Κεφάλαιο 1ο |
Ωσ. 1,1 |
Λόγος Κυρίου, ὃς ἐγενήθη πρὸς Ὡσηὲ τὸν τοῦ Βεηρεὶ ἐν ἡμέραις Ὀζίου καὶ Ἰωάθαμ καὶ Ἄχαζ καὶ Ἐζεκίου βασιλέων Ἰούδα καὶ ἐν ἡμέραις Ἱεροβοὰμ υἱοῦ Ἰωὰς βασιλέως Ἰσραήλ. |
Ωσ. 1,1 |
Λογος, τον οποίον ο Κυριος είπε προς τον Ωσηέ, υιόν του Βεηρεί, καθ' ον χρόνον βασιλείς της Ιουδαίος ήσαν ο Οζίας, ο Ιωάθαμ, ο Αχαζ και ο Εζεκίας, βασιλεύς δε του ισραηλιτικού βασιλείου ο Ιεροβοάμ υιός του Ιωάς. |
|
Ωσ. 1,2 |
Ἀρχὴ λόγου Κυρίου εἰς Ὡσηέ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Ὡσηέ· βάδιζε, λαβὲ σεαυτῷ γυναῖκα πορνείας καὶ τέκνα πορνείας, διότι ἐκπορνεύουσα ἐκπορνεύσει ἡ γῆ ἀπὸ ὄπισθεν τοῦ Κυρίου. |
Ωσ. 1,2 |
Οταν ο Κυριος ήρχισε να ομιλή προς τον Ωσηέ του είπε· “πήγαινε και πάρε δια τον εαυτόν σου γυναίκα ρέπουσαν προς την διαφθοράν, διεφθαρμένην, και απόκτησε τέκνα παράνομα, διότι η χώρα αυτή, που συμβολίζεται με την διεφθαρμένην γυναίκα, θα περιπέση εις φοβεράν πνευματικήν πορνείαν, θα απομακρυνθή από τον Κυριον”. |
|
Ωσ. 1,3 |
καὶ ἐπορεύθη καί ἔλαβε τὴν Γόμερ θυγατέρα Δεβηλαΐμ, καὶ συνέλαβε καὶ ἔτεκεν αὐτῷ υἱόν. |
Ωσ. 1,3 |
Ο Ωσηέ επήγε πράγματι και επήρεν ως σύζυγόν του την Γομερ, κόρην του Δεβηλαΐμ. Αυτή συνέλαβε και εγέννησεν στον Ωσηέ υιόν. |
|
Ωσ. 1,4 |
καὶ εἶπε Κύριος πρὸς αὐτόν· κάλεσον τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰεζραέλ, διότι ἔτι μικρὸν καὶ ἐκδικήσω τὸ αἷμα τοῦ Ἰεζραὲλ ἐπὶ τὸν οἶκον Ἰούδα καὶ καταπαύσω βασιλείαν οἴκου Ἰσραήλ. |
Ωσ. 1,4 |
Είπε τότε ο Κυριος προς τον Ωσηέ· “ονόμασε τον υιόν σου αυτόν Ιεζραέλ, διότι έπειτα από ολίγον χρόνον, εις αποκατάστασιν της τιμής του βασιλείου Ιούδα, θα αποστείλω τιμωρίας δια το χυθέν αίμα εις την κοιλάδα του Ιεζραέλ και θα θέσω τέρμα στο βασίλειον του οίκου Ισραήλ. |
|
Ωσ. 1,5 |
καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ συντρίψω τὸ τόξον τοῦ Ἰσραὴλ ἐν κοιλάδι τοῦ Ἰεζραέλ. |
Ωσ. 1,5 |
Κατά την ημέραν εκείνην θα συντρίψω τα πολεμικά τόξα του ισραηλιτικού βασιλείου, θα εξουθενώσω δηλαδή την δύναμίν του εις την κοιλάδα του Ιεζραέλ”. |
|
Ωσ. 1,6 |
καὶ συνέλαβεν ἔτι καὶ ἔτεκε θυγατέρα, καὶ εἶπεν αὐτῷ· κάλεσον τὸ ὄνομα αὐτῆς, Οὐκ-ἠλεημένη, διότι οὐ μὴ προσθήσω ἔτι ἐλεῆσαι τὸν οἶκον Ἰσραήλ, ἀλλ᾿ ἢ ἀντιτασσόμενος ἀντιτάξομαι αὐτοῖς. |
Ωσ. 1,6 |
Συνέλαβεν πάλιν η Γομερ και εγέννησε θυγατέρα· ο δε Θεός είπεν στον προφήτην· “δώσε εις αυτήν όνομα Ουκ-η-λεημένη, διότι δεν θα έχω πλέον την πρόθεσιν να ελεήσω το βασίλειον του Ισραήλ, αλλά σταθερώς και αποτελεσματικώς θα αντιταχθώ εναντίον αυτών. |
|
Ωσ. 1,7 |
τοὺς δὲ υἱοὺς Ἰούδα ἐλεήσω καὶ σώσω αὐτοὺς ἐν Κυρίῳ Θεῷ αὐτῶν καὶ οὐ σώσω αὐτοὺς ἐν τόξῳ οὐδὲ ἐν ῥομφαίᾳ οὐδὲ ἐν πολέμῳ οὐδὲ ἐν ἵπποις οὐδὲ ἐν ἱππεῦσι. |
Ωσ. 1,7 |
Τους πολίτας όμως του ιουδαϊκού βασιλείου θα τους ελεήσω, θα τους σώσω δια της δυνάμεως εμού, του Κυρίου και Θεού των, και οχι με το τόξον, με την ρομφαίαν, με πολέμους, ούτε με το ιππικόν, ούτε με τους ιππείς”. |
|
Ωσ. 1,8 |
καὶ ἀπεγαλάκτισε τὴν Οὐκ-ἠλεημένην, καὶ συνέλαβεν ἔτι καὶ ἔτεκεν υἱόν. |
Ωσ. 1,8 |
Η Γομερ αφού απεγαλάκτισε την Ουκ-ηλεημένην, συνέλαβε πάλιν και εγέννησεν υιόν. |
|
Ωσ. 1,9 |
καὶ εἶπε· κάλεσον τὸ ὄνομα αὐτοῦ Οὐ-λαός-μου, διότι ὑμεῖς οὐ λαός μου, καὶ ἐγώ οὐκ εἰμὶ ὑμῶν. |
Ωσ. 1,9 |
Είτε δε ο Κυριος προς τον Ωσηέ· “δώσε εις αυτόν όνομα Ου-λαός μου, διότι σεις οι Ισραηλίται δεν είσθε πλέον λαός μου, και εγώ δεν είμαι ίδικός σας πατήρ και Θεός”. |
|
Κεφάλαιο 2ο |
Ωσ. 2,1 |
Καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, ἣ οὐκ ἐκμετρηθήσεται οὐδὲ ἐξαριθμηθήσεται. καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ, οὗ ἐῤῥέθη αὐτοῖς· οὐ λαός μου ὑμεῖς, κληθήσονται καὶ αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. |
Ωσ. 2,1 |
Ο αριθμός των Ισραηλιτών είναι μέγας ως η άμμος εις την παραλίαν της θαλάσσης, η οποία δεν είναι δυνατόν να μετρηθή και οι κόκκοι της δεν είναι δυνατόν να αριθμηθούν. Αυτό θα πραγματοποιηθή στον τόπον εκείνον, όπου υπό του Κυρίου είχεν αναγγελθή στους Ισραηλίτας, “δεν είσθε λαός μου”. Εις τον αυτόν τόπον θα ονομασθούν αυτοί υιοί του Θεού του ζώντος. |
|
Ωσ. 2,2 |
καὶ συναχθήσονται υἱοὶ Ἰούδα καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ θήσονται ἑαυτοῖς ἀρχὴν μίαν καὶ ἀναβήσονται ἐκ τῆς γῆς, ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα τοῦ Ἰεζραέλ. |
Ωσ. 2,2 |
Θα συγκεντρωθούν Ιουδαίοι και Ισραηλίται μαζή, δια να αποτελέσουν μίαν ενότητα. Θα αναγνωρίσουν ως κεφαλήν των τον ίδιον άρχοντα και θα επανέλθουν από την χώραν της εξορίας των. Διότι θα είναι μεγάλη η ημέρα εκείνη του Ιεζραέλ. |
|
Ωσ. 2,3 |
εἴπατε τῷ ἀδελφῷ ὑμῶν· λαός μου καὶ τῇ ἀδελφῇ ὑμῶν· ἠλεημένη. |
Ωσ. 2,3 |
Τοτε ονομάσατε τον αδελφόν σας τον μέχρι πρυ ολίγου “Ου-λαόν μου”, “Λαόν μου” και την αδελφήν σας την μέχρι προ ολίγου “Ουκ-ηλεημένην”, “Ηλεημενην”. |
|
Ωσ. 2,4 |
Κρίθητε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν, κρίθητε, ὅτι αὕτη οὐ γυνή μου, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀνὴρ αὐτῆς. καὶ ἐξαρῶ τὴν πορνείαν αὐτῆς ἐκ προσώπου μου καὶ τὴν μοιχείαν αὐτῆς ἐκ μέσου μαστῶν αὐτῆς, |
Ωσ. 2,4 |
Κρίνατε και διχάσατε την μητέρα σας· κρίνατέ την, διότι αυτή δεν είναι σύζυγός μου και εγώ δεν είμαι ο σύζυγός της. Και θα διώξω από εμπρός μου την πορνείαν της, και την μοιχείαν της από τους μαστούς της. Θα καταπαύσω δηλαδή την πνευματικήν μοιχείαν, την προς τα είδωλα λατρείαν του Ισραηλιτικού λαού. |
|
Ωσ. 2,5 |
ὅπως ἂν ἐκδύσω αὐτὴν γυμνὴν καὶ ἀποκαταστήσω αὐτὴν καθὼς ἡμέρα γενέσεως αὐτῆς. καὶ θήσω αὐτὴν ἔρημον καὶ τάξω αὐτὴν ὡς γῆν ἄνυδρον καὶ ἀποκτενῶ αὐτὴν ἐν δίψει· |
Ωσ. 2,5 |
Ετσι θα απογυμνώσω αυτήν και θα την παρουσιάσω τελείως γυμνήν, όπως όταν την εγέννησεν η μητέρα της. Θα καταστήσω αυτήν έρημον, θα την κάμω ωσάν την γην την ξηράν και την άνυδρον, και θα την θανατώσω με την δίψαν. |
|
Ωσ. 2,6 |
καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς οὐ μὴ ἐλεήσω, ὅτι τέκνα πορνείας ἐστίν. |
Ωσ. 2,6 |
Ούτε και τα τέκνα της θα ελεήσω, διότι είναι τέκνα πορνείας, πνευματικής από του Θεού αποστασίας. |
|
Ωσ. 2,7 |
ὅτι ἐξεπόρνευσεν ἡ μήτηρ αὐτῶν, κατῄσχυνεν ἡ τεκοῦσα αὐτά, ὅτι εἶπε· πορεύσομαι ὀπίσω τῶν ἐραστῶν μου τῶν διδόντων μοι τοὺς ἄρτους μου καὶ τὸ ὕδωρ μου καὶ τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου, τὸ ἔλαιόν μου καὶ πάντα ὅσα μοι καθήκει. |
Ωσ. 2,7 |
Διότι η μητέρα των εξετράπη εις πορνείαν κατεντρόπιασε και κατεξηυτέλισε τα τέκνα της, διότι με απερίγραπτον αναισχυντίαν είπε· “θα ακολουθήσω εγώ τους εραστάς μου, (δηλ. η φυλή του Ισραήλ θα ακολουθούσε τα είδωλα), διότι αυτοί μου δίδουν την τροφήν μου, το νερό μου, τα ενδύματά μου, τα λινά υφάσματά μου, το λάδι μου και όλα όσα μου χρειάζονται”. |
|
Ωσ. 2,8 |
διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ φράσσω τὴν ὁδὸν αὐτῆς ἐν σκόλοψι καὶ ἀνοικοδομήσω τὰς ὁδούς, καὶ τὴν τρίβον αὐτῆς οὐ μὴ εὕρῃ· |
Ωσ. 2,8 |
Δια την αναισχυντίαν της αυτήν, ιδού εγώ φράζω την προς τους εραστάς οδόν της με παλούκια, θα ανεγείρω οδοφράγματα στους δρόμους της και έτσι δεν θα εύρη αυτή τον δρόμον της προς την διαφθοράν. |
|
Ωσ. 2,9 |
καὶ καταδιώξεται τοὺς ἐραστὰς αὐτῆς καὶ οὐ μὴ καταλάβῃ αὐτοὺς καὶ ζητήσει αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ εὕρῃ αὐτούς· καὶ ἐρεῖ· πορεύσομαι καὶ ἐπιστρέψω πρὸς τὸν ἄνδρα μου τὸν πρότερον, ὅτι καλῶς μοι ἦν τότε ἢ νῦν. |
Ωσ. 2,9 |
Θα προσπαθήση και θα τρέξη να εύρη τους εραστάς της, αλλά δεν θα τους προφθάση. Θα τους αναζητήση, και δεν θα τους ανεύρη. Και τότε θα είπη· “θα επιστρέψω και θα επανέλθω προς τον προηγούμενον και νόμιμον άνδρα μου, διότι καλύτερα ήμην τότε, παρά τώρα”. |
|
Ωσ. 2,10 |
καὶ αὐτὴ οὐκ ἔγων ὅτι ἐγὼ ἔδωκα αὐτῇ τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ ἀργύριον ἐπλήθυνα αὐτῇ· αὐτὴ δὲ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ ἐποίησε τῇ Βάαλ. |
Ωσ. 2,10 |
Αυτή, η μητέρα σας, δεν κατώρθωσε να εννοήση ότι εγώ έδωκα εις αυτήν τον σίτον, τον οίνον, το έλαιον και επί πλέον πλούτον αργυρίου. Αυτη όμως, με όσα εγώ της είχα δώσει, κατεσκεύασεν αργυρά και χρυσά είδωλα δια την Αστάρτην, την αναίσχυντον σύζυγον του βδελυρού ειδώλου Βααλ. |
|
Ωσ. 2,11 |
διὰ τοῦτο ἐπιστρέψω καὶ κομιοῦμαι τὸν σῖτόν μου καθ᾿ ὥραν αὐτοῦ καὶ τὸν οἶνόν μου ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ ἀφελοῦμαι τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου τοῦ μὴ καλύπτειν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς. |
Ωσ. 2,11 |
Δια τούτο, δι' όσα βδελυρά και αναίσχυντα αυτή έπραξεν, εγώ θα πάρω και θα κρατήσω δια τον εαυτόν μου τον σίτόν μου και τον οίνον μου, κατά τον καιρόν της συγκομιδής των. Θα αφαιρέσω από αυτήν τα ενδύματα, που της είχα δώσει και τα λινά υφάσματα, ώστε να μη ημπορή πλέον να σκεπάση την γομνότητά της. |
|
Ωσ. 2,12 |
καὶ νῦν ἀποκαλύψω τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτῆς ἐνώπιον τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ ἐξέληται αὐτὴν ἐκ χειρός μου. |
Ωσ. 2,12 |
Τωρα θα ξεσκεπάσω την βρωμερότητά της και την αναισχυντίαν της ενώπιον των εραστών της και κανείς δεν θα ημπορέση να την γλυτώση από τα χέρια μου. |
|
Ωσ. 2,13 |
καὶ ἀποστρέψω πάσας τὰς εὐφροσύνας αὐτῆς, ἑορτὰς αὐτῆς καὶ τὰς νουμηνίας αὐτῆς καὶ τὰ σάββατα αὐτῆς καὶ πάσας τὰς πανηγύρεις αὐτῆς. |
Ωσ. 2,13 |
Θα σταματήσω όλας τας τέρψεις της, τας θρησκευτικάς εορτάς γενικώς, ειδικώτερα δε τας εορτάς της πρωτομηνιάς, τα σάββατα και όλας τας μεγάλας πανηγύρεις της. |
|
Ωσ. 2,14 |
καὶ ἀφανιῶ ἄμπελον αὐτῆς καὶ τάς συκᾶς αὐτῆς, ὅσα εἶπε· μισθώματά μου ταῦτά ἐστιν ἃ ἔδωκάν μοι οἱ ἐρασταί μου, καὶ θήσομαι αὐτὰ εἰς μαρτύριον, καὶ καταφάγεται αὐτὰ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς. |
Ωσ. 2,14 |
Θα καταστρέψω τα αμπέλια της, τις συκιές της και όλα εκείνα, δια τα οποία είπεν· “αυτά είναι η ανταμοιβή μου, την οποίαν μου έδωκαν οι ερασταί μου”. Θα τα κάμω, ώστε να είναι μαρτυρία προς όλους δια την τιμωρίαν της φυλής του Ισραήλ. Θα τα καταφάγουν τα θηρία της υπαίθρου, τα πετεινά του ουρανού και τα ερπετά της γης. |
|
Ωσ. 2,15 |
καὶ ἐκδικήσω ἐπ᾿ αὐτὴν τὰς ἡμέρας τῶν Βααλείμ, ἐν αἷς ἐπέθυεν αὐτοῖς καὶ περιετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς καὶ ἐπορεύετο ὀπίσω τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθετο, λέγει Κύριος. - |
Ωσ. 2,15 |
Ετσι θα τιμωρήσω την φυλήν του Ισραήλ δια τας ημέρας, κατά τας οποίας ελάτρευσε τα είδωλα του Βααλ, δι' εκείνας κατά τας οποίας πολλάς θυσίας προσέφερε δι' αυτά και εφορούσεν ως στόλισμά της τα σκουλαρίκια και τα περιδέραιά της, και ακολουθούσε τους εραστάς της. Εμέ δέ με είχε λησμονήσει, λέγει ο Κυριος. |
|
Ωσ. 2,16 |
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ πλανῶ αὐτὴν καὶ τάξω αὐτὴν ὡς ἔρημον καὶ λαλήσω ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῆς |
Ωσ. 2,16 |
Δια τούτο εγώ θα οδηγήσω την φυλήν Ισραήλ εις περιπλάνησιν και εξορίαν, θα καταστήσω έρημον και ακατοίκητον την χώραν της. Και όταν εν τη θλίψει της μετανοήση, εγώ θα ομιλήσω εις την καρδίαν της ειρηνικά. |
|
Ωσ. 2,17 |
καὶ δώσω αὐτῇ τὰ κτήματα αὐτῆς ἐκεῖθεν καὶ τὴν κοιλάδα Ἀχὼρ διανοῖξαι σύνεσιν αὐτῆς, καὶ ταπεινωθήσεται ἐκεῖ κατὰ τὰς ἡμέρας νηπιότητος αὐτῆς καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἀναβάσεως αὐτῆς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. |
Ωσ. 2,17 |
Μετανοούσαν θα την επιστρέψω από την εξορίαν, θα δώσω εις αυτήν τα κτήματα της χώρας της και την κοιλάδα Αχώρ και θα την βοηθήσω να συνετισθή δια τα σφάλματά της. Θα ταπεινωθή τότε, όπως εταπεινώθη εκεί εις την Αίγυπτον, όταν εζούσε την νηπιακήν της ηλικίαν ως έθνος, κατά την εποχήν, που εξήλθεν από την χώραν της Αιγύπτου. |
|
Ωσ. 2,18 |
καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, καλέσει με· ὁ ἀνήρ μου, καὶ οὐ καλέσει με ἔτι Βααλείμ· |
Ωσ. 2,18 |
Κατά την ημέραν εκείνην της μετανοίας και ταπεινώσεώς της, λέγει ο Κυριος· Θα με ονομάζη «“σύζυγός μου” και δεν θα επικαλεσθή πλέον αντί εμού τα είδωλα του Βαάλ. |
|
Ωσ. 2,19 |
καὶ ἐξαρῶ τὰ ὀνόματα τῶν Βααλεὶμ ἐκ στόματος αὐτῆς καὶ οὐ μὴ μνησθῶσιν οὐκ ἔτι τὰ ὀνόματα αὐτῶν. |
Ωσ. 2,19 |
Εγώ δε θα αφαιρέσω από το στόμα της φυλής του Ισραήλ τα ονόματα των ειδώλων του Βαάλ και ουδέποτε πλέον οι Ισραηλίται θα ενθυμηθούν τα ονόματα αυτών των ειδώλων. |
|
Ωσ. 2,20 |
καὶ διαθήσομαι αὐτοῖς διαθήκην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μετὰ τῶν θηρίων τοῦ ἀγροῦ καὶ μετὰ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ἑρπετῶν τῆς γῆς· καὶ τόξον καὶ ῥομφαίαν καὶ πόλεμον συντρίψω ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατοικιῶ σε ἐπ᾿ ἐλπίδι. |
Ωσ. 2,20 |
Κατά την εποχήν εκείνην της μετανοίας και επιστροφής των προς εμέ, θα συνάψω νέαν συνθήκην ειρήνης με αυτούς, ακόμη δε ειρήνης και με τα θηρία της υπαίθρου, με τα πετεινά του ουρανού και με τα ερπετά της γης. Θα συντρίψω και θα εξαφανίσω από την χώραν του Ισραήλ το πολεμικόν τόξον και την εχθρικήν ρομφαίαν και τον πόλεμον, και θα εγκαταστήσω αυτούς με αγαθάς ελπίδας προς μίαν ειρηνικήν ζωήν. |
|
Ωσ. 2,21 |
καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ μνηστεύσομαί σε ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν κρίματι καὶ ἐν ἐλέει καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς |
Ωσ. 2,21 |
Θα σε μνηστευθώ τότε ως ιδικήν μου δια παντός, θα σε πάρω ως ίδικήν μου πλέον μνηστήν και θα σου προσφέρω δικαιοσύνην, δικαίαν κρίσιν, τρυφερότητα και ευσπλαγχνίαν. |
|
Ωσ. 2,22 |
καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ ἐν πίστει, καὶ ἐπιγνώσῃ τὸν Κύριον. |
Ωσ. 2,22 |
Θα σε μνηστευθώ ως πιστήν πλέον εις εμέ και συ θα γνωρίσης εμέ, τον Κυριον. |
|
Ωσ. 2,23 |
καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, ἐπακούσομαι τῷ οὐρανῷ, καὶ αὐτὸς ἐπακούσεται τῇ γῇ, |
Ωσ. 2,23 |
Κατά την ειρηνικήν εκείνην περίοδον, λέγει ο Κυριος, θα εισακούσω και θα απαντήσω στον ουρανόν και ο ουρανός θα απαντήση εις την γην, στέλλων ζωογόνον βροχήν |
|
Ωσ. 2,24 |
καὶ ἡ γῆ ἐπακούσεται τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ αὐτὰ ἐπακούσεται τῷ Ἰεζραέλ. |
Ωσ. 2,24 |
η δε γη θα απαντήση στον ουρανόν, παράγουσα σίτον και οίνον και έλαιον. Ολα δε αυτά θα προσφερθούν δια την ειρηνικήν και αρμονικήν ζωήν του Ιεζραέλ. |
|
Ωσ. 2,25 |
καὶ σπερῶ αὐτὴν ἐμαυτῷ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐλεήσω τὴν Οὐκ-ἠλεημένην καὶ ἐρῶ τῷ Οὐ-λαῷ-μου· λαός μου εἰ σύ, καὶ αὐτὸς ἐρεῖ· Κύριος ὁ Θεός μου εἶ σύ. |
Ωσ. 2,25 |
Θα διασπείρω και θα εγκαταστήσω τον νέον Ισραήλ εις την χώραν, θα ελεήσω την Ουκ-ηλεημένην και στον Ου-λαόν μου θα είπω· “συ είσαι λαός μου”. Και εκείνος θα απαντήση· “συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός μου”. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Ωσ. 3,1 |
Καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἔτι πορεύθητι καὶ ἀγάπησον γυναῖκα ἀγαπῶσαν πονηρὰ καὶ μοιχαλίν, καθὼς ἀγαπᾷ ὁ Θεὸς τοὺς υἱοὺς Ἰσραὴλ καὶ αὐτοὶ ἀποβλέπουσιν ἐπὶ θεοὺς ἀλλοτρίους καὶ φιλοῦσι πέμματα μετὰ σταφίδων. |
Ωσ. 3,1 |
Ο Κυριος μου είπε· “πήγαινε πάλιν και αγάπησε μίαν γυναίκα μοιχαλίδα, γυναίκα, η οποία αγαπά την πονηρίαν· αγάπησέ την, όπως αγαπά ο Θεός τους Ισραηλίτας, οι οποίοι εν τούτοις στρέφουν τα βλέμματά των και δίδουν τας καρδίας των εις ξένους θεούς και αγαπούν τα γλυκίσματα των ειδώλων, πίττας με σταφίδας”. |
|
Ωσ. 3,2 |
καὶ ἐμισθωσάμην ἐμαυτῷ πεντεκαίδεκα ἀργυρίου καὶ γομὸρ κριθῶν καὶ νέβελ οἴνου |
Ωσ. 3,2 |
Επραξα, όπως ο Κυριος με διέταξε, και εμίσθωσα αυτήν δια τον εαυτόν μου αντί δεκαπέντε αργυρών σίκλων, ενός γομόρ κριθής και ενός ασκού οίνου. |
|
Ωσ. 3,3 |
καὶ εἶπα πρὸς αὐτήν· ἡμέρας πολλὰς καθήσῃ ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ οὐ μὴ πορνεύσῃς, οὐδὲ μὴ γένῃ ἀνδρὶ ἑτέρῳ, καὶ ἐγὼ ἐπὶ σοί. |
Ωσ. 3,3 |
Και είπα προς αυτήν. “Επί πολλάς ημέρας θα μείνης κοντά μου ήσυχος και πιστή. Δεν θα εκτροπής εις πορνείαν, δεν θα έλθης εις ένωσιν με άλλον άνδρα και τότε εγώ θα είμαι δια σε σύζυγος”. |
|
Ωσ. 3,4 |
διότι ἡμέρας πολλὰς καθήσονται οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ οὐκ ὄντος βασιλέως οὐδὲ ὄντος ἄρχοντος οὐδὲ οὔσης θυσίας οὐδὲ ὄντος θυσιαστηρίου οὐδὲ ἱερατείας οὐδὲ δήλων. |
Ωσ. 3,4 |
Τούτο συμβολίζει τους Ισραηλίτας, διότι και αυτοί θα παραμείνουν επί πολύν χρόνον χωρίς βασιλέα, χωρίς άρχοντας, χωρίς θυσίας, χωρίς θυσιαστήριον, χωρίς ιερατείον, χωρίς το εφώδ, την “Δηλωσιν” και “Αλήθειαν”, δια της οποίας εξεβράζετο η βουλή του Θεού. |
|
Ωσ. 3,5 |
καὶ μετὰ ταῦτα ἐπιστρέψουσιν οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ καὶ ἐπιζητήσουσι Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν καὶ Δαυὶδ τὸν βασιλέα αὐτῶν· καὶ ἐκστήσονται ἐπὶ τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν. |
Ωσ. 3,5 |
Μετά ταύτα όμως οι Ισραηλίται θα επιστρέψουν και θα αναζητήσουν Κυριον τον Θεόν των, οπότε ως βασιλέα των θα έχουν τον απόγονον του Δαβίδ, τον Μεσσίαν. Θα μείνουν κατάπληκτοι δια την ευλογίαν αυτήν του Κυρίου και δια τα άλλα αγαθά, τα οποία θα τους δώση κατά την νέαν αυτήν μεσσιακήν εποχήν, που θα αρχίση από τας ημέρας εκείνας. |
|
Κεφάλαιο 4ο |
Ωσ. 4,1 |
Ἀκούσατε λόγον Κυρίου, υἱοὶ Ἰσραήλ, ὅτι κρίσις τῷ Κυρίῳ πρὸς τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν, διότι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια οὐδὲ ἔλεος οὐδὲ ἐπίγνωσις Θεοῦ ἐπὶ τῆς γῆς. |
Ωσ. 4,1 |
Σεις οι Ισραηλίται ακούσατε τον λόγον Κυρίου, διότι ο Κυριος θα κρίνη, θα δικάση, θα τιμωρήση τους κατοίκους της χώρας αυτής, επειδή δεν υπάρχει μεταξύ των αλήθεια, ούτε ευσπλαγχνία, ούτε γνώσις και σεβασμός του Θεού. |
|
Ωσ. 4,2 |
ἀρὰ καὶ ψεῦδος καὶ φόνος καὶ κλοπὴ καὶ μοιχεία κέχυται ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ αἵματα ἀφ᾿ αἵμασι μίσγουσι. |
Ωσ. 4,2 |
Εξ αντιθέτου έχουν χυθή και πλημμυρίσει την χώραν σας κατάραι, ψεύδη, φόνοι, κλοπαί, μοιχείαι· τα δε αίματα χύνονται συνεχώς και ανακατεύονται το ένα με το άλλο. |
|
Ωσ. 4,3 |
διὰ τοῦτο πενθήσει ἡ γῆ καὶ σμικρυνθήσεται σὺν πᾶσι τοῖς κατοικοῦσιν αὐτήν, σὺν τοῖς θηρίοις τοῦ ἀγροῦ καὶ σὺν τοῖς ἑρπετοῖς τῆς γῆς καὶ σὺν τοῖς πετεινοῖς τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οἱ ἰχθύες τῆς θαλάσσης ἐκλείψουσιν, |
Ωσ. 4,3 |
Δια τούτο η χώρα σας θα περιέλθη εις πένθος, οι κάτοικοί της θα ολιγοστεύσουν μαζή δέ με αυτήν θα ολιγοστεύσουν και όσα ζωντανά κατοικούν εις αυτήν, τα θηρία του αγρού, τα ερπετά της γης και τα πετεινά του ουρανού, και αυτά ακόμη τα ψάρια της θαλάσσης θα εκλείψουν. |
|
Ωσ. 4,4 |
ὅπως μηδεὶς μήτε δικάζηται μήτε ἐλέγχῃ μηδείς· ὁ δὲ λαός μου ὡς ἀντιλεγόμενος ἱερεύς. |
Ωσ. 4,4 |
Εξ αιτίας της γενικής πωρώσεως ούτε κανείς θα δικάζεται δια τας παρανομίας του ούτε και κανείς θα διαμαρτύρεται δια την αμαρτωλότητα αυτήν. Ο δε τέως περιούσιος λαός μου θα είναι σαν τον ιερέα, που έχει χάσει την υπόληψίν του και συνεχώς επικρίνεται. |
|
Ωσ. 4,5 |
καὶ ἀσθενήσεις ἡμέρας, καὶ ἀσθενήσει ὁ προφήτης μετὰ σοῦ· νυκτὶ ὡμοίωσα τὴν μητέρα σου. |
Ωσ. 4,5 |
Συ δέ, ω λαέ μου, θα χάσης την πνευματικήν σου υγείαν και ισχύν, μαζή με σε και ο προφήτης θα χάση την πνευματικήν του δύναμιν και ισχύν. Προς νύκτα δε παρομοιάζω την σκοτεινήν ζωήν του έθνους αυτού. |
|
Ωσ. 4,6 |
ὡμοιώθη ὁ λαός μου ὡς οὐκ ἔχων γνῶσιν· ὅτι σὺ ἐπίγνωσιν ἀπώσω, κἀγὼ ἀπώσομαί σε τοῦ μὴ ἱερατεύειν μοι· καὶ ἐπελάθου νόμον Θεοῦ σου, κἀγὼ ἐπιλήσομαι τέκνων σου. |
Ωσ. 4,6 |
Ο λαός μου αυτός ωμοίασε προς εκείνον, ο οποίος δεν έχει καθόλου γνώσιν του Θεού και του θείου θελήματος. Επειδή όμως συ, λαέ μου, απώθησες την γνώσιν του Θεού, δια τούτο και εγώ θα σε απωθήσω, ώστε να μη υπάρχουν δια σε ιερείς και ιερατικαί προσφοραί. Συ ελησμόνησες τον νόμον του Θεού σου, και εγώ θα λησμονήσω τα ιδικά σου τέκνα. |
|
Ωσ. 4,7 |
κατὰ τὸ πλῆθος αὐτῶν οὕτως ἥμαρτόν μοι· τὴν δόξαν αὐτῶν εἰς ἀτιμίαν θήσομαι. |
Ωσ. 4,7 |
Οσον πολυάριθμοι υπήρξατε εις την χώραν σας, τόσον αναρίθμητοι υπήρξαν και αι αμαρτίαι σας εναντίον μου. Δια τούτο την έως τώρα δόξαν σας, εγώ θα μεταβάλω εις εξευτελισμόν. |
|
Ωσ. 4,8 |
ἁμαρτίας λαοῦ μου φάγονται καὶ ἐν ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν λήψονται τὰς ψυχὰς αὐτῶν. |
Ωσ. 4,8 |
Οι ιερείς ειδικώτερον συμμετέχουν και χορταίνουν και αυτοί από τας αμαρτίας του λαού μου. Δια τούτο θα πληρώσουν με την ζωήν των τας πολλάς αδικίας των. |
|
Ωσ. 4,9 |
καὶ ἔσται καθὼς ὁ λαὸς οὕτως καὶ ὁ ἱερεύς· καὶ ἐκδικήσω ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ τὰ διαβούλια αὐτοῦ ἀνταποδώσω αὐτῷ. |
Ωσ. 4,9 |
Δεν θα γίνη διάκρισις μεταξύ λαϊκών και ιερέων· όπως οι λαϊκοί ετσι θα τιμωρηθούν και οι ιερείς. Θα τιμωρήσω τον λαόν τούτον δια τους αμαρτωλούς δρόμους της ζωής του, θα ανταποδώσω εις αυτόν σύμφωνα με τας αμαρτωλάς επιθυμίας της καρδίας του και τα πονηρά του σχέδια. |
|
Ωσ. 4,10 |
καὶ φάγονται καὶ οὐ μὴ ἐμπλησθῶσιν, ἐπόρνευσαν καὶ οὐ μὴ κατευθύνωσι, διότι τὸν Κύριον ἐγκατέλιπον τοῦ φυλάξαι. - |
Ωσ. 4,10 |
Θα τρώγουν και δεν θα χορταίνουν, θα εκτρέπωνται εις την πορνείαν και δεν θα επιτύχουν αυτό, που θέλουν, την χαράν και την ειρήνην, επειδή εγκατέλιπαν τον Κυριον και δεν εφύλαξαν το θέλημά του. |
|
Ωσ. 4,11 |
Πορνείαν καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα ἐδέξατο καρδία λαοῦ μου. |
Ωσ. 4,11 |
Η καρδία του λαού μου εστράφη και εδέχθη πορνείαν και οίνον και μέθην. |
|
Ωσ. 4,12 |
ἐν συμβόλοις ἐπηρώτων, καὶ ἐν ῥάβδοις αὐτοῦ ἀπήγγελλον αὐτῷ· πνεύματι πορνείας ἐπλανήθησαν καὶ ἐξεπόρνευσαν ἀπὸ τοῦ Θεοῦ αὐτῶν. |
Ωσ. 4,12 |
Με διάφορα ειδωλολατρικά σύμβολα, με αγάλματα και με ράβδους, εσυμβουλεύοντο τους ειδωλικούς θεούς των· και εκείνοι δια της ραβδομαντείας έδιδαν εις αυτούς απαντήσεις. Απεπλανήθησαν εις μεγάλην πνευματικήν πορνείαν, διότι εγκατέλειψαν τον Θεόν των και προσεκολλήθησαν εις τα είδωλα. |
|
Ωσ. 4,13 |
ἐπὶ τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων ἐθυσίαζον καὶ ἐπὶ τοὺς βουνοὺς ἔθυον, ὑποκάτω δρυὸς καὶ λεύκης καὶ δένδρου συσκιάζοντος, ὅτι καλὸν σκέπη. διὰ τοῦτο ἐκπορνεύσουσιν αἱ θυγατέρες ὑμῶν, καὶ αἱ νύμφαι ὑμῶν μοιχεύσουσι· |
Ωσ. 4,13 |
Εις τας κορυφάς των υψηλών ορέων, επάνω εις θυσιαστήρια ειδώλων, προσέφεραν θυσίας και εις τας κορυφάς των βουνών εθυσίαζαν, κάτω από δρυν και λεύκην και δένδρον ευσκιόφυλλον, διότι ήτο ευάρεστος εις αυτούς η σκια των κλάδων των. Εξ αιτίας της εκτροπής σας εις την αμαρτωλότητα της ειδωλολατρείας, αι θυγατέρες σας θα εκδίδωνται αναισχύντως εις την πορνείαν και αι νύμφαι σας προ των οφθαλμών σας θα παραδίδωνται εις την μοιχείαν. |
|
Ωσ. 4,14 |
καὶ οὐ μὴ ἐπισκέψωμαι ἐπὶ τὰς θυγατέρας ὑμῶν, ὅταν πορνεύσωσι, καὶ ἐπὶ τὰς νύμφας ὑμῶν, ὅταν μοιχεύσωσιν· ὅτι αὐτοὶ μετὰ τῶν πορνῶν συνεφύροντο καὶ μετὰ τῶν τετελεσμένων ἔθυον, καὶ ὁ λαὸς ὁ συνίων συνεπλέκετο μετὰ πόρνης. - |
Ωσ. 4,14 |
Δεν θα επισκεφθώ με αγάπην και καλοσύνην τας θυγατέρας σας, όταν θα εκπορνεύωνται, ούτε τας νύμφας σας όταν θα εκτρέπωνται εις την μοιχείαν. Διότι και αυτοί οι ιδιοί, οι γονείς και οι σύζυγοι συνεφύροντο με τας πόρνας και μαζή με τας ιεροδούλους προσέφεραν θυσίας. Ακόμη δε και οι μορφωμένοι μεταξύ του λαού συνεπλέκοντο με τας πόρνας. |
|
Ωσ. 4,15 |
Σὺ δέ, Ἰσραήλ, μὴ ἀγνόει, καὶ Ἰούδα, μὴ εἰσπορεύεσθε εἰς Γάλγαλα καὶ μὴ ἀναβαίνετε εἰς τὸν Οἶκον Ὦν καὶ μὴ ὀμνύετε ζῶντα Κύριον. |
Ωσ. 4,15 |
Συ, Ισραηλιτικέ λαέ, δεν έπρεπε να αγνοής τον Θεόν και το θέλημά του. Και συ, λαέ του Ιούδα, δεν έπρεπε να εισέρχεσαι εις τα Γαλγαλα, εις την χώραν της ειδωλολατρείας, και δεν έπρεπε να ανέρχεσθε στον ειδωλολατρικόν ναόν της Ων και δεν έπρεπε να ορκίζεσθε στον ζώντα αληθινόν Θεόν. |
|
Ωσ. 4,16 |
διότι ὡς δάμαλις παροιστρῶσα παροίστρησεν Ἰσραήλ· νῦν νεμήσει αὐτοὺς Κύριος ὡς ἀμνὸν ἐν εὐρυχώρῳ. |
Ωσ. 4,16 |
Αλλά ο ισραηλιτικός λαός αφηνίασε, όπως η δάμαλις την οποίαν κεντά ο οίστρος. Θα έλθη όμως εποχή, οπότε θα ποιμάνη αυτός ο Θεός ως αμνούς εις μεγάλην εύφορον περιοχήν. |
|
Ωσ. 4,17 |
μέτοχος εἰδώλων Ἐφραὶμ ἔθηκεν ἑαυτῷ σκάνδαλα, |
Ωσ. 4,17 |
Τωρα όμως η φυλή Εφραίμ και αι άλλαι εννέα φυλαί του Ισραήλ λαμβάνουν μέρος εις την λατρείαν των ειδώλων, θέτουν μόνοι των προσκόμματα στους δρόμους των. |
|
Ωσ. 4,18 |
ἡρέτισε Χαναναίους· πορνεύοντες ἐξεπόρνευσαν, ἠγάπησαν ἀτιμίαν ἐκ φρυάγματος αὐτῶν. |
Ωσ. 4,18 |
Αφήκαν τον αληθινόν Θεόν και επροτίμησαν τους Χαναναίους. Εξετράπησαν εις απερίγραπτον πνευματικήν και σωματικήν πορνείαν, ηγάπησαν τον εξευτελισμόν και την καταισχύνην μέσα εις τα φρυάγματα των βακχικών οργίων των. |
|
Ωσ. 4,19 |
συστροφὴ πνεύματος σὺ εἶ ἐν ταῖς πτέρυξιν αὐτῆς, καὶ καταισχυνθήσονται ἐκ τῶν θυσιαστηρίων αὐτῶν. |
Ωσ. 4,19 |
Δια τούτο πνεύμα καταιγίδος θα τους αφαρπάση στον στροβιλισμόν του, ωσάν εις τεραστίας πτέρυγας, θα τους εκτινάξη εις εξορίαν και θα καταισχυνθούν, διότι τα ειδωλολατρικά των θυσιαστήρια θα αποδειχθούν ψευδή και ανίκανα να τους βοηθήσουν. |
|
Κεφάλαιο 5ο |
Ωσ. 5,1 |
Ἀκούσατε ταῦτα, οἱ ἱερεῖς, καὶ προσέχετε, οἶκος Ἰσραήλ, καὶ ὁ οἶκος τοῦ βασιλέως, ἐνωτίζεσθε, διότι πρὸς ὑμᾶς ἐστι τὸ κρίμα· ὅτι παγὶς ἐγενήθητε τῇ σκοπιᾷ καὶ ὡς δίκτυον ἐκτεταμένον ἐπὶ τὸ Ἰταβύριον, |
Ωσ. 5,1 |
Ιερείς, ακούσατε αυτά, λαέ του Ισραήλ, δώσε προσοχήν. Αυλή του βασιλέως ακροάσου καλά αυτά που θα είπω, διότι η μέλλουσα καταδίκη αφορά σας, επειδή σεις οι φρουροί από το φυλάκιον, όπου έπρεπε να επιβλέπετε και να περιφρουρήτε τον λαόν, εγίνατε παγίς του κακού δια τον λαόν, δίκτυον απλωμένον στο όρος Ιταβύριον, δια να συλλαμβάνη και δεσμεύη εις την πονηρίαν τους ανθρώπους. |
|
Ωσ. 5,2 |
ὃ οἱ ἀγρεύοντες τὴν θήραν κατέπηξαν. ἐγὼ δὲ παιδευτὴς ὑμῶν· |
Ωσ. 5,2 |
Εκάματε σεις δια τους ανθρώπους ο,τι δια τα θηράματα κάμνουν οι κυνηγοί, οι οποίοι απλώνουν πυκνάς παγίδας. Δια τούτο εγώ θα σας παιδεύσω και θα σας τιμωρήσω. |
|
Ωσ. 5,3 |
ἐγὼ ἔγνων τὸν Ἐφραίμ, καὶ Ἰσραὴλ οὐκ ἀπέστη ἀπ᾿ ἐμοῦ· διότι νῦν ἐξεπόρνευσεν Ἐφραίμ, ἐμιάνθη Ἰσραήλ. |
Ωσ. 5,3 |
Εγνώρισα εγώ καλά τον Εφραίμ και το μάτι μου δεν απεμακρύνθη από τον ισραηλιτικόν λαόν. Δια τούτο και γνωρίζω τώρα καλά, ότι η φυλή Εφραίμ εξετράπη προς την πορνείαν, όπως επίσης και οι άλλοι Ισραηλίται εμολύνθησαν βαθύτατα. |
|
Ωσ. 5,4 |
οὐκ ἔδωκαν τὰ διαβούλια αὐτῶν τοῦ ἐπιστρέψαι πρὸς τὸν Θεὸν αὐτῶν, ὅτι πνεῦμα πορνείας ἐν αὐτοῖς ἐστι, τὸν δὲ Κύριον οὐκ ἐπέγνωσαν. |
Ωσ. 5,4 |
Τοσον διεφθάρησαν, ώστε ούτε εσκέφθησαν ούτε σκέπτονται με τον νουν και την καρδίαν των να επιστρέψουν προς τον Θεόν των, διότι πνεύμα αποστασίας υπάρχει μέσα των και κυριαρχεί εις τας καρδίας των και έτσι ηγνόησαν και αγνοούν εξ ολοκλήρου τον Κυριον και Θεόν. |
|
Ωσ. 5,5 |
καὶ ταπεινωθήσεται ἡ ὕβρις τοῦ Ἰσραὴλ εἰς πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ Ἰσραὴλ καὶ Ἐφραὶμ ἀσθενήσουσιν ἐν ταῖς ἀδικίαις αὐτῶν, καὶ ἀσθενήσει καὶ Ἰούδας μετ᾿ αὐτῶν. |
Ωσ. 5,5 |
Δια τούτο θα ταπεινωθή η υπερηφάνεια του ισραηλιτικού λαού· ανάγλυφος θα φανή η καταισχύνη του στο πρόσωπόν του. Αι φυλαί του Ισραήλ, και περισσότερον η φυλή του Εφραίμ, θα χάσουν την πνευματικήν και εθνικήν δύναμίν των μέσα εις τας αδικίας των. Μαζή δέ με αυτούς και η φυλή Ιούδα θα χάση την δύναμίν της. |
|
Ωσ. 5,6 |
μετὰ προβάτων καὶ μόσχων πορεύσονται τοῦ ἐκζητῆσαι τὸν Κύριον καὶ οὐ μὴ εὕρωσιν αὐτόν, ὅτι ἐκκέκλικεν ἀπ᾿ αὐτῶν, |
Ωσ. 5,6 |
Φέροντες πρόβατα και μόσχους προς θυσίαν θα πορευθούν να αναζητήσουν τον Κυριον, δια να εύρουν συγχώρησιν και εξιλέωσιν. Δεν θα την εύρουν όμως, διότι ο Θεός θα έχει πλέον απομακρυνθή από αυτούς. |
|
Ωσ. 5,7 |
ὅτι τὸν Κύριον ἐγκατέλιπον, ὅτι τέκνα ἀλλότρια ἐγεννήθησαν αὐτοῖς· νῦν καταφάγεται αὐτοὺς ἡ ἐρυσίβη, καὶ τοὺς κλήρους αὐτῶν. - |
Ωσ. 5,7 |
Τούτο δέ, επειδή αυτοί πρώτοι εγκατέλειψαν τον Κυριον, εγέννησαν και ανέθρεψαν μέσα εις την αμαρτίαν τέκνα ξένα προς τον Θεόν. Και τώρα ο εχθρός ως άλλη ερυσίβη θα καταφάγη αυτούς και τα εκ κληρονομίας κτήματά των. |
|
Ωσ. 5,8 |
Σαλπίσατε σάλπιγγι ἐπὶ τοὺς βουνούς, ἠχήσατε ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν, κηρύξατε ἐν τῷ οἴκῳ Ὦν· ἐξέστη Βενιαμίν, |
Ωσ. 5,8 |
Σαλπίσατε, λοιπόν, οι σαλπιγκταί με σάλπιγγας εις τα βουνά, κάμετε να αντηχήση το σάλπισμα επάνω στους υψηλούς τόπους, διαλαλήσατε με μεγάλην φωνήν μέσα στον ειδωλολατρικόν οίκον Ων· η φυλή του Βενιαμίν έμεινε κατάπληκτος. |
|
Ωσ. 5,9 |
Ἐφραὶμ εἰς ἀφανισμὸν ἐγένετο ἐν ἡμέραις ἐλέγχου· ἐν ταῖς φυλαῖς τοῦ Ἰσραὴλ ἔδειξα πιστά. |
Ωσ. 5,9 |
Η βασιλεύουσα φυλή Εφραίμ ηρημώθη και ηφανίσθη κατά την εποχήν της κρίσεώς της υπό του Κυρίου. Εις τας φυλάς του Ισραήλ έδειξα τας πιστάς, τας αληθινάς και ανεκκλήτους αποφάσεις μου. |
|
Ωσ. 5,10 |
ἐγένοντο οἱ ἄρχοντες Ἰούδα ὡς μετατιθέντες ὅρια, ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐκχεῶ ὡς ὕδωρ τὸ ὅρμημά μου. |
Ωσ. 5,10 |
Οι άρχοντες της φυλής Ιούδα έγιναν ωσάν τους πονηρούς και απλήστους εκείνους, που μεταθέτουν τα όριά των μέσα εις τα γειτονικά κτήματα. Εναντίον αυτών θα αφήσω να εκχυθή ωσάν ορμητικός χείμαρρος η οργή μου. |
|
Ωσ. 5,11 |
κατεδυνάστευσεν Ἐφραὶμ τὸν ἀντίδικον αὐτοῦ, κατεπάτησε κρίμα, ὅτι ἤρξατο πορεύεσθαι ὀπίσω τῶν ματαίων. |
Ωσ. 5,11 |
Η φυλή του Εφραίμ κατεδυνάστευσε την αντίδικόν της φυλήν του Ιούδα, κατεπάτησε κάθε δικαιοσύνην, διότι είχεν ήδη αρχίσει να ακολουθή τα μάταια είδωλα. |
|
Ωσ. 5,12 |
καὶ ἐγὼ ὡς ταραχὴ τῷ Ἐφραὶμ καὶ ὡς κέντρον τῷ οἴκῳ Ἰούδα. |
Ωσ. 5,12 |
Δια τούτο και εγώ θα επιφέρω αναταραχήν εις την φυλήν του Εφραίμ, θα γίνω κεντρί, δια να ξυπνήση προς μετάνοιαν το βασίλειον του Ιούδα. |
|
Ωσ. 5,13 |
καὶ εἶδεν Ἐφραὶμ τὴν νόσον αὐτοῦ καὶ Ἰούδας τὴν ὀδύνην αὐτοῦ, καὶ ἐπορεύθη Ἐφραὶμ πρὸς Ἀσσυρίους καὶ ἀπέστειλε πρέσβεις πρὸς βασιλέα Ἰαρείμ· καὶ αὐτὸς οὐκ ἠδυνάσθη ἰάσασθαι ὑμᾶς, καὶ οὐ μὴ διαπαύσῃ ἐξ ὑμῶν ὀδύνη. |
Ωσ. 5,13 |
Η φυλή του Εφραίμ και αι άλλαι εννέα φυλίι του Ισραήλ είδαν την ηθικήν και πνευματικήν των ασθένειαν, το δε βασίλειον του Ιούδα ησθάνθη την ιδικήν του οδύνην. Οι Ισραηλίται τότε αντί να στραφούν προς τον Θεόν, έστειλαν πρέσβεις προς τους Ασσυρίους και παρεκάλεσαν τον βασιλέα των Ασσυρίων Ιαρείμ, να έλθη εις βοήθειάν των. Αυτός όμως δεν ημπόρεσε να σας θεραπεύση και δεν πρόκειται να καταπραΰνη ποτέ τον πόνον σας. |
|
Ωσ. 5,14 |
διότι ἐγώ εἰμι ὡς πανθὴρ τῷ Ἐφραὶμ καὶ ὡς λέων τῷ οἴκῳ Ἰούδα· καὶ ἐγὼ ἁρπῶμαι καὶ πορεύσομαι καὶ λήψομαι, καὶ οὐκ ἔσται ὁ ἐξαιρούμενος. |
Ωσ. 5,14 |
Διότι εγώ θα είμαι ως πάνθηρ εναντίον του Εφραίμ και ως λέων εναντίον του οίκου Ιούδα. Εγώ θα αρπάξω και θα πάρω το θήραμα και θα αναχωρήσω και κανείς δεν θα ημπορέση να μου το αφαιρέση από τα χέρια μου. |
|
Ωσ. 5,15 |
πορεύσομαι καὶ ἐπιστρέψω εἰς τὸν τόπον μου, ἕως οὗ ἀφανισθῶσι· καὶ ζητήσουσι τὸ πρόσωπόν μου, ἐν θλίψει αὐτῶν ὀρθριοῦσι πρός με λέγοντες· |
Ωσ. 5,15 |
Θα φύγω και θα επανέλθω στον τόπον μου, μέχρις ότου εξολοθρευθούν. Υπό το βάρος δε της θλίψεώς των θα μετανοήσουν και θα με ζητήσουν. Πρωϊ-πρωϊ θα εξυπνούν, θα παρουσιάζωνται προς εμέ και θα λέγουν μεταξύ των· |
|
Κεφάλαιο 6ο |
Ωσ. 6,1 |
Πορευθῶμεν καὶ ἐπιστρέψωμεν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ὅτι αὐτὸς ἥρπακε καὶ ἰάσεται ἡμᾶς, πατάξει καὶ μοτώσει ἡμᾶς· |
Ωσ. 6,1 |
Ελάτε, ας επιστρέψωμεν εν μετανοία προς τον Κυριον και Θεόν μας, διότι αυτός ο οποίος επέτρεψε και μας διήρπασαν, αυτός και θα μας θεραπεύση. Αυτός που μας εμαστίγωσεν, αυτός και θα επουλώση τα τραύματά μας. |
|
Ωσ. 6,2 |
ὑγιάσει ἡμᾶς μετὰ δύο ἡμέρας, ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ ἐξαναστησόμεθα καὶ ζησόμεθα ἐνώπιον αὐτοῦ |
Ωσ. 6,2 |
Ημπορεί αυτός έντος δύο ημερών να μας αποδώση την υγείαν μας και κατά την τρίτην ημέραν θα εγερθώμεν από την κλίνην της ασθενείας μας και θα ζήσωμεν ενώπιόν του και από την προστασίαν του. |
|
Ωσ. 6,3 |
καὶ γνωσόμεθα· διώξωμεν τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον, ὡς ὄρθρον ἕτοιμον εὑρήσομεν αὐτόν, καὶ ἥξει ὡς ὑετὸς ἡμῖν πρώϊμος καὶ ὄψιμος γῇ. |
Ωσ. 6,3 |
Τοτε και θα τον γνωρίσωμεν. Ας επιδιώξωμεν, λοιπόν, με την καρδίαν μας να γνωρίσωμεν τον Κυριον. Θα τον εύρωμεν πρόθυμον και έτοιμον να μας βοηθήση· η έλευσίς του θα είναι βεβαία, όπως η έλευσις του ωραίου όρθρου. Θα έλθη στον κατάλληλον καιρόν, όπως έρχεται από τον ουρανόν εις την γην η πρώϊμος και η όψιμος βροχή. |
|
Ωσ. 6,4 |
τί σοι ποιήσω Ἐφραίμ; τί σοι ποιήσω Ἰούδα; τὸ δὲ ἔλεος ὑμῶν ὡς νεφέλη πρωϊνὴ καὶ ὡς δρόσος ὀρθρινὴ πορευομένη. - |
Ωσ. 6,4 |
Θα μας ερωτήση· “τι θέλεις να σου κάμω, ισραηλιτικέ λαέ; Τι θέλεις να κάμω εις σέ, ιουδαϊκέ λαέ; Η αγάπη σας είναι προσωρινή και διαλύεται ωσάν την πρωϊνήν ομίχλην, φεύγει και χάνεται όπως η πρωϊνή δροσιά. |
|
Ωσ. 6,5 |
Διὰ τοῦτο ἀπεθέρισα τοὺς προφήτας ὑμῶν, ἀπέκτεινα αὐτοὺς ἐν ῥήματι στόματός μου, καὶ τὸ κρίμα μου ὡς φῶς ἐξελεύσεται· |
Ωσ. 6,5 |
Δια τούτο εθέρισα τους ψευδοπροφήτας σας, τους εφόνευσα με το πρόσταγμα του στόματός μου. Η δικαία μου κρίσις θα εξέλθη και θα λάμψη ωσάν το φως. |
|
Ωσ. 6,6 |
διότι ἔλεος θέλω καὶ οὐ θυσίαν καὶ ἐπίγνωσιν Θεοῦ ἢ ὁλοκαυτώματα. |
Ωσ. 6,6 |
Διότι εγώ προτιμώ την προς εμέ αγάπην σας και οχι τας τυπικάς θυσίας, την επίγνωσιν του θείου θελήματος περισσότερον από τα ολοκαυτώματα. |
|
Ωσ. 6,7 |
αὐτοὶ δέ εἰσιν ὡς ἄνθρωπος παραβαίνων διαθήκην· ἐκεῖ κατεφρόνησέ μου |
Ωσ. 6,7 |
Οι Ισραηλίται όμως παραβαίνουν και καταπατούν την Διαθήκην μου ως άνθρωπος αμαρτωλός και αναίσθητος. Και με τας παραβάσεις των αυτάς εκεί με κατεφρόνησαν. |
|
Ωσ. 6,8 |
Γαλαὰδ πόλις ἐργαζομένη μάταια, ταράσσουσα ὕδωρ, |
Ωσ. 6,8 |
Η χώρα Γαλαάδ ακολουθεί τα μάταια είδωλα. Αναταράσσει την κοινωνίαν, όπως η θύελλα το ύδωρ της θαλάσσης. |
|
Ωσ. 6,9 |
καὶ ἡ ἰσχύς σου ἀνδρὸς πειρατοῦ· ἔκρυψαν ἱερεῖς ὁδόν, ἐφόνευσαν Σίκιμα, ὅτι ἀνομίαν ἐποίησαν. |
Ωσ. 6,9 |
Η δύναμίς σου, χώρα Γαλαάδ, εκδηλώνεται εις πειρατείας εκ μέρους των ανδρών σου. Και αυτοί ακόμη οι ιερείς του Ισραήλ εκρύβησαν και έστησαν ενέδραν παρά την οδόν, που οδηγεί εις τα Σικιμα, και εφόνευσαν τους διερχομένους, δια να τους ληστεύσουν και έτσι διέπραξαν ανομίαν μεγάλην. |
|
Ωσ. 6,10 |
ἐν τῷ οἴκῳ τοῦ Ἰσραὴλ εἶδον φρικώδη ἐκεῖ, πορνείαν τοῦ Ἐφραίμ· ἐμιάνθη Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα. |
Ωσ. 6,10 |
Είδα εγώ φρικτά γεγονότα στο βασίλειον του Ισραήλ, είδα την πνευματικήν και σωματικήν πορνείαν της φυλής του Εφραίμ. Εμολύνθη και ο ισραηλιτικός και ο Ιουδαϊκός λαός. |
|
Ωσ. 6,11 |
ἄρχου τρυγᾶν σεαυτῷ ἐν τῷ ἐπιστρέφειν με τὴν αἰχμαλωσίαν τοῦ λαοῦ μου ἐν τῷ ἰάσασθαί με τὸν Ἰσραήλ. |
Ωσ. 6,11 |
Μετανοημένος όμως κατόπιν δια τας παρανομίας σου, θα αρχίσης να τρυγάς και ωφέλη από τας τιμωρίας αυτάς, όταν εγώ θα επαναφέρω τον λαόν μου από την εξορίαν, όταν θα θεραπεύσω τον ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Κεφάλαιο 7ο |
Ωσ. 7,1 |
Καὶ ἀποκαλυφθήσεται ἡ ἀδικία Ἐφραὶμ καὶ ἡ κακία Σαμαρείας, ὅτι εἰργάσαντο ψευδῆ· καὶ κλέπτης πρὸς αὐτὸν εἰσελεύσεται, ἐκδιδύσκων λῃστὴς ἐν τῇ ὁδῷ αὐτοῦ, |
Ωσ. 7,1 |
Τοτε θα φανερωθούν αι παρανομίαι της φαύλης Εφραίμ και η κακία των Σαμαριτών, διότι ειργάσθησαν το ψεύδος και την δολιότητα. Κλέπται θα εισχωρήσουν εις την κοινωνίαν των, λησταί οι οποίοι θα απογυμνώνουν τους διαβάτας στους δρόμους της χώρας. |
|
Ωσ. 7,2 |
ὅπως συνᾴδωσιν ὡς ᾄδοντες τῇ καρδίᾳ αὐτῶν. πάσας τὰς κακίας αὐτῶν ἐμνήσθην· νῦν ἐκύκλωσαν αὐτοὺς τὰ διαβούλια αὐτῶν, ἀπέναντι τοῦ προσώπου μου ἐγένοντο. |
Ωσ. 7,2 |
Αναίσθητοι δε και αμετανόητοι μέσα εις την αμαρτωλότητά των, θα τραγουδούν μαζή με όλην των την καρδίαν, όπως οι τραγουδισταί. Εγώ όμως ενθυμούμαι όλας αυτών τας παρανομίας. Αι αμαρτωλαί επιθυμίαι των και τα πονηρά σχέδιά των, από τα οποία προήρχοντο αι κακαί πράξεις των, τους περιεκύκλωσαν πλέον από όλα τα σημεία. Ολαι αι πράξεις των και όλοι αυτοί είναι εμπρός εις τα μάτια μου. |
|
Ωσ. 7,3 |
ἐν ταῖς κακίαις αὐτῶν εὔφραναν βασιλεῖς καὶ ἐν τοῖς ψεύδεσιν αὐτῶν ἄρχοντας· |
Ωσ. 7,3 |
Με τας ποικίλας και πολυαρίθμους κακίας των ευφραίνουν τους πονηρούς βασιλείς των και με τας ψευδολογίας των κολακεύουν τους αμαρτωλούς άρχοντάς των. |
|
Ωσ. 7,4 |
πάντες μοιχεύοντες, ὡς κλίβανος καιόμενος εἰς πέψιν κατακαύματος ἀπὸ τῆς φλογός, ἀπὸ φυράσεως στέατος ἕως τοῦ ζυμωθῆναι αὐτό. |
Ωσ. 7,4 |
Ολοι είναι μοιχοί, καιόμενοι από το αμαρτωλόν σαρκικόν πάθος, ωσάν κλίβανος, ο οποίος καταβροχθίζει μέσα εις τας φλόγας του τα ριπτόμενα ξύλα και περιμένει ολόθερμος το ζυμωθέν άλευρον, έως ότου ολοκληρωθή η ζύμωσίς του. |
|
Ωσ. 7,5 |
αἱ ἡμέραι τῶν βασιλέων ὑμῶν, ἤρξαντο οἱ ἄρχοντες θυμοῦσθαι ἐξ οἴνου, ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ μετὰ λοιμῶν· |
Ωσ. 7,5 |
Κατά τας ημέρας των βασιλικών εορτών πρώτοι οι άρχοντες αρχίζουν να πίνουν οίνον, να έρχωνται εις ευθυμίαν, να μεθούν, ο δε βασιλεύς απλώνει το χέρι του και συντρώγει εις συμπόσια με διεφθαρμένους ανθρώπους. |
|
Ωσ. 7,6 |
διότι ἀνεκαύθησαν ὡς κλίβανος αἱ καρδίαι αὐτῶν, ἐν τῷ καταράσσειν αὐτούς, ὅλην τὴν νύκτα ὅπου Ἐφραὶμ ἐνεπλήσθη, πρωΐ ἐγενήθη, ἀνεκαύθη ὡς πυρὸς φέγγος. |
Ωσ. 7,6 |
Αι καρδίαι των ανθρώπων αυτών εξεκαύθησαν, όπως ο κλίβανος, και από την φλόγα των παθών των ήρχισαν να κτυπούν και να φονεύουν ο ενας τον άλλον. Μεθυσμένοι δε έπειτα οι Ισραηλίται εχόρτασαν τον ύπνον κοιμώμενοι καθ' όλην την νύκτα. Εξύπνησαν την πρωΐαν και πάλιν ήναψαν μέσα των ωσάν πυρκαϊά τα πάθη. |
|
Ωσ. 7,7 |
πάντες ἐθερμάνθησαν ὡς κλίβανος καὶ κατέφαγον τοὺς κριτὰς αὐτῶν· πάντες οἱ βασιλεῖς αὐτῶν ἔπεσαν, οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς ὁ ἐπικαλούμενος πρός με. - |
Ωσ. 7,7 |
Ολοι εφλογίσθησαν από τα πάθη ωσάν κλίβανος, εφόνευσαν τους άρχοντάς των και πολλοί βασιλείς έπεσαν δολοφονημένοι. Και όμως μέσα εις αυτήν την φλόγα των παθών, την αναταραχήν και το αίμα, κανείς δεν ευρέθη μεταξύ αυτών να με επικαλεσθή. |
|
Ωσ. 7,8 |
Ἐφραὶμ ἐν τοῖς λαοῖς αὐτοῦ συνεμίγνυτο, Ἐφραὶμ ἐγένετο ἐγκρυφίας οὐ μεταστρεφόμενος. |
Ωσ. 7,8 |
Οι Ισραηλίται ήρχοντο εις επιμιξίαν με τους ειδωλολατρικούς λαούς, έγιναν πίττα εις την φωτιάν, η οποία ψήνεται από την μίαν μόνον όψιν. |
|
Ωσ. 7,9 |
κατέφαγον ἀλλότριοι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ, αὐτὸς δὲ οὐκ ἔγνω· καὶ πολιαὶ ἐξήνθησαν αὐτῷ, καὶ αὐτὸς οὐκ ἔγνω. |
Ωσ. 7,9 |
Ξένοι λαοί και άνθρωποι κατέφαγον την δύναμιν του ισραηλιτικού λαού. Ο λαός όμως αυτός δεν συνησθάνθη την κατάστασίν του και την αιτίαν αυτής. Εβγαλαν άσπρα μαλλιά οι Ισραηλίται, εγεύθησαν επί πολλά έτη τας οδυνηράς συνεπείας της αμαρτωλότητός των, και όμως κανείς δεν κατενόησε την αιτίαν της δυστυχίας και δεν επεστράφη εν μετανοία προς εμέ. |
|
Ωσ. 7,10 |
καὶ ταπεινωθήσεται ἡ ὕβρις Ἰσραὴλ εἰς πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐπέστρεψαν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν αὐτῶν καὶ οὐκ ἐξεζήτησαν αὐτὸν ἐν πᾶσι τούτοις. |
Ωσ. 7,10 |
Θα συντριβή η υπερηφάνειά των, θα εξευτελισθούν αναμεταξύ των οι Ισραηλίται· και όμως δεν θα επιστρέψουν εν μετανοία προς τον Κυριον και Θεόν των, δεν θα τον αναζητήσουν ως λυτρωτήν των, παρ' όλας τας συμφοράς και τας οδύνας των. |
|
Ωσ. 7,11 |
καὶ ἦν Ἐφραὶμ ὡς περιστερὰ ἄνους οὐχ ἔχουσα καρδίαν· Αἴγυπτον ἐπεκαλεῖτο καὶ εἰς Ἀσσυρίους ἐπορεύθησαν. |
Ωσ. 7,11 |
Ο Ισραηλιτικός λαός είναι ωσάν μία ανόητος και απερίσκεπτος περιπλανωμένη έδω και εκεί περιστερά, που δεν έχει συναίσθησιν. Ετσι και αυτοί, άλλοτε επεκαλούντο εις βοήθειάν των την Αίγυπτον, και άλλοτε επήγαιναν ικέται προς τους Ασσυρίους. |
|
Ωσ. 7,12 |
καθὼς ἂν πορεύωνται, ἐπιβαλῶ ἐπ᾿ αὐτοὺς τὸ δίκτυόν μου· καθὼς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατάξω αὐτούς, παιδεύσω αὐτοὺς ἐν τῇ ἀκοῇ τῆς θλίψεως αὐτῶν. |
Ωσ. 7,12 |
Τωρα όμως, καθώς θα περιπλανώνται από 'δώ και από 'κει, θα ρίψω επάνω τους το δίκτυόν μου. Θα τους συλλάβω, όπως το δίκτυον συλλαμβάνει τα πετεινά του ουρανού. Θα τους τιμωρήσω σύμφωνα με όσα έχουν ακούσει περί τιμωριών, που επιβάλλει η δικαιοσύνη στους παραβάτας. |
|
Ωσ. 7,13 |
οὐαὶ αὐτοῖς, ὅτι ἀπεπήδησαν ἀπ᾿ ἐμοῦ· δείλαιοί εἰσιν, ὅτι ἠσέβησαν εἰς ἐμέ· ἐγὼ δὲ ἐλυτρωσάμην αὐτούς, αὐτοὶ δὲ κατελάλησαν κατ᾿ ἐμοῦ ψευδῆ. |
Ωσ. 7,13 |
Αλλοίμονον εις αυτούς! Διότι βιαστικά και με άλματα απεμακρύνθησαν από εμέ. Είναι άθλιοι και δυστυχείς, διότι έδειξαν προς εμέ ασέβειαν. Εγώ όμως πολλές φορές τους εγλύτωσα από τας θλίψεις των, αυτοί όμως εξήμεσαν ψευδολογίας εναντίον μου. Εφάνησαν αχάριστοι. |
|
Ωσ. 7,14 |
καὶ οὐκ ἐβόησαν πρός με αἱ καρδίαι αὐτῶν, ἀλλ᾿ ἢ ὠλόλυζον ἐν ταῖς κοίταις αὐτῶν· ἐπὶ σίτῳ καὶ οἴνῳ κατετέμνοντο. |
Ωσ. 7,14 |
Δεν έκραξαν προς εμέ εκ βάθους των καρδιών των, αλλά ωλόλυζαν κατά το διάστημα της νυκτός εις την κλίνην των. Πεινασμένοι και ταλαιπωρημένοι εχάρασσον και κατέκοπτον το σώμα των δια την έλλειψιν σίτου και οίνου. |
|
Ωσ. 7,15 |
ἐπαιδεύθησαν ἐν ἐμοί, κἀγὼ κατίσχυσα τοὺς βραχίονας αὐτῶν, καὶ εἰς ἐμὲ ἐλογίσαντο πονηρά. |
Ωσ. 7,15 |
Με πολλούς τρόπους εγώ τους επαιδαγώγησα. Ενίσχυσα τας χείρας των εις περίοδον πολέμων, και όμως αυτοί εσκέφθησαν πονηρά εναντίον μου. |
|
Ωσ. 7,16 |
ἀπεστράφησαν εἰς οὐδέν, ἐγένοντο ὡς τόξον ἐντεταμένον· πεσοῦνται ἐν ῥομφαίᾳ οἱ ἄρχοντες αὐτῶν δι᾿ ἀπαιδευσίαν γλώσσης αὐτῶν· οὗτος ὁ φαυλισμὸς αὐτῶν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ. |
Ωσ. 7,16 |
Κατήντησαν ωσάν ένα τίποτε. Το ψυχικόν των άγχος τους έκαμε να αμοιάζουν με τεντωμένον τόξον. Οι άρχοντές των θα πέσουν εν στόματι ρομφαίας, διότι εφάνησαν αγροίκοι και βάρβαροι. Ετσι θα γελάση εις βάρος των και θα τους εξευτελίση η Αίγυπτος. |
|
Κεφάλαιο 8ο |
Ωσ. 8,1 |
Εἰς κόλπον αὐτῶν ὡς γῆ, ὡς ἀετὸς ἐπὶ οἶκον Κυρίου, ἀνθ᾿ ὧν παρέβησαν τὴν διαθήκην μου καὶ κατὰ τοῦ νόμου μου ἠσέβησαν. |
Ωσ. 8,1 |
Ο εχθρός θα επέλθη εν μέσω αυτών, δια να μεταβάλη την χώραν των εις γην έρημον· ως αετός εναντίον του λαού του Κυρίου, διότι αυτοί παρέβησαν την Διαθήκην μου και ησέβησαν εναντίον του Νομου μου. |
|
Ωσ. 8,2 |
ἐμὲ κεκράξονται· ὁ Θεός, ἐγνώκαμέν σε. |
Ωσ. 8,2 |
Υπό το βάρος δε των θλίψεων, θα φωνάξουν τότε προς εμέ· “συ είσαι ο Θεός μας· σε αναγνωρίζομεν πλέον ως Κυριον μας”. |
|
Ωσ. 8,3 |
ὅτι Ἰσραὴλ ἀπεστρέψατο ἀγαθά, ἐχθρὸν κατεδίωξαν. |
Ωσ. 8,3 |
Οι Ισραηλίται απεστράφησαν τα αγαθά, τον Θεόν και τας δωρεάς του. Επεδίωξαν το κακόν εναντίον του εαυτού των, επροτίμησαν τους εχθρούς των. |
|
Ωσ. 8,4 |
ἑαυτοῖς ἐβασίλευσαν καὶ οὐ δι᾿ ἐμοῦ· ἦρξαν καὶ οὐκ ἐγνώρισάν μοι· τὸ ἀργύριον αὐτῶν καὶ τὸ χρυσίον αὐτῶν ἐποίησαν ἑαυτοῖς εἴδωλα, ὅπως ἐξολοθρευθῶσιν. |
Ωσ. 8,4 |
Ιδρυσαν ιδικόν των βασίλειον, ανεκήρυξαν ιδικόν των βασιλέα, χωρίς την ιδικήν μου γνώμην. Εγκατέστησαν άρχοντας, δια τους οποίους δεν με ηρώτησαν. Με το αργύριόν των και το χρυσίον των κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν τους είδωλα, δια να εξολοθρευθούν από αυτά και με αυτά. |
|
Ωσ. 8,5 |
ἀπότριψαι τὸν μόσχον σου, Σαμάρεια· παρωξύνθη ὁ θυμός μου ἐπ᾿ αὐτούς· ἕως τίνος οὐ μὴ δύνωνται καθαρισθῆναι ἐν τῷ Ἰσραήλ; |
Ωσ. 8,5 |
Κατοικοι της Σαμαρείας, συντρίψατε και εξαφανίσατε τον χρυσούν ειδωλολατρικόν μόσχον σας. Εχει πλέον παροξυνθή η οργή μου εναντίον εκείνων, που τον προσκυνούν. Εως πότε δεν θα θέλετε να καθαρισθήτε από τον μολυσμόν, που υπάρχει ανάμεσα στον ισραηλιτικόν λαόν; |
|
Ωσ. 8,6 |
καὶ αὐτὸ τέκτων ἐποίησε, καὶ οὐ θεός ἐστι· διότι πλανῶν ἦν ὁ μόσχος σου, Σαμάρεια. |
Ωσ. 8,6 |
Εργον τεχνίτου, ανθρώπου χρυσοχόου, είναι ο ειδωλολατρικός σας μόσχος και οχι Θεός. Πλάνη δια σας είναι ο μόσχος σας, ω Σαμαρείται! |
|
Ωσ. 8,7 |
ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν, καὶ ἡ καταστροφὴ αὐτῶν ἐκδέξεται αὐτά· δράγμα οὐκ ἔχον ἰσχὺν τοῦ ποιῆσαι ἄλευρον· ἐὰν δὲ καὶ ποιήσῃ, ἀλλότριοι καταφάγονται αὐτό. |
Ωσ. 8,7 |
Τα όσα εσπείρατε θα τα κατακαύση ο λίβας. Καταστροφή αναμένει τα σιτηρά σας. Οι θερισταί θα δένουν εις δεμάτια στάχυα άκαρπα, που δεν θα είναι εις θέσιν να δώσουν άλευρον. Αλλά και εάν η χώρα σας ευφορήση και παραγάγη σίτον και καρπούς, ξένοι θα καταφάγουν τα προϊόντα της. |
|
Ωσ. 8,8 |
κατεπόθη Ἰσραήλ, νῦν ἐγένετο ἐν τοῖς ἔθνεσιν ὡς σκεῦος ἄχρηστον, |
Ωσ. 8,8 |
Ο ισραηλιτικός λαός έχει καταφαγωθή από τους γύρω λαούς, κατήντησε πλέον ως ένα σκεύος άχρηστον μεταξύ των. |
|
Ωσ. 8,9 |
ὅτι αὐτοὶ ἀνέβησαν εἰς Ἀσσυρίους· ἀνέθαλε καθ᾿ ἑαυτὸν Ἐφραίμ, δῶρα ἠγάπησαν· |
Ωσ. 8,9 |
Διότι αυτοί οι ίδιοι μετέβησαν στους Ασσυρίους, δια να ζητήσουν από εκείνους βοήθειαν. Οι Ασσύριοι εζήτησαν και έλαβαν δώρα, οι δε Ισραηλίται μετά την προσφοράν των δώρων ανεθάρρησαν. |
|
Ωσ. 8,10 |
διὰ τοῦτο παραδοθήσονται ἐν τοῖς ἔθνεσι. νῦν εἰσδέξομαι αὐτούς, καὶ κοπάσουσι μικρὸν τοῦ χρίειν βασιλέα καὶ ἄρχοντας. |
Ωσ. 8,10 |
Δια τούτο και θα παραδοθούν ηττημένοι και αιχμάλωτοι μεταξύ των ειδωλολατρικών λαών. Προς το παρόν τους ανέχομαι, αλλά μετ' ολίγον χρόνον θα παύσουν πλέον να χρίουν βασιλείς και να εκλέγουν άρχοντας στον τόπον των, |
|
Ωσ. 8,11 |
ὅτι ἐπλήθυνεν Ἐφραὶμ θυσιαστήρια, εἰς ἁμαρτίας ἐγένοντο αὐτῷ θυσιαστήρια ἠγαπημένα. |
Ωσ. 8,11 |
διότι επολλαπλασίασαν τα ειδωλολατρικά των θυσιαστήρια. Αλλά τα αγαπημένα των αυτά ειδωλολατρικά θυσιαστήρια έγιναν αιτία της αμαρτίας των και της καταστροφής των. |
|
Ωσ. 8,12 |
καταγράψω αὐτῷ πλῆθος καὶ τὰ νόμιμα αὐτοῦ, εἰς ἀλλότρια ἐλογίσθησαν θυσιαστήρια τὰ ἠγαπημένα. |
Ωσ. 8,12 |
Οπως στο παρελθόν, ετσι και τώρα γραπτώς παραδίδω εις αυτούς πολλάς εντολάς του Νομου μου, βάσει των οποίων ήσαν και είναι εις θέσιν να κρίνουν, ως ξένα και επιδλαβή δι' αυτούς τα αγαπημένα των ειδωλολατρικά θυσιαστήρια. |
|
Ωσ. 8,13 |
διότι ἐὰν θύσωσι θυσίαν καὶ φάγωσι κρέα, Κύριος οὐ προσδέξεται αὐτά· νῦν μνησθήσεται τὰς ἀδικίας αὐτῶν καὶ ἐκδικήσει τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. αὐτοὶ εἰς Αἴγυπτον ἀπέστρεψαν καὶ ἐν Ἀσσυρίοις ἀκάθαρτα φάγονται. |
Ωσ. 8,13 |
Διότι, εάν προσφέρουν θυσίας επάνω εις αυτά και φάγουν τα κρέατα των ειδωλολατρικών θυσιών, ο Κυριος, φυσικά, δεν θα δεχθή τας θυσίας των. Αλλά θα ενθυμηθή τας αδικίας των και θα τους τιμωρήση δια τας αμαρτίας των. Θα επανέλθουν δούλοι, όπως ήσαν άλλοτε, εις την Αίγυπτον, και στους Ασσυρίους και εκεί θα τρώγουν τροφάς, τας οποίας ο Νομος χαρακτηρίζει ως ακαθάρτους. |
|
Ωσ. 8,14 |
καὶ ἐπελάθετο Ἰσραὴλ τοῦ ποιήσαντος αὐτὸν καὶ ᾠκοδόμησαν τεμένη, καὶ Ἰούδας ἐπλήθυνε πόλεις τετειχισμένας· καὶ ἐξαποστελῶ πῦρ εἰς τὰς πόλεις αὐτοῦ, καὶ καταφάγεται τὰ θεμέλια αὐτῶν. |
Ωσ. 8,14 |
Οι Ισραηλίται ελησμόνησαν τον δημιουργόν των Θεόν, έκτισαν ειδωλολατρικούς ναούς και θυσιαστήρια και οι Ιουδαίοι δια την ασφάλειάν των επολλαπλασίασαν τας ωχυρωμένας πόλεις των, λησμονούντες τον Θεόν ως βοηθόν των. Θα στείλω όμως φωτιάν εναντίον των πόλεών των, η οποία και θα καταφάγη αυτάς εκ θεμελίων. |
|
Κεφάλαιο 9ο |
Ωσ. 9,1 |
Μὴ χαῖρε Ἰσραήλ, μηδὲ εὐφραίνου καθὼς οἱ λαοί, διότι ἐπόρνευσας ἀπὸ τοῦ Θεοῦ σου· ἠγάπησας δόματα ἐπὶ πάντα ἅλωνα σίτου. |
Ωσ. 9,1 |
Ισραηλίται, μη χαίρετε και μη ευφραίνεσθε, όπως οι άλλοι ειδωλολατρικοί λαοί, επειδή εξετράπητε εις ειδωλολατρικάς πορνείας και έχετε απομακρυνθή από τον Θεόν σας. Ηγάπησες αμαρτωλά δόματα δι' ειδωλολατρικούς θεούς, από όλα τα αλώνια του σίτου σου. |
|
Ωσ. 9,2 |
ἅλων καὶ ληνὸς οὐκ ἔγνω αὐτούς, καὶ ὁ οἶνος ἐψεύσατο αὐτούς. |
Ωσ. 9,2 |
Αλλά πλούσιον εις σίτον αλώνι σου και γεμάτος από κρασί ληνός σου δεν σας εγνώρισε πλέον. Σας διέψευσεν η παραγωγή του οίνου και του σίτου, διότι δεν ανταπεκρίθη εις τας προσδοκίας σας. |
|
Ωσ. 9,3 |
οὐ κατῴκησαν ἐν τῇ γῇ τοῦ Κυρίου· κατῴκησεν Ἐφραὶμ Αἴγυπτον, καὶ ἐν Ἀσσυρίοις ἀκάθαρτα φάγονται. |
Ωσ. 9,3 |
Οι Ισραηλίται δια τας αμαρτίας των δεν θα παραμείνουν πλέον εις την Παλαιστίνην, εις την γην που τους είχε δώσει ο Κυριος. Αλλά θα μεταφερθούν ως εξόριστοι και δούλοι στους Ασσυρίους, όπως άλλοτε εις την Αίγυπτον, όπου και θα τρώγουν φαγητά, τα οποία ο Νομος χαρακτηρίζει ακάθαρτα. |
|
Ωσ. 9,4 |
οὐκ ἔσπεισαν τῷ Κυρίῳ οἶνον καὶ οὐχ ἥδυναν αὐτῷ· αἱ θυσίαι αὐτῶν ὡς ἄρτος πένθους αὐτοῖς, πάντες οἱ ἐσθίοντες αὐτὰ μιανθήσονται, διότι οἱ ἄρτοι αὐτῶν ταῖς ψυχαῖς αὐτῶν οὐκ εἰσελεύσονται εἰς τὸν οἶκον Κυρίου. |
Ωσ. 9,4 |
Δεν προσέφεραν στον αληθινόν Θεόν θυσίαν οίνου, ούτε τας άλλας ευαρέστους θυσίας. Προσέφεραν όμως εις ξένους ειδωλολατρικούς θεούς. Αι θυσίαι των όμως αύται είναι ως άρτος πένθους και όλοι εκείνοι, οι οποίοι τας τρώγουν, θα μολυνθούν, διότι αι θυσίαι των είναι εις βάρος αυτών των ιδίων· δεν θα γίνουν δεκταί στον ναόν του Κυρίου. |
|
Ωσ. 9,5 |
τί ποιήσετε ἐν ἡμέραις πανηγύρεως καὶ ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς τοῦ Κυρίου; |
Ωσ. 9,5 |
Εκεί, εις την χώραν της εξορίας που θα ζήτε, τι θα κάμετε κατά τας μεγάλας θρησκευτικάς σας πανηγύρεις, κατά τας επισήμους ημέρας της εορτής του Κυρίου; |
|
Ωσ. 9,6 |
διὰ τοῦτο ἰδοὺ πορεύσονται ἐκ ταλαιπωρίας Αἰγύπτου, καὶ ἐκδέξεται αὐτοὺς Μέμφις, καὶ θάψει αὐτοὺς Μαχμάς· τὸ ἀργύριον αὐτῶν ὄλεθρος κληρονομήσει αὐτό, ἄκανθαι ἐν τοῖς σκηνώμασιν αὐτῶν. |
Ωσ. 9,6 |
Δια τας παρανομίας των ιδού, θα οδηγηθούν εξόριστοι και δούλοι εις την Αίγυπτον, θα δοκιμάσουν ταλαιπωρίας επάνω εις τας ταλαιπωρίας, θα φθάσουν εις την πρωτεύουσαν της Αιγύπτου την Μέμφιδα. Θα ταλαιπωρηθούν και θα αποθάνουν εκεί και θα ενταφιασθούν εις Μαχμάς. Η περιουσία των και όλα τα αλλά αγαθά των θα παραδοθούν στον όλεθρον. Αλλοι θα τους κληρονομήσουν και εις την χώραν των θα φυτρώνουν αγκάθια. |
|
Ωσ. 9,7 |
ἥκασιν αἱ ἡμέραι τῆς ἐκδικήσεως, ἥκασιν αἱ ἡμέραι τῆς ἀνταποδόσεώς σου, καὶ κακωθήσεται Ἰσραὴλ ὥσπερ ὁ προφήτης ὁ παρεξεστηκώς, ἄνθρωπος ὁ πνευματοφόρος· ὑπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἀδικιῶν σου ἐπληθύνθη μανία σου. |
Ωσ. 9,7 |
Εφθασαν πλέον αι ημέραι της δικαίας τιμωρίας σας. Εφθασαν πλέον αι ημέραι, κατά τας οποίας η θεία δικαιοσύνη θα ανταποδώση εις σας κατά τα έργα σας. Θα τιμωρηθούν και θα κακοποιηθούν οι Ισραηλίται με αυστηρότητα και σκληρότητα, όπως αυστηρώς τιμωρείται ο προφήτης του Θεού, ο πνευματοφόρος αυτός άνθρωπος, όταν παραστρατήση από το θέλημα του Θεού. Εξ αιτίας των πολυαρίθμων παρανομιών των περιέπεσαν εις αλλόφρονας μανίας. |
|
Ωσ. 9,8 |
σκοπὸς Ἐφραὶμ μετὰ Θεοῦ· προφήτης, παγὶς σκολιὰ ἐπὶ πάσας τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ· μανίαν ἐν οἴκῳ Κυρίου κατέπηξαν. |
Ωσ. 9,8 |
Οι θεόσταλτοι προφήται του ισραηλιτικού λαού, φρουροί και καθοδηγηταί αυτού, ήσαν άλλοτε μετά του Θεού. Τωρα όμως έγιναν δολία και ολεθρία παγίς εις όλας τας πορείας του λαού. Διέδοσαν και εγκατέστησαν εις την χώραν του Κυρίου μεγάλην αφροσύνην. |
|
Ωσ. 9,9 |
ἐφθάρησαν κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ βουνοῦ· μνησθήσεται ἀδικίας αὐτῶν, ἐκδικήσει ἁμαρτίας αὐτῶν. - |
Ωσ. 9,9 |
Διεφθάρησαν κατά τας ημέρας αυτάς με την λατρείαν των ειδώλων επάνω στο βουνόν. Ο Κυριος θα έχη ενώπιόν του τας πολυαρίθμους αδικίας των και θα τους τιμωρήση δια τας αμαρτίας των. |
|
Ωσ. 9,10 |
Ὡς σταφυλὴν ἐν ἐρήμῳ εὗρον τὸν Ἰσραὴλ καὶ ὡς σκοπὸν ἐν συκῇ πρώϊμον πατέρας αὐτῶν εἶδον· αὐτοὶ εἰσῆλθον πρὸς τὸν Βεελφεγὼρ καὶ ἀπηλλοτριώθησαν εἰς αἰσχύνην, καὶ ἐγένοντο οἱ ἐβδελυγμένοι ὡς οἱ ἠγαπημένοι. |
Ωσ. 9,10 |
Ηγάπησα τον Ισραηλιτικόν λαόν, όπως ο άνθρωπος αγαπά εις περιοχήν έρημον δροσιστικήν σταφυλήν· και ωσάν ένα πρώϊμον καρπόν επάνω εις την συκήν, έτσι επρόσεξα τους προγόνους των. Εκείνοι όμως εισήλθαν στον ειδωλολατρικόν τόπον του Βεελφεγώρ και προς καταισχύνην των απεμακρύνθησαν από εμέ. Και ετσι, όσον προηγουμένως μου ήσαν αγαπητοί, τόσον τώρα έγιναν εις εμέ βδελυροί και άξιοι αποστροφής. |
|
Ωσ. 9,11 |
Ἐφραὶμ ὡς ὄρνεον ἐξεπετάσθη, αἱ δόξαι αὐτῶν ἐκ τόκων καὶ ὠδίνων καὶ συλλήψεων· |
Ωσ. 9,11 |
Οι Ισραηλίται επέταξαν ωσάν τα πουλιά μακράν από εμέ και εχάθησαν. Εχάθη η δόξα και η χαρά των από την γέννησιν των τέκνων, από τας ωδίνας του τοκετού, από την κυοφορίαν εμβρύων. |
|
Ωσ. 9,12 |
διότι καὶ ἐὰν ἐκθρέψωσι τὰ τέκνα αὐτῶν, ἀτεκνωθήσονται ἐξ ἀνθρώπων· διότι καὶ οὐαὶ αὐτοῖς ἐστι, σάρξ μου ἐξ αὐτῶν. |
Ωσ. 9,12 |
Διότι, εάν γεννήσουν και αναθρέψουν πολλά έστω τέκνα, θα μείνουν άτεκνοι εν μέσω των ανθρώπων, διότι κατάρα υπάρχει πάντοτε εις βάρος των, μολονότι κατάγονται από εμέ. |
|
Ωσ. 9,13 |
Ἐφραίμ, ὃν τρόπον εἶδον. εἰς θήραν παρέστησαν τὰ τέκνα αὐτῶν, καὶ Ἐφραὶμ τοῦ ἐξαγαγεῖν εἰς ἀποκέντησιν τὰ τέκνα αὐτοῦ. |
Ωσ. 9,13 |
Είδα τους Ισραηλίτας και τα τέκνα των, ως εάν είχαν γίνει αξιοθρήνητον θήραμα των εχθρών των. Τους είδα να οδηγούνται αυτοί και τα τέκνα των προς σφαγήν. |
|
Ωσ. 9,14 |
δὸς αὐτοῖς, Κύριε· τί δώσεις αὐτοῖς; δὸς αὐτοῖς μήτραν ἀτεκνοῦσαν καὶ μαστούς ξηρούς. |
Ωσ. 9,14 |
Δώσε, Κυριε, εις αυτούς· τι να τους δώσης; Εις την θλιβεράν κατάστασιν, που περιήλθον, δώσε τους γυναίκας στείρας και μαστούς ξηρούς, χωρίς γάλα. |
|
Ωσ. 9,15 |
πᾶσαι αἱ κακίαι αὐτῶν ἐν Γαλγάλ, ὅτι ἐκεῖ ἐμίσησα αὐτούς· διὰ τὰς κακίας τῶν ἐπιτηδευμάτων αὐτῶν ἐκ τοῦ οἴκου μου ἐκβαλῶ αὐτούς, οὐ μὴ προσθήσω τοῦ ἀγαπῆσαι αὐτούς· πάντες οἱ ἄρχοντες αὐτῶν ἀπειθοῦντες. |
Ωσ. 9,15 |
Ολαι αι κακίαι των επληθύνθησαν εις την χώραν των, εις τα Γαλγαλα. Εκεί μένοντας τους εμίσησα δια την ειδωλολατρείαν των. Εξ αιτίας των πονηρών έργων των θα τους εκδιώξω από την χώραν μου, από την Παλαιστίνην, και δεν θα έχω πλέον την διάθεσιν, να τους περιβάλω με αγάπην. Ολοι οι άρχοντές των ήσαν και είναι απειθείς και ανυπάκοοι απέναντί μου. |
|
Ωσ. 9,16 |
ἐπόνεσεν Ἐφραίμ· τὰς ῥίζας αὐτοῦ ἐξηράνθη, καρπὸν οὐκ ἔτι μὴ ἐνέγκῃ· διότι καὶ ἐὰν γεννήσωσιν, ἀποκτενῶ τὰ ἐπιθυμήματα κοιλίας αὐτῶν. |
Ωσ. 9,16 |
Ο ισραηλιτικός λαός επόνεσεν από τας θλίψεις αυτάς, ομοιάζει με δένδρον, του οποίου αι ρίζαι έχουν ξηρανθή και το οποίον δεν θα αποδώση πλέον καρπόν. Διότι αυτοί και αν γεννήσουν τέκνα, εγώ θα φονεύσω τους αγαπητούς εις αυτούς καρπούς της κοιλίας των. |
|
Ωσ. 9,17 |
ἀπώσεται αὐτοὺς ὁ Θεός, ὅτι οὐκ εἰσήκουσαν αὐτοῦ, καὶ ἔσονται πλανῆται ἐν τοῖς ἔθνεσιν. |
Ωσ. 9,17 |
Θα τους απομακρύνη ο Θεός από κοντά του, διότι δεν υπήκουσαν εις αυτόν. Θα περιπλανώνται απάτριδες μεταξύ των ειδωλολατρικών εθνών. |
|
Κεφάλαιο 10ο |
Ωσ. 10,1 |
Ἄμπελος εὐκληματοῦσα Ἰσραήλ, ὁ καρπὸς εὐθηνῶν αὐτῆς· κατὰ τὸ πλῆθος τῶν καρπῶν αὐτῆς ἐπλήθυνε τὰ θυσιαστήρια, κατὰ τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς αὐτοῦ ᾠκοδόμησε στήλας. |
Ωσ. 10,1 |
Ο ισραηλιτικός λαός μου ομοιάζει με άμπελον, που έχει ωραία κλήματα, και πλήθος είναι οι καρποί αυτής. Αλλά όσον μεγαλύτερον ήτο το πλήθος των καρπών της, τόσον και αυτοί επολλαπλασίαζαν τα ειδωλολατρικά των θυσιαστήρια. Οσον πλουσιώτερα ήσαν τα αγαθά της χώρας των, τόσον και περισσότερος ειδωλολατρικάς στήλας υψωναν. |
|
Ωσ. 10,2 |
ἐμέρισαν καρδίας αὐτῶν, νῦν ἀφανισθήσονται· αὐτὸς κατασκάψει τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν, ταλαιπωρήσουσιν αἱ στῆλαι αὐτῶν. |
Ωσ. 10,2 |
Διπρόσωποι ανεδείχθησαν, εμοίρασαν τας καρδίας αυτών μεταξύ του αληθινού Θεού και των ματαίων ειδώλων. Δι' αυτό και τώρα θα εξολοθρευθούν. Αυτός ο ίδιος ο Θεός θα κατασκάψη και θα κρημνίση τα ειδωλολατρικά των θυσιαστήρια. Θα συντριβούν αι ειδωλολατρικαί των στήλαι. |
|
Ωσ. 10,3 |
διότι νῦν ἐροῦσιν· οὐκ ἔστι βασιλεὺς ἡμῖν, ὅτι οὐκ ἐφοβήθημεν τὸν Κύριον, ὁ δὲ βασιλεὺς τί ποιήσει ἡμῖν; |
Ωσ. 10,3 |
Αυτοί δέ, εις εξορίαν ευρισκόμενοι, θα ομολογούν· “δεν υπάρχει πλέον εις ημάς βασιλεύς, διότι δεν εφοβήθημεν τον Κυριον. Αλλά και τι ημπορούσε να έχη κάμει προς ημάς ο βασιλεύς, εφ' όσον αυτός ο ίδιος θα ήτο διεφθαρμένος; |
|
Ωσ. 10,4 |
λαλῶν ῥήματα προφάσεις ψευδεῖς διαθήσεται διαθήκην· ἀνατελεῖ ὡς ἄγρωστις κρίμα ἐπὶ χέρσον ἀγροῦ. |
Ωσ. 10,4 |
Θα επινοούσε και θα έλεγε λόγια αμαρτωλών προφάσεων, θα συνήπτεν αλλά και θα παρέβαινεν εγγράφους συμφωνίας. Η καταδίκη της χώρας μας εις ερήμωσιν θα επήρχετο εναντίον μας, όπως η αγριάδα κάνει άγονον και χέρσον ένα αγρόν”. |
|
Ωσ. 10,5 |
τῷ μόσχῳ τοῦ οἴκου Ὦν παροικήσουσιν οἱ κατοικοῦντες Σαμάρειαν, ὅτι ἐπένθησε λαὸς αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ καθὼς παρεπίκραναν αὐτόν, ἐπιχαροῦνται ἐπὶ τὴν δόξαν αὐτοῦ, ὅτι μετῳκίσθη ἀπ᾿ αὐτοῦ. |
Ωσ. 10,5 |
Εξ αιτίας του ειδωλολατρικού μόσχου, που υπήρχεν στον οίκον Ων, οι κάτοικοι της Σαμαρείας θα μετοικήσουν εις τόπους της εξορίας και έτσι ο λαός του ειδωλολατρικού αυτού μόσχου, θα πενθήση εξ αιτίας του ειδώλου του. Και καθώς επικράνθησαν και επένθησαν εξ αιτίας του ειδώλου των, θα χαρούν δια την δόξαν του, διότι αυτό θα μετοικήση μαζή με τον λαόν εις την εξορίαν. |
|
Ωσ. 10,6 |
καὶ αὐτὸν εἰς Ἀσσυρίους δήσαντες ἀπήνεγκαν ξένια τῷ βασιλεῖ Ἰαρείμ· ἐν δόματι Ἐφραὶμ δέξεται, καὶ αἰσχυνθήσεται Ἰσραὴλ ἐν τῇ βουλῇ αὐτοῦ. |
Ωσ. 10,6 |
Αυτόν αφού τον δέσουν φορτίον με τα άλλα λάφυρα των Ασσυρίων, θα τον προσφέρουν ως δώρον των στον βασιλέα Ιαρείμ. Με το δώρον αυτό θα γίνη δεκτός στον τόπον της εξορίας ο ισραηλιτικός λαός αλλά και θα κατεξευτελισθή εξ αιτίας του ειδώλου του, εις την προστασίαν του οποίου τόσας είχε στηρίξει ελπίδας. |
|
Ωσ. 10,7 |
ἀπέῤῥιψε Σαμάρεια βασιλέα αὐτῆς ὡς φρύγανον ἐπὶ προσώπου ὕδατος. |
Ωσ. 10,7 |
Οι κάτοικοι της Σαμαρείας απέρριπτον τους βασιλείς των, ωσάν φρύγανα επάνω στο τρέχον ύδωρ. |
|
Ωσ. 10,8 |
καὶ ἐξαρθήσονται βωμοὶ Ὦν, ἁμαρτήματα τοῦ Ἰσραήλ· ἄκανθαι καὶ τρίβολοι ἀναβήσονται ἐπὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν· καὶ ἐροῦσι τοῖς ὄρεσι· καλύψατε ἡμᾶς, καὶ τοῖς βουνοῖς· πέσατε ἐφ᾿ ἡμᾶς. - |
Ωσ. 10,8 |
Θα καταστραφούν οι ειδωλολατρικοί βωμοί εις Ων, αι εστίαι αυταί των αμαρτημάτων του Ισραήλ. Αγκάθια και τριβόλια θα φυτρώσουν και θα κατακλύσουν τα θυσιαστήρια εκείνα. Τοση θα είναι η καταστροφή της περιοχής Ισραήλ, ώστε θα πουν οι κάτοικοι εις τα όρη· “σκεπάσατέ μας”· και εις τα βουνά “πέσατε επάνω μας”. |
|
Ωσ. 10,9 |
Ἀφ᾿ οὗ οἱ βουνοί, ἥμαρτεν Ἰσραήλ, ἐκεῖ ἔστησαν· οὐ μὴ καταλάβῃ αὐτοὺς ἐν τῷ βουνῷ πόλεμος ἐπὶ τὰ τέκνα ἀδικίας; |
Ωσ. 10,9 |
Οι Ισραηλίται από τότε, που υπάρχουν τα βουνά, από της αρχής δηλαδή της υπάρξεώς των, διέπραξαν αμαρτίας. Εκεί εις τα βουνά έστησαν ειδωλολατρικά θυσιαστήρια. Είναι, λοιπόν, δυνατόν, εναντίον αυτών και των τέκνων της αδικίας να μη επέλθη καταστρεπτικός δι' αυτούς πόλεμος, όπως στο βουνόν Γαβαά; |
|
Ωσ. 10,10 |
ἦλθε παιδεῦσαι αὐτούς, καὶ συναχθήσονται ἐπ᾿ αὐτοὺς λαοὶ ἐν τῷ παιδεύεσθαι αὐτοὺς ἐν ταῖς δυσὶν ἀδικίαις αὐτῶν. |
Ωσ. 10,10 |
Ο πόλεμος επήλθεν εναντίον των, δια να τους τιμωρήση. Λαοί πολλοί έχουν συναχθή κατά των Ισραηλιτών προς τιμωρίαν των δια τας δύο μεγάλας αδικίας, που έχουν αυτοί διαπράξει. |
|
Ωσ. 10,11 |
Ἐφραὶμ δάμαλις δεδιδαγμένη ἀγαπᾶν νεῖκος, ἐγὼ δὲ ἀπελεύσομαι ἐπὶ τὸ κάλλιστον τοῦ τραχήλου αὐτῆς· ἐπιβιβῶ Ἐφραὶμ καὶ παρασιωπήσομαι Ἰούδαν, ἐνισχύσει αὐτῷ Ἰακώβ. |
Ωσ. 10,11 |
Ο Ισραηλιτικός λαός ομοιάζει με δάμαλιν, που έχει μάθει να αγριεύη και να μη υπακούη. Εγώ όμως θα βάλω τον ζυγόν μου επάνω στον υπερήφανον τράχηλόν της, θα επιθέσω επί του ισραηλιτικού λαού ζυγόν, δηλαδή τυραννίαν άλλων εθνών. Θα σιωπήσω όμως και θα περιφρουρήσω τον ιουδαϊκόν λαόν, διότι δι' αυτόν ισχύει και τον ενισχύει η προφητεία του Ιακώβ. |
|
Ωσ. 10,12 |
σπείρατε ἑαυτοῖς εἰς δικαιοσύνην, τρυγήσατε εἰς καρπὸν ζωῆς, φωτίσατε ἑαυτοῖς φῶς γνώσεως, ἐκζητήσατε τὸν Κύριον ἕως τοῦ ἐλθεῖν γενήματα δικαιοσύνης ὑμῖν. |
Ωσ. 10,12 |
Σπείρατε προς το συμφέρον σας δικαιοσύνην, τηρήσατε τας εντολάς μου, διότι έτσι θα τρυγήσετε καρπόν ζωής. Φωτίσατε τον εαυτόν σας με το φως της θείας γνώσεως, αναζητήσατε και παρακαλέσατε τον Κυριον, δια να αποστείλη προς σας τους καρπούς της δικαιοσύνης. |
|
Ωσ. 10,13 |
ἱνατὶ παρεσιωπήσατε ἀσέβειαν καὶ τὰς ἀδικίας αὐτῆς ἐτρυγήσατε; ἐφάγετε καρπὸν ψευδῆ, ὅτι ἤλπισας ἐν τοῖς ἁμαρτήμασί σου, ἐν πλήθει δυνάμεώς σου. |
Ωσ. 10,13 |
Διατί παρασιωπάτε και αδιαφορείτε δια την ασέβειάν σας και έτσι τρυγάτε ως καρπούς της τας αμαρτωλάς και επιβλαβείς συνεπείας της; Επιβλαβή καρπόν εφάγατε, όταν εστηρίξατε τας ελπίδας της ευτυχίας σας εις τα αμαρτήματά σας και στο πλήθος της δυνάμεως σας. |
|
Ωσ. 10,14 |
καὶ ἐξαναστήσεται ἀπώλεια ἐν τῷ λαῷ σου, καὶ πάντα τὰ περιτετειχισμένα σου οἰχήσεται· ὡς ἄρχων Σαλαμὰν ἐκ τοῦ οἴκου τοῦ Ἱεροβάαλ, ἐν ἡμέραις πολέμου μητέρα ἐπὶ τέκνοις ἠδάφισαν. |
Ωσ. 10,14 |
Θα ανορθωθή και θα επέλθη καταστροφή εναντίον του λαού σου. Ολα τα οχυρώματά σου, φρούρια και πόλεις, θα εξαφανισθούν κατεστραμμένα. Θα συμβή ο,τι και με τον άρχοντα Σαλαμάν, τον καταγόμενον από τον οίκον Ιεροβάαλ, ο οποίος εν καιρώ πολέμου συνέτριψεν στο έδαφος κεφαλάς μητέρων και τέκνων. |
|
Ωσ. 10,15 |
οὕτως ποιήσω ὑμῖν, οἶκος τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ προσώπου ἀδικίας κακιῶν ὑμῶν. |
Ωσ. 10,15 |
Τα ίδια θα κάμω και εγώ εναντίον σας, ω Ισραηλίται, εξ αιτίας των αδικιών και κακιών σας. |
|
Κεφάλαιο 11ο |
Ωσ. 11,1 |
Ὄρθρου ἀπεῤῥίφησαν, ἀπεῤῥίφη βασιλεὺς Ἰσραήλ· ὅτι νήπιος Ἰσραήλ, καὶ ἐγὼ ἠγάπησα αὐτὸν καὶ ἐξ Αἰγύπτου μετεκάλεσα τὰ τέκνα αὐτοῦ. |
Ωσ. 11,1 |
Ωσάν εις όρθρον, όταν ακόμη εκοιμώντο, απερρίφθησαν αιφνιδίως οι Ισραηλίται. Απερρίφθη ο βασιλεύς του Ισραήλ. Οταν ο ισραηλιτικός λαός διήρχετο την νηπιακήν του ηλικίαν, εγώ τον ηγάπησα και τον εκάλεσα από την Αίγυπτον, αυτόν και τους απογόνους του. |
|
Ωσ. 11,2 |
καθὼς μετεκάλεσα αὐτούς, οὕτως ἀπῴχοντο ἐκ προσώπου μου· αὐτοὶ τοῖς Βααλεὶμ ἔθυον καὶ τοῖς γλυπτοῖς ἐθυμίων. |
Ωσ. 11,2 |
Με όσην αγάπην και δύναμιν εκάλεσα αυτούς από την δουλείαν της Αιγύπτου, με τόσην ορμήν και αδιαφορίαν απεμακρύνθησαν από εμέ. Αυτοί εθυσίαζαν εις τα διάφορα αγάλματα του Βααλ και προσέφεραν θυμιάματα εις τα γλυπτά είδωλα. |
|
Ωσ. 11,3 |
καὶ ἐγὼ συνεπόδισα τὸν Ἐφραίμ, ἀνέλαβον αὐτὸν ἐπὶ τὸν βραχίονά μου, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ὅτι ἴαμαι αὐτούς. |
Ωσ. 11,3 |
Εγώ εν τούτοις είμαι εκείνος που έμαθα τον λαόν του Ισραήλ να στέκεται εις τα πόδια του και να βαδίζη. Τον επήρα εις την αγκαλιά μου· άλλα αυτοί δεν ανεγνώρισαν ότι εγώ τους εθεράπευσα και τους εγλύτωσα από τα δεινά της δουλείας. |
|
Ωσ. 11,4 |
ἐν διαφθορᾷ ἀνθρώπων ἐξέτεινα αὐτοὺς ἐν δεσμοῖς ἀγαπήσεώς μου καὶ ἔσομαι αὐτοῖς ὡς ῥαπίζων ἄνθρωπος ἐπὶ τὰς σιαγόνας αὐτοῦ· καὶ ἐπιβλέψομαι πρὸς αὐτόν, δυνήσομαι αὐτῷ. |
Ωσ. 11,4 |
Ανθρωποι εξωλοθρεύθησαν, όταν εγώ ήπλωνα προς αυτούς τα χέρια μου εν τω δεσμώ της αγάπης μου. Εγώ θα είμαι δι' αυτούς, όπως ο στοργικός πατήρ, ο οποίος ραπίζει τας παρειάς του παιδιού του εις διόρθωσιν. Θα επιβλέψω με στοργήν προς τον λαόν αυτόν και με την άπειρον δύναμίν μου θα τον σώσω. |
|
Ωσ. 11,5 |
κατῴκησεν Ἐφραὶμ ἐν Αἰγύπτῳ, καὶ Ἀσσοὺρ αὐτὸς βασιλεὺς αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἠθέλησεν ἐπιστρέψαι. |
Ωσ. 11,5 |
Αλλά ο ισραηλιτικός λαός δια τας αμαρτίας μου μετεφέρθη αιχμάλωτος εις την χώραν της Αιγύπτου. Οι Ασσύριοι θα βασιλεύουν επάνω εις αυτόν, διότι δεν ηθέλησε να επιστρέψη εν μετανοία προς τον Θεόν του. |
|
Ωσ. 11,6 |
καὶ ἠσθένησε ῥομφαία ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτοῦ καὶ κατέπαυσεν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ, καὶ φάγονται ἐκ τῶν διαβουλίων αὐτῶν. |
Ωσ. 11,6 |
Η πολεμική του ρομφαία έγινε ασθενής και αδύνατος δια την υπεράσπισιν των πόλεών του. Τα χέρια του ητόνησαν και έπαυσαν να την χειρίζωνται. Ετσι δε θα φάγουν και θα απολαύσουν τους καρπούς των κακών επιθυμιών και αποφάσεών των. |
|
Ωσ. 11,7 |
καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ ἐπικρεμάμενος ἐκ τῆς κατοικίας αὐτοῦ, καὶ ὁ Θεὸς ἐπὶ τὰ τίμια αὐτοῦ θυμωθήσεται, καὶ οὐ μὴ ὑψώσῃ αὐτόν. |
Ωσ. 11,7 |
Ο ταλαιπωρημένος τότε εις την εξορίαν του Ισραηλιτικός λαός, θα λαχταρά και θα κρέμαται δια την πάτριον γην. Ο Θεός όμως δια τας αμαρτίας του έχει οργισθή εναντίον των πολυτίμων του πραγμάτων, δηλαδή εναντίον του λαού, της χώρας και του ναού. Δεν θα ενισχύση εις επάνοδον και δεν θα δοξάση τον ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Ωσ. 11,8 |
τί σε διαθῶμαι, Ἐφραίμ; ὑπερασπιῶ σου, Ἰσραήλ; τί σε διαθῷ; ὡς Ἀδαμὰ θήσομαί σε καὶ ὡς Σεβνείμ; μετεστράφη ἡ καρδία μου ἐν τῷ αὐτῷ, συνεταράχθη ἡ μεταμέλειά μου. |
Ωσ. 11,8 |
Πως να διατεθώ απέναντί σου, ισραηλιτικέ λαέ; Να σε υπερασπίσω από τους εχθρούς, που σε απειλούν και σε θλίβουν; Πως να σε μεταχειρισθώ; Να σε φέρω εις την κατάστασιν των πόλεων Αδαμά και Σεβνείμ, που κατεστράφησαν; Συνεοτράφη εντός μου η καρδία μου, συνεκλονίσθη η μεταμέλειά μου. |
|
Ωσ. 11,9 |
οὐ μὴ ποιήσω κατὰ τὴν ὀργὴν τοῦ θυμοῦ μου, οὐ μὴ ἐγκαταλίπω τοῦ ἐξαλειφθῆναι τὸν Ἐφραίμ· διότι Θεὸς ἐγώ εἰμι καὶ οὐκ ἄνθρωπος· ἐν σοὶ ἅγιος, καὶ οὐκ εἰσελεύσομαι εἰς πόλιν. |
Ωσ. 11,9 |
Δεν θα πράξω, όπως μου υπαγορεύει η δικαία οργή του θυμού μου. Δεν θα εγκαταλείψω τους Ισραηλίτας, ώστε να εξαφανισθούν από προσώπου της γης, διότι εγώ είμαι Θεός και οχι άνθρωπος. Υπάρχουν και κάποιοι πιστοί και δίκαιοι ανάμεσα στον λαόν σου, Ισραήλ. Δια τούτο δεν θα εισέλθω εις τας πόλεις σου, δια να καταστρέψω αυτάς εξ ολοκλήρου. |
|
Ωσ. 11,10 |
ὀπίσω Κυρίου πορεύσομαι· ὡς λέων ἐρεύξεται, ὅτι αὐτὸς ὠρύσεται, καὶ ἐκστήσονται τέκνα ὑδάτων. |
Ωσ. 11,10 |
Και ο Ισραήλ συντετριμμένος από την αγάπην του Κυρίου λέγει· “οπίσω από τον Κυριον θα πορευθώ. Ο Κυριος θα βρυχηθή ως λέων. Οταν δε εκείνος βρυχηθή ως λέων εν τη δυνάμει του, όλοι θα ταραχθούν όπως ταράσσονται τα ψάρια εις απροσδόκητον θόρυβον των υδάτων”. |
|
Ωσ. 11,11 |
ἐκστήσονται ὡς ὄρνεον ἐξ Αἰγύπτου καὶ ὡς περιστερὰ ἐκ γῆς Ἀσσυρίων· καὶ ἀποκαταστήσω αὐτούς εἰς τοὺς οἴκους αὐτῶν, λέγει Κύριος. |
Ωσ. 11,11 |
Οι Ισραηλίται θα πτερυγίσουν από την Αίγυπτον ωσάν πτηνά, ωσάν περιστεραί από την χώραν των Ασσυρίων. Εγώ δε θα αποκαταστήσω αυτούς εις τας οικίας των, λέγει ο Κυριος. |
|
Κεφάλαιο 12ο |
Ωσ. 12,1 |
Ἐκύκλωσέ με ἐν ψεύδει Ἐφραὶμ καὶ ἐν ἀσεβείας οἶκος Ἰσραὴλ καὶ Ἰούδα. νῦν ἔγνω αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ λαὸς ἅγιος κεκλήσεται Θεοῦ. |
Ωσ. 12,1 |
Με περιεκύκλωσαν οι Ισραηλίται με τας ψευδαλογίας των, με τας ασεβείας των η φυλή Ισραήλ και Ιούδα. Ο Θεός όμως αποβλέπων εις μετάνοιάν των θα τους δεχθή και θα τους αναγνωρίση ως λαόν του. Και έτσι αυτοί θα κληθούν πάλιν λαός άγιος του Θεού. |
|
Ωσ. 12,2 |
ὁ δὲ Ἐφραὶμ πονηρὸν πνεῦμα ἐδίωξε, καύσωνα ὅλην τὴν ἡμέραν· κενὰ καὶ μάταια ἐπλήθυνε καὶ διαθήκην μετὰ Ἀσσυρίων διέθετο, καὶ ἔλαιον εἰς Αἴγυπτον ἐνεπορεύετο. |
Ωσ. 12,2 |
Προηγουμένως όμως ο Ισραηλιτικός λαός αφέθη να στροβιλισθή εις βίαιον άνεμον, ερρίφθη εις φοβερόν καύσωνα καθ' όλας τας ημέρας της ζωής του. Πολλά κούφια και ψευδή αγάλματα κατεσκεύασε. Συνήψε συμφωνίαν με τους Ασσυρίους, και έλαιον φιλίας διεπραγματεύετο εις την Αίγυπτον. |
|
Ωσ. 12,3 |
καὶ κρίσις τῷ Κυρίῳ πρὸς Ἰούδαν τοῦ ἐκδικῆσαι τὸν Ἰακώβ· κατὰ τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ καὶ κατὰ τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ ἀποδώσει αὐτῷ. |
Ωσ. 12,3 |
Ο Κυριος θα κρίνη και θα δικάση εκ παραλλήλου προς τον ισραηλιτικόν λαόν και αυτήν την φυλήν του Ιούδα όλους τους απογόνους του Ιακώβ. Θα αποδώση εις αυτούς ανάλογα προς τα καικά έργα των, προς τας πορείας της ζωής των. |
|
Ωσ. 12,4 |
ἐν τῇ κοιλίᾳ ἐπτέρνισε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἐν κόποις αὐτοῦ ἐνίσχυσε πρὸς Θεὸν |
Ωσ. 12,4 |
Αλλοτε ο Ιακώβ, εις την κοιλίαν της μητρός του, υπεσκέλισε τον αδελφόν του τον Ησαύ, με κόπον δε εις πάλην μετά του Θεού υπερίσχυσεν αυτού. |
|
Ωσ. 12,5 |
καὶ ἐνίσχυσε μετὰ ἀγγέλου, καὶ ἠδυνάσθη. ἔκλαυσαν καὶ ἐδεήθησάν μου, ἐν τῷ οἴκῳ Ὦν εὕροσάν με, καὶ ἐκεῖ ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. |
Ωσ. 12,5 |
Επάλαισεν εναντίον του αγγέλου και ανεδείχθη ισχυρότερος. Εκλαυσαν και με θερμάς δεήσεις με παρεκάλεσαν οι Ισραηλίται. Με ευρήκαν εις την Βαιθήλ, η οποία έγινε οίκος του ειδώλου Ων, και εκεί ωμίλησα προς αυτούς. |
|
Ωσ. 12,6 |
ὁ δὲ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτωρ ἔσται μνημόσυνον αὐτοῦ. |
Ωσ. 12,6 |
Είπα· Κυριος ο Θεός ο παντοκράτωρ, αυτός να είναι πάντοτε εις την μνήμην και την καρδίαν του λαού. |
|
Ωσ. 12,7 |
καὶ σὺ ἐν Θεῷ σου ἐπιστρέψεις· ἔλεον καὶ κρίμα φυλάσσου καὶ ἔγγιζε πρὸς τὸν Θεόν σου διαπαντός. - |
Ωσ. 12,7 |
Και συ, λαέ, πρέπει να επιστρέψης προς τον Θεόν σου. Φυλαττε ευσπλαγχνίαν και δικαιοσύνην και έτσι πλησίαζε προς τον Θεόν σου δια παντός. |
|
Ωσ. 12,8 |
Χαναὰν ἐν χειρὶ αὐτοῦ ζυγὸς ἀδικίας, καταδυναστεύειν ἠγάπησε. |
Ωσ. 12,8 |
Οι κάτοικοι της Χαναάν κρατούν εις τα χέρια των ζυγόν άδικον. Αγαπούν να καταδυναστεύουν και εκμεταλλεύωνται τους άλλους. |
|
Ωσ. 12,9 |
καὶ εἶπε Ἐφραίμ· πλὴν πεπλούτηκα, εὕρηκα ἀναψυχὴν ἐμαυτῷ. πάντες οἱ πόνοι αὐτοῦ οὐχ εὑρεθήσονται αὐτῷ, δι᾿ ἀδικίας ἃς ἥμαρτεν. |
Ωσ. 12,9 |
Αλλά και ο ισραηλιτικός λαός είπε· Εγώ εν τούτοις έχω πλουτήσει· ευρήκα και εξησφάλισα δια τον εαυτόν μου άνετον και ευχάριστον ζωήν. Αλλά όλοι αυτοί οι κόποι του δεν θα αποβούν εις δικαίωσίν του και στο καλόν του εξ αιτίας των αδικιών, τας οποίας διέπραξε. |
|
Ωσ. 12,10 |
ἐγὼ δὲ Κύριος ὁ Θεός σου ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἔτι κατοικιῶ σε ἐν σκηναῖς καθὼς ἡμέρᾳ ἑορτῆς. |
Ωσ. 12,10 |
Εγώ, ο Κυριος και Θεός σου, ο οποίος ελευθέρους σας έφερα από την γην της Αιγύπτου, θα σας διώξω από τας κατοικίας σας και θα σας βάλω να κατοικήσετε κάτω από σκηνάς, όπως κατά την ημέραν της εορτής της Σκηνοπηγίας. |
|
Ωσ. 12,11 |
καὶ λαλήσω πρὸς προφήτας, καὶ ἐγὼ ὁράσεις ἐπλήθυνα καὶ ἐν χερσὶ προφητῶν ὡμοιώθην. |
Ωσ. 12,11 |
Εγώ, ομιλώ προς τους προφήτας, εγώ έδειξα εις αυτούς πολυάριθμα οράματα. Δια μέσου αυτών ως δια των χειρών των, παρουσιάσθην στον λαόν. |
|
Ωσ. 12,12 |
εἰ μὴ Γαλαὰδ ἐστιν, ἄρα ψευδεῖς ἦσαν ἐν Γαλγὰλ ἄρχοντες θυσιάζοντες, καὶ τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν ὡς χελῶναι ἐπὶ χέρσον ἀγροῦ. |
Ωσ. 12,12 |
Εις την Γαλαάδ δεν υπάρχει, ειμή αμαρτωλότης και ειδωλολατρεία. Αρα και αυτοί και οι άρχοντες εις Γαλγαλα, εφ' όσον εθυσίαζαν εις τα είδωλα, ήσαν ψευδολόγοι και απατεώνες. Και τα θυσιαστήρια αυτών είναι πολυάριθμα εις την χώραν, όπως αι χελώναι στους χέρσους αγρούς. |
|
Ωσ. 12,13 |
καὶ ἀνεχώρησεν Ἰακὼβ εἰς πεδίον Συρίας, καὶ ἐδούλευσεν Ἰσραὴλ ἐν γυναικὶ καὶ ἐν γυναικὶ ἐφυλάξατο. |
Ωσ. 12,13 |
Ο Ιακώβ είχεν αναχωρήσει εις την πεδιάδα της Συρίας, ειργάσθη εκεί ως δούλος δια την απόκτησιν της συζύγου. Προς χάριν της γυναικός του αυτής εφύλαξε πρόβατα. |
|
Ωσ. 12,14 |
καὶ ἐν προφήτῃ ἀνήγαγε Κύριος τὸν Ἰσραὴλ ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ ἐν προφήτῃ διεφυλάχθη. |
Ωσ. 12,14 |
Ο Κυριος όμως, δια μέσου του προφήτου Μωϋσέως ανέβασε τον πολυάριθμον ισραηλιτικόν λαόν από την χώραν της δουλείας, από την Αίγυπτον, και υπό την καθοδήγησιν και ηγεσίαν αυτού του προφήτου διετηρήθη ο λαός. |
|
Ωσ. 12,15 |
ἐθύμωσεν Ἐφραὶμ καὶ παρώργισε, καὶ τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτὸν ἐκχυθήσεται, καὶ τὸν ὀνειδισμὸν αὐτοῦ ἀνταποδώσει αὐτῷ Κύριος. |
Ωσ. 12,15 |
Ο Ισραηλιτικός όμως λαός, παραβλέπων τας τόσας δωρεάς του Θεού, εφέρθη προκλητικώς απέναντί του. Εξώργισε τον Θεόν εναντίον του. Δια τούτο και εξ αιτίας των αμαρτιών του θα χυθή επάνω του το αίμα της φυλής του, διότι ο Κυριος θα ανταποδώση εις αυτόν τους ονειδισμούς και τας ύβρστου. |
|
Κεφάλαιο 13ο |
Ωσ. 13,1 |
Κατὰ τὸν λόγον Ἐφραὶμ δικαιώματα ἔλαβεν αὐτὸς ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ ἔθετο αὐτὰ τῇ Βάαλ καὶ ἀπέθανε. |
Ωσ. 13,1 |
Ωμιλούσεν από θέσεως ισχύος η του Εφραίμ και εζητούσε και ελάμβανε δικαιώματα από τον ισραηλιτικόν λαόν, τα οποία εν τούτοις κατέθετεν στο είδωλον Βαάλ. Δια τούτο και επέσυρε την καταστροφήν της. |
|
Ωσ. 13,2 |
καὶ νῦν προσέθεντο τοῦ ἁμαρτάνειν ἔτι, καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς χώνευμα ἐκ τοῦ ἀργυρίου αὐτῶν κατ᾿ εἰκόνα εἰδώλων, ἔργα τεκτόνων συντετελεσμένα αὐτοῖς· αὐτοὶ λέγουσι· θύσατε ἀνθρώπους, μόσχοι γὰρ ἐκλελοίπασι. |
Ωσ. 13,2 |
Αλλά και τώρα οι της φυλής Εφραίμ εξακολουθούν ακόμη να αμαρτάνουν. Κατεσκεύασαν αγάλματα χωνευτά από τον άργυρόν των κατά τας εικόνας των ειδώλων, έργα τεχνιτών, κατεσκευασμένα από χέρια ανθρώπων. Επάνω δε εις την αλλοφροσύνην της ειδωλολατρείας των λέγουν· “θυσιάσατε ανθρώπους, διότι δεν υπάρχουν πλέον μόσχοι”. |
|
Ωσ. 13,3 |
διὰ τοῦτο ἔσονται ὡς νεφέλη πρωϊνὴ καὶ ὡς δρόσος ὀρθρινὴ πορευομένη, ὥσπερ χνοῦς ἀποφυσώμενος ἀφ᾿ ἅλωνος καὶ ὡς ἀτμὶς ἀπό δακρύων. |
Ωσ. 13,3 |
Εξ αιτίας της διαφθοράς και ειδωλολατρείας των αυτής, θα γίνουν και θα σβήσουν ωσάν την πρωϊνήν ομίχλην, η οποία διαλύεται. Ωσάν την πρωϊνήν δρόσον, η οποία ταχέως παρέρχεται, όπως το χνούδι, το οποίον φυσά ο άνεμος μακρυά από το αλώνι. Ωσάν το δάκρυον από τα μάτια. |
|
Ωσ. 13,4 |
ἐγὼ δὲ Κύριος ὁ Θεός σου ὁ στερεῶν τὸν οὐρανὸν καὶ κτίζων γῆν, οὗ αἱ χεῖρες ἔκτισαν πᾶσαν τὴν στρατιὰν τοῦ οὐρανοῦ, καὶ οὐ παρέδειξά σοι αὐτὰ τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω αὐτῶν· καὶ ἐγὼ ἀνήγαγόν σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, καὶ Θεὸν πλὴν ἐμοῦ οὐ γνώσῃ, καὶ σῴζων οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ. |
Ωσ. 13,4 |
Εγώ όμως είμαι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος εστερέωσα τον ουρανόν και έκτισα την γην. Εγώ είμαι εκείνος, του οποίου αι χείρες εδημιούργησαν όλην την στρατιάν των αστέρων του ουρανού και όχι μόνον δεν σου υπέδειξα αλλά και ρητώς σου απηγόρευσα να τα μεταβάλλης εις είδωλα και να τα ακολουθής ως εάν ήσαν θεοί. Εγώ σε εβγαλα ελεύθερον από την γην της Αιγύπτου, δια τούτο δεν πρέπει να γνωρίσης και να λατρεύσης και να ακολουθήσης άλλον Θεόν πλην εμού. Εγώ είμαι εκείνος ο οποίος δίδω σωτηρίαν, και εκτός εμού δεν υπάρχει άλλος. |
|
Ωσ. 13,5 |
ἐγὼ ἐποίμανόν σε ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐν γῇ ἀοικήτῳ |
Ωσ. 13,5 |
Εγώ σε καθοδηγούσα και σε διέτρεφα εις την έρημον, εις χώραν ακατοίκητον. |
|
Ωσ. 13,6 |
κατὰ τὰς νομὰς αὐτῶν. καὶ ἐνεπλήσθησαν εἰς πλησμονὴν καὶ ὑψώθησαν αἱ καρδίαι αὐτῶν· ἕνεκα τούτου ἐπελάθοντό μου. |
Ωσ. 13,6 |
Εχορηγούσα στους προγόνους σου τας απαραιτήτους τροφάς. Εκείνοι δε έφαγον καθ' υπερβολήν, εχορτάσθησαν με το παραπάνω, υπερηφανεύθησαν αι καρδίαι των μέσα εις την αφθονίαν των αγαθών και ένεκα τούτου με ελησμόνησαν και με εγατέλειψαν. |
|
Ωσ. 13,7 |
καὶ ἔσομαι αὐτοῖς ὡς πανθὴρ καὶ ὡς πάρδαλις κατὰ τὴν ὁδὸν Ἀσσυρίων· |
Ωσ. 13,7 |
Δια τούτο εγώ θα είμαι δι' αυτούς ως άγριος πάνθηρ, ως λεοπάρδαλις εις την οδόν των προς την Ασσυρίαν. |
|
Ωσ. 13,8 |
ἀπαντήσομαι αὐτοῖς ὡς ἄρκος ἀπορουμένη καὶ διαῤῥήξω συγκλεισμὸν καρδίας αὐτῶν, καὶ καταφάγονται αὐτοὺς ἐκεῖ σκύμνοι δρυμοῦ, θηρία ἀγροῦ διασπάσει αὐτούς. |
Ωσ. 13,8 |
Θα ορμήσω εναντίον των ωσάν άρκτος αγριεμένη από την πείναν. Θα διαρρήξω το στήθος των, το οποίον περικλείει την αμαρτωλήν καρδίαν των. Εκεί θα τους καταφάγουν νεαροί πεινασμένοι λέοντες του δρυμού. Θηρία του αγρού θα τους κατασπαράξουν. |
|
Ωσ. 13,9 |
τῇ διαφθορᾷ σου, Ἰσραήλ, τίς βοηθήσει; |
Ωσ. 13,9 |
Εις αυτήν λοιπόν την καταστροφήν σου, ποιός, ω ισραηλιτικέ λαέ, θα σε βοηθήση; |
|
Ωσ. 13,10 |
ποῦ ὁ βασιλεύς σου οὗτος; καὶ διασωσάτω σε ἐν πάσαις ταῖς πόλεσί σου· κρινάτω σε ὃν εἶπας· δός μοι βασιλέα καὶ ἄρχοντα. |
Ωσ. 13,10 |
Που είναι αυτός ο βασιλεύς σου; Ας σε υπερασπίση εναντίον των εχθρών σου και ας διασώση τας πόλεις σου. Ας σε διοικήση και ας σε κατευθύνη ο βασιλεύς, δια τον οποίον συ είπες· “δος μου βασιλέα ως άρχοντά μου”. |
|
Ωσ. 13,11 |
καὶ ἔδωκά σοι βασιλέα ἐν ὀργῇ μου καὶ ἔσχον ἐν τῷ θυμῷ μου |
Ωσ. 13,11 |
Ωργίσθην δια το αίτημά σου και σου έδωκα τότε βασιλέα. Ωργίσθην όμως βραδύτερον πολύ περισσότερον |
|
Ωσ. 13,12 |
συστροφὴν ἀδικίας. Ἐφραίμ, ἐγκεκρυμμένη ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ· |
Ωσ. 13,12 |
δια το πλήθος των αδικιών των ιδικών σου και εκείνου. Ισραηλιτικέ λαέ, η τιμωρία σου μένει κρυμμένη, αλλ' όχι όμως άγνωστος εις εμέ. |
|
Ωσ. 13,13 |
ὠδῖνες ὡς τικτούσης ἥξουσιν αὐτῷ. οὗτος ὁ υἱός σου ὁ φρόνιμος, διότι οὐ μὴ ὑποστῇ ἐν συντριβῇ τέκνων. |
Ωσ. 13,13 |
Θα τιμωρηθής δι' αυτήν. Θα επέλθουν εναντίον σου μεγάλοι πόνοι, οι οποίοι θα ομοιάζουν με τας ωδίνας του τοκετού. Φυλή του Ισραήλ, αυτά είναι τα παιδιά σου τα φρόνιμα! Είναι εις την πραγματικότητα ασύνετα και άφρονα. Δια τούτο δεν θα ημπορέσουν να αντισταθούν εις επιδρομήν εχθρών, όταν εκείνοι εν τη μανία των θα συντρίβουν τα τέκνα των. |
|
Ωσ. 13,14 |
ἐκ χειρὸς ᾅδου ῥύσομαι καὶ ἐκ θανάτου λυτρώσομαι αὐτούς, ποῦ ἡ δίκη σου, θάνατε; ποῦ τὸ κέντρον σου, ᾅδη; παράκλησις κέκρυπται ἀπὸ ὀφθαλμῶν μου, |
Ωσ. 13,14 |
Εγώ όμως είμαι Θεός ελέους και θα σε γλυτώσω από τα δεσμά του άδου. Θα σε λυτρώσω από τον θάνατον και τότε θα διαλαλήσω· “που είναι η καταδίκη σου, ω θάνατε, εναντίον των ανθρώπων; Που είναι το δηλητηριώδες κεντρί σου, ω άδη;” Αλλά επί του παρόντος η παρηγορία σου, ω λαέ του Ισραήλ, έχει αποκρυβή από το μάτια μου. Δεν θα σου δοθή. |
|
Ωσ. 13,15 |
διότι οὗτος ἀνὰ μέσον ἀδελφῶν διαστελεῖ· ἐπάξει καύσωνα ἄνεμον Κύριος ἐκ τῆς ἐρήμου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἀναξηρανεῖ τὰς φλέβας αὐτοῦ, ἐξερημώσει τὰς πηγὰς αὐτοῦ· αὐτὸς καταξηρανεῖ τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ αὐτοῦ. |
Ωσ. 13,15 |
Τούτο δέ, διότι ω Εφραίμ, ο ισραηλιτικός λαός έχει χωρισθή από τον αδελφόν του ιουδαϊκόν λαόν. Δι' αυτό και ο Κυριος θα επιφέρη εναντίον του ισραηλιτικού λαού καυστικόν άνεμον από την έρημον, εχθρούς φοβερούς, οι οποίοι θα ξηράνουν τας πλουτοπαραγωγικάς πηγάς της γης, θα ερημώσουν την περιοχήν. Αυτοί θα μεταβάλουν εις κατάξηρον την χώραν του και θα λεηλατήσουν και θα καταστρέψουν όλα τα πολύτιμά του αντικείμενα. |
|
Κεφάλαιο 14ο |
Ωσ. 14,1 |
Ἀφανισθήσεται Σαμάρεια, ὅτι ἀντέστη πρὸς τὸν Θεὸν αὐτῆς· ἐν ῥομφαίᾳ πεσοῦνται αὐτοί, καὶ τὰ ὑποτίτθια αὐτῶν ἐδαφισθήσονται, καὶ αἱ ἐν γαστρὶ ἔχουσαι αὐτῶν διαῤῥαγήσονται. |
Ωσ. 14,1 |
Η Σαμάρεια θα εξαφανισθή, διότι αντεστάθηκε προς τον Θεόν της. Εν στόματι ρομφαίας, θα φονευθούν από τους εχθρούς οι μεγάλοι κατά την ηλικίαν. Τα θηλάζοντα βρέφη θα συντρίβωνται κάτω στο έδαφος και θα σχίζωνται αι κοιλίαι των εγκύων γυναικών. |
|
Ωσ. 14,2 |
ἐπιστράφηθι, Ἰσραήλ, πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου, διότι ἠσθένησαν ἐν ταῖς ἀδικίαις σου. |
Ωσ. 14,2 |
Επιστρέψατε, ω Ισραηλίται, προς Κυριον τον Θεόν σας, διότι έχετε περιέλθει εις αδυναμίαν και ασθένειαν εξ αιτίας των αμαρτιών σας. |
|
Ωσ. 14,3 |
λάβετε μεθ᾿ ἑαυτῶν λόγους καὶ ἐπιστράφητε πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν· εἴπατε αὐτῷ, ὅπως μὴ λάβητε ἀδικίαν καὶ λάβητε ἀγαθά, καὶ ἀνταποδώσομεν καρπὸν χειλέων ἡμῶν. |
Ωσ. 14,3 |
Παρετε μαζή σας λόγους, προπαρασκευασθήτε, δια να συνομιλήσετε με τον Κυριον. Επιστραφήτε εν μετάνοια προς Κυριον τον Θεόν σας. Είπατε εις αυτόν τας αμαρτίας σας, δια να μη λάβετε τα επίχειρα των κακιών σας, αλλά να απολαύσετε αγαθά εκ μέρους του Κυρίου. Και τότε λυτρωμένοι θα ανταποδώσωμεν προς τον Κυριον, αντί παντός άλλου καρπού, θερμήν την ευγνωμοσύνην της καρδίας μας δια του στόματός μας. |
|
Ωσ. 14,4 |
Ἀσσοὺρ οὐ μὴ σώσῃ ἡμᾶς, ἐφ᾿ ἵππον οὐκ ἀναβησόμεθα· οὐκέτι μὴ εἴπωμεν· θεοὶ ἡμῶν, τοῖς ἔργοις τῶν χειρῶν ἡμῶν· ὁ ἐν σοὶ ἐλεήσει ὀρφανόν. |
Ωσ. 14,4 |
Δεν θα ζητήσωμεν τότε να μας σώσουν οι Ασσύριοι, ούτε και θα χρειασθώμεν ιππικόν, δια να αποκρούσωμεν τους εχθρούς μας. Δεν θα είπωμεν πλέον εις τα κατασκευάσματα των χειρών μας, ότι είναι οι θεοί μας. Θα απαλυνθούν αι καρδίαι και κάθε άνθρωπος θα ευσπλαγχνίζεται τα ορφανόν. |
|
Ωσ. 14,5 |
ἰάσομαι τὰς κατοικίας αὐτῶν, ἀγαπήσω αὐτοὺς ὁμολόγως, ὅτι ἀποστρέψω τὴν ὀργήν μου ἀπ᾿ αὐτοῦ. |
Ωσ. 14,5 |
Εγώ θα βοηθήσω να αποκατασταθούν αι πόλεις και αι κατοικίαι των. Θα τους αγαπήσω ολοφάνερα, ώστε και οι ίδιοι να βλέπουν και να διακηρύσσουν την αγάπην μου. Διότι θα έχω απομακρύνει πλέον την οργήν μου από αυτούς. |
|
Ωσ. 14,6 |
ἔσομαι ὡς δρόσος τῷ Ἰσραήλ, ἀνθήσει ὡς κρίνον καὶ βαλεῖ τὰς ῥίζας αὐτοῦ ὡς ὁ Λίβανος· |
Ωσ. 14,6 |
Θα είμαι δια τον Ισραήλ όπως η ζωογόνος και ευεργετική δρόσος. Αυτός δε θα ανθήση ωσάν κρίνον, θα ρίψη βοθείας τας ρίζας του, όπως αι κέδροι του Λιβάνου. |
|
Ωσ. 14,7 |
πορεύσονται οἱ κλάδοι αὐτοῦ, καὶ ἔσται ὡς ἐλαία κατάκαρπος, καὶ ἡ ὀσφρασία αὐτοῦ ὡς Λιβάνου· |
Ωσ. 14,7 |
Θα εκταθούν ισχυροί οι κλάδοι του, θα είναι ως ελαία κατάκαρπος και η οσμή του ευώδης, όπως η ευωδία του Λιβάνου. |
|
Ωσ. 14,8 |
ἐπιστρέψουσι καὶ καθιοῦνται ὑπὸ τὴν σκέπην αὐτοῦ, ζήσονται καὶ μεθυσθήσονται σίτῳ· καὶ ἐξανθήσει ὡς ἄμπελος μνημόσυνον αὐτοῦ, ὡς οἶνος Λιβάνου. |
Ωσ. 14,8 |
Θα επιστρέψουν από την αιχμαλωσίαν και θα εγκατασταθούν ασφαλείς κάτω από την προστασίαν του Θεού. Θα ζήσουν και θα χορτάσουν από τα πλήθη των σιτηρών. Θα ανθήση και θα καρποφορήση ο ισραηλιτικός λαός, όπως η άμπελος. Το όνομά του θα είναι ζηλευτόν, όπως ο ευώδης οίνος του Λιβάνου. |
|
Ωσ. 14,9 |
τῷ Ἐφραίμ, τί αὐτῷ ἔτι καὶ εἰδώλοις; ἐγὼ ἐταπείνωσα αὐτόν, καὶ ἐγὼ κατισχύσω αὐτόν· ἐγὼ ὡς ἄρκευθος πυκάζουσα, ἐξ ἐμοῦ ὁ καρπός σου εὕρηται. |
Ωσ. 14,9 |
Και λοιπόν, ποία σχέσις υπάρχει πλέον μεταξύ του Ισραηλιτικού λαού και των ειδώλων; Καμμία. Εγώ τον εταπείνωσα δια τας αμαρτίας του, λέγει ο Κυριος, εγώ και θα τον ενισχύσω. Εγώ θα είμαι δι' αυτόν ωσάν πυκνόφυλλος κέδρος. Από εμέ θα προέρχεται η πλουσία καρποφορία σου. |
|
Ωσ. 14,10 |
τίς σοφὸς καὶ συνήσει ταῦτα; ἢ συνετὸς καὶ ἐπιγνώσεται αὐτά; ὅτι εὐθεῖαι αἱ ὁδοὶ τοῦ Κυρίου, καὶ δίκαιοι πορεύσονται ἐν αὐταῖς, οἱ δὲ ἀσεβεῖς ἀσθενήσουσιν ἐν αὐταῖς. |
Ωσ. 14,10 |
Ποιός είναι σοφός και θα θελήση να εννοήση αυτά; Η ποιός είναι συνετός και θα θελήση να το γνωρίση κατ' ακρίβειαν; Οτι δηλαδή αι οδοί του Κυρίου είναι ευθείαι και οι δίκαιοι θα πορευθούν ασφαλείς εις αυτάς, οι δε ασεβείς θα εξασθενήσουν και θα καταστραφούν. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου