς πληγὴν μεγάλην, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ εἰς ὀκτακισχιλίους ἄνδρας. |
Α Μακ. 5,34 |
Αμέσως δε μόλις ο στρατός του Τιμοθέου αντελήφθη, ότι ο Ιούδας ο Μακκαβαίος είναι ο πολεμών αυτούς, κατελήφθησαν από φόβον και έφυγον από εμπρός του. Ο δε Ιούδας ο Μακκαβαίος με τους στρατιώτας του επέφερεν μεγάλην φθοράν εις αυτούς. Επεσαν από αυτούς κατ' εκείνην την ημέραν οκτώ χιλιάδες άνδρες. |
|
Α Μακ. 5,35 |
καὶ ἀπέκλινεν εἰς Μααφὰ καὶ ἐπολέμησεν αὐτὴν καὶ προκατελάβετο αὐτὴν καὶ ἀπέκτεινε πᾶν ἀρσενικὸν αὐτῆς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῆς καὶ ἐνέπρησεν αὐτὴν πυρί. |
Α Μακ. 5,35 |
Από εκεί ο Ιούδας εστράφη και επορεύθη εις Μααφά, επολέμησε την πόλιν, την κατέλαβε και εφόνευσεν όλα τα αρσενικά αυτής, επήρε τα λάφυρά της και την παρέδωσεν στο πυρ. |
|
Α Μακ. 5,36 |
ἐκεῖθεν ἀπῇρε καὶ προκατελάβετο τὴν Χασφών, Μακέδ, Βοσὸρ καὶ τὰς λοιπὰς πόλεις τῆς Γαλααδίτιδος. |
Α Μακ. 5,36 |
Από εκεί ανεχώρησε και κατέλαβε την Χασφών, την Μακέδ, την Βοσόρ και όλας τας άλλας πόλεις της χώρας Γαλαάδ. |
|
Α Μακ. 5,37 |
μετὰ δὲ τὰ ῥήματα ταῦτα συνήγαγε Τιμόθεος παρεμβολὴν ἄλλην καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον Ῥαφὼν ἐκ πέραν τοῦ χειμάῤῥου. |
Α Μακ. 5,37 |
Επειτα από όλα αυτά τα γεγονότα ο Τιμόθεος συνεκέντρωσε νέαν στρατιωτικήν δύναμιν και εστρατοπέδευσεν απέναντι της Ραφών, πέραν από κάποιον χείμαρρον. |
|
Α Μακ. 5,38 |
καὶ ἀπέστειλεν Ἰούδας κατασκοπεῦσαι τὴν παρεμβολήν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ λέγοντες· ἐπισυνηγμένα εἰσὶ πρὸς αὐτοὺς πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν, δύναμις πολλὴ σφόδρα· |
Α Μακ. 5,38 |
Ο Ιούδας έστειλε μερικούς άνδρας, δια να κατασκοπεύσουν τα του στρατεύματος και τον πληροφορήσουν σχετικώς. Εκείνοι οι άνδρες επέστρεψαν και του ανήγγειλαν τα εξής λέγοντες· “όλα τα γύρω από ημάς ειδωλολατρικά έθνη έχουν συγκεντωθή εναντίον μας σχηματίσαντα μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν. |
|
Α Μακ. 5,39 |
καὶ Ἄραβας μεμίσθωνται εἰς βοήθειαν αὐτοῖς καὶ παρενέβαλον πέραν τοῦ χειμάῤῥου ἕτοιμοι τοῦ ἐλθεῖν ἐπὶ σὲ εἰς πόλεμον. καὶ ἐπορεύθη Ἰούδας εἰς συνάντησιν αὐτῶν. |
Α Μακ. 5,39 |
Εχουν μάλιστα πάρει ως μισθοφόρους Αραβας, δια να τους βοηθήσουν και είναι στρατοπεδευμένοι πέραν από τον χείμαρρον, έτοιμοι να έλθουν εναντίον σου εις πολεμικήν σύρραξιν”. Ο Ιούδας εξήλθε προς πόλεμον εναντίον των. |
|
Α Μακ. 5,40 |
καὶ εἶπε Τιμόθεος τοῖς ἄρχουσι τῆς δυνάμεως αὐτοῦ ἐν τῷ ἐγγίζειν Ἰούδαν καὶ τὴν παρεμβολὴν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν χειμάῤῥουν τοῦ ὕδατος· ἐὰν διαβῇ πρὸς ἡμᾶς πρότερος, οὐ δυνησόμεθα ὑποστῆναι αὐτόν, ὅτι δυνάμενος δυνήσεται πρὸς ἡμᾶς· |
Α Μακ. 5,40 |
Είπε τότε ο Τιμόθεος προς τους αρχηγούς της στρατιωτικής του δυνάμεως, “όταν ο Ιούδας με την στρατιωτικήν του δύναμιν πλησιάση εις τον χείμαρρον, εάν μεν διαπεράση προς ημάς πρώτος, δεν θα ημπορέσωμεν να υπομείνωμεν την επίθεσίν του, διότι, ισχυρός, καθώς είναι, θα υπερισχύση ασφαλώς εναντίον μας. |
|
Α Μακ. 5,41 |
ἐὰν δὲ δειλωθῇ καὶ παρεμβάλῃ πέραν τοῦ ποταμοῦ, διαπεράσομεν πρὸς αὐτὸν καὶ δυνησόμεθα πρὸς αὐτόν. |
Α Μακ. 5,41 |
Εάν όμως δειλιάση, μείνη και παραταχθή πέραν από τον χείμαρρον, θα διαβώμεν ημείς προς αυτόν και ασφαλώς θα υπερισχύσωμεν εναντίον του”. |
|
Α Μακ. 5,42 |
ὡς δὲ ἤγγισεν Ἰούδας ἐπὶ τὸν χειμάῤῥουν τοῦ ὕδατος, ἔστησε τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπὶ τοῦ χειμάῤῥου καὶ ἐνετείλατο αὐτοῖς λέγων· μὴ ἀφῆτε πάντα ἄνθρωπον παρεμβαλεῖν, ἀλλ᾿ ἐρχέσθωσαν πάντες εἰς τὸν πόλεμον. |
Α Μακ. 5,42 |
Ο Ιούδας, όταν έφθασεν εις την κοίτην του χειμάρρου, ετοποθέτησε κατά διαστήματα πλησίον της όχθης τους γραμματείς του στρατού και τους διέταξε λέγων· “μη αφήσετε κανένα στρατιώτην να αποθέση τον οπλισμόν του και στρατοπεδεύση, αλλά όλοι ας έλθουν έτοιμοι προς πόλεμον”. |
|
Α Μακ. 5,43 |
καὶ διεπέρασεν ἐπ᾿ αὐτοὺς πρότερος καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὄπισθεν αὐτοῦ, καὶ συνετρίβησαν πρὸ προσώπου αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη καὶ ἔῤῥιψαν τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἔφυγον εἰς τὸ τέμενος ἐν Καρναΐν. |
Α Μακ. 5,43 |
Διεπέρασε δε πρώτος ο Ιούδας τον ποταμόν βαδίζων εναντίον του εχθρού. Ολος δε ο στρατός τον ακολουθούσε. Κατά την μάχην συνετρίβησαν ενώπιόν του όλα τα ειδωλολατρικά έθνη, έρριψαν κατά γης τα όπλα των και πανικόβλητα κατέφυγαν στον ειδωλολατρικόν ναόν εις Καρναΐν. |
|
Α Μακ. 5,44 |
καὶ προκατελάβοντο τὴν πόλιν καὶ τὸ τέμενος ἐνεπύρισαν ἐν πυρὶ σὺν πᾶσι τοῖς ἐν αὐτῷ· καὶ ἐτροπώθη ἡ Καρναΐν, καὶ οὐκ ἐδύναντο ἔτι ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον Ἰούδα. |
Α Μακ. 5,44 |
Οι Ιουδαίοι κατέλαβαν την πόλιν αυτήν, παρέδωκαν στο πυρ τον ναόν με όλους εκείνους, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος αυτού. Ετσι η Καρναΐν κατετροπώθη και εξηυτελίσθη και δεν ημπόρεσε να αντισταθή ενώπιον του Ιούδα. |
|
Α Μακ. 5,45 |
καὶ συνήγαγεν Ἰούδας πάντα Ἰσραὴλ τοὺς ἐν τῇ Γαλααδίτιδι ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ τὴν ἀποσκευήν, παρεμβολὴν μεγάλην σφόδρα, ἐλθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα. |
Α Μακ. 5,45 |
Επειτα συνεκέντρωσεν ο Ιούδας όλους τους Ισραηλίτας, που ευρίσκοντο εις την χώραν Γαλαάδ, από μικρού μέχρι μεγάλου, και τας γυναίκας των και τα παιδιά των και την περιουσίαν των, πλήθος μεγάλο λαού, δια να οδηγήση όλους αυτούς εις την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 5,46 |
καὶ ἦλθον ἕως Ἐφρών, καὶ αὕτη ἡ πόλις μεγάλη ἐπὶ τῆς εἰσόδου ὀχυρὰ σφόδρα, οὐκ ἦν ἐκκλῖναι ἀπ᾿ αὐτῆς δεξιὰν ἢ ἀριστεράν, ἀλλ᾿ ἢ διὰ μέσου αὐτῆς πορεύεσθαι· |
Α Μακ. 5,46 |
Οι Ιουδαίοι έφθασαν εις την Εφρών, πόλιν μεγάλην και καλώς ωχυρωμένην, η οποία ευρίσκετο εις την είσοδον της χώρας των. Δεν ημπορούσε δε κανείς να παρεκκλίνη δεξιά η αριστερά από αυτήν, δια να εισέλθη εις την χώραν, αλλ' ήτο υποχρεωμένος να βαδίση δια μέσου αυτής. |
|
Α Μακ. 5,47 |
καὶ ἀπέκλεισαν αὐτοὺς οἱ ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐνέφραξαν τὰς πύλας λίθοις. |
Α Μακ. 5,47 |
Οι κάτοικοι της πόλεως αυτής ηρνήθησαν να επιτρέψουν δίοδον στους Ιουδαίους, έφραξαν δε και τας πύλας της πόλεώς των με λίθους. |
|
Α Μακ. 5,48 |
καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς Ἰούδας λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων· διελευσόμεθα διὰ τῆς γῆς σου τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν ἡμῶν, καὶ οὐδεὶς κακοποιήσει ὑμᾶς, πλὴν τοῖς ποσὶ παρελευσόμεθα· καὶ οὐκ ἠβούλοντο ἀνοῖξαι αὐτῷ. |
Α Μακ. 5,48 |
Ο Ιούδας απέστειλε προς αυτούς αγγελιαφόρους με ειρηνικάς προτάσεις ειπών· “ημείς θα διέλθωμεν απλώς δια μέσου της χώρας σας, δια να μεταβώμεν εις την πατρίδα μας. Κανείς δεν θα σας βλάψη ούτε επ' ελάχιστον. Ζητούμεν απλώς να περάσωμεν πεζή δια μέσου της πόλεως σας”. Οι κάτοικοι όμως δεν ηθέλησαν να ανοίξουν εις αυτόν τας πύλας. |
|
Α Μακ. 5,49 |
καὶ ἐπέταξεν Ἰούδας κηρῦξαι ἐν τῇ παρεμβολῇ τοῦ παρεμβαλεῖν ἕκαστον ἐν ᾧ ἐστι τόπῳ· |
Α Μακ. 5,49 |
Τοτε ο Ιούδας διέταξε να κοινοποιήσουν στο στρατόπεδον την διαταγήν του, όπως καταλάβη ο κάθε στρατιώτης την θέσιν όπου ευρίσκεται, έτοιμος προς μάχην. |
|
Α Μακ. 5,50 |
καὶ παρενέβαλον οἱ ἄνδρες τῆς δυνάμεως, καὶ ἐπολέμησαν τὴν πόλιν ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλην τὴν νύκτα, καὶ παρεδόθη ἡ πόλις ἐν χερσὶν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 5,50 |
Οι άνδρες του στρατού του επήραν τας θέσεις των και επολέμησαν την πόλιν καθ' όλην την ημέραν εκείνην και όλην την νύκτα. Τέλος η πόλις παρεδόθη εις τα χέρια των. |
|
Α Μακ. 5,51 |
καὶ ἀπώλεσε πᾶν ἀρσενικὸν ἐν στόματι ῥομφαίας καὶ ἐξεῤῥίζωσεν αὐτὴν καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῆς καὶ διῆλθε διὰ τῆς πόλεως ἐπάνω τῶν ἀπεκταμμένων. |
Α Μακ. 5,51 |
Ο Ιούδας διέταξε και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλα τα αρσενικά, εξερρίζωσεν από τα θεμέλιά της την πόλιν, επήρε τα λάφυρά της και επέρασε δια μέσου της πόλεως, πατών επάνω εις τα πτώματα των φονευθέντων. |
|
Α Μακ. 5,52 |
καὶ διέβησαν τὸν Ἰορδάνην εἰς τὸ πεδίον τὸ μέγα κατὰ πρόσωπον Βαιθσάν. |
Α Μακ. 5,52 |
Προχωρούντες επέρασαν τον Ιορδάνην ποταμόν, έφθασαν εις την μεγάλην πεδιάδα, η οποία ευρίσκετο εμπρός από την Βαιθσάν. |
|
Α Μακ. 5,53 |
καὶ ἦν Ἰούδας ἐπισυνάγων τοὺς ἐσχατίζοντας καὶ παρακαλῶν τὸν λαὸν κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἕως οὗ ἦλθον εἰς γῆν Ἰούδα. |
Α Μακ. 5,53 |
Ο Ιούδας ήτο εις την οπισθοφυλακήν περιμαζεύων τους βραδυπορούντας Ιουδαίους και ενισχύων τον λαόν ηθικώς καθ' όλην την πορείαν του, μέχρις ότου έφθασαν εις την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 5,54 |
καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος Σιὼν ἐν εὐφροσύνῃ καὶ χαρᾷ καὶ προσήγαγον ὁλοκαυτώματα, ὅτι οὐκ ἔπεσεν ἐξ αὐτῶν οὐθεὶς ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι ἐν εἰρήνῃ. |
Α Μακ. 5,54 |
Εισήλθον εις την Ιερουσαλήμ, ανέβησαν στο όρος Σιών με μεγάλην αγαλλίασιν και χαράν και προσέφεραν ολοκαυτώματα, ευχαριστούντες τον Θεόν, διότι κανείς από αυτούς δεν έπεσε κατά την εκστρατείαν αυτήν, αλλά όλοι επανήλθαν σώοι. |
|
Α Μακ. 5,55 |
Καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις, αἷς ἦν Ἰούδας καὶ Ἰωνάθαν ἐν τῇ Γαλαὰδ καὶ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ κατὰ πρόσωπον Πτολεμαΐδος, |
Α Μακ. 5,55 |
Κατά το διάστημα όμως, κατά το οποίον ευρίσκοντο ο μεν Ιούδας και ο Ιωνάθαν εις την Γαλαάδ, ο δε αδελφός των ο Σιμων εις την Γαλιλαίαν πλησίον της Πτολεμαΐδος, |
|
Α Μακ. 5,56 |
ἤκουσεν Ἰωσὴφ ὁ τοῦ Ζαχαρίου καὶ Ἀζαρίας ἄρχοντες τῆς δυνάμεως τῶν ἀνδραγαθιῶν καὶ τοῦ πολέμου, οἷα ἐποίησαν, |
Α Μακ. 5,56 |
επληροφορήθησαν ο Ιωσήφ ο υιός του Ζαχαρίου και ο Αζαρίας οι αρχηγοί της στρατιωτικής δυνάμεως της εν Ιερουσαλήμ, επληροφορήθησαν τα ανδραγαθήματα, τα οποία έκαμαν οι αδελφοί Μακκαβαίοι και τους νικηφόρους πολέμους, τους οποίους συνήψαν, |
|
Α Μακ. 5,57 |
καὶ εἶπε· ποιήσωμεν καὶ αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὄνομα καὶ πορευθῶμεν πολεμῆσαι πρὸς τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ ἡμῶν. |
Α Μακ. 5,57 |
και είπαν με ματαιοδοξίαν· “ας καταστήσωμεν και ημείς το όνομα μας ένδοξον και προς τούτο ας εξέλθωμεν να πολεμήσωμεν τα γύρω μας ειδωλολατρικά έθνη”. |
|
Α Μακ. 5,58 |
καὶ παρήγγειλαν τοῖς ἀπὸ τῆς δυνάμεως τῆς μετ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐπορεύθησαν ἐπὶ Ἰάμνειαν. |
Α Μακ. 5,58 |
Εδωσαν, λοιπόν, διαταγάς στους άνδρας του στρατού των, που ευρίσκετο μαζή των, και εβάδισαν εναντίον της Ιαμνείας. |
|
Α Μακ. 5,59 |
καὶ ἐξῆλθε Γοργίας ἐκ τῆς πόλεως καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς συνάντησιν αὐτοῖς εἰς πόλεμον. |
Α Μακ. 5,59 |
Ο Γοργίας εβγήκεν από την πόλιν και οι στρατιώται αυτού, δια να αποκρούσουν τους Ιουδαίους. |
|
Α Μακ. 5,60 |
καὶ ἐτροπώθη Ἰώσηφος καὶ Ἀζαρίας, καὶ ἐδιώχθησαν ἕως τῶν ὁρίων τῆς Ἰουδαίας, καὶ ἔπεσον ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐκ τοῦ λαοῦ τοῦ Ἰσραὴλ εἰς δισχιλίους ἄνδρας. |
Α Μακ. 5,60 |
Κατά την πολεμικήν σύρραξιν ο Ιώσηφος και ο Αζαρίας ενικήθησαν και κατεδιώχθησαν από τους εχθρούς έως εις τα όρια της Ιουδαίας, έπεσαν δε κατά την ημέραν εκείνην από τον στρατόν του Ισραήλ δύο χιλιάδες άνδρες. |
|
Α Μακ. 5,61 |
καὶ ἐγενήθη τροπὴ μεγάλη ἐν τῷ λαῷ Ἰσραήλ, ὅτι οὐκ ἤκουσαν Ἰούδα καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, οἰόμενοι ἀνδραγαθῆσαι· |
Α Μακ. 5,61 |
Εγινε δε η μεγάλη αυτή φθορά στον ισραηλιτικόν λαόν, διότι ο Ιώσηφος και ο Αζαρίας δεν υπήκουσαν στον Ιούδαν και τους αδελφούς του, νομίζοντες ότι και αυτοί είναι εις θέσιν να ανδραγαθήσουν. |
|
Α Μακ. 5,62 |
αὐτοὶ δὲ οὐκ ἦσαν ἐκ τοῦ σπέρματος τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, οἷς ἐδόθη σωτηρία Ἰσραὴλ διὰ χειρὸς αὐτῶν. |
Α Μακ. 5,62 |
Ελησμόνησαν όμως, ότι αυτοί δεν ήσαν από την οικογένειαν των ανδρών εκείνων, στους οποίους εδόθη παρά του Θεού η δύναμις να σώσουν με τα χέρια των τον Ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Α Μακ. 5,63 |
καὶ ὁ ἀνὴρ Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐδοξάσθησαν σφόδρα ἐναντίον παντὸς Ἰσραὴλ καὶ τῶν ἐθνῶν πάντων, οὗ ἠκούετο τὸ ὄνομα αὐτῶν· |
Α Μακ. 5,63 |
Ο ευγενής όμως Ιούδας και οι αδελφοί του εδοξάσθησαν πάρα πολύ ενώπιον του Ισραηλιτικού λαού και ενώπιον ακόμη των ειδωλολατρικών εθνών, παντού, όπου έφθανεν η φήμη του ονόματός των. |
|
Α Μακ. 5,64 |
καὶ ἐπισυνήγοντο πρὸς αὐτοὺς εὐφημοῦντες. |
Α Μακ. 5,64 |
Οι Ισραηλίται συνεκεντρώνοντο γύρω των επαινούντες και τιμώντες αυτούς δια τα κατορθώματά των. |
|
Α Μακ. 5,65 |
καὶ ἐξῆλθεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ἐπολέμουν τοὺς υἱοὺς Ἡσαῦ ἐν τῇ γῇ πρὸς νότον καὶ ἐπάταξε τὴν Χεβρὼν καὶ τὰς θυγατέρας αὐτῆς καὶ καθεῖλε τὸ ὀχύρωμα αὐτῆς καὶ τοὺς πύργους αὐτῆς ἐνέπρησε κυκλόθεν. |
Α Μακ. 5,65 |
Κατόπιν ο Ιούδας και οι αδελφοί αυτού εξήλθον εις νέαν εκστρατείαν και επολεμούσαν τους Ιδουμαίους, απογόνους του Ησαύ, εις την χώραν των προς νότον. Εκτύπησε την Χεβρών και τας πόλεις τας εξαρτωμένας από αυτήν, κατέστρεψε τα οχυρωματικά της έργα και παρέδωσεν στο πυρ τους γύρω επάνω εις τα τείχη της πύργους. |
|
Α Μακ. 5,66 |
καὶ ἀπῇρε τοῦ πορευθῆναι εἰς γῆν ἀλλοφύλων. καὶ διεπορεύετο τὴν Σαμάρειαν. |
Α Μακ. 5,66 |
Από εκεί επήρεν ο Ιούδας τον στρατόν του και εβάδισεν εις την χώραν των Φιλισταίων διερχόμενος δια μέσου της Σαμαρείας. |
|
Α Μακ. 5,67 |
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἔπεσον ἱερεῖς ἐν πολέμῳ βουλόμενοι ἀνδραγαθῆσαι ἐν τῷ αὐτοὺς ἐξελθεῖν εἰς πόλεμον ἀβουλεύτως. |
Α Μακ. 5,67 |
Την ημέραν εκείνην έπεσαν νεκροί κατά την μάχην και μερικοί ιερείς, οι οποίοι ηθέλησαν να ανδραγαθήσουν και ασυνέτως εξήλθον και έλαβαν μέρος στον πόλεμον. |
|
Α Μακ. 5,68 |
καὶ ἐξέκλινεν Ἰούδας εἰς Ἄζωτον γῆν ἀλλοφύλων, καὶ καθεῖλε τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατέκαυσε πυρὶ καὶ ἐσκύλευσε τὰ σκῦλα τῶν πόλεων καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν γῆν Ἰούδα. |
Α Μακ. 5,68 |
Ακολούθως ο Ιούδας κατηυθύνθη προς την Αζωτον, πόλιν των Φιλισταίων. Οταν έφθασεν εκεί, εκρήμνισε τους ειδωλικούς βωμούς των, τα δε είδωλά των παρέδωσεν εις την φωτιάν. Επήρε πολλά λάφυρα από τας πόλεις και επέστρεψεν έπειτα εις την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Κεφάλαιο 6ο |
Α Μακ. 6,1 |
Καὶ ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος διεπορεύετο τὰς ἐπάνω χώρας καὶ ἤκουσεν ὅτι ἐστὶν Ἐλυμαΐς ἐν τῇ Περσίδι πόλις ἔνδοξος πλούτῳ ἀργυρίῳ τε καὶ χρυσίῳ· |
Α Μακ. 6,1 |
Εν τω μεταξύ ο βασιλεύς Αντίοχος βαδίζων εις την Περσίαν, επέρασε τας ορεινάς επαρχίας και επληροφορήθη, ότι υπάρχει εις την Περσίαν μία πόλις ονόματι Ελυμαΐς, η οποία είναι ονομαστή δια τον πολύν αυτής πλούτον εις χρυσόν και εις άργυρον· |
|
Α Μακ. 6,2 |
καὶ τὸ ἱερὸν τὸ ἐν αὐτῇ πλούσιον σφόδρα, καὶ ἐκεῖ καλύμματα χρυσᾶ καὶ θώρακες καὶ ὅπλα, ἃ κατέλιπεν ἐκεῖ Ἀλέξανδρος ὁ Φιλίππου βασιλεὺς ὁ Μακεδών, ὃς ἐβασίλευσε πρῶτος ἐν τοῖς Ἕλλησι. |
Α Μακ. 6,2 |
ότι ο ναός της πόλεως αυτής ήτο πολύ πλούσιος και ότι υπήρχον εκεί όπλα χρυσά και θώρακες και αλλά πολύτιμα όπλα, τα οποία είχεν αφήσει εκεί ο βασιλεύς Αλέξανδρος ο Μακεδών, ο υιός του Φιλίππου, ο οποίος πρώτος είχε βασιλεύσει επί όλων των Ελλήνων. |
|
Α Μακ. 6,3 |
καὶ ἦλθε καὶ ἐζήτει καταλαβέσθαι τὴν πόλιν καὶ προνομεῦσαι αὐτήν, καὶ οὐκ ἠδυνάσθη, ὅτι ἐγνώσθη ὁ λόγος τοῖς ἐκ τῆς πόλεως, |
Α Μακ. 6,3 |
Μετέβη λοιπόν εκεί και επιχειρούσε να καταλάβη την πόλιν, δια να την λεηλατήση, αλλά δεν ημπόρεσε, διότι έγινε γνωστόν το σχέδιόν του στους κατοίκους. |
|
Α Μακ. 6,4 |
καὶ ἀντέστησαν αὐτῷ εἰς πόλεμον, καὶ ἔφυγε καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν μετὰ λύπης μεγάλης ἀποστρέψαι εἰς Βαβυλῶνα. |
Α Μακ. 6,4 |
Εκείνοι εξήλθαν εις πόλεμον εναντίον του, αντεστάθησαν με γενναιότητα, ο δε Αντίοχος ετράπη εις φυγήν και μετά μεγάλης του λύπης απεχώρησεν από εκεί, δια να στραφή προς την Βαβυλώνα. |
|
Α Μακ. 6,5 |
καὶ ἦλθεν ἀπαγγέλλων τις αὐτῷ εἰς τὴν Περσίδα ὅτι τετρόπωνται αἱ παρεμβολαὶ αἱ πορευθεῖσαι εἰς γῆν Ἰούδα, |
Α Μακ. 6,5 |
Οταν ευρίσκετο εις την Περσίαν, ήλθε προς αυτόν ένας αγγελιαφόρος και του ανήγγειλεν, ότι τα στρατεύματά του, τα οποία είχαν βαδίσει εναντίον της Ιουδαίας κατετροπώθησαν. |
|
Α Μακ. 6,6 |
καὶ ἐπορεύθη Λυσίας δυνάμει ἰσχυρᾷ ἐν πρώτοις καὶ ἐνετράπη ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ ἐπίσχυσαν ὅπλοις καὶ δυνάμει καὶ σκύλοις πολλοῖς, οἷς ἔλαβον ἀπὸ τῶν παρεμβολῶν, ὧν ἐξέκοψαν, |
Α Μακ. 6,6 |
Του ανήγγειλεν, ότι ο Λυσίας, ο οποίος πρώτος είχε βαδίσει με ισχυρόν στρατόν εναντίον των Ιουδαίων, κατετροπώθη από αυτούς, οι δε Ιουδαίοι ενίσχυσαν την δύναμίν των με όπλα και στρατιώτας και με πολλά λάφυρα, τα οποία επήραν από τους Συρους στρατιώτας, που είχαν κατακόψει. |
|
Α Μακ. 6,7 |
καὶ καθεῖλον τὸ βδέλυγμα, ὃ ᾠκοδόμησεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ τὸ ἁγίασμα καθὼς τὸ πρότερον ἐκύκλωσαν τείχεσιν ὑψηλοῖς καὶ τὴν Βαιθσούραν πόλιν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 6,7 |
Του ανήγγειλαν επίσης ότι οι Ιουδαίοι εκρήμνισαν τον βδελυρόν ειδωλολατρικόν βωμόν, τον οποίον ο Αντίοχος είχε κτίσει επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων εις Ιερουσαλήμ. Και ότι επίσης περιετείχισαν με υψηλά οχυρά τείχη τον ναόν των και τον κατέστησαν οχυρόν, όπως ήτο τον παλαιότερον καιρόν. Το αυτό έκαμαν και δια μίαν ιδικήν του πόλιν, την Βαιθσούραν. |
|
Α Μακ. 6,8 |
καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, ἐθαμβήθη καὶ ἐσαλεύθη σφόδρα καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κοίτην καὶ ἐνέπεσεν εἰς ἀῤῥωστίαν ἀπὸ τῆς λύπης, ὅτι οὐκ ἐγένετο αὐτῷ καθὼς ἐνεθυμεῖτο. |
Α Μακ. 6,8 |
Οταν ο βασιλεύς ήκουσε τας πληροφορίας αυτάς, εκυριεύθη από οδυνηράν κατάπληξιν και περιέπεσεν εις μεγάλην ταραχήν. Ερρίφθη εις την κλίνην του και ησθένησε βαρέως από την πολλήν του λύπην, επειδή τα πράγματα δεν έγιναν, όπως αυτός επιθυμούσε. |
|
Α Μακ. 6,9 |
καὶ ἦν ἐκεῖ ἡμέρας πλείους, ὅτι ἀνεκαινίσθη ἐπ᾿ αὐτὸν λύπη μεγάλη, καὶ ἐλογίσατο ὅτι ἀποθνήσκει. |
Α Μακ. 6,9 |
Εμεινε κλινήρης εκεί επί πολλάς ημέρας βυθιζόμενος ολονέν και περισσότερον εις μεγαλυτέραν μελαγχολίαν. Οταν αντελήφθη ότι επρόκειτο μετ' ολίγον να αποθάνη, |
|
Α Μακ. 6,10 |
καὶ ἐκάλεσε πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀφίσταται ὁ ὕπνος ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ συμπέπτωκα τῇ καρδίᾳ ἀπὸ τῆς μερίμνης, |
Α Μακ. 6,10 |
προσεκάλεσεν όλους τους φίλους του και τους είπε· “Ο ύπνος έχει πλέον φύγει από τα μάτια μου, η καρδιά μου έχει διαβρωθή από την μεγάλην λύπην. |
|
Α Μακ. 6,11 |
καὶ εἶπα τῇ καρδίᾳ μου· ἕως τίνος θλίψεως ἦλθον καὶ κλύδωνος μεγάλου, ἐν ᾧ νῦν εἰμι; ὅτι χρηστὸς καὶ ἀγαπώμενος ἤμην ἐν τῇ ἐξουσίᾳ μου, |
Α Μακ. 6,11 |
Εσκέφθην μόνος μου και είπα· Εις πόσον μεγάλον βαθμόν θλίψεως έχω περιέλθει; Εις ποίαν φοβεράν τρικυμίαν ταραχής περιδινούμαι; Εγώ ο οποίος, όταν εβασίλευα, ήμην τόσον καλός και αγαπώμενος. |
|
Α Μακ. 6,12 |
νῦν δὲ μιμνήσκομαι τῶν κακῶν, ὧν ἐποίησα ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔλαβον πάντα τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ τὰ ἀργυρᾶ τὰ ἐν αὐτῇ καὶ ἐξαπέστειλα ἐξᾶραι τοὺς κατοικοῦντας Ἰούδα διακενῆς. |
Α Μακ. 6,12 |
Συλλογίζομαι την αιτίαν, ενθυμούμαι τώρα τα κακά, τα οποία έκαμα εναντίον της Ιερουσαλήμ, όταν επήρα όλα τα ιερά χρυσά και αργυρά σκεύη της, που υπήρχαν εις αυτήν, και όταν έστειλα στρατόν να εξολοθρεύση τους κατοίκους της Ιουδαίας, χωρίς να υπάρχη κανείς λόγος. |
|
Α Μακ. 6,13 |
ἔγνων οὖν ὅτι χάριν τούτων εὗρόν με τὰ κακὰ ταῦτα· καὶ ἰδοὺ ἀπόλλυμαι λύπῃ μεγάλῃ ἐν γῇ ἀλλοτρίᾳ. |
Α Μακ. 6,13 |
Αναγνωρίζω, λοιπόν, ότι ένεκα της διαγωγής μου αυτής επέπεσαν εις εμέ όλα αυτά τα κακά. Και ιδού εγώ αποθνήσκω κυριευμένος από μεγάλην λύπην εις ξένην χώραν”. |
|
Α Μακ. 6,14 |
καὶ ἐκάλεσε Φίλιππον ἕνα τῶν φίλων αὐτοῦ καὶ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ· |
Α Μακ. 6,14 |
Εν συνεχεία ο βασιλεύς εκάλεσεν ένα από τους στενούς του φίλους, τον Φιλιππον, και εγκατέστησεν αυτόν άρχοντα, αντιβασιλέα εις ολόκληρον το βασίλειόν του. |
|
Α Μακ. 6,15 |
καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὸ διάδημα καὶ τὴν στολὴν αὐτοῦ καὶ τὸν δακτύλιον τοῦ ἀγαγεῖν Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ καὶ ἐκθρέψαι αὐτὸν τοῦ βασιλεύειν. |
Α Μακ. 6,15 |
Του έδωκε το βασιλικόν του διάδημα και την βασιλικήν του στολήν και το βασιλικόν του δακτυλίδι με την υποχρέωσιν να παιδαγωγήση και μορφώση τον υιόν του, τον Αντίοχον, ώστε να καταστή εκείνος άξιος να αναλάβη δραδύτερον την βασιλείαν. |
|
Α Μακ. 6,16 |
καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ Ἀντίοχος ὁ βασιλεὺς ἔτους ἐνάτου καὶ τεσσαρακοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ. |
Α Μακ. 6,16 |
Ο Αντίοχος, ο βασιλεύς, απέθανεν εκεί κατά το εκατοστόν τεσσαρακοστόν έννατον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. |
|
Α Μακ. 6,17 |
καὶ ἐπέγνω Λυσίας ὅτι τέθνηκεν ὁ βασιλεύς, καὶ κατέστησε βασιλεύειν Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ, ὃν ἐξέθρεψε νεώτερον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Εὐπάτορα. |
Α Μακ. 6,17 |
Ο Λυσίας έμαθεν, ότι απέθανεν ο βασιλεύς και ότι ώρισε διάδοχόν του εις την βασιλείαν τον υιόν του τον Αντίοχον, τον οποίον από νεαράς ακόμη ηλικίας είχεν αναθρέψει και διαπαιδαγωγήσει και του είχε δώσει το όνομα Ευπάτωρ. |
|
Α Μακ. 6,18 |
Καὶ οἱ ἐκ τῆς ἄκρας ἦσαν συγκλείοντες τὸν Ἰσραὴλ κύκλῳ τῶν ἁγίων καὶ ζητοῦντες τὰ κακὰ δι᾿ ὅλου καὶ στήριγμα τοῖς ἔθνεσι. |
Α Μακ. 6,18 |
Οι Συροι στρατιώται, που ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, συνέκλειαν ενοχλητικώς γύρω από τον ναόν τους Ισραηλίτας, επιζητούσαν δε να παραβλάπτουν τον ιερόν ναόν και γενικώς η ακρόπολις αυτή ήτο στήριγμα εξορμήσεως των ειδωλολατρικών εθνών εναντίον του ναού. |
|
Α Μακ. 6,19 |
καὶ ἐλογίσατο Ἰούδας ἐξᾶραι αὐτοὺς καὶ ἐξεκκλησίασε πάντα τὸν λαὸν τοῦ περικαθίσαι ἐπ᾿ αὐτούς· |
Α Μακ. 6,19 |
Ο Ιούδας απεφάσισε να εξολοθρεύση τους άνδρας της φρουράς αυτής. Προς τούτο συνεκέντρωσε όλον τον λαόν, δια να περικυκλώση την ακρόπολιν. |
|
Α Μακ. 6,20 |
καὶ συνήχθησαν ἅμα καὶ περιεκάθισαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἔτους πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ, καὶ ἐποίησεν ἐπ᾿ αὐτοὺς βελοστάσεις καὶ μηχανάς. |
Α Μακ. 6,20 |
Πράγματι συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται και περιεκύκλωσαν τους άνδρας της ακροπόλεως κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών. Εχρησιμοποίησαν εναντίον αυτών μηχανάς εκτοξεύσεως των βελών, όπως και άλλας πολιορκητικάς μηχανάς. |
|
Α Μακ. 6,21 |
καὶ ἐξῆλθον ἐξ αὐτῶν ἐκ τοῦ συγκλεισμοῦ, καὶ ἐκολλήθησαν αὐτοῖς τινες τῶν ἀσεβῶν ἐξ Ἰσραήλ, |
Α Μακ. 6,21 |
Κατά το διάστημα όμως της πολιορκίας διέσπασαν τον κλοιόν μερικοί εξωμόται Ισραηλίται, οι οποίοι είχαν προσκολληθή στους Συρους στρατιώτας. |
|
Α Μακ. 6,22 |
καὶ ἐπορεύθησαν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ εἶπον· ἕως πότε οὐ ποιήσῃ κρίσιν καὶ ἐκδικήσεις τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν; |
Α Μακ. 6,22 |
Αυτοί μετέβησαν προς τον βασιλέα των Συρων και του είπαν· “έως πότε συ θα αναβάλλης να κάμης δικαίαν κρίσιν και να τιμωρήσης τους ομοεθνείς μας αδελφούς Ισραηλίτας; |
|
Α Μακ. 6,23 |
ἡμεῖς εὐδοκοῦμεν δουλεύειν τῷ πατρί σου καὶ πορεύεσθαι τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ λεγομένοις καὶ κατακολουθεῖν τοῖς προστάγμασιν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 6,23 |
Ημείς έχομεν ολοψύχως συγκατατεθή να δουλεύωμεν στον πατέρα σου, να βαδίζωμεν σύμφωνα όσα αυτός διατάσσει και να ακολουθώμεν πιστώς τας εντολάς του. |
|
Α Μακ. 6,24 |
καὶ περικάθηνται εἰς τὴν ἄκραν υἱοὶ τοῦ λαοῦ ἡμῶν χάριν τούτου καὶ ἀλλοτριοῦνται ἀφ᾿ ἡμῶν· πλὴν ὅσοι εὑρίσκοντο ἀφ᾿ ἡμῶν ἐθανατοῦντο καὶ αἱ κληρονομίαι ἡμῶν διηρπάζοντο. |
Α Μακ. 6,24 |
Ακριβώς ένεκα τούτου οι Ισραηλίται μας θεωρούν ξένους πλέον και εχθρούς των και έχουν πολιορκήσει την ακρόπολιν. Οσοι δε από ημάς περιέρχονται εις τα χέρια των, φονεύονται, αι δε περιουσίαι μας λεηλατούνται από αυτούς. |
|
Α Μακ. 6,25 |
καὶ οὐκ ἐφ᾿ ἡμᾶς μόνον ἐξέτειναν χεῖρα, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ πάντα τὰ ὅρια αὐτῶν· |
Α Μακ. 6,25 |
Και δεν άπλωσαν μόνον εναντίον ημών τα χέρια των, αλλά και εις όλους τους λαούς, οι οποίοι ευρίσκονται πλησίον της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 6,26 |
καὶ ἰδοὺ παρεμβεβλήκασι σήμερον ἐπὶ τὴν ἄκραν ἐν Ἱερουσαλὴμ τοῦ καταλαβέσθαι αὐτήν· καὶ τὸ ἁγίασμα καὶ τὴν Βαιθσούραν ὠχύρωσαν, |
Α Μακ. 6,26 |
Και ιδού ότι σήμερον έχουν στρατοπεδεύσει και πολιορκούν την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, δια να την καταλάβουν. Τον δε ιερόν ναόν των και την πόλιν Βαιθσούραν έχουν οχυρώσει. |
|
Α Μακ. 6,27 |
καὶ ἐὰν μὴ προκαταλάβῃ αὐτοὺς διὰ τάχους, μείζονα τούτων ποιήσουσι, καὶ ἰδοὺ δυνήσῃ τοῦ κατασχεῖν αὐτῶν. |
Α Μακ. 6,27 |
Εάν δεν σπεύσης όσον το δυνατόν ταχύτερον να τους προλάβης, αυτοί θα κάμουν περισσότερα κακά και συ δεν θα ημπορέσης πλέον να τους καταβάλης”. |
|
Α Μακ. 6,28 |
Καὶ ὠργίσθη ὁ βασιλεὺς ὅτε ἤκουσε, καὶ συνήγαγε πάντας τοὺς φίλους αὐτοῦ καὶ τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως αὐτοῦ καὶ τοὺς ἐπὶ τῶν ἡνιῶν· |
Α Μακ. 6,28 |
Οταν ο βασιλεύς ήκουσεν αυτά, ωργίσθη και εκάλεσεν όλους τους φίλους του και τους στρατηγούς του στρατού του και τους αρχηγούς του ιππικού του. |
|
Α Μακ. 6,29 |
καὶ ἀπὸ βασιλειῶν ἑτέρων καὶ ἀπὸ νήσων θαλασσῶν ἦλθον πρὸς αὐτὸν δυνάμεις μισθωταί. |
Α Μακ. 6,29 |
Ακόμη δέ, υπήκουσαν εις την πρόσκλησίν του και ήλθον προς αυτόν και στρατεύματα μισθοφορικά από άλλα βασίλεια και από τας νήσους της Μεσογείου Θαλάσσης. |
|
Α Μακ. 6,30 |
καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς τῶν δυνάμεων αὐτοῦ ἑκατὸν χιλιάδες τῶν πεζῶν καὶ εἴκοσι χιλιάδες ἵππων καὶ ἐλέφαντες δύο καὶ τριάκοντα εἰδότες πόλεμον. |
Α Μακ. 6,30 |
Ο αριθμός δε όλων αυτών των στρατιωτικών δυνάμεων ήτο εκατόν χιλιάδες πεζοί, είκοσι χιλιάδες ιππείς και τριάκοντα δύο ελέφαντες γυμνασμένοι προς πόλεμον. |
|
Α Μακ. 6,31 |
καὶ ἤλθοσαν διὰ τῆς Ἰδουμαίας καὶ παρενεβάλοσαν ἐπὶ Βαιθσούραν καὶ ἐπολέμησαν ἡμέρας πολλὰς καὶ ἐποίησαν μηχανάς· καὶ ἐξῆλθον καὶ ἐνεπύρισαν αὐτὰς ἐν πυρὶ καὶ ἐπολέμησαν ἀνδρωδῶς. |
Α Μακ. 6,31 |
Ολος αυτός ο στρατός δια μέσου της Ιδουμαίας ήλθε και εστρατοπέδευσεν απέναντι από την Βαιθσούραν. Επολέμησαν επί πολλάς ημέρας, εχρησιμοποίησαν δε και πολεμικάς μηχανάς, αλλά οι Ιουδαίοι γενναίως επολέμησαν, εξήλθαν από το στρατόπεδόν των και παρέδωσαν στο πυρ τας πολεμικάς μηχανάς εκείνων. |
|
Α Μακ. 6,32 |
καὶ ἀπῇρεν Ἰούδας ἀπὸ τῆς ἄκρας καὶ παρενέβαλεν εἰς Βαιθζαχαρία ἀπέναντι τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 6,32 |
Τοτε ο Ιούδας έλυσε την πολιορκίαν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, ανεχώρησεν από εκεί, ήλθε και εστρατοπέδευσεν εις Βαιθζαχαρίαν απέναντι από τον στρατόν του βασιλέως. |
|
Α Μακ. 6,33 |
καὶ ὤρθρισεν ὁ βασιλεὺς τὸ πρωΐ καὶ ἀπῇρε τὴν παρεμβολὴν ἐν ὁρμήματι αὐτῆς κατὰ τὴν ὁδὸν Βαιθζαχαρία, καὶ διεσκευάσθησαν αἱ δυνάμεις εἰς τὸν πόλεμον καὶ ἐσάλπισαν ταῖς σάλπιγξι. |
Α Μακ. 6,33 |
Ο βασιλεύς εσηκώθη λίαν πρωϊ και ωδήγησεν εσπευσμένως τον στρατόν του εις την οδόν προς Βαιθζαχαρίαν, όπου και παρέταξε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις δια την μάχην. Αντήχησαν προς τούτο αι πολεμικαί, σάλπιγγες. |
|
Α Μακ. 6,34 |
καὶ τοῖς ἐλέφασιν ἔδειξαν αἷμα σταφυλῆς καὶ μόρων τοῦ παραστῆσαι αὐτοὺς εἰς τὸν πόλεμον. |
Α Μακ. 6,34 |
Δια να εξερεθίσουν δε τους ελέφαντας προς μάχην παρουσίασαν προ των οφθαλμών των κόκκινο κρασί από σταφύλια και βατόμουρα. |
|
Α Μακ. 6,35 |
καὶ διεῖλον τὰ θηρία εἰς τὰς φάλαγγας καὶ παρέστησαν ἑκάστῳ ἐλέφαντι χιλίους ἄνδρας τεθωρακισμένους ἐν ἁλυσιδωτοῖς, καὶ περικεφαλαῖαι χαλκαῖ ἐπὶ τῶν κεφαλῶν αὐτῶν, καὶ πεντακόσιοι ἵπποι διατεταγμένοι ἑκάστῳ θηρίῳ ἐκλελεγμένοι· |
Α Μακ. 6,35 |
Διεμοίρασαν δε και ετοποθέτησαν τα θηρία αυτά εις διαφόρους θέσεις των στρατιωτιών παρατάξεων. Καθε ελέφαντα τον ακολουθούσαν χίλιοι άνδρες, οι οποίοι εφορούσαν θώρακας λεπιδωτούς και εις τας κεφαλάς των έφερον κράνη χαλκά. Πλησίον δε εις κάθε θηρίον είχον παραταχθή και πεντακόσιοι εκλεκτοί ιππείς. |
|
Α Μακ. 6,36 |
οὗτοι πρὸ καιροῦ, οὗ ἐὰν ἦν τὸ θηρίον ἦσαν καὶ οὗ ἐὰν ἐπορεύετο ἐπορεύοντο ἅμα, οὐκ ἀφίσταντο ἀπ᾿ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 6,36 |
Αυτοί οι ιππείς είχον συνηθίσει τους ίππους των να πηγαίνουν παντού, όπου επήγαινε το θηρίον. Εκεί δηλαδή, όπου επήγαινεν ο ελέφας, επήγαιναν και οι ιππείς μαζή του, και ποτέ δεν απεμακρύνοντο από αυτόν. |
|
Α Μακ. 6,37 |
καὶ πύργοι ξύλινοι ἐπ᾿ αὐτοὺς ὀχυροὶ σκεπαζόμενοι ἐφ᾿ ἑκάστου θηρίου ἐζωσμένοι ἐπ᾿ αὐτοῦ μηχαναῖς, καὶ ἐφ᾿ ἑκάστου ἄνδρες δυνάμεως δύο καὶ τριάκοντα οἱ πολεμοῦντες ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ὁ Ἰνδὸς αὐτοῦ. |
Α Μακ. 6,37 |
Επάνω στον κάθε ελέφαντα δεμένος με ισχυρά λουριά υπήρχεν ένας εστεγασμένος ξύλινος οχυρός πύργος. Εις κάθε δε πύργον ευρίσκοντο τριάκοντα δύο εμπειροπόλεμοι στρατιώται, όπως επίσης μεταξύ αυτών και ο Ινδός οδηγός του ελέφαντος. |
|
Α Μακ. 6,38 |
καὶ τὴν ἐπίλοιπον ἵππον ἔνθεν καὶ ἔνθεν ἔστησαν ἐπὶ τὰ δύο μέρη τῆς παρεμβολῆς κατασείοντες καὶ καταφρασσόμενοι ἐν ταῖς φάραγξιν. |
Α Μακ. 6,38 |
Η υπόλοιπος δύναμις του ιππικού είχε τοποθετηθή εκατέρωθεν της στρατιωτικής παρατάξεως, δια να δίδουν σήματα δράσεως στους επιτιθεμένους και να ασφαλίζουν εκ των πλευρών τας φάλαγγας του στρατεύματος. |
|
Α Μακ. 6,39 |
ὡς δὲ ἔστιλβεν ὁ ἥλιος ἐπὶ τὰς χρυσᾶς καὶ χαλκᾶς ἀσπίδας, ἔστιλβε τὰ ὄρη ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ κατηύγαζεν ὡς λαμπάδες πυρός. |
Α Μακ. 6,39 |
Καθώς δε ελαμποκοπούσαν και αντανεκλώντο αι ακτίνες του ηλίου επάνω εις τας χρυσάς και χαλκίνας ασπίδας, όλα τα γύρω βουνά έλαμπαν και εφώτιζαν ως εάν ήσαν λαμπάδες πυρός. |
|
Α Μακ. 6,40 |
καὶ ἐξετάθη μέρος τι τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἐπὶ τὰ ὑψηλὰ ὄρη καί τινες ἐπὶ τὰ ταπεινά· καὶ ἤρχοντο ἀσφαλῶς καὶ τεταγμένως. |
Α Μακ. 6,40 |
Ενα τμήμα της στρατιωτικής δυνάμεως του βασιλέως ανεπτύχθη εις τα υψηλά εκεί όρη. Ενῷ ένα άλλο τμήμα επροχώρει εις τας πεδιάδας. Επροχωρούσαν δε με βήμα ασφαλές και συντεταγμένοι καλώς. |
|
Α Μακ. 6,41 |
καὶ ἐσαλεύοντο πάντες οἱ ἀκούοντες φωνῆς πλήθους αὐτῶν καὶ ὁδοιπορίας τοῦ πλήθους καὶ συγκρουσμοῦ τῶν ὅπλων· ἦν γὰρ ἡ παρεμβολὴ μεγάλη σφόδρα καὶ ἰσχυρά. |
Α Μακ. 6,41 |
Κατελήφθησαν από ταραχήν όλοι όσοι ήκουαν την φωνήν του πλήθους αυτού και τον θόρυβον του πεζοπορούντος στρατού και τον κρότον των συγκρουομένων όπλων. Διότι ήτο πράγματι ο στρατός αυτός πάρα πολύς εις αριθμόν και εις δύναμιν. |
|
Α Μακ. 6,42 |
καὶ ἤγγισεν Ἰούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ εἰς παράταξιν, καὶ ἔπεσον ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἑξακόσιοι ἄνδρες. |
Α Μακ. 6,42 |
Ο Ιούδας επροχώρησε με τον στρατόν του συντεταγμένον δια την μάχην. Κατά την πρώτην σύγκρουσιν έπεσαν από τον στρατόν του βασιλέως εξακόσιοι άνδρες. |
|
Α Μακ. 6,43 |
καὶ εἶδεν Ἐλεάζαρ ὁ Αὐαρὰν ἓν τῶν θηρίων τεθωρακισμένον θώρακι βασιλικῷ, καὶ ἦν ὑπεράγον πάντα τὰ θηρία, καὶ ᾠήθη ὅτι ἐν αὐτῷ ἐστιν ὁ βασιλεύς. |
Α Μακ. 6,43 |
Ενας γενναίος ανήρ από τον στρατόν του Ιούδα, ο Ελεάζαρ ο επονομαζόμενος Αυαράν, είδεν ένα από τους ελέφαντας σκεπασμένον με βασιλικήν ιπποσκευήν και ο οποίος κατά το ύψος υπερείχεν από όλους τους άλλους ελέφαντας. Ενόμισεν ότι εκεί ασφαλώς θα ευρίσκετο ο βασιλεύς. |
|
Α Μακ. 6,44 |
καὶ ἔδωκεν ἑαυτὸν τοῦ σῶσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ περιποιῆσαι ἑαυτῷ ὄνομα αἰώνιον· |
Α Μακ. 6,44 |
Απεφάσισε, λοιπόν, να θυσιασθή αυτός, δια να σώση τον λαόν του και να αποκτήση όνομα αθάνατον. |
|
Α Μακ. 6,45 |
καὶ ἐπέδραμεν αὐτῷ θράσει εἰς μέσον τῆς φάλαγγος καὶ ἐθανάτου δεξιὰ καὶ εὐώνυμα, καὶ ἐσχίζοντο ἀπ᾿ αὐτοῦ ἔνθα καὶ ἔνθα· |
Α Μακ. 6,45 |
Ετρεξε με θάρρος πολύ στον ελέφαντα αυτόν δια μέσου της εχθρικής φάλαγγος, εθανάτωνε δεξιά και αριστερά όσους συνήντα, οι δε άλλοι κατατρομαγμένοι παρεμέριζαν απ' εδώ και απ' εκεί, δια να περάση εκείνος. |
|
Α Μακ. 6,46 |
καὶ εἰσέδυ ὑπὸ τὸν ἐλέφαντα καὶ ὑπέθεκεν αὐτῷ καὶ ἀνεῖλεν αὐτόν, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν ἐπάνω αὐτοῦ, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ. |
Α Μακ. 6,46 |
Αυτός τότε εισεχώρησε κάτω από την κοιλίαν του ελέφαντος, έχωσε το μαχαίρι του εις την κοιλίαν του ζώου και τον εφόνευσεν. Ο ελέφας έπεσε κατά γης επάνω στον Ελεάζαρον, ο οποίος και καταπλακωθείς από το βάρος απέθανεν. |
|
Α Μακ. 6,47 |
καὶ εἶδον τὴν ἰσχὺν τῆς βασιλείας καὶ τὸ ὅρμημα τῶν δυνάμεων, καὶ ἐξέκλιναν ἀπ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 6,47 |
Οι Ιουδαίοι όμως είδον τας πολλάς δυνάμστου βασιλέως και την ασυγκράτητον ορμήν των στρατευμάτων του και ηναγκάσθησαν να υποχωρήσουν. |
|
Α Μακ. 6,48 |
οἱ δὲ ἐκ τῆς παρεμβολῆς τοῦ βασιλέως ἀνέβαινον εἰς συνάντησιν αὐτῶν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ παρενέβαλεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ εἰς τὸ ὄρος Σιών. |
Α Μακ. 6,48 |
Τοτε δε οι στρατιώται του βασιλέως ανέβησαν εις την Ιερουσαλήμ, δια να συναντήσουν εκεί τους Ιουδαίους. Ο βασιλεύς με τα στρατεύματά του έθεσεν εις κατάστασιν πολιορκίας την Ιουδαίαν και το όρος Σιών. |
|
Α Μακ. 6,49 |
καὶ ἐποίησεν εἰρήνην μετὰ τῶν ἐκ Βαιθσούρων, καὶ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως, ὅτι οὐκ ἦν αὐτοῖς ἐκεῖ διατροφὴ τοῦ συγκεκλεῖσθαι ἐν αὐτῇ, ὅτι σάββατον ἦν τῇ γῇ· |
Α Μακ. 6,49 |
Κατ' αυτόν δε τον καιρόν συνήψεν αυτός ειρήνην με τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο εις Βαιθσούραν. Αυτοί ηναγκάσθησαν από την πείναν να εξέλθουν εκ της πόλεώς των, διότι ούτε στο ύπαιθρον υπήρχον τρόφιμα, ούτε αυτοί είχαν αποθηκεύσει προηγουμένως εις την πόλιν, επειδή το έτος αυτό ήτο το σαββατικόν έτος της αγραναπαύσεως. |
|
Α Μακ. 6,50 |
καὶ κατελάβετο βασιλεὺς τὴν Βαιθσούραν, καὶ ἀπέταξεν ἐκεῖ φρουρὰν τηρεῖν αὐτήν. |
Α Μακ. 6,50 |
Ετσι δε ο βασιλεύς κατέλαβεν αμαχητί την Βαιθσούραν και εγκατέστησεν εις αυτήν στρατιωτικήν φρουράν, δια να την φυλάττη. |
|
Α Μακ. 6,51 |
καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ τὸ ἁγίασμα ἡμέρας πολλὰς καὶ ἔστησεν ἐκεῖ βελοστάσεις καὶ μηχανὰς καὶ πυροβόλα καὶ λιθόβολα καὶ σκορπίδια εἰς τὸ βάλλεσθαι βέλη καὶ σφενδόνας. |
Α Μακ. 6,51 |
Ο βασιλεύς εστρατοπέδευσεν επ' αρκετόν χρόνον προ του ιερού ναού. Εστησε βαληστρίδας, πολιορκητικάς μηχανάς, μηχανάς δια των οποίων ερρίπτοντο καιόμενα βέλη, λιθοβόλους μηχανάς, σφενδόνας και σκορπίδια, δια να βάλουν συγχρόνως εν διασπορά πολλά βέλη. |
|
Α Μακ. 6,52 |
καὶ ἐποίησαν καὶ αὐτοὶ μηχανὰς πρὸς τὰς μηχανὰς αὐτῶν καὶ ἐπολέμησαν ἡμέρας πολλάς. |
Α Μακ. 6,52 |
Αλλά και οι πολιορκούμενοι κατεσκεύαζαν επίσης, και αυτοί πολεμικάς μηχανάς εναντίον των μηχανών, που είχαν οι πολιορκηταί, και επί πολύ χρονικόν διάστημα έφεραν αντίστασιν. |
|
Α Μακ. 6,53 |
βρώματα δὲ οὐκ ἦν ἐν τοῖς ἀγγείοις διὰ τὸ ἕβδομον ἔτος εἶναι, καὶ οἱ ἀνασῳζόμενοι εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν κατέφαγον τὸ ὑπόλειμμα τῆς παραθέσεως. |
Α Μακ. 6,53 |
Τρόφιμα όμως δεν υπήρχον πλέον εις τας αποθήκας των, διότι ήτο τότε το έβδομον έτος της αγραναπαύσεως. Επί πλέον οι Ισραηλίται, οι οποίοι είχον επανέλθει από τας ειδωλολατρικάς χώρας, είχαν καταναλώσει τας υπολειφθείσας τροφάς εις τας αποθήκας. |
|
Α Μακ. 6,54 |
καὶ ὑπελείφθησαν ἐν τοῖς ἁγίοις ἄνδρες ὀλίγοι, ὅτι κατεκράτησεν αὐτῶν ὁ λιμός, καὶ ἐσκορπίσθησαν ἕκαστος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. |
Α Μακ. 6,54 |
Δεν απέμειναν στους ιερούς χώρους, ει μη μόνον ολίγοι άνδρες Ιουδαίοι, διότι η πείνα ολονέν και περισσότερον ηύξανε. Δι' αυτό οι άλλοι μετέβησαν ο καθένας εις την πόλιν και την οικίσαν του. |
|
Α Μακ. 6,55 |
Καὶ ἤκουσε Λυσίας ὅτι Φίλιππος, ὃν κατέστησεν ὁ βασιλεὺς Ἀντίοχος ἔτι ζῶν ἐκθρέψαι Ἀντίοχον τὸν υἱὸν αὐτοῦ εἰς τὸ βασιλεῦσαι αὐτόν, |
Α Μακ. 6,55 |
Τοτε ο Λυσίας επληροφορήθη ότι ο Φιλιππος, τον οποίον ο βασιλεύς Αντίοχος, ενώ ακόμα ζούσε, είχεν ορίσει, δια να αναθρέψη τον υιόν του τον Αντίοχον, ώστε να αναδείξη αυτόν άξιον βασιλέα, |
|
Α Μακ. 6,56 |
ἀπέστρεψεν ἀπὸ τῆς Περσίδος καὶ Μηδίας καὶ αἱ δυνάμεις αἱ πορευθεῖσαι τοῦ βασιλέως μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ὅτι ζητεῖ παραλαβεῖν τὰ πράγματα. |
Α Μακ. 6,56 |
επέστρεψεν από την Περσίαν και την Μηδίαν έχων μαζή του τας στρατιωτικάς δυνάμεις, αι οποίαι είχαν ακολουθήσει τον βασιλέα εις την εκστρατείαν του. Εμαθεν ακόμα ο Λυσίας, ότι ο Φιλιππος επιζητούσε να αναλάβη αυτός εις τας χείρας του τας υποθέσστου βασιλείου της Συρίας. |
|
Α Μακ. 6,57 |
καὶ κατέσπευδε τοῦ ἀπελθεῖν καὶ εἰπεῖν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἡγεμόνας τῆς δυνάμεως καὶ τοὺς ἄνδρας· ἐκλείπομεν καθ᾿ ἡμέραν, καὶ ἡ τροφὴ ἡμῖν ὀλίγη, καὶ ὁ τόπος οὗ παρεμβάλλομέν ἐστιν ὀχυρός, καὶ ἐπίκειται ἡμῖν τὰ τῆς βασιλείας· |
Α Μακ. 6,57 |
Εσπευδε, λοιπόν, ο Λυσίας να απομακρυνθή από την Ιερουσαλήμ και να είπη προς τον βασιλέα, τους αρχηγούς του στρατού και εις αυτόν τούτον τον στρατόν· “εδώ κάθε ημέραν χάνομεν άνδρας. Η τροφή μας είναι ολίγη, αλλά και ο τόπος, τον οποίον πολιορκούμεν, είναι πολύ ισχυρός. Το σπουδαιότερον είναι ότι επείγουν αι υποθέσστου Κράτους. |
|
Α Μακ. 6,58 |
νῦν οὖν δῶμεν δεξιὰν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις καὶποιήσωμεν μετ᾿ αὐτῶν εἰρήνην καὶ μετὰ παντὸς ἔθνους αὐτῶν |
Α Μακ. 6,58 |
Λοιπόν τώρα ας συμφιλιωθώμεν με τους ανθρώπους αυτούς, ας συνάψωμεν ειρήνην μαζή με αυτούς και με όλον το έθνος των, |
|
Α Μακ. 6,59 |
καὶ στήσωμεν αὐτοῖς τοῦ πορεύεσθαι τοῖς νομίμοις αὐτῶν, ὡς τὸ πρότερον· χάριν γὰρ τῶν νομίμων αὐτῶν, ὧν διεσκεδάσαμεν, ὠργίσθησαν καὶ ἐποίησαν ταῦτα πάντα. |
Α Μακ. 6,59 |
ας σεβασθώμεν το δικαίωμά των να ζουν σύμφωνα με τα ιδικά των νόμιμα, όπως εγίνετο και προηγουμένως. Διότι χάριν αυτών ακριβώς των νόμων, τους οποίους ημείς θέλομεν να καταπατήσωμεν, ωργίσθησαν αυτοί και έκαμαν όλα αυτά εναντίον μας”. |
|
Α Μακ. 6,60 |
καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ τῶν ἀρχόντων, καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς εἰρηνεῦσαι, καὶ ἐπεδέξαντο. |
Α Μακ. 6,60 |
Ο λόγος αυτός ήρεσε στον βασιλέα και στους άρχοντας. Απέστειλε δε βασιλεύς άνδρας προς τους Ιουδαίους δια να κλείσουν ειρήνην· οι δε Ιουδαίοι εδέχθησαν τας προτάσεις. |
|
Α Μακ. 6,61 |
καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς ὁ βασιλεὺς καὶ οἱ ἄρχοντες· ἐπὶ τούτοις ἐξῆλθον ἐκ τοῦ ὀχυρώματος. |
Α Μακ. 6,61 |
Ο βασιλεύς και οι άρχοντές του ωρκίσθησαν προς τους Ιουδαίους δια την τήρησιν της συνθήκης. Επειτα από αυτά οι Ιουδαίοι εβγήκαν από τα οχυρώματά των. |
|
Α Μακ. 6,62 |
καὶ εἰσῆλθεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ ὄρος Σιὼν καὶ εἶδε τὸ ὀχύρωμα τοῦ τόπου καὶ ἠθέτησε τὸν ὁρκισμόν, ὃν ὤμοσε, καὶ ἐνετείλατο καθελεῖν τὸ τεῖχος κυκλόθεν. |
Α Μακ. 6,62 |
Ο δε βασιλεύς ακολουθούμενος από στρατόν εισήλθεν εις την Σιών. Είδε τα οχυρώματα του τόπου και παρέβη τον όρκον, τον οποίον έδωσε. Διέταξε σε τους στρατιώτας του να κρημνίσουν το γύρω τείχος. |
|
Α Μακ. 6,63 |
καὶ ἀπῇρε κατὰ σπουδὴν καὶ ἀπέστρεψεν εἰς Ἀντιόχειαν καὶ εὗρε Φίλιππον κυριεύοντα τῆς πόλεως καὶ ἐπολέμησε πρὸς αὐτόν, καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν βίᾳ. |
Α Μακ. 6,63 |
Κατόπιν με μεγάλην βίαν ανεχώρησε και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν. Εκεί όμως ευρήκε τον Φιλιππον κύριον της πόλεως αυτής. Επολέμησεν εναντίον αυτού και εκυρίευσε την πόλιν κατόπιν σκληρού αγώνος. |
|
Κεφάλαιο 7ο |
Α Μακ. 7,1 |
Ἔτους ἑνὸς καὶ πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐξῆλθε Δημήτριος ὁ τοῦ Σελεύκου ἐκ Ῥώμης καὶ ἀνέβη σὺν ἀνδράσιν ὀλίγοις εἰς πόλιν παραθαλασσίαν καὶ ἐβασίλευσεν ἐκεῖ. |
Α Μακ. 7,1 |
Κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν πρώτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Δημήτριος, ο υιός του Σελεύκου, διαφυγών από την Ρωμην απεβιβάσθη με μικρόν αριθμόν ανδρών εις κάποιαν παραθαλασσίαν πόλιν και εκεί επήρε τον τίτλον του βασιλέως. |
|
Α Μακ. 7,2 |
καὶ ἐγένετο ὡς εἰσεπορεύετο εἰς οἶκον βασιλείας πατέρων αὐτοῦ, καὶ συνέλαβον αἱ δυνάμεις τὸν Ἀντίοχον καὶ τὸν Λυσίαν ἀγαγεῖν αὐτοὺς αὐτῷ. |
Α Μακ. 7,2 |
Οταν εισήλθεν στο βασιλικόν ανάκτορον των πατέρων του, το στράτευμα συνέλαβε τον Αντίοχον και τον Λυσίαν, δια να τους οδηγήσουν ενώπιόν του. |
|
Α Μακ. 7,3 |
καὶ ἐγνώσθη αὐτῷ τὸ πρᾶγμα καὶ εἶπε· μή μοι δείξητε τὰ πρόσωπα αὐτῶν. |
Α Μακ. 7,3 |
Οταν όμως ο Δημήτριος επληροφορήθη το γεγονός, είπε· “δεν θέλω να μου δείξετε τα πρόσωπά των”. |
|
Α Μακ. 7,4 |
καὶ ἀπέκτειναν αὐτοὺς αἱ δυνάμεις, καὶ ἐκάθισε Δημήτριος ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτοῦ. |
Α Μακ. 7,4 |
Οι στρατιώται τους εφόνευσαν και ο Δημήτριος εγκατεστάθη στον θρόνον του βασιλείου του. |
|
Α Μακ. 7,5 |
καὶ ἦλθον πρὸς αὐτὸν πάντες ἄνδρες ἄνομοι καὶ ἀσεβεῖς ἐξ Ἰσραήλ, καὶ Ἄλκιμος ἡγεῖτο αὐτῶν, βουλόμενος ἱερατεύειν. |
Α Μακ. 7,5 |
Τοτε όλοι οι εξωμόται, οι παράνομοι και οι ασεβείς Ισραηλίται, ήλθαν προς αυτόν. Αρχηγός των ήτο ο Αλκιμος, ο οποίος επιθυμούσε να γίνη αρχιερεύς. |
|
Α Μακ. 7,6 |
καὶ κατηγόρησαν τοῦ λαοῦ πρὸς τὸν βασιλέα λέγοντες· ἀπώλεσεν Ἰούδας καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ τοὺς φίλους σου, καὶ ἡμᾶς ἐσκόρπισαν ἀπὸ τῆς γῆς ἡμῶν· |
Α Μακ. 7,6 |
Αυτοί, λοιπόν, κατηγόρησαν τον Ισραηλιτικόν λαόν στον βασιλέα λέγοντες· “ο Ιούδας και οι αδελφοί του εξωλόθρευσαν όλους τους φίλους σου, ημάς δε τους ιδίους μας εξεδίωξαν από την γην των πατέρων μας και διεσκορπίσθημεν. |
|
Α Μακ. 7,7 |
νῦν οὖν ἀπόστειλον ἄνδρα, ᾧ πιστεύεις, καὶ πορευθεὶς ἰδέτω τὴν ἐξολόθρευσιν πᾶσαν, ἣν ἐποίησεν ἡμῖν καὶ τῇ χώρᾳ τοῦ βασιλέως, καὶ κολασάτω αὐτοὺς καὶ πάντας τοὺς ἐπιβοηθοῦντας αὐτοῖς. |
Α Μακ. 7,7 |
Στείλε τώρα ένα άνδρα της εμπιστοσύνης σου, δια να μεταβή και ιδή με τα ίδια του τα μάτια όλην την καταστροφήν, την οποίαν αυτάς ο Ιούδας επροξένησεν εις ημάς και εις την χώραν του βασιλέως. Και ο βασιλεύς ας τιμωρήση αυτούς και όλους εκείνους, οι οποίοι τους εβοήθησαν στο έργον της καταστροφής. |
|
Α Μακ. 7,8 |
καὶ ἐπέλεξεν ὁ βασιλεὺς τὸν Βακχίδην τῶν φίλων τοῦ βασιλέως κυριεύοντα ἐν τῷ πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ μέγαν ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ πιστὸν τῷ βασιλεῖ |
Α Μακ. 7,8 |
Ο βασιλεύς Δημήτριος εδιάλεξεν από τους φίλους του τυν Βακχίδην, διοικητήν της περιοχής, που ευρίσκετο πέραν από τον Ευφράτην ποταμόν, άνδρα ένδοξον στο βασίλειόν του και αφωσιωμένον στον βασιλέα. |
|
Α Μακ. 7,9 |
καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν καὶ Ἄλκιμον τὸν ἀσεβῆ, καὶ ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἱερωσύνην καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ ποιῆσαι τὴν ἐκδίκησιν ἐν τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 7,9 |
Αυτόν έστειλε μαζή με τον ασεβή Αλκιμον, τον οποίον κατέστησεν αρχιερέα. Εδωσε δε διαταγήν στον Βακχίδην, να εκδικηθή τους Ισραηλίτας. |
|
Α Μακ. 7,10 |
καὶ ἀπῇραν καὶ ἦλθον μετὰ δυνάμεως πολλῆς εἰς γῆν Ἰούδα· καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ λόγοις εἰρηνικοῖς μετὰ δόλου. |
Α Μακ. 7,10 |
Ο Βακχίδης με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν εξεκίνησε και έφθασαν εις την χώραν της Ιουδαίας. Απέστειλε δε αγγελιαφόρους προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του με ειρηνικάς, αλλά δολίας, προτάσεις. |
|
Α Μακ. 7,11 |
καὶ οὐ προσέσχον τοῖς λόγοις αὐτῶν· εἶδον γὰρ ὅτι ἦλθον μετὰ δυνάμεως πολλῆς. |
Α Μακ. 7,11 |
Οι Ιουδαίοι όμως δεν έδωσαν προσοχήν εις τα λόγια των, διότι είδον ότι εκείνοι είχαν έλθει με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν και άρα με διαθέσεις όχι ειρηνικάς. |
|
Α Μακ. 7,12 |
καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς Ἄλκιμον καὶ Βακχίδην συναγωγὴ γραμματέων ἐκζητῆσαι δίκαια, |
Α Μακ. 7,12 |
Αλλά περί τον Αλκιμον και τον Βακχίδην συνεκεντρώθη μία όμας γραμματέων, δια να ζητήσουν το δίκαιόν των. |
|
Α Μακ. 7,13 |
καὶ πρῶτοι οἱ Ἁσιδαῖοι ἦσαν ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ καὶ ἐπεζήτουν παρ᾿ αὐτῶν εἰρήνην· |
Α Μακ. 7,13 |
Εκείνοι δε που εθεωρούντο πρώτοι μεταξύ των Ισραηλιτών ήσαν οι 'Ασιδαιοι, οι οποίοι και εζήτησαν από τον Βακχίδην και τον Αλκιμον ειρηνικήν διευθέτησιν των δικαιωμάτων των. |
|
Α Μακ. 7,14 |
εἶπαν γάρ· ἄνθρωπος ἱερεὺς ἐκ τοῦ σπέρματος Ἀαρὼν ἦλθεν ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ οὐκ ἀδικήσει ἡμᾶς. |
Α Μακ. 7,14 |
Οι Ασιδαίοι έκαμαν την εξής σκέψιν και είπαν· “ένας αρχιερεύς από την οικογενειάν του Ααρών ήλθε με στρατόν, δεν είναι δυνατόν αυτός να διαπράξη αδικίας εναντίον μας”. |
|
Α Μακ. 7,15 |
καὶ ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν λόγους εἰρηνικοὺς καὶ ὤμοσεν αὐτοῖς λέγων· οὐκ ἐκζητήσομεν ὑμῖν κακὸν καὶ τοῖς φίλοις ὑμῶν. |
Α Μακ. 7,15 |
Ο Αλκιμος ωμίλησε με αυτούς κατά ένα ειρηνικόν και φιλικόν τρόπον και ωρκίσθη προς αυτούς λέγων· “δεν επιθυμούμεν και ούτε θα επιζητήσωμεν να κάμωμεν κανένα κακόν προς σας και προς τους φίλους σας”. |
|
Α Μακ. 7,16 |
καὶ ἐνεπίστευσαν αὐτῷ, καὶ συνέλαβεν ἐξ αὐτῶν ἑξήκοντα ἄνδρας καὶ ἀπέκτεινεν αὐτοὺς ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ κατὰ τὸν λόγον, ὃν ἔγραψε· |
Α Μακ. 7,16 |
Εδωσαν πίστιν εις αυτόν, αλλά εκείνος έπιασε εξήντα άνδρας από αυτούς, τους οποίους και εφόνευσεν εις μίαν ημέραν και επραγματοποιήθη έτσι ο λόγος, που είναι γραμμένος εις την Αγίαν Γραφήν· |
|
Α Μακ. 7,17 |
σάρκας ὁσίων σου καὶ αἵματα αὐτῶν ἐξέχεαν κύκλῳ Ἱερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἦν αὐτοῖς ὁ θάπτων. |
Α Μακ. 7,17 |
“Διεσκόρπισαν τας σάρκας των αγίων σου και τα αίματά των τα έχυσαν γύρω από την Ιερουσαλήμ και δεν υπήρξεν άνθρωπος να τους ενταφιάση”. |
|
Α Μακ. 7,18 |
καὶ ἐπέπεσεν αὐτῶν ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ἐπὶ πάντα τὸν λαόν, ὅτι εἶπαν· οὐκ ἔστιν ἐν αὐτοῖς ἀλήθεια καὶ κρίσις, παρέβησαν γὰρ τὴν στάσιν καὶ τὸν ὅρκον, ὃν ὤμοσαν. |
Α Μακ. 7,18 |
Εξ αιτίας του γεγονότος αυτού μέγας φόβος και τρόμος έπσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, διότι είπαν· “εκείνοι είναι ανάξιοι πλέον εμπιστοσύνης, διότι δεν υπάρχει εις αυτούς αλήθεια και δικαιοσύνη. Παρέβησαν την υποχρέωσίν των και τον όρκον, τον οποίον έδωσαν”. |
|
Α Μακ. 7,19 |
καὶ ἀπῇρε Βακχίδης ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐν Βηθζαὶθ καὶ ἀπέστειλε καὶ συνέλαβε πολλοὺς ἀπὸ τῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ αὐτομολησάντων ἀνδρῶν καί τινας τοῦ λαοῦ καὶ ἔθυσεν αὐτοὺς εἰς τὸ φρέαρ τὸ μέγα. |
Α Μακ. 7,19 |
Ο Βακχίδης ανεχώρησεν από την Ιερουσαλήμ και εστρατοπέδευσεν εις Βηθζαίθ. Από εκεί έστειλε στρατιώτας και συνέλαβε πολλούς από αυτούς, που είχαν λιποτακτήσει εκ των τάξεων του στρατού του, όπως επίσης και μερικούς άλλους από τον λαόν, τους οποίους όλους εφόνευσε, τα δε πτώματά των έρριψεν στο μεγάλο φρέαρ. |
|
Α Μακ. 7,20 |
καὶ κατέστησε τὴν χώραν τῷ Ἀλκίμῳ καὶ ἀφῆκε μετ᾿ αὐτοῦ δύναμιν τοῦ βοηθεῖν αὐτῷ· καὶ ἀπῆλθε Βακχίδης πρὸς τὸν βασιλέα. |
Α Μακ. 7,20 |
Αφού δε παρέδωσε την διοίκησιν της χώρας στον Αλκιμον και αφήκεν εις βοήθειάν του στρατιωτικήν δύναμιν ανεχώρησεν ο Βακχίδης και επέστρεψε προς τον βασιλέα Δημήτριον. |
|
Α Μακ. 7,21 |
καὶ ἠγωνίσατο Ἄλκιμος περὶ τῆς ἀρχιερωσύνης, |
Α Μακ. 7,21 |
Ο Αλκιμος ηγωνίσθη, δια να πάρη την αρχιερωσύνην. |
|
Α Μακ. 7,22 |
καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πάντες οἱ ταράσσοντες τὸν λαὸν αὐτῶν καὶ κατεκράτησαν γῆν Ἰούδα καὶ ἐποίησαν πληγὴν μεγάλην ἐν Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 7,22 |
Ολοι δε εκείνοι οι Ισραηλίται, οι παράνομοι εξωμόται, οι οποίοι έφεραν αναταραχήν στον λαόν των, συνεκεντρώθησαν γύρω από τον Αλκιμον και έγιναν μεγάλη μάστιξ δια τον ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Α Μακ. 7,23 |
καὶ εἶδεν Ἰούδας πᾶσαν τὴν κακίαν, ἣν ἐποίησεν Ἄλκιμος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν υἱοῖς Ἰσραὴλ ὑπὲρ τὰ ἔθνη, |
Α Μακ. 7,23 |
Είδεν ο Ιούδας όλην αυτήν την συμφοράν, την οποίαν επέφερεν ο Αλκιμος και μαζή με αυτόν οι εξωμόται εναντίον των Ισραηλιτών και η οποία ήτο πολύ μεγαλύτερα από όσην είχαν προξενήσει τα ειδωλολατρικά έθνη. |
|
Α Μακ. 7,24 |
καὶ ἐξῆλθεν εἰς πάντα τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας κυκλόθεν καὶ ἐποίησεν ἐκδίκησιν ἐν τοῖς ἀνδράσι τοῖς αὐτομολήσασι, καὶ ἀνεστάλησαν τοῦ πορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν. |
Α Μακ. 7,24 |
Δια να προλάβη μεγαλυτέρας συμφοράς ο Ιούδας, περιήλθεν προς όλας τας κατευθύνσεις την ιουδαίαν και ετιμώρησε τους αποστάτας εκείνους άνδρας, οι οποίοι είχαν λιποτακτήσει με το μέρος των εχθρών και τους ημπόδιζε να διατρέχουν την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 7,25 |
ὡς δὲ εἶδεν Ἄλκιμος ὅτι ἐνίσχυσεν Ἰούδας καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔγνω ὅτι οὐ δύναται ὑποστῆναι αὐτούς, καὶ ἐπέστρεψε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ κατηγόρησεν αὐτῶν πονηρά. |
Α Μακ. 7,25 |
Οταν είδεν ο Αλκιμος, ότι ο Ιούδας και οι σύντροφοί του είχαν αποκτήσει μεγάλην δύναμιν και κατενόησεν ότι δεν ήτο δυνατόν αυτός να αντισταθή εις εκείνους, επέστρεψε προς τον βασιλέα Δημήτριον και διετύπωσε βαρυτάτας κατηγορίας εναντίον των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 7,26 |
Καὶ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Νικάνορα ἕνα τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ τῶν ἐνδόξων καὶ μισοῦντα καὶ ἐχθραίνοντα τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ ἐξᾶραι τὸν λαόν. |
Α Μακ. 7,26 |
Ο βασιλεύς Δημήτριος έστειλε τότε τον Νικάνορα, ένα από τους ενδόξους στρατηγούς του, ο οποίος εκυριαρχείτο από μίσος και εχθρότητα εναντίον του ισραηλιτικού λαού και τον διέταξε να εξολοθρεύση τον λαόν αυτόν. |
|
Α Μακ. 7,27 |
καὶ ἦλθε Νικάνωρ εἰς Ἱερουσαλὴμ δυνάμει πολλῇ, καὶ ἀπέστειλε πρὸς Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μετὰ δόλου λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων· |
Α Μακ. 7,27 |
Ο Νικάνωρ ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν, έστειλε δε προς τον Ιούδαν και τους αδελφούς του άνδρας δια να ομιλήσουν προς αυτόν δήθεν κατά τρόπον ειρηνικόν και φιλικόν και να τον εξαπατήσουν και επρότεινε τα εξής· |
|
Α Μακ. 7,28 |
μὴ ἔστω μάχην ἀναμέσον ἐμοῦ καὶ ὑμῶν· ἥξω ἐν ἀνδράσιν ὀλίγοις, ἵνα ὑμῶν ἴδω τὰ πρόσωπα μετ᾿ εἰρήνης. |
Α Μακ. 7,28 |
“ας μη υπάρχη μάχη μεταξύ εμού και υμών. Εγώ επιθυμώ να έλθω με ολίγους μου άνδρας προς σας, δια να ίδω τα πρόσωπά σας με χαράν και ειρήνην”. |
|
Α Μακ. 7,29 |
καὶ ἦλθε πρὸς Ἰούδαν, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους εἰρηνικῶς· καὶ οἱ πολέμιοι ἦσαν ἕτοιμοι ἐξαρπᾶσαι τὸν Ἰούδαν. |
Α Μακ. 7,29 |
Ηλθε πράγματι ο Νικάνωρ προς τον Ιούδαν και οι δύο ησπάσθησαν αλλήλους κατά τρόπον φιλικόν. Οι εχθροί όμως των Ιουδαίων ήσαν έτοιμοι να συλλάβουν τον Ιούδαν. |
|
Α Μακ. 7,30 |
καὶ ἐγνώσθη ὁ λόγος τῷ Ἰούδᾳ ὅτι μετὰ δόλου ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἐπτοήθη ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐβουλήθη ἔτι ἰδεῖν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ. |
Α Μακ. 7,30 |
Ο Ιούδας επληροφορήθη την μηχανορραφίαν αυτήν, ότι δηλαδή ο Νικάνωρ δολίως ήλθε προς αυτόν, εφοβήθη τον Νικάνορα και δεν ηθέλησε να τον ξαναϊδή. |
|
Α Μακ. 7,31 |
καὶ ἔγνω Νικάνωρ, ὅτι ἀπεκαλύφθη ἡ βουλὴ αὐτοῦ, καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰούδᾳ ἐν πολέμῳ κατὰ Χαφαρσαλαμά. |
Α Μακ. 7,31 |
Ο Νικάνωρ αντελήφθη, ότι απεκαλύφθη πλέον το δόλιον σχέδιόν του και αμέσως εξήλθε να πολεμήση τον Ιούδαν εις την περιοχήν Χαφαρσαλαμά. |
|
Α Μακ. 7,32 |
καὶ ἔπεσον τῶν παρὰ Νικάνορος ὡσεὶ πεντακισχίλοι ἄνδρες, καὶ ἔφυγον εἰς τὴν πόλιν Δαυίδ. |
Α Μακ. 7,32 |
Εγινε μάχη και από τους άνδρας του Νικάνορας εφονεύθησαν πέντε περίπου χιλιάδες άνδρες, οι δε υπόλοιποι κατέφυγον εις την ακρόπολιν του λόφου Σιών (την πόλιν του Δαυίδ). |
|
Α Μακ. 7,33 |
Καὶ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ἀνέβη Νικάνωρ εἰς τὸ ὄρος Σιών. καὶ ἐξῆλθον ἀπὸ τῶν ἱερέων ἐκ τῶν ἁγίων καὶ ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ ἀσπάσασθαι αὐτὸν εἰρηνικῶς καὶ δεῖξαι αὐτῷ τὴν ὁλοκαύτωσιν τὴν προσφερομένην ὑπὲρ τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 7,33 |
Επειτα από αυτά τα γεγονότα ο Νικάνωρ ανέβηκεν στον λόφον Σιών. Μερικοί δε από τους ιερείς εβγήκαν από τους ιερούς τόπους του ναού συνοδευόμενοι και από μερικούς πρεσβυτέρους του ναού, δια να χαιρετήσουν φιλικώς τον Νικάνορα και να του δείξουν την θυσίαν των ολοκαυτωμάτων, την οποίαν προσφέρουν υπέρ του βασιλέως. |
|
Α Μακ. 7,34 |
καὶ ἐμυκτήρισεν αὐτοὺς καὶ κατεγέλασεν αὐτῶν καὶ ἐμίανεν αὐτοὺς καὶ ἐλάλησεν ὑπερηφάνως· |
Α Μακ. 7,34 |
Εκείνος όμως τους εχλεύασε, τους κατεγέλασεν, έρριψεν επάνω των μιάσματα και τους εμόλυνε και ωμίλησε κατά ένα τρόπον θρασύν και αλαζονικόν. |
|
Α Μακ. 7,35 |
καὶ ὤμοσε μετὰ θυμοῦ λέγων· ἐὰν μὴ παραδοθῇ Ἰούδας καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ εἰς χεῖράς μου τὸ νῦν, καὶ ἔσται ἐὰν ἐπιστρέψω ἐν εἰρήνῃ, ἐμπυριῶ τὸν οἶκον τοῦτον. καὶ ἐξῆλθε μετὰ θυμοῦ μεγάλου. |
Α Μακ. 7,35 |
Γεμάτος δε οργήν ωρκίσθη και είπεν εις αυτούς· “Εάν δεν παραδοθή εις τα χέρια μου σήμερον ο Ιούδας και ο στρατός του, αμέσως μόλις επιστρέψω, αφού εγκαταστήσω πλέον την ειρήνην, θα παραδώσω στο πυρ αυτόν τον ναόν”. Και αφού είπεν αυτά, απεχώρησεν από μπροστά των με μεγάλον θυμόν. |
|
Α Μακ. 7,36 |
καὶ εἰσῆλθον οἱ ἱερεῖς καὶ ἔστησαν κατὰ πρόσωπον τοῦ θυσιαστηρίου καὶ τοῦ ναοῦ καὶ ἔκλαυσαν καὶ εἶπον· |
Α Μακ. 7,36 |
Τοτε οι ιερείς εισήλθον στον ιερόν χώρον, εστάθησαν όρθιοι ενώπιον του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, έκλαυσαν και είπαν προς τον Θεόν· |
|
Α Μακ. 7,37 |
σύ, Κύριε, ἐξελέξω τὸν οἶκον τοῦτον ἐπικληθῆναι τὸ ὄνομά σου ἐπ᾿ αὐτῷ εἶναι οἶκον προσευχῆς καὶ δεήσεως τῷ λαῷ σου· |
Α Μακ. 7,37 |
“Συ, Κυριε, εξέλεξες τον ναόν αυτόν, δια να δοξάζεται εδώ τα άγιον όνομά σου και να είναι ο ναός αυτός οίκος προσευχής και δεήσεως δι' όλον τον λαόν σου. |
|
Α Μακ. 7,38 |
ποίησον ἐκδίκησιν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτῳ καὶ ἐν τῇ παρεμβολῇ αὐτοῦ, καὶ πεσέτωσαν ἐν ῥομφαίᾳ· μνήσθητι τῶν δυσφηριῶν αὐτῶν καὶ μὴ δῷς αὐτοῖς μονήν. |
Α Μακ. 7,38 |
Τιμώρησε τον αλαζονικόν αυτόν άνθρωπον και τον στρατόν του, και ας πέσουν όλοι εν στόματι ρομφαίας. Ενθυμήσου, Κυριε, τας βλασφημίας, τας οποίας εξεστόμισαν εναντίον σου και μη δώσης εις αυτούς ποτέ τόπον αναψυχής”. |
|
Α Μακ. 7,39 |
καὶ ἐξῆλθε Νικάνωρ ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ παρενέβαλεν ἐν Βαιθωρών, καὶ συνήντησεν αὐτῷ δύναμις Συρίας. |
Α Μακ. 7,39 |
Ο Νικάνωρ εξήλθεν από την Ιερουσαλήμ και εστρατοπέδευσεν εις Βαιθωρών, όπου ένα τμήμα από την στρατιωτικήν δύναμιν των Συρων ήλθε και τον συνήντησε. |
|
Α Μακ. 7,40 |
καὶ Ἰούδας παρενέβαλεν ἐν Ἀδασὰ ἐν τρισχιλίοις ἀνδράσι· καὶ προσηύξατο Ἰούδας καὶ εἶπεν· |
Α Μακ. 7,40 |
Και ο Ιούδας επίσης εστρατοπέδευσε πλησίον της Αδασά με τρεις χιλιάδας άνδρας. Ο Ιούδας προσηυχήθη προς τον Θεόν και είπεν· |
|
Α Μακ. 7,41 |
οἱ παρὰ τοῦ βασιλέως Ἀσσυρίων ὅτε ἐδυσφήμησαν, ἐξῆλθεν ἄγγελός σου, Κύριε, καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε χιλιάδας· |
Α Μακ. 7,41 |
“όταν, Κυριε, οι εχθροί σου, που ήσαν με το μέρος Σενναχηρίμ του βασιλέως των Ασσυρίων εβλασφήμησαν το Ονομά σου, εξήλθεν άγγελός σου, Κυριε, και εξωλόθρευσεν από αυτούς εκατόν ογδοήκοντα πέντε χιλιάδας άνδρας. |
|
Α Μακ. 7,42 |
οὕτω σύντριψον τὴν παρεμβολὴν ταύτην ἐνώπιον ἡμῶν σήμερον, καὶ γνώτωσαν οἱ ἐπίλοιποι, ὅτι κακῶς ἐλάλησαν ἐπὶ τὰ ἅγιά σου, καὶ κρῖνον αὐτὸν κατὰ τὴν κακίαν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 7,42 |
Ετσι, Κυριε, σύντριψε και σήμερον τον στρατόν αυτόν ενώπιόν μας, δια να μάθουν και οι άλλοι λαοί, ότι με κακότητα και αυθάδειαν εφέρθησαν και ωμίλησαν αυτοί στον ιερόν ναόν σου. Κρίνε, Κυριε, αυτόν κατά την κακίαν του και την βλασφημίαν του”. |
|
Α Μακ. 7,43 |
καὶ συνῆψαν αἱ παρεμβολαὶ εἰς πόλεμον τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ μηνὸς Ἄδαρ, καὶ συνετρίβη ἡ παρεμβολὴ Νικάνορος, καὶ ἔπεσεν αὐτὸς πρῶτος ἐν τῷ πολέμῳ. |
Α Μακ. 7,43 |
Οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν κατά την δεκάτην τρίτην του μηνός Αδάρ. Ο στρατός του Νικάνορας συνετρίβη και πρώτος, ο οποίος έπεσε κατά την μάχην αυτήν, ήτο ο Νικάνωρ. |
|
Α Μακ. 7,44 |
ὡς δὲ εἶδεν ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὅτι ἔπεσε Νικάνωρ, ῥίψαντες τὰ ὅπλα αὐτῶν ἔφυγον. |
Α Μακ. 7,44 |
Οταν ο στρατός του Νικάνορος είδεν ότι έπεσεν ο αρχηγός, ρίψαντες όλοι τα όπλα ετράπησαν πανικόβλητοι εις φυγήν. |
|
Α Μακ. 7,45 |
καὶ κατεδίωκον αὐτοὺς ὁδὸν ἡμέρας μιᾶς ἀπὸ Ἀδασὰ ἕως τοῦ ἐλθεῖν εἰς Γάζηρα καὶ ἐσάλπισαν ὀπίσω αὐτῶν ταῖς σάλπιγξι τῶν σημασιῶν. |
Α Μακ. 7,45 |
Οι Ιουδαίοι τους κατεδίωξαν εις δρόμον μιας ημέρας από Αδασά, μέχρις ότου έφθασαν εις Γαζηρα. Τους κατεδίωκαν σαλπίζοντες όπισθεν αυτών με τας ιεράς σάλπιγγας διάφορα πολεμικά σαλπίσματα. |
|
Α Μακ. 7,46 |
καὶ ἐξῆλθον ἐκ πασῶν τῶν κωμῶν τῆς Ἰουδαίας κυκλόθεν καὶ ὑπερεκέρων αὐτούς, καὶ ἀνέστρεφον οὗτοι πρὸς τούτους, καὶ ἔπεσον πάντες ῥομφαίᾳ, καὶ οὐ κατελείφθη ἐξ αὐτῶν οὐδὲ εἷς. |
Α Μακ. 7,46 |
Τοτε εβγήκαν από όλας τας κωμοπόλεις της Ιουδαίας άνδρες Ιουδαίοι, οι οποίοι και περιεκύκλωναν τους Συρους. Αυτοί τρομοκρατημένοι εγύριζαν προς τα οπίσω και επάνω εις την σύγχυσίν των έπιπταν οι μεν εναντίον των δε και αλληλοεξωντώθησαν με τας ρομφαίας των. Ούτε ένας από αυτούς δεν έμεινεν εν τη ζωή. |
|
Α Μακ. 7,47 |
καὶ ἔλαβον τὰ σκῦλα καὶ τὴν προνομήν, καὶ τὴν κεφαλὴν Νικάνορος ἀφεῖλον καὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, ἣν ἐξέτεινεν ὑπερηφάνως, καὶ ἤνεγκαν καὶ ἐξέτειναν παρὰ τὴν Ἱερουσαλήμ. |
Α Μακ. 7,47 |
Οι Ιουδαίοι ελεηλάτησαν τότε τους ηττηθέντας και επήραν τα λάφυρά των. Απέκοψαν δε την κεφαλήν του Νικάνορος και την δεξιάν του χείρα, την οποίαν αυθαδώς είχεν υψώσει εναντίον του Θεού. Τα έφεραν και τα εκρέμασαν παρά την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 7,48 |
καὶ εὐφράνθη ὁ λαὸς σφόδρα καὶ ἤγαγον τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡμέραν εὐφροσύνης μεγάλης· |
Α Μακ. 7,48 |
Ολος ο λαός ηυφράνθη πάρα πολύ και επανηγύρισαν την ημέραν αυτήν με μεγάλην αγαλλίασιν. |
|
Α Μακ. 7,49 |
καὶ ἔστησαν τοῦ ἄγειν κατὰ ἐνιαυτὸν τὴν ἡμέραν ταύτην τὴν τρισκαιδεκάτην τοῦ Ἄδαρ. |
Α Μακ. 7,49 |
Ωρισαν δε να εορτάζουν κάθε έτος την ημέραν αυτήν, δηλαδή την δεκάτην τρίτην ημέραν του μηνός Αδαρ. |
|
Α Μακ. 7,50 |
καὶ ἠσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα ἡμέρας ὀλίγας. |
Α Μακ. 7,50 |
Η Ιουδαία επί χρονικόν τι διάστημα ησύχασεν από τους πολέμους. |
|
Κεφάλαιο 8ο |
Α Μακ. 8,1 |
Καὶ ἤκουσεν Ἰούδας τὸ ὄνομα τῶν Ῥωμαίων, ὅτι εἰσὶ δυνατοὶ ἰσχύϊ καὶ αὐτοὶ εὐδοκοῦσιν ἐν πᾶσι τοῖς προστιθεμένοις αὐτοῖς, καὶ ὅσοι ἂν προσέλθωσιν αὐτοῖς, ἱστῶσιν αὐτοῖς φιλίαν, |
Α Μακ. 8,1 |
Ηκουσεν ο Ιούδας την φήμην των Ρωμαίων, ότι δηλαδή είναι μεν πολύ ισχυροί κατά τον πόλεμον, αλλά φέρονται με ευμένειαν προς όλους εκείνους, οι οποίοι τίθενται με τα μέρος των, και συνάπτουν φιλίαν με όσους οικειοθελώς ήθελαν προσέλθει προς αυτούς. |
|
Α Μακ. 8,2 |
καὶ ὅτι εἰσὶ δυνατοὶ ἰσχύϊ. καὶ διηγήσαντο αὐτῷ τοὺς πολέμους αὐτῶν καὶ τὰς ἀνδραγαθίας, ἃς ποιοῦσιν ἐν τοῖς Γαλάταις, καὶ ὅτι κατεκράτησαν αὐτῶν καὶ ἤγαγον αὐτοὺς ὑπὸ φόρον, |
Α Μακ. 8,2 |
Οτι δε αυτοί ήσαν ισχυροί, το επληροφορήθη ο Ιούδας, από όσα διηγήθησαν εις αυτόν δια τους πολέμους των και τα ανδραγαθήματά των, που έκαμαν εναντίον των Γαλατών, τους οποίους υπέταξαν και τους κατέστησαν φόρου υποτελείς των. |
|
Α Μακ. 8,3 |
καὶ ὅσα ἐποίησαν ἐν χώρᾳ Ἱσπανίας τοῦ κατακρατῆσαι τῶν μετάλλων τοῦ ἀργυρίου καὶ τοῦ χρυσίου τοῦ ἐκεῖ· |
Α Μακ. 8,3 |
Του διηγήθησαν επίσης, όσα είχαν κατορθώσει οι Ρωμαίοι εις την Ισπανίαν, δια να γίνουν κύριοι των μεταλλείων του χρυσού και του αργύρου, που ευρίσκοντο εκεί· |
|
Α Μακ. 8,4 |
καὶ κατεκράτησαν τοῦ τόπου παντὸς τῇ βουλῇ αὐτῶν καὶ τῇ μακροθυμίᾳ, καὶ ὁ τόπος ἦν μακρὰν ἀπέχων ἀπ᾿ αὐτῶν σφόδρα, καὶ τῶν βασιλέων τῶν ἐπελθόντων ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως συνέτριψαν αὐτοὺς καὶ ἐπάταξαν ἐν αὐτοῖς πληγὴν μεγάλην, καὶ οἱ ἐπίλοιποι διδόασιν αὐτοῖς φόρον κατ᾿ ἐνιαυτόν· |
Α Μακ. 8,4 |
ότι έγιναν κύριοι όλης της Ισπανίας χάρις εις την ευφυΐαν των και την μακροθυμίαν των, μολονότι η χώρα αυτή απείχε πάρα πολύ από την ιδικήν των χώραν. Ακόμη δε και ότι βασιλείς, οι οποίοι είχαν επέλθει εναντίον των Ρωμαίων από τα άκρα της γης, συνετρίβησαν από τους Ρωμαίους, οι οποίοι επροξένησαν μεγάλην φθοράν εις αυτούς. Οι άλλοι ηναγκάσθησαν να πληρώνουν εις αυτούς φόρον υποτελείας κάθε έτος. |
|
Α Μακ. 8,5 |
καὶ τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Περσέα Κιτιέων βασιλέα καὶ τοὺς ἐπῃρμένους ἐπ᾿ αὐτοὺς συνέτριψαν αὐτοὺς ἐν πολέμῳ καὶ κατεκράτησαν αὐτῶν· |
Α Μακ. 8,5 |
Και αυτόν ακόμη τον Φιλιππον και τον Περσέα, βασιλέα των Κιτιέων, όπως επίσης και όλους εκείνους που είχαν πάρει όπλα εναντίον των, οι Ρωμαίοι κατόπιν πολέμων τους συνέτριψαν και εγιναν κύριοι αυτών. |
|
Α Μακ. 8,6 |
καὶ Ἀντίοχον τὸν μέγαν βασιλέα τῆς Ἀσίας τὸν πορευθέντα ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς πόλεμον ἔχοντα ἑκατὸν εἴκοσιν ἐλέφαντας καὶ ἵππον καὶ ἅρματα καὶ δύναμιν πολλὴν σφόδρα, καὶ συνετρίβη ὑπ᾿ αὐτῶν, |
Α Μακ. 8,6 |
Τον Αντίοχον, τον μέγαν βασιλέα της Ασίας, ο οποίος εβάδισεν εναντίον των με εκατόν είκοσι ελέφαντας, με ιππικόν, με πολεμικά άρματα και με μεγάλην δύναμιν, τον συνέτριψαν. |
|
Α Μακ. 8,7 |
καὶ ἔλαβον αὐτὸν ζῶντα καὶ ἔστησαν αὐτοῖς διδόναι αὐτόν τε καὶ τοὺς βασιλεύοντας μετ᾿ αὐτὸν φόρον μέγαν καὶ διδόναι ὅμηρα καὶ διαστολὴν |
Α Μακ. 8,7 |
Τον συνέλαβαν δε ζώντα και υπεχρέωσαν αυτόν τον ίδιον και τους διαδόχους του να πληρώνουν μεγάλον φόρον εις αυτούς. Αυτός επίσης υπεχρεώθη να τους παραδώση και ομήρους, να παραχωρήση δε ένα μεγάλο τμήμα του βασιλείου του, |
|
Α Μακ. 8,8 |
καὶ χώραν τὴν Ἰνδικὴν καὶ Μηδίαν καὶ Λυδίαν καὶ ἀπὸ τῶν καλλίστων χωρῶν αὐτῶν, καὶ λαβόντες αὐτὰς παρ᾿ αὐτοῦ ἔδωκαν αὐτὰς Εὐμένει τῷ βασιλεῖ· |
Α Μακ. 8,8 |
δηλαδή την Ινδικήν, την Μηδίαν, την Λυδίαν, περιοχάς από τας πλέον εκλεκτάς του βασιλείου του. Οι Ρωμαίοι επήραν τας χώρας αυτάς από αυτόν και τας παρεχώρησαν στον βασιλέα Ευμένην. |
|
Α Μακ. 8,9 |
καὶ ὅτι οἱ ἐκ τῆς Ἑλλάδος ἐβουλεύσαντο ἐλθεῖν καὶ ἐξᾶραι αὐτούς, |
Α Μακ. 8,9 |
Είπαν ακόμη στον Ιούδαν, ότι και οι κάτοικοι της Ελλάδος είχαν πάρει την απόφασιν να εκστρατεύσουν και να εξολοθρεύσουν τους Ρωμαίους. |
|
Α Μακ. 8,10 |
καὶ ἐγνώσθη ὁ λόγος αὐτοῖς, καὶ ἀπέστειλαν ἐπ᾿ αὐτοὺς στρατηγὸν ἕνα καὶ ἐπολέμησαν πρὸς αὐτούς, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν τραυματίαι πολλοί, καὶ ᾐχμαλώτευσαν τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν καὶ ἐπρονόμευσαν αὐτοὺς καὶ κατεκράτησαν τῆς γῆς αὐτῶν καὶ καθεῖλον τὰ ὀχυρώματα αὐτῶν καὶ κατεδουλώσαντο αὐτοὺς ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· |
Α Μακ. 8,10 |
Αυτό όμως το σχέδιόν των έγινεν γνωστόν στους Ρωμαίους, οι οποίοι απέστειλαν εναντίον των ένα στρατηγόν με την ανάλογον στρατιωτικήν δύναμιν. Οι Ρωμαίοι επολέμησαν εναντίον των Ελλήνων, εφόνευσαν πολλούς από αυτούς, επήραν αιχμαλώτους τας γυναίκας των και τα παιδιά των, ελεηλάτησαν τας περιουσίας των και έγιναν κύριοι της χώρας των. Κατέστρεψαν τας οχυράς αυτών θέσεις και κατέστησαν αυτούς δούλους μέχρις αυτής της ημέρας. |
|
Α Μακ. 8,11 |
καὶ τὰς ἐπιλοίπους βασιλείας καὶ τὰς νήσους, ὅσοι ποτὲ ἀντέστησαν αὐτοῖς, κατέφθειραν καὶ ἐδούλωσαν αὐτούς, |
Α Μακ. 8,11 |
Ολα τα άλλα βασίλεια και τας νήσους και γενικώς όσους έφεραν αντίστασιν εναντίον των, τους κατέστρεψαν και τους κατέστησαν δούλους. |
|
Α Μακ. 8,12 |
μετὰ δὲ τῶν φίλων αὐτῶν καὶ τῶν ἐπαναπαυομένων αὐτοῖς συνετήρησαν φιλίαν· καὶ κατεκράτησαν τῶν βασιλειῶν τῶν ἐγγὺς καὶ τῶν μακράν, καὶ ὅσοι ἤκουον τὸ ὄνομα αὐτῶν, ἐφοβοῦντο ἀπ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 8,12 |
Με τους φίλους των όμως, όπως και με εκείνους οι οποίοι επανεπαύοντο εις αυτούς, ήσαν και έμεναν φίλοι. Γενικώς οι Ρωμαίοι έγιναν κύριοι των πλησίον και των μακράν από αυτούς βασιλείων, ώστε όλοι εκείνοι, οι οποίοι ήκουαν το όνομά των, τους εφοβούντο. |
|
Α Μακ. 8,13 |
ὅσοις δ᾿ ἂν βούλωνται βοηθεῖν καὶ βασιλεύειν, βασιλεύουσιν· οὓς δ᾿ ἂν βούλωνται, μεθιστῶσι· καὶ ὑψώθησαν σφόδρα. |
Α Μακ. 8,13 |
Οσους δε οι Ρωμαίοι ήθελαν να βοηθήσουν και να τους υποστηρίξουν εις την βασιλείαν των, τους άφηναν ανενοχλήτους στον θρόνον των. Οσους όμως ήθελαν να τους απομακρύνουν από την βασιλείαν των, τους απεμάκρυναν. Κατ' αυτόν τον τρόπον οι Ρωμαίοι έγιναν πολύ ένδοξοι. |
|
Α Μακ. 8,14 |
καὶ ἐν πᾶσι τούτοις οὐκ ἐπέθετο οὐδεὶς αὐτῶν διάδημα καὶ οὐ περιεβάλοντο πορφύραν ὥστε ἁδρυνθῆναι ἐν αὐτῇ· |
Α Μακ. 8,14 |
Παρ' όλα όμως αυτά, κανείς από τους Ρωμαίους δεν έθεσε βασιλικόν διάδημα εις την κεφαλήν του, ούτε και ενεδύθη βασιλικήν πορφύραν, ώστε να φανή ισχυρός εν τη εξουσία του. |
|
Α Μακ. 8,15 |
καὶ βουλευτήριον ἐποίησαν ἑαυτοῖς, καὶ καθ᾿ ἡμέραν ἐβουλεύοντο τριακόσιοι καὶ εἴκοσι βουλευόμενοι διαπαντὸς περὶ τοῦ πλήθους τοῦ εὐκοσμεῖν αὐτούς· |
Α Μακ. 8,15 |
Εχουν δε σχηματίσει δια την εξυπηρέτησιν του έθνους των και βουλήν, την σύγκλητον. Καθημερινώς δε συσκέπτονται τριακόσια είκοσι μέλη, που ασχολούνται επιμελώς δια τα συμφέροντα του λαού και δια να κρατούν αυτόν εις καλήν κατάστασιν. |
|
Α Μακ. 8,16 |
καὶ πιστεύουσιν ἑνὶ ἀνθρώπῳ τὴν ἀρχὴν αὐτῶν κατ᾿ ἐνιαυτὸν καὶ κυριεύειν πάσης τῆς γῆς αὐτῶν, καὶ πάντες ἀκούουσι τοῦ ἑνός, καὶ οὐκ ἔστι φθόνος οὐδὲ ζῆλος ἐν αὐτοῖς. |
Α Μακ. 8,16 |
Καθε έτος παραδίδουν με εμπιστοσύνην την διοίκησίν των εις ένα άνδρα, ο οποίος και κυβερνά όλην την χώραν των. Ολοι υπακούουν εις αυτόν τον ένα άνδρα και δεν υπάρχει μεταξύ των φθόνος και ζηλοτυπία. |
|
Α Μακ. 8,17 |
καὶ ἐπέλεξεν Ἰούδας τὸν Εὐπόλεμον υἱὸν Ἰωάννου τοῦ Ἀκκὼς καὶ Ἰάσονα υἱὸν Ἐλεαζάρου καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς Ῥώμην στῆσαι αὐτοῖς φιλίαν καὶ συμμαχίαν |
Α Μακ. 8,17 |
Κατόπιν αυτών των πληροφοριών, ο Ιούδας εξέλεξε τον Ευπόλεμον υιόν Ιωάννου του Ακκώς, και τον Ιάσονα υιόν του Ελεαζάρου, και τους έστειλεν εις την Ρωμην, να συνάψουν με τους Ρωμαίους φιλίαν και συμμαχίαν, |
|
Α Μακ. 8,18 |
καὶ τοῦ ἆραι τὸν ζυγὸν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι εἶδον τὴν βασιλείαν τῶν Ἑλλήνων καταδουλουμένους τὸν Ἰσραὴλ δουλείᾳ. |
Α Μακ. 8,18 |
και να τους απαλλάξουν από τον ζυγόν, διότι έβλεπον ότι το βασίλειον των Ελλήνων είχε σκοπόν και επιδίωξιν να καταδουλώση τους Ισραηλίτας. |
|
Α Μακ. 8,19 |
καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Ῥώμην, καὶ ἡ ὁδὸς πολλὴ σφόδρα, καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ βουλευτήριον καὶ ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον· |
Α Μακ. 8,19 |
Αυτοί, λοιπόν, κατόπιν πάρα πολύ μακρυνού ταξιδίου επήγαν εις την Ρωμην, εισήλθον στο βουλευτήριον και επήραν τον λόγον και είπαν· |
|
Α Μακ. 8,20 |
Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ τὸ πλῆθος τῶν Ἰουδαίων ἀπέστειλαν ἡμᾶς πρὸς ὑμᾶς στῆσαι μεθ᾿ ὑμῶν συμμαχίαν καὶ εἰρήνην καὶ γραφῆναι ἡμᾶς συμμάχους καὶ φίλους ὑμῶν. |
Α Μακ. 8,20 |
“ο Ιούδας ο Μακκαβαίος, οι αδελφοί αυτού και ο λαός των Ιουδαίων μας απέστειλαν προς σας, να συνάψωμεν συμμαχίαν και ειρήνην και να εγγραφώμεν και ημείς μεταξύ των συμμάχων και των φίλων σαςό |
|
Α Μακ. 8,21 |
καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος ἐνώπιον αὐτῶν. |
Α Μακ. 8,21 |
Ο λόγος αυτός ήρεσεν στους Ρωμαίους και η αίτησις των Ιουδαίων έγινε δεκτή. |
|
Α Μακ. 8,22 |
καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, ἧς ἀντέγραψεν ἐπὶ δέλτοις χαλκαῖς καὶ ἀπέστειλεν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἶναι παρ᾿ αὐτοῖς ἐκεῖ μνημόσυνον εἰρήνης καὶ συμμαχίας. |
Α Μακ. 8,22 |
Αυτό δε είναι και το αντίγραφαν της συμφωνίας, την οποίαν εχάραξαν επάνω εις χαλκίνας πινακίδας και απέστειλαν εις την Ιερουσαλήμ, ώστε να μένη εκεί εις αυτούς εις υπόμνησιν της φιλίας και της συμμαχίας. |
|
Α Μακ. 8,23 |
«Καλῶς γένοιτο Ῥωμαίοις καὶ τῷ ἔθνει Ἰουδαίων ἐν τῇ θαλάσσῃ καὶ ἐπὶ τῆς ξηρᾶς εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ῥομφαία καὶ ἐχθρὸς μακρυνθείη ἀπ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 8,23 |
“Ευτυχία και ειρήνη είθε να υπάρχη στους Ρωμαίους και το Ιουδαϊκόν έθνος, κατά θάλασσαν και κατά ξηράν πάντοτε. Μακράν ας είναι από αυτούς η ρομφαία και ο εχθρός. |
|
Α Μακ. 8,24 |
ἐὰν δὲ ἐνστῇ πόλεμος ἐν Ῥώμῃ προτέρᾳ ἢ πᾶσι τοῖς συμμάχοις αὐτῶν ἐν πάσῃ κυρείᾳ αὐτῶν, |
Α Μακ. 8,24 |
Εις περίπτωσιν όμως που θα ενσκήψη πόλεμος εναντίον των Ρωμαίων κατά πρώτον η εις ένα εκ των συμμάχων των καθ' όλην την έκτασιν της κυριαρχίας του, |
|
Α Μακ. 8,25 |
συμμαχήσει τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων, ὡς ἂν ὁ καιρὸς ὑπογραφῇ αὐτοῖς καρδίᾳ πλήρει. |
Α Μακ. 8,25 |
το έθνος των Ιουδαίων θα συμμαχήση και θα δώση βοήθειαν εις αυτούς, καθώς αι περιστάσεις θα υπαγορεύσουν, με όλην των την καρδίαν. |
|
Α Μακ. 8,26 |
καὶ τοῖς πολεμοῦσιν οὐ δώσουσιν οὐδὲ ἐπαρκέσουσι σῖτον, ὅπλα, ἀργύριον, πλοῖα, ὡς ἔδοξε Ῥωμαίοις· καὶ φυλάξονται τὰ φυλάγματα αὐτῶν οὐθὲν λαβόντες. |
Α Μακ. 8,26 |
Δεν θα δώσουν βοήθειαν ούτε και θα προμηθεύσουν στους πολεμούντας τους Ρωμαίους σίτον, ούτε όπλα, ούτε χρήματα, ούτε πλοία. Αυτή είναι η θέλησις των Ρωμαίων. Οι Ιουδαίοι είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν όλα αυτά, χωρίς να λάβουν κανένα αντάλλαγμα. |
|
Α Μακ. 8,27 |
κατὰ τὰ αὐτὰ δὲ ἐὰν ἔθνει Ἰουδαίων συμβῇ προτέροις πόλεμος, συμμαχήσουσιν οἱ Ῥωμαῖοι ἐκ ψυχῆς, ὡς ἂν αὐτοῖς ὁ καιρὸς ὑπογράφῃ· |
Α Μακ. 8,27 |
Κατά παρόμοιον τρόπον εάν συμβή πόλεμος εναντίον των Ιουδαίων, οι Ρωμαίοι θα συμμαχήσουν με όλην των την ψυχήν με αυτούς, όπως θα υπαγορεύουν εις αυτούς αι περιστάσεις. |
|
Α Μακ. 8,28 |
καὶ τοῖς συμμαχοῦσιν οὐ δοθήσεται σῖτος, ὅπλα, ἀργύριον, πλοῖα, ὡς ἔδοξε Ῥώμῃ· καὶ φυλάξονται τὰ φυλάγματα αὐτῶν καὶ οὐ μετὰ δόλου. – |
Α Μακ. 8,28 |
Οι Ρωμαίοι είναι υποχρεωμένοι να μη δώσουν εις τα εχθρικά σύμμαχα κατά των Εβραίων έθνη ούτε σίτον, ούτε όπλα ούτε χρήματα, ούτε πλοία. Αυτά απεφάσισεν η Ρωμη. Οι Ρωμαίοι υπόσχονται ότι θα τηρήσουν τας υποχρεώσεις των ακριβώς και ειλικρινώς”. |
|
Α Μακ. 8,29 |
ατὰ τοὺς λόγους τούτους ἔστησαν Ῥωμαῖοι τῷ δήμῳ τῶν Ἰουδαίων. |
Α Μακ. 8,29 |
Αυτούς τους όρους έθεσαν οι Ρωμαίοι στον λαόν των Ιουδαίων δια την συνθήκην. |
|
Α Μακ. 8,30 |
ἐὰν δὲ μετὰ τοὺς λόγους τούτους βουλεύσωνται οὗτοι καὶ οὗτοι προσθεῖναι ἢ ἀφελεῖν, ποιήσονται ἐξ αἱρέσεως αὐτῶν, καὶ ὃ ἐὰν προσθῶσιν ἢ ἀφέλωσιν, ἔσται κύρια. |
Α Μακ. 8,30 |
Εάν δε έπειτα από την υπογραφείσαν με τους όρους αυτούς συνθήκην θελήσουν είτε οι Ρωμαίοι είτε οι Ιουδαίοι να προσθέσουν η να αφαιρέσουν κάτι, θα το κάμουν κατόπιν κοινής συμφωνίας και αυτό που θα προσθέσουν η θα αφαιρέσουν, θα έχη κύρος και θα είναι υποχρεωτικόν δι' αμφοτέρους. |
|
Α Μακ. 8,31 |
καὶ περὶ τῶν κακῶν, ὧν ὁ βασιλεὺς Δημήτριος συντελεῖται εἰς αὐτούς, ἐγράψαμεν αὐτῷ λέγοντες· διατί ἐβάρυνας τὸν ζυγόν σου ἐπὶ τοὺς φίλους ἡμῶν τοὺς συμμάχους Ἰουδαίους; |
Α Μακ. 8,31 |
Ως προς δε τα δεινά, τα οποία ο βασιλεύς Δημήτριος διαπράττει εις βάρος των Ιουδαίων, εγράψαμεν προς αυτόν τα εξής· “Διατί κατέστησας βαρύν τον ζυγόν σου επάνω στους φίλους μας, τους συμμάχους μας τους Ιουδαίους; |
|
Α Μακ. 8,32 |
ἐὰν οὖν ἔτι ἐντύχωσι κατὰ σοῦ, ποιήσομεν αὐτοῖς τὴν κρίσιν καὶ πολεμήσομέν σε διὰ τῆς θαλάσσης καὶ διὰ τῆς ξηρᾶς». |
Α Μακ. 8,32 |
Εάν αυτοί σε κατηγορήσουν και πάλιν προς ημάς, ημείς θα πράξωμεν σύμφωνα με το δίκαιόν των και θα σε πολεμήσωμεν κατά θάλασσαν και κατά ξηράν”. |
|
Κεφάλαιο 9ο |
Α Μακ. 9,1 |
Καὶ ἤκουσε Δημήτριος ὅτι ἔπεσε Νικάνωρ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ ἐν πολέμῳ, καὶ προσέθετο τὸν Βακχίδην καὶ τὸν Ἄλκιμον ἐκ δευτέρου ἀποστεῖλαι εἰς γῆν Ἰούδα καὶ τὸ δεξιὸν κέρας μετ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 9,1 |
Ο Δημήτριος επληροφορήθη ότι ο Νικάνωρ έπεσε μαχόμενος, ότι αι δυνάμεις αυτού εξωλοθρεύθησαν στον πόλεμον και απεφάσισε να στείλη πάλιν τον Βακχίδην και τον Αλκιμον εις την, Ιουδαίαν, μαζή των δε και την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του. |
|
Α Μακ. 9,2 |
καὶ ἐπορεύθησαν ὁδὸν τὴν εἰς Γάλγαλα καὶ παρενέβαλον ἐπὶ Μαισαλὼθ τὴν ἐν Ἀρβήλοις καὶ προκατελάβοντο αὐτὴν καὶ ἀπώλεσαν ψυχὰς ἀνθρώπων πολλάς. |
Α Μακ. 9,2 |
Αυτοί ηκολούθησαν την οδόν, που φέρει εις Γαλγαλα, και εστρατοπέδευσαν εις την Μαισαλώθ, η οποία ευρίσκετο εις την χώραν των Αρβήλων. Εκυρίευσαν την πόλιν αυτήν και εφόνευσαν πάρα πολλούς ανθρώπους. |
|
Α Μακ. 9,3 |
καὶ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ δευτέρου καὶ πεντηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ παρενέβαλον ἐπὶ Ἱερουσαλήμ· |
Α Μακ. 9,3 |
Κατά τον πρώτον μήνα του εκατοστού πεντηκοστού δευτέρου έτους της χρονολογίας των Σελευκιδών εστρατοπέδευσαν αυτοί απέναντι από την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 9,4 |
καὶ ἀπῇραν καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Βερέαν ἐν εἴκοσι χιλιάσιν ἀνδρῶν καὶ δισχιλίᾳ ἵππῳ. |
Α Μακ. 9,4 |
Επειτα εσηκώθησαν και μετέβησαν εις Βερέαν με είκοσι χιλιάδας άνδρας πεζούς και δύο χιλιάδας ιππείς. |
|
Α Μακ. 9,5 |
καὶ Ἰούδας ἦν παρεμβεβληκὼς ἐν Ἐλασά, καὶ τρισχίλιοι ἄνδρες ἐκλεκτοὶ μετ᾿ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 9,5 |
Ο Ιούδας είχε στρατοπεδεύσει εις Ελασά με τρεις χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας του. |
|
Α Μακ. 9,6 |
καὶ εἶδον τὸ πλῆθος τῶν δυνάμεων ὅτι πολλοί εἰσι, καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· καὶ ἐξεῤῥύησαν πολλοὶ ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς, οὐ κατελείφθησαν ἐξ αὐτῶν ἀλλ᾿ ἢ ὀκτακόσιοι ἄνδρες. |
Α Μακ. 9,6 |
Οταν οι Ιουδαίοι στρατιώται είδαν το πλήθος των εχθρικών δυνάμεων, ότι είναι αυτοί πολλοί και ισχυροί, εφοβήθησαν πάρα πολύ. Διέρρευσαν πολλοί από το στρατόπεδον και δεν απέμειναν από αυτούς, ει μη μόνον οκτακόσιοι άνδρες. |
|
Α Μακ. 9,7 |
καὶ εἶδεν Ἰούδας ὅτι ἀπεῤῥύη ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ καὶ ὁ πόλεμος ἔθλιβεν αὐτόν, καὶ συνετρίβη τῇ καρδίᾳ, ὅτι οὐκ εἶχε καιρὸν συναγαγεῖν αὐτούς, |
Α Μακ. 9,7 |
Ο Ιούδας όταν είδεν ότι ο στρατός του διέρρευσε και ότι η επικειμένη σύρραξις θα ήτο καταθλιπτική δι' αυτόν, ησθάνθη την καρδίαν του να συντρίβεται, διότι δεν είχε πλέον καιρόν να συγκεντρώση τους άνδρας του. |
|
Α Μακ. 9,8 |
καὶ ἐξελύθη καὶ εἶπε τοῖς καταλειφθεῖσιν· ἀναστῶμεν καὶ ἀναβῶμεν ἐπὶ τοὺς ὑπεναντίους ἡμῶν, ἐὰν ἄρα δυνώμεθα πολεμῆσαι αὐτούς. |
Α Μακ. 9,8 |
Ησθάνθη τον εαυτόν του να παραλύη από την αδυναμίαν εις την περίστασιν αυτήν· εν τούτοις είπεν στους υπολειφθέντας· “ας σηκωθώμεν και ας προχωρήσωμεν εναντίον των εχθρών μας. Ισως και ημπορέσωμεν να τους καταπολεμήσωμεν”. |
|
Α Μακ. 9,9 |
καὶ ἀπέστρεφον αὐτὸν λέγοντες· οὐ μὴ δυνώμεθα, ἀλλ᾿ ἢ σῴζωμεν τὰς ἑαυτῶν ψυχὰς τὸ νῦν καὶ ἐπιστρέψωμεν μετὰ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ πολεμήσωμεν πρὸς αὐτούς, ἡμεῖς δὲ ὀλίγοι. |
Α Μακ. 9,9 |
Εκείνοι όμως τον απέτρεπαν και του έλεγαν· “δεν θα ημπορέσωμεν να επιτύχωμεν νίκην. Το μόνον, που ημπορούμεν να κάμωμεν είναι, να σώσωμεν σήμερον την ζωήν μας και να επανέλθωμεν να πολεμήσωμεν αυτούς βραδύτερον μαζή με τους άλλους τους περισσοτέρους αδελφούς μας. Ημείς τώρα είμεθα πολύ ολίγοι. |
|
Α Μακ. 9,10 |
καὶ εἶπεν Ἰούδας· μή μοι γένοιτο ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο, φυγεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ εἰ ἤγγικεν ὁ καιρὸς ἡμῶν, καὶ ἀποθάνωμεν ἐν ἀνδρείᾳ χάριν τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν καὶ μὴ καταλίπωμεν αἰτίαν τῇ δόξῃ ἡμῶν. |
Α Μακ. 9,10 |
Ο Ιούδας απήντησεν εις αυτούς· “Θεός φυλάζοι να πράξω εγώ αυτό, το οποίον με συμβουλεύετε, να φύγω ενώπιον αυτών. Εάν ήλθεν η ώρα μας, ας αποθάνωμεν γενναίως χάριν των αδελφών μας και ας μη αφήσωμεν σκιαν εις την δόξαν μας”. |
|
Α Μακ. 9,11 |
καὶ ἀπῇρεν ἡ δύναμις ἀπὸ τῆς παρεμβολῆς καὶ ἔστησαν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, καὶ ἐμερίσθη ἡ ἵππος εἰς δύο μέρη, καὶ οἱ σφενδονῆται καὶ οἱ τοξόται προεπορεύοντο τῆς δυνάμεως, καὶ οἱ πρωταγωνισταὶ πάντες οἱ δυνατοί· |
Α Μακ. 9,11 |
Η στρατιωτική δύναμις των Συρων εξήλθεν από το στρατόπεδον και κατηυθύνετο εις συνάντησιν των Ιουδαίων. Το εχθρικόν ιππικόν διηρέθη εις δύο σώματα, οι σφενδονήται και οι τοξόται επροπορεύοντο από τον στρατόν, οι δε γενναιότεροι μεταξύ αυτών ευρίσκοντο εις την πρώτην σειράν. |
|
Α Μακ. 9,12 |
Βακχίδης δὲ ἦν ἐν τῷ δεξιῷ κέρατι. καὶ ἤγγισεν ἡ φάλαγξ ἐκ τῶν δύο μερῶν καὶ ἐφώνουν ταῖς σάλπιγξι, |
Α Μακ. 9,12 |
Ο Βακχίδης ήτο εις την δεξιάν πτέρυγα του στρατού του. Ολη η φάλαγξ του εχθρικού στρατού, που απετελείτο από τας δύο πτέρυγας, προχωρούσε και αι σάλπιγγες αυτών εσάλπιζαν τα πολεμικά συνθήματα. |
|
Α Μακ. 9,13 |
καὶ ἐσάλπισαν οἱ παρὰ Ἰούδᾳ καὶ αὐτοὶ ταῖς σάλπιγξι· καὶ ἐσαλεύθη ἡ γῆ ἀπὸ τῆς φωνῆς τῶν παρεμβολῶν, καὶ ἐγένετο ὁ πόλεμος συνημμένος ἀπὸ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας. |
Α Μακ. 9,13 |
Εσάλπισαν επίσης και οι άνδρες του Ιούδα με τας ιεράς των σάλπιγγας. Η γη συνεκλονίσθη από τον μεγάλον θόρυβον των δύο στρατών. Η μάχη ήρχισεν από το πρωϊ και διήρκεσεν έως το βράδυ. |
|
Α Μακ. 9,14 |
καὶ εἶδεν Ἰούδας ὅτι Βακχίδης καὶ τὸ στερέωμα τῆς παρεμβολῆς ἐν τοῖς δεξιοῖς, καὶ συνῆλθον αὐτῷ πάντες οἱ εὔψυχοι τῇ καρδίᾳ, |
Α Μακ. 9,14 |
Ο Ιούδας είδεν ότι ο Βακχίδης και το ισχυρότερον μέρος του στρατού του ευρίσκοντο εις την δεξιάν πτέρυγα. Συνεκέντρωσε, λοιπόν, γύρω του όλους τους γενναίους κατά την καρδίαν Ιουδαίους, |
|
Α Μακ. 9,15 |
καὶ συνετρίβη τὸ δεξιὸν κέρας ἀπ᾿ αὐτῶν, καὶ ἐδίωκεν ὀπίσω αὐτῶν ἕως Ἀζώτου ὄρους. |
Α Μακ. 9,15 |
επετέθη εναντίον της δεξιάς πτέρυγας των πολεμίων, την συνέτριψε και κατεδίωκε τους φεύγοντας στρατιώτας μέχρι του όρους της Αζώτου. |
|
Α Μακ. 9,16 |
καὶ εἰς τὸ ἀριστερὸν κέρας εἶδον ὅτι συνετρίβη τὸ δεξιὸν κέρας, καὶ ἐπέστρεψαν κατὰ πόδας Ἰούδα καὶ τῶν μετ᾿ αὐτοῦ ἐκ τῶν ὄπισθεν. |
Α Μακ. 9,16 |
Οι απαρτίζοντες όμως την αριστεράν πτέρυγα Σύροι στρατιώται, όταν είδον ότι συνετρίβη η δεξιά των πτέρυξ, εστράφησαν πίσω από τον Ιούδαν και επετέθησαν εναντίον αυτού και των ανδρών του εκ των όπισθεν. |
|
Α Μακ. 9,17 |
καὶ ἐβαρύνθη ὁ πόλεμος, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοὶ ἐκ τούτων καὶ ἐκ τούτων. |
Α Μακ. 9,17 |
Η μάχη έγινε πολύ σκληρά. Επεσαν πολλοί νεκροί από την παράταξιν των Συρων και των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 9,18 |
καὶ Ἰούδας ἔπεσε, καὶ οἱ λοιποὶ ἔφυγον. |
Α Μακ. 9,18 |
Επεσε δε και ο Ιούδας ηρωϊκώς μαχόμενος, ενώ οι άλλοι άνδρες του ετράπησαν εις φυγήν. |
|
Α Μακ. 9,19 |
καὶ ᾖραν Ἰωνάθαν καὶ Σίμων Ἰούδαν τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν τῷ τάφῳ τῶν πατέρων αὐτοῦ ἐν Μωδεΐν. |
Α Μακ. 9,19 |
Ο Ιωνάθαν και ο Σιμων εσήκωσαν και επήραν το πτώμα του αδελφού των και το έθαψαν στον τάφον των πατέρων των εις Μωδεΐν. |
|
Α Μακ. 9,20 |
καὶ ἔκλαυσαν αὐτὸν καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπένθουν ἡμέρας πολλὰς καὶ εἶπον· |
Α Μακ. 9,20 |
Ολοι οι Ισραηλίται τον έκλαυσαν με κοπετούς και θρήνους. Επένθησαν επί πολλάς ημέρας και είπαν· |
|
Α Μακ. 9,21 |
πῶς ἔπεσε δυνατὸς σῴζων τὸν Ἰσραήλ; |
Α Μακ. 9,21 |
“πως έπεσεν ο μεγάλος αυτός ήρως, ο οποίος έσωζεν έως τώρα τον Ισραήλ;” |
|
Α Μακ. 9,22 |
καὶ τὰ περισσὰ τῶν λόγων Ἰούδα καὶ τῶν πολέμων καὶ τῶν ἀνδραγαθιῶν, ὧν ἐποίησε, καὶ τῆς μεγαλωσύνης αὐτῶν οὐ κατεγράφη, πολλὰ γὰρ ἦν σφόδρα. |
Α Μακ. 9,22 |
Τα υπόλοιπα από την ιστορίαν του Ιούδα και των πολέμων και των ανδραγαθημάτων, τα οποία έκαμε, και τα της μεγάλης αυτού δόξης δεν κατεγράφησαν, διότι ήσαν πάρα πολλά. |
|
Α Μακ. 9,23 |
Καὶ ἐγένετο, μετὰ τὴν τελευτὴν Ἰούδα ἐξέκυψαν οἱ ἄνομοι ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις Ἰσραήλ, καὶ ἀνέτειλαν πάντες οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀδικίαν. |
Α Μακ. 9,23 |
Μετά τον θάνατον του Ιούδα, οι εξωμόται από τους Ιουδαίους ανεθάρρησαν, επρόβαλαν εις όλην την περιοχήν της Ιουδαίας και εσήκωσαν το κεφάλι των όλοι οι εργάται της αδικίας. |
|
Α Μακ. 9,24 |
ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἐγενήθη λιμὸς μέγας σφόδρα, καὶ ηὐτομόλησεν ἡ χώρα μετ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 9,24 |
Κατά τας ημέρας εκείνας έπεσε πολύ μεγάλη πείνα. Το έδαφος ωσάν να ηρνήθη την ευφορίαν του και να ετάχθη με το μέρος των παρανόμων Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 9,25 |
καὶ ἐξέλεξε Βακχίδης τοὺς ἀσεβεῖς ἄνδρας καὶ κατέστησεν αὐτοὺς κυρίους τῆς χώρας. |
Α Μακ. 9,25 |
Ο Βακχίδης επωφελούμενος της περιστάσεως εξέλεξε τους ασεβείς αυτούς άνδρας της Ιουδαίας και τους εγκατέστησε κυρίους ολοκλήρου της χώρας. |
|
Α Μακ. 9,26 |
καὶ ἐξεζήτουν καὶ ἐξηρεύνων τοὺς φίλους Ἰούδα καὶ ἦγον αὐτοὺς πρὸς Βακχίδην, καὶ ἐξεδίκει ἐν αὐτοῖς καὶ ἐνέπαιζεν αὐτοῖς. |
Α Μακ. 9,26 |
Αυτοί ερευνούσαν και αναζητούσαν τους φίλους του Ιούδα, τους έφεραν προς τον Βακχίδην, ο οποίος τους ετιμώρει και τους ενέπαιζε. |
|
Α Μακ. 9,27 |
καὶ ἐγένετο θλῖψις μεγάλη ἐν τῷ Ἰσραήλ, ἥτις οὐκ ἐγένετο ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας οὐκ ὤφθη προφήτης ἐν αὐτοῖς. |
Α Μακ. 9,27 |
Επεσε πολύ μεγάλη και βαρεία θλίψις μεταξύ των Ισραηλιτών, όμοια της οποίας δεν είχε γίνει αφ' ης εποχής δεν ενεφανίσθη προφήτης μεταξύ των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 9,28 |
καὶ ἠθροίσθησαν πάντες οἱ φίλοι Ἰούδα καὶ εἶπον τῷ Ἰωνάθαν· |
Α Μακ. 9,28 |
Τοτε όλοι οι φίλοι του Ιούδα συνεκεντρώθησαν και είπαν προς τον Ιωνάθαν· |
|
Α Μακ. 9,29 |
ἀφ᾿ οὗ ὁ ἀδελφός σου Ἰούδας τετελεύτηκε, καὶ ἀνὴρ ὅμοιος αὐτῷ οὐκ ἔστιν ἐξελθεῖν πρὸς τοὺς ἐχθροὺς καὶ Βακχίδην, καὶ ἐν τοῖς ἐχθραίνουσιν τοῦ ἔθνους ἡμῶν· |
Α Μακ. 9,29 |
“Από τότε που ο αδελφός σου Ιούδας απέθανε, δεν υπάρχει πλέον ανήρ όμοιος προς αυτόν, δια να εξέλθη εναντίον των εχθρών, εναντίον του Βακχίδου και εναντίον παντός εχθρού του έθνους μας. |
|
Α Μακ. 9,30 |
νῦν οὖν σε ᾑρετισάμεθα σήμερον τοῦ εἶναι ἀντ᾿ αὐτοῦ ἡμῖν εἰς ἄρχοντα καὶ ἡγούμενον τοῦ πολεμῆσαι τὸν πόλεμον ἡμῶν. |
Α Μακ. 9,30 |
Σημερον λοιπόν σε εκλέγομεν άρχοντά μας αντ' αυτού και στρατηγόν, δια να διεξαγάγης τους πολέμους μας”. |
|
Α Μακ. 9,31 |
καὶ ἐπεδέξατο Ἰωνάθαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τὴν ἥγησιν καὶ ἀνέστη ἀντὶ Ἰούδα τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 9,31 |
Ο Ιωνάθαν εδέχθη κατά τον καιρόν εκείνον την αρχηγίαν και ανέλαβε την εξουσίαν αντί του Ιούδα του αδελφού του. |
|
Α Μακ. 9,32 |
Καὶ ἔγνω Βακχίδης καὶ ἐζήτει αὐτὸν ἀποκτεῖναι. |
Α Μακ. 9,32 |
Ο Βακχίδης επληροφορήθη την εκλογήν αυτήν και επεζήτει ευκαιρίαν νο φονεύση τον Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 9,33 |
καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν καὶ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ· καὶ πάντες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον εἰς τὴν ἔρημον Θεκωὲ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ τὸ ὕδωρ λάκκου Ἀσφάρ. |
Α Μακ. 9,33 |
Αλλά ο Ιωνάθαν και ο Σιμων ο αδελφός του και όλοι, όσοι ήσαν μαζή του, έμαθαν την απόφασιν αυτήν του Βακχίδου και κατέφυγαν εις την έρημον Θεκωέ και εστρατοπέδευσαν πλησίον του ύδατος της δεξαμενής Ασφάρ. |
|
Α Μακ. 9,34 |
καὶ ἔγνω Βακχίδης τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων καὶ ἦλθεν αὐτὸς καὶ πᾶν τὸ στράτευμα αὐτοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου. |
Α Μακ. 9,34 |
Ο Βακχίδης κατά κάποιον Σαββατον επληροφορήθη το γεγονός αυτό και ήλθεν αυτός και όλος ο στρατός του πέραν από τον Ιορδάνην. |
|
Α Μακ. 9,35 |
καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἡγούμενον τοῦ ὄχλου καὶ παρεκάλεσε τοὺς Ναβαταίους φίλους αὐτοῦ παραθέσθαι αὐτοῖς τὴν ἀποσκευὴν αὐτῶν τὴν πολλήν. |
Α Μακ. 9,35 |
Ο Ιωνάθαν έστειλε τον αδελφόν του ως αρχηγόν του λαού και παρεκάλεσε τους Ναβαταίους φίλους του, να αναλάβουν υπό την προστασίαν των τον πολύν άμαχον πληθυσμόν και τας πολλάς αποσκευάς των. |
|
Α Μακ. 9,36 |
καὶ ἐξῆλθον υἱοὶ Ἰαμβρὶ ἐκ Μηδαβὰ καὶ συνέλαβον Ἰωάννην καὶ πάντα, ὅσα εἶχε, καὶ ἀπῆλθον ἔχοντες. |
Α Μακ. 9,36 |
Οι απόγονοι όμως του Ιαμβρί εξήλθον από την Μηδαβά, συνέλαβαν και επήραν μαζή των τον Ιωάννην και όλα όσα είχε και απήλθον αποκομίζοντες αυτούς. |
|
Α Μακ. 9,37 |
μετὰ δὲ τοὺς λόγους τούτους ἀπήγγειλαν τῷ Ἰωνάθαν καὶ Σίμωνι τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ὅτι οἱ υἱοὶ Ἰαμβρὶ ποιοῦσι γάμον μέγαν καὶ ἄγουσι τὴν νύμφην ἀπὸ Ναδαβάθ, θυγατέρα ἑνὸς τῶν μεγάλων μεγιστάνων Χαναὰν μετὰ παραπομπῆς μεγάλης. |
Α Μακ. 9,37 |
Ολίγον χρόνον έπειτα από τα γεγονότα αυτά ανήγγειλαν στον Ιωνάθαν και στον Σιμωνα τον αδελφόν του, ότι οι απόγονοι του Ιαμβρί τελούν μεγαλοπρεπή γάμον με μεγάλην ακολουθίαν και πομπήν. Παίρνουν από Ναβαβάθ ως νύμφην την θυγατέρα ενός από τους μεγάλους μεγιστάνας της Χαναάν. |
|
Α Μακ. 9,38 |
καὶ ἐμνήσθησαν Ἰωάννου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν καὶ ἐκρύβησαν ὑπὸ τὴν σκέπην τοῦ ὄρους. |
Α Μακ. 9,38 |
Τοτε οι αδελφοί Ιωνάθαν και Σιμων ενεθυμήθησαν τον φονευθέντα από εκείνους αδελφόν των Ιωάννην, ανέβησαν και εκρύβησαν κάτω από κάποιαν εξοχήν του όρους. |
|
Α Μακ. 9,39 |
καὶ ᾖραν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον καὶ ἰδοὺ θροῦς καὶ ἀποσκευὴ πολλή, καὶ ὁ νυμφίος ἐξῆλθε καὶ οἱ φίλοι αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἰς συνάντησιν αὐτῶν μετὰ τυμπάνων καὶ μουσικῶν καὶ ὅπλων πολλῶν. |
Α Μακ. 9,39 |
Εσήκωσαν τα μάτια των και παρετήρησαν ότι ηκούετο μεγάλη βοή όχλου πολλού. Εξήλθεν ο νυμφίος και οι φίλοι του και οι αδελφοί του προς συνάντησιν της νύμφης με τύμπανα, με μουσικά όργανα και με πολλά όπλα. |
|
Α Μακ. 9,40 |
καὶ ἐξανέστησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ ἐνέδρου οἱ περὶ τὸν Ἰωνάθαν καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς, καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοί, καὶ οἱ ἐπίλοιποι ἔφυγον εἰς τὸ ὄρος· καὶ ἔλαβον πάντα τὰ σκῦλα αὐτῶν. |
Α Μακ. 9,40 |
Τοτε ώρμησαν εναντίον αυτών από την ενέδραν των οι περί τον Ιωνάθαν και τους εφόνευσαν. Πολλοί ήσαν εκείνοι, που έπεσαν νεκροί, ενώ οι άλλοι πανικόβλητοι έφυγαν στο όρος. Οι Ιουδαίοι επήραν όλα τα λάφυρά των. |
|
Α Μακ. 9,41 |
καὶ μετεστράφη ὁ γάμος εἰς πένθος καὶ ἡ φωνὴ μουσικῶν αὐτῶν εἰς θρῆνον. |
Α Μακ. 9,41 |
Ετσι δε ο γάμος μετεβλήθη εις πένθος και αι χαρμόσυναι αρμονίαι των μουσικών εις θρήνον. |
|
Α Μακ. 9,42 |
καὶ ἐξεδίκησαν τὴν ἐκδίκησιν αἵματος ἀδελφοῦ αὐτῶν καὶ ἀπέστρεψαν εἰς τὸ ἕλος τοῦ Ἰορδάνου. |
Α Μακ. 9,42 |
Αφού εξεδικήθησαν τον θάνατον του αδελφού των, ο Ιωνάθαν και ο Σιμων επέστρεψαν στο έλος κοντά στον Ιορδάνην. |
|
Α Μακ. 9,43 |
καὶ ἤκουσε Βακχίδης καὶ ἦλθε τῇ ἡμέρᾳ τῶν σαββάτων ἕως τῶν κρηπίδων τοῦ Ἰορδάνου ἐν δυνάμει πολλῇ. |
Α Μακ. 9,43 |
Ο Βακχίδης επληροφορήθη το γεγονός και κατά την ημέραν του Σαββάτου ήλθε μέχρι της αποκρήμνου όχθης του Ιορδάνου με πολλήν δύναμιν. |
|
Α Μακ. 9,44 |
καὶ εἶπεν Ἰωνάθαν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ· ἀναστῶμεν νῦν καὶ πολεμήσωμεν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, οὐ γάρ ἐστι σήμερον ὡς ἐχθὲς καὶ τρίτην ἡμέραν· |
Α Μακ. 9,44 |
Ο Ιωνάθαν είπεν στους άνδρας, που είχε μαζή του· “ας σηκωθώμεν τώρα και ας πολεμήσωμεν δια την ζωήν μας, διότι η σημερινή ημέρα δεν είναι, όπως η χθεσινή και η προχθεσινή. |
|
Α Μακ. 9,45 |
ἰδοὺ γὰρ ὁ πόλεμος ἐξεναντίας ἡμῶν καὶ ἐξόπισθεν ἡμῶν, τὸ δὲ ὕδωρ τοῦ Ἰορδάνου ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἕλος καὶ δρυμός, οὐκ ἔστι τόπος τοῦ ἐκκλῖναι· |
Α Μακ. 9,45 |
Ιδού ότι οι πολέμιοί μας ευρίσκονται εμπρός μας και όπισθεν από ημάς. Το ύδωρ του Ιορδάνου είναι και από εδώ και από εκεί. Επίσης και έλος και δάσος υπάρχει γύρω μας, και δεν φαίνεται από πουθενά τόπος, να διαφύγωμεν και σωθώμεν. |
|
Α Μακ. 9,46 |
νῦν οὖν κεκράξατε εἰς οὐρανόν, ὅπως διασωθῆτε ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν ὑμῶν. |
Α Μακ. 9,46 |
Τωρα λοιπόν κραυγάσατε με δύναμιν προς τον Θεόν του ουρανού, δια να βοηθήσή και διασωθήτε από τας χείρας των εχθρών σας”. |
|
Α Μακ. 9,47 |
καὶ συνῆψεν ὁ πόλεμος· καὶ ἐξέτεινεν Ἰωνάθαν τὴν χεῖρα αὐτοῦ πατάξαι τὸν Βακχίδην, καὶ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτοῦ εἰς τὰ ὀπίσω. |
Α Μακ. 9,47 |
Η σύγκρουσις ήρχισεν. Ο Ιωνάθαν ήπλωσε το χέρι του να κτυπήσή τον Βακχίδην αλλά εκείνος εξέκλινεν από αυτόν και ερρίφθη εις τα οπίσω, δια να αποφύγή το κτύπημα. |
|
Α Μακ. 9,48 |
καὶ ἐνεπήδησεν Ἰωνάθαν καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ διεκολύμβησαν εἰς τὸ πέραν, καὶ οὐ διέβησαν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸν Ἰορδάνην. |
Α Μακ. 9,48 |
Τοτε ο Ιωνάθαν μαζή με τους συντρόφους του επήδησεν στον Ιορδάνην, εκολύμβησαν και έφθασαν εις την αντίπεραν όχθην. Οι Σύροι όμως δεν διέβησαν τον Ιορδάνην, δια να τους καταδιώξουν. |
|
Α Μακ. 9,49 |
καὶ διέπεσον παρὰ Βακχίδου τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς χιλίους ἄνδρας. |
Α Μακ. 9,49 |
Κατά την ημέραν εκείνην έπεσαν από τον στρατόν του Βακχίδου χίλιοι στρατιώται. |
|
Α Μακ. 9,50 |
καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Ἱερουσαλήμ, καὶ ᾠκοδόμησαν πόλεις ὀχυρὰς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, τὸ ὀχύρωμα τὸ ἐν Ἱεριχὼ καὶ τὴν Ἀμμαοὺς καὶ τὴν Βαιθωρὼν καὶ τὴν Βαιθὴλ καὶ τὴν Θαμναθὰ Φαραθωνὶ καὶ τὴν Τεφὼν ἐν τείχεσιν ὑψηλοῖς καὶ πύλαις καὶ μοχλοῖς· |
Α Μακ. 9,50 |
Ο Βακχίδης έπειτα από το γεγονός αυτό επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ, ανοικοδόμησαν δε κατ' εντολήν του πόλεις οχυράς ανά την Ιουδαίαν, το φρούριον το ευρισκόμενον πλησίον της Ιεριχούς, την Αμμαούς, την Βαιθωρών, την Βαιθήλ, την Θαμναθά Φαραθωνί και την Τεφών ωχύρωσε με υψηλά τείχη και με πύλας και μοχλούς. |
|
Α Μακ. 9,51 |
καὶ ἔθετο φρουρὰν ἐν αὐτοῖς τοῦ ἐχθραίνειν τῷ Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 9,51 |
Εθεσεν εις αυτάς φρουράς στρατιωτών, δια να κάνουν εχθροπραξίας κατά των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 9,52 |
καὶ ὠχύρωσε τὴν πόλιν τὴν ἐν Βαιθσούρᾳ καὶ τὴν Γάζαρα καὶ τὴν ἄκραν καὶ ἔθετο ἐν αὐταῖς δυνάμεις καὶ παραθέσεις βρωμάτων. |
Α Μακ. 9,52 |
Ωχύρωσεν επίσης την πόλιν Βαιθσούραν, την πόλιν Γαζαρα και την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, και εγκατέστησεν εις αυτάς στρατεύματα και μεγάλας αποθηκεύσεις τροφίμων. |
|
Α Μακ. 9,53 |
καὶ ἔλαβε τοὺς υἱοὺς τῶν ἡγουμένων τῆς χώρας ὅμηρα καὶ ἔθετο αὐτοὺς ἐν τῇ ἄκρᾳ ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐν φυλακῇ. |
Α Μακ. 9,53 |
Επήρεν ως ομήμους τα παιδιά των αρχηγών της χώρας, τα οποία και έκλεισεν εις την φυλακήν της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 9,54 |
Καὶ ἐν ἔτει τρίτῳ καὶ πεντηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ μηνὶ τῷ δευτέρῳ ἐπέταξεν Ἄλκιμος καθαιρεῖν τὸ τεῖχος τῆς αὐλῆς τῶν ἁγίων τῆς ἐσωτέρας· καὶ καθεῖλε τὰ ἔργα τῶν προφητῶν καὶ ἐνήρξατο τοῦ καθαιρεῖν. |
Α Μακ. 9,54 |
Κατά το εκατοστόν πεντηκοστόν τρίτον έτος, τον δεύτερον μήνα, ο Αλκιμος διέταξε να κρημνίσουν το τείχος της εσωτερικής αυλής του ναού και έτσι κατέστρεψε τα έργα των προφητών. Ηρχισε η καταστροφή του τείχους. |
|
Α Μακ. 9,55 |
ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπλήγη Ἄλκιμος καὶ ἐνεποδίσθη τὰ ἔργα αὐτοῦ, καὶ ἀπεφράγη τὸ στόμα αὐτοῦ, καὶ παρελύθη καὶ οὐκ ἐδύνατο ἔτι λαλῆσαι λόγον καὶ ἐντείλασθαι περὶ τοῦ οἴκου αὐτοῦ. |
Α Μακ. 9,55 |
Κατά τον καιρόν όμως εκείνον ο Αλκιμος εκτυπήθη από τον Θεόν και εμποδίσθη πλέον η συνέχεια των καταστρεπτικών του έργων. Το στόμα του δηλαδή εφράγη, διότι προσεβλήθη από παραλυσίαν και δεν ημπορούσε να είπη ούτε μίαν λέξιν. Δεν ήτο εις θέσιν να δώση ούτε μίαν εντολήν δια τον οίκον του. |
|
Α Μακ. 9,56 |
καὶ ἀπέθανεν Ἄλκιμος ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ μετὰ βασάνου μεγάλης. |
Α Μακ. 9,56 |
Ετσι δε απέθανεν ο Αλκιμος κατά τον καιρόν εκείνον εν μέσω πολλών πόνων. |
|
Α Μακ. 9,57 |
καὶ εἶδε Βακχίδης ὅτι ἀπέθανεν Ἄλκιμος, καὶ ἀπέστρεψε πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα ἔτη δύο. |
Α Μακ. 9,57 |
Είδεν ο Βακχίδης ότι απέθανεν ο Αλκιμος και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν προς τον βασιλέα, η δε χώρα της Ιουδαίας ησύχασεν επί δύο έτη. |
|
Α Μακ. 9,58 |
Καὶ ἐβουλεύσαντο πάντες οἱ ἄνομοι λέγοντες· ἰδοὺ Ἰωνάθαν καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐν ἡσυχίᾳ κατοικοῦσι πεποιθότες· νῦν οὖν ἄξομεν τὸν Βακχίδην, καὶ συλλήψεται αὐτοὺς πάντας ἐν νυκτὶ μιᾷ. |
Α Μακ. 9,58 |
Τοτε όλοι οι παράνομοι Ιουδαίοι συνήλθον εις σύσκεψιν και είπαν· “ιδού, ο Ιωνάθαν και οι οπαδοί του ζουν εν ειρήνή με την πεποίθησιν ότι ευρίσκονται εν ασφαλεία. Τωρα, λοιπόν, είναι καιρός να φέρωμεν τον Βακχίδην και να τους συλλάβη όλους κατά το διάστημα μιας και μόνης νυκτός”. |
|
Α Μακ. 9,59 |
καὶ πορευθέντες συνεβουλεύσαντο αὐτῷ. |
Α Μακ. 9,59 |
Επήγαν, ανεκοίνωσαν στον Βακχίδην το σχέδιόν των και τον συνεβουλεύθησαν. |
|
Α Μακ. 9,60 |
καὶ ἀπῇρε τοῦ ἐλθεῖν μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς λάθρᾳ πᾶσι τοῖς συμμάχοις αὐτοῦ τοῖς ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, ὅπως συλλάβωσι τὸν Ἰωνάθαν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ οὐκ ἐδύναντο, ὅτι ἐγνώσθη αὐτοῖς ἡ βουλὴ αὐτῶν. |
Α Μακ. 9,60 |
Εκείνος πράγματι εσηκώθη και με στρατιωτικήν δύναμιν πολλήν ήλθε και έστειλε κρυφίως γράμματα προς όλους τους συμμάχους του, που ευρίσκοντο εις την Ιουδαίαν, να συλλάβουν αιφνιδίως τον Ιωνάθαν και τους οπαδούς του. Αλλά δεν επέτυχαν να φέρουν εις πέρας το πονηρόν των σχέδιον, διότι αυτό περιήλθεν εις γνώσιν των οπαδών του Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 9,61 |
καὶ συνέλαβον ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν τῆς χώρας τῶν ἀρχηγῶν τῆς κακίας εἰς πεντήκοντα ἄνδρας καὶ ἀπέκτειναν αὐτούς. |
Α Μακ. 9,61 |
Αυτοί μάλιστα και συνέλαβαν από τους κατοίκους της χώρας και από τους αρχηγούς αυτής της πονηρίας πεντήκοντα άνδρας και τους εφόνευσαν. |
|
Α Μακ. 9,62 |
καὶ ἐξεχώρησεν Ἰωνάθαν καὶ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ εἰς Βαιθβασὶ τὴν ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ᾠκοδόμησε τὰ καθῃρημένα αὐτῆς, καὶ ἐστερέωσαν αὐτήν. |
Α Μακ. 9,62 |
Επειτα ο Ιωνάθαν μαζή με τον Σιμωνα και με εκείνους, που ήσαν μαζή των, ανεχώρησαν και μετέβησαν εις Βαιθβασί, η οποία ευρίσκετο εις την έρημον. Ανοικοδόμησαν τα κατεστραμμένα οικήματα και τα τείχη της και την ωχύρωσαν. |
|
Α Μακ. 9,63 |
καὶ ἔγνω Βακχίδης καὶ συνήγαγε πᾶν τὸ πλῆθος αὐτοῦ καὶ τοῖς ἐκ τῆς Ἰουδαίας παρήγγειλε· |
Α Μακ. 9,63 |
Ο Βακχίδης επληροφορήθη τούτο και συνεκέντρωσεν όλον το πλήθος του στρατού του, παρήγγειλε δε και στους φιλικώς προς αυτόν διακειμένους Ιουδαίους να τον βοηθήσουν. |
|
Α Μακ. 9,64 |
καὶ ἐλθὼν παρενέβαλεν ἐπὶ Βαιθβασὶ καὶ ἐπολέμησεν αὐτὴν ἡμέρας πολλὰς καὶ ἐποίησε μηχανάς. |
Α Μακ. 9,64 |
Ηλθε και εστρατοπέδευσε πλησίον της Βαιθβασί, επολέμησεν εναντίον αυτής επί πολλάς ημέρας, εχρησιμοποίησε δε και πολιορκητικάς μηχανάς. |
|
Α Μακ. 9,65 |
καὶ ἀπέλιπεν Ἰωνάθαν Σίμωνα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ πόλει καὶ ἐξῆλθεν εἰς τὴν χώραν καὶ ἐξῆλθεν ἐν ἀριθμῷ. |
Α Μακ. 9,65 |
Ο Ιωνάθαν αφήκεν εις την πόλιν τον αδελφόν του τον Σιμωνα και αυτός εξήλθεν εις την ύπαιθρον χώραν με μετρημένους ολίγους άνδρας. |
|
Α Μακ. 9,66 |
καὶ ἐπάταξεν Ὁδομηρὰ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ τοὺς υἱοὺς Φασιρὼν ἐν τῷ σκηνώματι αὐτῶν, καὶ ἐξήρξατο τύπτειν καὶ ἀναβαίνειν ἐν ταῖς δυνάμεσι. |
Α Μακ. 9,66 |
Εκτύπησε τον Οδομηρά και τους αδελφούς του, όπως επίσης και τους υιούς Φασιρών εις τας σκηνάς των. Κατόπιν με αξιολόγους δυνάμεις ήρχισε να κτυπά τους Συρους και να προελαύνη με τας δυνάμeiw του. |
|
Α Μακ. 9,67 |
καὶ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἐνεπύρισαν τὰς μηχανάς· |
Α Μακ. 9,67 |
Αλλά και ο Σιμων μαζή με τους ιδικούς του άνδρας έκαναν εξορμήσεις από την πόλιν και έκαψαν τας πολιορκητικάς μηχανάς των εχθρών. |
|
Α Μακ. 9,68 |
καὶ ἐπολέμησαν πρὸς τὸν Βακχίδην, καὶ συνετρίβη ὑπ᾿ αὐτῶν. καὶ ἔθλιβον αὐτὸν σφόδρα, ὅτι ἦν ἡ βουλὴ αὐτοῦ καὶ ἡ ἔφοδος αὐτοῦ κενή. |
Α Μακ. 9,68 |
Ολοι δε αυτοί εντός και εκτός της πόλεως Ιουδαίοι κατεπολέμησαν τον Βακχίδην, ο οποίος και συνετρίβη από αυτούς. Τον έφεραν εις πολύ δύσκολον θέσιν, διότι είδε πλέον ότι το σχέδιόν του και η εξόρμηοίς του έπεσαν στο κενόν. |
|
Α Μακ. 9,69 |
καὶ ὠργίσθη θυμῷ τοῖς ἀνδράσι τοῖς ἀνόμοις τοῖς συμβουλεύσασιν αὐτῷ ἐλθεῖν εἰς τὴν χώραν καὶ ἀπέκτειναν ἐξ αὐτῶν πολλοὺς καὶ ἐβουλεύσατο τοῦ ἀπελθεῖν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 9,69 |
Ωργίσθη με θυμόν μεγάλον εναντίον των παρανόμων Ιουδαίων, που τον είχαν συμβουλεύσει να έλθη εις την χώραν των και εφόνευσε πολλούς από αυτούς. Επήρε δε την απόφασιν να επιστρέψη εις την χώραν του, την Αντιόχειαν. |
|
Α Μακ. 9,70 |
καὶ ἐπέγνω Ἰωνάθαν καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις τοῦ συνθέσθαι πρὸς αὐτὸν εἰρήνην καὶ ἀποδοῦναι αὐτοῖς τὴν αἰχμαλωσίαν. |
Α Μακ. 9,70 |
Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τας αποφάσεις αυτάς του Βακχίδου και έστειλε προς αυτόν πρέσβεις να συνάψουν ειρήνην μεταξύ των και να αποδώση εκείνος εις αυτούς τους αιχμαλώτους Ιουδαίους. |
|
Α Μακ. 9,71 |
καὶ ἀπεδέξατο καὶ ἐποίησε κατὰ τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ὤμοσεν αὐτῷ μὴ ἐκζητῆσαι αὐτῷ κακὸν πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ· |
Α Μακ. 9,71 |
Ο Βακχίδης εδέχθη ευμενώς τους πρέσβεις και έπραξε σύμφωνα με τας προτάσστου Ιωνάθαν. Υπεσχεθη δι' όρκου στον Ιωνάθαν, ποτέ άλλοτε καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του να μη επιζητήση να πράξη κακόν εναντίον της ζωής του. |
|
Α Μακ. 9,72 |
καὶ ἀπέδωκεν αὐτῷ τὴν αἰχμαλωσίαν, ἣν ᾐχμαλώτευσε τὸ πρότερον ἐκ γῆς Ἰούδα, καὶ ἀποστρέψας ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ οὐ προσέθετο ἔτι ἐλθεῖν εἰς τὰ ὅρια αὐτῶν. |
Α Μακ. 9,72 |
Παρέδωσεν εις αυτόν τους αιχμαλώτους που είχε συλλάβει προηγουμένως από την Ιουδαίαν, έπειτα δε επέστρεψε και επανήλθεν εις την χώραν του. Και δεν επήρε πλέον την απόφασιν και την τόλμην να επανέλθη εις τα όρια της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 9,73 |
καὶ κατέπαυσε ῥομφαία ἐξ Ἰσραήλ· καὶ ᾤκησεν Ἰωνάθαν ἐν Μαχμάς. καὶ ἤρξατο Ἰωνάθαν κρίνειν τὸν λαὸν καὶ ἠφάνισε τοὺς ἀσεβεῖς ἐξ Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 9,73 |
Ετσι δε εσταμάτησεν η ρομφαία να πλήττη και να αφανίζη τους Ιουδαίους. Ο Ιωνάθαν εγκατεστάθη εις Μαχμάς, και ήρχισε να διοική με ειρήνην τον λαόν. Εξηφάνισε δε όλους τους ασεβείς Ιουδαίους εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού. |
|
Κεφάλαιο 10ο |
Α Μακ. 10,1 |
Καὶ ἐν ἔτει ἑξηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἀνέβη Ἀλέξανδρος ὁ τοῦ Ἀντιόχου ὁ Ἐπιφανὴς καὶ κατελάβετο Πτολεμαΐδα, καὶ ἐπεδέξαντο αὐτόν, καὶ ἐβασίλευσεν ἐκεῖ. |
Α Μακ. 10,1 |
Κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έτος ο Αλέξανδρος, ο υιός Αντιόχου του Επιφανούς, Επιφανής και αυτός επονομαζόμενος, ήλθε και κατέλαβε την Πτολεμαΐδα. Οι κάτοικοι της πόλεως τον υπεδέχθησαν και ανεκηρύχθη αυτός βασιλεύς εκεί. |
|
Α Μακ. 10,2 |
καὶ ἤκουσε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς καὶ συνήγαγε δυνάμεις πολλὰς σφόδρα καὶ ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν αὐτῷ εἰς πόλεμον. |
Α Μακ. 10,2 |
Ο βασιλεύς Δημήτριος επληροφορήθη το γεγονός, συνεκέντρωσε πολύ μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και εξήλθεν εις πολεμικήν σύγκρουσιν εναντίον του Αλεξάνδρου. |
|
Α Μακ. 10,3 |
καὶ ἀπέστειλε Δημήτριος πρὸς Ἰωνάθαν ἐπιστολὰς λόγοις εἰρηνικοῖς ὥστε μεγαλῦναι αὐτόν. |
Α Μακ. 10,3 |
Τοτε ο Δημήτριος ο βασιλεύς έστειλεν ειρηνικήν επιστολήν προς τον Ιωνάθαν, δια να τον μεγαλύνη και τον δοξάση. |
|
Α Μακ. 10,4 |
εἶπε γάρ· προφθάσωμεν τοῦ εἰρήνην θεῖναι μετ᾿ αὐτοῦ, πρὶν ἢ θεῖναι αὐτὸν μετὰ Ἀλεξάνδρου καθ᾿ ἡμῶν· |
Α Μακ. 10,4 |
Διότι εσκέφθη, ας προφθάσωμεν να συνάψωμεν ειρήνην με αυτόν, πριν η αυτός κλείση ειρήνην με τον Αλέξανδρον εναντίον μας. |
|
Α Μακ. 10,5 |
μνησθήσεται γὰρ πάντων τῶν κακῶν, ὧν συνετελέσαμεν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ ἔθνος αὐτοῦ. |
Α Μακ. 10,5 |
Διότι θα ενθυμηθή ασφαλώς όλα τα κακά, τα οποία διεπράξαμεν εναντίον αυτού και των αδελφών του και εναντίον του έθνους του. |
|
Α Μακ. 10,6 |
καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐξουσίαν συναγαγεῖν δυνάμεις καὶ κατασκευάζειν ὅπλα καὶ εἶναι αὐτὸν σύμμαχον αὐτοῦ, καὶ τὰ ὅμηρα τὰ ἐν τῇ ἄκρᾳ εἶπε παραδοῦναι αὐτῷ. |
Α Μακ. 10,6 |
Ο Δημήτριος έδωσεν στον Ιωνάθαν το δικαίωμα να συγκεντρώση τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, να κατασκευάζη όπλα και να είναι σύμμαχός του. Διέταξε δε επίσης να αποδοθούν εις αυτόν οι όμηροι, οι οποίοι εκρατούντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 10,7 |
καὶ ἦλθεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀνέγνω τὰς ἐπιστολὰς εἰς τὰ ὦτα παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἐκ τῆς ἄκρας. |
Α Μακ. 10,7 |
Ο Ιωνάθαν ήλθεν αμέσως εις την Ιερουσαλήμ, ανέγνωσε τας επιστολάς αυτάς εις επήκοον όλου του ισραηλιτικού λαού, ακόμη δε και εις επήκοον των Συρων στρατιωτών, που ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν. |
|
Α Μακ. 10,8 |
καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν, ὅτι ἤκουσαν ὅτι ἔδωκεν ὁ βασιλεὺς ἐξουσίαν συναγαγεῖν δυνάμεις. |
Α Μακ. 10,8 |
Οι εχθροί των Ιουδαίων εκυριεύθησαν από μεγάλον φόβον, όταν επληροφορήθησαν ότι ο βασιλεύς έδωσεν στον Ιωνάθαν εξουσίαν και δικαίωμα, να συγκεντρώση στρατιωτικάς δυνάμεις. |
|
Α Μακ. 10,9 |
καὶ παρέδωκαν οἱ ἐκ τῆς ἄκρας Ἰωνάθαν τὰ ὅμηρα, καὶ ἀπέδωκεν αὐτοὺς τοῖς γονεῦσιν αὐτῶν. |
Α Μακ. 10,9 |
Οι φρουρούντες την ακρόπολιν στρατιώται παρέδωσαν στον Ιωνάθαν τους ομήρους και ο Ιωνάθαν τους παρέδωσεν στους γονείς των. |
|
Α Μακ. 10,10 |
καὶ ᾤκησεν Ἰωνάθαν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤρξατο οἰκοδομεῖν καὶ καινίζειν τὴν πόλιν. |
Α Μακ. 10,10 |
Ο Ιωνάθαν εγκατεστάθη πλέον εις την Ιερουσαλήμ και ήρχισε να ανοικοδομή και να ανακαινίζη την πόλιν. |
|
Α Μακ. 10,11 |
καὶ εἶπε πρὸς τοὺς ποιοῦντας τὰ ἔργα οἰκοδομεῖν τὰ τείχη καὶ τὸ ὄρος Σιὼν κυκλόθεν ἐκ λίθων τετραγώνων εἰς ὀχύρωσιν· καὶ ἐποίησαν οὕτως. |
Α Μακ. 10,11 |
Εδωσε δε εντολήν στους εργάτας να ανοικοδομήσουν τα τείχη της Ιερουσαλήμ και να ενισχύσουν την οχύρωσιν κύκλω από την Σιών με λίθους μεγάλους τετραγώνους. Εκείνοι έπραξαν, όπως τους είπε. |
|
Α Μακ. 10,12 |
καὶ ἔφυγον οἱ ἀλλογενεῖς οἱ ὄντες ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν, οἷς ᾠκοδόμησε Βακχίδης. |
Α Μακ. 10,12 |
Τοτε και οι αλλοεθνείς, οι ευρισκόμενοι εις τα οχυρά, τα οποία Βακχίδης είχε κτίσει, έφυγον. |
|
Α Μακ. 10,13 |
καὶ κατέλιπεν ἕκαστος τὸν τόπον αὐτοῦ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 10,13 |
Ο καθένας από αυτούς εγκατέλειψε την θέσιν του και επέστρεψεν εις την πατρίδα του. |
|
Α Μακ. 10,14 |
πλὴν ἐν Βαιθσούρᾳ ὑπελείφθησάν τινες τῶν καταλιπόντων τὸν νόμον καὶ τὰ προστάγματα, ἦν γὰρ αὐτοῖς φυγαδευτήριον. |
Α Μακ. 10,14 |
Μερικοί μόνον από τους εξωμότας Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τον νόμον του Θεού και τα θεία του προστάγματα, παρέμειναν εις Βαιθσούραν, διότι εκείνη ήτο δι' αυτούς ασφαλές καταφύγιον. |
|
Α Μακ. 10,15 |
Καὶ ἤκουσεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τὰς ἐπαγγελίας, ὅσας ἀπέστειλε Δημήτριος τῷ Ἰωνάθαν, καὶ διηγήσαντο αὐτῷ τοὺς πολέμους καὶ τὰς ἀνδραγαθίας, ἃς ἐποίησεν αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ τοὺς κόπους, οὓς ἔσχον, |
Α Μακ. 10,15 |
Αλλά και ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη τας υποσχέσεις και προσφοράς, τας οποίας έδωκεν ο Δημήτριος στον Ιωνάθαν. Ανέφεραν επίσης στον Αλέξανδρον τους πολέμους και τα ανδραγαθήματα, τα οποία είχαν πραγματοποιήσει ο Ιωνάθαν και οι αδελφοί του, όπως επίσης και τας ταλαιπωρίας, τας οποίας ούτοι είχαν υποστή από τους πολεμίους. |
|
Α Μακ. 10,16 |
καὶ εἶπε· μὴ εὑρήσομεν ἄνδρα τοιοῦτον ἕνα; καὶ νῦν ποιήσομεν αὐτὸν φίλον καὶ σύμμαχον ἡμῶν. |
Α Μακ. 10,16 |
Ο Αλέξανδρος είπε· “μήπως είναι εύκολον να εύρωμεν άλλον ένα τέτοιον άνδρα σαν τον Ιωνάθαν; Λοιπόν, ας προσπαθήσωμεν τώρα να καταστήσωμεν αυτόν φίλον και σύμμαχόν μας”. |
|
Α Μακ. 10,17 |
καὶ ἔγραψεν ἐπιστολὰς καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ κατὰ τοὺς λόγους τούτους λέγων· |
Α Μακ. 10,17 |
Ο βασιλεύς Αλέξανδρος έγραψε τότε επιστολήν, την οποίαν και απέστειλε προς τον Ιωνάθαν και έγραφε προς αυτόν τα εξής· |
|
Α Μακ. 10,18 |
«Βασιλεὺς Ἀλέξανδρος τῷ ἀδελφῷ Ἰωνάθαν χαίρειν· |
Α Μακ. 10,18 |
“Ο βασιλεύς Αλέξανδρος αποστέλλει τους χαιρετισμούς του προς τον αδελφόν του Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 10,19 |
ἀκηκόαμεν περὶ σοῦ, ὅτι ἀνὴρ δυνατὸς ἰσχύϊ καὶ ἐπιτήδειος εἶ τοῦ εἶναι ἡμῖν φίλος. |
Α Μακ. 10,19 |
Επληροφορήθημεν δια σέ, ότι είσαι άνθρωπος γενναίος και άξιος να είσαι φίλος μας. |
|
Α Μακ. 10,20 |
καὶ νῦν καθεστάκαμέν σε σήμερον ἀρχιερέα τοῦ ἔθνους σου καὶ φίλον βασιλέως καλεῖσθαί σε (καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πορφύραν καὶ στέφανον χρυσοῦν) καὶ φρονεῖν τὰ ἡμῶν καὶ συντηρεῖν φιλίαν πρὸς ἡμᾶς». |
Α Μακ. 10,20 |
Δια τούτο σε εγκαθιστώμεν από σήμερον αρχιερέα στο έθνος σου και ορίζομεν να ονομάζεσαι φίλος του βασιλέως (μαζή δε με την επιπτολήν έστειλεν ο βασιλεύς εις αυτόν βασιλικήν πορφύραν και χρυσούν στέφανον). Επιθυμούμεν, λοιπόν, να διακατέχεσαι από τα αυτά με ημάς φρονήματα και να φυλάττης την φιλίαν σου προς ημάς”. |
|
Α Μακ. 10,21 |
καὶ ἐνεδύσατο Ἰωνάθαν τὴν ἁγίαν στολὴν τῷ ἑβδόμῳ μηνὶ ἔτους ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐν ἑορτῇ σκηνοπηγίας καὶ συνήγαγε δυνάμεις καὶ κατεσκεύασεν ὅπλα πολλά. |
Α Μακ. 10,21 |
Ο Ιωνάθαν ενεδύθη την αγίαν αρχιερατικήν στολήν κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών, τον έβδομον μήνα, κατά την εορτήν της Σκηνοπηγίας. Συνεκέντρωσε δε στρατόν και κατεσκεύασεν όπλα πολλά. |
|
Α Μακ. 10,22 |
Καὶ ἤκουσε Δημήτριος τοὺς λόγους τούτους καὶ ἐλυπήθη καὶ εἶπε· |
Α Μακ. 10,22 |
Οταν επληροφορήθη αυτά ο Δημήτριος, ελυπήθη πολύ και είπε· |
|
Α Μακ. 10,23 |
τί τοῦτο ἐποιήσαμεν ὅτι προέφθακεν ἡμᾶς ὁ Ἀλέξανδρος τοῦ φιλίαν καταθέσθαι τοῖς Ἰουδαίοις εἰς στήριγμα; |
Α Μακ. 10,23 |
“τι είναι αυτό το οποίον εκάναμεν, διότι ο Αλέξανδρος μας επρόφθασε και συνήψε φιλίαν με τους Ιουδαίους, ώστε να τους έχη στήριγμά του. |
|
Α Μακ. 10,24 |
γράψω αὐτοῖς κἀγὼ λόγους παρακλήσεως καὶ ὕψους καὶ δογμάτων, ὅπως ὦσι σὺν ἐμοὶ εἰς βοήθειαν. |
Α Μακ. 10,24 |
Αλλά και εγώ θα γράψω προς αυτούς προτάσεις πειστικάς και ικανοποιητικάς περί προσφοράς εις αυτούς θέσεων και δώρων, δια να ταχθούν με το μέρος μου εις παροχήν βοηθείας”. |
|
Α Μακ. 10,25 |
καὶ ἀπέστειλεν αὐτοῖς κατὰ τοὺς λόγους τούτους· «Βασιλεὺς Δημήτριος τῷ ἔθνει τῶν Ἰουδαίων χαίρειν. |
Α Μακ. 10,25 |
Πράγματι έστειλε προς αυτούς επιστολάς με τας ακολούθους προτάσεις· “ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει το έθνος των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 10,26 |
ἐπεὶ συνετηρήσατε τὰς πρὸς ἡμᾶς συνθήκας καὶ ἐνεμείνατε τῇ φιλίᾳ ἡμῶν καὶ οὐ προσεχωρήσατε τοῖς ἐχθροῖς ἡμῶν, ἠκούσαμεν καὶ ἐχάρημεν. |
Α Μακ. 10,26 |
Επειδή επληροφορήθη μέν, ότι ετηρήσατε πιστώς τας συνθήκας φιλίας, που είχατε συνάψει προς ημάς, και εμείνατε πιστοί και σταθεροί εις την φιλίαν μας αυτήν και δεν προσεχωρήσατε με το μέρος των εχθρών μας, δια τούτο εχάρημεν πολύ. |
|
Α Μακ. 10,27 |
καὶ νῦν ἐμμείνατε ἔτι τοῦ συντηρῆσαι πρὸς ἡμᾶς πίστιν, καὶ ἀνταποδώσομεν ὑμῖν ἀγαθὰ ἀνθ᾿ ὧν ποιεῖτε μεθ᾿ ἡμῶν. |
Α Μακ. 10,27 |
Τωρα λοιπόν σας προτρέπομεν να μείνετε με σταθερότητα και να τηρήτε την πίστιν σας προς ημάς, ημείς δε θα ανταποδώσωμεν εις σας αγαθά αντί εκείνων, τα οποία πράττετε προς ημάς. |
|
Α Μακ. 10,28 |
καὶ ἀφήσομεν ὑμῖν ἀφέματα πολλὰ καὶ δώσομεν ὑμῖν δόματα. |
Α Μακ. 10,28 |
Συγκεκριμένως θα παραχωρήσωμεν εις σας πολλάς απαλλαγάς από τους φόρους και θα σας δώσωμεν δώρα πολλά. |
|
Α Μακ. 10,29 |
καὶ νῦν ἀπολύω ὑμᾶς καὶ ἀφίημι πάντας τοὺς Ἰουδαίους ἀπὸ τῶν φόρων καὶ τῆς τιμῆς τοῦ ἁλὸς καὶ ἀπὸ τῶν στεφάνων, |
Α Μακ. 10,29 |
Επί του παρόντος απαλλάσσω σας και όλους τους Ιουδαίους από τους φόρους, δηλαδή από τον φόρον του άλατος, από τον φόρον των βασιλικών στεφάνων. |
|
Α Μακ. 10,30 |
καὶ ἀντὶ τοῦ τρίτου τῆς σπορᾶς καὶ ἀντὶ τοῦ ἡμίσους τοῦ καρποῦ τοῦ ξυλίνου τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι λαβεῖν, ἀφίημι ἀπὸ τῆς σήμερον καὶ ἐπέκεινα τοῦ λαβεῖν ἀπὸ τῆς γῆς Ἰούδα καὶ ἀπὸ τῶν τριῶν νομῶν τῶν προστιθεμένων αὐτῇ ἀπὸ τῆς Σαμαρείτιδος καὶ Γαλιλαίας, καὶ ἀπὸ τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ εἰς τὸν αἰῶνα χρόνον. |
Α Μακ. 10,30 |
Σας απαλλάσσω επίσης από την προσφοράν του τρίτου της συγκομιδής των προϊόντων από τους αγρούς σας και από το ήμισυ των προϊόντων από τους καρπούς των καρποφόρων δένδρων, τα οποία, σύμφωνα με τους νόμους, μου ανήκουν. Από δε την σημερινήν ημέραν και εις όλον τον μετά ταύτα χρόνον παραιτούμαι να εισπράττω από την Ιουδαίαν και γενικώς από τους τρεις νομούς, ήτοι της Ιουδαίας και των ηνωμένων προς αυτήν νομών της Σαμαρείας και της Γαλιλαίας. |
|
Α Μακ. 10,31 |
καὶ Ἱερουσαλὴμ ἤτω ἁγία καὶ ἀφειμένη καὶ τὰ ὅρια αὐτῆς, αἱ δεκάται καὶ τὰ τέλη. |
Α Μακ. 10,31 |
Η Ιερουσαλήμ θα είναι αγία και απηλλαγμένη, όπως και τα περίχωρά της, από την καταβολήν της δεκάτης και των άλλων φόρων. |
|
Α Μακ. 10,32 |
ἀφίημι καὶ τὴν ἐξουσίαν τῆς ἄκρας τῆς ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ δίδωμι τῷ ἀρχιερεῖ, ὅπως ἂν καταστήσῃ ἐν αὐτῇ ἄνδρας, οὓς ἂν ἐκλέξηται αὐτὸς τοῦ φυλάσσειν αὐτήν. |
Α Μακ. 10,32 |
Παραιτούμαι από την επί της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ εξουσίαν μου και παραχωρώ αυτήν στον αρχιερέα, δια να εγκαταστήση εκεί άνδρας, τους οποίους αυτός ήθελεν εκλέξει με τον σκοπόν να την φρουρούν. |
|
Α Μακ. 10,33 |
καὶ πᾶσαν ψυχὴν Ἰουδαίων τὴν αἰχμαλωτισθεῖσαν ἀπὸ γῆς Ἰούδα εἰς πᾶσαν βασιλείαν μου ἀφίημι ἐλευθέραν δωρεάν· καὶ πάντες ἀφιέτωσαν τοὺς φόρους καὶ τῶν κτηνῶν αὐτῶν. |
Α Μακ. 10,33 |
Αφήνω δε ελευθέρους χωρίς καμμίαν αμοιβήν όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι ωδηγήθησαν αιχμάλωτοι από την Ιουδαίαν εις τα διάφορα μέρη του βασιλείου μου. Ακόμη δε χαρίζω στους Ιουδαίους όλους τους φόρους και τους επί των κτηνών ακόμη φόρους. |
|
Α Μακ. 10,34 |
καὶ πᾶσαι αἱ ἑορταὶ καὶ τὰ σάββατα καὶ νουμηνίαι καὶ ἡμέραι ἀποδεδειγμέναι καὶ τρεῖς ἡμέραι πρὸ ἑορτῆς καὶ τρεῖς ἡμέραι μετὰ ἑορτὴν ἔστωσαν πᾶσαι αἱ ἡμέραι ἀτελείας καὶ ἀφέσεως πᾶσι τοῖς Ἰουδαίοις τοῖς οὖσιν ἐν τῇ βασιλείᾳ μου. |
Α Μακ. 10,34 |
Εις όλας τας επισήμους εορτάς των, δηλαδή εις τα Σαββατα, τας νουμηνίας και τας άλλας καθωρισμένας ημέρας των εορτών των, τρεις ημέρας προ πάσης εορτής από αυτάς και τρεις ημέρας κατόπιν θα είναι όλοι οι Ιουδαίοι καθ' όλην την έκτασιν του βασιλείου μου απηλλαγμένοι από κάθε φορολογίαν. |
|
Α Μακ. 10,35 |
καὶ οὐχ ἕξει ἐξουσίαν οὐδεὶς πράσσειν καὶ παρενοχλεῖν τινα αὐτῶν περὶ παντὸς πράγματος. |
Α Μακ. 10,35 |
Κανείς δεν θα έχη το δικαίωμα κατά τας ημέρας αυτάς να καταδιώκη ένα από τους Ιουδαίους η να τον ενοχλή περί οιασδήποτε υποθέσεως. |
|
Α Μακ. 10,36 |
καὶ προγραφήτωσαν τῶν Ἰουδαίων εἰς τὰς δυνάμεις τοῦ βασιλέως εἰς τριάκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν, καὶ δοθήσεται αὐτοῖς ξένια ὡς καθήκει πάσαις ταῖς δυνάμεσι τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 10,36 |
Ας καταγραφούν δε κατατασσόμενοι στον στρατόν του βασιλέως τριάκοντα χιλιάδες άνδρες εκ των Ιουδαίων, στους οποίους και θα δοθή ο μισθός ο καθωρισμένος δια τον μισθόν και του άλλου στρατού του βασιλέως. |
|
Α Μακ. 10,37 |
καὶ κατασταθήσεται ἐξ αὐτῶν ἐν τοῖς ὀχυρώμασι τοῦ βασιλέως τοῖς μεγάλοις, καὶ ἐκ τούτων κατασταθήσεται ἐπὶ χρειῶν τῆς βασιλείας τῶν οὐσῶν εἰς πίστιν· καὶ οἱ ἐπ᾿ αὐτῶν καὶ οἱ ἄρχοντες ἔστωσαν ἐξ αὐτῶν καὶ πορευέσθωσαν τοῖς νόμοις αὐτῶν. καθὰ καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς ἐν γῇ Ἰούδα. |
Α Μακ. 10,37 |
Από αυτούς τους στρατιώτας ένας αριθμός θα τοποθετηθή εις τας μεγάλας οχυράς θέσστου βασιλέως, πολλοί δε άλλοι από αυτούς θα αναλάβουν υπηρεσίαν ως υπάλληλοι εις εμπιστευτικάς θέσστου βασιλέως. Οι επί κεφαλής αρχηγοί των θα είναι από αυτούς τούτους τους Ιουδαίους. Ολοι δε θα ζουν σύμφωνα με τον Νομον των, όπως άλλως τε έχει διατάζει ο βασιλεύς και δια την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 10,38 |
καὶ τοὺς τρεῖς νομοὺς τοὺς προστεθέντας τῇ Ἰουδαίᾳ ἀπὸ τῆς χώρας Σαμαρείας προστεθήτω τῇ Ἰουδαίᾳ πρὸς τὸ λογισθῆναι τοῦ γενέσθαι ὑφ᾿ ἕνα, τοῦ μὴ ὑπακοῦσαι ἄλλης ἐξουσίας ἀλλ᾿ ἢ τοῦ ἀρχιερέως. |
Α Μακ. 10,38 |
Οι τρεις νόμοι της Σαμαρείας, που έχουν προστεθή εις την Ιουδαίαν, θα ενσωματωθούν οριστικώς εις αυτήν και θα θεωρηθούν ότι αποτελούν ένα με την Ιουδαίαν και δεν θα υπόκεινται υπό άλλην εξουσίαν ει μη μόνον υπό την εξουσίαν του αρχιερέως. |
|
Α Μακ. 10,39 |
Πτολεμαΐδα καὶ τὴν προσκυροῦσαν αὐτῇ δέδωκα δόμα τοῖς ἁγίοις τοῖς ἐν Ἱερουσαλὴμ εἰς τὴν προσήκουσαν δαπάνην τοῖς ἁγίοις. |
Α Μακ. 10,39 |
Επίσης δίδω την Πτολεμαΐδα και την γύρω από αυτήν περιοχήν ως δώρον δια τον ιερόν ναόν τον εις την Ιερουσαλήμ, δια να καλύπτωνται αι δαπάναι των ιερών αυτών τόπων. |
|
Α Μακ. 10,40 |
κἀγὼ δίδωμι κατ᾿ ἐνιαυτὸν δεκαπέντε χιλιάδας σίκλων ἀργυρίου ἀπὸ τῶν λόγων τοῦ βασιλέως ἀπὸ τῶν τόπων τῶν ἀνηκόντων. |
Α Μακ. 10,40 |
Εγώ δε προσωπικώς θα δίδω κάθε έτος δεκαπέντε χιλιάδες αργυρούς σίκλους από τας βασιλικάς προσόδους των περιοχών, που ανήκουν εις εμέ. |
|
Α Μακ. 10,41 |
καὶ πᾶν τὸ πλεονάζον, ὃ οὐκ ἀπεδίδοσαν οἱ ἀπὸ τῶν χρειῶν, ὡς ἐν τοῖς πρώτοις ἔτεσιν, ἀπὸ τοῦ νῦν δώσουσιν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου. |
Α Μακ. 10,41 |
Το επί πλέον ποσόν, το οποίον οι υπάλληλοι του δημοσίου ταμείου δεν έδωσαν στον ναόν κατά τα προηγούμενα έτη, θα τα καταβάλλουν από τώρα και στο εξής δια τα έργα του ναού. |
|
Α Μακ. 10,42 |
καὶ ἐπὶ τούτοις πεντακισχιλίους σίκλους ἀργυρίου, οὓς ἐλάμβανον ἀπὸ τῶν χρειῶν τοῦ ἁγίου ἀπὸ τοῦ λόγου κατ᾿ ἐνιαυτόν, καὶ ταῦτα ἀφίεται διὰ τὸ ἀνήκειν αὐτὰ τοῖς ἱερεῦσι τοῖς λειτουργοῦσι. |
Α Μακ. 10,42 |
Επί πλέον πέντε χιλιάδες αργυρούς σίκλους, τους οποίους κάθε έτος αφαιρούσαν από τας εισπράξστου ναού οι υπάλληλοί μου, και αυτά θα χαρισθούν στον ναόν, διότι ανήκουν στους ιερείς, που υπηρετούν εκεί. |
|
Α Μακ. 10,43 |
καὶ ὅσοι ἐὰν φύγωσιν εἰς τὸ ἱερὸν τὸ ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτοῦ ὀφείλοντες βασιλικὰ καὶ πᾶν πρᾶγμα, ἀπολελύσθωσαν καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτοῖς ἐν τῇ βασιλείᾳ μου. |
Α Μακ. 10,43 |
Οσοι δε Ιουδαίοι ήθελον καταφύγει στον ιερόν ναόν της Ιερουσαλήμ και εις τας αυλάς αυτού, οφείλεται βασιλικών φόρων η άλλου χρέους, θα είναι ελεύθεροι μαζή με όλα τα αγαθά των, που έχουν στο βασίλειόν μου. |
|
Α Μακ. 10,44 |
καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι καὶ τοῦ ἐπικαινισθῆναι τὰ ἔργα τῶν ἁγίων, καὶ ἡ δαπάνη δοθήσεται ἐκ τοῦ λόγου τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 10,44 |
Αι δαπάναι δια την ανοικοδόμησιν και την ανακαίνισιν του ιερού ναού θα δίδωνται από τας βασιλικάς προσόδους. |
|
Α Μακ. 10,45 |
καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ ὀχυρῶσαι κυκλόθεν, καὶ ἡ δαπάνη δοθήσεται ἐκ τοῦ λόγου τοῦ βασιλέως, καὶ τοῦ οἰκοδομηθῆναι τὰ τείχη τὰ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ». |
Α Μακ. 10,45 |
Ακόμη αι δαπάναι δια την ανοικοδόμησιν του τείχους της Ιερουσαλήμ και δια την γύρω αυτής οχύρωσιν θα καταβάλλωνται από τα εισοδήματα του βασιλέως. Το ίδιον επίσης θα γίνη και δια την ανοικοδόμησιν των τειχών πόλεων της Ιουδαίας”. |
|
Α Μακ. 10,46 |
Ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰωνάθαν καὶ ὁ λαὸς τοὺς λόγους τούτους, οὐκ ἐπίστευσαν αὐτοῖς οὐδὲ ἐπεδέξαντο, ὅτι ἐπεμνήσθησαν τῆς κακίας τῆς μεγάλης, ἧς ἐποίησεν ἐν Ἰσραὴλ καὶ ἔθλιψεν αὐτοὺς σφόδρα. |
Α Μακ. 10,46 |
Οταν ο Ιωνάθαν και ο ιουδαϊκός λαός ήκουσαν τας προτάσεις αυτάς του Δημητρίου, δεν τας επίστευσαν και δεν τας εδέχθησαν, διότι ενεθυμήθησαν τα μεγάλα δεινά, τα οποία επέφερεν εναντίον των Ισραηλιτών και ότι κατέθλιψεν αυτούς πάρα πολύ. |
|
Α Μακ. 10,47 |
καὶ εὐδόκησαν ἐν Ἀλεξάνδρῳ, ὅτι αὐτὸς ἐγένετο αὐτοῖς ἀρχηγὸς λόγων εἰρηνικῶν, καὶ συνεμάχουν αὐτῷ πάσας τὰς ἡμέρας. |
Α Μακ. 10,47 |
Ευμενώς μάλλον διετέθησαν υπέρ του Αλεξάνδρου, διότι αυτός προηγήθη από τον Δημήτριον εις ειρηνικάς προτάσεις. Δι' αυτό και έμειναν σύμμαχοί του καθ' όλας τας ημέρας. |
|
Α Μακ. 10,48 |
Καὶ συνήγαγεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς δυνάμεις μεγάλας καὶ παρενέβαλεν ἐξεναντίας Δημητρίου. |
Α Μακ. 10,48 |
Ο βασιλεύς Αλέξανδρος συνεκέντρωσε μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και εξεστράτευσεν εναντίον του Δημητρίου. |
|
Α Μακ. 10,49 |
καὶ συνῆψαν πόλεμον οἱ δύο βασιλεῖς, καὶ ἔφυγεν ἡ παρεμβολὴ Δημητρίου, καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν ὁ Ἀλέξανδρος καὶ ἴσχυσεν ἐπ᾿ αὐτούς. |
Α Μακ. 10,49 |
Οι δύο βασιλείς συνεκρούσθησαν και ο στρατός του Δημητρίου ετράπη εις φυγήν. Ο Αλέξανδρος υπερίσχυσεν εναντίον αυτών και τους κατεδίωξεν. |
|
Α Μακ. 10,50 |
καὶ ἐστερέωσε τὸν πόλεμον σφόδρα, ἕως ἔδυ ὁ ἥλιος, καὶ ἔπεσεν ὁ Δημήτριος ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. |
Α Μακ. 10,50 |
Ο Αλέξανδρος συνέχισε την καταδίωξιν και τον πόλεμον αυτόν με σφοδρότητα, μέχρις ότου έδυσεν ο ήλιος. Ο δε Δημήτριος εφονεύθη κατά την ημέραν αυτήν. |
|
Α Μακ. 10,51 |
καὶ ἀπέστειλεν Ἀλέξανδρος πρὸς Πτολεμαῖον βασιλέα Αἰγύπτου πρέσβεις κατὰ τοὺς λόγους τούτους λέγων· |
Α Μακ. 10,51 |
Ο Αλέξανδρος έστειλε τότε προς τον Πτολεμαίον, βασιλέα της Αιγύπτου, πρέσβεις, δια να του αναγγείλουν τα εξής· |
|
Α Μακ. 10,52 |
«Ἐπεὶ ἀνέστρεψα εἰς γῆν βασιλείας μου καὶ ἐκάθισα ἐπὶ θρόνου πατέρων μου καὶ ἐκράτησα τῆς ἀρχῆς, καὶ συνέτριψα τὸν Δημήτριον καὶ ἐπεκράτησα τῆς χώρας ἡμῶν |
Α Μακ. 10,52 |
“Εγώ επανήλθα εις την χώραν του βασιλείου μου και εκάθησα στον θρόνον των πατέρων μου. Επήρα την αρχήν και εξουσίαν, αφού συνέτριψα τον Δημήτριον και έγινα κύριος όλης της χώρας μας. |
|
Α Μακ. 10,53 |
καὶ συνῆψα πρὸς αὐτὸν μάχην, καὶ συνετρίβη αὐτὸς καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ὑφ᾿ ἡμῶν, καὶ ἐκαθίσαμεν ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτοῦ· |
Α Μακ. 10,53 |
Συνήψα εναντίον του μάχην, αποτέλεσμα της οποίας ήτο να συντριβή αυτός και η στρατιωτική του δύναμις από ημάς. Ετσι δε ανήλθον εις τον θρόνον της βασιλείας του. |
|
Α Μακ. 10,54 |
καὶ νῦν στήσωμεν πρὸς ἑαυτοὺς φιλίαν, καὶ νῦν δός μοι τὴν θυγατέρα σου εἰς γυναῖκα, καὶ ἐπιγαμβρεύσω σοι καὶ δώσω σοι δόματα καὶ αὐτῇ ἄξιά σου». |
Α Μακ. 10,54 |
Και τώρα ας συνάψωμεν μεταξύ μας φιλίαν. Δος μου την θυγατέρα σου ως σύζυγόν μου και κάμε με γαμβρόν σου, εγώ δε θα δώσω εις σε και εις αυτήν δώρα αντάξιά σου”. |
|
Α Μακ. 10,55 |
Καὶ ἀπεκρίθη Πτολεμαῖος ὁ βασιλεὺς λέγων· «Ἀγαθὴ ἡμέρα, ἐν ᾗ ἀνέστρεψας εἰς γῆν πατέρων σου καὶ ἐκάθισας ἐπὶ θρόνου βασιλείας αὐτῶν. |
Α Μακ. 10,55 |
Ο Πτολεμαίος ο βασιλεύς απήντησε και είπε· “ευτυχής η ημέρα, κατά την οποίαν επανήλθες εις την χώραν των πατέρων σου και εκάθησες στον θρόνον της βασιλείας των. |
|
Α Μακ. 10,56 |
καὶ νῦν ποιήσω σοι ἃ ἔγραψας, ἀλλ᾿ ἀπάντησον εἰς Πτολεμαΐδα, ὅπως ἴδωμεν ἀλλήλους, καὶ ἐπιγαμβρεύσω σοι, καθὼς εἴρηκας». |
Α Μακ. 10,56 |
Εγώ τώρα θα εκπληρώσω προς σε όλα εκείνα, τα οποία έγραψες. Ελα όμως εις συνάντησίν μου εις την Πτολεμαΐδα, δια να ίδωμεν ο ένας τον άλλον και εκεί θα σε κάμω γαμβρόν σύμφωνα με όσα είπες”. |
|
Α Μακ. 10,57 |
Καὶ ἐξῆλθε Πτολεμαῖος ἐξ Αἰγύπτου, αὐτὸς καὶ Κλεοπάτρα ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ, καὶ εἰσῆλθον εἰς Πτολεμαΐδα ἔτους δευτέρου καὶ ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ. |
Α Μακ. 10,57 |
Ανεχώρησεν ο Πτολεμαίος και η θυγάτηρ του η Κλεοπάτρα από την Αίγυπτον και έφθασαν εις την Πτολεμαΐδα κατά το εκατοστόν εξηκοστόν δεύτερον έτος. |
|
Α Μακ. 10,58 |
καὶ ἀπήντησεν αὐτῷ Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεύς, καὶ ἐξέδοτο αὐτῷ Κλεοπάτραν τὴν θυγατέρα αὐτοῦ καὶ ἐποίησε τὸν γάμον αὐτῆς ἐν Πτολεμαΐδι καθὼς οἱ βασιλεὶς ἐν δόξῃ μεγάλῃ. |
Α Μακ. 10,58 |
Ο βασιλεύς Αλέξανδρος τους προαπήντησε και ο Πτολεμαίος έδωκεν εις αυτόν ως σύζυγόν του την θυγατέρα του την Κλεοπάτραν. Εις την Πτολεμαΐδα έγινεν ο γάμος αυτής με κάθε μεγαλοπρέπειαν, όπως εσυνηθίζαν οι βασιλείς. |
|
Α Μακ. 10,59 |
καὶ ἔγραψεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τῷ Ἰωνάθαν ἐλθεῖν εἰς συνάντησιν αὐτῷ. |
Α Μακ. 10,59 |
Ο δε βασιλεύς Αλέξανδρος έγραψεν στον Ιωνάθαν, να έλθη και αυτός εκεί εις συνάντησίν του. |
|
Α Μακ. 10,60 |
καὶ ἐπορεύθη μετὰ δόξης εἰς Πτολεμαΐδα καὶ ἀπήντησε τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι· καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ τοῖς φίλοις αὐτῶν καὶ δόματα πολλὰ καὶ εὗρε χάριν ἐναντίον αὐτῶν. |
Α Μακ. 10,60 |
Ο Ιωνάθαν επήγε πράγματι με μεγάλην πομπήν εις την Πτολεμαΐδα και εκεί συνήντησε τους δύο βασιλείς. Εδωσεν εις αυτούς και στους φίλους των αργύριον και χρυσίον και πολλά άλλα δώρα. Ετσι δε ο Ιωνάθαν απέκτησε την αγάπην και την ευμένειαν των δύο βασιλέων. |
|
Α Μακ. 10,61 |
καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ἄνδρες λοιμοὶ ἐξ Ἰσραήλ, ἄνδρες παράνομοι, ἐντυχεῖν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ οὐ προσέσχεν αὐτοῖς ὁ βασιλεύς. |
Α Μακ. 10,61 |
Τοτε όμως ηνώθησαν εναντίον του Ιωνάθαν κακοήθεις άνδρες και παράνομοι από τους Ισραηλίτας, δια να τον κατηγορήσουν, όπως και τον κατηγόρησαν, στον βασιλέα Αλέξανδρον. Εκείνος όμως δεν έδωσε καμμίαν προσοχήν εις αυτούς. |
|
Α Μακ. 10,62 |
καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐξέδυσαν Ἰωνάθαν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν πορφύραν, καὶ ἐποίησαν οὕτως. |
Α Μακ. 10,62 |
Αντιθέτως μάλιστα διέταξεν ο βασιλεύς και αφήρεσαν τα συνήθη ενδύματα του Ιωνάθαν και τον ενέδυσαν με βασιλικήν πορφύραν. Ετσι και έγινε. |
|
Α Μακ. 10,63 |
καὶ ἐκάθισεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ εἶπε τοῖς ἄρχουσιν αὐτοῦ· ἐξέλθετε μετ᾿ αὐτοῦ εἰς μέσον τῆς πόλεως καὶ κηρύξατε τοῦ μηδένα ἐντυγχάνειν κατ᾿ αὐτοῦ περὶ μηδενὸς πράγματος, καὶ μηδεὶς αὐτῷ παρενοχλείτω περὶ παντὸς λόγου. |
Α Μακ. 10,63 |
Ο βασιλεύς τον έβαλε να καθήση τιμής ένεκεν πλησίον του και είπε στους αυλικούς του· “εξέλθετε μαζή με τον Ιωνάθαν στο κέντρον της πόλεως και διακηρύξατε, ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να παραπονεθή δι' αυτόν προς εμέ δια οιονδήποτε πράγμα και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τον ενοχλήση δια καμμίαν αιτίαν”. |
|
Α Μακ. 10,64 |
καὶ ἐγένετο ὡς εἶδον οἱ ἐντυγχάνοντες τὴν δόξαν αὐτοῦ, καθὼς ἐκήρυξε, καὶ περιβεβλημένον αὐτὸν πορφύραν, καὶ ἔφυγον πάντες. |
Α Μακ. 10,64 |
Οταν οι κακοήθεις εκείνοι κατήγοροι είδον την δόξαν του Ιωνάθαν, η οποία μάλιστα εκηρύχθη δημοσία, αυτόν δε φορούντα την βασιλικήν πορφύραν, ετράπησαν εις φυγήν όλοι. |
|
Α Μακ. 10,65 |
καὶ ἐδόξασεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔγραψεν αὐτὸν τῶν πρώτων φίλων καὶ ἔθετο αὐτὸν στρατηγὸν καὶ μεριδάρχην. |
Α Μακ. 10,65 |
Ο βασιλεύς Αλέξανδρος ετίμησεν ακόμη περισσότερον αυτόν, τον ενέγραψε μεταξύ των στενών του φίλων και τον κατέστησε στρατηγόν και διοικητήν επαρχίας. |
|
Α Μακ. 10,66 |
καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετ᾿ εἰρήνης καὶ εὐφροσύνης. |
Α Μακ. 10,66 |
Ο Ιωνάθαν επέστρεψεν ειρηνικώς και χαρούμενος εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 10,67 |
Καὶ ἐν ἔτει πέμπτῳ καὶ ἑξηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ ἦλθε Δημήτριος υἱὸς Δημητρίου ἐκ Κρήτης εἰς τὴν γῆν τῶν πατέρων αὐτοῦ. |
Α Μακ. 10,67 |
Κατά το εκατοστόν εξηκοστόν πέμπτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Δημήτριος, ο υιός του Δημητρίου, ήλθεν από την Κρήτην εις την γην των πατέρων του. |
|
Α Μακ. 10,68 |
καὶ ἤκουσεν Ἀλέξανδρος βασιλεὺς καὶ ἐλυπήθη σφόδρα καὶ ὑπέστρεψεν εἰς Ἀντιόχειαν. |
Α Μακ. 10,68 |
Ο Αλέξανδρος επληροφορήθη το γεγονός, ελυπήθη πάρα πολύ και επέστρεψεν εις την Αντιόχειαν. |
|
Α Μακ. 10,69 |
καὶ κατέστησε Δημήτριος Ἀπολλώνιον τὸν ὄντα ἐπὶ Κοίλης Συρίας, καὶ συνήγαγε δύναμιν μεγάλην καὶ παρενέβαλεν ἐν Ἰαμνείᾳ. καὶ ἀπέστειλε πρὸς Ἰωνάθαν τὸν ἀρχιερέα λέγων· |
Α Μακ. 10,69 |
Αυτός ο Δημήτριος επήρεν ως στρατηγόν του τον Απολλώνιον, διοικητήν της Κοίλης Συρίας. Ο Απολλώνιος συνεκέντρωσε μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν και εστρατοπέδευσε πλησίον εις την Ιάμνειαν. Από εκεί δε έστειλεν ανθρώπους του προς τον αρχιερέα τον Ιωνάθαν και του είπε· |
|
Α Μακ. 10,70 |
«Σὺ μονώτατος ἐπαίρῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς, ἐγὼ δὲ ἐγενήθην εἰς καταγέλωτα καὶ εἰς ὀνειδισμὸν διὰ σέ· καὶ διατί σὺ ἐξουσιάζῃ ἐφ᾿ ἡμᾶς ἐν τοῖς ὄρεσι; |
Α Μακ. 10,70 |
“συ μόνος από όλους τους άλλους αλαζονεύεσαι εναντίον μας και έγινα εγώ αντικείμενον γέλωτος και χλευασμού εξ αιτίας σου. Με ποιό δικαίωμα συ ασκείς την εξουσίαν σου εναντίον μας εις τας ορεινάς αυτάς περιοχάς; |
|
Α Μακ. 10,71 |
νῦν οὖν εἰ πέποιθας ἐπὶ ταῖς δυνάμεσί σου, κατάβηθι πρὸς ἡμᾶς εἰς τὸ πεδίον, καὶ συγκριθῶμεν ἑαυτοῖς ἐκεῖ, ὅτι μετ᾿ ἐμοῦ ἐστι δύναμις τῶν πόλεων. |
Α Μακ. 10,71 |
Εάν λοιπόν τώρα έχης πεποίθησιν εις τας στρατιωτικάς σου δυνάμεις, κατέβα εις συνάντησίν μας εις την πεδιάδα, δια να αναμετρηθώμεν εκεί. Μαθε δε ότι μαζή μου ευρίσκεται η δύναμις εκ των πόλεων. |
|
Α Μακ. 10,72 |
ἐρώτησον καὶ μάθε τίς εἰμι καὶ οἱ λοιποὶ οἱ βοηθοῦντες ἡμῖν, καὶ λέγουσιν· οὐκ ἔστιν ὑμῖν στάσις ποδὸς κατὰ πρόσωπον ἡμῶν, ὅτι δὶς ἐτροπώθησαν οἱ πατέρες σου ἐν γῇ αὐτῶν. |
Α Μακ. 10,72 |
Ρωτησε και μάθε, ποιός είμαι εγώ, όπως και ποίοι είναι οι άλλοι, οι οποίοι μας βοηθούν και οι οποίοι λέγουν, ότι δεν θα ημπορέσης να σταθής στα πόδια σου εμπρός μας διότι δυο φορές οι πατέρες σου κατετροπώθησαν και ετράπησαν εις φυγήν από εμπρός μας εις την χώραν των. |
|
Α Μακ. 10,73 |
καὶ νῦν οὐ δυνήσῃ ὑποστῇναι τὴν ἵππον καὶ δύναμιν τοιαύτην ἐν τῷ πεδίῳ, ὅπου οὐκ ἔστι λίθος οὐδὲ κόχλαξ οὐδὲ τόπος τοῦ φυγεῖν». |
Α Μακ. 10,73 |
Τωρα δε σου λέγω και εγώ ότι δεν θα ημπορέσης να αντισταθής εις την ορμήν του ιππικού και του πεζικού μου εις την πεδιάδα, όπου δεν υπάρχει ούτε πέτρα, ούτε χαλίκι, ούτε ασφαλής τόπος δια να καταφύγης”. |
|
Α Μακ. 10,74 |
Ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰωνάθαν τῶν λόγων Ἀπολλωνίου, ἐκινήθη τῇ διανοίᾳ καὶ ἐπέλεξε δέκα χιλιάδας ἀνδρῶν καὶ ἐξῆλθεν ἐξ Ἱερουσαλήμ, καὶ συνήντησεν αὐτῷ Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐπὶ βοήθειαν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 10,74 |
Ο Ιωνάθαν, όταν ήκουσε τους αλαζονικούς αυτούς λόγους του Απολλωνίου, ανεταράχθη εσωτερικώς από αγανάκτησιν. Εξέλεξε δέκα χιλιάδας άνδρας και εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ. Ο δε αδελφός του ο Σιμων ήλθεν εις ενίσχυσίν του. |
|
Α Μακ. 10,75 |
καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ Ἰόππην, καὶ ἀπέκλεισαν αὐτὸν ἐκ τῆς πόλεως, ὅτι φρουρὰ Ἀπολλωνίου ἐν Ἰόππῃ, καὶ ἐπολέμησαν αὐτήν. |
Α Μακ. 10,75 |
Εστρατοπέδευσεν ο Ιωνάθαν πλησίον της Ιόππης. Οι κάτοικοι όμως της πόλεως έκλεισαν τας πύλας της απέναντι του Ιωνάθαν, διότι εις την Ιόππην υπήρχε φρουρά του Απολλωνίου. Ετσι ήρχισεν ο πόλεμος. |
|
Α Μακ. 10,76 |
καὶ φοβηθέντες ἤνοιξαν οἱ ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἐκυρίευσεν Ἰωνάθαν Ἰόππης. |
Α Μακ. 10,76 |
Οι κάτοικοι εφοβήθησαν, ήνοιξαν τα πύλας της πόλεως και ο Ιωνάθαν έγινε κύριος της Ιόππης. |
|
Α Μακ. 10,77 |
καὶ ἤκουσεν Ἀπολλώνιος, καὶ παρενέβαλε τρισχιλίαν ἵππον καὶ δύναμιν πολλὴν καὶ ἐπορεύθη εἰς Ἄζωτον ὡς διοδεύων καὶ ἅμα προῆγεν εἰς τὸ πεδίον διὰ τὸ ἔχειν αὐτὸν πλῆθος ἵππου καὶ πεποιθέναι ἐπ᾿ αὐτῇ. |
Α Μακ. 10,77 |
Οταν ο Απολλώνιος επληροφορήθη το γεγονός ωργάνωσεν εις παράταξιν μάχης τρεις χιλιάδας ιππείς και πρλυάριθμον πεζικόν και κατηυθύνθη εις την Αζωτον, ως εάν ήθελε να διαπεράση την χώραν. Συγχρόνως εβάδιζεν εις την πεδιάδα μετά θάρρους, διότι είχε πολύ πεζικόν, επί του οποίου εστήριζε την πεποίθησίν του. |
|
Α Μακ. 10,78 |
καὶ κατεδίωξεν Ἰωνάθαν ὀπίσω αὐτοῦ εἰς Ἄζωτον, καὶ συνῆψαν αἱ παρεμβολαὶ εἰς πόλεμον. |
Α Μακ. 10,78 |
Ο Ιωνάθαν τον κατεδίωξεν έως εις την Αζωτον και εκεί οι δύο στρατοί συνεκρούσθησαν. |
|
Α Μακ. 10,79 |
καὶ ἀπέλιπεν Ἀπολλώνιος χιλίαν ἵππον ἐν κρυπτῷ κατόπισθεν αὐτῶν. |
Α Μακ. 10,79 |
Ο Απολλώνιος είχεν αφήσει εις τόπον απόκρυφον εις τα μετόπισθεν των Ιουδαίων χιλίους ιππείς. |
|
Α Μακ. 10,80 |
καὶ ἔγνω Ἰωνάθαν ὅτι ἔστιν ἔνεδρον κατόπισθεν αὐτοῦ, καὶ ἐκύκλωσαν αὐτοῦ τὴν παρεμβολὴν καὶ ἐξετίναξαν τὰς σχίζας εἰς τὸν λαὸν ἐκ πρωΐθεν ἕως ἑσπέρας· |
Α Μακ. 10,80 |
Ο Ιωνάθαν αντελήφθη, ότι υπήρχεν ενέδρα εις τα μετόπισθεν αυτού. Οι ιππείς του Απολλωνίου περιεκύκλωσαν τον στρατό του Ιωνάθαν και έρριπταν τα βέλη των εναντίον του στρατού από την πρωΐαν έως την εσπέραν. |
|
Α Μακ. 10,81 |
ὁ δὲ λαὸς εἱστήκει καθὼς ἐπέταξεν Ἰωνάθαν, καὶ ἐκοπίασαν οἱ ἵπποι αὐτῶν. |
Α Μακ. 10,81 |
Οι στρατιώται όμως του Ιωνάθαν έμειναν σταθεροί εις τας θέσεις των, όπως τους είχε διατάξει ο Ιωνάθαν. Εξ αιτίας τούτου οι ίπποι του Απολλωνίου εκουράσθησαν πολύ. |
|
Α Μακ. 10,82 |
καὶ εἵλκυσε Σίμων τὴν δύναμιν αὐτοῦ καὶ συνῆψε πρὸς τὴν φάραγγα, ἡ γὰρ ἵππος ἐξελύθη, καὶ συνετρίβησαν ὑπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἔφυγον. |
Α Μακ. 10,82 |
Τοτε ο Σιμων επήρε τας δυνάμστου και εκτύπησε την φάλαγγα του πεζικού του Απολλωνίου, διότι το ιππικόν είχε παραλύσει και αχρηστευθή. Οι εχθροί συνετρίβησαν από αυτόν και ετράπησαν εις φυγήν. |
|
Α Μακ. 10,83 |
καὶ ἡ ἵππος ἐσκορπίσθη ἐν τῷ πεδίῳ, καὶ ἔφυγον εἰς Ἄζωτον καὶ εἰσῆλθον εἰς Βηθδαγὼν τὸ εἰδωλεῖον αὐτῶν τοῦ σωθῆναι. |
Α Μακ. 10,83 |
Το ιππικόν δεσκορπίσθη εις την πεδιάδα και οι φεύγοντες Σύροι στρατιώται εισήλθον εις την Αζωτον και κατέφυγον στον ναόν του ειδώλου των Βηθδαγών,δια να σωθούν. |
|
Α Μακ. 10,84 |
καὶ ἐνεπύρισεν Ἰωνάθαν τὴν Ἄζωτον καὶ τὰς πόλεις τὰς κύκλῳ αὐτῆς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν καὶ τὸ ἱερὸν Δαγὼν καὶ τοὺς συμφυγόντας εἰς αὐτὸ ἐνεπύρισε πυρί. |
Α Μακ. 10,84 |
Ο Ιωνάθαν έβαλε φωτιά και έκαυσε την Αζωτον, όπως και τας γύρω από αυτήν πόλεις, αφού προηγουμένως τας ελεηλάτησε. Τον δε ναόν του Δαγών και εκείνους, οι οποίοι είχον καταφύγει εις αυτόν, παρέδωσεν εις το πυρ. |
|
Α Μακ. 10,85 |
καὶ ἐγένοντο οἱ πεπτωκότες μαχαίρᾳ σὺν τοῖς ἐμπυρισθεῖσιν εἰς ἄνδρας ὀκτακισχιλίους. |
Α Μακ. 10,85 |
Ο αριθμός αυτών που εσφάγησαν δια μαχαίρας, και εκείνων οι οποίοι εκάησαν, ανήλθεν εις οκτώ χιλιάδας άνδρας. |
|
Α Μακ. 10,86 |
καὶ ἀπῇρεν ἐκεῖθεν Ἰωνάθαν καὶ παρενέβαλεν ἐπὶ Ἀσκάλωνα, καὶ ἐξῆλθον οἱ ἐκ τῆς πόλεως εἰς συνάντησιν αὐτῷ ἐν δόξῃ μεγάλῃ. |
Α Μακ. 10,86 |
Ο Ιωνάθαν ανεχώρησεν από εκεί, ήλθε και εστρατοπέδευσε πλησίον της Ασκάλωνος. Οι κάτοικοι της πόλεως εξήλθον να τον προαπαντήσουν με μεγάλας τιμάς. |
|
Α Μακ. 10,87 |
καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλὴμ σὺν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ ἔχοντες σκῦλα πολλά. |
Α Μακ. 10,87 |
Μετά τούτο ο Ιωνάθαν και οι άνδρες του επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ έχοντες μαζή των πολλά λάφυρα. |
|
Α Μακ. 10,88 |
καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν Ἀλέξανδρος ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους, καὶ προσέθετο δοξάσαι τὸν Ἰωνάθαν. |
Α Μακ. 10,88 |
Οταν ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη τα γεγονότα αυτά, παρεχώρησε νέας τιμάς στον Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 10,89 |
καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ πόρπην χρυσῆν, ὡς ἔθος ἐστὶ δίδοσθαι τοῖς συγγενέσι τῶν βασιλέων, καὶ ἔδωκεν αὐτῷ τὴν Ἀκκαρὼν καὶ πάντα τὰ ὅρια αὐτῆς εἰς κληροδοσίαν. |
Α Μακ. 10,89 |
Εστειλεν εις αυτόν μίαν χρυσήν πόρπην, η οποία κατά κρατούσαν συνήθειαν εδίδετο στους συγγενείς των βασιλέων. Εδωκεν επίσης στον Ιωνάθαν ως ιδιοκτησίαν του την Ακκαρών και τα περίχωρά της. |
|
Κεφάλαιο 11ο |
Α Μακ. 11,1 |
Καὶ ὁ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἤθροισε δυνάμεις πολλὰς ὡς τὴν ἄμμον τὴν περὶ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης καὶ πλοῖα πολλὰ καὶ ἐζήτησε κατακρατῆσαι τῆς βασιλείας Ἀλεξάνδρου δόλῳ καὶ προσθεῖναι αὐτὴν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 11,1 |
Ο βασιλεύς της Αιγύπτου, ο Πτολεμαίος, ο Φιλομήτωρ, συνεκέντρωσε πολυαρίθμους στρατιωτικάς δυνάμεις, όπως η άμμος που ευρίσκεται εις την παραλίαν. Κατεσκεύασε πολλά πλοία και απεφάσισε να κυριεύση το βασίλειον του Αλεξάνδρου δια δόλου και να πρόσθεση αυτό στο ιδικόν του βασίλειον της Αιγύπτου. |
|
Α Μακ. 11,2 |
καὶ ἐξῆλθεν εἰς Συρίαν λόγοις εἰρηνικοῖς, καὶ ἤνοιγον αὐτῷ οἱ ἀπὸ τῶν πόλεων καὶ συνήντων αὐτῷ, ὅτι ἐντολὴ ἦν Ἀλεξάνδρου τοῦ βασιλέως συναντᾶν αὐτῷ διὰ τὸ πενθερὸν αὐτοῦ εἶναι. |
Α Μακ. 11,2 |
Εβγήκε, λοιπόν, από την Αίγυπτον προς την Συρίαν, σκορπίζων παντού ειρηνικούς και φιλικούς λόγους δια τον Αλέξανδρον. Δια τούτο και οι κάτοικοι των διαφόρων πόλεων ήνοιγον εις αυτόν τας πύλας και έσπευσαν να τον προαπαντήσουν, διότι αυτή ήτο η εντολή του βασιλέως Αλεξάνδρου να τον προαπαντούν με τιμάς, διότι ο Πτολεμαίος ήτο πενθερός του. |
|
Α Μακ. 11,3 |
ὡς δὲ εἰσεπορεύετο εἰς τὰς πόλεις ὁ Πτολεμαῖος, ἀπέτασσε τὰς δυνάμεις φρουρὰν ἐν ἑκάστῃ πόλει. |
Α Μακ. 11,3 |
Ο Πτολεμαίος όμως, όταν εισήρχετο εις τας πόλεις, εγκαθιστούσεν εις κάθε πόλιν ιδικήν του στρατιωτικήν δύναμιν ως φρουράν. |
|
Α Μακ. 11,4 |
ὡς δὲ ἤγγισεν Ἀζώτου, ἔδειξαν αὐτῷ τὸ ἱερὸν Δαγὼν ἐμπεπυρισμένον καὶ Ἄζωτον καὶ τὰ περιπόλια αὐτῆς καθῃρημένα καὶ τὰ σώματα ἐῤῥιμμένα καὶ τοὺς ἐμπεπυρισμένους, οὓς ἐνεπύρισεν ἐν τῷ πολέμῳ· ἐποίησαν γὰρ θημωνίας αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 11,4 |
Οταν δε επλησίασεν εις την Αζωτον, οι κάτοικοι του έδειξαν τον κατακαέντα ναόν του Δαγών, αυτήν ταύτην την Αζωτον και τα κρημνισμένα περίχωρά της, όπως επίσης και τα διασκορπισμένα πτώματα των φονευθέντων, και τας άλλας περιοχάς, αι οποίαι είχον καή κατά τον πόλεμον. Εις τον δρόμον δέ, από τον οποίον διήρχετο ο βασιλεύς της Αιγύπτου, είχαν στήσει σωρούς από αυτά. |
|
Α Μακ. 11,5 |
καὶ διηγήσαντο τῷ βασιλεῖ ἃ ἐποίησεν Ἰωνάθαν εἰς τὸ ψογίσαι αὐτόν· καὶ ἐσίγησεν ὁ βασιλεύς. |
Α Μακ. 11,5 |
Οι κάτοικοι διηγήθησαν στον βασιλέα, όσας συμφοράς είχεν επιφέρει εναντίον των ο Ιωνάθαν, δια να κατηγορήσουν τον Ιωνάθαν και τον κάμουν έτσι μισητόν στον βασιλέα. Ο βασιλεύς όμως της Αιγύπτου εσιωπούσε. |
|
Α Μακ. 11,6 |
καὶ συνήντησεν Ἰωνάθαν τῷ βασιλεῖ εἰς Ἰόππην μετὰ δόξης, καὶ ἠσπάσαντο ἀλλήλους καὶ ἐκοιμήθησαν ἐκεῖ. |
Α Μακ. 11,6 |
Ο Ιωνάθαν ήλθε και συνήντησε τον βασιλέα εις την Ιόππην με μεγάλην δόξαν. Ησπάσθησαν ο ένας τον άλλον και επέρασαν μαζή την νύκτα. |
|
Α Μακ. 11,7 |
καὶ ἐπορεύθη Ἰωνάθαν μετὰ τοῦ βασιλέως ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ καλουμένου Ἐλευθέρου καὶ ἐπέστρεψεν εἰς Ἱερουσαλήμ. |
Α Μακ. 11,7 |
Ο Ιωνάθαν επήγε μαζή με τον βασιλέα έως τον ποταμόν, ο οποίος ονομάζεται Ελεύθερος, και έπειτα επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 11,8 |
ὁ δὲ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἐκυρίευσε τῶν πόλεων τῆς παραλίας ἕως Σελευκείας τῆς παραθαλασσίας καὶ διελογίζετο περὶ Ἀλεξάνδρου λογισμοὺς πονηρούς. |
Α Μακ. 11,8 |
Ο βασιλεύς Πτολεμαίος έγινε με τον δόλιον αυτόν τρόπον κύριος των παραλίων πόλεων μέχρι της παραθαλασσίας πόλεως Σελευκείας. Εσκέπτετο δε πάντοτε και κατέστρωνε ολέθρια σχέδια δια τον βασιλέα Αλέξανδρον. |
|
Α Μακ. 11,9 |
καὶ ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα λέγων· δεῦρο συνθώμεθα πρὸς ἑαυτοὺς διαθήκην, καὶ δώσω σοι τὴν θυγατέρα μου, ἣν ἔχει Ἀλέξανδρος, καὶ βασιλεύσεις τῆς βασιλείας τοῦ πατρός σου· |
Α Μακ. 11,9 |
Εστειλε δε αγγελιαφόρους προς τον βασιλέα Δημήτριον λέγων προς αυτόν· “ελά να συνάψωμεν συνθήκην μεταξύ μας και εγώ θα σου δώσω την θυγατέρα μου ως σύζυγον, αυτήν την οποίαν έχει ο Αλέξανδρος, και συ θα γίνης βασιλεύς στο βασίλειον του πατρός σου. |
|
Α Μακ. 11,10 |
μεταμεμέλημαι γὰρ δοὺς αὐτῷ τὴν θυγατέρα μου, ἐζήτησε γὰρ ἀποκτεῖναί με. |
Α Μακ. 11,10 |
Διότι εγώ μετενόησα, που του έδωκα την θυγατέρα μου ως σύζυγον, αφού άλλωστε αυτός εζήτησε να με δολοφονήση”. |
|
Α Μακ. 11,11 |
καὶ ἐψόγισεν αὐτὸν χάριν τοῦ ἐπιθυμῆσαι αὐτὸν τῆς βασιλείας αὐτοῦ· |
Α Μακ. 11,11 |
Ο βασιλεύς της Αιγύπτου εσυκοφαντούσε κατ' αυτόν τον τρόπον τον Αλέξανδρον, διότι είχεν επιθυμήσει να καταλάβη το βασίλειόν του. |
|
Α Μακ. 11,12 |
καὶ ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν θυγατέρα ἔδωκεν αὐτὴν τῷ Δημητρίῳ καὶ ἠλλοτριώθη τῷ Ἀλεξάνδρῳ καὶ ἐφάνη ἡ ἔχθρα αὐτῶν. |
Α Μακ. 11,12 |
Εθεσε δε εις εφαρμογήν τα σχέδιά του και επήρε την θυγατέρα του αυτήν και την έδωκεν στον Δημήτριον. Ετσι δε απεξενώθη από τον Αλέξανδρον και έγινε γνωστή πλέον η εχθρότης μεταξύ των. |
|
Α Μακ. 11,13 |
καὶ εἰσῆλθε Πτολεμαῖος εἰς Ἀντιόχειαν καὶ περιέθετο τὸ διάδημα τῆς Ἀσίας· καὶ περιέθετο δύο διαδήματα περὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, τὸ τῆς Ἀσίας καὶ Αἰγύπτου. |
Α Μακ. 11,13 |
Ο Πτολεμαίος εισήλθεν εις την Αντιόχειαν και έθεσεν εις την κεφαλήν του το βασιλικόν διάδημα της Ασίας. Ετσι δε είχε δύο διαδήματα εις την κεφαλήν του, το της Ασίας και το της Αιγύπτου. |
|
Α Μακ. 11,14 |
Ἀλέξανδρος δὲ ὁ βασιλεὺς ἦν ἐν Κιλικίᾳ κατὰ τοὺς καιροὺς ἐκείνους, ὅτι ἀπεστάτουν οἱ ἀπὸ τῶν τόπων ἐκείνων. |
Α Μακ. 11,14 |
Τοτε ο βασιλεύς Αλέξανδρος ευρίσκετο εις την Κιλικίαν, διότι οι κάτοικοι των περιοχών εκείνων είχαν αποστατήσει από αυτόν. |
|
Α Μακ. 11,15 |
καὶ ἤκουσεν Ἀλέξανδρος καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτὸν πολέμῳ. καὶ ἐξήγαγε Πτολεμαῖος τὴν δύναμιν καὶ ἀπήντησεν αὐτῷ ἐν χειρὶ ἰσχυρᾷ καὶ ἐτροπώσατο αὐτόν. |
Α Μακ. 11,15 |
Οταν ο βασιλεύς Αλέξανδρος επληροφορήθη την δολίαν συμπεριφοράν του πενθερού του, εξήλθεν εις πόλεμον εναντίον του. Ο βασιλεύς Πτολεμαίος ωδήγησε τον στρατόν του εναντίον του Αλεξάνδρου, επετέθη κατ' αυτού με μεγάλας στρατιωτικάς δυνάμεις και τον κατετρόπωσε. |
|
Α Μακ. 11,16 |
καὶ ἔφυγεν Ἀλέξανδρος εἰς τὴν Ἀραβίαν τοῦ σκεπασθῆναι αὐτὸν ἐκεῖ. ὁ δὲ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ὑψώθη. |
Α Μακ. 11,16 |
Ο Αλέξανδρος κατέφυγεν εις την Αραβίαν, δια να εύρη εκεί κάποιαν ασφάλειαν. Ετσι δε ο βασιλεύς Πτολεμαίος εθριάμβευσε. |
|
Α Μακ. 11,17 |
καὶ ἀφεῖλε Ζαβδιὴλ ὁ Ἄραψ τὴν κεφαλὴν Ἀλεξάνδρου καὶ ἀπέστειλε τῷ Πτολεμαίῳ. |
Α Μακ. 11,17 |
Ο Ζαβδιήλ ο Αραψ έκοψε την κεφαλήν του Αλεξάνδρου και την έστειλεν στον Πτολεμαιον. |
|
Α Μακ. 11,18 |
καὶ ὁ βασιλεὺς Πτολεμαῖος ἀπέθανεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, καὶ οἱ ὄντες ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν ἀπώλοντο ὑπὸ τῶν ἐν τοῖς ὀχυρώμασι. |
Α Μακ. 11,18 |
Αλλά και ο βασιλεύς Πτολεμαίος απέθανεν έπειτα από τρεις ημέρας. Τοτε οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι ευρίσκοντο ως φρουροί εις τας οχυράς πόλεις της Συρίας, εφονεύθησαν από τους κατοίκους των οχυρών αυτών. |
|
Α Μακ. 11,19 |
καὶ ἐβασίλευσε Δημήτριος ἔτους ἑβδόμου καὶ ἑξηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ. |
Α Μακ. 11,19 |
Ο Δημήτριος επωφεληθείς από τας περιστάσεις αυτάς έγινε βασιλεύς κατά το εκατοστόν εξηκοστόν έβδομον έτος. |
|
Α Μακ. 11,20 |
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις συνήγαγεν Ἰωνάθαν τοὺς ἐκ τῆς Ἰουδαίας τοῦ ἐκπολεμῆσαι τὴν ἄκραν τὴν ἐν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐποίησεν ἐπ᾿ αὐτὴν μηχανὰς πολλάς. |
Α Μακ. 11,20 |
Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιωνάθαν συνεκέντρωσεν από την Ιουδαίαν άνδρας, δια να πολεμήση και καταλάβη την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ. Κατεσκεύασε λοιπόν, και ετοποθέτησεν εναντίον της πολυαρίθμους πολιορκητικάς μηχανάς. |
|
Α Μακ. 11,21 |
καὶ ἐπορεύθησάν τινες μισοῦντες τὸ ἔθνος αὐτῶν ἄνδρες παράνομοι πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ ὅτι Ἰωνάθαν περικάθηται τὴν ἄκραν. |
Α Μακ. 11,21 |
Τοτε μερικοί εξωμόται και παράνομοι άνδρες από τους Ιουδαίους, οι οποίοι εμισούσαν το έθνος των, επήγαν προς τον βασιλέα Δημήτριον και του ανήγγειλαν, ότι ο Ιωνάθαν πολιορκεί την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 11,22 |
καὶ ἀκούσας ὠργίσθη· ὡς δὲ ἤκουσεν, εὐθέως ἀναζεύξας ἦλθεν εἰς Πτολεμαΐδα καὶ ἔγραψεν Ἰωνάθαν τοῦ μὴ περικαθῆσθαι τῇ ἄκρᾳ καὶ τοῦ ἀπαντῆσαι αὐτὸν αὐτῷ συμμίσγειν εἰς Πτολεμαΐδα τὴν ταχίστην. |
Α Μακ. 11,22 |
Ο βασιλεύς Δημήτριος, όταν ήκουσεν αυτό, ωργίσθη. Αμέσως δε μόλις ήκουσε τας πληροφορίας αυτάς έσπευσε και ήλθεν εις την Πτολεμαΐδα. Από εκεί δε έγραψεν στον Ιωνάθαν να μη πολιορκήση πλέον την ακρόπολιν και να έλθη εις συνάντησίν του, όσον το δυνατόν τάχιστα εις την Πτολεμαΐδα. |
|
Α Μακ. 11,23 |
ὡς δὲ ἤκουσεν Ἰωνάθαν, ἐκέλευσε περικαθῆσθαι καὶ ἐπέλεξε τῶν πρεσβυτέρων Ἰσραὴλ καὶ τῶν ἱερέων καὶ ἔδωκεν ἑαυτὸν τῷ κινδύνῳ· |
Α Μακ. 11,23 |
Οταν ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τούτο, διέταξε να συνεχισθή η πολιορκία της ακροπόλεως. Εξέλεξε δε και επήρε μαζή του μερικούς από τους πρεσβυτέρους του Ισραηλιτικού λαού και από τους ιερείς και εξέθεσε τον εαυτόν του στον κίνδυνον της συναντήσεως με τον Δημήτριον. |
|
Α Μακ. 11,24 |
καὶ λαβὼν ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ ἱματισμὸν καὶ ἕτερα ξένια πλείονα ἐπορεύθη πρὸς τὸν βασιλέα εἰς Πτολεμαΐδα καὶ εὗρε χάριν ἐνώπιον αὐτοῦ. |
Α Μακ. 11,24 |
Επήρε δε ακόμη μαζή του ο Ιωνάθαν άργυρον, χρυσόν, ενδύματα και άλλα πολλά δώρα και μετέβη προς τον βασιλέα εις την Πτολεμαΐδα. Εγινεν όμως ευμενώς από αυτόν δεκτός. |
|
Α Μακ. 11,25 |
καὶ ἐνετύγχανον κατ᾿ αὐτοῦ τινες ἄνομοι τῶν ἐκ τοῦ ἔθνους. |
Α Μακ. 11,25 |
Αλλά μερικοί παράνομοι από το Ισραηλιτικόν έθνος κατηγόρησαν τον Ιωνάθαν στον Δημήτριον. |
|
Α Μακ. 11,26 |
καὶ ἐποίησεν αὐτῷ ὁ βασιλεὺς καθὼς ἐποίησαν αὐτῷ οἱ πρὸ αὐτοῦ, καὶ ὕψωσεν αὐτὸν ἐναντίον πάντων τῶν φίλων αὐτοῦ, |
Α Μακ. 11,26 |
Ο βασιλεύς όμως Δημήτριος εφέρθη απέναντι του Ιωνάθαν, όπως είχαν φερθή και οι προκάτοχοί του βασιλείς, ετίμησε δηλαδή και εδόξασεν αυτόν ενώπιον όλων των φίλων τοω. |
|
Α Μακ. 11,27 |
καὶ ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ ὅσα ἄλλα εἶχε τίμια τὸ πρότερον καὶ ἐποίησεν αὐτὸν τῶν πρώτων φίλων ἡγεῖσθαι. |
Α Μακ. 11,27 |
Παρέδωσε δηλαδή και ανεγνώρισεν, εις αυτόν την αρχιερωσύνην και όσα αλλά δικαιώματα είχε προηγουμένως και περιέλαβεν αυτόν μεταξύ των στενωτέρων του φίλων. |
|
Α Μακ. 11,28 |
καὶ ἠξίωσεν Ἰωνάθαν τὸν βασιλέα ποιῆσαι τὴν Ἰουδαίαν ἀφορολόγητον καὶ τὰς τρεῖς τοπαρχίας καὶ τὴν Σαμαρεῖτιν καὶ ἐπηγγείλατο αὐτῷ τάλαντα τριακόσια. |
Α Μακ. 11,28 |
Ο Ιωνάθαν παρεκάλεσε τον βασιλέα Δημήτριον, να απαλλάξη την Ιουδαίαν από την φορολογίαν, όπως επίσης και τας τρστοπαρχίας της Σαμαρείας και υπεσχέθη να του προσφέρη τριακόσια τάλαντα. |
|
Α Μακ. 11,29 |
καὶ εὐδόκησεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἔγραψε τῷ Ἰωνάθαν ἐπιστολὰς περὶ πάντων τούτων ἐχούσας τὸν τρόπον τοῦτον· |
Α Μακ. 11,29 |
Ο βασιλεύς εδέχθη ευμενώς την πρότασιν αυτήν του Ιωνάθαν και του έδωσεν επιστολήν εις την οποίαν έγραφε τα εξής· |
|
Α Μακ. 11,30 |
«Βασιλεὺς Δημήτριος Ἰωνάθαν τῷ ἀδελφῷ χαίρειν, καὶ ἔθνει Ἰουδαίων. |
Α Μακ. 11,30 |
“Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει τον αδελφόν του τον Ιωνάθαν και το έθνος των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 11,31 |
τὸ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς, ἧς ἐγράψαμεν Λασθένει τῷ συγγενεῖ ἡμῶν περὶ ὑμῶν, γεγράφαμεν καὶ πρὸς ὑμᾶς ὅπως εἰδῆτε. |
Α Μακ. 11,31 |
Απευθύνομεν και προς σας, δια να λάβετε γνώσιν, αντίγραφον της επιστολής μας, την οποίαν εστείλαμεν δια σας στον συγγενή μας τον Λασθένην. |
|
Α Μακ. 11,32 |
βασιλεὺς Δημήτριος Λασθένει τῷ πατρὶ χαίρειν. |
Α Μακ. 11,32 |
Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετίζει τον πατρικόν του φίλον Λασθένην. |
|
Α Μακ. 11,33 |
τῷ ἔθνει τῶν Ἰουδαίων φίλοις ἡμῶν καὶ συντηροῦσι τὰ πρὸς ἡμᾶς δίκαια ἐκρίναμεν ἀγαθοποιῆσαι χάριν τῆς ἐξ αὐτῶν εὐνοίας πρὸς ἡμᾶς. |
Α Μακ. 11,33 |
Εκρίναμεν και απεφασίσαμεν, να πράξωμεν το καλόν προς το έθνος των Ιουδαίων χάριν της ευνοίας, που τρέφουν αυτοί προς ημάς και διότι τηρούν και πράττουν το δίκαιον προς ημάς. |
|
Α Μακ. 11,34 |
ἑστάκαμεν οὖν αὐτοῖς τά τε ὅρια τῆς Ἰουδαίας καὶ τοὺς τρεῖς νομούς, Ἀφαίρεμα καὶ Λύδδαν καὶ Ῥαμαθέμ, οἵτινες προσετέθησαν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀπὸ τῆς Σαμαρείτιδος, καὶ πάντα τὰ συγκυροῦντα αὐτοῖς πᾶσι τοῖς θυσιάζουσιν εἰς Ἱεροσόλυμα, ἀντὶ τῶν βασιλικῶν, ὧν ἐλάμβανεν ὁ βασιλεὺς παρ᾿ αὐτῶν τὸ πρότερον κατ᾿ ἐνιαυτὸν ἀπὸ τῶν γεννημάτων τῆς γῆς καὶ ἀπὸ τῶν ἀκροδρύων. |
Α Μακ. 11,34 |
Εχομεν αναγνωρίσει και επικυρώνομεν εις αυτούς την χώραν της Ιουδαίας και τους τρεις νομούς, Αφαίρεμα, Λυδδαν και Ραμαθέμ, οι οποίοι άλλως τε είχαν αφαιρεθή από την Σαμάρειαν και προστεθή εις την Ιουδαίαν, όπως επίσης και όλα όσα εξαρτώνται εξ αυτών. Ολα δε αυτά προς ωφέλειαν εκείνων, οι οποίοι έρχονται να προσφέρουν θυσίας στον ναόν της Ιερουσαλήμ, και παραχωρούνται αντί των προσόδων, τας οποίας ελάμβανε προηγουμένως ο βασιλεύς κάθε χρόνον από αυτούς, από τα προϊόντα των αγρών των και από τα καρποφόρα δένδρα. |
|
Α Μακ. 11,35 |
καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἀνήκοντα ἡμῖν ἀπὸ τοῦ νῦν τῶν δεκατῶν καὶ τῶν τελῶν τῶν ἀνηκόντων ἡμῖν καὶ τὰς τοῦ ἁλὸς λίμνας καὶ τοὺς ἀνήκοντας ἡμῖν στεφάνους, πάντα ἐπαρκῶς παρίεμεν αὐτοῖς. |
Α Μακ. 11,35 |
Επίσης από τώρα και στο εξής παραιτούμεθα πλήρως από όλα τα άλλα δικαιώματα, που μας ανήκουν, από τα δέκατα, από τους φόρους, από τας αλατοφόρους λίμνας- τας αλυκάς- και από τους φόρους των βασιλικών στεφάνων, που μας ανήκουν. |
|
Α Μακ. 11,36 |
καὶ οὐκ ἀθετηθήσεται οὐδὲ ἓν τούτων ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον. |
Α Μακ. 11,36 |
Κανένα από αυτά δεν θα ακυρωθή ποτέ από τώρα και στον άπαντα χρόνον. |
|
Α Μακ. 11,37 |
νῦν οὖν ἐπιμέλεσθε τοῦ ποιῆσαι τούτων ἀντίγραφον καὶ δοθήτω Ἰωνάθαν καὶ τεθήτω ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ ἐν τόπῳ ἐπισήμῳ». |
Α Μακ. 11,37 |
Τωρα, λοιπόν, επιμεληθήτε να κάμετε αντίγραφον όλων αυτών, δια να δοθή στον Ιωνάθαν και να τοποθετηθή στο ιερόν άγιον όρος της Ιερουσαλήμ εις τόπον καταφανή”. |
|
Α Μακ. 11,38 |
Καὶ εἶδε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς ὅτι ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ καὶ οὐδὲν αὐτῷ ἀνθειστήκει, καὶ ἀπέλυσε πάσας τὰς δυνάμεις αὐτοῦ ἕκαστον εἰς τὸν ἴδιον τόπον, πλὴν τῶν ξένων δυνάμεων, ὧν ἐξενολόγησεν ἀπὸ τῶν νήσων τῶν ἐθνῶν· καὶ ἤχθραναν αὐτῷ πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν πατέρων αὐτοῦ. |
Α Μακ. 11,38 |
Ο βασιλεύς Δημήτριος, ο δεύτερος, είδεν ότι η χώρα του είχεν ησυχάσει από τους πολέμους ενώπιόν του και κανείς πλέον δεν ανθίστατο εις αυτόν. Δια τούτο απέλυσεν όλας τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, ώστε ο καθένας να επανέλθη στον τόπον του, πλην των ξένων στρατιωτών, τους οποίους είχε στρατολογήσει από τας νήσους των ειδωλολατρικών εθνών. Αυτό έγινεν αφορμή και τον εμίσησαν οι στρατοί των προγόνων του. |
|
Α Μακ. 11,39 |
Τρύφων δὲ ἦν τῶν παρὰ Ἀλέξάνδρου τὸ πρότερον καὶ εἶδεν ὅτι πᾶσαι αἱ δυνάμεις καταγογγύζουσι τοῦ Δημητρίου, καὶ ἐπορεύθη πρὸς Εἰμαλκουαὶ τὸν Ἄραβα, ὃς ἔτρεφε τὸν Ἀντίοχον τὸ παιδάριον τὸ τοῦ Ἀλεξάνδρου. |
Α Μακ. 11,39 |
Ο Τρύφων, ο οποίος προηγουμένως ήτο ένας από τους άνδρας του Αλεξάνδρου, είδεν ότι όλαι αι δυνάμεις γογγύζουν εναντίον του Δημητρίου. Επορεύθη, λοιπόν, προς τον Ειμαλκουαί τον Αραβα, ο οποίος ανέτρεφε τον Αντίοχον υιόν του Αλεξάνδρου και |
|
Α Μακ. 11,40 |
καὶ προσήδρευεν αὐτῷ, ὅπως παραδοῖ αὐτὸν αὐτῷ, ὅπως βασιλεύσῃ ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ὅσα συνετέλεσε Δημήτριος καὶ τὴν ἔχθραν, ἣν ἐχθραίνουσιν αὐτῷ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἡμέρας πολλάς. |
Α Μακ. 11,40 |
τον επίεζε να παραδώση εις αυτόν τον Αντίοχον, δια να τον αναδείξη βασιλέα αντί του πατρός του. Διηγήθη δε εις αυτόν ο Τρύφων όλα, όσα είχε κάμει ο Δημήτριος και την εχθρότητα, την οποίαν έτρεφαν εναντίον αυτού αι στρατιωτικαί δυνάμεις. Ο Τρύφων έμεινεν εκεί πολλάς ημέρας. |
|
Α Μακ. 11,41 |
καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα, ἵνα ἐκβάλῃ τοὺς ἐκ τῆς ἄκρας ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς ἐν τοῖς ὀχυρώμασιν· ἦσαν γὰρ πολεμοῦντες τὸν Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 11,41 |
Ο Ιωνάθαν έστειλεν ανθρώπους του προς τον Δημήτριον τον βασιλέα, και εζήτησε την βοήθειάν του, δια να εκδιώξη τους Συρους στρατιώτας από την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ και από τα άλλα οχυρά, που κατείχαν, διότι οι άνδρες αυτοί της φρουράς ευρίσκοντο εις διαρκή πόλεμον εναντίον των Ισραηλιτών. |
|
Α Μακ. 11,42 |
καὶ ἀπέστειλε Δημήτριος πρὸς Ἰωνάθαν λέγων· οὐ μόνον ταῦτα ποιήσω σοι καὶ τῷ ἔθνει σου, ἀλλὰ δόξῃ δοξάσω σε καὶ τὸ ἔθνος σου, ἐὰν εὐκαιρίας τύχω. |
Α Μακ. 11,42 |
Ο Δημήτριος απήντησεν στον Ιωνάθαν και του είπεν· “όχι μόνον αυτό θα πράξω προς χάριν σου και του έθνους σου, άλλα και με ιδιαιτέραν δόξαν θα δοξάσω και σε και το έθνος σου αμέσως μόλις μου δοθή ευκαιρία. |
|
Α Μακ. 11,43 |
νῦν οὖν ὀρθῶς ποιήσεις ἀποστείλας μοι ἄνδρας, οἳ συμμαχήσουσιν, ὅτι ἀπέστησαν πᾶσαι αἱ δυνάμεις μου. |
Α Μακ. 11,43 |
Τωρα όμως θα πράξης και συ πολύ καλά, εάν μου στείλης άνδρας, δια να με βοηθήσουν, διότι έχουν αποστατήσει όλαι αι στρατιωτικαί μου δυνάμεις”. |
|
Α Μακ. 11,44 |
καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν ἄνδρας τρισχιλίους δυνατοὺς ἰσχύϊ αὐτῷ εἰς Ἀντιόχειαν, καὶ ἤλθοσαν πρὸς τὸν βασιλέα, καὶ ηὐφράνθη ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τῇ ἐφόδῳ αὐτῶν. |
Α Μακ. 11,44 |
Ο Ιωνάθαν έστειλεν πράγματι εις την Αντιόχειαν τρεις χιλιάδας άνδρας γενναίους. Αυτοί ήλθον προς τον βασιλέα, ο δε βασιλεύς εχάρηκε πάρα πολύ με την άφιξίν των. |
|
Α Μακ. 11,45 |
καὶ ἐπισυνήχθησαν οἱ ἐκ τῆς πόλεως εἰς μέσον τῆς πόλεως εἰς ἀνδρῶν δώδεκα μυριάδας ἀνδρῶν καὶ ἠβούλοντο ἀνελεῖν τὸν βασιλέα. |
Α Μακ. 11,45 |
Οι κάτοικοι της πόλεως Αντιοχείας συνεκεντρώθησαν στο μέσον της πόλεως, περίπου εκατόν είκοσι χιλιάδες άνδρες, και ηθέλησαν να φονεύσουν τον βασιλέα. |
|
Α Μακ. 11,46 |
καὶ ἔφυγεν ὁ βασιλεὺς εἰς τὴν αὐλήν, καὶ κατελάβοντο οἱ ἐκ τῆς πόλεως τὰς διόδους τῆς πόλεως καὶ ἤρξαντο πολεμεῖν. |
Α Μακ. 11,46 |
Ο βασιλεύς κατέφυγεν εις την αυλήν των ανακτόρων του. Οι κάτοικοι της πόλεως κατέλαβαν τας οδούς της πόλεως και ήρχισαν πόλεμον εναντίον αυτού. |
|
Α Μακ. 11,47 |
καὶ ἐκάλεσεν ὁ βασιλεὺς τοὺς Ἰουδαίους ἐπὶ βοήθειαν, καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πάντες ἅμα καὶ διεσπάρησαν ἐν τῇ πόλει πάντες ἅμα καὶ ἀπέκτειναν ἐν τῇ πόλει ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς μυριάδας δέκα· |
Α Μακ. 11,47 |
Ο βασιλεύς εκάλεσε τους Ιουδαίους εις βοήθειαν. Ολοι οι Ιουδαίοι συνεκεντρώθησαν γύρω από αυτόν και έπειτα αμέσως διεσκορπίσθησαν εις την πόλιν και εφόνευσαν κατά την ημέραν εκείνην εις την πόλιν της Αντιοχείας εκατόν χιλιάδας άνδρας. |
|
Α Μακ. 11,48 |
καὶ ἐνεπύρισαν τὴν πόλιν καὶ ἐλάβοσαν σκῦλα πολλὰ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ ἔσωσαν τὸν βασιλέα. |
Α Μακ. 11,48 |
Παρέδωκαν την πόλιν στο πυρ, επήραν πολλά λάφυρα από αυτήν κατά την ημέραν εκείνην και διέσωσαν τον βασιλέα. |
|
Α Μακ. 11,49 |
καὶ εἶδον οἱ ἀπὸ τῆς πόλεως ὅτι κατεκράτησαν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς πόλεως ὡς ἠβούλοντο, καὶ ἠσθένησαν ταῖς διανοίαις αὐτῶν καὶ ἐκέκραξαν πρὸς τὸν βασιλέα μετὰ δεήσεως λέγοντες· |
Α Μακ. 11,49 |
Οι κάτοικοι της πόλεως, όταν είδαν ότι οι Ιουδαίοι έγιναν, όπως ήθελαν, κύριοι της πόλεώς των, έχασαν το ηθικόν των, εδειλίασαν και εκραύγασαν προς τον βασιλέα, παρακαλούντες αυτόν και λέγοντες· |
|
Α Μακ. 11,50 |
δὸς ἡμῖν δεξιὰς καὶ παυσάσθωσαν οἱ Ἰουδαῖοι πολεμοῦντες ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν. |
Α Μακ. 11,50 |
“Συγχώρησέ μας και κάμε ειρήνην μαζή μας, δια να παύσουν οι Ιουδαίοι να μας πολεμούν και να καταστρέφουν την πόλιν”. |
|
Α Μακ. 11,51 |
καὶ ἔῤῥιψαν τὰ ὅπλα καὶ ἐποίησαν εἰρήνην καὶ ἐδοξάσθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐναντίον τοῦ βασιλέως καὶ ἐνώπιον πάντων τῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ ἔχοντες σκῦλα πολλά. |
Α Μακ. 11,51 |
Ερριψαν δε κάτω τα όπλα και έκαμαν ειρήνην προς τον βασιλέα. Κατ' αυτόν τον τρόπον οι Ιουδαίοι εδοξάσθησαν ενώπιον του βασιλέως και ενώπιον όλων των άλλων, που ευρίσκοντο στο βασίλειόν του. Μετά ταύτα επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ με πολλά λάφυρα. |
|
Α Μακ. 11,52 |
καὶ ἐκάθησε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς ἐπὶ θρόνου τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ ἐνώπιον αὐτοῦ. |
Α Μακ. 11,52 |
Ετσι ο βασιλεύς Δημήτριος εκάθισεν ασφαλής στο βασιλικόν του θρόνον και η χώρα του ησύχασεν από πολέμους ενώπιόν του. |
|
Α Μακ. 11,53 |
καὶ ἐψεύσατο πάντα, ὅσα εἶπε, καὶ ἠλλοτριώθη τῷ Ἰωνάθαν καὶ οὐκ ἀνταπέδωκε κατὰ τὰς εὐνοίας, ἃς ἀνταπέδωκεν αὐτῷ, καὶ ἔθλιβεν αὐτὸν σφόδρα. |
Α Μακ. 11,53 |
Αλλ' όμως κατεπάτησεν όλας τας υποσχέσεις, που είχε δώσει στον Ιωνάθαν. Εψυχράνθη και απεμακρύνθη από αυτόν και δεν εφέρθη σύμφωνα με τας μεγάλας υποσχέσεις που είχε δώσει εις αυτόν. Επί πλέον δε τον εστενοχωρούσε πάρα πολύ. |
|
Α Μακ. 11,54 |
Μετὰ δὲ ταῦτα ἀπέστρεψε Τρύφων καὶ Ἀντίοχος μετ᾿ αὐτοῦ παιδάριον νεώτερον· καὶ ἐβασίλευσε καὶ ἐπέθετο διάδημα. |
Α Μακ. 11,54 |
Επειτα όμως από τα γεγονότα αυτά, επέστρεψεν ο Τρύφων έχων μαζή του τον νεαρόν Αντίοχον, τον οποίον και ανεκήρυξε βασιλέα, και έθεσεν εις την κεφαλήν του το βασιλικόν διάδημα. |
|
Α Μακ. 11,55 |
καὶ ἐπισυνήχθησαν πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις, ἃς ἀπεσκόρπισε Δημήτριος, καὶ ἐπολέμησαν πρὸς αὐτόν, καὶ ἔφυγε καὶ ἐτροπώθη. |
Α Μακ. 11,55 |
Γυρω από τον νέον βασιλέα συνεκεντρώθησαν όλαι αι στρατιωτικαί δυνάμεις, τας οποίας είχε διαλύσει ο Δημήτριος. Αυτοί και επολέμησαν εναντίον του Δημητρίου, ο οποίος κατετροπώθη και ετράπη εις φυγήν. |
|
Α Μακ. 11,56 |
καὶ ἔλαβε Τρύφων τὰ θηρία καὶ κατεκράτησεν Ἀντιοχείας. |
Α Μακ. 11,56 |
Ο Τρύφων επήρεν όλους τους ελέφαντας και κατέλαβε την Αντιόχειαν. |
|
Α Μακ. 11,57 |
καὶ ἔγραψεν Ἀντίοχος ὁ νεώτερος τῷ Ἰωνάθαν λέγων· ἵστημί σοι τὴν ἀρχιερωσύνην καὶ καθίστημί σε ἐπὶ τῶν τεσσάρων νομῶν καὶ εἶναί σε τῶν φίλων τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 11,57 |
Τοτε ο νεαρός Αντίοχος έγραψε προς τον Ιωνάθαν μίαν επιστολήν, εις την οποίαν έλεγε· “σου δίδω την αρχιερωσύνην, σε καθιστώ διοικητήν στους τέσσαρας νομούς και θέλω να είσαι συ μεταξύ των στενών φίλων του βασιλέως”. |
|
Α Μακ. 11,58 |
καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ χρυσώματα καὶ διακονίαν καὶ ἔδωκεν αὐτῷ ἐξουσίαν πίνειν ἐν χρυσώμασι καὶ εἶναι ἐν πορφύρᾳ καὶ ἔχειν πόρπην χρυσῆν· |
Α Μακ. 11,58 |
Συγχρόνως έστειλεν εις αυτόν χρυσά δοχεία, επιτραπέζια σκεύη και του εδωσε το δικαίωμα να πίνη με χρυσόν ποτήριον, να ενδύεται βασιλικήν πορφύραν και να φέρη χρυσήν πόρπην. |
|
Α Μακ. 11,59 |
καὶ Σίμωνα τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ κατέστησε στρατηγὸν ἀπὸ τῆς κλίμακος Τύρου ἕως τῶν ὁρίων Αἰγύπτου. |
Α Μακ. 11,59 |
Τον δε αδελφόν του Ιωνάθαν, τον Σιμωνα, τον εγκατέστησε διοικητήν της περιοχής, η οποία εκτείνεται από την κλίμακα της Τυρου έως εις τα όρια της Αιγύπτου. |
|
Α Μακ. 11,60 |
καὶ ἐξῆλθεν Ἰωνάθαν καὶ διεπορεύετο πέραν τοῦ ποταμοῦ καὶ ἐν ταῖς πόλεσι, καὶ ἠθροίσθησαν πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις Συρίας εἰς συμμαχίαν, καὶ ἦλθεν εἰς Ἀσκάλωνα, καὶ ἀπήντησαν αὐτῷ οἱ ἐκ τῆς πόλεως ἐνδόξως. |
Α Μακ. 11,60 |
Ασφαλής τότε ο Ιωνάθαν εξήλθεν από την Ιερουσαλήμ και περιώδευε την χώραν την εντεύθεν του ποταμού Ευφράτου και τας πόλεις της. Γυρω από αυτόν συνεκεντρώθησαν όλα αι στρατιωτικαί δυνάμεις της Συρίας εις συμμαχίαν του. Ηλθεν εις την Ασκάλωνα και οι κάτοικοι της πόλεως τον προαπήντησαν με πολλάς τιμάς. |
|
Α Μακ. 11,61 |
καὶ ἀπῆλθεν ἐκεῖθεν εἰς Γάζαν, καὶ ἀπέκλεισαν οἱ ἀπὸ Γάζης, καὶ περιεκάθισε περὶ αὐτὴν καὶ ἐνεπύρισε τὰ περιπόλια αὐτῆς πυρὶ καὶ ἐσκύλευσεν αὐτά. |
Α Μακ. 11,61 |
Από εκεί ήλθεν εις την Γαζαν, αλλά οι κάτοικοι της Γαζης ηρνήθησαν να τον δεχθούν και έκλεισαν ενώπιόν του τας θύρας. Αυτός περιεκύκλωσε την πόλιν, παρέδωσεν στο πυρ τα γύρω της πόλεως μέρη και τα ελεηλάτησε. |
|
Α Μακ. 11,62 |
καὶ ἠξίωσαν οἱ ἀπὸ Γάζης τὸν Ἰωνάθαν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς δεξιὰς καὶ ἔλαβε τοὺς υἱοὺς ἀρχόντων αὐτῶν εἰς ὅμηρα καὶ ἐξαπέστειλεν αὐτοὺς εἰς Ἱερουσαλήμ· καὶ διῆλθε τὴν χώραν ἕως Δαμασκοῦ. |
Α Μακ. 11,62 |
Οι κάτοικοι της Γαζης ετρομοκρατήθησαν και εζήτησαν συμφιλίωσιν με τον Ιωνάθαν. Αυτός έκαμε ειρήνην μαζή των, επήρεν όμως ως ομήρους τους υιούς των αρχόντων, τους οποίους και έστειλεν εις την Ιερουσαλήμ. Ετσι ο Ιωνάθαν περιήλθε με δόξαν πολλήν την χώραν μέχρι της Δαμασκού. |
|
Α Μακ. 11,63 |
καὶ ἤκουσεν Ἰωνάθαν ὅτι παρῆσαν οἱ ἄρχοντες Δημητρίου εἰς Κάδης τὴν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ μετὰ δυνάμεως πολλῆς βουλόμενοι μεταστῆσαι αὐτὸν τῆς χρείας. |
Α Μακ. 11,63 |
Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη τότε, ότι οι στρατηγοί του Δημητρίου είχαν έλθει εις Καδης της Γαλιλαίας με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν θέλοντες να εκτοπίσουν αυτόν από τας υποθέσστου κράτους των Συρων. |
|
Α Μακ. 11,64 |
καὶ συνήντησεν αὐτοῖς, τὸν δὲ ἀδελφὸν αὐτοῦ Σίμωνα κατέλιπεν ἐν τῇ χώρᾳ. |
Α Μακ. 11,64 |
Ο Ιωνάθαν εβάδισεν εναντίον των προς πόλεμον, αφού αφήκε τον αδελφόν του Σιμωνα εις την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 11,65 |
καὶ παρενέβαλε Σίμων ἐπὶ Βαιθσούρᾳ καὶ ἐπολέμει αὐτὴν ἡμέρας πολλὰς καὶ συνέκλεισεν αὐτήν. |
Α Μακ. 11,65 |
Ο Σιμων εβάδισεν εναντίον της Βαιθσούρας, την επολέμησεν επί πολλάς ημέρας και την απέκλεισεν από παντού. |
|
Α Μακ. 11,66 |
καὶ ἠξίωσαν αὐτὸν τοῦ δεξιὰς λαβεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκεῖθεν καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ ἔθετο ἐπ᾿ αὐτῇ φρουράν. |
Α Μακ. 11,66 |
Οι πολιορκούμενοι φοβηθέντες, όπως ήτο φυσικόν, τον παρεκάλεσαν να συνάψη ειρήνην με αυτούς. Ο Σιμων συνήψεν ειρήνην με αυτούς, αλλά τους υπεχρέωσε να εκκενώσουν την πόλιν, την οποίαν κατέλαβε και έθεσεν εις αυτήν ιδικήν του φρουράν. |
|
Α Μακ. 11,67 |
καὶ Ἰωνάθαν καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ παρενέβαλον ἐπὶ τὸ ὕδωρ Γεννησάρ, καὶ ὤρθρισαν τὸ πρωΐ εἰς τὸ πεδίον Νασώρ. |
Α Μακ. 11,67 |
Εν τω μεταξύ ο Ιωνάθαν και ο στρατός του εστρατοπέδευσαν εις την λίμνην της Γεννησαρέτ και την επομένην ημέραν λίαν πρωϊ εισήλθον εις την πεδιάδα Νασώρ. |
|
Α Μακ. 11,68 |
καὶ ἰδοὺ παρεμβολὴ ἀλλοφύλων ἀπήντα αὐτῷ ἐν τῷ πεδίῳ καὶ ἐξέβαλον ἔνεδρον ἐπ᾿ αὐτὸν ἐν τοῖς ὄρεσιν, αὐτοὶ δὲ ἀπήντησαν ἐξεναντίας. |
Α Μακ. 11,68 |
Αίφνης στρατεύματα ειδωλολατρών εξήλθον εναντίον του εις την πεδιάδα και αφού είχαν ξεχωρίσει και τοποθετήσει εναντίον του μίαν ενέδραν εις τα όρη, οι άλλοι εβάδισαν κατ' ευθείαν εναντίον του. |
|
Α Μακ. 11,69 |
τὰ δὲ ἔνεδρα ἐξανέστησαν ἐκ τῶν τόπων αὐτῶν καὶ συνῆψαν πόλεμον. καὶ ἔφυγον οἱ παρὰ Ἰωνάθαν πάντες, |
Α Μακ. 11,69 |
Οι στρατιώται της ενέδρας ανεπήδησαν αίφνης από τα κρησφύγετά των και συνήψαν μάχην. Ολοι οι άνδρες του Ιωνάθαν ετράπησαν εις φυγήν. |
|
Α Μακ. 11,70 |
οὐδὲ εἷς κατελείφθη ἀπ᾿ αὐτῶν, πλὴν Ματταθίας ὁ τοῦ Ἀβεσσαλώμου καὶ Ἰούδας ὁ τοῦ Χαλφὶ ἄρχοντες τῆς στρατιᾶς τῶν δυνάμεων. |
Α Μακ. 11,70 |
Κανείς από τους στρατιώτας του δεν έμεινε κοντά του, ει μη μόνον ο Ματταθίας υιός του Αβεσσαλώμου, και Ιούδας ο υιός του Χαλφί, στρατηγοί των στρατιωτικών του δυνάμεων. |
|
Α Μακ. 11,71 |
καὶ διέῤῥηξεν Ἰωνάθαν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ καὶ ἐπέθετο γῆν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ προσηύξατο. |
Α Μακ. 11,71 |
Τατε ο Ιωνάθαν γεμάτος οδύνην διέρρηξε τα ιμάτιά του, έρριψε χώμα εις την κεφαλήν του και προσηυχήθη στον Θεόν. |
|
Α Μακ. 11,72 |
καὶ ὑπέστρεψε πρὸς αὐτοὺς πολέμῳ καὶ ἐτροπώσατο αὐτούς, καὶ ἔφυγον. |
Α Μακ. 11,72 |
Εστράφη εναντίον των εχθρών του εις την μάχην, τους κατετρόπωσε και τους ηνάγκασε να τραπούν εις φυγήν. |
|
Α Μακ. 11,73 |
καὶ εἶδον οἱ φεύγοντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψαν πρὸς αὐτὸν καὶ ἐδίωκον μετ᾿ αὐτοῦ ἕως Κάδης ἕως τῆς παρεμβολῆς αὐτῶν καὶ παρενέβαλον ἐκεῖ. |
Α Μακ. 11,73 |
Οι άνδρες του, οι οποίοι είχαν φύγει, όταν είδαν αυτά, επέστρεψαν προς τον Ιωνάθαν και όλοι μαζή κατεδίωξαν τον εχθρόν μέχρι της Καδης, έως δηλαδή στο στρατόπεδόν των, όπου και εστρατοπέδευσαν. |
|
Α Μακ. 11,74 |
καὶ ἔπεσον ἐκ τῶν ἀλλοφύλων ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἰς ἄνδρας τρισχιλίους. καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν εἰς Ἱερουσαλήμ. |
Α Μακ. 11,74 |
Από τους αλλοφύλους έπεσαν κατά την ημέραν εκείνην τρεις χιλιάδες άνδρες. Επειτα από αυτά ο Ιωνάθαν επανήλθεν εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Κεφάλαιο 12ο |
Α Μακ. 12,1 |
Καὶ εἶδεν Ἰωνάθαν ὅτι ὁ καιρὸς αὐτῷ συνεργεῖ, καὶ ἐπέλεξεν ἄνδρας καὶ ἀπέστειλεν εἰς Ῥώμην στῆσαι καὶ ἀνανεώσασθαι τὴν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν. |
Α Μακ. 12,1 |
Είδεν ο Ιωνάθαν, ότι αι περιστάσεις ήσαν δι' αυτόν ευνοϊκαί. Εξέλεξε, λοιπόν, μερικούς άνδρας και τους έστειλεν εις την Ρωμην να επικυρώση και ανανέωση την φιλίαν του με τους Ρωμαίους. |
|
Α Μακ. 12,2 |
καὶ πρὸς Σπαρτιάτας καὶ τόπους ἑτέρους ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς κατὰ τὰ αὐτά. |
Α Μακ. 12,2 |
Εστειλεν επίσης άλλους απεσταλμένους με επιστολάς, ομοίου περιεχομένου και προς τον αυτόν σκοπόν, στους Σπαρτιάτας και προς άλλας χώρας. |
|
Α Μακ. 12,3 |
καὶ ἐπορεύθησαν εἰς Ῥώμην καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸ βουλευτήριον καὶ εἶπον· Ἰωνάθαν ὁ ἀρχιερεὺς καὶ τὸ ἔθνος τῶν Ἰουδαίων ἀπέστειλεν ἡμᾶς ἀνανεώσασθαι τὴν φιλίαν αὐτοῖς καὶ τὴν συμμαχίαν κατὰ τὸ πρότερον. |
Α Μακ. 12,3 |
Ηλθαν, λοιπόν, εις την Ρωμην οι απεσταλμένοι του, εισήλθαν εις την σύγκλητον και είπαν· “ο αρχιερεύς Ιωνάθαν και ο λαός των Ιουδαίων μας απέστειλαν να ανανεώσωμεν με σας την φιλίαν μας και την συμμαχίαν μας, όπως ήτο και προηγουμένως”. |
|
Α Μακ. 12,4 |
καὶ ἔδωκαν ἐπιστολὰς αὐτοῖς πρὸς αὐτοὺς κατὰ τόπον, ὅπως προπέμπωσιν αὐτοὺς εἰς γῆν Ἰούδα μετ᾿ εἰρήνης. |
Α Μακ. 12,4 |
Η σύγκλητος εδέχθη τας προτάσεις, συνήψε προς αυτούς συμφωνίαν και τους έδωκεν επιστολάς προς τους κατά τόπους Ρωμαίους άρχοντας, δια να τους προπέμπουν με ειρήνην και τιμήν εις την χώραν της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 12,5 |
Καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν ὧν ἔγραψεν Ἰωνάθαν τοῖς Σπαρτιάταις· |
Α Μακ. 12,5 |
Αυτό δε είναι και το αντίγραφον της επιστολής, που έγραψεν ο Ιωνάθαν προς τους Σπαρτιάτας. |
|
Α Μακ. 12,6 |
«Ἰωνάθαν ἀρχιερεὺς καὶ ἡ γερουσία τοῦ ἔθνους καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λοιπὸς δῆμος τῶν Ἰουδαίων Σπαρτιάταις τοῖς ἀδελφοῖς χαίρειν. |
Α Μακ. 12,6 |
“Ο Ιωνάθαν, ο αρχιερεύς, και η γερουσία του έθνους, οι ιερείς και ο άλλος λαός των Ιουδαίων, χαιρετίζει τους αδελφούς Σπαρτιάτας. |
|
Α Μακ. 12,7 |
ἔτι πρότερον ἀπεστάλησαν ἐπιστολαὶ πρὸς Ὀνίαν τὸν ἀρχιερέα παρὰ Δαρείου τοῦ βασιλεύοντος ἐν ὑμῖν ὅτι ἐστὲ ἀδελφοὶ ἡμῶν, ὡς τὸ ἀντίγραφον ὑπόκειται. |
Α Μακ. 12,7 |
Και προηγουμένως είχαν αποσταλή επιστολαί προς τον αρχιερέα μας τον Ονίαν εκ μέρους του Δαρείου, ο οποίος ήτο βασιλεύς εις σας, αι οποίαι εβεβαίωναν ότι είσθε αδελφοί μας, όπως μαρτυρεί και το επισυναπτόμενον αντίγραφαν. |
|
Α Μακ. 12,8 |
καὶ ἐπεδέξατο Ὀνίας τὸν ἄνδρα τὸν ἀπεσταλμένον ἐνδόξως καὶ ἔλαβε τὰς ἐπιστολάς, ἐν αἷς διεσαφεῖτο περὶ συμμαχίας καὶ φιλίας. |
Α Μακ. 12,8 |
Ο Ονίας εδέχθη τον άνδρα, που εστείλατε με πολλήν τιμήν, επήρε τας επιστολάς, εις τας οποίας εγίνετο σαφώς και ρητώς λόγος περί συμμαχίας και φιλίας μεταξύ μας. |
|
Α Μακ. 12,9 |
καὶ ἡμεῖς οὖν ἀπροσδεεῖς τούτων ὄντες, παράκλησιν ἔχοντες τὰ βιβλία τὰ ἅγια τὰ ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν, |
Α Μακ. 12,9 |
Ημείς σήμερον, καίτοι δεν έχομεν ανάγκην αυτών των πραγμάτων, διότι ως παρηγορίαν και ενίσχυσιν έχομεν τα άγια βιβλία που ευρίσκονται εις τα χέρια μας, |
|
Α Μακ. 12,10 |
ἐπειράθημεν ἀποστεῖλαι τὴν πρὸς ὑμᾶς ἀδελφότητα καὶ φιλίαν ἀνανεώσασθαι πρὸς τὸ μὴ ἐξαλλοτριωθῆναι ὑμῶν· πολλοὶ γὰρ καιροὶ διῆλθον ἀφ᾿ οὗ ἀπεστείλατε πρὸς ἡμᾶς. |
Α Μακ. 12,10 |
εν τούτοις απεφασίσαμεν και αποστέλλομεν προς σας την πρεσβείαν αυτήν, δια να ανανεώσωμεν την αδελφικήν και φιλικήν μας αγάπην και να μη αποξενωθώμεν μεταξύ μας. Πολλοί χρόνοι έχουν παρέλθει από τότε, που σεις εστείλατε προς ημάς την πρότασιν της φιλίας. |
|
Α Μακ. 12,11 |
ἡμεῖς οὖν ἐν παντὶ καιρῷ ἀδιαλείπτως ἔν τε ταῖς ἑορταῖς καὶ ταῖς λοιπαῖς καθηκούσαις ἡμέραις μιμνησκόμεθα ὑμῶν ἐφ᾿ ὧν προσφέρομεν θυσιῶν καὶ ἐν ταῖς προσευχαῖς, ὡς δέον ἐστὶ καὶ πρέπον μνημονεύειν ἀδελφῶν· |
Α Μακ. 12,11 |
Ημεις λοιπόν καθ' όλον τον καιρόν σας ενθυμούμεθα αδιαλείπτως κατά τας εορτάς μας και κατά τας άλλας καθιερωμένας εις λατρείαν του Θεού ημέρας, κατά τας θυσίας τας οποίας προσφέρομεν, και εις τας προσευχάς μας, όπως είναι δίκαιον και πρέπον να ενθυμούμεθα αδελφούς. |
|
Α Μακ. 12,12 |
εὐφραινόμεθα δὲ ἐπὶ τῇ δόξῃ ὑμῶν. |
Α Μακ. 12,12 |
Ευφραινόμεθα δε πληροφορούμενοι την δόξαν σας. |
|
Α Μακ. 12,13 |
ἡμᾶς δὲ ἐκύκλωσαν πολλαὶ θλίψεις καὶ πόλεμοι πολλοί, καὶ ἐπολέμησαν ἡμᾶς οἱ βασιλεῖς οἱ κύκλῳ ἡμῶν. |
Α Μακ. 12,13 |
Αλλά θλίψεις πολλαί και πόλεμοι πολλοί μας εκύκλωσαν, διότι μας επολέμησαν οι γύρω μας άρχοντες και λαοί. |
|
Α Μακ. 12,14 |
καὶ οὐκ ἠβουλόμεθα οὖν παρενοχλεῖν ὑμῖν καὶ τοῖς λοιποῖς συμμάχοις καὶ φίλοις ἡμῶν ἐν τοῖς πολέμοις τούτοις· |
Α Μακ. 12,14 |
Δεν ηθελήσαμεν όμως στους πολέμους αυτούς να παρενοχλήσωμεν σας και τους άλλους συμμάχους και φίλους μας. |
|
Α Μακ. 12,15 |
ἔχομεν γὰρ τὴν ἐξ οὐρανοῦ βοήθειαν βοηθοῦσαν ἡμῖν καὶ ἐῤῥύσθημεν ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, καὶ ἐταπεινώθησαν οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν. |
Α Μακ. 12,15 |
Διότι έχομεν την βοήθειαν παρά του Θεού του ουρανού, που μας ενίσχυσε συνεχώς, και εγλυτώσαμεν από τους εχθρούς μας, οι δε εχθροί μας συνετρίβησαν και εξηυτελίσθησαν. |
|
Α Μακ. 12,16 |
ἐπελέξαμεν οὖν Νουμήνιον Ἀντιόχου καὶ Ἀντίπατρον Ἰάσωνος καὶ ἀπεστάλκαμεν πρὸς Ῥωμαίους ἀνανεώσασθαι τὴν πρὸς αὐτοὺς φιλίαν καὶ συμμαχίαν τὴν προτέραν. |
Α Μακ. 12,16 |
Δια τούτο, λοιπόν, εξελέξαμεν τον Νουμήνιον υιόν του Αντιόχου, και τον Αντίπατρον υιόν του Ιάσωνος, και τους εστείλαμεν στους Ρωμαίους, δια να ανανεώσωμεν την προηγουμένην μας προς αυτούς φιλίαν και συμμαχίαν. |
|
Α Μακ. 12,17 |
ἐνετειλάμεθα οὖν αὐτοῖς καὶ πρὸς ὑμᾶς πορευθῆναι καὶ ἀσπάσασθαι ὑμᾶς καὶ ἀποδοῦναι ὑμῖν τὰς παρ᾿ ἡμῶν ἐπιστολὰς περὶ τῆς ἀνανεώσεως καὶ τῆς ἀδελφότητος ἡμῶν. |
Α Μακ. 12,17 |
Τους εδώσαμεν δε την εντολήν να περάσουν και από σας, να σας χαιρετήσουν και να σας φέρουν την επιστολήν μας αυτήν, η οποία κάμνει λόγον δια την ανανέωσιν της αδελφικής μας αγάπης. |
|
Α Μακ. 12,18 |
καὶ νῦν καλῶς ποιήσετε ἀντιφωνήσοντες ἡμῖν πρὸς ταῦτα». |
Α Μακ. 12,18 |
Και τώρα καλώς θα πράξετε και σεις, να μας απαντήσετε εις τας προτάσεις μας αυτάς”. |
|
Α Μακ. 12,19 |
Καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν, ὧν ἀπέστειλαν Ὀνίᾳ· |
Α Μακ. 12,19 |
Το αντιγράφον της επιστολής, την οποίαν οι Σπαρτιάται έστειλαν προς τον Ονίαν είναι το εξής· |
|
Α Μακ. 12,20 |
«Ἄρειος βασιλεὺς Σπαρτιατῶν Ὀνίᾳ ἱερεῖ μεγάλῳ χαίρειν. |
Α Μακ. 12,20 |
“Ο Αρειος ο βασιλεύς των Σπαρτιατών χαιρετίζει τον Ονίαν, τον μέγαν αρχιερέα. |
|
Α Μακ. 12,21 |
εὑρέθη ἐν γραφῇ περί τε τῶν Σπαρτιατῶν καὶ Ἰουδαίων, ὅτι εἰσὶν ἀδελφοὶ καὶ ὅτι εἰσὶν ἐκ γένους Ἁβραάμ. |
Α Μακ. 12,21 |
Ευρέθη εις κάποιο αρχαίον έγγραφον, ότι οι Σπαρτιάται και οι Ιουδαίοι είναι αδελφοί και ότι αμφότεροι κατάγονται από την γενεάν του Αβραάμ. |
|
Α Μακ. 12,22 |
καὶ νῦν ἀφ᾿ οὗ ἔγνωμεν ταῦτα, καλῶς ποιήσετε γράφοντες ἡμῖν περὶ τῆς εἰρήνης ὑμῶν, |
Α Μακ. 12,22 |
Και τώρα, αφού εμάθαμεν πλέον αυτά, καλώς θα πράξετε σεις να μας γράψετε σχετικώς με την ειρηνικήν και ευημερούσαν ζωήν σας. |
|
Α Μακ. 12,23 |
καὶ ἡμεῖς δὲ ἀντιγράφομεν ὑμῖν τὰ κτήνη ὑμῶν καὶ ἡ ὕπαρξις ὑμῶν ἡμῖν ἐστι, καὶ τὰ ἡμῶν ὑμῖν ἐστιν. ἐντελλόμεθα οὖν ὅπως ἀπαγγείλωσιν ὑμῖν κατὰ ταῦτα». |
Α Μακ. 12,23 |
Και ημείς επίσης σας γράφομεν, ότι τα ποίμνιά σας και όλα τα υπάρχοντά σας είναι ιδικά μας, και τα ιδικά μας είναι ιδικά σας. Εδώσαμεν δε εντολήν στους κομιστάς της επιστολής, να σας είπουν αυτά και προφορικώς”. |
|
Α Μακ. 12,24 |
Καὶ ἤκουσεν Ἰωνάθαν ὅτι ἐπέστρεψαν οἱ ἄρχοντες Δημητρίου μετὰ δυνάμεως πολλῆς ὑπὲρ τὸ πρότερον τοῦ πολεμῆσαι πρὸς αὐτόν. |
Α Μακ. 12,24 |
Ο Ιωνάθαν επληροφορήθη, ότι επέστρεψαν οι στρατηγοί του Δημητρίου με δύναμιν πολλήν, πολύ μεγαλυτέραν από κάθε άλλην φοράν, δια να πολεμήσουν εναντίον του. |
|
Α Μακ. 12,25 |
καὶ ἀπῇρεν ἐξ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἀπήντησεν αὐτοῖς εἰς τὴν Ἀμαθῖτιν χώραν· οὐ γὰρ ἔδωκεν αὐτοῖς ἀνοχὴν ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 12,25 |
Ο Ιωνάθαν ανεχώρησε με τον στρατόν του από την Ιερουσαλήμ, επροχώρησε προς συνάντησίν των εις την Αμαθίτιν χώραν, διότι δεν ηνέχθη να εισέλθουν και να πατήσουν αυτοί την χώραν του. |
|
Α Μακ. 12,26 |
καὶ ἀπέστειλε κατασκόπους εἰς τὴν παρεμβολὴν αὐτῶν, καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ, ὅτι οὕτω τάσσονται ἐπιπεσεῖν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν νύκτα. |
Α Μακ. 12,26 |
Εστειλε δε και κατασκόπους στο στρατόπεδόν των, οι οποίοι επέστρεψαν και ανήγγειλαν στον Ιωνάθαν, ότι οι Συροι παρατάσσονται, δια να επιπέσουν εναντίον των Ιουδαίων αιφνιδίως κατά την νύκτα. |
|
Α Μακ. 12,27 |
ὡς δὲ ἔδυ ὁ ἥλιος, ἐπέταξεν Ἰωνάθαν τοῖς παρ᾿ αὐτοῦ γρηγορεῖν καὶ εἶναι ἐπὶ τοῖς ὅπλοις καὶ ἑτοιμάζεσθαι εἰς πόλεμον δι᾿ ὅλης τῆς νυκτὸς καὶ ἐξέβαλε προφύλακας κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς. |
Α Μακ. 12,27 |
Οταν έδυσεν ο ήλιος, ο Ιωνάθαν έδωσε διαταγήν στους άνδρας του, να είναι άγρυπνοι με το όπλον εις τα χέρια των καθ' όλην την νύκτα έτοιμοι προς μάχην. Εβαλε δε και προχωρημένα φυλάκια γύρω από τον στρατόν του. |
|
Α Μακ. 12,28 |
καὶ ἤκουσαν οἱ ὑπεναντίοι ὅτι ἡτοίμασται Ἰωνάθαν καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ εἰς πόλεμον, καὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἔπτηξαν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν καὶ ἀνέκαυσαν πυρὰς ἐν τῇ παρεμβολῇ αὐτῶν. |
Α Μακ. 12,28 |
Οι εχθροί επληροφορήθησαν, ότι ο Ιωνάθαν και ο στρατός του είναι έτοιμοι προς μάχην, εκυριεύθησαν από φόβον, εδειλίασεν η καρδία των, άναψαν φωτιές γύρω από το στρατόπεδόν των και ανεχώρησαν κρυφίως. |
|
Α Μακ. 12,29 |
Ἰωνάθαν δὲ καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν ἕως πρωΐ, ἔβλεπον γὰρ τὰ φῶτα καιόμενα. |
Α Μακ. 12,29 |
Ο Ιωνάθαν και οι στρατιώται του δεν αντελήφθησαν την αναχώρησιν των εχθρών των μέχρι της πρωΐας, διότι έβλεπαν τας πυράς να καίουν συνεχώς. |
|
Α Μακ. 12,30 |
καὶ κατεδίωξεν Ἰωνάθαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ οὐ κατέλαβεν αὐτούς, διέβησαν γὰρ τὸν Ἐλεύθερον ποταμόν. |
Α Μακ. 12,30 |
Οταν όμως αντελήφθησαν την αναχώρησίν των, τους κατεδίωξαν, δεν ηδυνήθησαν όμως να τους φθάσουν, διότι εκείνοι είχαν διαβή τον ποταμόν Ελεύθερον. |
|
Α Μακ. 12,31 |
καὶ ἐξέκλινεν Ἰωνάθαν ἐπὶ τοὺς Ἄραβας τοὺς καλουμένους Ζαβαδαίους καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς καὶ ἔλαβε τὰ σκῦλα αὐτῶν. |
Α Μακ. 12,31 |
Τοτε ο Ιωνάθαν εστράφη εναντίον των Αράβων των καλουμένων Ζαβαδαίων, τους εκτύπησε, τους ενίκησε και επήρεν από αυτούς λάφυρα. |
|
Α Μακ. 12,32 |
καὶ ἀναζεύξας ἦλθεν εἰς Δαμασκὸν καὶ διώδευσεν ἐν πάσῃ τῇ χώρᾳ. |
Α Μακ. 12,32 |
Παρέλαβε κατόπιν τον στρατόν του, ήλθεν εις την Δαμασκόν και περιώδευσεν όλην την χώραν νικητής. |
|
Α Μακ. 12,33 |
καὶ Σίμων ἐξῆλθε καὶ διώδευσεν ἕως Ἀσκάλωνος καὶ τῶν πλησίον ὀχυρωμάτων, καὶ ἐξέκλινεν εἰς Ἰόππην καὶ προκατελάβετο αὐτήν· |
Α Μακ. 12,33 |
Και ο Σιμων εβγήκεν από την Ιερουσαλήμ, διεπέρασε την χώραν έως την Ασκάλωνα και τας πλησίον οχυράς θέσεις. Επειτα εστράφη προς την Ιόππην, την οποίαν και κατέλαβε, |
|
Α Μακ. 12,34 |
ἤκουσεν γὰρ ὅτι βούλονται τὸ ὀχύρωμα παραδοῦναι τοῖς παρὰ Δημητρίου· καὶ ἔθετο ἐκεῖ φρουράν, ὅπως φυλάσσωσιν αὐτήν. |
Α Μακ. 12,34 |
διότι έμαθεν ότι οι κάτοικοί της ήθελαν να παραδώσουν το οχύρωμα στους άνδρας του Δημητρίου. Ο Σιμων ετοποθέτησεν ιδικήν του φρουράν, δια να φυλάσση την πόλιν |
|
Α Μακ. 12,35 |
καὶ ἐπέστρεψεν Ἰωνάθαν καὶ ἐξεκκλησίασε τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ λαοῦ καὶ ἐβουλεύσατο μετ᾿ αὐτῶν τοῦ οἰκοδομῆσαι ὀχυρώματα ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ |
Α Μακ. 12,35 |
Ο Ιωνάθαν, όταν επέστρεψεν εις την Ιερουσαλήμ, συνεκέντρωσε τους πρεσβυτέρους του λαού, συνεσκέφθη μαζή με αυτούς και απεφάσισε να ανοικοδομήση οχυρωματικά έργα εις την Ιουδαίαν. |
|
Α Μακ. 12,36 |
καὶ προσυψῶσαι τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ ὑψῶσαι ὕψος μέγα ἀνὰ μέσον τῆς ἄκρας καὶ τῆς πόλεως εἰς τὸ διαχωρίζειν αὐτὴν τῆς πόλεως, ἵνα ᾖ αὕτη κατὰ μόνας, ὅπως μήτε ἀγοράζωσι μήτε πωλῶσι. |
Α Μακ. 12,36 |
Να υψώση τα τείχη της Ιερουσαλήμ, να ανοικοδομήση τείχος υψηλόν μεταξύ της ακροπόλεως και της πόλεως, ώστε να χωρίζη την ακρόπολιν από την πόλιν, δια να είναι εκείνη απομεμονωμένη, ώστε να μη ημπορούν ούτε να πωλούν εκεί ούτε να αγοράζουν. |
|
Α Μακ. 12,37 |
καὶ συνήχθησαν τοῦ οἰκοδομεῖν τὴν πόλιν καὶ ἤγγισε τοῦ τείχους τοῦ χειμάῤῥου τοῦ ἐξ ἀπηλιώτου, καὶ ἐπεσκεύασαν τὸ καλούμενον Χαφεναθά. |
Α Μακ. 12,37 |
Συνεκεντρώθησαν λοιπόν, δια να ανοικοδομήσουν την πόλιν και ήρχισαν την ανοικοδόμησιν από του τείχους, το οποίον υψώνετο επάνω από τον χείμαρρον των Κέδρων προς ανατολάς και επεσκεύασαν το τμήμα το καλούμενον Χαφεναθά. |
|
Α Μακ. 12,38 |
καὶ Σίμων ᾠκοδόμησε τὴν Ἀδιδὰ ἐν τῇ Σεφήλᾳ καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν καὶ ἐπέστησε θύρας καὶ μοχλούς. |
Α Μακ. 12,38 |
Και ο Σιμων ανοικοδόμησε και ωχύρωσε την πόλιν Αδιδά εις την πεδιάδα Σεφήλα και έθεσεν εις τα τείχη της θύρας και μοχλούς. |
|
Α Μακ. 12,39 |
Καὶ ἐζήτησε Τρύφων βασιλεῦσαι τῆς Ἀσίας καὶ περιθέσθαι τὸ διάδημα καὶ ἐκτεῖναι χεῖρα ἐπὶ Ἀντίοχον τὸν βασιλέα. |
Α Μακ. 12,39 |
Ο Τρύφων επεδίωξε να γίνη βασιλεύς της Ασίας, να φορέση το βασιλικόν διάδημα και να απλώση φονικήν την χείρα του εναντίον του βασιλέως Αντιόχου. |
|
Α Μακ. 12,40 |
καὶ ἐφοβήθη μήποτε οὐκ ἐάσῃ αὐτὸν Ἰωνάθαν καὶ μήποτε πολεμήσῃ πρὸς αὐτόν, καὶ ἐζήτει πόρον τοῦ συλλαβεῖν τὸν Ἰωνάθαν τοῦ ἀπολέσαι αὐτόν, καὶ ἀπάρας ἦλθεν εἰς Βαιθσάν. |
Α Μακ. 12,40 |
Επειδή όμως εφοβήθη, μήπως δεν τον αφήση ο Ιωνάθαν να πραγματοποιήση το όλον σχέδιόν του και μήπως φθάση μέχρι πολέμου εναντίον αυτού, εζήτει να συλλάβη τον Ιωνάθαν και να τον φονεύση. Προς τον σκοπόν αυτόν εξεκίνησε και ήλθεν εις Βαιθσάν. |
|
Α Μακ. 12,41 |
καὶ ἐξῆλθεν Ἰωνάθαν εἰς ἀπάντησιν αὐτῷ ἐν τεσσαράκοντα χιλιάσιν ἀνδρῶν ἐπιλελεγμέναις εἰς παράταξιν καὶ ἦλθεν εἰς Βαιθσάν. |
Α Μακ. 12,41 |
Ο Ιωνάθαν εξήλθε προς συνάντησίν του με σαράντα χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας και ήλθεν εις την Βαιθσάν. |
|
Α Μακ. 12,42 |
καὶ εἶδε Τρύφων ὅτι πάρεστιν Ἰωνάθαν μετὰ δυνάμεως πολλῆς, καὶ ἐκτεῖναι χεῖρας ἐπ᾿ αὐτὸν εὐλαβήθη, |
Α Μακ. 12,42 |
Ο Τρύφων, όταν είδεν ότι ο Ιωνάθαν ήλθε με μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, εφοβήθη να απλώση δολοφονικήν χείρα εναντίον του. |
|
Α Μακ. 12,43 |
καὶ ἐπεδέξατο αὐτὸν ἐνδόξως καὶ συνέστησεν αὐτὸν πᾶσι τοῖς φίλοις αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόματα καὶ ἐπέταξε ταῖς δυνάμεσιν αὐτοῦ ὑπακούειν αὐτῷ ὡς ἑαυτῷ. |
Α Μακ. 12,43 |
Αντιθέτως τον υπεδέχθη με πολλάς τιμάς, τον συνέστησεν εις όλους τους φίλους του, του προσέφερεν δώρα και έδωσεν εντολήν εις τας στρατιωτικάς του δυνάμεις να υπακούουν εις εκείνον, ως προς αυτόν τον ίδιον. |
|
Α Μακ. 12,44 |
καὶ εἶπε τῷ Ἰωνάθαν· ἱνατί ἔκοψας πάντα τὸν λαὸν τοῦτον, πολέμου μὴ ἐνεστηκότος ἡμῖν; |
Α Μακ. 12,44 |
Είπε δε στον Ιωνάθαν· “διατί εταλαιπώρησες όλον αυτόν τον λαόν, ενώ δεν υπάρχει πόλεμος μεταξύ μας; |
|
Α Μακ. 12,45 |
καὶ νῦν ἀπόστειλον αὐτοὺς εἰς τοὺς οἴκους αὐτῶν, ἐπίλεξαι δὲ σεαυτῷ ἄνδρας ὀλίγους, οἵτινες ἔσονται μετὰ σοῦ, καὶ δεῦρο μετ᾿ ἐμοῦ εἰς Πτολεμαΐδα, καὶ παραδώσω σοι αὐτὴν καὶ τὰ λοιπὰ ὀχυρώματα καὶ τὰς δυνάμεις τὰς λοιπὰς καὶ πάντας τοὺς ἐπὶ τῶν χρειῶν, καὶ ἐπιστρέψας ἀπελεύσομαι· τούτου γὰρ χάριν πάρειμι. |
Α Μακ. 12,45 |
Και τώρα στείλε τους στρατιώτας σου εις τα σπίτια των και διάλεξε δια τον εαυτόν σου ολίγους μόνον άνδρας, οι οποίοι θα είναι πάντοτε μαζή σου και έλα μαζή μου εις την Πτολεμαΐδα, δια να παραδώσω εκεί εις σε αυτήν, όλα τα οχυρώματά της, τας υπολοίπους στρατιωτικάς δυνάμεις, που ευρίσκονται εκεί και όλους τους βασιλικούς αξιωματούχους και υπαλλήλους. Επειτα δε εγώ θα επανέλθω εις την Αντιόχειαν. Δια τούτο άλλως τε και έχω έλθει”. |
|
Α Μακ. 12,46 |
καὶ ἐμπιστεύσας αὐτῷ ἐποίησε καθὼς εἶπε, καὶ ἐξαπέστειλε τὰς δυνάμεις, καὶ ἀπῆλθον εἰς γῆν Ἰούδα. |
Α Μακ. 12,46 |
Ο Ιωνάθαν έδωσεν εμπιστοσύνην εις τα λόγια εκείνου, έκαμε όπως του είπεν ο Τρύφων, και απέλυσε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις, αι οποίαι και επανήλθαν εις την Ιουδαίαν. |
|
Α Μακ. 12,47 |
κατέλιπε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἄνδρας τρισχιλίους, ὧν δισχιλίους ἀφῆκεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ, χίλιοι δὲ συνῆλθον αὐτῷ. |
Α Μακ. 12,47 |
Αφήκε δε μαζή του τρεις χιλιάδας άνδρας, από τους οποίους τας δύο χιλιάδας αφήκεν εις την Γαλιλαίαν, ενώ τους άλλους χιλίους επήρε μαζή του. |
|
Α Μακ. 12,48 |
ὡς δὲ εἰσῆλθεν Ἰωνάθαν εἰς Πτολεμαΐδα, ἀπέκλεισαν οἱ Πτολεμαεῖς τὰς πύλας καὶ συνέλαβον αὐτόν, καὶ πάντας τοὺς εἰσελθόντας μετ᾿ αὐτοῦ ἀπέκτειναν ἐν ῥομφαίᾳ. |
Α Μακ. 12,48 |
Αμέσως όμως μόλις ο Ιωνάθαν εισήλθεν εις την Πτολεμαΐδα, έκλεισαν οι κάτοικοί της τας πύλας της πόλεως, συνέλαβαν αυτόν και όλους εκείνους, που είχαν εισέλθει μαζή του, και τους εφόνευσαν με ρομφαίαν. |
|
Α Μακ. 12,49 |
καὶ ἀπέστειλε Τρύφων δυνάμεις καὶ ἵππον εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὸ πεδίον τὸ μέγα τοῦ ἀπολέσαι πάντας τοὺς παρὰ Ἰωνάθαν. |
Α Μακ. 12,49 |
Ο Τρύφων έστειλε τότε πεζικόν στρατόν και ιππικόν εις την Γαλιλαίαν, εις την μεγάλην πεδιάδα, με τον σκοπόν να εξολοθρεύση όλους τους άνδρας του Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 12,50 |
καὶ ἐπέγνωσαν ὅτι συνελήφθη Ἰωνάθαν καὶ ἀπόλωλε καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ παρεκάλεσαν ἑαυτοὺς καὶ ἐπορεύοντο συνεστραμμένοι ἕτοιμοι εἰς πόλεμον. |
Α Μακ. 12,50 |
Εκείνοι όμως είχαν πληροφορηθή, ότι ο Ιωνάθαν συνελήφθη και εφονεύθη μαζή με τους στρατιώτας, που είχε μαζή του. Ενισχύθησαν μεταξύ των και αλληλοενεθαρρύνθησαν και έτσι επορεύοντο μετά θάρρους συντεταγμένοι, έτοιμοι δια τον πόλεμον. |
|
Α Μακ. 12,51 |
καὶ εἶδον οἱ διώκοντες ὅτι περὶ ψυχῆς αὐτοῖς ἐστι, καὶ ἐπέστρεψαν. |
Α Μακ. 12,51 |
Οι στρατιώται του Τρύφωνος, που είχαν έλθει δια να τους καταδιώξουν, όταν είδαν ότι οι Ιουδαίοι είναι αποφασισμένοι να πολεμήσουν, δια να υπερασπίσουν την ζωήν των, επανήλθαν προς τον Τρύφωνα. |
|
Α Μακ. 12,52 |
καὶ ἦλθον πάντες μετ᾿ εἰρήνης εἰς γῆν Ἰούδα καὶ ἐπένθησαν τὸν Ἰωνάθαν καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα· καὶ ἐπένθησε πᾶς Ἰσραὴλ πένθος μέγα. |
Α Μακ. 12,52 |
Ολοι αυτοί οι Ιουδαίοι στρατιώται επανήλθον ασφαλείς εις την Ιουδαίαν και εκεί επένθησαν τον Ιωνάθαν και όλους τους άνδρας, που είχαν φονευθή μαζή του. Αλλά κατέλαβε τους Ισραηλίτας φόβος μεγάλος. Ολος ο ισραηλιτικός λαός εβυθίσθη εις πένθος μέγα δια τον Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 12,53 |
καὶ ἐζήτησαν πάντα τὰ ἔθνη τὰ κύκλῳ αὐτῶν ἐκτρίψαι αὐτούς· εἶπαν γάρ· οὐκ ἔχουσιν ἄρχοντα καὶ βοηθοῦντα· νῦν οὖν πολεμήσωμεν αὐτοὺς καὶ ἐξάρωμεν ἐξ ἀνθρώπων τὸ μνημόσυνον αὐτῶν. |
Α Μακ. 12,53 |
Τοτε όλα τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη εζήτησαν να εξοντώσουν τους Ισραηλίτας. Διότι είπαν· “αυτοί δεν έχουν πλέον αρχηγόν να τους βοηθήση. Τωρα, λοιπόν, ας πολεμήσωμεν εναντίον των και ας εξολοθρεύσωμεν εκ μέσου των ανθρώπων και την ανάμνησίν των ακόμη”. |
|
Κεφάλαιο 13ο |
Α Μακ. 13,1 |
Καὶ ἤκουσε Σίμων ὅτι συνήγαγε Τρύφων δύναμιν πολλὴν τοῦ ἐλθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα καὶ ἐκτρῖψαι αὐτήν. |
Α Μακ. 13,1 |
Ο Σιμων επληροφορήθη, ότι ο Τρύφων είχε συγκεντρώσει, μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν, δια να επέλθη κατά της Ιουδαίας και να την συντρίψη. |
|
Α Μακ. 13,2 |
καὶ εἶδε τὸν λαὸν ὅτι ἐστὶν ἔντρομος καὶ ἔμφοβος, καὶ ἀνέβη εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ ἤθροισε τὸν λαὸν |
Α Μακ. 13,2 |
Ο Σιμων είδεν ότι ο Ισραηλιτικός λαός εξ αιτίας των γεγονότων αυτών, είχε καταληφθή από φόβον και τρόμον. Ανέβηκε, λοιπόν, εις την Ιερουσαλήμ, συνήθροισεν εκεί τον Ισραηλιτικόν λαόν |
|
Α Μακ. 13,3 |
καὶ παρεκάλεσεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· αὐτοὶ οἴδατε ὅσα ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἐποιήσαμεν περὶ τῶν νόμων καὶ τῶν ἁγίων, καὶ τοὺς πολέμους καὶ τὰς στενοχωρίας, ἃς εἴδομεν. |
Α Μακ. 13,3 |
και τους ενεθάρρυνε λέγων προς αυτούς· “σεις οι ίδιοι εγνωρίσατε πολύ καλά, όσα εγώ και οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου επράξαμεν υπέρ των νόμων και των ιερών μας τόπων, όπως επίσης γνωρίζετε τους πολέμους και τας περιπετείας, τας οποίας επεράσαμεν. |
|
Α Μακ. 13,4 |
τούτου χάριν ἀπώλοντο οἱ ἀδελφοί μου πάντες χάριν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ κατελείφθην ἐγὼ μόνος. |
Α Μακ. 13,4 |
Χαριν του νόμου του Θεού και των ιερών τόπων εφονεύθησαν όλοι οι αδελφοί μου και έμεινα εγώ μόνος. |
|
Α Μακ. 13,5 |
καὶ νῦν μή μοι γένοιτο φείσασθαί μου τῆς ψυχῆς ἐν παντὶ καιρῷ θλίψεως, οὐ γάρ εἰμι κρείσσων τῶν ἀδελφῶν μου. |
Α Μακ. 13,5 |
Και τώρα ας μη επιτρέψη ποτέ ο Θεός να φοβηθώ δια την ζωήν μου εις καμμίαν περίοδον θλίψεως, διότι εγώ δεν είμαι καλύτερος από τους αδελφούς μου. |
|
Α Μακ. 13,6 |
πλὴν ἐκδικήσω περὶ τοῦ ἔθνους μου καὶ περὶ τῶν ἁγίων καὶ περὶ τῶν γυναικῶν καὶ τῶν τέκνων ἡμῶν, ὅτι συνήχθησαν πάντα τὰ ἔθνη ἐκτρῖψαι ἡμᾶς ἔχθρας χάριν. |
Α Μακ. 13,6 |
Αλλά θέλω να πάρω εκδίκησιν υπέρ του έθνους μου, υπέρ του ναού, υπέρ των γυναικών και των τέκνων μας, διότι όλα τα ειδωλολατρικά έθνη εξ αιτίας του μίσους, που τρέφουν εναντίον μας, έχουν συγκεντρωθή, δια να μας εξοντώσουν”. |
|
Α Μακ. 13,7 |
καὶ ἀνεζωοπύρησε τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ ἅμα τῷ ἀκοῦσαι τῶν λόγων τούτων, |
Α Μακ. 13,7 |
Ανεζωπυρήθη το πνεύμα του λαού, αμέσως μόλις ήκουσαν αυτούς τους λόγους. |
|
Α Μακ. 13,8 |
καὶ ἀπεκρίθησαν φωνῇ μεγάλῃ λέγοντες· σὺ εἶ ἡμῶν ἡγούμενος ἀντὶ Ἰούδα καὶ Ἰωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ σου· |
Α Μακ. 13,8 |
Ολος ο λαός με μεγάλην φωνήν απήντησαν και έλεγαν· “συ είσαι ο αρχηγός μας αντί του Ιούδα και αντί του Ιωνάθαν του αδελφού σου. |
|
Α Μακ. 13,9 |
πολέμησον τὸν πόλεμον ἡμῶν, καὶ πάντα, ὅσα ἂν εἴπῃς ἡμῖν, ποιήσομεν. |
Α Μακ. 13,9 |
Ανάλαβε τον πόλεμόν μας εναντίον των εχθρών και όλα, όσα συ θα διατάξης, ημείς θα τα εκτελέσωμεν. |
|
Α Μακ. 13,10 |
καὶ συνήγαγε πάντας τοὺς ἄνδρας τοὺς πολεμιστὰς καὶ ἐτάχυνε τοῦ τελέσαι τὰ τείχη Ἱερουσαλὴμ καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν κυκλόθεν. |
Α Μακ. 13,10 |
Ο Σιμων συνεκέντρωσεν όλους τους πολεμιστάς άνδρας, επέσπευσε την ανοικοδόμησιν των τειχών της Ιερουσαλήμ, την οποίαν και ωχύρωσεν από όλα τα μέρη. |
|
Α Μακ. 13,11 |
καὶ ἀπέστειλεν Ἰωνάθαν τὸν τοῦ Ἀβεσσαλώμου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ δύναμιν ἱκανὴν εἰς Ἰόππην, καὶ ἐξέβαλε τοὺς ὄντας ἐν αὐτῇ καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ ἐν αὐτῇ. |
Α Μακ. 13,11 |
Αμέσως δε έστειλεν εις την Ιόππην τον Ιωνάθαν υιόν του Αδεσσαλώμου, με πολυάριθμον στρατιωτικήν δύναμιν. Εκείνος δε εξεδίωξε τους κατοίκους της πόλεως και εγκατεστάθη εις αυτήν. |
|
Α Μακ. 13,12 |
Καὶ ἀπῇρε Τρύφων ἀπὸ Πτολεμαΐδος μετὰ δυνάμεως πολλῆς εἰσελθεῖν εἰς γῆν Ἰούδα, καὶ Ἰωνάθαν μετ᾿ αὐτοῦ ἐν φυλακῇ. |
Α Μακ. 13,12 |
Ο Τρύφων εξεκίνησεν από την Πτολεμαΐδα με πολλήν στρατιωτικήν δύναμιν, δια να εισβάλη εις την χώραν της Ιουδαίας, μαζή του δέ, ασφαλώς φρουρούμενον, είχε και τον Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 13,13 |
Σίμων δὲ παρενέβαλεν ἐν Ἀδιδὰ κατὰ πρόσωπον τοῦ πεδίου. |
Α Μακ. 13,13 |
Ο Σιμων εστρατοπέδευσεν εις Αδιδά εμπρός από την πεδιάδα. |
|
Α Μακ. 13,14 |
καὶ ἐπέγνω Τρύφων ὅτι ἀνέστη Σίμων ἀντὶ Ἰωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ὅτι συνάπτειν αὐτῷ μέλλει πόλεμον, καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν πρέσβεις λέγων· |
Α Μακ. 13,14 |
Ο Τρύφων έμαθεν, ότι ανέλαβεν ο Σιμων αντί Ιωνάθαν του αδελφού του την αρχηγίαν του λαού και ότι είναι έτοιμος να συνάψη πόλεμον εναντίον του. Εστειλε λοιπόν πρέσβεις προς τον Σιμωνα και του είπε τα εξής· |
|
Α Μακ. 13,15 |
περὶ ἀργυρίου, οὗ ὤφειλεν Ἰωνάθαν ὁ ἀδελφός σου εἰς τὸ βασιλικὸν δι᾿ ἃς εἶχε χρείας, συνέχομεν αὐτόν· |
Α Μακ. 13,15 |
“Ημείς κρατούμεν φυλακισμένον τον αδελφόν σου τον Ιωνάθαν δια χρέος, το οποίον ώφειλεν στο βασιλικόν ταμείον. |
|
Α Μακ. 13,16 |
καὶ νῦν ἀπόστειλον ἀργυρίου τάλαντα ἑκατὸν καὶ δύο τῶν υἱῶν αὐτοῦ ὅμηρα, ὅπως μὴ ἀφεθεὶς ἀποστατήσῃ ἀφ᾿ ἡμῶν, καὶ ἀφήσομεν αὐτόν. |
Α Μακ. 13,16 |
Στείλε μου, λοιπόν, τώρα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα δύο παιδιά του Ιωνάθαν ως ομήρους, τους οποίους θέλομεν, δια να μη στραφή εναντίον μας ο Ιωνάθαν, όταν τον απολύσωμεν. Στείλε, λοιπόν, όλα αυτά και ημείς θα τον αφήσωμεν ελεύθερον”. |
|
Α Μακ. 13,17 |
καὶ ἔγνω Σίμων ὅτι δόλῳ λαλοῦσι πρὸς αὐτόν, καὶ πέμπει τοῦ λαβεῖν τὸ ἀργύριον καὶ τὰ παιδάρια, μήποτε ἔχθραν ἄρῃ μεγάλην πρὸς τὸν λαὸν |
Α Μακ. 13,17 |
Ο Σιμων αντελήφθη ότι αι προτάσεις αύται του Τρύφωνος είναι δόλιαι· εν τούτοις έστειλεν ανθρώπους να πάρουν και να φέρουν προς τον Τρύφωνα τα εκατόν τάλαντα αργυρίου και τα δύο παιδιά του Ιωνάθαν, δια να μη εξεγείρη την εχθρότητα και το μίσος του Ιουδαϊκού λαού εναντίον του, |
|
Α Μακ. 13,18 |
λέγων· ὅτι οὐκ ἀπέστειλα αὐτῷ τὸ ἀργύριον καὶ τὰ παιδάρια, καὶ ἀπώλετο. |
Α Μακ. 13,18 |
Ο οποίος λαός θα ημπορούσε να είπη, ότι επειδή δεν έστειλε στον Τρύφωνα το αργύριον και τα παιδιά, δια τούτο εφονεύθη ο Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 13,19 |
καὶ ἀπέστειλε τὰ παιδάρια καὶ τὰ ἑκατὸν τάλαντα, καὶ διεψεύσατο καὶ οὐκ ἀφῆκε τὸν Ἰωνάθαν. |
Α Μακ. 13,19 |
Απέστειλε, λοιπόν, τα παιδιά και τα εκατόν τάλαντα αργυρίου. Ο Τρύφων όμως εψεύσθη, δεν ετήρησε τον λόγον του και δεν αφήκεν ελεύθερον τον Ιωνάθαν. |
|
Α Μακ. 13,20 |
καὶ μετὰ ταῦτα ἦλθε Τρύφων τοῦ ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν καὶ ἐκτρῖψαι αὐτήν, καὶ ἐκύκλωσεν ὁδὸν τὴν εἰς Ἄδωρα. καὶ Σίμων καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ ἀντιπαρῆγεν αὐτῷ εἰς πάντα τόπον, οὗ ἂν ἐπορεύετο. |
Α Μακ. 13,20 |
Εν συνεχεία δε εβάδισε, δια να εισβάλη εις την χώραν της Ιουδαίας και να την καταστρέψη. Ηκολούθησε προς τούτοις κύκλω την οδόν, η οποία οδηγεί εις Αδωρα. Ο Σιμων όμως μαζή με τον στρατόν του τον παρακολουθούσε παντού, όπου ο Τρύφων επορεύετο. |
|
Α Μακ. 13,21 |
οἱ δὲ ἐκ τῆς ἄκρας ἀπέστελλον πρὸς Τρύφωνα πρεσβευτὰς κατασπεύδοντας αὐτὸν τοῦ ἐλθεῖν πρὸς αὐτοὺς διὰ τῆς ἐρήμου καὶ ἀποστεῖλαι αὐτοῖς τροφάς. |
Α Μακ. 13,21 |
Οι στρατιώται, οι οποίοι ευρίσκοντο έντος της ακροπόλεως της Ιερουσαλήμ, έστειλαν πρεσβευτάς προς τον Τρύφωνα και τον παρακαλούσαν να σπεύση προς αυτούς δια μέσου της ερήμου και να τους στείλη τροφιμα. |
|
Α Μακ. 13,22 |
καὶ ἡτοίμασε Τρύφων πᾶσαν τὴν ἵππον αὐτοῦ ἐλθεῖν ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ, καὶ ἦν χιὼν πολλὴ σφόδρα, καὶ οὐκ ἦλθε διὰ τὴν χιόνα· καὶ ἀπῇρε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Γαλααδῖτιν. |
Α Μακ. 13,22 |
Ο Τρύφων ητοίμασε όλην την ιππικήν του δύναμιν, δια να έλθη προς αυτούς κατά την νύκτα εκείνην. Αλλά έπιπτε πυκνή χιών και δεν ημπόρεσε να φθάση εις την Ιερουσαλήμ εξ αιτίας της χιόνος. Δια τούτο ανεχώρησε και ήλθεν εις την χώραν Γαλαάδ. |
|
Α Μακ. 13,23 |
ὡς δὲ ἤγγισε τῆς Βασκαμᾶ, ἀπέκτεινε τὸν Ἰωνάθαν, καὶ ἐτάφη ἐκεῖ. |
Α Μακ. 13,23 |
Οταν δε έφθασεν εις την Βασκαμά, εφόνευσε τον Ιωνάθαν, τον οποίον και ενεταφίασαν στο μέρος εκείνο. |
|
Α Μακ. 13,24 |
καὶ ἐπέστρεψε Τρύφων καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν γῆν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 13,24 |
Επειτα ο Τρύφων επέστρεψε και επανήλθεν εις την χώραν του, την Αντιόχειαν. |
|
Α Μακ. 13,25 |
Καὶ ἀπέστειλε Σίμων καὶ ἔλαβε τὰ ὀστᾶ Ἰωνάθαν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ καὶ ἔθαψεν αὐτὰ ἐν Μωδεΐν πόλει τῶν πατέρων αὐτοῦ. |
Α Μακ. 13,25 |
Ο Σιμων έστειλε τότε άνδρας και επήρε τα οστά του αδελφού του Ιωνάθαν και τα έθαψεν εις την Μωδεΐν την πόλιν των πατέρων του. |
|
Α Μακ. 13,26 |
καὶ ἐκόψαντο αὐτὸν πᾶς Ἰσραὴλ κοπετὸν μέγαν καὶ ἐπένθησαν αὐτὸν ἡμέρας πολλάς. |
Α Μακ. 13,26 |
Ολος ο ισραηλιτικός λαός εθρήνησε με κοπετούς μεγάλους τον Ιωνάθαν, τον επένθησαν επί πολλάς ημέρας. |
|
Α Μακ. 13,27 |
καὶ ᾠκοδόμησε Σίμων ἐπὶ τὸν τάφον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ καὶ ὕψωσεν αὐτὸν τῇ ὁράσει λίθῳ ξεστῷ ἐκ τῶν ὄπισθεν καὶ ἐκ τῶν ἔμπροσθεν. |
Α Μακ. 13,27 |
Ο Σιμων ανοικοδόμησεν επάνω στον τάφον του πατρός του και των αδελφών του κενοτάφιον πολύ υψηλόν, δια να φαίνεται από μακράν με πελεκητούς λίθους από όλας τας πλευράς. |
|
Α Μακ. 13,28 |
καὶ ἔστησεν ἐπ᾿ αὐτὰ ἑπτὰ πυραμίδας, μίαν κατέναντι τῆς μιᾶς τῷ πατρὶ καὶ τῇ μητρὶ καὶ τοῖς τέσσαρσιν ἀδελφοῖς. |
Α Μακ. 13,28 |
Εδωσεν επίσης εντολήν και έστησαν επάνω από το κενοτάφιον αυτό επτά πυραμίδας, ώστε η μία να είναι απέναντι της άλλης. Τας έστησε χάριν του πατρός του και της μητρός του, και χάριν των τεσσάρων αδελφών του. |
|
Α Μακ. 13,29 |
καὶ ταύταις ἐποίησε μηχανήματα περιθεὶς στύλους μεγάλους καὶ ἐποίησεν ἐπὶ τοῖς στύλοις πανοπλίας εἰς ὄνομα αἰώνιον καὶ παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖα ἐπιγεγλυμμένα εἰς τὸ θεωρεῖσθαι ὑπὸ πάντων τῶν πλεόντων τὴν θάλασσαν. |
Α Μακ. 13,29 |
Επάνω εις αυτάς διέταξε να κατασκευάσουν έργα τέχνης, ανοικοδόμησε στύλους μεγάλους, επάνω στους οποίους απέθεσε πανοπλίας, δια να μένουν αιώνια τα ονόματά των. Πλησίον δε εις τας πανοπλίας αυτάς διέταξε να κατασκευάσουν ανάγλυφα πλοία, ώστε αυτά να είναι ορατά από όλους εκείνους, που πλέουν εις την Μεσόγειον Θαλασσαν. |
|
Α Μακ. 13,30 |
οὗτος ὁ τάφος ὃν ἐποίησεν ἐν Μωδεΐν, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. |
Α Μακ. 13,30 |
Τέτοιος ήτο ο τάφος, τον οποίον κατεσκεύασεν εις την Μωδεΐν και ο οποίος σώζεται μέχρι της ημέρας αυτής. |
|
Α Μακ. 13,31 |
Ὁ δὲ Τρύφων ἐπορεύετο δόλῳ μετὰ Ἀντιόχου τοῦ βασιλέως τοῦ νεωτέρου καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν |
Α Μακ. 13,31 |
Ο Τρύφων δολίως εφέρθη και απέναντι του βασιλέως Αντιόχου του νεωτέρου, τον οποίον και εφόνευσε. |
|
Α Μακ. 13,32 |
καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ᾿ αὐτοῦ καὶ περιέθετο διάδημα τῆς Ἀσίας καὶ ἐποίησε πληγὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς. |
Α Μακ. 13,32 |
Ετσι δε έγινε βασιλεύς αντ' αυτού, εφόρεσε το βασιλικόν διάδημα της Ασίας και επροξένησε μεγάλας συμφοράς εις την χώραν. |
|
Α Μακ. 13,33 |
καὶ ᾠκοδόμησε Σίμων τὰ ὀχυρώματα τῆς Ἰουδαίας, καὶ περιετείχισε πύργοις ὑψηλοῖς καὶ τείχεσι μεγάλοις καὶ πύλαις καὶ μοχλοῖς καὶ ἔθετο βρώματα ἐν τοῖς ὀχυρώμασι. |
Α Μακ. 13,33 |
Ο Σιμων ανοικοδόμησε πάλιν τας οχυράς πόλεις της Ιουδαίας, τας περιετείχισε με μεγάλα τείχη και υψηλούς πύργους και πύλας ισχυράς και μοχλούς και εναποθήκευσεν εις τας πόλεις αυτάς τροφάς. |
|
Α Μακ. 13,34 |
καὶ ἐπέλεξε Σίμων ἄνδρας καὶ ἀπέστειλε πρὸς Δημήτριον τὸν βασιλέα τοῦ ποιῆσαι ἄφεσιν τῇ χώρᾳ, ὅτι πᾶσαι αἱ πράξεις Τρύφωνος ἦσαν ἁρπαγαί. |
Α Μακ. 13,34 |
Εδιάλεξε δε άνδρας, τους οποίους και έστειλε προς τον βασιλέα Δημήτριον, δια να τον παρακαλέση και απαλλάξη τους Ιουδαίους από τους φόρους, διότι όλαι αι πράξστου Τρύφωνος ήσαν λεηλασίαι, εξ αιτίας των οποίων και η χώρα έμεινε πτωχή. |
|
Α Μακ. 13,35 |
καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ Δημήτριος ὁ βασιλεὺς κατὰ τοὺς λόγους τούτους καὶ ἀπεκρίθη αὐτῷ καὶ ἔγραψεν αὐτῷ ἐπιστολὴν τοιαύτην· |
Α Μακ. 13,35 |
Ο βασιλεύς Δημήτριος απήντησε προς αυτόν κατά την επιθυμίαν του και του έγραψε την ακόλουθον επιστολήν· |
|
Α Μακ. 13,36 |
«Βασιλεὺς Δημήτριος Σίμωνι ἀρχιερεῖ καὶ φίλῳ βασιλέων καὶ πρεσβυτέροις καὶ ἔθνει Ἰουδαίων χαίρειν. |
Α Μακ. 13,36 |
“Ο βασιλεύς Δημήτριος χαιρετά τον αρχιερέα Σιμωνα φίλον των βασιλέων, τους πρεσβυτέρους και όλον τον ιουδαϊκόν λαόν. |
|
Α Μακ. 13,37 |
τὸν στέφανον τὸν χρυσοῦν καὶ τὴν βαΐνην, ἣν ἀπεστείλατε, κεκομίσμεθα καὶ ἕτοιμοί ἐσμεν τοῦ ποιεῖν ὑμῖν εἰρήνην μεγάλην καὶ γράφειν τοῖς ἐπὶ τῶν χρειῶν τοῦ ἀφιέναι ὑμῖν ἀφέματα. |
Α Μακ. 13,37 |
Ελάβομεν τον χρυσούν στέφανον και την πλεκτήν από φοινικόφυλλα πολύτιμον ράδδον, που μας εστείλατε, και είμεθα έτοιμοι να συνάψωμεν σταθεράν και μόνιμον ειρήνην, να γράψωμεν δε και προς τους βασιλικούς υπαλλήλους μας να σας απαλλάξουν από τας φορολογικάς υποχρεώσεις σας. |
|
Α Μακ. 13,38 |
καὶ ὅσα ἑστήκαμεν πρὸς ὑμᾶς, ἕστηκε, καὶ τὰ ὀχυρώματα, ἃ ᾠκοδομήκατε, ὑπαρχέτω ὑμῖν. |
Α Μακ. 13,38 |
Ολα όσα έχομεν αποφασίσει προς χάριν σας, θα είναι έγκυρα και σταθερά. Αι οχυραί πόλεις, τας οποίας οικοδομήσατε, ας μένουν υπό την κυριότητά σας. |
|
Α Μακ. 13,39 |
ἀφίεμεν δὲ ἀγνοήματα καὶ τὰ ἁμαρτήματα ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας καὶ τὸν στέφανον, ὃν ὠφείλετε, καὶ εἴ τι ἄλλο ἐτελωνεῖτο ἐν Ἱερουσαλήμ, μηκέτι τελωνείσθω. |
Α Μακ. 13,39 |
Αμνηστεύομεν όλας τας πλάνας και όλα τα σφάλματά σας, που διεπράχθησαν έως την ημέραν αυτήν. Παραιτούμεθα από τον βασιλικόν στέφανον, τον οποίον είχατε υποχρέωσιν να προσφέρετε. Επί πλέον δε ορίζομεν να μη εισπράττεται και κάθε άλλος φόρος, ο οποίος εισεπράττετο έως τώρα εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 13,40 |
καὶ εἴ τινες ἐπιτήδειοι ὑμῶν γραφῆναι εἰς τοὺς περὶ ἡμᾶς, ἐγγραφέσθωσαν, καὶ γινέσθω ἀναμέσον ἡμῶν εἰρήνη». |
Α Μακ. 13,40 |
Εάν δε μερικοί άνδρες από σας ικανοί επιθυμούν να καταγραφούν εις την βασιλικήν φρουράν, ας καταγραφούν και ας υπάρχη πλήρης ειρήνη μεταξύ μας”. |
|
Α Μακ. 13,41 |
ἔτους ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ᾔρθη ὁ ζυγὸς τῶν ἐθνῶν ἀπὸ τοῦ Ἰσραήλ, |
Α Μακ. 13,41 |
Ετσι κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν έτος αφηρέθη ο ζυγός των ειδωλολατρικών εθνών από το έθνος του Ισραήλ. |
|
Α Μακ. 13,42 |
καὶ ἤρξατο ὁ λαὸς Ἰσραὴλ γράφειν ἐν ταῖς συγγραφαῖς καὶ συναλλάγμασιν ἔτους πρώτου ἐπὶ Σίμωνος ἀρχιερέως μεγάλου καὶ στρατηγοῦ καὶ ἡγουμένου Ἰουδαίων. |
Α Μακ. 13,42 |
Νέον τότε εποχήν ενεκαινίασεν ο ισραηλιτικός λαός και ήρχισε να γράφή εις τα συμφωνητικά και τα συμβόλαια αυτού· “Κατά το πρώτον έτος του Σιμωνος, του μεγάλου αρχιερέως, του στρατηγού και αρχηγού των Ιουδαίων”. |
|
Α Μακ. 13,43 |
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παρενέβαλε Σίμων ἐπὶ Γάζαρα καὶ ἐκύκλωσεν αὐτὴν παρεμβολαῖς καὶ ἐποίησεν ἑλεπόλεις καὶ προσήγαγε τῇ πόλει καὶ ἐπάταξε πύργον ἕνα καὶ κατελάβετο. |
Α Μακ. 13,43 |
Κατά τας ημέρας εκείνας ο Σιμων εξεστράτευσεν εναντίον των Γαζάρων, περιεκύκλωσε την πόλιν αυτήν με στρατόν, κατεσκεύασε κινητούς πολιορκητικούς πύργους, επλησίασε με αυτούς την πόλιν και ήνοιξε ρήγμα εις μίαν από τας επάλξεις της, την οποίαν και κατέλαβε. |
|
Α Μακ. 13,44 |
καὶ ἐξήλλοντο οἱ ἐν τῇ ἑλεπόλει εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἐγένετο κίνημα μέγα ἐν τῇ πόλει. |
Α Μακ. 13,44 |
Οι άνδρες, που ήσαν στον κινητόν αυτόν πολιορκητικόν πύργον, επήδησαν μέσα εις την πόλιν, πράγμα το οποίον προεκάλεσε μεγάλην αναταραχήν εις αυτήν. |
|
Α Μακ. 13,45 |
καὶ ἀνέβησαν οἱ ἐν τῇ πόλει σὺν ταῖς γυναιξὶ καὶ τοῖς τέκνοις ἐπὶ τὸ τεῖχος διεῤῥηχότες τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἐβόησαν φωνῇ μεγάλῃ ἀξιοῦντες Σίμωνα δεξιὰς αὐτοῖς δοῦναι |
Α Μακ. 13,45 |
Οι κάτοικοι τότε με τας γυναίκας και τα παιδιά των ανέβησαν επάνω εις τα τείχη, διέρρηξαν τα ενδύματά των και εφώναξαν με ικετευτικήν μεγάλην κραυγήν, παρακαλούσαν τον Σιμωνα να κάμη ειρήνην με αυτούς |
|
Α Μακ. 13,46 |
καὶ εἶπαν· μὴ ἡμῖν χρήσῃ κατὰ τὰς πονηρίας ἡμῶν, ἀλλὰ κατὰ τὸ ἔλεός σου. |
Α Μακ. 13,46 |
και του έλεγαν· “μη φερθής προς ημάς κατά την κακίαν μας, αλλά κατά το ιδικόν σου έλεος”. |
|
Α Μακ. 13,47 |
καὶ συνελύθη Σίμων αὐτοῖς καὶ οὐκ ἐπολέμησεν αὐτούς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἐκαθάρισε τὰς οἰκίας, ἐν αἷς ἦν τὰ εἴδωλα, καὶ οὕτως εἰσῆλθεν εἰς αὐτὴν ὑμνῶν καὶ εὐλογῶν. |
Α Μακ. 13,47 |
Ο Σιμων συνεκινήθη από αυτούς και εσταμάτησε πλέον τον πόλεμον. Τους κατοίκους όμως τους εδίωξεν από την πόλιν, εκαθάρισε τας οικίας, μέσα εις τας οποίας υπήρχαν είδωλα, και έτσι εισήλθεν εις την πόλιν υμνών και δοξάζων τον Θεόν. |
|
Α Μακ. 13,48 |
καὶ ἐξέβαλεν ἐξ αὐτῆς πᾶσαν ἀκαθαρσίαν καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ ἄνδρας, οἵτινες τὸν νόμον ποιοῦσι, καὶ προσωχύρωσεν αὐτὴν καὶ ᾠκοδόμησεν ἑαυτῷ ἐν αὐτῇ οἴκησιν. |
Α Μακ. 13,48 |
Αφού δε εκαθάρισε την πόλιν από τας ειδωλολατρικάς μολύνσεις, εγκατέστησεν εκεί Ιουδαίους άνδρας, οι οποίοι ετήρουν τον νόμον του Θεού, ωχύρωσε την πόλιν και ανοικοδόμησεν εντός αυτής οικίαν δια τον εαυτόν του. |
|
Α Μακ. 13,49 |
οἱ δὲ ἐκ τῆς ἄκρας ἐν Ἱερουσαλὴμ ἐκωλύοντο ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι εἰς τὴν χώραν καὶ ἀγοράζειν καὶ πωλεῖν καὶ ἐπείνασαν σφόδρα, καὶ ἀπώλοντο ἐξ αὐτῶν ἱκανοὶ τῇ λιμῷ. |
Α Μακ. 13,49 |
Οι εχθροί, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, εδυσκολεύοντο πλέον να εισέρχωνται και να εξέρχωνται εις την χώραν της Ιουδαίας, δια να αγοράζουν η να πωλούν. Δια τούτο και επείνασαν πάρα πολύ. Εξ αιτίας δε της πείνης των αυτής απέθανον αρκετοί από αυτούς. |
|
Α Μακ. 13,50 |
καὶ ἐβόησαν πρὸς Σίμωνα δεξιὰς λαβεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς· καὶ ἐξέβαλεν αὐτοὺς ἐκεῖθεν καὶ ἐκαθάρισε τὴν ἄκραν ἀπὸ τῶν μιασμάτων. |
Α Μακ. 13,50 |
Εβόησαν δε με ικετευτικήν φωνήν προς τον Σιμωνα να συνάψη ειρήνην, και εκείνος εσυνθηκολόγησε μαζή των, τους έδιωξεν όμως από την ακρόπολιν, την οποίαν και εκαθάρισεν από τα ειδωλολατρικά μιάσματα. |
|
Α Μακ. 13,51 |
καὶ εἰσῆλθον εἰς αὐτὴν τῇ τρίτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ δευτέρου μηνὸς ἔτους ἑνὸς καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ μετὰ αἰνέσεως καὶ βαΐων καὶ ἐν κινύραις καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν νάβλαις καὶ ἐν ὕμνοις καὶ ἐν ᾠδαῖς, ὅτι συνετρίβη ἐχθρὸς μέγας ἐξ Ἰσραήλ. |
Α Μακ. 13,51 |
Οι Ιουδαίοι εισήλθαν εις την ακρόπολιν αυτήν κατά την εικοστήν τρίτην του δευτέρου μηνός του εκατοστού εβδομηκοστού πρώτου έτους, δοξολογούντες τον Θεόν και φέροντες εις τα χέρια των κλάδους, παίζοντες κιθάρας, κύμβαλα, νάβλας, έψαλλον δε ύμνους και ωδάς, διότι ένας πολύ μεγάλος εχθρός είχε συντριβή και είχε λείψει πλέον εκ μέσου του Ισραηλιτικού λαού. |
|
Α Μακ. 13,52 |
καὶ ἔστησε κατ᾿ ἐνιαυτὸν τοῦ ἄγειν τὴν ἡμέραν ταύτην μετ᾿ εὐφροσύνης. καὶ προσωχύρωσε τὸ ὄρος τοῦ ἱεροῦ τὸ παρὰ τὴν ἄκραν· καὶ ᾤκει ἐκεῖ αὐτὸς καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 13,52 |
Ωρισε δε ο Σιμων να εορτάζεται κάθε έτος η ημέρα αυτή με πολλήν χαράν. Ωχύρωσε δε ακόμη περισσότερον τον οχυρόν λόφον του ναού, που ευρίσκετο πλησίον της ακροπόλεως. Εκεί δε κατώκησεν ο ίδιος και οι ιδικοί του. |
|
Α Μακ. 13,53 |
καὶ εἶδε Σίμων τὸν Ἰωάννην υἱὸν αὐτοῦ, ὅτι ἀνήρ ἐστι, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἡγούμενον τῶν δυνάμεων πασῶν· καὶ ᾤκει ἐν Γαζάροις. |
Α Μακ. 13,53 |
Είδεν ο Σιμων ότι ο υιός του ο Ιωάννης είναι ανήρ πλέον και μάλιστα γενναίος και τον κατέστησεν αρχηγόν όλων τω στρατιωτικών του δυνάμεων. Ο Ιωάννης ήλθε και εγκατεστάθη, ως εις έδραν του εις την πάλιν Γαζαρα. |
|
Κεφάλαιο 14ο |
Α Μακ. 14,1 |
Καὶ ἐν ἔτει δευτέρῳ καὶ ἑβδομηκοστῷ καὶ ἑκατοστῷ συνήγαγε Δημήτριος ὁ βασιλεὺς τὰς δυνάμεις αὐτοῦ καὶ ἐπορεύθη εἰς Μηδίαν τοῦ ἐπισπάσασθαι βοήθειαν αὐτῷ, ὅπως πολεμήσῃ τὸν Τρύφωνα. |
Α Μακ. 14,1 |
Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν δεύτερον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο βασιλεύς Δημήτριος συνεκέντρωσε τας στρατιωτικάς του δυνάμεις και επορεύθη εις την Μηδίαν, δια να προσλάβη στρατιώτας, ικανούς να τον βοηθήσουν να πολεμήση εναντίον του Τρύφωνος. |
|
Α Μακ. 14,2 |
καὶ ἤκουσεν Ἀρσάκης ὁ βασιλεὺς τῆς Περσίδος καὶ Μηδίας ὅτι ἦλθε Δημήτριος εἰς τὰ ὅρια αὐτοῦ, καὶ ἀπέστειλεν ἕνα τῶν ἀρχόντων αὐτοῦ συλλαβεῖν αὐτὸν ζῶντα. |
Α Μακ. 14,2 |
Ο Αρσάκης, ο βασιλεύς της Περσίας και της Μηδίας, όταν επληροφορήθη ότι ο Δημήτριος εισήλθεν εις την χώραν του, έστειλεν ένα αυτό τους στρατηγούς του, να τον συλλάβη ζωντανόν. |
|
Α Μακ. 14,3 |
καὶ ἐπορεύθη καὶ ἐπάταξε τὴν παρεμβολὴν Δημητρίου καὶ συνέλαβεν αὐτὸν καὶ ἤγαγεν αὐτὸν πρὸς Ἀρσάκην, καὶ ἔθετο αὐτὸν ἐν φυλακῇ. |
Α Μακ. 14,3 |
Ο στρατηγός αυτός εβάδισε, εκτύπησε και ενίκησε τον στρατόν του Δημητρίου. Συνέλαβεν αυτόν τον ίδιον αιχμάλωτον και τον οδήγησε προς τον Αρσάκην, ο οποίος και τον έκλεισεν εις την φυλακήν. |
|
Α Μακ. 14,4 |
Καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ Ἰούδα πάσας τὰς ἡμέρας Σίμωνος, καὶ ἐζήτησαν ἀγαθὰ τῷ ἔθνει αὐτοῦ, καὶ ἤρεσεν αὐτοῖς ἡ ἐξουσία αὐτοῦ καὶ ἡ δόξα αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας. |
Α Μακ. 14,4 |
Εις όλην την χώραν της Ιουδαίας επικρατούσεν ησυχία και ειρήνη καθ' όλας τας ημέρας του Σιμωνος. Αυτός δε και οι περί αυτόν επεδίωξαν και ειργάσθησαν εις ειρηνικά έργα δια το καλόν του έθνους του. Η διοίκησίς του ήρεσεν στους Εβραίους και η δόξα τον συνώδευεν εις όλας τας ημέρας της ζωής του. |
|
Α Μακ. 14,5 |
καὶ μετὰ πάσης τῆς δόξης αὐτοῦ ἔλαβε τὴν Ἰόππην εἰς λιμένα καὶ ἐποίησεν εἴσοδον ταῖς νήσοις τῆς θαλάσσης. |
Α Μακ. 14,5 |
Ενας επί πλέον τίτλος της λαμπράς του δόξης ήτο και το γεγονός, ότι κατέλαβε την Ιόππην, την οποίαν έκαμε λιμένα, και δι' αυτής εισέπλεεν εις τας νήσους της Μεσογείου Θαλάσσης. |
|
Α Μακ. 14,6 |
καὶ ἐπλάτυνε τὰ ὅρια τῷ ἔθνει αὐτοῦ καὶ ἐκράτησε τῆς χώρας. |
Α Μακ. 14,6 |
Εις τας ημέρας του ευωδώθη και επετεύχθη δια των χειρών τοω η εκδίωξις των ξένων εχθρών από την χώραν των Ιουδαίων, όπως επίσης και εκείνων που είχαν εγκατασταθή εις την πόλιν Δαυίδ εν Ιερουσαλήμ. Αυτοί εχρησιμοποιούσαν την ακρόπολιν ως ορμητήριόν των, από όπου έκαναν εξορμήσεις και εμίαιναν τα γύρω από τον ναόν και επέφερον μεγάλην καταστροφήν εις την ιερότητα και καθαρότητα του ναού. |
|
Α Μακ. 14,7 |
καὶ συνήγαγεν αἰχμαλωσίαν πολλὴν καὶ ἐκυρίευσε Γαζάρων καὶ Βαιθσούρων καὶ τῆς ἄκρας· καὶ ἐξῇρε τὰς ἀκαθαρσίας ἐξ αὐτῆς, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἀντικείμενος αὐτῷ. |
Α Μακ. 14,7 |
Συνεκέντρωσε μεγάλον αριθμόν αιχμαλώτων, κατέλαβε τα Γαζαρα, την Βαιθσούραν, την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, την οποίαν και εκαθάρισεν από τα ειδωλολατρικά μιάσματα. Δεν υπήρχε δε κανείς πλέον έχθρυς ανθιστάμενος εις αυτόν. |
|
Α Μακ. 14,8 |
καὶ ἦσαν γεωργοῦντες τὴν γῆν αὐτῶν μετ᾿ εἰρήνης, καὶ ἡ γῆ ἐδίδου τὰ γεννήματα αὐτῆς καὶ τὰ ξύλα τῶν πεδίων τὸν καρπὸν αὐτῶν. |
Α Μακ. 14,8 |
Οι Ισραηλίται εκαλλιεργούσαν τους αγρούς των ειρηνικοί, η δε γη απέδιδε τα προϊόντα της και τα καρποφόρα δένδρα των αγρών έδιδαν τους καρπούς των. |
|
Α Μακ. 14,9 |
πρεσβύτεροι ἐν ταῖς πλατείαις ἐκάθηντο, πάντες περὶ ἀγαθῶν ἐκοινολογοῦντο, καὶ οἱ νεανίσκοι ἐνεδύσαντο δόξας καὶ στολὰς πολέμου. |
Α Μακ. 14,9 |
Οι γεροντότεροι εκάθηντο εις τας πλατείας και συνεζήτουν όλοι δια τα αγαθά και την ειρήνην της χώρας των, ενώ οι νεώτεροι εφορούσαν πολυτελείς και πολεμικάς στολάς. |
|
Α Μακ. 14,10 |
ταῖς πόλεσιν ἐχορήγησε βρώματα καὶ ἔταξεν αὐτὰς ἐν σκεύεσιν ὀχυρώσεως, ἕως ὅτου ὠνομάσθη τὸ ὄνομα τῆς δόξης αὐτοῦ ἕως ἄκρου τῆς γῆς. |
Α Μακ. 14,10 |
Ο Σιμων εχορήγει τροφάς εις τας πόλεις και ενίσχυεν αυτάς με οχυρωματικά έργα. Ετσι το όνομά του έγινε γνωστόν και ένδοξον έως εις τα άκρα του κόσμου. |
|
Α Μακ. 14,11 |
ἐποίησε τὴν εἰρήνην ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ εὐφράνθη Ἰσραὴλ εὐφροσύνην μεγάλην. |
Α Μακ. 14,11 |
Αποκατέστησε αδιατάρακτον την ειρήνην εις την χώραν του, ο δε ισραηλιτικός λαός απελάμβανε μεγάλην χαράν και ευφροσύνην. |
|
Α Μακ. 14,12 |
καὶ ἐκάθισεν ἕκαστος ὑπὸ τὴν ἄμπελον αὐτοῦ καὶ τὴν συκῆν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἦν ὁ ἐκφοβῶν αὐτούς. |
Α Μακ. 14,12 |
Ο καθένας εκάθητο κάτω από την κληματαριάν του και την συκήν του, και δεν υπήρχε κανείς πλέον να τους εκφοβίζη. |
|
Α Μακ. 14,13 |
καὶ ἐξέλιπεν ὁ πολεμῶν αὐτοὺς ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ οἱ βασιλεῖς συνετρίβησαν ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις. |
Α Μακ. 14,13 |
Εξέλιπε κάθε πολέμιος από την χώραν των και οι εχθροί βασιλείς είχαν συντριβή κατά τας ημέρας εκείνας. |
|
Α Μακ. 14,14 |
καὶ ἐστήρισε πάντας τοὺς ταπεινοὺς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ· τὸν νόμον ἐξεζήτησε καὶ ἐξῇρε πάντα ἄνομον καὶ πονηρόν· |
Α Μακ. 14,14 |
Υπήρξε το στήριγμα όλων των ταλαιπωρημένων ανθρώπων του λαού του. Εμελέτα και εφήρμοζε τον Νομον, και έβγαλεν εκ μέσου των Ισραηλιτών κάθε παράνομον και κακόν. |
|
Α Μακ. 14,15 |
τὰ ἅγια ἐδόξασε, καὶ ἐπλήθυνε τὰ σκεύη τῶν ἁγίων. |
Α Μακ. 14,15 |
Εδόξασε τον ιερόν τόπον και επλούτισεν εις αριθμόν και ποιόν τα ιερά σκεύη του ναού. |
|
Α Μακ. 14,16 |
Καὶ ἠκούσθη ἐν Ῥώμῃ, ὅτι ἀπέθανεν Ἰωνάθαν, καὶ ἕως Σπάρτης, καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα. |
Α Μακ. 14,16 |
Οταν ηκούσθη έως εις την Ρωμην και εις την Σπάρτην, ότι ο Ιωνάθαν απέθανεν, ελυπήθησαν πάρα πολύ και οι Ρωμαίοι και οι Σπαρτιάται. |
|
Α Μακ. 14,17 |
ὡς δὲ ἤκουσαν, ὅτι Σίμων ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ γέγονεν ἀντ᾿ αὐτοῦ ἀρχιερεὺς καὶ ἐπικρατεῖ τῆς χώρας καὶ τῶν πόλεων τῶν ἐν αὐτῇ, |
Α Μακ. 14,17 |
Οταν όμως έμαθαν ότι ο Σιμων ο αδελφός του τον διεδέχθη εις την αρχιερωσύνην και ότι αυτός είναι άρχων της Ιουδαίας και των πόλεων, που ευρίσκοντο εις αυτήν, |
|
Α Μακ. 14,18 |
ἔγραψαν πρὸς αὐτὸν δέλτοις χαλκαῖς τοῦ ἀνανεώσασθαι πρὸς αὐτὸν φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν, ἣν ἔστησαν πρὸς Ἰούδαν καὶ Ἰωνάθαν τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ. |
Α Μακ. 14,18 |
έγραψαν προς αυτόν επιστολήν επάνω εις χαλκίνας πλάκας, δια να ανανεώσουν την φιλίαν και συμμαχίαν των προς αυτόν, την οποίαν προηγουμένως είχον συνάψει με τον Ιούδαν και τον Ιωνάθαν, τους αδελφούς του. |
|
Α Μακ. 14,19 |
καὶ ἀνεγνώσθησαν ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας ἐν Ἱερουσαλήμ. |
Α Μακ. 14,19 |
Αι επιστολαί αυταί ανεγνώσθησαν ενώπιον της συγκεντρώσεως όλων των Ιουδαίων εις την Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 14,20 |
καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῶν ἐπιστολῶν, ὧν ἀπέστειλαν οἱ Σπαρτιάται· «Σπαρτιατῶν ἄρχοντες καὶ ἡ πόλις Σίμωνι ἱερεῖ μεγάλῳ καὶ τοῖς πρεσβυτέροις καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ τῷ λοιπῷ δήμῳ τῶν Ἰουδαίων ἀδελφοῖς χαίρειν. |
Α Μακ. 14,20 |
Αυτό δε είναι το περιεχόμενον της επιστολής, την οποίαν έστειλαν οι Σπαρτιάται· “Οι άρχοντες των Σπαρτιατών και όλη η πόλις χαιρετούν τον Σιμωνα, τον μέγαν αρχιερέα, τους πρεσβυτέρους, τους ιερείς και τους άλλους άνδρας των Ιουδαίων, τους αδελφούς μας. |
|
Α Μακ. 14,21 |
οἱ πρεσβευταὶ οἱ ἀποσταλέντες πρὸς τὸν δῆμον ἡμῶν ἀπήγγειλαν ἡμῖν περὶ τῆς δόξης ὑμῶν καὶ τιμῆς, καὶ ηὐφράνθημεν ἐπὶ τῇ ἐφόδῳ αὐτῶν. |
Α Μακ. 14,21 |
Οι πρεσβευταί, τους οποίους εστείλατε στον λαόν μας, ανήγγειλαν εις ημάς την δόξαν σας και την τιμήν, που απολαμβάνετε σήμερον, ημείς δε ηυχαριστήθημεν πολύ δια την έλευσίν των. |
|
Α Μακ. 14,22 |
καὶ ἀνεγράψαμεν τὰ ὑπ᾿ αὐτῶν εἰρημένα ἐν ταῖς βουλαῖς τοῦ δήμου οὕτως· Νουμήνιος Ἀντιόχου καὶ Ἀντίπατρος Ἰάσωνος πρεσβευταὶ Ἰουδαίων ἤλθοσαν πρὸς ἡμᾶς ἀνανεούμενοι τὴν πρὸς ἡμᾶς φιλίαν. |
Α Μακ. 14,22 |
Ανεκοινώσαμεν και κατεχωρήσαμεν τα λεχθέντα από αυτούς εις τας αποφάσστου δήμου ως εξής· Ο Νουμήνιος ο υιός του Αντιόχου, και ο Αντίπατρος ο υιός του Ιάσωνος, πρεσβευταί από τους Ιουδαίους ήλθον προς ημάς με τον σκοπον να ανανεώσουν την προς ημάς φιλίαν. |
|
Α Μακ. 14,23 |
καὶ ἤρεσε τῷ δήμῳ ἐπιδέξασθαι τοὺς ἄνδρας ἐνδόξως καὶ τοῦ θέσθαι τὸ ἀντίγραφον τῶν λόγων αὐτῶν ἐν τοῖς ἀποδεδειγμένοις τῶ δήμῳ βιβλίοις τοῦ ἔχειν μνημόσυνον τὸν δῆμον τῶν Σπαρτιατῶν. τὸ δὲ ἀντίγραφον τούτων ἐγράψαμεν Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ». |
Α Μακ. 14,23 |
Ηρεσε και ενέκρινεν ο δήμος να υποδεχθώμεν τους άνδρας αυτούς με κάθε τιμήν και να καταθέσωμεν αντίγραφον των προτάσεών των εις τα επίσημα βιβλία του δήμου, ώστε ο δήμος να διατηρηή την ανάμνησιν αυτών. Αντίγραφον δε τούτων εγράψαμεν και αποστέλλομεν στον Σιμωνα τον αρχιερέα”. |
|
Α Μακ. 14,24 |
Μετὰ δὲ ταῦτα ἀπέστειλε Σίμων τὸν Νουμήνιον εἰς Ῥώμην ἔχοντα ἀσπίδα χρυσῆν μεγάλην ὁλκῆς μνῶν χιλίων εἰς τὸ στῆσαι πρὸς αὐτοὺς τὴν συμμαχίαν. |
Α Μακ. 14,24 |
Μετά ταύτα ο Σιμων απέστειλεν εις την Ρωμην τον Νουμήνιον μεταφέροντα μεγάλην χρυσήν ασπίδα βάρους χιλίων μνων, δια να ανανεώση και επικυρώση την συμμαχίαν με αυτούς. |
|
Α Μακ. 14,25 |
Ὡς δὲ ἤκουσεν ὁ δῆμος τῶν λόγων τούτων, εἶπαν· τίνα χάριν ἀποδώσομεν Σίμωνι καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ; |
Α Μακ. 14,25 |
Οταν ο λαός της Ρωμης έμαθε τα πράγματα αυτά είπεν· “Ποίον δείγμα της ευγνωμοσύνης μας θα δώσωμεν τώρα στον Σιμωνα και τα παιδιά του; |
|
Α Μακ. 14,26 |
ἐστήρισε γὰρ αὐτὸς καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ ἐπολέμησαν τοὺς ἐχθροὺς Ἰσραὴλ ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ ἔστησαν αὐτῷ ἐλευθερίαν. καὶ κατέγραψαν ἐν δέλτοις χαλκαῖς καὶ ἔθεντο ἐν στήλαις ἐν ὄρει Σιών. |
Α Μακ. 14,26 |
Διότι αυτός και οι αδελφοί του και ο οίκος του πατρός των εφάνησαν σταθεροί εις την φιλίαν των προς ημάς. Επολέμησαν δε και εξεδίωξαν τους εχθρούς του Ισραηλιτικού λαού και εστερέωσαν την ελευθερίαν αυτού”. Αυτά δε τα έργα εχάραξαν εις χαλκίνους πίνακας, τους οποίους εκρέμασαν εις στήλας στο όρος Σιών. |
|
Α Μακ. 14,27 |
καὶ τοῦτο τὸ ἀντίγραφον τῆς γραφῆς· «Ὀκτωκαιδεκάτῃ Ἐλούλ, ἔτους δευτέρου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ -καὶ τοῦτο τρίτον ἔτος ἐπὶ Σίμωνος ἀρχιερέως |
Α Μακ. 14,27 |
Ιδού δε και το αντίγραφον αυτών· “Κατά την δεκάτην ογδόην ημέραν του Ελούλ, του εκατοστού εβδομηκοστού δευτέρου έτους της χρονολογίας των Σελευκιδών- αυτό συμπίπτει προς το τρίτον έτος του Σιμωνος του αρχιερέως, |
|
Α Μακ. 14,28 |
ἐν ἀσαραμὲλ- ἐπὶ συναγωγῆς μεγάλης ἱερέων καὶ λαοῦ καὶ ἀρχόντων ἔθνους καὶ τῶν πρεσβυτέρων τῆς χώρας ἐγνώρισεν ἡμῖν· |
Α Μακ. 14,28 |
εις ασαραμελ-κατά μίαν μεγάλην συγκέντρωσιν ιερέων και λαού και αρχόντων του έθνους και των πρεσβυτέρων της χώρας εκοινοποιήθησαν εις ημάς τα εξής· |
|
Α Μακ. 14,29 |
ἐπεὶ πολλάκις ἐγενήθησαν πόλεμοι ἐν τῇ χώρᾳ, Σίμων δὲ ὁ υἱὸς Ματταθίου ὁ υἱὸς τῶν υἱῶν Ἰωαρὶβ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἔδωκαν ἑαυτοὺς τῷ κινδύνῳ καὶ ἀντέστησαν τοῖς ὑπεναντίοις τοῦ ἔθνους αὐτῶν, ὅπως σταθῇ τὰ ἅγια αὐτῶν καὶ ὁ νόμος, καὶ δόξῃ μεγάλῃ ἐδόξασαν τὸ ἔθνος αὐτῶν. |
Α Μακ. 14,29 |
Επειδή πολλές φορές πόλεμοι εξερράγησαν εναντίον της χώρας μας ο Σιμων ο υιός του Ματταθίου, από τους απογόνους του Ιωαρίβ, και οι αδελφοί αυτού εξετέθησαν εις κίνδυνον, αντέστησαν εναντίον των εχθρών του έθνους των, δια να ίσταται όρθιος ο ναός του Κυρίου και να ισχύη ο νόμος ο θείος. Αυτοί με μεγάλην δόξαν εδόξασαν το έθνος των. |
|
Α Μακ. 14,30 |
καὶ ἤθροισεν Ἰωνάθαν τὸ ἔθνος αὐτῶν καὶ ἐγενήθη αὐτοῖς ἀρχιερεὺς καὶ προσετέθη πρὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ, |
Α Μακ. 14,30 |
Ο Ιωνάθαν συνεκέντρωσε το έθνος των, εγινεν στους Ισραηλίτας αρχιερεύς και όταν απέθανε προσετέθη στον λαόν του. |
|
Α Μακ. 14,31 |
καὶ ἐβουλήθησαν οἱ ἐχθροὶ αὐτῶν ἐμβατεῦσαι εἰς τὴν χώραν αὐτῶν τοῦ ἐκτρῖψαι τὴν χώραν αὐτῶν καὶ ἐκτεῖναι χεῖρας ἐπὶ τὰ ἅγια αὐτῶν. |
Α Μακ. 14,31 |
Οι εχθροί ηθέλησαν να εισχωρήσουν εις την χώραν των Ιουδαίων, να καταστρέψουν αυτήν και έπειτα να απλώσουν τα χέρια των στον ιερόν ναόν των. |
|
Α Μακ. 14,32 |
τότε ἀνέστη Σίμων, καὶ ἐπολέμησε περὶ τοῦ ἔθνους αὐτοῦ καὶ ἐδαπάνησε χρήματα πολλὰ τῶν ἑαυτοῦ καὶ ὡπλοδότησε τοὺς ἄνδρας τῆς δυνάμεως τοῦ ἔθνους αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς ὀψώνια |
Α Μακ. 14,32 |
Τοτε εξηγέρθη ο Σιμων και επολέμησεν υπέρ του έθνους του, εδαπάνησε πολλά χρήματα ιδικά του, ώπλισε γενναίους άνδρας από το έθνος του και έδωκεν εις αυτούς μισθούς. |
|
Α Μακ. 14,33 |
καὶ ὠχύρωσε τὰς πόλεις τῆς Ἰουδαίας καὶ τὴν Βαιθσούραν τὴν ἐπὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἰουδαίας, οὗ ἦν τὰ ὅπλα τῶν πολεμίων τὸ πρότερον, καὶ ἔθετο ἐκεῖ φρουρὰν ἄνδρας Ἰουδαίους. |
Α Μακ. 14,33 |
Ωχύρωσε τας πόλεις της Ιουδαίας και την Βαιθσούραν, η οποία ευρίσκεται εις τα σύνορα της Ιουδαίας, όπου υπήρχον τα οπλοστάσια των εχθρών προηγουμένως. Εκεί δε ετοποθέτησεν ως φρουράν άνδρας Ιουδαίους. |
|
Α Μακ. 14,34 |
καὶ Ἰόππην ὠχύρωσε τὴν ἐπὶ τῆς θαλάσσης καὶ τὴν Γάζαρα τὴν ἐπὶ τῶν ὁρίων Ἀζώτου, ἐν ᾗ ᾤκουν οἱ πολέμιοι τὸ πρότερον ἐκεῖ, καὶ κατῴκισεν ἐκεῖ Ἰουδαίους, καὶ ὅσα ἐπιτήδεια ἦν πρὸς τὴν τούτων ἐπανόρθωσιν, ἔθετο ἐν αὐτοῖς. |
Α Μακ. 14,34 |
Ωχύρωσε την Ιόππην την παραθαλασσίαν, την πόλιν Γαζαρα εις τα όρια της Αζώτου, εις την οποίαν άλλοτε κατοικούσαν οι εχθροί. Εκεί εγκατέστησεν Ιουδαίους και την εφωδίασε με όσα ήσαν απαραίτητα δια την διατροφήν και την υπεράσπισιν των κατοίκων. |
|
Α Μακ. 14,35 |
καὶ εἶδεν ὁ λαὸς τὴν πρᾶξιν τοῦ Σίμωνος καὶ τὴν δόξαν, ἣν ἐβουλεύσατο ποιῆσαι τῷ ἔθνει αὐτοῦ, καὶ ἔθεντο αὐτὸν ἡγούμενον αὐτῶν καὶ ἀρχιερέα διὰ τὸ αὐτὸν πεποιηκέναι πάντα ταῦτα καὶ τὴν δικαιοσύνην καὶ τὴν πίστιν, ἣν συνετήρησε τῷ ἔθνει αὐτοῦ, καὶ ἐζήτησε παντὶ τρόπῳ ὑψῶσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 14,35 |
Ο ισραηλιτικός λαός είδε τα έργα του Σιμωνος και την δόξαν, την οποίαν ήθελε να δώση στο έθνος του, και ανεκήρυξαν αυτόν αρχηγόν των και αρχιερέα των χάριν όλων αυτών των μεγάλων έργων, τα οποία είχε πραγματοποιήσει και της δικαιοσύνης και της πίστεως, την οποίαν ετήρει απέναντι του έθνους του γενικώς, διότι επεζήτησε και ειργάσθη με κάθε τρόπον να ανυψώση και δοξάση τον λαόν του. |
|
Α Μακ. 14,36 |
καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ εὐωδώθη ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τοῦ ἐξαρθῆναι τὰ ἔθνη ἐκ τῆς χώρας αὐτῶν καὶ τοὺς ἐν τῇ πόλει Δαυὶδ τοὺς ἐν Ἱερουσαλήμ, οἳ ἐποίησαν ἑαυτοῖς ἄκραν, ἐξ ἧς ἐξεπορεύοντο καὶ ἐμίαινον κύκλῳ τῶν ἁγίων καὶ ἐποίουν πληγὴν μεγάλην ἐν τῇ ἁγνείᾳ. |
Α Μακ. 14,36 |
|
|
Α Μακ. 14,37 |
καὶ κατῴκισεν ἐν αὐτῇ ἄνδρας Ἰουδαίους καὶ ὠχύρωσεν αὐτὴν πρὸς ἀσφάλειαν τῆς χώρας καὶ τῆς πόλεως καὶ ὕψωσε τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ, |
Α Μακ. 14,37 |
Εγκατέστησεν Ιουδαίους πολεμιστάς εις την ακρόπολιν, την ωχύρωσε δια την ασφάλειαν της Ιουδαίας και της πόλεως και επί τούτοις ανύψωσε τα τείχη της Ιερουσαλήμ. |
|
Α Μακ. 14,38 |
καὶ ὁ βασιλεὺς Δημήτριος ἔστησεν αὐτῷ τὴν ἀρχιερωσύνην κατὰ ταῦτα |
Α Μακ. 14,38 |
Δια τα έργα του αυτά ο βασιλεύς Δημήτριος του παρέδωσε την αρχιερωσύνην, |
|
Α Μακ. 14,39 |
καὶ ἐποίησεν αὐτὸν τῶν φίλων αὐτοῦ καὶ ἐδόξασεν αὐτὸν δόξῃ μεγάλῃ. |
Α Μακ. 14,39 |
τον ανεκηρυξεν ένα από τους φίλους του και τον ετίμησε με μεγάλην δόξαν. |
|
Α Μακ. 14,40 |
ἤκουσε γὰρ ὅτι προσηγόρευνται οἱ Ἰουδαῖοι ὑπὸ Ῥωμαίων φίλοι καὶ σύμμαχοι καὶ ἀδελφοί, καὶ ὅτι ἀπήντησαν τοῖς πρεσβευταῖς Σίμωνος ἐνδόξως, |
Α Μακ. 14,40 |
Διότι είχε μάθει ότι οι Ρωμαίοι προσεφώνουν τους Ιουδαίους φίλους, συμμάχους και αδελφούς και ότι είχαν υποδεχθή μετά πολλής τιμής πρεσβευτάς του Σιμωνος. |
|
Α Μακ. 14,41 |
καὶ ὅτι εὐδόκησαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἱερεῖς τοῦ εἶναι Σίμωνα ἡγούμενον καὶ ἀρχιερέα εἰς τὸν αἰῶνα ἕως τοῦ ἀναστῆναι προφήτην πιστὸν |
Α Μακ. 14,41 |
Οι Ιουδαίοι και οι ιερείς εδέχθησαν ευχαρίστως να είναι ο Σιμων αρχηγός των και αρχιερεύς πάντοτε, μέχρις ότου αναφανή κάποιος άλλος αξιόπιστος προφήτης. |
|
Α Μακ. 14,42 |
καὶ τοῦ εἶναι ἐπ᾿ αὐτῶν στρατηγὸν καὶ ὅπως μέλῃ αὐτῷ περὶ τῶν ἁγίων καθιστάναι αὐτοὺς ἐπὶ τῶν ἔργων αὐτῶν καὶ ἐπὶ τῆς χώρας καὶ ἐπὶ τῶν ὅπλων καὶ ἐπὶ τῶν ὀχυρωμάτων, |
Α Μακ. 14,42 |
Εδέχθησαν επίσης ευχαρίστως να είναι ο Σιμων ο αρχιστράτηγός των, να φροντίζη δια τα ιερά πράγματα, να διορίζη υπαλλήλους εις τα διάφορα έργα και εις όλην την χώραν της Ιουδαίας, όπως επίσης και δια τα οπλοστάσια και τα οχυρωματικά έργα. |
|
Α Μακ. 14,43 |
καὶ ὅπως μέλῃ αὐτῷ περὶ τῶν ἁγίων, καὶ ὅπως ἀκούηται ὑπὸ πάντων, καὶ ὅπως γράφωνται ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ πᾶσαι συγγραφαὶ ἐν τῇ χώρᾳ, καὶ ὅπως περιβάλληται πορφύραν καὶ χρυσοφορῇ· |
Α Μακ. 14,43 |
Να αναλάβη ακόμη ο Σιμων την επιμέλειαν των ιερών τόπων και πραγμάτων, να υπακούουν όλοι εις αυτόν, να συντάσσωνται επί τω ονόματί του όλαι αι δημόσιαι πράξεις εις την χώραν, να ενδύεται βασιλικήν πορφύραν και να φέρη χρυσά διακριτικά κοσμήματα. |
|
Α Μακ. 14,44 |
καὶ οὐκ ἐξέσται οὐδενὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν ἱερέων ἀθετῆσαί τι τούτων καὶ ἀντειπεῖν τοῖς ὑπ᾿ αὐτοῦ ῥηθησομένοις καὶ ἐπισυστρέψαι συστροφὴν ἐν τῇ χώρᾳ ἄνευ αὐτοῦ καὶ περιβάλλεσθαι πορφύραν καὶ ἐμπορποῦσθαι πόρπην χρυσῆν· |
Α Μακ. 14,44 |
Να μη έχη το δικαίωμα κανένας από τον λαόν η από τους ιερείς να παραβή τίποτε από αυτά η να φέρουν αντίρρησιν εις τας διαταγάς του, ούτε και να συγκεντρώνουν τον λαόν εις την χώραν χωρίς την ιδικήν του άδειαν, ούτε κανείς άλλος να φορή πορφύραν και να φέρη επάνω του χρυσήν πόρπην. |
|
Α Μακ. 14,45 |
ὃς δ᾿ ἂν παρὰ ταῦτα ποιήσῃ ἢ ἀθετήσῃ τι τούτων, ἔνοχος ἔσται». |
Α Μακ. 14,45 |
Εκείνος δε που θα πράξη κάτι αντίθετον από αυτά η θα παραβή κάτι, θα είναι ένοχος και υπεύθυνος τιμωρίας”. |
|
Α Μακ. 14,46 |
καὶ εὐδόκησε πᾶς ὁ λαὸς θέσθαι Σίμωνι καὶ ποιῆσαι κατὰ τοὺς λόγους τούτους. |
Α Μακ. 14,46 |
Ολος ο ισραηλιτικός λαός απεδέχθη ευχαρίστως να αναλάβη ο Σιμων την εξουσίαν και να ενεργή σύμφωνα με τας αποφάσεις αυτάς. |
|
Α Μακ. 14,47 |
καὶ ἐπεδέξατο Σίμων καὶ εὐδόκησεν ἀρχιερατεύειν καὶ εἶναι στρατηγὸς καὶ ἐθνάρχης τῶν Ἰουδαίων καὶ ἱερέων καὶ τοῦ προστατῆσαι πάντων. |
Α Μακ. 14,47 |
Ο Σιμων εδέχθη όλα αυτά και συγκατετέθη να γίνη αρχιερεύς, στρατηγός και εθνάρχης όλων των Ιουδαίων και των ιερέων και να τεθή επικεφαλής όλων. |
|
Α Μακ. 14,48 |
καὶ τὴν γραφὴν ταύτην εἶπον θέσθαι ἐν δέλτοις χαλκαῖς καὶ στῆσαι αὐτὰς ἐν περιβόλῳ τῶν ἁγίων ἐν τόπῳ ἐπισήμῳ, |
Α Μακ. 14,48 |
Απεφασίσθη επίσης να εγχαράξουν εις πίνακας χαλκίνους τας αποφάσεις των αυτάς και να τοποθετήσουν τους πίνακας στον περίβολον του ιερού ναού, εις τόπον καταφανή. |
|
Α Μακ. 14,49 |
τὰ δὲ ἀντίγραφα αὐτῶν θέσθαι ἐν τῷ γαζοφυλακίῳ, ὅπως ἔχῃ Σίμων καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ. |
Α Μακ. 14,49 |
Αντίγραφα δε αυτών να αποτεθούν εις τα θησαυροφυλάκιον, δια να τα έχουν εις την διάθεσίν των ο Σιμων και οι υιοί του. |
|
Κεφάλαιο 15ο |
Α Μακ. 15,1 |
Καὶ ἀπέστειλεν ὁ Ἀντίοχος υἱὸς Δημητρίου τοῦ βασιλέως ἐπιστολὰς ἀπὸ τῶν νήσων τῆς θαλάσσης Σίμωνι ἱερεῖ καὶ ἐθνάρχῃ τῶν Ἰουδαίων καὶ παντὶ τῷ ἔθνει. |
Α Μακ. 15,1 |
Ο βασιλεύς Αντίοχος, υιός του Δημητρίου, έστειλεν από τας νήσους της Μεσογείου επιστολήν προς τον Σιμωνα, τον αρχιερέα και εθνάρχην των Ιουδαίων, και προς όλον το ιουδαϊκόν έθνος. |
|
Α Μακ. 15,2 |
καὶ ἦσαν περιέχουσαι τὸν τρόπον τοῦτον· «Βασιλεὺς Ἀντίοχος Σίμωνι ἱερεῖ μεγάλῳ καὶ ἐθνάρχῃ καὶ ἔθνει Ἰουδαίων χαίρειν, |
Α Μακ. 15,2 |
Η επιστολή αυτή περιείχε τα εξής· “ο βασιλεύς Αντίοχος χαιρετίζει τον αρχιερέα Σιμωνα, τον έθναρχην των Ιουδαίων, όπως επίσης και ολόκληρον το έθνος των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 15,3 |
ἐπειδὴ ἄνδρες λοιμοὶ κατεκράτησαν τῆς βασιλείας τῶν πατέρων ἡμῶν, βούλομαι δὲ ἀντιποιήσασθαι τῆς βασιλείας, ὅπως ἀποκαταστήσω αὐτὴν ὡς ἦν τὸ πρότερον, ἐξενολόγησα δὲ πλῆθος δυνάμεων καὶ κατεσκεύασα πλοῖα πολεμικά, |
Α Μακ. 15,3 |
Επειδή κακοήθεις άνθρωποι ήρπασαν και έχουν υπό την κυριότητά των το βασίλειον των πατέρων μας, θέλω να διεκδικήσω την βασιλείαν και να αποκαταστήσω αυτήν, όπως ήτο προηγουμένως. Προς τον σκοπόν αυτόν εστρατολόγησα παλλάς στρατιωτικάς δυνάμεις και κατεσκεύασα πολεμικά πλοία. |
|
Α Μακ. 15,4 |
βούλομαι δὲ ἐκβῆναι κατὰ τὴν χώραν, ὅπως μετέλθω τοὺς κατεφθαρκότας τὴν χώραν ἡμῶν καὶ τοὺς ἠρημωκότας πόλεις πολλὰς ἐν τῇ βασιλείᾳ· |
Α Μακ. 15,4 |
Θέλω, λοιπόν, να κάμω απόβασιν εις την χώραν, δια να τιμωρήσω εκείνους, οι οποίοι κατέστρεψαν την χώραν μου και ηρήμωσαν πολλάς πόλεις στο βασίλειόν μου. |
|
Α Μακ. 15,5 |
νῦν οὖν ἵστημί σοι πάντα τὰ ἀφαιρέματα, ἃ ἀφῆκάν σοι οἱ πρὸ ἐμοῦ βασιλεῖς καὶ ὅσα ἄλλα δόματα ἀφῆκάν σοι. |
Α Μακ. 15,5 |
Επικυρώνω, λοιπόν, τώρα όλας τας καταργήσεις των φόρων, τας οποίας οι προ εμού βασιλείς είχαν κάμει εις σέ, όπως επίσης και όλας τας παραχωρήσεις, τας οποίας σου αφήκαν. |
|
Α Μακ. 15,6 |
καὶ ἐπέτρεψά σοι ποιῆσαι κόμμα ἴδιον νόμισμα τῇ χώρᾳ σου, |
Α Μακ. 15,6 |
Επίσης σου επιτρέπω να κόψης ιδιαίτερον νόμισμα δια την χώραν σου με την εικόνα του προσώπου σου. |
|
Α Μακ. 15,7 |
Ἱερουσαλὴμ δὲ καὶ τὰ ἅγια εἶναι ἐλεύθερα· καὶ πάντα τὰ ὅπλα ὅσα κατεσκεύασας, καὶ τὰ ὀχυρώματα, ἃ ᾠκοδόμησας ὧν κρατεῖς, μενέτω σοι. |
Α Μακ. 15,7 |
Η Ιερουσαλήμ και ο ιερός ναός να είναι ελεύθερα. Ολα τα όπλα, τα οποία έχεις κατασκευάσει και τα οχυρωματικά έργα τα οποία ανοικοδόμησες και επί των οποίων έχεις εξουσίαν, να παραμένουν ιδικά σου. |
|
Α Μακ. 15,8 |
καὶ πᾶν ὀφείλημα βασιλικὸν καὶ τὰ ἐσόμενα βασιλικά, ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ἀφιέσθω σοι· |
Α Μακ. 15,8 |
Επίσης σας απαλλάσσω της πληρωμής κάθε χρέους σας προς το βασιλικόν ταμείον, όπως και κάθε χρέους, το οποίον θα οφείλετε στο μέλλον από τώρα και εις όλον τον μετέπειτα χρόνον. |
|
Α Μακ. 15,9 |
ὡς δ᾿ ἂν κρατήσωμεν τῆς βασιλείας ἡμῶν, δοξάσομέν σε καὶ τὸ ἔθνος σου καὶ τὸ ἱερὸν δόξῃ μεγάλῃ, ὥστε φανερὰν γενέσθαι τὴν δόξαν ὑμῶν ἐν πάσῃ τῇ γῇ». |
Α Μακ. 15,9 |
Οταν δε ανακαταλάβωμεν το βασίλειόν μας, θα τιμήσωμεν σέ, το έθνος σου και τον ιερόν ναόν με μεγάλας τιμάς, ώστε η δόξα σας να γίνη φανερή εις όλην την οικουμένην”. |
|
Α Μακ. 15,10 |
Ἔτους τετάρτου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐξῆλθεν Ἀντίοχος εἰς τὴν γῆν πατέρων αὐτοῦ, καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτὸν πᾶσαι αἱ δυνάμεις, ὥστε ὀλίγους εἶναι τοὺς καταλειφθέντας σὺν Τρύφωνι. |
Α Μακ. 15,10 |
Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν τέταρτον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών ο Αντίοχος εξήλθε και εβάδισε προς την χώραν των πατέρων του. Ολαι δε αι στρατιωτικαί δυνάμεις ηνώθησαν με αυτόν, ώστε ολίγοι στρατιώται απέμειναν μαζή με τον Τρύφωνα. |
|
Α Μακ. 15,11 |
καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν Ἀντίοχος ὁ βασιλεύς, καὶ ἦλθε φεύγων εἰς Δωρᾶ τὴν ἐπὶ τῆς θαλάσσης· |
Α Μακ. 15,11 |
Ο βασιλεύς Αντίοχος ενίκησε και κατεδίωξε τον Τρύφωνα, ο οποίος ετράπη εις φυγήν και ήλθεν εις Δωρά παρά την θάλασσαν. |
|
Α Μακ. 15,12 |
εἶδε γὰρ ὅτι συνῆκται ἐπ᾿ αὐτὸν τὰ κακά, καὶ ἀφῆκαν αὐτὸν αἱ δυνάμεις. |
Α Μακ. 15,12 |
Επραξε δε έτσι ο Τρύφων, διότι αντελήφθη ότι πολλαί συμφοραί είχαν συσσωρευθή επάνω του και διότι τον είχαν εγκαταλείψει αι στρατιωτικαί του δυνάμεις. |
|
Α Μακ. 15,13 |
καὶ παρενέβαλεν Ἀντίοχος ἐπὶ Δωρᾶ καὶ σὺν αὐτῷ δώδεκα μυριάδες ἀνδρῶν πολεμιστῶν καὶ ὀκτακισχιλία ἵππος. |
Α Μακ. 15,13 |
Ο Αντίοχος εστρατοπέδευσεν εις την Δωρά με εκατόν είκοσι χιλιάδας εμπειροπολέμους άνδρας και οκτώ χιλιάδες ιππείς. |
|
Α Μακ. 15,14 |
καὶ ἐκύκλωσε τὴν πόλιν, καὶ τὰ πλοῖα ἀπὸ θαλάσσης συνῆψαν, καὶ ἔθλιβε τὴν πόλιν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, καὶ οὐκ εἴασεν οὐδένα ἐκπορεύεσθαι καὶ εἰσπορεύεσθαι. |
Α Μακ. 15,14 |
Περιεκύκλωσε την πόλιν από ξηράς, τα δε πλοία την απέκλεισαν από θαλάσσης, και έτσι περικυκλωμένην από ξηράς και από θαλάσσης την κατέθλιβε και δεν άφηνε κανένα, να εισέρχεται και να εξέρχεται εις αυτήν. |
|
Α Μακ. 15,15 |
Καὶ ἦλθε Νουμήνιος καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐκ Ῥώμης ἔχοντες ἐπιστολὰς τοῖς βασιλεῦσι καὶ ταῖς χώραις, ἐν αἷς ἐγέγραπτο τάδε· |
Α Μακ. 15,15 |
Τοτε ήλθεν από την Ρωμην ο Νουμήνιος και οι μετ' αυτού με επιστολάς, αι οποίαι απηυθύνοντο προς τους βασιλείς και τας διαφόρους χώρας και εις τας οποίας περιείχοντο τα εξής· |
|
Α Μακ. 15,16 |
«Λεύκιος ὕπατος Ῥωμαίων Πτολεμαίῳ βασιλεῖ χαίρειν. |
Α Μακ. 15,16 |
“Ο Λεύκιος, ο ύπατος των Ρωμαίων, χαιρετίζει τον βασιλέα Πτολεμαίον. |
|
Α Μακ. 15,17 |
οἱ πρεσβευταὶ τῶν Ἰουδαίων ἦλθον πρὸς ἡμᾶς, φίλοι ἡμῶν καὶ σύμμαχοι, ἀνανεούμενοι τὴν ἐξ ἀρχῆς φιλίαν καὶ συμμαχίαν, ἀπεσταλμένοι ἀπὸ Σίμωνος τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ δήμου τῶν Ἰουδαίων· |
Α Μακ. 15,17 |
Πρεσβευταί των Ιουδαίων απεσταλμένοι από τον αρχιερέα Σιμωνα και τον λαόν των Ιουδαίων ήλθον προς ημάς ως φίλοι μας και σύμμαχοι, δια να ανανεώσουν την προτέραν φιλίαν και συμμαχίαν. |
|
Α Μακ. 15,18 |
ἤνεγκαν δὲ ἀσπίδα χρυσῆν ἀπὸ μνῶν χιλίων. |
Α Μακ. 15,18 |
Εφεραν εις ημάς και μίαν ασπίδα χρυσήν χιλίων μνων. |
|
Α Μακ. 15,19 |
ἤρεσεν οὖν ἡμῖν γράψαι τοῖς βασιλεῦσι καὶ ταῖς χώραις ὅπως μὴ ἐκζητήσωσιν αὐτοῖς κακὰ καὶ μὴ πολεμήσωσιν αὐτοὺς καὶ τὰς πόλεις αὐτῶν καὶ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ ἵνα μὴ συμμαχήσωσι τοῖς πολεμοῦσιν αὐτούς. |
Α Μακ. 15,19 |
Εφάνη, λοιπόν, εις ημάς αρεστόν να γράψωμεν στους βασιλείς και εις τας διαφόρους χώρας μας, να μη θελήσουν και προξενήσουν κακά εις αυτούς, ούτε να πολεμήσουν εναντίον των εις τας πόλεις των και εις την ύπαιθρον χώραν των, να μη δώσουν δε βοήθειαν εις εκείνους, οι οποίοι τυχόν θα τους πολεμήσουν. |
|
Α Μακ. 15,20 |
ἔδοξε δὲ ἡμῖν δέξασθαι τὴν ἀσπίδα παρ᾿ αὐτῶν. |
Α Μακ. 15,20 |
Εφάνη δε καλόν εις ημάς να δεχθώμεν και την παρ' αυτών δωρηθείσαν εις ημάς χρυσήν ασπίδα. |
|
Α Μακ. 15,21 |
εἴ τινες οὖν λοιμοὶ διαπεφεύγασιν ἐκ τῆς χώρας αὐτῶν πρὸς ἡμᾶς, παράδοτε αὐτοὺς Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ, ὅπως ἐκδικήσῃ ἐν αὐτοῖς κατὰ τὸν νόμον αὐτῶν». |
Α Μακ. 15,21 |
Εάν, λοιπόν, μερικοί κακοήθεις Ιουδαίοι άνδρες εδραπέτευσαν από την χώραν των και ήλθαν προς σας, να τους παραδώσετε στον Σιμωνα τον αρχιερέα, δια να τους δικάση και τους τιμωρήση σύμφωνα με τον νόμον των”. |
|
Α Μακ. 15,22 |
Καὶ τὰ αὐτὰ ἔγραψε Δημητρίῳ τῷ βασιλεῖ καὶ Ἀττάλῳ, Ἀριαράθῃ καὶ Ἀρσάκῃ |
Α Μακ. 15,22 |
Τα ίδια εγράφησαν και εστάλησαν στον βασιλέα Δημήτριον, στον Ατταλον, στον Αριαράθην στον Αρσάκην, |
|
Α Μακ. 15,23 |
καὶ εἰς πάσας τὰς χώρας καὶ Σαμψάμῃ καὶ Σπαρτιάταις καὶ εἰς Δῆλον καὶ Μύνδον καὶ Σικυῶνα καὶ εἰς τὴν Καρίαν καὶ εἰς Σάμον καὶ εἰς τὴν Παμφυλίαν καὶ εἰς τὴν Λυκίαν καὶ εἰς Ἁλικαρνασσὸν καὶ εἰς Ῥόδον καὶ εἰς Φασηλίδα καὶ εἰς Κῶ καὶ εἰς Σίδην καὶ εἰς Ἄραδον καὶ εἰς Γόρτυναν καὶ Κνίδον καὶ Κύπρον καὶ Κυρήνην. |
Α Μακ. 15,23 |
και εις όλας τας χώρας, δηλαδή εις Σαμψάμην, στους Σπαρτιάτας, εις την Δήλον, εις την Μυνδον, εις την Σικυώνα, εις την Καρίαν, εις την Σαμον, εις την Παμφυλίαν, εις την Λυκίαν, εις την Αλικαρνασσόν, εις την Ροδον, εις την Φασηλίδα, εις την Κω, εις την Σιδην, εις την Αραδον, εις την Γορτυναν, εις την Κνίδον, εις την Κυπρον και εις την Κυρήνην. |
|
Α Μακ. 15,24 |
τὸ δὲ ἀντίγραφον αὐτῶν ἔγραψαν Σίμωνι τῷ ἀρχιερεῖ. |
Α Μακ. 15,24 |
Αντίγραφον δε της επιστολής αυτής έγραψαν και έστειλαν στον αρχιερέα Σιμωνα. |
|
Α Μακ. 15,25 |
Ἀντίοχος δὲ ὁ βασιλεὺς παρενέβαλεν ἐπὶ Δωρᾶ ἐν τῇ δευτέρᾳ, προσάγων διὰ παντὸς αὐτῇ τὰς χεῖρας καὶ μηχανὰς ποιούμενος καὶ συνέκλεισε τὸν Τρύφωνα τοῦ μὴ εἰσπορεύεσθαι καὶ ἐκπορεύεσθαι. |
Α Μακ. 15,25 |
Ο βασιλεύς Αντίοχος είχε στρατοπεδεύσει γύρω από την Δωρά και τα περίχωρά της και ωδηγούσεν ολονέν και πλησιέστερον τας δυνάμστου προς αυτήν, με πολιορκητικάς μηχανάς. Απέκλεισε δε τον Τρύφωνα, ώστε να μη ημπορή κανείς από τους άνδρας του ούτε να εισέρχεται ούτε να εξέρχεται από την πόλιν. |
|
Α Μακ. 15,26 |
καὶ ἀπέστειλεν αὐτῷ Σίμων δισχιλίους ἄνδρας ἐκλεκτοὺς συμμαχῆσαι αὐτῷ καὶ ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ σκεύη ἱκανά. |
Α Μακ. 15,26 |
Ο Σιμων έστειλε προς αυτόν δύο χιλιάδας εκλεκτούς άνδρας, δια να πολεμήσουν μαζή του, όπως επίσης άργυρον και χρυσόν και πολλά άλλα χρήσιμα είδη. |
|
Α Μακ. 15,27 |
καὶ οὐκ ἠβούλετο αὐτὰ δέξασθαι, ἀλλ᾿ ἠθέτησε πάντα, ὅσα συνέθετο αὐτῷ τὸ πρότερον, καὶ ἠλλοτριοῦντο αὐτῷ. |
Α Μακ. 15,27 |
Ο Αντίοχος όμως δεν ηθέλησε να τα δεχθή. Επί πλέον δε ηθέτησε και όλα όσα είχε συμφωνήσει με αυτόν προηγουμένως και εφέρετο απέναντί του ως προς ξένον, ως προς εχθρόν. |
|
Α Μακ. 15,28 |
καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν Ἀθηνόβιον ἕνα τῶν φίλων αὐτοῦ κοινολογησάμενον αὐτῷ λέγων· ὑμεῖς κατακρατεῖτε τῆς Ἰόππης καὶ Γαζάρων καὶ τῆς ἄκρας τῆς ἐν Ἱερουσαλήμ, πόλεις τῆς βασιλείας μου. |
Α Μακ. 15,28 |
Εστειλε δε προς τον Σιμωνα τον Αθηνόβιον ένα από τους φίλους του, δια να του ανακοινώση προφορικώς τα εξής· “σεις κατακρατείτε την Ιόππην, τα Γαζαρα, την ακρόπολιν της Ιερουσαλήμ, πόλεις αι οποίοι ανήκουν στο βασίλειόν μου. |
|
Α Μακ. 15,29 |
τὰ ὅρια αὐτῶν ἠρημώσατε καὶ ἐποιήσατε πληγὴν μεγάλην ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐκυριεύσατε τόπων πολλῶν ἐν τῇ βασιλείᾳ μου. |
Α Μακ. 15,29 |
Ηρημώσατε τα περίχωρα των πόλεων αυτών, έχετε προξενήσει μεγάλας συμφοράς εις την χώραν και εγίνατε κύριοι πολλών τόπων, που ανήκουν στο βασίλειόν μου. |
|
Α Μακ. 15,30 |
νῦν οὖν παράδοτε τὰς πόλεις, ἃς κατελάβεσθε, καὶ τοὺς φόρους τῶν τόπων, ὧν κατεκυριεύσατε ἐκτὸς τῶν ὁρίων τῆς Ἰουδαίας. |
Α Μακ. 15,30 |
Τωρα, λοιπόν, να μου παραδώσετε αυτάς τας πόλεις, που έχετε καταλάβει, και να μου πληρώσετε τους φόρους των περιοχών, που έχετε κυριεύσει, και αι οποίαι ευρίσκονται έξω από τα όρια της Ιουδαίας. |
|
Α Μακ. 15,31 |
εἰ δὲ μή, δότε ἀντ᾿ αὐτῶν πεντακόσια τάλαντα ἀργυρίου καὶ τῆς καταφθορᾶς, ἧς κατεφθάρκατε, καὶ τῶν φόρων τῶν πόλεων ἄλλα τάλαντα πεντακόσια· εἰ δὲ μή, παραγενόμενοι ἐκπολεμήσομεν ὑμᾶς. |
Α Μακ. 15,31 |
Η, αν θέλετε, να μου δώσετε αντί όλων αυτών πεντακόσια τάλαντα αργυρίου ως αποζημίωσιν δια τας καταστροφάς, τας οποίας έχετε επιφέρει εις τας περιοχάς αυτάς. Δια δε τους φόρους των πόλεων αυτών, που έχετε κρατήσει, θα μου δώσετε άλλα πεντακόσια τάλαντα. Ει δ' άλλως θα έλθωμεν και θα πολεμήσωμεν εναντίον σας. |
|
Α Μακ. 15,32 |
καὶ ἦλθεν Ἀθηνόβιος φίλος τοῦ βασιλέως εἰς Ἱερουσαλὴμ καὶ εἶδε τὴν δόξαν Σίμωνος καὶ κυλικεῖον μετὰ χρυσωμάτων καὶ ἀργυρωμάτων καὶ παράστασιν ἱκανὴν καὶ ἐξίστατο καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῶ τοὺς λόγους τοῦ βασιλέως. |
Α Μακ. 15,32 |
Ο φίλος του βασιλέως ο Αθηνόβιος ήλθεν εις την Ιερουσαλήμ, είδε την μεγαλοπρέπειαν του Σιμωνος, μεταξύ δε των άλλων είδε και κυλικείον με αργυρά και χρυσά δοχεία, όπως επίσης και την άλλην μεγαλοπρέπειαν και έμεινε κατάπληκτος. Είπε δε στον Σιμωνα τας προτάσστου βασιλέως. |
|
Α Μακ. 15,33 |
καὶ ἀποκριθεὶς Σίμων εἶπεν αὐτῷ· οὔτε γῆν ἀλλοτρίαν εἰλήφαμεν οὔτε ἀλλοτρίων κεκρατήκαμεν, ἀλλὰ τῆς κληρονομίας τῶν πατέρων ἡμῶν, ὑπὸ δὲ ἐχθρῶν ἡμῶν ἔν τινι καιρῷ ἀκρίτως κατεκρατήθη· |
Α Μακ. 15,33 |
Ο Σιμων απεκρίθη και του είπε· “ούτε ξένην χώραν έχομεν καταλάβει, ούτε ξένα αγαθά εκρατήσαμεν. Αλλά κατοικούμεν ως κύριοι εις την κληρονομίαν των πατέρων μας, η οποία επί τινα χρόνον είχεν αδίκως κατακρατηθή από τους εχθρούς μας. |
|
Α Μακ. 15,34 |
ἡμεῖς δὲ καιρὸν ἔχοντες ἀντεχόμεθα τῆς κληρονομίας τῶν πατέρων ἡμῶν. |
Α Μακ. 15,34 |
Ημείς δε ευρήκαμεν ευνοϊκήν ευκαιρίαν και ανεκτήσαμεν την κληρονομίαν των πατέρων μας. |
|
Α Μακ. 15,35 |
περὶ δὲ Ἰόππης καὶ Γαζάρων, ὧν αἰτεῖς, αὗται ἐποίουν ἐν τῷ λαῷ πληγὴν μεγάλην κατὰ τὴν χώραν ἡμῶν, τούτων δώσομεν τάλαντα ἑκατόν. καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ Ἀθηνόβιος λόγον, |
Α Μακ. 15,35 |
Ως προς δε την Ιόππην και τα Γαζαρα τας πόλεις αυτάς, τας οποίας απαιτείς, αυταί είχαν συνεχώς επιφέρει μεγάλας συμφοράς στον λαόν μας και εις την χώραν μας. Παντως δια τας δύο αυτάς πόλεις σας δίδομεν ως αποζημίωσιν εκατόν τάλαντα”. Ο Αθηνόβιος δεν έδωσεν απάντησιν στους λόγους αυτούς του Σιμωνος. |
|
Α Μακ. 15,36 |
ἀπέστρεψε δὲ μετὰ θυμοῦ πρὸς τὸν βασιλέα καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῷ τοὺς λόγους τούτους καὶ τὴν δόξαν Σίμωνος καὶ πάντα, ὅσα εἶδε, καὶ ὠργίσθη ὁ βασιλεὺς ὀργὴν μεγάλην. |
Α Μακ. 15,36 |
Επέστρεψεν όμως ωργισμένος προς τον βασιλέα και ανήγγειλε προς αυτόν την απάντησιν του Σιμωνος, όπως επίσης την δόξαν αυτού και όλα όσα είδε. Ο βασιλεύς εκυριεύθη από μεγάλην οργήν εναντίον του Σιμωνος. |
|
Α Μακ. 15,37 |
Τρύφων δὲ ἐμβὰς εἰς πλοῖον ἔφυγεν εἰς Ὀρθωσιάδα. |
Α Μακ. 15,37 |
Ο Τρύφων επεβιβάσθη εις ένα πλοίον και κατέφυγεν εις την Ορθωσιάδα. |
|
Α Μακ. 15,38 |
καὶ κατέστησεν ὁ βασιλεὺς τὸν Κενδεβαῖον στρατηγὸν τῆς παραλίας καὶ δυνάμεις πεζικὰς καὶ ἱππικὰς ἔδωκεν αὐτῷ· |
Α Μακ. 15,38 |
Ο βασιλεύς κατέστησε τον Κενδεβαίον στρατηγόν όλης της παραλίου περιοχής και παρέδωκεν εις αυτόν δυνάμεις πεζικού και ιππικού. |
|
Α Μακ. 15,39 |
καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ παρεμβαλεῖν κατὰ πρόσωπον τῆς Ἰουδαίας καὶ ἐνετείλατο αὐτῷ οἰκοδομῆσαι τὴν Κεδρὼν καὶ ὀχυρῶσαι τὰς πύλας καὶ ὅπως πολεμήσῃ τὸν λαόν· ὁ δὲ βασιλεὺς ἐδίωκε τὸν Τρύφωνα. |
Α Μακ. 15,39 |
Του εδωσε δε διαταγήν να στρατοπεδεύση πλησίον της Ιουδαίας, να ανοικοδομήση και οχυρώση την Κεδρών, να κατασφαλίση τας πύλας και να πολεμήση εναντίον του ιουδαϊκού λαού. Ο δε βασιλεύς κατεδίωκε τον Τρύφωνα. |
|
Α Μακ. 15,40 |
καὶ παρεγενήθη Κενδεβαῖος εἰς Ἰάμνειαν καὶ ἤρξατο τοῦ ἐρεθίζειν τὸν λαὸν καὶ ἐμβατεύειν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ αἰχμαλωτίζειν τὸν λαὸν καὶ φονεύειν, |
Α Μακ. 15,40 |
Ο Κενδεβαίος έφθασεν εις Ιάμνειαν και ήρχισε να παρενοχλή τον ιουδαϊκον λαόν, να εισέρχεται εις την χώραν της Ιουδαίας, να αιχμαλωτίζη δε και να φονεύη ανθρώπους του ισραηλιτικού λαού. |
|
Α Μακ. 15,41 |
καὶ ᾠκοδόμησε τὴν Κεδρὼν καὶ ἔταξεν ἐκεῖ ἱππεῖς καὶ δυνάμεις, ὅπως ἐκπορευόμενοι ἐξοδεύωσι τὰς ὁδοὺς τῆς Ἰουδαίας, καθὰ συνέταξεν αὐτῷ ὁ βασιλεύς. |
Α Μακ. 15,41 |
Ωχύρωσε την Κεδρών, έταξεν εκεί πεζούς και ιππείς, δια να εξορμούν και να κάμνουν ενοχλητικάς περιπολίας στους δρόμους της Ιουδαίας, όπως είχε διατάξει ο βασιλεύς. |
|
Κεφάλαιο 16ο |
Α Μακ. 16,1 |
Καὶ ἀνέβη Ἰωάννης ἐκ Γαζάρων καὶ ἀπήγγειλε Σίμωνι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἃ συνετέλει Κενδεβαῖος. |
Α Μακ. 16,1 |
Ανέβη ο Ιωάννης από την πόλιν Γαζαρα και ανήγγειλεν στον Σιμωνα, τον πατέρα του, όσα έπραττεν ο Κενδεβαίος. |
|
Α Μακ. 16,2 |
καὶ ἐκάλεσε Σίμων τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ τοὺς πρεσβυτέρους Ἰούδαν καὶ Ἰωάννην καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγὼ καὶ οἱ ἀδελφοί μου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός μου ἐπολεμήσαμεν τοὺς πολεμίους Ἰσραὴλ ἀπὸ νεότητος ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας, καὶ εὐωδώθη ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν ῥύσασθαι τὸν Ἰσραὴλ πλεονάκις. |
Α Μακ. 16,2 |
Ο Σιμων εκάλεσε τους δύο μεγαλυτέρους υιούς του, τον Ιούδαν και τον Ιωάννην, και τους είπε· “εγώ, οι αδελφοί μου και ο οίκος του πατρός μου επολεμήσαμεν τους εχθρούς του ισραηλιτικού λαού από της νεότητος ημών μέχρι της σημερινής ημέρας. Πολλάκις δε δια των χειρών μας ευωδώθησαν τα έργα μας και κατωρθώσαμεν να σώσωμεν τον ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Α Μακ. 16,3 |
νῦν δὲ γεγήρακα, καὶ ὑμεῖς δὲ ἐν τῶ ἐλέει ἱκανοί ἐστε ἐν τοῖς ἔτεσι· γίνεσθε ἀντ᾿ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀδελφοῦ μου καὶ ἐξελθόντες ὑπερμαχεῖτε ὑπὲρ τοῦ ἔθνους ἡμῶν, ἡ δὲ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ βοήθεια ἔστω μεθ᾿ ὑμῶν. |
Α Μακ. 16,3 |
Τωρα όμως εγώ έχω γηράσει. Σεις, χάρις στο έλεος του Θεού, έχετε φθάσει εις μίαν ικανοποιητικήν ηλικίαν. Παρετε, λοιπόν, θέσιν τώρα αντί εμού και του αδελφού μου και εξελθόντες πολεμήσατε υπέρ του έθνους μας. Η δε βοήθεια εκ του ουρανού από τον Θεόν ας είναι πάντοτε μαζή σας. |
|
Α Μακ. 16,4 |
καὶ ἐπέλεξεν ἐκ τῆς χώρας εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν πολεμιστῶν καὶ ἱππεῖς, καὶ ἐπορεύθησαν ἐπὶ τὸν Κενδεβαῖον καὶ ἐκοιμήθησαν ἐν Μωδεΐν. |
Α Μακ. 16,4 |
Εξέλεξεν έπειτα από τον λαόν της χώρας είκοσι χιλιάδας εμπειροπολέμους πεζούς και ιππείς, οι οποίοι και εβάδισαν εναντίον του Κενδεβαίου. Κατέλυσαν κατά την νύκτα εις Μωδεΐν. |
|
Α Μακ. 16,5 |
καὶ ἀναστάντες τὸ πρωΐ ἐπορεύοντο εἰς τὸ πεδίον, καὶ ἰδοὺ δύναμις πολλὴ εἰς συνάντησιν αὐτοῖς, πεζικὴ καὶ ἱππεῖς, καὶ ἦν χειμάῤῥους ἀναμέσον αὐτῶν. |
Α Μακ. 16,5 |
Την πρωΐαν ηγέρθησαν και επροχωρούσαν εις την πεδιάδα. Αίφνης είδον να έρχεται εις συνάντησίν των μεγάλη δύναμις πεζών και ιππέων. Μεταξύ εκείνων και αυτών παρενεβάλλετο ένας χείμαρρος. |
|
Α Μακ. 16,6 |
καὶ παρενέβαλε κατὰ πρόσωπον αὐτῶν αὐτὸς καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ. καὶ εἶδε τὸν λαὸν δειλούμενον διαπερᾶσαι τὸν χειμάῤῥουν καὶ διεπέρασε πρῶτος· καὶ εἶδον αὐτὸν οἱ ἄνδρες καὶ διεπέρασαν κατόπισθεν αὐτοῦ. |
Α Μακ. 16,6 |
Ο Ιωάννης με τον στρατόν του εστρατοπέδευσεν απέναντι εκείνων. Είδεν όμως ότι οι στρατιώται του εδίσταζαν να διαπεράσουν τον χείμαρρον και τον διέβη πρώτος αυτός. Οταν οι άνδρες του τον είδαν να διέρχεται τον χείμαρρον, τον διέβησαν και εκείνοι όπισθεν αυτού. |
|
Α Μακ. 16,7 |
καὶ διεῖλε τὸν λαὸν καὶ τοὺς ἱππεῖς ἐν μέσῳ τῶν πεζῶν· ἡ δὲ ἵππος τῶν ὑπεναντίων πολλὴ σφόδρα. |
Α Μακ. 16,7 |
Ο Ιωάννης διήρεσε τον στρατόν του εις δύο τμήματα και ετοποθέτησε το ιππικόν εν μέσω του πεζού τούτου στρατού. Το ιππικόν όμως των εχθρών ήτο πολύ μεγάλο. |
|
Α Μακ. 16,8 |
καὶ ἐσάλπισαν ταῖς ἱεραῖς σάλπιγξι, καὶ ἐτροπώθη Κενδεβαῖος καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτοῦ, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν τραυματίαι πολλοί· οἱ δὲ καταλειφθέντες ἔφυγον εἰς τὸ ὀχύρωμα. |
Α Μακ. 16,8 |
Οι Ιουδαίοι εσάλπισαν με τας ιεράς σάλπιγγας προς επίθεσιν και ο Κενδεβαίος και ο στρατός του κατετροπώθησαν. Επεσαν δε από τους εχθρούς πάρα πολλοί. Οσοι απέμειναν, κατέφυγαν στο φρούριον. |
|
Α Μακ. 16,9 |
τότε ἐτραυματίσθη Ἰούδας ὁ ἀδελφὸς Ἰωάννου· Ἰωάννης δὲ κατεδίωξεν αὐτοὺς ἕως ἦλθεν εἰς Κεδρών, ἣν ᾠκοδόμησε. |
Α Μακ. 16,9 |
Τοτε ετραυματίσθη και ο Ιούδας, ο αδελφός του Ιωάννου. Ο Ιωάννης όμως κατεδίωξε τους φεύγοντας, μέχρις ότου έφθασεν εις την Κεδρών, την οποίαν είχεν οχυρώσει ο Κενδεβαίος. |
|
Α Μακ. 16,10 |
καὶ ἔφυγον ἕως εἰς τοὺς πύργους τοὺς ἐν τοῖς ἀγροῖς Ἀζώτου, καὶ ἐνεπύρισεν αὐτὴν ἐν πυρί, καὶ ἔπεσον ἐξ αὐτῶν εἰς ἄνδρας δισχιλίους καὶ ἀπέστρεψεν εἰς γῆν Ἰούδα μετ᾿ εἰρήνης. |
Α Μακ. 16,10 |
Οι ηττηθέντες κατέφυγον στους πύργους, οι οποίοι υπήρχον ανά τους αγρούς της Αζώτου. Ο Ιωάννης παρέδωκε την Αζωτον στο πυρ. Δυο χιλιάδες από τους εχθρούς εφονεύθησαν και ο Ιωάννης επέστρεψε νικητής εις την Ιουδαίαν. |
|
Α Μακ. 16,11 |
Καὶ Πτολεμαῖος ὁ τοῦ Ἀβούβου ἦν καθεσταμένος στρατηγὸς εἰς τὸ πεδίον Ἱεριχὼ καὶ ἔσχεν ἀργύριον καὶ χρυσίον πολύ· |
Α Μακ. 16,11 |
Ο Πτολεμαίος, ο υιός του Αβούβου, είχεν εγκατασταθή στρατιωτικός διοικητής εις την πεδιάδα της Ιεριχώ και απέκτησε πολύ αργύριον και χρυσίον, |
|
Α Μακ. 16,12 |
ἦν γὰρ γαμβρὸς τοῦ ἀρχιερέως. |
Α Μακ. 16,12 |
διότι ήτο γαμβρός του αρχιερέως. |
|
Α Μακ. 16,13 |
καὶ ὑψώθη ἡ καρδία αὐτοῦ, καὶ ἠβουλήθη κατακρατῆσαι τῆς χώρας καὶ ἐβουλεύετο δόλῳ κατὰ Σίμωνος καὶ τῶν υἱῶν αὐτοῦ ἆραι αὐτούς. |
Α Μακ. 16,13 |
Η καρδία του όμως υπερηφανεύθη και ηθέλησε να γίνη αυτός ο μόνος κύριος της χώρας. Εσκέφθη, λοιπόν, και απεφάσισε να φονεύση δια δόλου τον Σιμωνα και τα δύο παιδιά του. |
|
Α Μακ. 16,14 |
Σίμων δὲ ἦν ἐφοδεύων τὰς πόλεις τὰς ἐν τῇ χώρᾳ καὶ φροντίζων τῆς ἐπιμελείας αὐτῶν· καὶ κατέβη εἰς Ἱεριχὼ αὐτὸς καὶ Ματταθίας καὶ Ἰούδας οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἔτους ἑβδόμου καὶ ἑβδομηκοστοῦ καὶ ἑκατοστοῦ ἐν μηνὶ ἑνδεκάτῳ (οὗτος ὁ μὴν Σαβάτ). |
Α Μακ. 16,14 |
Ο Σιμων περιώδευεν επιθεωρών τας πόλεις της χώρας και φροντίζων δια την καλήν αυτών διοίκησιν. Κατά το εκατοστόν εβδομηκοστόν έβδομον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών και κατά τον ενδέκατον μήνα (αυτός ονομάζεται Σαββάτ), κατέβησαν εις την Ιεριχώ ο Σιμων και οι δύο υιοί του, ο Ματταθίας και ο Ιούδας. |
|
Α Μακ. 16,15 |
καὶ ὑπεδέξατο αὐτοὺς ὁ τοῦ Ἀβούβου εἰς τὸ ὀχυρωμάτιον τὸ καλούμενον Δὼκ μετὰ δόλου, ὃ ᾠκοδόμησε, καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον μέγαν καὶ ἐνέκρυψεν ἐκεῖ ἄνδρας. |
Α Μακ. 16,15 |
Ο υιός του Αβούβου τους υπεδέχθη δολίως και τους εφιλοξένησεν εις ένα μικρόν φρούριον, που ωνομάζετο Δωκ και το οποίον αυτός είχεν ανοικοδομήσει. Εκεί παρέθεσε μεγάλο συμπόσιον προς τον Σιμωνα, προς τον Ματταθίαν και τον Ιούδαν. Είχεν όμως κρύψει εκεί μερικούς άνδρας. |
|
Α Μακ. 16,16 |
καὶ ὅτε ἐμεθύσθη Σίμων καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, ἐξανέστη Πτολεμαῖος καὶ οἱ παρ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐλάβοσαν τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ ἐπεισήλθοσαν τῷ Σίμωνι εἰς τὸ συμπόσιον καὶ ἀπέκτειναν αὐτὸν καὶ τοὺς δύο υἱοὺς αὐτοῦ καί τινας τῶν παιδαρίων αὐτοῦ. |
Α Μακ. 16,16 |
Οταν ο Σιμων και τα παιδιά του περιήλθον εις κατάστασιν μέθης, εσηκώθη ο Πτολεμαίος μαζή με τους άνδρας του, επήραν τα όπλα, επέπεσαν εναντίον του Σιμωνος εις την αίθουσαν του συμποσίου και εφόνευσαν αυτόν, τα δύο του παιδιά και μερικούς από τους υπηρέτας του. |
|
Α Μακ. 16,17 |
καὶ ἐποίησεν ἀθεσίαν μεγάλην, καὶ ἀπέδωκε κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν. |
Α Μακ. 16,17 |
Ετσι δε ο υιός του Αβούβου διέπραξε μεγάλην προδοσίαν και ανταπέδωκε κακά αντί των αγαθών, που είχε λάβει. |
|
Α Μακ. 16,18 |
καὶ ἔγραψε ταῦτα Πτολεμαῖος καὶ ἀπέστειλε τῷ βασιλεῖ, ὅπως ἀποστείλῃ αὐτῷ δυνάμεις εἰς βοήθειαν καὶ παραδῷ αὐτῷ τὴν χώραν αὐτῶν καὶ τὰς πόλεις. |
Α Μακ. 16,18 |
Ο Πτολεμαίος έγραψεν αμέσως στον βασιλέα και τον επληροφόρησε δια τα γεγονότα αυτά· και συγχρόνως τον παρεκάλει να αποστείλη εις αυτόν στρατιωτικάς δυνάμεις, δια να του παραδώση την χώραν και τας πόλεις των Ιουδαίων. |
|
Α Μακ. 16,19 |
καὶ ἀπέστειλεν ἑτέρους εἰς Γάζαρα ἆραι τὸν Ἰωάννην, καὶ τοῖς χιλιάρχοις ἀπέστειλεν ἐπιστολὰς παραγενέσθαι πρὸς αὐτόν, ὅπως δῷ αὐτοῖς ἀργύριον καὶ χρυσίον καὶ δόματα, |
Α Μακ. 16,19 |
Εστειλε δε άλλους άνδρας εις Γαζαρα, δια να θανατώσουν τον Ιωάννην. Εστειλεν επίσης επιστολάς στους χιλιάρχους, δια των οποίων παρήγγειλεν εις αυτούς να έλθουν πλησίον του, δια να τους δώση αργύριον και χρυσίον και άλλα δώρα. |
|
Α Μακ. 16,20 |
καὶ ἑτέρους ἀπέστειλε καταλαβέσθαι τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸ ὄρος τοῦ ἱεροῦ. |
Α Μακ. 16,20 |
Αλλους δε άνδρας έστειλε, να καταλάβουν την Ιερουσαλήμ και τον λόφον, όπου ήτο κτισμένος ο Ναός. |
|
Α Μακ. 16,21 |
καὶ προδραμών τις ἀπήγγειλεν Ἰωάννῃ εἰς Γάζαρα ὅτι ἀπώλετο ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ ὅτι ἀπέσταλκε καὶ σὲ ἀποκτεῖναι. |
Α Μακ. 16,21 |
Ενας όμως αγγελιαφόρος προέτρεξε και ανήγγειλεν στον Ιωάννην, που ευρίσκετο εις Γαζαρα, δτι ο πατέρας του και οι αδελφοί του είχαν φονευθή και ότι ο Πτολεμαίος έστειλεν άνδρας του, να φονεύσουν και αυτόν τον ίδιον. |
|
Α Μακ. 16,22 |
καὶ ἀκούσας ἐξέστη σφόδρα καὶ συνέλαβε τοὺς ἄνδρας τοὺς ἐλθόντας ἀπολέσαι αὐτὸν καὶ ἀπέκτεινεν αὐτούς, ἐπέγνω γὰρ ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν ἀπολέσαι. |
Α Μακ. 16,22 |
Ο Ιωάννης, όταν ήκουσεν αυτά, έμεινε κατάπληκτος. Συνέλαβε τους άνδρας, που ήλθαν να τον δολοφονήσουν, και τους εθανάτωσε. Διότι και ο ίδιος αντελήφθη ότι πράγματι αυτοί επεζήτουν να τον φονεύσουν. |
|
Α Μακ. 16,23 |
Καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Ἰωάννου καὶ τῶν πολέμων αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνδραγαθιῶν αὐτοῦ, ὧν ἠνδραγάθησε, καὶ τῆς οἰκοδομῆς τῶν τειχέων, ὧν ᾠκοδόμησε, καὶ τῶν πράξεων αὐτοῦ, |
Α Μακ. 16,23 |
Τα υπόλοιπα εκ των έργων του Ιωάννου από τους πολέμους που διεξήγαγεν, τας ανδραγαθίας τας οποίας κατώρθωσε, την ανοικοδόμησιν των τειχών που ωλοκλήρωσε και όλα τα άλλα έργα του, |
|
Α Μακ. 16,24 |
ἰδοὺ ταῦτα γέγραπται ἐπὶ βιβλίῳ ἡμερῶν ἀρχιερωσύνης αὐτοῦ, ἀφ᾿ οὗ ἐγενήθη ἀρχιερεὺς μετὰ τὸν πατέρα αὐτοῦ. |
Α Μακ. 16,24 |
όλα αυτά είναι γραμμένα στο βιβλίον των χρονικών της αρχιερωσύνης του, από την ημέραν, από την οποίαν, μετά τον θάνατον του πατρός του, έγινεν αρχιερεύς. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου