Παλαιά Διαθήκη
Μακκαβαίων Β'
Κεφάλαια: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15
Κεφάλαιο 1ο | ||
Β Μακ. 1,1 | Τοῖς ἀδελφοῖς τοῖς κατ᾿ Αἴγυπτον Ἰουδαίοις χαίρειν. οἱ ἀδελφοὶ οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις Ἰουδαῖοι καὶ οἱ ἐν τῇ χώρᾳ τῆς Ἰουδαίας εἰρήνην ἀγαθήν· | |
Β Μακ. 1,1 | Ημείς, οι Ιουδαίοι που ευρισκόμεθα εις την Ιερουσαλήμ και εις την άλλην χώραν της Ιουδαίας, χαιρετίζομεν τους αδελφούς μας, που ευρίσκονται εις την Αίγυπτον. Ευχόμεθα εις σας λαμπράν ειρήνην. | |
Β Μακ. 1,2 | καὶ ἀγαθοποιήσαι ὑμῖν ὁ Θεὸς καὶ μνησθείη τῆς διαθήκης αὐτοῦ τῆς πρὸς Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν δούλων αὐτοῦ τῶν πιστῶν· | |
Β Μακ. 1,2 | Ευχόμεθα, να αποστείλη πλούσια προς σας τα αγαθά του ο Θεός και να ενθυμηθή την συνθήκην, την οποίαν είχε συνάψει με τους πιστούς δούλους του, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. | |
Β Μακ. 1,3 | καὶ δῴη ὑμῖν καρδίαν πᾶσιν εἰς τὸ σέβεσθαι αὐτὸν καὶ ποιεῖν αὐτοῦ τὰ θελήματα καρδίᾳ μεγάλῃ καὶ ψυχῇ βουλομένῃ· | |
Β Μακ. 1,3 | Ευχόμεθα, να δώση εις όλους σας ο Κυριος καρδίαν ευλαβή, ώστε να σέβεσθε αυτόν και να τηρήτε τα θελήματά του με όλην σας την καρδίαν και με όλην σας την θέλησιν. | |
Β Μακ. 1,4 | καὶ διανοίξαι τὴν καρδίαν ὑμῶν ἐν τῷ νόμῳ αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς προστάγμασι καὶ εἰρήνην ποιήσαι | |
Β Μακ. 1,4 | Να διανοίξη ακόμη ο Κυριος την καρδίαν σας, δια να γνωρίσετε και δεχθήτε τον Νομον του και τας εντολάς του, και να θεμελιώση εις σας ειρήνην. | |
Β Μακ. 1,5 | καὶ ἐπακούσαι ὑμῶν τῶν δεήσεων καὶ καταλλαγείη ὑμῖν καὶ μὴ ὑμᾶς ἐγκαταλίποι ἐν καιρῷ πονηρῷ. | |
Β Μακ. 1,5 | Ευχόμεθα ακόμη να εισακούση ο Κυριος τας προσευχάς σας, να συνδιαλλαγή προς σας και να μη σας εγκαταλείψη εις καιρόν θλίψεων. | |
Β Μακ. 1,6 | καὶ νῦν ὧδέ ἐσμεν προσευχόμενοι περὶ ὑμῶν. | |
Β Μακ. 1,6 | Ημείς εδώ τώρα προσευχόμεθα και δια σας. | |
Β Μακ. 1,7 | βασιλεύοντος Δημητρίου ἔτους ἑκατοστοῦ ἑξηκοστοῦ ἐνάτου, ἡμεῖς οἱ Ἰουδαῖοι γεγράφαμεν ὑμῖν ἐν τῇ θλίψει καὶ ἐν τῇ ἀκμῇ τῇ ἐπελθούσῃ ἡμῖν ἐν τοῖς ἔτεσι τούτοις, ἀφ᾿ οὗ ἀπέστη Ἰάσων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ἁγίας γῆς καὶ τῆς βασιλείας | |
Β Μακ. 1,7 | Οταν εβασίλευεν ο Δημήτριος, και συγκεκριμένως κατά το εκατοστόν εξηκοστόν ένατον έτος, ημείς οι Ιουδαίοι είχομεν γράψει προς σας τότε, ότε ευρισκόμεθα υπό το κράτος θλίψεως και μεγάλης κρίσεως κατά τα έτη εκείνα, από τότε που ο Ιάσων και οι άλλοι, που ήσαν μαζή του, έγιναν αποστάται και προδόται της ιεράς ημών χώρας και του βασιλείου. | |
Β Μακ. 1,8 | καὶ ἐνεπύρισαν τὸν πυλῶνα καὶ ἐξέχεαν αἷμα ἀθῷον· καὶ ἐδεήθημεν τοῦ Κυρίου καὶ εἰσηκούσθημεν καὶ προσηνέγκαμεν θυσίαν καὶ σεμίδαλιν καὶ ἐξήψαμεν τοὺς λύχνους καὶ προεθήκαμεν τοὺς ἄρτους. | |
Β Μακ. 1,8 | Αυτοί έκαυσαν την πύλην του ναού και έχυσαν αίμα αθώον. Ημείς προσηυχήθημεν προς τον Κυριον, ο δε Κυριος εισήκουσε την προσευχήν μας. Προσεφέραμεν θυσίαν αιματηράν και την ανάλογον αναίμακτον θυσίαν από σημιγδάλι, ανάψαμεν τους λύχνους της λυχνίας και εθέσαμεν τους άρτους της προθέσεως εις την τράπεζάν των. | |
Β Μακ. 1,9 | καὶ νῦν ἵνα ἄγητε τὰς ἡμέρας τῆς σκηνοπηγίας τοῦ Χασελεῦ μηνός. ἔτους ἑκατοστοῦ ὀγδοηκοστοῦ καὶ ὀγδόου». | |
Β Μακ. 1,9 | Τωρα δέ, σας γράφομεν, δια να εορτάζετε τας ημέρας των εγκαινίων του ναού- οπως την εορτήν της Σκηνοπηγίας- κατά τον μήνα Χασελεύ, το εκατοστόν ογδοηκοστόν όγδοον έτος της χρονολογίας των Σελευκιδών”. | |
Β Μακ. 1,10 | «Οἱ ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἡ γερουσία καὶ Ἰούδας Ἀριστοβούλῳ διδασκάλῳ Πτολεμαίου τοῦ βασιλέως, ὄντι δὲ ἀπὸ τοῦ τῶν χριστῶν ἱερέων γένους, καὶ τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ Ἰουδαίοις χαίρειν καὶ ὑγιαίνειν. | |
Β Μακ. 1,10 | “Οι Ιουδαίοι, που ευρίσκονται εις την Ιερουσαλήμ και εις την άλλην χώραν της Ιουδαίας, η γερουσία και ο Ιούδας εύχονται υγείαν και ευτυχίαν στον σοφόν Αριστόβουλον, σύμβουλον του βασιλέως Πτολεμαίου, τον καταγόμενον από την οικογένειαν των κεχρισμένων ιερέων, και στους άλλους Ιουδαίους, που ευρίσκονται εις την Αίγυπτον. | |
Β Μακ. 1,11 | ἐκ μεγάλων κινδύνων ὑπὸ τοῦ Θεοῦ σεσωσμένοι μεγάλως εὐχαριστοῦμεν αὐτῷ, ὡς ἂν πρὸς βασιλέα παρατασσόμενοι· | |
Β Μακ. 1,11 | Εχομεν σωθή με την βοήθειαν του Θεού και ευχαριστούμεν ολοψύχως τον Θεόν, έτοιμοι και πάλιν να πολεμήσωμεν εναντίον του βασιλέως. | |
Β Μακ. 1,12 | αὐτὸς γὰρ ἐξέβρασε τοὺς παραταξαμένους ἐν τῇ ἁγίᾳ πόλει. | |
Β Μακ. 1,12 | Διότι μαζή μας είναι ο Θεός, ο οποίος επέταξε μακράν όλους, όσοι παρετάχθησαν εις πόλεμον εναντίον της αγίας πόλεως. | |
Β Μακ. 1,13 | εἰς γὰρ τὴν Περσίδα γενόμενος ὁ ἡγεμὼν καὶ ὁ περὶ αὐτὸν ἀνυπόστατος δοκοῦσα εἶναι δύναμις, κατεκόπησαν ἐν τῷ τῆς Ναναίᾳς ἱερῷ, παραλογισμῷ χρησαμένων τῶν περὶ τὴν Ναναίαν ἱερέων. | |
Β Μακ. 1,13 | Ο αρχηγός των εχθρών μας, ο βασιλεύς Αντίοχος ο Επιφανής, ήλθεν εις την Περσίαν μαζή με την στρατιωτικήν του δύναμιν, η οποία εθεωρείτο ακατανίκητος και κατεκόπη στον ναόν της Ναναίας χάρις εις ένα στρατήγημα, που εχρησιμοποίησαν οι ιερείς της θεάς αυτής. | |
Β Μακ. 1,14 | ὡς γὰρ συνοικήσων αὐτῇ παρεγένετο εἰς τὸν τόπον ὅ τε Ἀντίοχος καὶ οἱ σὺν αὐτῷ φίλοι χάριν τοῦ λαβεῖν τὰ χρήματα εἰς φερνῆς λόγον· | |
Β Μακ. 1,14 | Ο Αντίοχος δηλαδή με τους φίλους του είχε μεταβή στον τόπον εκείνον με τον σκοπόν, τάχα, να νυμφευθή την θεάν. Πράγματι δέ, δια να πάρη τους θησαυρούς της ως προίκα. | |
Β Μακ. 1,15 | καὶ προθέντων αὐτὰ τῶν ἱερέων τῆς Ναναίας κἀκείνου προσελθόντος μετ᾿ ὀλίγων εἰς τὸν περίβολον τοῦ τεμένους, συγκλείσαντες, τὸ ἱερόν, ὡς εἰσῆλθεν Ἀντίοχος, | |
Β Μακ. 1,15 | Οι ιερείς της Ναναίας εξέθεσαν τους θησαυρούς αυτούς, ο δε Αντίοχος με ολίγους άνδρας του εισήλθεν εις την ιεράν αυλήν του ναού. Οταν δε εισήλθεν εις την αυλήν, οι ιερείς έκλεισαν τον ναόν. | |
Β Μακ. 1,16 | ἀνοίξαντες τὴν τοῦ φατνώματος κρυπτὴν θύραν, βάλοντες πέτρους συνεκεραύνωσαν τὸν ἡγεμόνα καὶ μέλη ποιήσαντες καὶ τὰς κεφαλὰς ἀφελόντες τοῖς ἔξω παρέῤῥιψαν. | |
Β Μακ. 1,16 | Ηνοιξαν δε κατόπιν μίαν μυστικήν θύραν επάνω από την οροφήν, έρριψαν λίθους και κατακεραύνωσαν τον βασιλέα και εκείνους, οι οποίοι ήσαν μαζή του. Επειτα κατέκοψαν αυτούς εις τεμάχια, απέκοψαν τας κεφαλάς των και τας έρριψαν στους έξω του βασιλέως συντρόφους του. | |
Β Μακ. 1,17 | κατὰ πάντα εὐλογητὸς ἡμῶν ὁ Θεός, ὃς παρέδωκε τοὺς ἀσεβήσαντας. | |
Β Μακ. 1,17 | Ας είναι δι' όλα αυτά δοξασμένος ο Κυριος ο Θεός μας, ο οποίος παρέδωκεν εις τέτοιον θάνατον τους ασεβείς. | |
Β Μακ. 1,18 | μέλλοντες οὖν ἄγειν ἐν τῷ Χασελεῦ πέμπτη καὶ εἰκάδι τὸν καθαρισμὸν τοῦ ἱεροῦ, δέον ἡγησάμεθα διασαφῆσαι ὑμῖν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἄγητε τῆς σκηνοπηγίας καὶ τοῦ πυρός, ὅτε Νεεμίας οἰκοδομήσας τό τε ἱερὸν καὶ τὸ θυσιαστήριον ἀνήνεγκε θυσίαν. | |
Β Μακ. 1,18 | Επειδή, λοιπόν, ημείς ετοιμαζόμεθα να εορτάσωμεν κατά την εικοστήν πέμπτην του μηνός Χασελεύ τον καθαρισμόν του ιερού ναού, εθεωρήσαμεν πρέπον να καταστήσωμεν και εις σας γνωστόν τούτο, ώστε και σεις να εορτάσετε τας ημέρας αυτάς, όπως εορτάζετε την εορτήν της Σκηνοπηγίας, και του πυρός, το οποίον ανήφθη, όταν ο Νεεμίας απεπεράτωσε την ανοικοδόμησιν του ιερού και του θυσιαστηρίου και προσέφερε θυσίας. | |
Β Μακ. 1,19 | καὶ γὰρ ὅτε εἰς τὴν Περσικὴν ἤγοντο οἱ πατέρες ἡμῶν, οἱ τότε εὐσεβεῖς ἱερεῖς λαβόντες ἀπὸ τοῦ πυρὸς τοῦ θυσιαστηρίου λαθραίως, κατέκρυψαν ἐν κοιλώματι φρέατος τάξιν ἔχοντος ἀνύδρου, ἐν ᾧ κατησφαλίσαντο ὥστε πᾶσιν ἄγνωστον εἶναι τὸν τόπον. | |
Β Μακ. 1,19 | Οταν δηλαδή οι πατέρες μας ωδηγούντο αιχμάλωτοι εις την Περσίαν, οι ευσεβείς τότε ιερείς επήραν κρυφίως πυρ από το πυρ του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων και το έκρυψαν επιμελώς στο βάθος ενός φρέατος, που δεν είχε νερό. Εις αυτό το ησφάλισαν με κάθε μυστικότητα, ώστε παρέμενεν αυτός ο τόπος άγνωστος εις όλους. | |
Β Μακ. 1,20 | διελθόντων δὲ ἐτῶν ἱκανῶν, ὅτε ἔδοξε τῷ Θεῷ, ἀποσταλεὶς Νεεμίας ὑπὸ τοῦ βασιλέως τῆς Περσίδος τοὺς ἐκγόνους τῶν ἱερέων τῶν ἀποκρυψάντων ἔπεμψεν ἐπὶ τὸ πῦρ· ὡς δὲ διεσάφησαν ἡμῖν μὴ εὑρηκέναι πῦρ, ἀλλὰ ὕδωρ παχύ, | |
Β Μακ. 1,20 | Αφού επέρασαν αρκετά έτη, τότε που ο Θεός ηυδόκησε να αποσταλή ο Νεεμίας από τον βασιλέα της Περσίας εις την Ιουδαίαν, ο Νεεμίας έστειλε τους απογόνους των ιερέων, που είχαν αποκρύψει το πυρ, εις αναζήτησίν του. Αυτοί και ανέφεραν προς ημάς, ότι δεν ευρήκαν το πυρ, αλλά ένα παχύ ύδωρ. | |
Β Μακ. 1,21 | ἐκέλευσεν αὐτοὺς ἀποβάψαντας φέρειν. ὡς δὲ ἀνηνέχθη τὰ τῶν θυσιῶν, ἐκέλευσε τοὺς ἱερεῖς Νεεμίας ἐπιῤῥᾶναι τῷ ὕδατι τά τε ξύλα καὶ τὰ ἐπικείμενα. | |
Β Μακ. 1,21 | Ο Νεεμίας διέταξεν αυτούς να πάρουν και να φέρουν από το ύδωρ αυτό. Οταν δε εστοιβάσθησαν επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων τα προς θυσίαν ξύλα και τα θύματα, ο Νεεμίας διέταξε τους ιερείς να ραντίσουν με το ύδωρ και τα ξύλα και τας θυσίας, που ήσαν επάνω εις αυτά. | |
Β Μακ. 1,22 | ὡς δὲ ἐγένετο τοῦτο καὶ χρόνος διῆλθεν ὅ τε ἥλιος ἀνέλαμψε, πρότερον ἐπινεφὴς ὤν, ἀνήφθη πυρὰ μεγάλη ὥστε θαυμάσαι πάντας. | |
Β Μακ. 1,22 | Οταν δε εξετελέσθη η εντολή του Νεεμίου και ήλθεν η στιγμή, που ανέλαμψεν ο ήλιος, ο οποίος ήτο προηγουμένως σκεπασμένος από τα νέφη, άναψε μεγάλη φωτιά, ώστε όλοι εθαύμασαν. | |
Β Μακ. 1,23 | προσευχὴν δὲ ἐποιήσαντο οἱ ἱερεῖς δαπανωμένης τῆς θυσίας, οἵ τε ἱερεῖς καὶ πάντες, καταρχομένου Ἰωνάθου, τῶν δὲ λοιπῶν ἐπιφωνούντων ὡς Νεεμίου. | |
Β Μακ. 1,23 | Καθ' ον χρόνον η θυσία εκαίετο, οι ιερείς κατά την διάρκειαν της καύσεως έκαμαν προσευχήν, μαζή δε με αυτούς και όλοι οι άλλοι. Ο Ιωνάθαν ηρχισε την προσευχήν και ο Νεεμίας και οι άλλοι συνώδευαν την φωνήν του. | |
Β Μακ. 1,24 | ἦν δὲ ἡ προσευχὴ τὸν τρόπον ἔχουσα τοῦτον· Κύριε Κύριε ὁ Θεὸς ὁ πάντων κτίστης, ὁ φοβερὸς καὶ ἰσχυρὸς καὶ δίκαιος καὶ ἐλεήμων, ὁ μόνος βασιλεὺς καὶ χρηστός, | |
Β Μακ. 1,24 | Η προσευχή αυτή είχεν αυτόν τον τύπον· “Κυριε, Κυριε, ο Θεός, συ είσαι ο δημιουργός των πάντων, ο φοβερός και ισχυρός και δίκαιος και ελεήμων, ο μόνος βασιλεύς και πανάγαθος. | |
Β Μακ. 1,25 | ὁ μόνος χορηγός, ὁ μόνος δίκαιος καὶ παντοκράτωρ καὶ αἰώνιος, ὁ διασώζων τὸν Ἰσραὴλ ἐκ παντὸς κακοῦ, ὁ ποιήσας τοὺς πατέρας ἐκλεκτοὺς καὶ ἁγιάσας αὐτούς, | |
Β Μακ. 1,25 | Ο μόνος χορηγός των αγαθών, ο μόνος δίκαιος και παντοκράτωρ και αιώνιος. Συ, που διασώζστον Ισραήλ από όλα τα κακά. Συ, ο οποίος ανέδειξας τους πατέοας μας εκλεκτούς και τους ηγίασας. | |
Β Μακ. 1,26 | πρόσδεξαι τὴν θυσίαν ὑπὲρ παντὸς τοῦ λαοῦ σου Ἰσραὴλ καὶ διαφύλαξον τὴν μερίδα σου καὶ καθαγίασον. | |
Β Μακ. 1,26 | Πρόσδεξαι, λοιπόν, Κυριε, την θυσίαν αυτήν υπέρ όλου του λαού σου και διαφύλαξε την κληρονομίαν σου και αγίασε αυτήν. | |
Β Μακ. 1,27 | ἐπισυνάγαγε τὴν διασπορὰν ἡμῶν, ἐλευθέρωσον τοὺς δουλεύοντας ἐν τοῖς ἔθνεσι, τοὺς ἐξουθενημένους καὶ βδελυκτοὺς ἔπιδε, καὶ γνώτωσαν τὰ ἔθνη, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεὸς ἡμῶν. | |
Β Μακ. 1,27 | Επανάφερε εις την χώραν των τους διασκορπισμένους αδελφούς μας, ελευθέρωσε τους Ισραηλίτας, οι οποίοι είναι δούλοι εις τα έθνη, ρίψε βλέμμα στοργής στους εξουθενημένους και μισουμένους και ας μάθουν όλα τα έθνη, ότι συ είσαι ο Θεός μας. | |
Β Μακ. 1,28 | βασάνισον τοὺς καταδυναστεύοντας καὶ ἐξυβρίζοντας ἐν ὑπερηφανίᾳ. | |
Β Μακ. 1,28 | Τιμώρησε εκείνους, οι οποίοι μας καταδυναστεύουν και όσους επάνω εις την υπερηφάνειάν των μας υβρίζουν. | |
Β Μακ. 1,29 | καταφύτευσον τὸν λαόν σου εἰς τὸν τόπον τὸν ἅγιόν σου, καθὼς εἶπε Μωυσῆς. | |
Β Μακ. 1,29 | Καταφύτευσε και εγκατάστησε ασφαλή τον λαόν σου στον τόπον τούτον τον άγιόν σου, όπως είπεν ο Μωϋσής”. | |
Β Μακ. 1,30 | οἱ δὲ ἱερεῖς ἐπέψαλλον τοὺς ὕμνους. | |
Β Μακ. 1,30 | Οι ιερείς έψαλλον τους καταλλήλους ύμνους. | |
Β Μακ. 1,31 | καθὼς δὲ ἀνηλώθη τὰ τῆς θυσίας καὶ τὸ περιλειπόμενον ὕδωρ, ὁ Νεεμίας ἐκέλευσε λίθους μείζονας κατασχεῖν. | |
Β Μακ. 1,31 | Οταν δε η θυσία ετελείωσε, διέταξεν ο Νεεμίας και έχυσαν το υπόλοιπο νερό επάνω στους μεγάλους λίθους. | |
Β Μακ. 1,32 | ὡς δὲ τοῦτο ἐγενήθη, φλὸξ ἀνήφθη· τοῦ δὲ ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου ἀντιλάμψαντος φωτὸς ἐδαπανήθη. | |
Β Μακ. 1,32 | Οταν τούτο έγινε, άναψε μία φλόγα. Το δε από του θυσιαστηρίου αναλάμψαν ως φως υγρόν εκάη. | |
Β Μακ. 1,33 | ὡς δὲ φανερὸν ἐγενήθη τὸ πρᾶγμα, καὶ διηγγέλη τῷ βασιλεῖ τῶν Περσῶν ὅτι εἰς τὸν τόπον, οὗ τὸ πῦρ ἀπέκρυψαν οἱ μεταχθέντες ἱερεῖς τὸ ὕδωρ ἐφάνη, ἀφ᾿ οὗ καὶ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν ἥγνισαν τὰ τῆς θυσίας, | |
Β Μακ. 1,33 | Οταν δε το καταπληκτικόν αυτό γεγονός διεδόθη και έγινε γνωστόν και στον βασιλέα των Περσών, ότι στον τόπον, όπου οι απαχθέντες εις αιχμαλωσίαν ιερείς είχαν κάποτε αποκρύψει το ιερόν πυρ, ευρήκαν βραδύτερον ύδωρ και ότι ο Νεεμίας και οι περί αυτόν άνδρες καθηγίασαν αυτό με τας θυσίας, | |
Β Μακ. 1,34 | περιφράξας δὲ ὁ βασιλεὺς ἱερὸν ἐποίησε, δοκιμάσας τὸ πρᾶγμα. | |
Β Μακ. 1,34 | ο βασιλεύς διέταξε να περιφράξουν τον ιερόν αυτόν τόπον και να τον ανακηρύξουν άγιον και επεβεβαίωσεν έτσι το γεγονός. | |
Β Μακ. 1,35 | καὶ οἷς ἐχαρίζετο ὁ βασιλεὺς πολλὰ διάφορα ἐλάμβανε καὶ μετεδίδου. | |
Β Μακ. 1,35 | Ο βασιλεύς επήρε και εχάρισε πολλά και διάφορα δώρα στους ανθρώπους των γεγονότων αυτών. | |
Β Μακ. 1,36 | προσηγόρευσαν δὲ οἱ περὶ τὸν Νεεμίαν τοῦτο νέφθαρ, ὃ διερμηνεύεται Καθαρισμός· καλεῖται δὲ παρὰ τοῖς πολλοῖς Νεφθαεί. | |
Β Μακ. 1,36 | Οι περί τον Νεεμίαν ωνόμασαν αυτό το ύδωρ νέφθαρ, που σημαίνει καθαρισμός. Από πολλούς άλλους ωνομάσθη παρεφθαρμένως Νεφθαεί. | |
Κεφάλαιο 2ο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου