Ωσ. 2,1 |
Καὶ ἦν ὁ ἀριθμὸς τῶν υἱῶν Ἰσραὴλ ὡς ἡ ἄμμος τῆς θαλάσσης, ἣ οὐκ ἐκμετρηθήσεται οὐδὲ ἐξαριθμηθήσεται. καὶ ἔσται ἐν τῷ τόπῳ, οὗ ἐῤῥέθη αὐτοῖς· οὐ λαός μου ὑμεῖς, κληθήσονται καὶ αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ ζῶντος. |
Ωσ. 2,1 |
Ο αριθμός των Ισραηλιτών είναι μέγας ως η άμμος εις την παραλίαν της θαλάσσης, η οποία δεν είναι δυνατόν να μετρηθή και οι κόκκοι της δεν είναι δυνατόν να αριθμηθούν. Αυτό θα πραγματοποιηθή στον τόπον εκείνον, όπου υπό του Κυρίου είχεν αναγγελθή στους Ισραηλίτας, “δεν είσθε λαός μου”. Εις τον αυτόν τόπον θα ονομασθούν αυτοί υιοί του Θεού του ζώντος. |
|
Ωσ. 2,2 |
καὶ συναχθήσονται υἱοὶ Ἰούδα καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ θήσονται ἑαυτοῖς ἀρχὴν μίαν καὶ ἀναβήσονται ἐκ τῆς γῆς, ὅτι μεγάλη ἡ ἡμέρα τοῦ Ἰεζραέλ. |
Ωσ. 2,2 |
Θα συγκεντρωθούν Ιουδαίοι και Ισραηλίται μαζή, δια να αποτελέσουν μίαν ενότητα. Θα αναγνωρίσουν ως κεφαλήν των τον ίδιον άρχοντα και θα επανέλθουν από την χώραν της εξορίας των. Διότι θα είναι μεγάλη η ημέρα εκείνη του Ιεζραέλ. |
|
Ωσ. 2,3 |
εἴπατε τῷ ἀδελφῷ ὑμῶν· λαός μου καὶ τῇ ἀδελφῇ ὑμῶν· ἠλεημένη. |
Ωσ. 2,3 |
Τοτε ονομάσατε τον αδελφόν σας τον μέχρι πρυ ολίγου “Ου-λαόν μου”, “Λαόν μου” και την αδελφήν σας την μέχρι προ ολίγου “Ουκ-ηλεημένην”, “Ηλεημενην”. |
|
Ωσ. 2,4 |
Κρίθητε πρὸς τὴν μητέρα ὑμῶν, κρίθητε, ὅτι αὕτη οὐ γυνή μου, καὶ ἐγὼ οὐκ ἀνὴρ αὐτῆς. καὶ ἐξαρῶ τὴν πορνείαν αὐτῆς ἐκ προσώπου μου καὶ τὴν μοιχείαν αὐτῆς ἐκ μέσου μαστῶν αὐτῆς, |
Ωσ. 2,4 |
Κρίνατε και διχάσατε την μητέρα σας· κρίνατέ την, διότι αυτή δεν είναι σύζυγός μου και εγώ δεν είμαι ο σύζυγός της. Και θα διώξω από εμπρός μου την πορνείαν της, και την μοιχείαν της από τους μαστούς της. Θα καταπαύσω δηλαδή την πνευματικήν μοιχείαν, την προς τα είδωλα λατρείαν του Ισραηλιτικού λαού. |
|
Ωσ. 2,5 |
ὅπως ἂν ἐκδύσω αὐτὴν γυμνὴν καὶ ἀποκαταστήσω αὐτὴν καθὼς ἡμέρα γενέσεως αὐτῆς. καὶ θήσω αὐτὴν ἔρημον καὶ τάξω αὐτὴν ὡς γῆν ἄνυδρον καὶ ἀποκτενῶ αὐτὴν ἐν δίψει· |
Ωσ. 2,5 |
Ετσι θα απογυμνώσω αυτήν και θα την παρουσιάσω τελείως γυμνήν, όπως όταν την εγέννησεν η μητέρα της. Θα καταστήσω αυτήν έρημον, θα την κάμω ωσάν την γην την ξηράν και την άνυδρον, και θα την θανατώσω με την δίψαν. |
|
Ωσ. 2,6 |
καὶ τὰ τέκνα αὐτῆς οὐ μὴ ἐλεήσω, ὅτι τέκνα πορνείας ἐστίν. |
Ωσ. 2,6 |
Ούτε και τα τέκνα της θα ελεήσω, διότι είναι τέκνα πορνείας, πνευματικής από του Θεού αποστασίας. |
|
Ωσ. 2,7 |
ὅτι ἐξεπόρνευσεν ἡ μήτηρ αὐτῶν, κατῄσχυνεν ἡ τεκοῦσα αὐτά, ὅτι εἶπε· πορεύσομαι ὀπίσω τῶν ἐραστῶν μου τῶν διδόντων μοι τοὺς ἄρτους μου καὶ τὸ ὕδωρ μου καὶ τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου, τὸ ἔλαιόν μου καὶ πάντα ὅσα μοι καθήκει. |
Ωσ. 2,7 |
Διότι η μητέρα των εξετράπη εις πορνείαν κατεντρόπιασε και κατεξηυτέλισε τα τέκνα της, διότι με απερίγραπτον αναισχυντίαν είπε· “θα ακολουθήσω εγώ τους εραστάς μου, (δηλ. η φυλή του Ισραήλ θα ακολουθούσε τα είδωλα), διότι αυτοί μου δίδουν την τροφήν μου, το νερό μου, τα ενδύματά μου, τα λινά υφάσματά μου, το λάδι μου και όλα όσα μου χρειάζονται”. |
|
Ωσ. 2,8 |
διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ φράσσω τὴν ὁδὸν αὐτῆς ἐν σκόλοψι καὶ ἀνοικοδομήσω τὰς ὁδούς, καὶ τὴν τρίβον αὐτῆς οὐ μὴ εὕρῃ· |
Ωσ. 2,8 |
Δια την αναισχυντίαν της αυτήν, ιδού εγώ φράζω την προς τους εραστάς οδόν της με παλούκια, θα ανεγείρω οδοφράγματα στους δρόμους της και έτσι δεν θα εύρη αυτή τον δρόμον της προς την διαφθοράν. |
|
Ωσ. 2,9 |
καὶ καταδιώξεται τοὺς ἐραστὰς αὐτῆς καὶ οὐ μὴ καταλάβῃ αὐτοὺς καὶ ζητήσει αὐτοὺς καὶ οὐ μὴ εὕρῃ αὐτούς· καὶ ἐρεῖ· πορεύσομαι καὶ ἐπιστρέψω πρὸς τὸν ἄνδρα μου τὸν πρότερον, ὅτι καλῶς μοι ἦν τότε ἢ νῦν. |
Ωσ. 2,9 |
Θα προσπαθήση και θα τρέξη να εύρη τους εραστάς της, αλλά δεν θα τους προφθάση. Θα τους αναζητήση, και δεν θα τους ανεύρη. Και τότε θα είπη· “θα επιστρέψω και θα επανέλθω προς τον προηγούμενον και νόμιμον άνδρα μου, διότι καλύτερα ήμην τότε, παρά τώρα”. |
|
Ωσ. 2,10 |
καὶ αὐτὴ οὐκ ἔγων ὅτι ἐγὼ ἔδωκα αὐτῇ τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ ἀργύριον ἐπλήθυνα αὐτῇ· αὐτὴ δὲ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ ἐποίησε τῇ Βάαλ. |
Ωσ. 2,10 |
Αυτή, η μητέρα σας, δεν κατώρθωσε να εννοήση ότι εγώ έδωκα εις αυτήν τον σίτον, τον οίνον, το έλαιον και επί πλέον πλούτον αργυρίου. Αυτη όμως, με όσα εγώ της είχα δώσει, κατεσκεύασεν αργυρά και χρυσά είδωλα δια την Αστάρτην, την αναίσχυντον σύζυγον του βδελυρού ειδώλου Βααλ. |
|
Ωσ. 2,11 |
διὰ τοῦτο ἐπιστρέψω καὶ κομιοῦμαι τὸν σῖτόν μου καθ᾿ ὥραν αὐτοῦ καὶ τὸν οἶνόν μου ἐν καιρῷ αὐτοῦ καὶ ἀφελοῦμαι τὰ ἱμάτιά μου καὶ τὰ ὀθόνιά μου τοῦ μὴ καλύπτειν τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς. |
Ωσ. 2,11 |
Δια τούτο, δι' όσα βδελυρά και αναίσχυντα αυτή έπραξεν, εγώ θα πάρω και θα κρατήσω δια τον εαυτόν μου τον σίτόν μου και τον οίνον μου, κατά τον καιρόν της συγκομιδής των. Θα αφαιρέσω από αυτήν τα ενδύματα, που της είχα δώσει και τα λινά υφάσματα, ώστε να μη ημπορή πλέον να σκεπάση την γομνότητά της. |
|
Ωσ. 2,12 |
καὶ νῦν ἀποκαλύψω τὴν ἀκαθαρσίαν αὐτῆς ἐνώπιον τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, καὶ οὐδεὶς οὐ μὴ ἐξέληται αὐτὴν ἐκ χειρός μου. |
Ωσ. 2,12 |
Τωρα θα ξεσκεπάσω την βρωμερότητά της και την αναισχυντίαν της ενώπιον των εραστών της και κανείς δεν θα ημπορέση να την γλυτώση από τα χέρια μου. |
|
Ωσ. 2,13 |
καὶ ἀποστρέψω πάσας τὰς εὐφροσύνας αὐτῆς, ἑορτὰς αὐτῆς καὶ τὰς νουμηνίας αὐτῆς καὶ τὰ σάββατα αὐτῆς καὶ πάσας τὰς πανηγύρεις αὐτῆς. |
Ωσ. 2,13 |
Θα σταματήσω όλας τας τέρψεις της, τας θρησκευτικάς εορτάς γενικώς, ειδικώτερα δε τας εορτάς της πρωτομηνιάς, τα σάββατα και όλας τας μεγάλας πανηγύρεις της. |
|
Ωσ. 2,14 |
καὶ ἀφανιῶ ἄμπελον αὐτῆς καὶ τάς συκᾶς αὐτῆς, ὅσα εἶπε· μισθώματά μου ταῦτά ἐστιν ἃ ἔδωκάν μοι οἱ ἐρασταί μου, καὶ θήσομαι αὐτὰ εἰς μαρτύριον, καὶ καταφάγεται αὐτὰ τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὰ ἑρπετὰ τῆς γῆς. |
Ωσ. 2,14 |
Θα καταστρέψω τα αμπέλια της, τις συκιές της και όλα εκείνα, δια τα οποία είπεν· “αυτά είναι η ανταμοιβή μου, την οποίαν μου έδωκαν οι ερασταί μου”. Θα τα κάμω, ώστε να είναι μαρτυρία προς όλους δια την τιμωρίαν της φυλής του Ισραήλ. Θα τα καταφάγουν τα θηρία της υπαίθρου, τα πετεινά του ουρανού και τα ερπετά της γης. |
|
Ωσ. 2,15 |
καὶ ἐκδικήσω ἐπ᾿ αὐτὴν τὰς ἡμέρας τῶν Βααλείμ, ἐν αἷς ἐπέθυεν αὐτοῖς καὶ περιετίθετο τὰ ἐνώτια αὐτῆς καὶ τὰ καθόρμια αὐτῆς καὶ ἐπορεύετο ὀπίσω τῶν ἐραστῶν αὐτῆς, ἐμοῦ δὲ ἐπελάθετο, λέγει Κύριος. - |
Ωσ. 2,15 |
Ετσι θα τιμωρήσω την φυλήν του Ισραήλ δια τας ημέρας, κατά τας οποίας ελάτρευσε τα είδωλα του Βααλ, δι' εκείνας κατά τας οποίας πολλάς θυσίας προσέφερε δι' αυτά και εφορούσεν ως στόλισμά της τα σκουλαρίκια και τα περιδέραιά της, και ακολουθούσε τους εραστάς της. Εμέ δέ με είχε λησμονήσει, λέγει ο Κυριος. |
|
Ωσ. 2,16 |
Διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ πλανῶ αὐτὴν καὶ τάξω αὐτὴν ὡς ἔρημον καὶ λαλήσω ἐπὶ τὴν καρδίαν αὐτῆς |
Ωσ. 2,16 |
Δια τούτο εγώ θα οδηγήσω την φυλήν Ισραήλ εις περιπλάνησιν και εξορίαν, θα καταστήσω έρημον και ακατοίκητον την χώραν της. Και όταν εν τη θλίψει της μετανοήση, εγώ θα ομιλήσω εις την καρδίαν της ειρηνικά. |
|
Ωσ. 2,17 |
καὶ δώσω αὐτῇ τὰ κτήματα αὐτῆς ἐκεῖθεν καὶ τὴν κοιλάδα Ἀχὼρ διανοῖξαι σύνεσιν αὐτῆς, καὶ ταπεινωθήσεται ἐκεῖ κατὰ τὰς ἡμέρας νηπιότητος αὐτῆς καὶ κατὰ τὰς ἡμέρας ἀναβάσεως αὐτῆς ἐκ γῆς Αἰγύπτου. |
Ωσ. 2,17 |
Μετανοούσαν θα την επιστρέψω από την εξορίαν, θα δώσω εις αυτήν τα κτήματα της χώρας της και την κοιλάδα Αχώρ και θα την βοηθήσω να συνετισθή δια τα σφάλματά της. Θα ταπεινωθή τότε, όπως εταπεινώθη εκεί εις την Αίγυπτον, όταν εζούσε την νηπιακήν της ηλικίαν ως έθνος, κατά την εποχήν, που εξήλθεν από την χώραν της Αιγύπτου. |
|
Ωσ. 2,18 |
καὶ ἔσται ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγει Κύριος, καλέσει με· ὁ ἀνήρ μου, καὶ οὐ καλέσει με ἔτι Βααλείμ· |
Ωσ. 2,18 |
Κατά την ημέραν εκείνην της μετανοίας και ταπεινώσεώς της, λέγει ο Κυριος· Θα με ονομάζη «“σύζυγός μου” και δεν θα επικαλεσθή πλέον αντί εμού τα είδωλα του Βαάλ. |
|
Ωσ. 2,19 |
καὶ ἐξαρῶ τὰ ὀνόματα τῶν Βααλεὶμ ἐκ στόματος αὐτῆς καὶ οὐ μὴ μνησθῶσιν οὐκ ἔτι τὰ ὀνόματα αὐτῶν. |
Ωσ. 2,19 |
Εγώ δε θα αφαιρέσω από το στόμα της φυλής του Ισραήλ τα ονόματα των ειδώλων του Βαάλ και ουδέποτε πλέον οι Ισραηλίται θα ενθυμηθούν τα ονόματα αυτών των ειδώλων. |
|
Ωσ. 2,20 |
καὶ διαθήσομαι αὐτοῖς διαθήκην ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ μετὰ τῶν θηρίων τοῦ ἀγροῦ καὶ μετὰ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν ἑρπετῶν τῆς γῆς· καὶ τόξον καὶ ῥομφαίαν καὶ πόλεμον συντρίψω ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατοικιῶ σε ἐπ᾿ ἐλπίδι. |
Ωσ. 2,20 |
Κατά την εποχήν εκείνην της μετανοίας και επιστροφής των προς εμέ, θα συνάψω νέαν συνθήκην ειρήνης με αυτούς, ακόμη δε ειρήνης και με τα θηρία της υπαίθρου, με τα πετεινά του ουρανού και με τα ερπετά της γης. Θα συντρίψω και θα εξαφανίσω από την χώραν του Ισραήλ το πολεμικόν τόξον και την εχθρικήν ρομφαίαν και τον πόλεμον, και θα εγκαταστήσω αυτούς με αγαθάς ελπίδας προς μίαν ειρηνικήν ζωήν. |
|
Ωσ. 2,21 |
καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ εἰς τὸν αἰῶνα καὶ μνηστεύσομαί σε ἐν δικαιοσύνῃ καὶ ἐν κρίματι καὶ ἐν ἐλέει καὶ ἐν οἰκτιρμοῖς |
Ωσ. 2,21 |
Θα σε μνηστευθώ τότε ως ιδικήν μου δια παντός, θα σε πάρω ως ίδικήν μου πλέον μνηστήν και θα σου προσφέρω δικαιοσύνην, δικαίαν κρίσιν, τρυφερότητα και ευσπλαγχνίαν. |
|
Ωσ. 2,22 |
καὶ μνηστεύσομαί σε ἐμαυτῷ ἐν πίστει, καὶ ἐπιγνώσῃ τὸν Κύριον. |
Ωσ. 2,22 |
Θα σε μνηστευθώ ως πιστήν πλέον εις εμέ και συ θα γνωρίσης εμέ, τον Κυριον. |
|
Ωσ. 2,23 |
καὶ ἔσται ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ, λέγει Κύριος, ἐπακούσομαι τῷ οὐρανῷ, καὶ αὐτὸς ἐπακούσεται τῇ γῇ, |
Ωσ. 2,23 |
Κατά την ειρηνικήν εκείνην περίοδον, λέγει ο Κυριος, θα εισακούσω και θα απαντήσω στον ουρανόν και ο ουρανός θα απαντήση εις την γην, στέλλων ζωογόνον βροχήν |
|
Ωσ. 2,24 |
καὶ ἡ γῆ ἐπακούσεται τὸν σῖτον καὶ τὸν οἶνον καὶ τὸ ἔλαιον, καὶ αὐτὰ ἐπακούσεται τῷ Ἰεζραέλ. |
Ωσ. 2,24 |
η δε γη θα απαντήση στον ουρανόν, παράγουσα σίτον και οίνον και έλαιον. Ολα δε αυτά θα προσφερθούν δια την ειρηνικήν και αρμονικήν ζωήν του Ιεζραέλ. |
|
Ωσ. 2,25 |
καὶ σπερῶ αὐτὴν ἐμαυτῷ ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐλεήσω τὴν Οὐκ-ἠλεημένην καὶ ἐρῶ τῷ Οὐ-λαῷ-μου· λαός μου εἰ σύ, καὶ αὐτὸς ἐρεῖ· Κύριος ὁ Θεός μου εἶ σύ. |
Ωσ. 2,25 |
Θα διασπείρω και θα εγκαταστήσω τον νέον Ισραήλ εις την χώραν, θα ελεήσω την Ουκ-ηλεημένην και στον Ου-λαόν μου θα είπω· “συ είσαι λαός μου”. Και εκείνος θα απαντήση· “συ είσαι ο Κυριος και ο Θεός μου”. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου