Καινή Διαθήκη Κατά Μάρκον
Κεφάλαια: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16
Κεφάλαιο 1ο | ||
Μαρκ. 1,1 | Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. | |
Μαρκ. 1,1 | Αρχή του Ευαγγελίου του Ιησού Χριστού, του ενανθρωπήσαντος Υιού του Θεού έγινε ο Ιωάννης· | |
Μαρκ. 1,2 | Ὡς γέγραπται ἐν τοῖς προφήταις, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου· | |
Μαρκ. 1,2 | σύμφωνα με εκείνο που έχει γραφή στους προφήτας περί του Ιωάννου του Προδρόμου·“Ιδού εγώ, λέγει ο Θεός δια του προφήτου Μαλαχίου, αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος και θα προπαρασκευάση την οδόν σου (δηλαδή τας ψυχάς και τας καρδίας των ανθρώπων) δια να σε υποδεχθούν”. | |
Μαρκ. 1,3 | φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ, | |
Μαρκ. 1,3 | Και ο σταλμένος αυτός από τον Θεόν αγγελιοφόρος είναι εκείνος, δια τον οποίον ο προφήτης Ησαΐας είπε· “Φωνή ανθρώπου, ο οποίος βοά εις έρημον· ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου· κάμετε ευθείς τους δρόμους του (ευθύνατε τας καρδίας σας)”. | |
Μαρκ. 1,4 | ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. | |
Μαρκ. 1,4 | Εγινε δε ο Ιωάννης αρχή κατά την εποχήν εκείνην, βαπτίζων εις την έρημον και κηρύσσων βάπτισμα εις πιστοποίησιν της μετανοίας, δια να λάβουν οι βαπτιζόμενοι την άφεσιν των αμαρτιών, όταν θα εδέχοντο τον ερχόμενον μετ' ολίγον Μεσσίαν. | |
Μαρκ. 1,5 | καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. | |
Μαρκ. 1,5 | Και επήγαιναν προς αυτόν οι κάτοικοι ολοκλήρου της Ιουδαίας και οι Ιεροσολυμίται και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην ποταμόν, εξομολογούμενοι συγχρόνως τας αμαρτίας των. | |
Μαρκ. 1,6 | ἦν δὲ ὁ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. | |
Μαρκ. 1,6 | Εφορούσε δε ο Ιωάννης ένδυμα από τρίχας καμήλου και είχε δερματίνην ζώνην γύρω από την μέσην του και έτρωγε ακρίδες και μέλι άγριον. | |
Μαρκ. 1,7 | καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 1,7 | Και εκήρυττε λέγων· “έρχεται ύστερα από εμέ εκείνος που είναι ισχυρότερός μου και του οποίου εγώ δεν είμαι άξιος να σκύψω και να λύσω το λουρί των υποδημάτων του. | |
Μαρκ. 1,8 | ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. | |
Μαρκ. 1,8 | Εγώ μεν σας εβάπτισα με νερό, αυτός όμως θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον”. | |
Μαρκ. 1,9 | Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην. | |
Μαρκ. 1,9 | Και κατά τας ημέρας εκείνας ήλθε ο Ιησούς από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη από τον Ιωάννην στον Ιορδάνην. | |
Μαρκ. 1,10 | καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν· | |
Μαρκ. 1,10 | Και αμέσως όταν εβγήκε από το νερό, είδε να σχίζωνται οι ουρανοί και το Πνεύμα του Θεού, ωσάν περιστερά, να κατεβαίνη εις αυτόν. | |
Μαρκ. 1,11 | καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν σοὶ ηὐδόκησα. | |
Μαρκ. 1,11 | Και ήλθε φωνή από τον ουρανούς, που έλεγε· “συ είσαι ο Υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον εγώ έχω τελείως ευαρεστηθή”. | |
Μαρκ. 1,12 | Καὶ εὐθέως τὸ Πνεῦμα αὐτὸν ἐκβάλλει εἰς τὴν ἔρημον· | |
Μαρκ. 1,12 | Και αμέσως το Πνεύμα το Αγιον ωδήγησεν αυτόν εις την έρημον. | |
Μαρκ. 1,13 | καὶ ἦν ἐκεῖ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἡμέρας τεσσαράκοντα πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, καὶ ἦν μετὰ τῶν θηρίων, καὶ οἱ ἄγγελοι διηκόνουν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 1,13 | Και έμεινεν εκεί εις την έρημον σαράντα ημέρας πειραζόμενος από τον Σατανάν, χωρίς ούτε ελάχιστον να υποχωρήση στους πειρασμούς· και ήτο εκεί μαζή με τα θηρία της ερήμου, οι δε άγγελοι του Θεού τον υπηρετούσαν. | |
Μαρκ. 1,14 | Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ | |
Μαρκ. 1,14 | Οταν δε ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου Αντίπα και παρεδόθη εις την φυλακήν, ήλθεν ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν και εκήρυττε το χαρμόσυνον μήνυμα της βασιλείας του Θεού. | |
Μαρκ. 1,15 | καὶ λέγων ὅτι πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ. | |
Μαρκ. 1,15 | Και έλεγεν ότι, “συνεπληρώθη ο ωρισμένος χρόνος και η βασιλεία του Θεού, που θα ιδρυθή από τον Μεσσίαν, έχει πλησιάσει. Μετανοείτε, λοιπόν, και πιστεύετε στο ευαγγέλιον, το οποίον εγώ σας κηρύττω”. | |
Μαρκ. 1,16 | Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε Σίμωνα καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ τοῦ Σίμωνος, βάλλοντας ἀμφίβληστρον ἐν τῇ θαλάσσῃ· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς· | |
Μαρκ. 1,16 | Ενώ δε περιπατούσε κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας είδε τον Σιμωνα και τον Ανδρέαν, τον αδελφόν του Σιμωνος, οι οποίοι έριπταν το δίκτυον εις την θάλασσαν, διότι ήσαν ψαράδες. | |
Μαρκ. 1,17 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς γενέσθαι ἁλιεῖς ἀνθρώπων. | |
Μαρκ. 1,17 | Και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “ελάτε κοντά μου και εγώ θα σας κάμω ικανούς να γίνετε ψαράδες ανθρώπων” (να ελκύετε δηλαδή με το θείον κήρυγμα τους ανθρώπους εις την βασιλείαν του Θεού). | |
Μαρκ. 1,18 | καὶ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 1,18 | Αμέσως δε εκείνοι (με πίστιν προς τον Διδάσκαλον και ενθουσιασμόν δια το έργον στο οποίον τους εκαλούσε, καίτοι δεν ήσαν ακόμη εις θέσιν να το εννοήσουν) αφήκαν τα δίκτυά των και τον ηκολούθησαν. | |
Μαρκ. 1,19 | Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν ὀλίγον εἶδεν Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ αὐτοὺς ἐν τῷ πλοίῳ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα, | |
Μαρκ. 1,19 | Και προχωρήσας ολίγον από εκεί, είδε τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν του, οι οποίοι ήσαν στο πλοίον και ετοίμαζαν τα δίκτυα. | |
Μαρκ. 1,20 | καὶ εὐθέως ἐκάλεσεν αὐτούς. καὶ ἀφέντες τὸν πατέρα αὐτῶν Ζεβεδαῖον ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ τῶν μισθωτῶν ἀπῆλθον ὀπίσω αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 1,20 | Και αμέσως τους εκάλεσε. Εκείνοι δε αφήκαν τον πατέρα των Ζεβεδαίον στο πλοίον με τους μισθωτούς εργάτας και τον ηκολούθησαν. | |
Μαρκ. 1,21 | Καὶ εἰσπορεύονται εἰς Καπερναούμ· καὶ εὐθέως τοῖς σάββασιν εἰσελθὼν εἰς τὴν συναγωγὴν ἐδίδασκε. | |
Μαρκ. 1,21 | Και επροχώρησαν και εισήλθαν εις την Καπερναούμ. Και αμέσως κατά την ημέραν του Σαββάτου επήγεν εις την συναγωγήν και εδίδασκε. | |
Μαρκ. 1,22 | καὶ ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς. | |
Μαρκ. 1,22 | Και εθαύμαζαν πολύ δια την διδασκαλίαν του, διότι εδίδασκεν ως διδάσκαλος που έχει πρωτοφανή σοφίαν και κύρος και όχι όπως οι Γραμματείς (οι οποίοι εζητούσαν να στηρίξουν την διδασκαλίαν των στο κύρος άλλων αρχαιοτέρων ραββίνων και εδίδασκαν συνήθως επουσιώδη, πολλές φορές δε αντίθετα προς όσα είχαν γραφή από τους Προφήτας). | |
Μαρκ. 1,23 | Καὶ ἦν ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, καὶ ἀνέκραξε | |
Μαρκ. 1,23 | Κατά την ώραν δε εκείνην ευρίσκετο εις την συναγωγήν ένας άνθρωπος, ο οποίος είχε κυριευθή από ακάθαρτον πνεύμα και εφώναξε με το στόμα αυτού το πονηρόν πνεύμα | |
Μαρκ. 1,24 | λέγων· ἔα, τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; ἦλθες ἀπολέσαι ἡμᾶς; οἶδά σε τίς εἶ, ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ. | |
Μαρκ. 1,24 | και είπεν· “άφησέ μας· ποιά σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ ημών και σου, Ιησού Ναζαρηνέ; Ηλθες να μας καταδικάσης και να μας ρίψης εις την αιωνίαν απώλειαν; Γνωρίζω ποίος είσαι· είσαι ο κατ' εξοχήν άγιος, ο αφιερωμένος στον Θεόν και το έργον του”. | |
Μαρκ. 1,25 | καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς λέγων· φιμώθητι καὶ ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 1,25 | Και ο Ιησούς επέπληξε αυτό λέγων· “κλείσε το στόμα σου και φύγε αμέσως από τον άνθρωπον αυτόν”. | |
Μαρκ. 1,26 | καὶ σπαράξαν αὐτὸν τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον καὶ κράξαν φωνῇ μεγάλῃ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 1,26 | Και το ακάθαρτον πνεύμα, αφού συνετάραξε τον δαιμονιζόμενον και με το στόμα εκείνου έκραξε και εφώναξε δυνατά, έφυγε από αυτόν. | |
Μαρκ. 1,27 | καὶ ἐθαμβήθησαν πάντες, ὥστε συζητεῖν πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντας· τί ἐστι τοῦτο; τίς ἡ διδαχὴ ἡ καινὴ αὕτη, ὅτι κατ᾿ ἐξουσίαν καὶ τοῖς πνεύμασι τοῖς ἀκαθάρτοις ἐπιτάσσει, καὶ ὑπακούουσιν αὐτῷ; | |
Μαρκ. 1,27 | Και όλοι κατελήφθησαν από μεγάλην έκπληξιν και θαυμασμόν δια το γεγονός, ώστε να συζητούν μεταξύ των και να λέγουν· “τι είναι αυτό το καταπληκτικόν θαύμα, που είδαμε; Ποιά είναι αυτή η νέα πρωτάκουστος διδασκαλία; Διότι αυτός με εξουσίαν και δύναμιν όχι μόνον διδάσκει, αλλά και διατάσσει τα πονηρά πνεύματα και υπακούουν εις αυτόν”! | |
Μαρκ. 1,28 | καὶ ἐξῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εὐθὺς εἰς ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Γαλιλαίας. | |
Μαρκ. 1,28 | Και με μεγάλην ταχύτητα εξηπλώθη η φήμη αυτού εις όλα τα περίχωρα της Γαλιλαίας. | |
Μαρκ. 1,29 | Καὶ εὐθέως ἐκ τῆς συναγωγῆς ἐξελθόντες ἦλθον εἰς τὴν οἰκίαν Σίμωνος καὶ Ἀνδρέου μετὰ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. | |
Μαρκ. 1,29 | Και αμέσως εβγήκαν από την συναγωγήν και ήλθαν στο σπίτι του Σιμωνος και του Ανδρέου μαζή με τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην. | |
Μαρκ. 1,30 | ἡ δὲ πενθερὰ Σίμωνος κατέκειτο πυρέσσουσα. καὶ εὐθέως λέγουσιν αὐτῷ περὶ αὐτῆς. | |
Μαρκ. 1,30 | Η δε πενθερά του Σιμωνος ήτο κατάκοιτος με πυρετόν. Και αμέσως του άκαμαν λόγον δι' αυτήν. | |
Μαρκ. 1,31 | καὶ προσελθὼν ἤγειρεν αὐτὴν κρατήσας τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς εὐθέως, καὶ διηκόνει αὐτοῖς. | |
Μαρκ. 1,31 | Και αυτός επλησίασε εις την κλίνην της, την επιασε από το χέρι, την εσήκωσε και αμέσως την αφήκεν ο πυρετός, και εντελώς υγιής τους υπηρετούσεν. | |
Μαρκ. 1,32 | Ὀψίας δὲ γενομένης, ὅτε ἔδυ ὁ ἥλιος, ἔφερον πρὸς αὐτὸν πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας καὶ τοὺς δαιμονιζομένους. | |
Μαρκ. 1,32 | Αργά δε το απόγευμα, μετά την δύσιν του ηλίου (όταν πλέον είχε περάσει η αργία του Σαββάτου), έφεραν προς αυτόν όλους τους ασθενείς και τους δαιμονιζομένους. | |
Μαρκ. 1,33 | καὶ ἦν ἡ πόλις ὅλη ἐπισυνηγμένη πρὸς τὴν θύραν. | |
Μαρκ. 1,33 | Και όλη η πόλις ήτο συγκεντρωμένη έξω από την θύραν της οικίας. | |
Μαρκ. 1,34 | καὶ ἐθεράπευσε πολλοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλε, καὶ οὐκ ἤφιε λαλεῖν τὰ δαιμόνια, ὅτι ᾔδεισαν αὐτὸν Χριστὸν εἶναι. | |
Μαρκ. 1,34 | Και εθεράπευσε πολλούς, που έπασχαν από διάφορα νοσήματα και πολλά δαιμόνια εξεδίωξε. Δεν άφινε δε τα δαιμόνια να ομιλούν δι' αυτόν, διότι εγνώριζαν ότι αυτός είναι ο Χριστός και δεν ήθελε την μαρτυρίαν των ακαθάρτων πνευμάτων. | |
Μαρκ. 1,35 | Καὶ πρωΐ ἔννυχα λίαν ἀναστὰς ἐξῆλθε καὶ ἀπῆλθεν εἰς ἔρημον τόπον, κἀκεῖ προσηύχετο. | |
Μαρκ. 1,35 | Και πρωϊ-πρωϊ, ενώ ακόμη ήτο νύχτα, εσηκώθη, εβγήκεν από την πόλιν και επροχώρησεν εις έρημον τόπον και εκεί προσηύχετο. | |
Μαρκ. 1,36 | καὶ κατεδίωξαν αὐτὸν ὁ Σίμων καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ, | |
Μαρκ. 1,36 | Ο δε Σιμων και όσοι ήσαν μαζή με αυτόν έτρεξαν, δια να τον εύρουν. | |
Μαρκ. 1,37 | καὶ εὑρόντες αὐτὸν λέγουσιν αὐτῷ ὅτι πάντες σε ζητοῦσι. | |
Μαρκ. 1,37 | Και αφού τον ηύραν του λέγουν, ότι “όλοι σε ζητούν εις την πόλιν”. | |
Μαρκ. 1,38 | καὶ λέγει αὐτοῖς· ἄγωμεν εἰς τὰς ἐχομένας κωμοπόλεις, ἵνα καὶ ἐκεῖ κηρύξω· εἰς τοῦτο γὰρ ἐξελήλυθα. | |
Μαρκ. 1,38 | Και εκείνος τους είπεν · “ας υπάγωμεν εις τας γύρω κωμοπόλεις, δια να κηρύξω και εκεί, διότι δι' αυτόν άλλωστε τον σκοπόν εβγήκα από την πόλιν”. | |
Μαρκ. 1,39 | καὶ ἦν κηρύσσων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν εἰς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν καὶ τὰ δαιμόνια ἐκβάλλων. | |
Μαρκ. 1,39 | Και εκήρυσσε κατά συνέχειαν εις τας συναγωγάς των εις όλην την Γαλιλαίαν και εξεδίωκε τα πονηρά πνεύματα από τους δαιμονιζομένους. | |
Μαρκ. 1,40 | Καὶ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν λεπρὸς παρακαλῶν αὐτὸν καὶ γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων αὐτῷ ὅτι ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. | |
Μαρκ. 1,40 | Και έρχεται προς αυτόν κάποιος λεπρός, ο οποίος γονατιστός εμπρός του τον παρακαλούσε και του έλεγε ότι “εάν συ θέλης ημπορείς να με καθαρίσης, και να με απαλλάξης από την φοβεράν ασθένειάν μου”. | |
Μαρκ. 1,41 | ὁ δὲ Ἰησοῦς σπλαχνισθείς, ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· θέλω, καθαρίσθητι. | |
Μαρκ. 1,41 | Ο δε Ιησούς (βλέπων την μεγάλην πίστιν και την παρρησίαν του ανθρώπου αυτού) τον ευσπλαγχνίσθη, άπλωσε το χέρι, τον ήγγισε και του λέγει· “Θελω· γίνε καθαρός”. | |
Μαρκ. 1,42 | καὶ εἰπόντος αὐτοῦ εὐθέως ἀπῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ λέπρα, καὶ ἐκαθαρίσθη. | |
Μαρκ. 1,42 | Και αμέσως μόλις ο Ιησούς είπε αυτούς τους λόγους, έφυγε από εκείνον η λέπρα και έγινε τελείως καθαρός και υγιής. | |
Μαρκ. 1,43 | καὶ ἐμβριμησάμενος αὐτῷ εὐθέως ἐξέβαλεν αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· | |
Μαρκ. 1,43 | Και αφού του ωμίλησε με έντονον και αυστηρόν ύφος να μη αποκαλύψη αυτόν ως ευεργέτην του, τον έβγαλε έξω από το μέρος, όπου ευρίσκοντο και του είπε· | |
Μαρκ. 1,44 | ὅρα μηδενὶ μηδὲν εἴπῃς, ἀλλ᾿ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε περὶ τοῦ καθαρισμοῦ σου ἃ προσέταξε Μωϋσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. | |
Μαρκ. 1,44 | “πρόσεχε να μη είπης εις κανένα τίποτε, αλλά πήγαινε δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε δια τον καθαρισμόν σου από την λέπραν αυτά που διέταξε ο Μωϋσής, ώστε η εξέτασις του ιερέως και η προσφορά του δώρου σου, να χρησιμεύσουν ως μαρτυρία και βεβαίωσις ότι έγινες τελείως υγιής”. | |
Μαρκ. 1,45 | ὁ δὲ ἐξελθὼν ἤρξατο κηρύσσειν πολλὰ καὶ διαφημίζειν τὸν λόγον, ὥστε μηκέτι αὐτὸν δύνασθαι φανερῶς εἰς πόλιν εἰσελθεῖν, ἀλλ᾿ ἔξω ἐν ἐρήμοις τόποις ἦν· καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτὸν πανταχόθεν. | |
Μαρκ. 1,45 | Αλλά εκείνος, μόλις εξήλθε, ήρχισε να διαλαλή πολλά περί του Ιησού και να διαφημίζη το γεγονός, ώστε ο Κυριος να μη ημπορή πλέον να εισέρχεται φανερά εις την πόλιν δια το πλήθος, που τον περιεκύκλωνεν. Αλλά έμεινε έξω εις ερήμους τόπους. Και παρ' όλον τούτο, ήρχοντο προς αυτόν από όλα τα μέρη. | |
Κεφάλαιο 2ο | ||
Μαρκ. 2,1 | Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς Καπερναοὺμ δι᾿ ἡμερῶν καὶ ἠκούσθη ὅτι εἰς οἶκόν ἐστι. | |
Μαρκ. 2,1 | Υστερα δε από ολίγας ημέρας, εισήλθε πάλιν ο Κυριος εις την Καπερναούμ και διεδόθη ότι ευρίσκεται εις κάποιο σπίτι. | |
Μαρκ. 2,2 | καὶ εὐθέως συνήχθησαν πολλοί, ὥστε μηκέτι χωρεῖν μηδὲ τὰ πρὸς τὴν θύραν· καὶ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον. | |
Μαρκ. 2,2 | Και αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε εγέμισεν η οικία και δεν υπήρχε πλέον τόπος να τους χωρέση ούτε καντά εις την θύραν. Και εδίδασκε εις αυτούς τον λόγον του Θεού. | |
Μαρκ. 2,3 | καὶ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν παραλυτικὸν φέροντες, αἰρόμενον ὑπὸ τεσσάρων. | |
Μαρκ. 2,3 | Και έρχονται προς αυτόν φέροντες ένα παραλυτικόν, τον οποίον εσήκωναν τέσσαρες επάνω εις κρεββάτι. | |
Μαρκ. 2,4 | καὶ μὴ δυνάμενοι προσεγγίσαι αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἀπεστέγασαν τὴν στέγην ὅπου ἦν, καὶ ἐξορύξαντες χαλῶσι τὸν κράβαττον, ἐφ᾿ ᾧ ὁ παραλυτικὸς κατέκειτο. | |
Μαρκ. 2,4 | Επειδή δε ένεκα του πολλού πλήθους δεν ήτο δυνατόν να πλησιάσουν τον Κυριον, αφήρεσαν από την στέγην το μέρος εκείνο, κάτω από το οποίον ήτο ο Κυριος, ήνοιξαν τρύπαν και κατέβασαν σιγά το κρεββάτι, όπου ήτο κατάκοιτος ο παραλυτικός. | |
Μαρκ. 2,5 | ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. | |
Μαρκ. 2,5 | Οταν ο Ιησούς είδε την πίστιν που είχαν, τόσον ο παραλυτικός όσον και εκείνοι που τον έφεραν, λέγει στον παραλυτικόν· “τέκνον, σου συγχωρούνται αι αμαρτίαι, αι οποίαι είναι και αιτία της σωματικής σου ασθενείας”. | |
Μαρκ. 2,6 | ἦσαν δέ τινες τῶν γραμματέων ἐκεῖ καθήμενοι καὶ διαλογιζόμενοι ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν· | |
Μαρκ. 2,6 | Ησαν δε και μερικοί από τους γραμματείς, που εκάθηντο εκεί και εσυλλογίζοντο μέσα των· | |
Μαρκ. 2,7 | τί οὗτος οὕτω λαλεῖ βλασφημίας; τίς δύναται ἀφιέναι ἁμαρτίας εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός; | |
Μαρκ. 2,7 | Διατί αυτός ο άνθρωπος εκστομίζει τέτοιες βλασφημίες; Ποιός ημπορεί να συγχωρή αμαρτίες, ει μη μόνον ένας, δηλαδή ο Θεός; | |
Μαρκ. 2,8 | καὶ εὐθέως ἐπιγνοὺς ὁ Ἰησοῦς τῷ πνεύματι αὐτοῦ ὅτι οὕτως αὐτοὶ διαλογίζονται ἐν ἑαυτοῖς, εἶπεν αὐτοῖς· τί ταῦτα διαλογίζεσθε ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; | |
Μαρκ. 2,8 | Και αμέσως ο Ιησούς αντελήφθη καθαρώτατα, με την θεία δύναμιν του πνεύματός του, ότι έτσι αυτοί εσκέπτοντο μέσα των και τους είπε· “διατί συλλογίζεσθε τέτοια εις τας καρδίας σας; | |
Μαρκ. 2,9 | τί ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν τῷ παραλυτικῷ, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει; | |
Μαρκ. 2,9 | Τι είναι ευκολώτερον, να είπω στον παραλυτικόν, συγχωρούνται οι αμαρτίες σου η να είπω, σήκω επάνω υγιής, πάρε το κρεββάτι στον ώμον σου και περιπάτει; Σεις θεωρείτε δυσκολώτερον το δεύτερον. | |
Μαρκ. 2,10 | ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀφιέναι ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας - λέγει τῷ παραλυτικῷ. | |
Μαρκ. 2,10 | Δια να μάθετε δε, ότι ο υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας εδώ εις την γην-λέγει στον παραλυτικόν· | |
Μαρκ. 2,11 | σοὶ λέγω, ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. | |
Μαρκ. 2,11 | Σε σένα που πιστεύεις λέγω, σήκω επάνω υγιής, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”. | |
Μαρκ. 2,12 | καὶ ἠγέρθη εὐθέως, καὶ ἄρας τὸν κράβαττον ἐξῆλθεν ἐναντίον πάντων, ὥστε ἐξίστασθαι πάντας καὶ δοξάζειν τὸν Θεὸν λέγοντας ὅτι οὐδέποτε οὕτως εἴδομεν. | |
Μαρκ. 2,12 | Και αμέσως εσηκώθη, επήρε το κρεββάτι στον ώμον και εβγήκε ενώπιον όλων, ώστε όλοι να καταπλαγούν και να δοξάζουν τον Θεόν λέγοντες ότι “ποτέ δεν είδαμε τέτοια γεγονότα, να συγχωρούνται με ένα λόγον αμαρτίαι και εις πιστοποίησιν της συγχωρήσεως να θεραπεύεται θαυματουργικώς η παράλυσις”. | |
Μαρκ. 2,13 | Καὶ ἐξῆλθε πάλιν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἤρχετο πρὸς αὐτόν, καὶ ἐδίδασκεν αὐτούς. | |
Μαρκ. 2,13 | Και εβγήκεν ο Ιησούς από το σπίτι εκείνο πάλιν εις την παραλίαν. Και όλο το πλήθος ήρχετο προς αυτόν και τους εδίδασκε. (Τα θαύματα εγίνοντο εις θεραπείαν των ασθενών που είχαν πίστιν, αλλά και δια να εμπνεύσουν πίστιν και στους άλλους). | |
Μαρκ. 2,14 | Καὶ παράγων εἶδε Λευΐν τὸν τοῦ Ἀλφαίου, καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ· | |
Μαρκ. 2,14 | Καθώς δε επερνούσε είδε τον Λευΐν, τον υιόν του Αλφαίου, να κάθεται στο μέρος όπου εισεπράττοντο οι φόροι και λέγει προς αυτόν· “ακολούθησέ με ως μαθητής μου”. Και εκείνος εσηκώθηκε πράγματι και τον ηκολούθησε. | |
Μαρκ. 2,15 | καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατακεῖσθαι αὐτὸν ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ, καὶ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἦσαν γὰρ πολλοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 2,15 | Και συνέβη, όταν εκάθητο εις την τράπεζαν του φαγητού στο σπίτι του Λευϊ, πολλοί τελώναι και άλλοι αμαρτωλοί (όπως περιφρονητικώς τους έλεγαν οι Φαρισαίοι) εκάθηντο μαζή με τον Ιησούν και τους μαθητάς του. Διότι πολλοί ήσαν εκείνοι, που είχαν πληροφορηθή την πρόσκλησιν του Λευϊ και ηκολούθησαν τον Ιησούν στο σπίτι. | |
Μαρκ. 2,16 | καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἰδόντες αὐτὸν ἐσθίοντα μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἔλεγον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· τί ὅτι μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει καὶ πίνει; | |
Μαρκ. 2,16 | Οι δε γραμματείς και οι Φαρισαίοι, όταν είδαν αυτόν να τρώγη μαζή με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητάς του· “πως εξηγείται, ότι ο διδάσκαλός σας τρώγει και πίνει μαζή με τελώνας και αμαρτωλούς;” | |
Μαρκ. 2,17 | καὶ ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες· οὐκ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. | |
Μαρκ. 2,17 | Και όταν ήκουσεν ο Ιησούς αυτούς τους λόγους είπε· “δεν έχουν ανάγκην από ιατρόν οι υγιείς, αλλά οι ασθενείς· δεν ήλθα στον κόσμον, δια να καλέσω εκείνους που φαντάζονται ότι είναι δίκαιοι, αλλά ήλθα να καλέσω εις μετάνοιαν τους αμαρτωλούς”. | |
Μαρκ. 2,18 | Καὶ ἦσαν οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύοντες. καὶ ἔρχονται καὶ λέγουσιν αὐτῷ διατὶ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου καὶ οἱ τῶν Φαρισαίων νηστεύουσιν, οἱ δὲ σοὶ μαθηταὶ οὐ νηστεύουσι; | |
Μαρκ. 2,18 | Οι μαθηταί του Ιωάννου, όπως και οι μαθηταί των Φαρισαίων, ετηρούσαν και όσας άκομα νηστείας είχε καθιερώσει η παράδοσις των πρεσβυτέρων. Ερχονται λοιπόν μερικοί και λέγουν εις αυτόν· “διατί οι μαθηταί του Ιωάννου και οι μαθηταί των Φαρισαίων νηστεύουν, οι δε ιδικοί σου μαθηταί δεν νηστεύουν;” | |
Μαρκ. 2,19 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος, ἐν ᾧ ὁ νυμφίος μετ᾿ αὐτῶν ἐστι, νηστεύειν; ὅσον χρόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔχουσι τὸν νυμφίον, οὐ δύνανται νηστεύειν. | |
Μαρκ. 2,19 | Και είπεν εις αυτούς ο Ιησούς· “μήπως είναι δυνατόν οι καλεσμένοι στον γάμον φίλοι του γαμβρού να νηστεύουν, καθ' ον χρόνον ο γαμβρός ευρίσκεται μαζή των; Οσον καιρόν έχουν μαζή των τον γαμβρόν δεν είναι δυνατόν να νηστεύουν, (διότι η νηστεία είναι και δείγμα πένθους και όχι χαράς). | |
Μαρκ. 2,20 | ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. | |
Μαρκ. 2,20 | Θα έλθουν δε ημέραι, κατά τας οποίας θα πάρουν βιαίως ανάμεσα από αυτούς τον νυμφίον, δηλαδή εμέ τον Διδάσκαλόν των, και τότε θα πενθήσουν και θα νηστεύσουν. | |
Μαρκ. 2,21 | οὐδεὶς ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπιῤῥάπτει ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· εἰ δὲ μήγε, αἴρει τὸ πλήρωμα αὐτοῦ, τὸ καινὸν τοῦ παλαιοῦ καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. | |
Μαρκ. 2,21 | Κανείς δεν ράπτει επάνω εις ένα παλαιό ένδυμα τεμάχιον από καινούργιο ύφασμα· εάν όμως και το ράψη, τότε το καινούργιο μπάλωμα, που ερράφτηκε στο παλαιό ένδυμα, μαζεύει και κάνει το σχίσιμο του παλαιού πολύ μεγαλύτερο. (Η νέα δηλαδή διδασκαλία μου δεν ημπορεί να υπαχθή στους παλαιούς εξωτερικούς τύπους. Αν κάτι τέτοιο γίνη, και οι τύποι θα φθαρούν και οι διδασκαλία μου θα νοθευθή). | |
Μαρκ. 2,22 | καὶ οὐδεὶς βάλλει οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μή, ῥήσσει ὁ οἶνος ὁ νέος τοὺς ἀσκούς, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινοὺς βλητέον. | |
Μαρκ. 2,22 | Και κανείς δεν βάζει μούστον σε παλαιά ασκιά. Εάν δε τυχόν και κάμη κάτι τέτοιο, ο μούστος σπάζει τα ασκιά, έτσι δε και το κρασί χύνεται και τα ασκιά καταστρέφονται. Αλλά πρέπει να βάζη κανείς μούστον εις καινούργια, γέρα ασκιά. (Οι Φαρισαίοι και οι οπαδοί των είναι παλαιά ασκιά, που δεν ημπορούν να ανθέξουν εις την νέαν διδασκαλίαν μου. Αυτήν θα την παραλάβουν οι μαθηταί μου, νέοι και υγιείς κατά την ψυχήν και την καρδίαν). | |
Μαρκ. 2,23 | Καὶ ἐγένετο παραπορεύεσθαι αὐτὸν ἐν τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας. | |
Μαρκ. 2,23 | Καποτε, εις ημέραν Σαββάτου, ωδοιπορούσε ο Κυριος ανάμεσα εις σπαρμένα χωράφια και οι μαθηταί του, καθώς ήρχισαν μαζή του να βαδίζουν, εμαδούσαν τα στάχυα και έτρωγαν τους κόκκους. | |
Μαρκ. 2,24 | καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι. | |
Μαρκ. 2,24 | Και οι Φαρισαίοι έλεγαν εις αυτόν· “κύτταξε, τι κάνουν οι μαθηταί σου εις ημέραν Σαββάτου! Δηλαδή κάνουν εργασίαν, με την οποίαν βεβηλώνεται η σαββατική αργία”. | |
Μαρκ. 2,25 | καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυΐδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; | |
Μαρκ. 2,25 | Αλλά και αυτός τους είπε· “δεν εδιαβάσατε ποτέ τι έκαμε ο Δαυΐδ, όταν ευρέθη εις ανάγκην, δηλαδή όταν επείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζή του; | |
Μαρκ. 2,26 | πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; | |
Μαρκ. 2,26 | Πως δηλαδή εισήλθε στον ναόν του Θεού, όταν αρχιερεύς ήτο ο Αβιάθαρ, και έφαγε τους άρτους που ήσαν βαλμένοι ως προσφορά προς τον Θεόν εις την τράπεζαν της προθέσεως; Και τούτο, ενώ είναι γνωστόν, ότι κανείς εκτός των ιερέων δεν επιτρέπεται να φάγη αυτούς; Ο δε Δαυίδ και έφαγε και έδωκε από τους άρτους αυτούς και εις εκείνους, που ήταν μαζή του. Και όμως ο Θεός δεν απεδοκίμασε την πράξιν του”. | |
Μαρκ. 2,27 | καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· | |
Μαρκ. 2,27 | Εν συνεχεία δε έλεγεν εις αυτούς· “το Σαββατον έχει καθιερωθή, δια να εξυπηρετή και καθοδηγή τον άνθρωπον εις την πνευματικήν του ζωήν και δεν έγινε ο άνθρωπος, δια να είναι δούλος εις ένα ξηρόν και τυπικόν Σαββατον. | |
Μαρκ. 2,28 | ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. | |
Μαρκ. 2,28 | Ωστε ο Υιός του ανθρώπου, που ήλθε δια να χειραγωγήση τον άνθρωπον εις ανωτέραν πνευματικήν ζωήν, είναι κύριος και του Σαββάτου και έχει εξουσίαν να τροποποιήση αυτό επί το πνευματικώτερον”. | |
Κεφάλαιο 3ο | ||
Μαρκ. 3,1 | Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγὴν καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. | |
Μαρκ. 3,1 | Και εισήλθεν πάλιν ο Ιησούς εις την συναγωγήν· ήτο δε εκεί ένας άνθρωπος, που είχε ακίνητο και ξηρό το χέρι του. | |
Μαρκ. 3,2 | καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 3,2 | Και κατεσκόπευαν αυτόν οι Φαρισαίοι με μεγάλην προσοχήν, εάν θα τον θεραπεύση κατά την ημέραν του Σαββάτου, δια να έχουν αφορμήν να το κατηγορήσουν. | |
Μαρκ. 3,3 | καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. | |
Μαρκ. 3,3 | Λεγει δε στον άνθρωπον με το ξηρό χέρι· “σήκω και στάσου στο μέσον”. | |
Μαρκ. 3,4 | καὶ λέγει αὐτοῖς· ἔξεστι τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων. | |
Μαρκ. 3,4 | Και λέγει προς αυτούς· “επιτρέπεται κατά το Σαββατον να κάμη κανείς το καλόν η να κάμη το κακόν; Να σώση την ζωήν του πλησίον που κινδυνεύει η να τον αφήση αβοήθητον και έτσι να γίνη αφορμή του θανάτου του;” Εκείνοι δε εσιωπούσαν. | |
Μαρκ. 3,5 | καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ᾿ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη. | |
Μαρκ. 3,5 | Και αφού περιέφερε γύρω εις αυτούς με οργήν το βλέμμα του, ενώ συγχρόνως τους ελυπείτο ειλικρινώς δια την πώρωσιν της καρδιάς των, λέγει στον άνθρωπον· “άπλωσε το χέρι σου”. Και αμέσως εκείνος το άπλωσε και έγινε πάλιν γερό το χέρι του, όπως το άλλο. | |
Μαρκ. 3,6 | καὶ ἐξελθόντες οἱ Φαρισαῖοι εὐθέως μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν συμβούλιον ἐποίουν κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσι. | |
Μαρκ. 3,6 | Και αφού εβγήκαν οι Φαρισαίοι από την συναγωγήν, έκαμαν αμέσως συμβούλιον μαζή με εκείνους, που ανήκαν στο κόμμα του Ηρώδου, και συνεσκέφθησαν, πως να εξοντώσουν τον Ιησούν. | |
Μαρκ. 3,7 | Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησε μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς τὴν θάλασσαν· καὶ πολὺ πλῆθος ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἠκολούθησαν αὐτῷ, | |
Μαρκ. 3,7 | Και ο Ιησούς ανεχώρησε μαζή με τους μαθητάς του προς την θάλασσαν. Και πολύ πλήθος από την περιοχήν της Γαλιλαίας τον ηκολούθησεν. | |
Μαρκ. 3,8 | καὶ ἀπὸ τῆς Ἰουδαίας καὶ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καὶ ἀπὸ τῆς Ἰδουμαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου καὶ οἱ περὶ Τύρον καὶ Σιδῶνα, πλῆθος πολύ, ἀκούσαντες ὅσα ἐποίει, ἦλθον πρὸς αὐτόν. | |
Μαρκ. 3,8 | Ακόμη δε και από την Ιουδαίαν και από τα Ιεροσόλυμα και από την Ιδουμαίαν και από τας περιοχάς, που ήσαν πέρα από τον Ιορδάνην, όπως επίσης και αυτοί που κατοικούσαν τα περίχωρα της Τυρου και της Σιδώνος, πλήθος πολύ που είχαν ακούσει τα θαύματα, τα οποία έκανε, ήλθαν προς αυτόν. | |
Μαρκ. 3,9 | καὶ εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα πλοιάριον προσκαρτερῇ αὐτῷ διὰ τὸν ὄχλον, ἵνα μὴ θλίβωσιν αὐτόν· | |
Μαρκ. 3,9 | Και είπε στους μαθητάς του να παραμένη εκεί δι' αυτόν ένα πλοιάριον, ώστε να μπαίνη εις αυτό, όταν η συρροή του λαού είναι μεγάλη, δια να μη τον πιέζουν και τον συνθλίβουν τα πλήθη. | |
Μαρκ. 3,10 | πολλοὺς γὰρ ἐθεράπευσεν, ὥστε ἐπιπίπτειν αὐτῷ ἵνα αὐτοῦ ἅψωνται ὅσοι εἶχον μάστιγας· | |
Μαρκ. 3,10 | Εμαζεύετο δε τόσον πλήθος, διότι πολλούς εθεράπευσε, ώστε να πίπτουν επάνω του όσοι εβασανίζοντο από ασθενείας, δια να τον εγγίσουν και πάρουν την θεραπείαν. | |
Μαρκ. 3,11 | καὶ τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα, ὅταν αὐτὸν ἐθεώρουν, προσέπιπτον αὐτῷ καὶ ἔκραζον λέγοντα ὅτι σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. | |
Μαρκ. 3,11 | Και τα πονηρά και ακάθαρτα δαιμόνια, όταν τον αντίκρυζαν έπιπταν με τρόμον εις τα πόδια του, εφώναζαν δυνατά και έλεγον ότι “συ είσαι ο υιός του Θεού”. | |
Μαρκ. 3,12 | καὶ πολλὰ ἐπετίμα αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν αὐτὸν ποιήσωσι. | |
Μαρκ. 3,12 | Και τα επέπληττε αυστηρώς και τα διέτασσε να μη φανερώσουν ότι είναι ο υιός του Θεού. Δεν είχε καμμίαν ανάγκην από την μαρτυρίαν των πονηρών δαιμονίων (τα οποία άλωστε υπέκρυπταν πάντοτε και κάποιον δόλιον σκοπόν). | |
Μαρκ. 3,13 | Καὶ ἀναβαίνει εἰς τὸ ὄρος, καὶ προσκαλεῖται οὓς ἤθελεν αὐτός, καὶ ἀπῆλθον πρὸς αὐτόν. | |
Μαρκ. 3,13 | Και ανεβαίνει επάνω στο όρος, προσκαλεί δε εκεί εκείνους τους οποίους αυτός ήθελε και ήλθαν προς αυτόν. | |
Μαρκ. 3,14 | καὶ ἐποίησε δώδεκα, ἵνα ὦσι μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἵνα ἀποστέλλῃ αὐτοὺς κηρύσσειν | |
Μαρκ. 3,14 | Και εξέλεξε δώδεκα, δια να είναι μαζή του και δια να τους στέλλη να κηρύττουν | |
Μαρκ. 3,15 | καὶ ἔχειν ἐξουσίαν θεραπεύειν τὰς νόσους καὶ ἐκβάλλειν τὰ δαιμόνια· | |
Μαρκ. 3,15 | και να έχουν εξουσίαν, ώστε να θεραπεύουν τας ασθενείας και να εκδιώκουν τα δαιμόνια. | |
Μαρκ. 3,16 | καὶ ἐπέθηκεν ὄνομα τῷ Σίμωνι Πέτρον, | |
Μαρκ. 3,16 | Και έβαλε νέον όνομα στον Σιμωνα, το όνομα Πετρος. | |
Μαρκ. 3,17 | καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν τοῦ Ἰακώβου· καὶ ἐπέθηκεν αὐτοῖς ὀνόματα Βοανεργές, ὅ ἐστιν υἱοὶ βροντῆς· | |
Μαρκ. 3,17 | Και εξέλεξε τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν του Ιακώβου· και έβαλε εις αυτούς νέα ονόματα Βοαναργές, που σημαίνει υιοί βροντής (και τούτο δια τον ορμητικόν χαρακτήρα των, που παρουσίαζαν ενίοτε). | |
Μαρκ. 3,18 | καὶ Ἀνδρέαν καὶ Φίλιππον καὶ Βαρθολομαῖον καὶ Ματθαῖον καὶ Θωμᾶν καὶ Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ἀλφαίου καὶ Θαδδαῖον καὶ Σίμωνα τὸν Κανανίτην | |
Μαρκ. 3,18 | Εξέλεξε ακόμη και τον Ανδρέαν και τον Φιλιππον και τον Βαρθολομαίον και τον Ματθαίον και τον Θωμάν, και τον Ιάκωβον, τον υιόν του Αλφαίου, και τον Κανανίτην, δηλαδή τον Ζηλωτήν. | |
Μαρκ. 3,19 | καὶ Ἰούδαν Ἰσκαριώτην, ὃς καὶ παρέδωκεν αὐτόν. | |
Μαρκ. 3,19 | Και τον Ιούδαν τον Ισκαριώτην, ο οποίος και τον παρέδωκε αργότερα στους εχθρούς του. | |
Μαρκ. 3,20 | Καὶ ἔρχονται εἰς οἶκον· καὶ συνέρχεται πάλιν ὄχλος, ὥστε μὴ δύνασθαι αὐτοὺς μηδὲ ἄρτον φαγεῖν. | |
Μαρκ. 3,20 | Και έρχονται εις κάποιο σπίτι της Καπερναούμ. Και συγκεντρώνεται πάλιν εκεί λαός πολύς, ώστε να μη μπορούν και να μη ευρίσκουν ευκαιρίαν ούτε ψωμί να φάγουν. | |
Μαρκ. 3,21 | καὶ ἀκούσαντες οἱ παρ᾿ αὐτοῦ ἐξῆλθον κρατῆσαι αὐτόν· ἔλεγον γὰρ ὅτι ἐξέστη. | |
Μαρκ. 3,21 | Οταν δε ήκουσαν αυτάς τας υπερβολάς στο έργον οι ιδικοί του, δηλαδή οι θεωρούμενοι ως αδελφοί του (οι οποίοι και δεν είχαν πιστεύσει εις αυτόν), εξήλθαν δια να τον πιάσουν και τον περιορίσουν στο σπίτι, διότι ενόμιζαν ότι η τόση υπερβολική προσήλωσις και απασχόλησις στο έργον του είναι αποτέλεσμα ψυχικής διεγέρσεως, και έλεγαν ότι εβγήκεν από τον ευατόν του. | |
Μαρκ. 3,22 | καὶ οἱ γραμματεῖς οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων καταβάντες ἔλεγον ὅτι Βεελζεβοὺλ ἔχει, καὶ ὅτι ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. | |
Μαρκ. 3,22 | Και οι γραμματείς, που είχαν έλθει από την Ιερουσαλήμ, έλεγαν ότι έχει μέσα του τον βελζεβούλ και ότι διώχνει τα δαιμόνια με την συνεργασίαν του άρχοντος των δαιμονίων. | |
Μαρκ. 3,23 | καὶ προσκαλεσάμενος αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς ἔλεγεν αὐτοῖς· πῶς δύναται σατανᾶς σατανᾶν ἐκβάλλειν; | |
Μαρκ. 3,23 | Και αφού επροσκάλεσεν αυτούς ο Ιησούς, τους έλεγε με παραβολάς· “πως είναι δυνατόν ένας σατανάς να διώχνη άλλον σατανάν; | |
Μαρκ. 3,24 | καὶ ἐὰν βασιλεία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ βασιλεία ἐκείνη· | |
Μαρκ. 3,24 | Εάν ένα βασίλειον χωρισθή εις εχθρικάς παρατάξεις αλληλοπολεμουμένας, δεν είναι δυνατόν να σταθή και να ζήση αυτό το βασίλειον. | |
Μαρκ. 3,25 | καὶ ἐὰν οἰκία ἐφ᾿ ἑαυτὴν μερισθῇ, οὐ δύναται σταθῆναι ἡ οἰκία ἐκείνη. | |
Μαρκ. 3,25 | Και εάν εις μίαν οικογένειαν διαιρεθούν τα μέλη μεταξύ των και πολεμούν το ένα το άλλο, δεν είναι δυνατόν να σταθή και να ζήση η οικογένεια εκείνη. | |
Μαρκ. 3,26 | καὶ εἰ ὁ σατανᾶς ἀνέστη ἐφ᾿ ἑαυτὸν καὶ μεμέρισται, οὐ δύναται σταθῆναι, ἀλλὰ τέλος ἔχει. | |
Μαρκ. 3,26 | Και εάν ο σατανάς επανεστάτησε εναντίον του ευατού του, δηλαδή εναντίον των οργάνων του και της εξουσίας του και έχει χωρισθή εις κόμματα, που αλληλοπολεμούνται, δεν ημπορεί να σταθή, αλλά παίρνει τέλος το κράτος του. | |
Μαρκ. 3,27 | οὐδεὶς δύναται τὰ σκεύη τοῦ ἰσχυροῦ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον τὸν ἰσχυρὸν δήσῃ, καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. | |
Μαρκ. 3,27 | Κανείς, εάν εισέλθη στο σπίτι του ισχυρού οικοδεσπότου, δεν ημπορεί να αρπάξη τα έπιπλα και τα σκεύη, εάν πρώτον δεν δέση αυτόν τον ισχυρόν και τότε θα διαρπάση το σπίτι του. (Και εγώ δεν θα ημπορούσα να ελευθερώσω από τα χέρια του σατανά τους δαιμονιζομένους, εάν πρώτον δεν ενικούσα και δεν έδενα τον σατανάν). | |
Μαρκ. 3,28 | Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσας ἐὰν βλασφημήσωσιν. | |
Μαρκ. 3,28 | Αληθινά σας λέγω ότι θα συγχωρηθούν στους υιούς των ανθρώπων όλα τα αμαρτήματα και όλαι αι βλασφημίαι, όσας τυχόν ήθελον εκστομίσει. | |
Μαρκ. 3,29 | ὃς δ᾿ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλ᾿ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου κρίσεως· | |
Μαρκ. 3,29 | Εκείνος όμως που από κακότητα ψυχής θα βλασφημήση στο Αγιον Πνεύμα (δηλαδή θα αποδώση τας φανεράς και λυτρωτικάς ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στον διάβολον) αυτός δεν έχει άφεσιν στους αιώνας των αιώνων, αλλά είναι ένοχος αιωνίας καταδίκης”. | |
Μαρκ. 3,30 | ὅτι ἔλεγον, πνεῦμα ἀκάθαρτον ἔχει. | |
Μαρκ. 3,30 | Είπε δε αυτά ο Ιησούς, διότι εκείνοι τον συκοφαντούσαν ότι έχει ακάθαρτον πνεύμα. | |
Μαρκ. 3,31 | ἔρχονται οὖν ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, καὶ ἔξω ἑστῶτες ἀπέστειλαν πρὸς αὐτὸν φωνοῦντες αὐτόν. | |
Μαρκ. 3,31 | Ερχονται τότε η μητέρα του και αυτοί που ενομίζοντο αδελφοί του και αφού εστάθησαν έξω από το σπίτι, έστειλαν προς αυτόν και τον εφώναξαν να βγη. | |
Μαρκ. 3,32 | καὶ ἐκάθητο περὶ αὐτὸν ὄχλος· εἶπον δὲ αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἔξω ζητοῦσί σε. | |
Μαρκ. 3,32 | Εκάθητο δε γύρω του πολύς λαός· είπον δε εις αυτόν· “ιδού η μητέρα σου και οι αδελφοί σου σε ζητούν έξω”. | |
Μαρκ. 3,33 | καὶ ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου; | |
Μαρκ. 3,33 | Και απάντησε εις αυτούς λέγων· “ποιά είναι η μητέρα μου η ποίοι είναι οι αδελφοί μου;” | |
Μαρκ. 3,34 | καὶ περιβλεψάμενος κύκλῳ τοὺς περὶ αὐτὸν καθημένους λέγει· ἴδε ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· | |
Μαρκ. 3,34 | Και αφού περιέφερε ολόγυρα τα μάτια του εις εκείνους που εκάθηντο γύρω του, είπε· “ιδού η μητέρα μου και οι αδελφοί μου. | |
Μαρκ. 3,35 | ὃς γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, οὗτος ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μήτηρ ἐστί. | |
Μαρκ. 3,35 | Διότι εκείνος, ο οποίος θα εφαρμόση το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός μου και αδελφή μου και μητέρα μου”. | |
Κεφάλαιο 4ο | ||
Μαρκ. 4,1 | Καὶ πάλιν ἤρξατο διδάσκειν παρὰ τὴν θάλασσαν· καὶ συνήχθη πρὸς αὐτὸν ὄχλος πολύς, ὥστε αὐτὸν ἐμβάντα εἰς τὸ πλοῖον καθῆσθαι ἐν τῇ θαλάσσῃ· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος πρὸς τὴν θάλασσαν ἐπὶ τῆς γῆς ἦσαν. | |
Μαρκ. 4,1 | Και πάλιν ήρχισε να διδάσκη ο Ιησούς εις την παραλίαν. Και εμαζεύθηκε πολύς λαός, δια να τον ακούση, ώστε αυτός ηναγκάσθη να ανεβή στο πλοίον και να καθίση εις αυτό μέσα εις την θάλασσαν. Ολος δε ο λαός ευρίσκετο εις την ξηράν πλησίον της θαλάσσης. | |
Μαρκ. 4,2 | καὶ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν παραβολαῖς πολλά, καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· | |
Μαρκ. 4,2 | Και τους εδίδασκε πολλά με παραβολάς και τους έλεγεν εις την διδασκαλίαν του· | |
Μαρκ. 4,3 | ἀκούετε. ἰδοὺ ἐξῆθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι. | |
Μαρκ. 4,3 | “Ακούσατε με προσοχήν. Ιδού εβγήκε ο γεωργός να σπείρη. | |
Μαρκ. 4,4 | καὶ ἐγένετο ἐν τῷ σπείρειν ὃ μὲν ἔπεσεν ἐπὶ τὴν ὁδόν, καὶ ἦλθον τὰ πετεινὰ καὶ κατέφαγον αὐτό· | |
Μαρκ. 4,4 | Και καθώς έσπερνε ένα μέρος του σπόρου έπεσε στον δρόμον και ήλθαν τα πτηνά και τον κατέφαγαν. | |
Μαρκ. 4,5 | καὶ ἄλλο ἔπεσεν ἐπὶ τὸ πετρῶδες, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς, | |
Μαρκ. 4,5 | Και άλλο έπεσεν εις έδαφος πετρώδες, όπου δεν είχε πολύ χώμα και αμέσως εβλάστησε, διότι δεν είχε βάθος γης. | |
Μαρκ. 4,6 | ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν ἐξηράνθη· | |
Μαρκ. 4,6 | Οταν δε ανέτειλε ο ήλιος, εκαψαλίσθηκε από τον καύσωνα και επειδή δεν είχε ρίζαν εξηράθηκε. | |
Μαρκ. 4,7 | καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ συνέπνιξαν αὐτό, καὶ καρπὸν οὐκ ἔδωκε· | |
Μαρκ. 4,7 | Και άλλο έπεσεν εις τα αγκάθια· εβλάστησαν δε και εμεγάλωσαν τα αγκάθια, το έπνιξαν ολόγυρα και δεν απέδωσε καρπόν. | |
Μαρκ. 4,8 | καὶ ἄλλο ἔπεσεν εἰς τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ἀναβαίνοντα καὶ αὐξάνοντα, καὶ ἔφερεν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν. | |
Μαρκ. 4,8 | Και άλλο έπεσεν εις την γην την γόνιμον και απέδιδε καρπόν καθώς εβλάστανε προς τα άνω και εμέστωνε. Και έφερε αλλού τριάντα κόκκους, αλλού εξήντα και αλλού εκατόν”. | |
Μαρκ. 4,9 | καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | |
Μαρκ. 4,9 | Και έλεγεν εις αυτούς· “εκείνος που έχει αυτιά να ακούη, ας ακούη”. (Εκείνος που έχει αγαθήν διάθεσιν ας ακούση και ας διδαχθή). | |
Μαρκ. 4,10 | Ὅτε δὲ ἐγένετο κατὰ μόνας, ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ περὶ αὐτὸν σὺν τοῖς δώδεκα τὴν παραβολήν. | |
Μαρκ. 4,10 | Οταν δε ανεχώρησε ο λαός και έμεινε μόνος, τον ηρώτησαν οι γύρω από αυτόν μαζή με τους δώδεκα μαθητάς, δια το νόημα της παραβολής. | |
Μαρκ. 4,11 | καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· ἐκείνοις δὲ τοῖς ἔξω ἐν παραβολαῖς τὰ πάντα γίνεται, | |
Μαρκ. 4,11 | Και έλεγεν εις αυτούς· “εις σας, δια την καλήν σας διάθεσιν, εδόθη από τον Θεόν η σοφία και η δύναμις να γνωρίσετε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασιλείας του Θεού. Εις εκείνους δε, που δεν έχουν την καλήν διάθεσιν και ευρίσκονται έξω από τον ιδικόν σας κύκλον, όλαι αι αλήθειαι προσφέρονται με παραβολάς. | |
Μαρκ. 4,12 | ἵνα βλέποντες βλέπωσι καὶ μὴ ἴδωσι, καὶ ἀκούοντες ἀκούωσι καὶ μὴ συνιῶσι, μήποτε ἐπιστρέψωσι καὶ ἀφεθῇ αὐτοῖς τὰ ἁμαρτήματα. | |
Μαρκ. 4,12 | Δι' αυτό τους διδάσκω με παραβολάς, δια να βλέπουν μεν με τα μάτια του σώματος, να μην ημπορούν όμως να ίδουν βαθύτερα με τα μάτια της ψυχής. Και να ακούσουν καλά με τα σωματικά των αυτιά, αλλά να μη ημπορούν να ενοήσουν, μήπως τυχόν και επιστρέψουν κάποτε με μετάνοιαν στον Θεόν και τους συγχωρεθούν τα αμαρτήματα”. (Εάν δεν υπήρχεν εις αυτούς η σκλήρυνσις της ψυχής, η αδιαφορία να γνωρίσουν την αλήθειαν και το μίσος των εναντίον του Κυρίου, θα ήσαν εις θέσιν να εννοούν όσα ήκουον). | |
Μαρκ. 4,13 | καὶ λέγει αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τὴν παραβολὴν ταύτην, καὶ πῶς πάσας τὰς παραβολὰς γνώσεσθε; | |
Μαρκ. 4,13 | Και λέγει εις αυτούς· “δεν εκαταλάβατε, λοιπόν, το νόημα αυτής της παραβολής, η οποία είναι σχετικώς εύκολος, και πως θα κατανοήσετε όλας τας άλλας παραβολάς; | |
Μαρκ. 4,14 | ὁ σπείρων τὸν λόγον σπείρει. | |
Μαρκ. 4,14 | Ο γεωργός που σπέρνει, εικονίζει εκείνον που σπέρνει εις τας ψυχάς τον λόγον του Θεού. | |
Μαρκ. 4,15 | οὗτοι δέ εἰσιν οἱ παρὰ τὴν ὁδὸν ὅπου σπείρεται ὁ λόγος, καὶ ὅταν ἀκούσωσιν, εὐθὺς ἔρχεται ὁ σατανᾶς καὶ αἴρει τὸν λόγον τὸν ἐσπαρμένον ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν. | |
Μαρκ. 4,15 | Εκείνοι δε που εικονίζονται από τον δρόμον κοντά στον οποίον έπεσεν ο σπόρος, είναι αυτοί, στους οποίους σπείρεται ο λόγος και όταν τον ακούσουν, έρχεται αμέσως ο σατανάς και παίρνει τον λόγον, που έχει σπαρή εις τας καρδίας των. | |
Μαρκ. 4,16 | καὶ οὗτοι ὁμοίως εἰσὶν οἱ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπειρόμενοι, οἳ ὅταν ἀκούσωσι τὸν λόγον, εὐθὺς μετὰ χαρᾶς λαμβάνουσιν αὐτόν, | |
Μαρκ. 4,16 | Και εκείνοι επίσης που εικονίζονται με τα πετρώδη εδάφη, είναι όσοι, όταν ακούσουν τον λόγον, αμέσως τον δέχονται με χαράν. | |
Μαρκ. 4,17 | καὶ οὐκ ἔχουσι ῥίζαν ἐν ἑαυτοῖς, ἀλλὰ πρόσκαιροί εἰσιν· εἶτα γενομένης θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον, εὐθὺς σκανδαλίζονται. | |
Μαρκ. 4,17 | Ομως δεν έχουν βαθείας ρίζας, σταθεράν πίστιν και απόφασιν, αλλ' είναι προσωρινοί και εφήμεροι εις την πίστιν των. Επειτα όταν συμβή κάποια θλίψις η ένας διωγμός δια τον λόγον του Ευαγγελίου, αμέσως αυτοί σκοντάπτουν, κλονίζονται και χάνουν την πίστιν των. | |
Μαρκ. 4,18 | καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ εἰς τὰς ἀκάνθας σπειρόμενοι, οἱ τὸν λόγον ἀκούοντες, | |
Μαρκ. 4,18 | Και εκείνοι, οι οποίοι παρομοιάζονται με τα αγκάθια, όπου σπείρεται ο λόγος, είναι όσοι ακούουν τον λόγον του Θεού, | |
Μαρκ. 4,19 | καὶ αἱ μέριμναι τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καὶ αἱ περὶ τὰ λοιπὰ ἐπιθυμίαι εἰσπορευόμεναι συμπνίγουσι τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται. | |
Μαρκ. 4,19 | αλλά αι φροντίδες της παρούσης ζωής και το ξεγέλασμα του πλούτου και αι άλλαι επιθυμίαι δια τας ηδονάς και απολαύσστου κόσμου, αποπνίγουν τον λόγον και έτσι αυτός γίνεται άκαρπος. | |
Μαρκ. 4,20 | καὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρέντες, οἵτινες ἀκούουσι τὸν λόγον καὶ παραδέχονται, καὶ καρποφοροῦσιν ἐν τριάκοντα καὶ ἐν ἑξήκοντα καὶ ἐν ἑκατόν. | |
Μαρκ. 4,20 | Και εκείνοι που εικονίζονται με την καλήν γην, είναι όσοι ακούσουν τον λόγον και τον δέχονται με όλην των την καρδιά και καρποφορούν τριάντα και εξήντα και εκατό φορές περισσότερο”. | |
Μαρκ. 4,21 | Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· μήτι ἔρχεται ὁ λύχνος ἵνα ὑπὸ τὸν μόδιον τεθῇ ἢ ὑπὸ τὴν κλίνην; οὐχ ἵνα ἐπὶ τὴν λυχνίαν ἐπιτεθῇ; | |
Μαρκ. 4,21 | Και έλεγεν εις αυτούς· “αυτά που σας εδίδαξα είναι φως, αλλά μήπως φέρνουν τον αναμμένον λύχνον δια τον θέσουν κάτω από το μόδιο-από το δοχείον που μετρούν το σιτάρι-η κάτω από το κρεββάτι; Οχι βέβαια, αλλά δια να τον θέσουν στον λυχνοστάτην. (Σεις είσθε ο λύχνος ο αναμμένος, το πνευματικόν φως. Με τα λόγια και με το παράδειγμά σας πρέπει να φωτίζετε τους άλλους και να μη κρύπτετε αυτά, που έχετε ακούσει από εμέ). | |
Μαρκ. 4,22 | οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ ἐὰν μὴ φανερωθῇ, οὐδὲ ἐγένετο ἀπόκρυφον ἀλλ᾿ ἵνα ἔλθῃ εἰς φανερόν. | |
Μαρκ. 4,22 | Διότι δεν υπάρχει τίποτε κρυφόν και μυστικόν, που να μη φανερωθή και κανένα απόκρυφον που να μη έλθη στο φως. | |
Μαρκ. 4,23 | εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. | |
Μαρκ. 4,23 | Εάν κανείς έχη αυτιά να ακούη, ας ακούση τας διδασκαλίας αυτάς”. | |
Μαρκ. 4,24 | Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· βλέπετε τί ἀκούετε. ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, μετρηθήσεται ὑμῖν, καὶ προστεθήσεται ὑμῖν τοῖς ἀκούουσιν. | |
Μαρκ. 4,24 | Και έλεγεν εις αυτούς· “προσέχετε εις αυτά που ακούετε· με όποιο μέτρο προσοχής και αγαθής διαθέσεως ακούετε και εννοείτε, με το αυτό μέτρο θα σας δοθή από τον Θεόν η γνώσις και η σοφία. Και ακόμη περισσότερον. | |
Μαρκ. 4,25 | ὃς γὰρ ἂν ἔχῃ, δοθήσεται αὐτῷ· καὶ ὃς οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 4,25 | Διότι εις εκείνον που έχει την διάθεσιν και την γνώσιν, θα του δοθή ακόμη περισσότερον· και από εκείνον που δεν έχει ενδιαφέρον, και η ολίγη γνώσις που έχει, θα του αφαιρεθή”. | |
Μαρκ. 4,26 | Καὶ ἔλεγεν· οὕτως ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὡς ἂν ἄνθρωπος βάλῃ τὸν σπόρον ἐπὶ τῆς γῆς, | |
Μαρκ. 4,26 | Και έλεγεν· “έτσι ομοιάζει η βασιλεία του Θεού, με ένα άνθρωπον που ρίπτει τον σπόρον εις την γην, | |
Μαρκ. 4,27 | καὶ καθεύδῃ καὶ ἐγείρηται νύκτα καὶ ἡμέραν, καὶ ὁ σπόρος βλαστάνῃ καὶ μηκύνηται ὡς οὐκ οἶδεν αὐτός. | |
Μαρκ. 4,27 | και έπειτα κοιμάται και σηκώνεται νύκτα και ημέραν, χωρίς να φροντίζη δια την βλάστησιν της σποράς και ο σπόρος βλαστάνει και μεγαλώνει κατά ένα μυστηριώδη τρόπον, που δεν τον γνωρίζει ο γεωργός. | |
Μαρκ. 4,28 | αὐτομάτη γὰρ ἡ γῆ καρποφορεῖ, πρῶτον χόρτον, εἶτα στάχυν, εἶτα πλήρη σῖτον ἐν τῷ στάχυϊ. | |
Μαρκ. 4,28 | Διότι μόνη της η γη καρποφορεί, βλαστάνει δηλαδή, πρώτον τον χόρτον, έπειτα τον στάχυν και ύστερα τον μεστωμένον και πλήρη σίτον μέσα στον στάχυν. (Η αύξησις της χριστιανικής ζωής γίνεται από τον Θεόν κατά ένα μυστηριώδη τρόπον, που δεν υποπίπτει αμέσως εις την αντίληψιν του ανθρώπου). | |
Μαρκ. 4,29 | ὅταν δὲ παραδῷ ὁ καρπός, εὐθέως ἀποστέλλει τὸ δρέπανον, ὅτι παρέστηκεν ὁ θερισμός. | |
Μαρκ. 4,29 | Οταν δε ο καρπός ωριμάση και είναι έτοιμος προς θερισμόν, αμέσως ο γεωργός αποστέλλει τον θεριστήν με το δρεπάνι, διότι έχει φθάσει ο καιρός του θερισμού”. | |
Μαρκ. 4,30 | Καὶ ἔλεγε· πῶς ὁμοιώσωμεν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ; ἢ ἐν τίνι παραβολῇ παραβάλωμεν αὐτήν; | |
Μαρκ. 4,30 | Και έλεγεν· “πως να παρομοιάσωμεν την βασιλείαν του Θεού; Η με ποίαν παραβολήν και εικόνα να την παραβάλωμεν; | |
Μαρκ. 4,31 | ὡς κόκκον σινάπεως, ὃς ὅταν σπαρῇ ἐπὶ τῆς γῆς, μικρότερος πάντων τῶν σπερμάτων ἐστὶ τῶν ἐπὶ τῆς γῆς· | |
Μαρκ. 4,31 | Ομοιάζει με κόκκον σιναπιού, ο οποίος, όταν σπαρή εις την γην, είναι μικρότερος από όλους τους σπόρους που υπάρχουν εις την γην. | |
Μαρκ. 4,32 | καὶ ὅταν σπαρῇ, ἀναβαίνει καὶ γίνεται μείζων πάντων τῶν λαχάνων, καὶ ποιεῖ κλάδους μεγάλους, ὥστε δύνασθαι ὑπὸ τὴν σκιὰν αὐτοῦ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνοῦν. | |
Μαρκ. 4,32 | Και όταν σπαρή, ξεπετιέται και γίνεται μεγαλύτερο απ' όλα τα λάχανα, και κάμνει μεγάλους κλάδους, ώστε να ημπορούν τα πουλιά του ουρανού να κατασκηνώνουν κάτω από την σκιαν του”. | |
Μαρκ. 4,33 | Καὶ τοιαύταις παραβολαῖς πολλαῖς ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον, καθὼς ἠδύναντο ἀκούειν, | |
Μαρκ. 4,33 | Και με τέτοιες πολλές παραβολές εδίδασκεν εις αυτούς τον λόγον του Θεού, αναλόγως με την ικανότητα που είχαν οι ακροαταί του να ακούουν και να ενοούν. | |
Μαρκ. 4,34 | χωρὶς δὲ παραβολῆς οὐκ ἐλάλει αὐτοῖς τὸν λόγον· κατ᾿ ἰδίαν δὲ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἐπέλυε πάντα. | |
Μαρκ. 4,34 | Χωρίς δε παραβολήν δεν εδίδασκεν αυτούς. Ιδιαιτέρως δε στους μαθητάς εξηγούσε όλα και έλυε τας απορίας των. (Ολα όσα ερωτούσαν και εδιψούσαν να μάθουν. Παντοτε ο Θεός κατά πολλούς τρόπους απαντά εις τας απορίας και πληροφορεί τους πιστούς περί του θελήματός του). | |
Μαρκ. 4,35 | Καὶ λέγει αὐτοῖς ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ὀψίας γενομένης· διέλθωμεν εἰς τὸ πέραν. | |
Μαρκ. 4,35 | Αργά εκείνην την ημέραν λέγει εις αυτούς· “ας περάσωμεν στο απέναντι μέρος”. | |
Μαρκ. 4,36 | καὶ ἀφέντες τὸν ὄχλον παραλαμβάνουσιν αὐτὸν ὡς ἦν ἐν τῷ πλοίῳ· καὶ ἄλλα δὲ πλοῖα ἦν μετ᾿ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 4,36 | Και αφού αφήκαν τον λαόν, παρέλαβαν αυτόν οι μαθηταί, όπως ευρίσκετο στο πλοίον· ήσαν δε και άλλα πλοία, που έπλεαν μαζή του. | |
Μαρκ. 4,37 | καὶ γίνεται λαῖλαψ ἀνέμου μεγάλη, τὰ δὲ κύματα ἐπέβαλλεν εἰς τὸ πλοῖον, ὥστε ἤδη αὐτὸ βυθίζεσθαι. | |
Μαρκ. 4,37 | Και αίφνης εξέσπασε μεγάλη θύελλα, τα δε κύματα, εκτυπούσαν το πλοίον και ανέβαιναν εις αυτό, ώστε εκινδύνευε να βυθισθή. | |
Μαρκ. 4,38 | καὶ ἦν αὐτὸς ἐπὶ τῇ πρύμνῃ ἐπὶ τὸ προσκεφάλαιον καθεύδων· καὶ διεγείρουσιν αὐτὸν καὶ λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἀπολλύμεθα; | |
Μαρκ. 4,38 | Και εκείνος εκοιμάτο εις την πρύμνην στο προσκέφαλον, που ήτο στο κάθισμα. Και τον εξύπνησαν οι μαθηταί και του λέγουν· “διδάσκαλε, δεν σε μέλλει που χανόμεθα;” | |
Μαρκ. 4,39 | καὶ διεγερθεὶς ἐπετίμησε τῷ ἀνέμῳ καὶ εἶπε τῇ θαλάσσῃ· σιώπα, πεφίμωσο. καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. | |
Μαρκ. 4,39 | Και αφού εσηκώθη επέπληξε τον άνεμον και είπεν εις την θάλασσαν· “σώπα, πάψε αμέσως”. Και κατέπαυσεν ο άνεμος και έγινε μεγάλη γαλήνη. | |
Μαρκ. 4,40 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε οὕτω; πῶς οὐκ ἔχετε πίστιν; | |
Μαρκ. 4,40 | Και είπεν εις αυτούς· διατί είσθε τόσον δειλοί; Πως, αφού είδατε τόσα θαύματα, δεν έχετε πίστιν;” | |
Μαρκ. 4,41 | καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν καὶ ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· τίς ἄρα οὗτός ἐστιν, ὅτι καὶ ὁ ἄνεμος καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ; | |
Μαρκ. 4,41 | Και κατελήφθησαν από μεγάλον φόβον και θαυμασμόν και έλεγαν ο ένας στον άλλον· “ποιός, λοιπόν, είναι αυτός, αφού και ο άνεμος και η θάλασσα τον υπακούουν;” (Υποτάσσονται εις αυτόν όχι μόνον αι ασθένειαι, ο θάνατος και οι δαίμονες, αλλά και αυτά τα στοιχεία της φύσεως). | |
Κεφάλαιο 5ο | ||
Μαρκ. 5,1 | Καὶ ἦλθον εἰς τὸ πέραν τῆς θαλάσσης εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν. | |
Μαρκ. 5,1 | Και ήλθον στο απέναντι μέρος της θαλάσσης, εις την χώραν των Γεργεσηνών. | |
Μαρκ. 5,2 | καὶ ἐξελθόντας αὐτοῦ ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἀπήντησεν αὐτῷ ἐκ τῶν μνημείων ἄνθρωπος ἐν πνεύματι ἀκαθάρτῳ, | |
Μαρκ. 5,2 | Οταν δε ο Ιησούς εβγήκεν από το πλοίον, τον απάντησε κάποιος άνθρωπος, που ήρχετο από τα μνημεία, κυριευμένος από πνεύμα ακάθαρτον. | |
Μαρκ. 5,3 | ὃς τὴν κατοίκησιν εἶχεν ἐν τοῖς μνήμασι, καὶ οὔτε ἁλύσεσιν οὐδεὶς ἠδύνατο αὐτὸν δῆσαι, | |
Μαρκ. 5,3 | Αυτός τόπον κατοικίας και παραμονής είχε τα μνήματα και κανείς δεν ημπορούσε ούτε με σιδερένιες αλυσίδες να τον κρατήση δεμένον. | |
Μαρκ. 5,4 | διὰ τὸ αὐτὸν πολλάκις πέδαις καὶ ἁλύσεσι δεδέσθαι, καὶ διεσπάσθη ὑπ᾿ αὐτοῦ τὰς ἁλύσεις καὶ τὰς πέδας συντετρῖφθαι, καὶ οὐδεὶς ἴσχυεν αὐτὸν δαμάσαι· | |
Μαρκ. 5,4 | Διότι πολλές φορές τον είχαν δέσει με δεσμά εις τα πόδια και με σιδερένιες αλυσίδες εις τα χέρια και αυτός έσπαζε τις αλυσίδες και συνέτριβε τα δεσμά και κανείς δεν είχε την δύναμιν να τον δαμάση. | |
Μαρκ. 5,5 | καὶ διὰ παντὸς νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐν τοῖς μνήμασι καὶ ἐν τοῖς ὄρεσιν ἦν κράζων καὶ κατακόπτων ἑαυτὸν λίθοις. | |
Μαρκ. 5,5 | Και συνεχώς νύκτα και ημέραν ήτο εις τα μνήματα και τα όρη, εφώναζε, κατέκοπτε και κατεπλήγωνε τον ευατόν του με λίθους. | |
Μαρκ. 5,6 | ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν ἀπὸ μακρόθεν ἔδραμε καὶ προσεκύνησεν αὐτόν, | |
Μαρκ. 5,6 | Οταν δε είδε τον Ιησούν από μακρυά, έτρεξε προς αυτόν και τον επροσκύνησε. | |
Μαρκ. 5,7 | καὶ κράξας φωνῇ μεγάλῃ λέγει· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; ὁρκίζω σε τὸν Θεόν, μή με βασανίσῃς. | |
Μαρκ. 5,7 | Και αφού εκραύγασε με μεγάλην φωνήν είπε· ποία σχέσις ημπορεί να υπάρχη μεταξύ εμού και σου, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε εξορκίζω στο όνομα του Θεού να μη με βασανίσης”. | |
Μαρκ. 5,8 | ἔλεγε γὰρ αὐτῷ· ἔξελθε τὸ πνεῦμα τὸ ἀκάθαρτον ἐκ τοῦ ἀνθρώπου. | |
Μαρκ. 5,8 | Διότι ο Ιησούς έλεγεν εις αυτό· “το πνεύμα το ακάθαρτον έβγα από τον άνθρωπον αυτόν”. | |
Μαρκ. 5,9 | καὶ ἐπηρώτα αὐτόν· τί ὄνομά σοι; καὶ ἀπεκρίθη λέγων· λεγεὼν ὄνομά μοι, ὅτι πολλοί ἐσμεν. | |
Μαρκ. 5,9 | Και ηρώτησεν αυτόν· ποίον είναι το όνομά σου;” Και εκείνο απεκρίθη και είπε· “λεγεών είναι το όνομά μου, διότι είμεθα πολλοί εδώ μέσα”. | |
Μαρκ. 5,10 | καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλὰ ἵνα μὴ ἀποστείλῃ αὐτοὺς ἔξω τῆς χώρας. | |
Μαρκ. 5,10 | Και παρακαλούσε τον Ιησούν, με πολλάς παρακλήσεις, να μη τους διώξη έξω από την χώραν αυτήν. | |
Μαρκ. 5,11 | ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων μεγάλη βοσκομένη πρὸς τῷ ὄρει· | |
Μαρκ. 5,11 | Ευρίσκετο δε εκεί πλησίον στο όρος ένα μεγάλο κοπάδι χοίρων, που έβοσκε. | |
Μαρκ. 5,12 | καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν πάντες οἱ δαίμονες λέγοντες· πέμψον ἡμᾶς εἰς τοὺς χοίρους, ἵνα εἰς αὐτοὺς εἰσέλθωμεν. | |
Μαρκ. 5,12 | Και παρεκάλεσαν αυτόν όλοι οι δαίμονες και είπαν· “στείλε μας να μπούμε εις αυτούς τους χοίρους”. | |
Μαρκ. 5,13 | καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς εὐθέως ὁ Ἰησοῦς. καὶ ἐξελθόντα τὰ πνεύματα τὰ ἀκάθαρτα εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους· καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν δὲ ὡς δισχίλιοι· καὶ ἐπνίγοντο ἐν τῇ θαλάσσῃ. | |
Μαρκ. 5,13 | Και τους επέτρεψε αμέσως ο Ιησούς και αφού εξήλθαν τα ακάθαρτα πνεύματα, εμπήκαν στους χοίρους και όλο το κοπάδι ώρμησε ασυγκράτητο επάνω στον κρημνόν και έπεσε εις την θάλασσαν. Ησαν δε περίπου δύο χιλιάδες οι χοίροι και επνίγοντο μέσα εις την θάλασσαν. (Και έτσι ετιμωρήθησαν οι Γεργεσηνοί, οι οποίοι έτρεφαν χοίρους, μολονότι το απηγόρευε ο Μωσαϊκός νόμος). | |
Μαρκ. 5,14 | καὶ οἱ βόσκοντες τοὺς χοίρους ἔφυγον καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς· καὶ ἐξῆλθον ἰδεῖν τί ἐστι τὸ γεγονός. | |
Μαρκ. 5,14 | Και οι χοιροβοσκοί (κυριευμένοι από θαυμασμόν και τρόμον δια τα δύο καταπληκτικά θαύματα, που είδαν) έφυγαν και ανήγγειλαν το γεγονός εις την πόλιν και εις όσους ευρήκαν εις τα χωράφια· και εβγήκαν οι κάτοικοι να ιδούν, τι είναι αυτό που συνέβη. | |
Μαρκ. 5,15 | καὶ ἔρχονται πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ θεωροῦσι τὸν δαιμονιζόμενον καθήμενον καὶ ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα, τὸν ἐσχηκότα τὸν λεγεῶνα, καὶ ἐφοβήθησαν. | |
Μαρκ. 5,15 | Ερχονται πλησίον του Ιησού και βλέπουν τον δαιμονιζόμενον να κάθεται ντυμένος και με πλήρες το λογικόν του, αυτόν που είχε προηγουμένως τον λεγεώνα των δαιμονίων. Και εφοβήθησαν. | |
Μαρκ. 5,16 | καὶ διηγήσαντο αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐγένετο τῷ δαιμονιζομένῳ καὶ περὶ τῶν χοίρων. | |
Μαρκ. 5,16 | Εκείνοι δε που είχαν ίδει τι συνέβη με τον δαιμονιζόμενον και τους χοίρους, τα διηγήθηκαν εις αυτούς. | |
Μαρκ. 5,17 | καὶ ἤρξαντο παρακαλεῖν αὐτὸν ἀπελθεῖν ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. | |
Μαρκ. 5,17 | Επειδή δε εφοβήθησαν και δια τας άλλας παραβάσστου Μωσαϊκού νόμου, ήρχισαν να παρακαλούν τον Ιησούν να αναχωρήση έξω από τα σύνορά των. | |
Μαρκ. 5,18 | καὶ ἐμβαίνοντος αὐτοῦ εἰς τὸ πλοῖον παρεκάλει αὐτὸν ὁ δαιμονισθεὶς ἵνα μετ᾿ αὐτοῦ ᾖ. | |
Μαρκ. 5,18 | Οταν δε ο Ιησούς ανέβαινε στο πλοίον, τον παρακαλούσε ο τέως δαιμονισμένος να του επιτρέψη να τον ακολουθήση και να μένη μαζή του. | |
Μαρκ. 5,19 | καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὐτόν, ἀλλὰ λέγει αὐτῷ· ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου πρὸς τοὺς σοὺς καὶ ἀνάγγειλον αὐτοῖς ὅσα σοι ὁ Κύριος πεποίηκε καὶ ἠλέησέ σε. | |
Μαρκ. 5,19 | Ο Ιησούς όμως δεν τον αφήκεν, αλλά του είπε· “πήγαινε στο σπίτι σου προς τους δικού σου και να διηγηθής όσα ο Κυριος σου έκαμε και πόσο σε ηλέησε”. | |
Μαρκ. 5,20 | καὶ ἀπῆλθε καὶ ἤρξατο κηρύσσειν ἐν τῇ Δεκαπόλει ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ πάντες ἐθαύμαζον. | |
Μαρκ. 5,20 | Και πράγματι εκείνος επέστρεψε και ήρχισε να κηρύσση προς τας δέκα ελληνικάς πόλεις, που ευρίσκοντο ανατολικά του Ιορδάνου, όσα ο Ιησούς έκαμεν εις αυτόν· και όλοι εθαύμαζαν.(Ευεργετημένοι πνευματικώς και υλικώς από τον Κυριον έχομεν καθήκον να διηγούμεθα εις όλους τα μεγαλεία του). | |
Μαρκ. 5,21 | Καὶ διαπεράσαντος τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ πλοίῳ πάλιν εἰς τὸ πέραν συνήχθη ὄχλος πολὺς ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ ἦν παρὰ τὴν θάλασσαν. | |
Μαρκ. 5,21 | Και όταν πάλιν επέρασε ο Ιησούς με το πλοίον στο απέναντι μέρος συνεκεντρώθη πλήθος πολύ κοντά του. Ητο δε πλησίον εις την θάλασσαν. | |
Μαρκ. 5,22 | Καὶ ἔρχεται εἷς τῶν ἀρχισυναγώγων, ὀνόματι Ἰάειρος, καὶ ἰδὼν αὐτὸν πίπτει πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ | |
Μαρκ. 5,22 | Και έρχεται εκεί ένας από τους αρχισυναγώγους, ονόματι Ιάειρος, ο οποίος όταν τον είδεν, έπεσε γονατιστός εμπρός εις τα πόδια του | |
Μαρκ. 5,23 | καὶ παρεκάλει αὐτὸν πολλά, λέγων ὅτι τὸ θυγάτριόν μου ἐσχάτως ἔχει, ἵνα ἐλθὼν ἐπιθῇς αὐτῇ τὰς χεῖρας, ὅπως σωθῇ καὶ ζήσεται. | |
Μαρκ. 5,23 | και τον παρακαλούσε με πολλάς και θερμάς παρακλήσεις και έλεγε, ότι “η μικρά μου κόρη ευρίσκεται εις τα πρόθυρα του θανάτου. Σε παρακαλώ λοιπόν να έλθης στο σπίτι, να βάλης επάνω της τας χείρας, δια να σωθή και ζήση”. | |
Μαρκ. 5,24 | καὶ ἀπῆλθε μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἠκολούθει αὐτῷ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. | |
Μαρκ. 5,24 | Και ανεχώρησε μαζή του. Λαός δε πολύς τον ακολουθούσε και οι άνθρωποι τον εστρύμωχναν. | |
Μαρκ. 5,25 | Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, | |
Μαρκ. 5,25 | Και μια γυναίκα, η οποία έπασχεν επί δώδεκα έτη από αιμορραγίαν | |
Μαρκ. 5,26 | καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ᾿ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, | |
Μαρκ. 5,26 | και είχε ταλαιπωρηθή πολύ από πολλούς ιατρούς, είχε δε εξοδεύσει όλα τα υπάρχοντά της, χωρίς να ίδη καμμίαν ωφέλειαν, αλλά μάλλον είχε έλθει στο χειρότερον, | |
Μαρκ. 5,27 | ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· | |
Μαρκ. 5,27 | όταν ήκουσε δια τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς, ανεμίχθη με το πλήθος, ήλθε πίσω από τον Ιησούν και ήγγισε το ένδυμά του. | |
Μαρκ. 5,28 | ἔλεγε γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. | |
Μαρκ. 5,28 | Διότι έλεγε μέσα της, ότι “εάν και μόνον εγγίσω τα ενδύματά του, θα σωθώ”. | |
Μαρκ. 5,29 | καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. | |
Μαρκ. 5,29 | Και αμέσως εξηράθηκε και έκλεισεν η πηγή, από την οποίαν έτρεχε το αίμα της, και αντελήφθη από την βελτίωσίν που ήλθε στο σώμα της, ότι ιατρεύθη από το βάσανον εκείνο. | |
Μαρκ. 5,30 | καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; | |
Μαρκ. 5,30 | Και αμέσως ο Ιησούς αντελήφθη πολύ καλά, ως παντογνώστης, την δύναμιν που εβγήκεν από αυτόν και στραφείς στο πλήθος έλεγε· “ποιός ήγγισε τα ενδύματά μου; | |
Μαρκ. 5,31 | καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις τίς μου ἥψατο; | |
Μαρκ. 5,31 | Και έλεγον εις αυτόν οι μαθηταί του· “βλέπστον όχλον να σε σπρώχνη από όλα τα σημεία και ερωτάς ποιός σε ήγγισε;” | |
Μαρκ. 5,32 | καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. | |
Μαρκ. 5,32 | Ο Ιησούς όμως περιέφερε γύρω το βλέμμα του, δια να ίδη αυτήν, που είχε κάμει αυτό. | |
Μαρκ. 5,33 | ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ᾿ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. | |
Μαρκ. 5,33 | Η δε γυναίκα φοβισμένη και τρέμουσα, επειδή είχε πλέον αντιληφθή πολύ καλά την θεραπείαν, που της είχε γίνει, ήλθε και έπεσεν εις τα γόνατα εμπρός του και του είπεν όλην την αλήθειαν. | |
Μαρκ. 5,34 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου. | |
Μαρκ. 5,34 | Εκείνος δε της είπε· “κόρη μου, η πίστις σου σε έχει σώσει· πήγαινε με ειρήνην εις την ψυχήν σου και να είσαι για πάντα υγιής και απηλλαγμένη από την βασανιστικήν ασθένειάν σου”. | |
Μαρκ. 5,35 | Ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἔρχονται ἀπὸ τοῦ ἀρχισυναγώγου λέγοντες ὅτι ἡ θυγάτηρ σου ἀπέθανε· τί ἔτι σκύλλεις τὸν διδάσκαλον; | |
Μαρκ. 5,35 | Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε, έρχονται από το σπίτι του αρχισυναγώγου άνθρωποι λέγοντες ότι “η θυγάτηρ σου απέθανε· διατί ενοχλείς ακόμη τον διδάσκαλον;” | |
Μαρκ. 5,36 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εὐθέως ἀκούσας τὸν λόγον λαλούμενον λέγει τῷ ἀρχισυναγώγῳ· μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε. | |
Μαρκ. 5,36 | Ο δε Ιησούς αμέσως, μόλις άκουσε τα λόγια αυτά, λέγει στον αρχισυνάγωγον· “μη φοβείσαι, μόνο πίστευε”. | |
Μαρκ. 5,37 | καὶ οὐκ ἀφῆκεν αὑτῷ οὐδένα συνακολουθῆσαι εἰ μὴ Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν Ἰακώβου. | |
Μαρκ. 5,37 | Και δεν αφήκε κανένα να τον ακολουθήση παρά μόνον τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην, τον αδελφόν του Ιακώβου. | |
Μαρκ. 5,38 | καὶ ἔρχεται εἰς τὸν οἶκον τοῦ ἀρχισυναγώγου, καὶ θεωρεῖ θόρυβον, καὶ κλαίοντας καὶ ἀλαλάζοντας πολλά, | |
Μαρκ. 5,38 | Και έρχεται στο σπίτι του αρχισυναγώγου και ακούει θόρυβον και βλέπει πολλούς να κλαίουν και να ολοφύρωνται πολύ. | |
Μαρκ. 5,39 | καὶ εἰσελθὼν λέγει αὐτοῖς· τί θορυβεῖσθε καὶ κλαίετε; τὸ παιδίον οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 5,39 | Και εισελθών λέγει εις αυτούς· “διατί κάνετε τόσον θόρυβον με τας κραυγάς σας και διατί κλαίετε; Το παιδί δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν. | |
Μαρκ. 5,40 | ὁ δὲ ἐκβαλὼν πάντας παραλαμβάνει τὸν πατέρα τοῦ παιδίου καὶ τὴν μητέρα καὶ τοὺς μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἰσπορεύεται ὅπου ἦν τὸ παιδίον ἀνακείμενον, | |
Μαρκ. 5,40 | Αυτός όμως, αφού έβγαλε έξω όλους, επήρε τον πατέρα του παιδιού και την μητέρα και τους τρεις μαθητάς, που ήσαν μαζή του, και εμπήκε εκεί, όπου ήτο εξηπλωμένο το παιδί. | |
Μαρκ. 5,41 | καὶ κρατήσας τῆς χειρὸς τοῦ παιδίου λέγει αὐτῇ· ταλιθά, κοῦμι· ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, τὸ κοράσιον, σοὶ λέγω, ἔγειρε. | |
Μαρκ. 5,41 | Και αφού επιασε το χέρι του παιδιού, είπε προς αυτό· “ταλιθά κούμι”· πράγμα το οποίον ερμηνευόμενον σημαίνει· “το κοράσιον, εις σε εγώ ομιλώ, σήκω”. | |
Μαρκ. 5,42 | καὶ εὐθέως ἀνέστη τὸ κοράσιον καὶ περιεπάτει· ἦν γὰρ ἐτῶν δώδεκα. καὶ ἐξέστησαν ἐκστάσει μεγάλῃ. | |
Μαρκ. 5,42 | Και αμέσως το κοράσιον εσηκώθη και εντελώς υγιές περιπατούσε· διότι ήτο δώδεκα ετών. Και κατελήφθησαν όλοι από έκπληξιν και μεγάλον θαυμασμόν. | |
Μαρκ. 5,43 | καὶ διεστείλατο αὐτοῖς πολλὰ ἵνα μηδεὶς γνῷ τοῦτο· καὶ εἶπε δοθῆναι αὐτῇ φαγεῖν. | |
Μαρκ. 5,43 | Και τους είπε και τους ξαναείπε και τους έδωσε εντολήν με ένα τρόπον έντονον, κανείς να μη μάθη αυτό το θαύμα. Και είπε να της δώσουν να φάγη. (Δια να βεβαιωθούν έτσι ότι ήτο και πλήρως υγιής η κόρη των). | |
Κεφάλαιο 6ο | ||
Μαρκ. 6,1 | Καὶ ἐξῆλθεν ἐκεῖθεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα ἑαυτοῦ· καὶ ἀκολουθοῦσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 6,1 | Και έφυγεν από εκεί και ήλθεν εις την Ναζαρέτ, την πατρίδα του. Και τον ηκολούθησαν οι μαθηταί του. | |
Μαρκ. 6,2 | καὶ γενομένου σαββάτου ἤρξατο ἐν τῇ συναγωγῇ διδάσκειν· καὶ πολλοὶ ἀκούοντες ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· πόθεν τούτῳ ταῦτα; καί τίς ἡ σοφία ἡ δοθεῖσα αὐτῷ, καὶ δυνάμεις τοιαῦται διὰ τῶν χειρῶν αὐτοῦ γίνονται; | |
Μαρκ. 6,2 | Οταν δε ήλθε το Σαββατον, ήρχισε να διδάσκη εις την συναγωγήν και πολλοί, που τον ήκουαν, εθαύμαζαν και έλεγαν· “από που ήλθε εις αυτόν η δύναμις και η εξουσία να κάμνη τα όσα βλέπομεν και ακούομεν; Και τι είναι αυτή η σοφία που του εδόθη και πως εξηγούνται τα τόσα και τόσα θαύματα, που γίνονται με τα χέρια του; | |
Μαρκ. 6,3 | οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τέκνων, ὁ υἱὸς τῆς Μαρίας, ἀδελφὸς δὲ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ καὶ Ἰούδα καὶ Σίμωνος; καὶ οὐκ εἰσὶν αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ ὧδε πρὸς ἡμᾶς; καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 6,3 | Δεν είναι αυτός ο ξυλουργός, το παιδί της Μαρίας, ο αδελφός δε του Ιακώβου και του Ιωσή και του Ιούδα και του Σιμωνος; Και αι αδελφαί του δεν είναι εδώ μαζή μας; Και εσκανδαλίζοντο και δεν ήθελαν να πιστεύσουν εις αυτόν. | |
Μαρκ. 6,4 | ἔλεγε δὲ αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τοῖς συγγενέσι καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 6,4 | Ελεγε δε εις αυτούς ο Ιησούς ότι πουθενά άλλου δεν αρνούνται να τιμήσουν ένα προφήτην, ει μη μόνον εις την πατρίδα του μεταξύ των συγγενών του και των οικιακών του. | |
Μαρκ. 6,5 | καὶ οὐκ ἠδύνατο ἐκεῖ οὐδεμίαν δύναμιν ποιῆσαι, εἰ μὴ ὀλίγοις ἀῤῥώστοις ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας ἐθεράπευσε. | |
Μαρκ. 6,5 | Και δια την απιστίαν των Ναζαρηνών δεν ημπόρεσε εκεί κανένα θαύμα να κάμη, παρά μόνον ολίγους αρρώστους εθεράπευσε δια της επιθέσεως των χειρών του. | |
Μαρκ. 6,6 | καὶ ἐθαύμαζε διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν. Καὶ περιῆγε τὰς κώμας κύκλῳ διδάσκων. | |
Μαρκ. 6,6 | Απορούσε δε και ο ίδιος δια την απιστίαν αυτών των ανθρώπων. Και περιώδευε τριγύρω τα χωριά διδάσκων τον λόγον του Ευαγγελίου. | |
Μαρκ. 6,7 | Καὶ προσκαλεῖται τοὺς δώδεκα, καὶ ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, | |
Μαρκ. 6,7 | Προσεκάλεσε δε τους δώδεκα και ήρχισε να τους στέλνη δύο-δύο, και έδιδε εις αυτούς εξουσίαν να διώχνουν τα ακάθαρτα πνεύματα. | |
Μαρκ. 6,8 | καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ ῥάβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, | |
Μαρκ. 6,8 | Και τους παρήγγειλε να μη παίρνουν τίποτε στον δρόμον, ει μη μόνον μία ράβδον, ούτε σακκούλι ούτε ψωμί ούτε χρήματα εις την ζώνην των. | |
Μαρκ. 6,9 | ἀλλ᾿ ὑποδεδεμένους σανδάλια, καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας. | |
Μαρκ. 6,9 | Αλλά να έχουν εις τα πόδια των απλά πέδιλα και να μη φορούν δύο χιτώνας (όπως συνηθίζουν οι πλούσιοι και οι επίσημοι). | |
Μαρκ. 6,10 | καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ὅπου ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν· | |
Μαρκ. 6,10 | Και έλεγεν ακόμη εις αυτούς· “Οπουδήποτε πάτε και εισέλθετε ως φιλοξενούμενοι εις ένα σπίτι, εις αυτό το σπίτι να μένετε, έως ότου φύγετε από το μέρος εκείνο. (Να μη είσθε ακατάστατοι και να μη επιδιώκετε τας πολλάς φιλοξενίας). | |
Μαρκ. 6,11 | καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν, ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόῤῥοις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. | |
Μαρκ. 6,11 | Και όσοι τυχόν δεν θελήσουν να σας δεχθούν ούτε και να σας ακούσουν, καθώς θα φεύγετε από εκεί τινάξατε και αυτό το χώμα, που έχει κολλήσει κάτω από τα πόδια εις τα πέδιλά σας, δια να δηλώσετε έτσι και να διαμαρτυρηθήτε, ότι τίποτε δεν επήρατε από εκεί. Σας διαβεβαιώνω ότι κατά την ημέραν της κρίσεως θα είναι επιεικεστέρα η κρίσις δια τα Σοδομα και τα Γομορρα μάλλον παρά δια την πόλιν εκείνην”. | |
Μαρκ. 6,12 | Καὶ ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι, | |
Μαρκ. 6,12 | Και εξελθόντες οι μαθηταί εκήρυτταν στους ανθρώπους να μετανοήσουν. (Η συναίσθησις της αμαρτωλότητος, η ειλικρινής μετάνοια και επιστροφή προς τον Χριστόν είναι η απαραίτητος αρχή και το θεμέλιον της νέας κατά Χριστόν ζωής). | |
Μαρκ. 6,13 | καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀῤῥώστους καὶ ἐθεράπευον. | |
Μαρκ. 6,13 | Και δαιμόνια πολλά έδιωχναν και ήλειφον με λάδι πολλούς αρρώστους, τους οποίους και εθεράπευαν. | |
Μαρκ. 6,14 | Καὶ ἤκουσεν ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης· φανερὸν γὰρ ἐγένετο τὸ ὄνομα αὐτοῦ· καὶ ἔλεγεν ὅτι Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐκ νεκρῶν ἠγέρθη, καὶ διὰ τοῦτο ἐνεργοῦσιν αἱ δυνάμεις ἐν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 6,14 | Ηκουσε δε τότε ο βασιλεύς Ηρώδης τα περί του Ιησού, διότι το όνομα αυτού είχε γίνει πλέον γνωστόν, και έλεγεν ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ανεστήθη εκ νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι υπερφυσικαί αυταί δυνάμεις. | |
Μαρκ. 6,15 | ἄλλοι ἔλεγον ὅτι Ἠλίας ἐστίν· ἄλλοι δὲ ἔλεγον ὅτι προφήτης ἐστὶν ὡς εἷς τῶν προφητῶν. | |
Μαρκ. 6,15 | Αλλοι έλεγαν ότι είναι ο Ηλίας· άλλοι δε ότι είναι προφήτης, όπως ένας από τους προφήτας. | |
Μαρκ. 6,16 | ἀκούσας δὲ ὁ Ἡρῴδης εἶπεν ὅτι ὃν ἐγὼ ἀπεκεφάλισα Ἰωάννην, οὗτός ἐστιν· αὐτὸς ἠγέρθη ἐκ νεκρῶν. | |
Μαρκ. 6,16 | Ακούσας δε ο Ηρώδης αυτά είπε ότι “αυτός είναι ο Ιωάννης, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα. Αυτός ανεστήθη εκ νεκρών”. | |
Μαρκ. 6,17 | αὐτὸς γὰρ ὁ Ἡρῴδης ἀποστείλας ἐκράτησε τὸν Ἰωάννην καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, ὅτι αὐτὴν ἐγάμησεν. | |
Μαρκ. 6,17 | Ο ίδιος ο Ηρώδης έστειλε και συνέλαβε τον Ιωάννην και τον έρριψε δεμένον εις την φυλακήν, εξ αιτίας της συζύγου του αδελφού του, της Ηρωδιάδος, την οποίαν αυτός είχε πάρει παρανόμως ως σύζυγον του. | |
Μαρκ. 6,18 | ἔλεγεν γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ ὅτι οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου. | |
Μαρκ. 6,18 | Διότι έλεγε ο Ιωάννης στον Ηρώδην ότι “δεν σου επιτρέπεται να έχης την γυναίκα του αδελφού σου”. | |
Μαρκ. 6,19 | ἡ δὲ Ἡρῳδιὰς ἐνεῖχεν αὐτῷ καὶ ἤθελεν αὐτὸν ἀποκτεῖναι, καὶ οὐκ ἠδύνατο· | |
Μαρκ. 6,19 | Η δε Ηρωδιάς έτρεφε μέσα της μίσος και αγανάκτησιν εναντίον του Ιωάννου και ήθελε να τον φονεύση, αλλά δεν ημπορούσε, | |
Μαρκ. 6,20 | ὁ γὰρ Ἡρῴδης ἐφοβεῖτο τὸν Ἰωάννην, εἰδὼς αὐτὸν ἄνδρα δίκαιον καὶ ἅγιον, καὶ συνετήρει αὐτόν, καὶ ἀκούσας αὐτοῦ πολλὰ ἐποίει καὶ ἡδέως αὐτοῦ ἤκουε. | |
Μαρκ. 6,20 | επειδή ο Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, διότι τον εγνώριζεν ως άνθρωπον δίκαιον και άγιον και τον διετήρει εις την ζωήν και όταν τον ήκουσε, πολλά από εκείνα που είπε ο Ιωάννης τα έκαμνε και κάθε φορά, που τον συναντούσε, τον ήκουε με ευχαρίστησιν. | |
Μαρκ. 6,21 | καὶ γενομένης ἡμέρας εὐκαίρου, ὅτε Ἡρώδης τοῖς γενεσίοις αὐτοῦ δεῖπνον ἐποίει τοῖς μεγιστᾶσιν αὐτοῦ καὶ τοῖς χιλιάρχοις καὶ τοῖς πρώτοις τῆς Γαλιλαίας, | |
Μαρκ. 6,21 | Αλλά ήλθε ημέρα ευκαιρίας δια την Ηρωδιάδα· όταν ο Ηρώδης, δια να εορτάση τα γενέθλιά του, παρέθεσε δείπνον στους μεγάλους άρχοντας αυτού, στους χιλιάρχους και στους προύχοντας της Γαλιλαίας. | |
Μαρκ. 6,22 | καὶ εἰσελθούσης τῆς θυγατρὸς αὐτῆς τῆς Ἡρῳδιάδος καὶ ὀρχησαμένης καὶ ἀρεσάσης τῷ Ἡρῴδη καὶ τοῖς συνανακειμένοις, εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ κορασίῳ· αἴτησόν με ὃ ἐὰν θέλῃς, καὶ δώσω σοι. | |
Μαρκ. 6,22 | Εισήλθεν η θυγάτηρ αυτής της Ηρωδιάδος και εχόρευσε και ήρεσεν στον Ηρώδην και τους άλλους συνδαιτημόνας. Είπε δε ο Βασιλεύς εις την κόρην· “ζήτησέ μου ο,τι θέλεις και εγώ θα σου το δώσω”. | |
Μαρκ. 6,23 | καὶ ὤμοσεν αὐτῇ ὅτι ὅ με αἰτήσῃς δώσω σοι, ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. | |
Μαρκ. 6,23 | Και της ορκίσθη πως, “θα σου δώσω ο,τι μου ζητήσεις, μέχρι ακόμη και το μισό βασίλειόν μου”. | |
Μαρκ. 6,24 | ἡ δὲ ἐξελθοῦσα εἶπε τῇ μητρὶ αὐτῆς· τί αἰτήσομαι; ἡ δὲ εἶπε· τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. | |
Μαρκ. 6,24 | Εκείνη δε εξελθούσα έτρεξε προς την μητέρα της και την ηρώτησε· “τι να ζητήσω;” Εκείνη δε είπε· “την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού”. | |
Μαρκ. 6,25 | καὶ εἰσελθοῦσα εὐθέως μετὰ σπουδῆς πρὸς τὸν βασιλέα ᾐτήσατο λέγουσα· θέλω ἵνα μοι δῷς ἐξαυτῆς ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. | |
Μαρκ. 6,25 | Και εκείνη εισώρμησε αμέσως βιαστικά στον βασιλέα και εζήτησε λέγουσα· “θέλω να μου δώσης αυτήν την στιγμήν την κεφαλήν του Ιωάννου του Βαπτιστού επάνω εις ένα πιάτο”. | |
Μαρκ. 6,26 | καὶ περίλυπος γενόμενος ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους οὐκ ἠθέλησεν αὐτὴν ἀθετῆσαι. | |
Μαρκ. 6,26 | Και ο βασιλεύς ελυπήθη παρά πολύ, αλλά δια τους όρκους, που είχε κάμει, και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας του ως επίορκος, δεν ηθέλησε να αθετήση την υπόσχεσίν του. | |
Μαρκ. 6,27 | καὶ εὐθέως ἀποστείλας ὁ βασιλεὺς σπεκουλάτωρα ἐπέταξεν ἐνεχθῆναι τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 6,27 | Και αμέσως έστειλε ο βασιλεύς δήμιον και διέταξε να φέρη την κεφαλήν του Ιωάννου. | |
Μαρκ. 6,28 | ὁ δὲ ἀπελθὼν ἀπεκεφάλισεν αὐτὸν ἐν τῇ φυλακῇ, καὶ ἤνεγκε τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ κορασίῳ, καὶ τὸ κοράσιον ἔδωκεν αὐτὴν τῇ μητρὶ αὐτῆς. | |
Μαρκ. 6,28 | Εκείνος δε επήγε, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν, έφερε την κεφαλήν του μέσα στο πιάτο και την έδωκεν εις την κόρην και η κόρη την έδωκεν εις την μητέρα της. | |
Μαρκ. 6,29 | καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦλθον καὶ ἦραν τὸ πτῶμα αὐτοῦ, καὶ ἔθηκαν αὐτὸ ἐν μνημείῳ. | |
Μαρκ. 6,29 | Και όταν ήκουσαν οι μαθηταί του Ιωάννου το θλιβερόν γεγονός, ήλθαν και επήραν το νεκρό σώμα του και το έβαλαν εις μνημείον. | |
Μαρκ. 6,30 | Καὶ συνάγονται οἱ ἀπόστολοι πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ πάντα, καὶ ὅσα ἐποίησαν καὶ ὅσα ἐδίδαξαν. | |
Μαρκ. 6,30 | Οι Απόστολοι, αφού ετελείωσεν η περιοδεία των, συνεκεντρώθησαν κοντά στον Ιησούν και ανέφεραν εις αυτόν όλα, και όσα έκαμαν και όσα εδίδαξαν. | |
Μαρκ. 6,31 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς· δεῦτε ὑμεῖς αὐτοὶ κατ᾿ ἰδίαν εἰς ἔρημον τόπον, καὶ ἀναπαύεσθε ὀλίγον· ἦσαν γὰρ οἱ ἐρχόμενοι καὶ οἱ ὑπάγοντες πολλοί, καὶ οὐδὲ φαγεῖν ηὐκαίρουν. | |
Μαρκ. 6,31 | Και είπεν εις αυτούς· εμπρός, πηγαίνετε σεις μόνοι σας ιδιαιτέρως εις ένα ερημικόν τόπον και αναπαυθήτε ολίγον. Και τούτο είπε, διότι ήσαν πολλοί αυτοί που ήρχοντο και έφευγαν,ώστε ο Κυριος με τους μαθητάς του να μη ευκαιρούν ούτε να φάγουν. | |
Μαρκ. 6,32 | καὶ ἀπῆλθον εἰς ἔρημον τόπον ἐν πλοίῳ κατ᾿ ἰδίαν. | |
Μαρκ. 6,32 | Και ανεχώρησαν δια θαλάσσης με το πλοίον εις μίαν ερημικήν περιοχήν ιδιαιτέρως. (Και οι εργάται του Ευαγγελίου έχουν να διακόπτουν επ' ολίγον την εργασίαν των, να αποσύρωνται εις έρημα και ήρεμα μέρη προς ανάπαυσιν, προς περισυλλογήν και ανανέωσιν δυνάμεων). | |
Μαρκ. 6,33 | καὶ εἶδον αὐτοὺς ὑπάγοντας, καὶ ἐπέγνωσαν αὐτοὺς πολλοί, καὶ πεζῇ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων συνέδραμον ἐκεῖ καὶ προῆλθον αὐτοὺς καὶ συνῆλθον πρὸς αὐτόν. | |
Μαρκ. 6,33 | Αλλά τους είδαν πολλοί να αναχωρούν και επεσήμαναν τον τόπον, που επήγαν, και πεζή από όλας τας πόλεις έτρεξαν μαζή εκεί, τους επρόλαβαν και συγκεντρώθησαν πλησίον του Ιησού. | |
Μαρκ. 6,34 | Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον καὶ ἐσπλαχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα, καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς πολλά. | |
Μαρκ. 6,34 | Και ο Ιησούς, όταν εβγήκε από το ερημικόν μέρος, είδε πολύν λαόν και τους εσπλαγχνίσθηκε, διότι ήσαν σαν πρόβατα που δεν είχαν ποιμένα και ήρχισε να αναπτύσση εις αυτούς πολλάς διδασκαλίας. | |
Μαρκ. 6,35 | Καὶ ἤδη ὥρας πολλῆς γενομένης προσελθόντες αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγουσιν ὅτι ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἤδη ὥρα πολλή· | |
Μαρκ. 6,35 | Και όταν πλέον είχε προχωρήσει η ώρα, προσήλθον εις αυτόν οι μαθηταί και είπαν, ότι “είναι έρημος ο τόπος και η ώρα έχει πλέον περάσει. | |
Μαρκ. 6,36 | ἀπόλυσον αὐτούς, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τοὺς κύκλῳ ἀγροὺς καὶ κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς ἄρτους· τί γὰρ φάγωσιν οὐκ ἔχουσιν. | |
Μαρκ. 6,36 | Απόλυσέ τους, για να πάνε εις τα γύρω αγροκτήματα και χωριά και να αγοράσουν ψωμιά, διότι εδώ δεν έχουν τι να φάγουν”. | |
Μαρκ. 6,37 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἀπελθόντες ἀγοράσωμεν δηναρίων διακοσίων ἄρτους καὶ δῶμεν αὐτοῖς φαγεῖν; | |
Μαρκ. 6,37 | Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτούς και είπε· δώστε τους σεις να φάγουν”. Και είπαν εις αυτόν· “να πάμε να αγοράσωμε ψωμιά αξίας διακοσίων δηναρίων και να τους δώσωμεν να φάνε;” | |
Μαρκ. 6,38 | ὁ δὲ λέγει αὐτοῖς· πόσους ἄρτους ἔχετε; ὑπάγετε καὶ ἴδετε καὶ γνόντες λέγουσι· πέντε, καὶ δύο ἰχθύας. | |
Μαρκ. 6,38 | Εκείνος δε τους είπε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Πηγαίνετε και ίδετε”. Και αφού είδαν τι είχαν, είπαν· “έχομε πέντε ψωμιά και δύο ψάρια”. | |
Μαρκ. 6,39 | καὶ ἐπέταξεν αὐτοῖς ἀνακλῖναι πάντας συμπόσια συμπόσια ἐπὶ τῷ χλωρῷ χόρτῳ. | |
Μαρκ. 6,39 | Και παρήγγειλεν εις αυτούς να συστήσουν εις όλους να καθήσουν ομάδες-ομάδες στο χλωρό χορτάρι. | |
Μαρκ. 6,40 | καὶ ἀνέπεσον πρασιαὶ πρασιαὶ ἀνὰ ἑκατὸν καὶ ἀνὰ πεντήκοντα. | |
Μαρκ. 6,40 | Και εξάπλωσαν ομάδες ομάδες σαν πρασιές, ανά εκατόν και ανά πενήντα. | |
Μαρκ. 6,41 | καὶ λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κατέκλασε τοὺς ἄρτους καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς ἵνα παραθῶσιν αὐτοῖς, καὶ τοὺς δύο ἰχθύας ἐμέρισε πᾶσι. | |
Μαρκ. 6,41 | Ο δε Κυριος, αφού επήρε τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, ύψωσε τα βλέμματα στον ουρανόν, εδοξολόγησε τον Πατέρα και έκοψε κομμάτια τα ψωμιά και έδιδεν στους μαθητάς, δια να παραθέσουν εις τα πλήθη, και τα δύο ψάρια επίσης εμοίρασεν εις όλους. (Και επείσθησαν οι μαθηταί δια μίαν ακόμη φοράν περί της αγάπης και της δυνάμεως του Κυρίου, αλλά και περί του καθήκοντός των να εισφέρουν και αυτοί ο,τι ημπορούν). | |
Μαρκ. 6,42 | καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, | |
Μαρκ. 6,42 | Και έφαγαν όλοι και εχόρτασαν. | |
Μαρκ. 6,43 | καὶ ἦραν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις, καὶ ἀπὸ τῶν ἰχθύων. | |
Μαρκ. 6,43 | Και εμάζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν και από τα ψάρια δώδεκα κοφίνια γεμάτα. | |
Μαρκ. 6,44 | καὶ ἦσαν οἱ φαγόντες τοὺς ἄρτους πεντακισχίλιοι ἄνδρες. | |
Μαρκ. 6,44 | Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν πέντε χιλιάδες άνδρες. | |
Μαρκ. 6,45 | Καὶ εὐθέως ἠνάγκασε τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν εἰς τὸ πέραν πρὸς Βηθσαϊδάν, ἕως αὐτὸς ἀπολύσῃ τὸν ὄχλον· | |
Μαρκ. 6,45 | Και αμέσως ο Ιησούς (δια να προφυλάξη τους μαθητάς από τον άκριτον ενθουσιασμόν του όχλου που ήθελαν να τον κάνουν βασιλέα) τους υποχρέωσε να μπουν στο πλοίον και να περάσουν στο απέναντι μέρος εις την Βηθσαϊδά, όπου και να τον περιμένουν, έως ότου απολύση αυτός τα πλήθη. | |
Μαρκ. 6,46 | καὶ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἀπῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι. | |
Μαρκ. 6,46 | Και αφού απεσπάσθη απ' αυτούς ανέβηκε εις όρος να προσευχηθή. | |
Μαρκ. 6,47 | καὶ ὀψίας γενομένης ἦν τὸ πλοῖον ἐν μέσῳ τῆς θαλάσσης, καὶ αὐτὸς μόνος ἐπὶ τῆς γῆς. | |
Μαρκ. 6,47 | Αργά δε όταν επροχώρησε η εσπέρα, το πλοίον ευρίσκετο στο μέσον της θαλάσσης και αυτός ήτο μόνος εις την ξηράν. | |
Μαρκ. 6,48 | καὶ ἰδὼν αὐτοὺς βασανιζομένους ἐν τῷ ἐλαύνειν· ἦν γὰρ ὁ ἄνεμος ἐναντίος αὐτοῖς· καὶ περὶ τετάρτην φυλακὴν τῆς νυκτὸς ἔρχεται πρὸς αὐτοὺς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης, καὶ ἤθελε παρελθεῖν αὐτούς. | |
Μαρκ. 6,48 | Και είδε τους μαθητάς ναάταλαιπωρούνται από τα κύματα, καθώς ωδηγούσαν το πλοίον. Διότι ο άνεμος τους ήτο αντίθετος. Και κατά την τετάρτην βάρδιαν της νυκτερινής φρουράς, δηλαδή μεταξύ τρεις και έως τις εξ τα χαράματα, ήλθε προς αυτούς ο Ιησούς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν και ήθελε να τους προσπεράση. | |
Μαρκ. 6,49 | οἱ δὲ ἰδόντες αὐτὸν περιπατοῦντα ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἔδοξαν φάντασμα εἶναι, καὶ ἀνέκραξαν· | |
Μαρκ. 6,49 | Οι μαθηταί, όταν τον είδαν να περιπατή εις την θάλασσαν, ενόμισαν ότι είναι φάντασμα και έβγαλαν κραυγήν τρόμου. | |
Μαρκ. 6,50 | πάντες γὰρ αὐτὸν εἶδον καὶ ἐταράχθησαν. καὶ εὐθέως ἐλάλησε μετ᾿ αὐτῶν καὶ λέγει αὐτοῖς· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι, μὴ φοβεῖσθε. | |
Μαρκ. 6,50 | Διότι όλοι τον είδαν και εταράχθησαν. Και αμέσως ωμίλησεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· “θάρρος εγώ είμαι, μη φοβείσθε”. | |
Μαρκ. 6,51 | καὶ ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον πρὸς αὐτούς, καὶ ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· καὶ λίαν ἐκ περισσοῦ ἐν ἑαυτοῖς ἐξίσταντο καὶ ἐθαύμαζον. | |
Μαρκ. 6,51 | Και ανέβη ο Ιησούς στο πλοίον και εσταμάτησεν ο άνεμος. Και κατελήφθησαν εις μεγάλον βαθμόν από παρά πολύν φόβον και θαυμασμόν. | |
Μαρκ. 6,52 | οὐ γὰρ συνῆκαν ἐπὶ τοῖς ἄρτοις, ἀλλ᾿ ἦν αὐτῶν ἡ καρδία πεπωρωμένη. | |
Μαρκ. 6,52 | Και εθαύμασαν τόσον πολύ, διότι δεν είχαν εννοήσει το άλλο μεγάλο θαύμα του πολλαπλασιασμού των άρτων, αλλά ήτο η καρδία των και η διάνοιά των βραδυκίνητος και κλειστή. | |
Μαρκ. 6,53 | Καὶ διαπεράσαντες ἀπῆλθον ἐπὶ τὴν γῆν Γεννησαρὲτ καὶ προσωρμίσθησαν. | |
Μαρκ. 6,53 | Και αφού διέσχισαν την λίμνην, ήλθαν εις την περιοχήν της Γεννησαρέτ και αγκυροβόλησαν εκεί. | |
Μαρκ. 6,54 | καὶ ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ τοῦ πλοίου εὐθέως ἐπιγνόντες αὐτὸν | |
Μαρκ. 6,54 | Οταν δε εβγήκαν από το πλοίον, αμέσως τα πλήθη τον αντελήφθησαν. | |
Μαρκ. 6,55 | περιέδραμον ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην καὶ ἤρξαντο ἐπὶ τοῖς κραβάττοις τοὺς κακῶς ἔχοντας περιφέρειν ὅπου ἤκουον ὅτι ἐκεῖ ἐστι· | |
Μαρκ. 6,55 | Και περιέτρεξαν όλην την γύρω περιοχήν εκείνην διαδιδόντες την είδησιν και ήρχισαν να περιφέρουν επάνω εις τα κρεββάτια τους αρώστους των από ένα μέρος στο άλλο, όπου ήκουον ότι ήτο ο Ιησούς. | |
Μαρκ. 6,56 | καὶ ὅπου ἂν εἰσεπορεύετο εἰς κώμας ἢ πόλεις ἢ ἀγρούς, ἐν ταῖς ἀγοραῖς ἐπίθεσαν τοὺς ἀσθενοῦντας καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ ἅψωνται· καὶ ὅσοι ἂν ἥπτοντο αὐτοῦ, ἐσῴζοντο. | |
Μαρκ. 6,56 | Και όπου αν εισήρχετο εις χωριά η πόλεις η εις εξοχικάς περιοχάς έθεταν τους ασθενείς εις τας αγοράς (εις κεντρικούς δηλαδή τόπους όπου υπήρχε μαγάλη πιθανότης να περάση ο Χριστός” και παρακαλούσαν αυτόν να επιτρέψη στους αρρώστους να εγγίσουν την άκρη από το ένδυμά του. Και όσοι τον ήγγιζαν εθεραπεύοντο. (Η με πίστιν προσέγγισις προς τον Κυριον γίνεται αιτία πολλών δωρεών, υλικών και πνευματικών). | |
Κεφάλαιο 7ο | ||
Μαρκ. 7,1 | Καὶ συνάγονται πρὸς αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καί τινες τῶν γραμματέων ἐλθόντες ἀπὸ Ἱεροσολύμων· | |
Μαρκ. 7,1 | Και συνεκεντρώθησαν γύρω από αυτόν οι Φαρισαίοι και μερικοί από τους γραμματείς, που είχαν έλθει από τα Ιεροσόλυμα. | |
Μαρκ. 7,2 | καὶ ἰδόντες τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ κοιναῖς χερσί, τοῦτ᾿ ἔστιν ἀνίπτοις, ἐσθίοντας ἄρτους, ἐμέμψαντο· | |
Μαρκ. 7,2 | Οταν δε είδαν μερικούς από τους μαθητάς του να τρώγουν ψωμί με άνιπτα χέρια, μολυσμένα όπως τα θεωρούσαν αυτοί, τους κατέκριναν. | |
Μαρκ. 7,3 | οἱ γὰρ Φαρισαῖοι καὶ πάντες οἱ Ἰουδαῖοι, ἐὰν μὴ πυγμῇ νίψωνται τὰς χεῖρας, οὐκ ἐσθίουσι, κρατοῦντες τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων· | |
Μαρκ. 7,3 | Διότι οι Φαρισαίοι και όλοι οι Ιουδαίοι, εάν δεν νίψουν τα χέρια των, δεν τρώγουν. Και το κάνουν αυτό, δια να κρατήσουν την παράδοσιν των πρεσβυτέρων. | |
Μαρκ. 7,4 | καὶ ἀπὸ ἀγορᾶς, ἐὰν μὴ βαπτίσωνται, οὐκ ἐσθίουσι· καὶ ἄλλα πολλά ἐστιν ἃ παρέλαβον κρατεῖν, βαπτισμοὺς ποτηρίων καὶ ξεστῶν καὶ χαλκίων καὶ κλινῶν· | |
Μαρκ. 7,4 | Και όταν γυρίσουν στο σπίτι από την αγοράν η από άλλους δημοσίους τόπους, δεν τρώγουν, εάν δεν πλυθούν ολόκληροι. Και άλλα πολλά είναι, που παρέλαβαν από την παράδοσίν των να τα φυλάττουν, όπως είναι το να πλύνουν μέσα σε άφθνο νερό ποτήρια, κανάτια χάλκινα δοχεία, και τα χαμηλά κρεββάτια της τραπεζαρίας επάνω εις τα οποία ξαπλωμένοι έτρωγαν. | |
Μαρκ. 7,5 | ἔπειτα ἐπερωτῶσιν αὐτὸν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ γραμματεῖς· διατί οὐ περιπατοῦσιν οἱ μαθηταί σου κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων, ἀλλ᾿ ἀνίπτοις χερσὶν ἐσθίουσι τὸν ἄρτον; | |
Μαρκ. 7,5 | Επειτα ερώτησαν τον Κυριον οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς· “διατί οι μαθηταί σου δεν συμμορφώνονται με την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, αλλά τρώγουν το ψωμί με άπλυτα χέρια;” | |
Μαρκ. 7,6 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς ὅτι καλῶς προεφήτευσεν Ἡσαΐας περὶ ὑμῶν τῶν ὑποκριτῶν, ὡς γέγραπται· οὗτος ὁ λαὸς τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόῤῥω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· | |
Μαρκ. 7,6 | (Οι Φαρισαίοι επρόσεχαν τους τύπους και όχι την ουσίαν, την εξωτερικήν συμπεριφοράν και όχι την εσωτερικήν αγνότητα, επινοήσεις ανθρώπων και όχι τας εντολάς του Θεού). Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε ότι “πολύ ορθά επροφύτευσε για σας τους υποκριτάς ο προφήτης Ησαΐας, όπως έχει γραφή· Αυτός ο λαός με τιμά μόνον, με τα χείλη, ενώ η καρδιά των απέχει πολύ από εμένα. | |
Μαρκ. 7,7 | μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. | |
Μαρκ. 7,7 | Ανώφελα δε και χαμένα με σέβονται, διδάσκοντες διδασκαλίες που είναι εντολαί ανθρώπων και όχι ιδικαί μου. | |
Μαρκ. 7,8 | ἀφέντες γὰρ τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ κρατεῖτε τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, βαπτισμοὺς ξεστῶν καὶ ποτηρίων, καὶ ἄλλα παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε. | |
Μαρκ. 7,8 | Διότι σεις αφήσατε την εντολήν του Θεού και κρατείτε την παράδοσιν των ανθρώπων, δηλαδή πλυσίματα κανατιών και ποτηριών και άλλα πολλά τέτοια και παρόμοια τηρείτε”. | |
Μαρκ. 7,9 | καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· καλῶς ἀθετεῖτε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ἵνα τὴν παράδοσιν ὑμῶν τηρήσητε. | |
Μαρκ. 7,9 | Και έλεγεν εις αυτούς· “πολύ εύκολα με την ιδέαν ότι καλώς πράττετε, παραβαίνετε την εντολήν του Θεού δια να τηρήσετε την παράδοσί σας. | |
Μαρκ. 7,10 | Μωϋσῆς γὰρ εἶπε· τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω· | |
Μαρκ. 7,10 | Διότι ο Μωϋσής είπε· τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και εκείνος που κακολογεί τον πατέρα η την μητέρα, να καταδικάζεται εις θάνατον. | |
Μαρκ. 7,11 | ὑμεῖς δὲ λέγετε· ἐὰν εἴπῃ ἄνθρωπος τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, κορβᾶν, ὅ ἐστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, | |
Μαρκ. 7,11 | Σεις όμως λέγετε· ένας άνθρωπος είναι αδέσμευτος απέναντι των γονέων του, εάν πη στον πατέρα του η την μητέρα του, ότι αυτό που θέλεις να πάρης από εμέ δια την εξυπηρέτησίν σου είναι κορβάν, δηλαδή ιερόν δώρον και αφιέρωμα στον Θεόν. | |
Μαρκ. 7,12 | καὶ οὐκέτι ἀφίετε αὐτὸν οὐδὲν ποιῆσαι τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἢ τῇ μητρὶ αὐτοῦ, | |
Μαρκ. 7,12 | Και δεν τον αφίνετε πλέον αυτόν να κάμη τίποτε δια την εξυπηρέτησιν του πατρός του η της μητρός του, όπως διατάσσει ο νόμος του Θεού. | |
Μαρκ. 7,13 | ἀκυροῦντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ τῇ παραδόσει ὑμῶν ᾗ παρεδώκατε. καὶ παρόμοια τοιαῦτα πολλὰ ποιεῖτε. | |
Μαρκ. 7,13 | Και έτσι αχρηστεύετε τον λόγον του Θεού με την παράδοσίν σας, την οποίαν έχετε παραδώσει στον λαόν. Και πολλά τέτοια παρόμοια κάνετε”. | |
Μαρκ. 7,14 | Καὶ προσκαλεσάμενος πάντα τὸν ὄχλον ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀκούετέ μου πάντες καὶ συνίετε. | |
Μαρκ. 7,14 | Και αφού προσεκάλεσε όλον τον λαόν, έλεγεν εις αυτούς· “ακούστε όλοι αυτό, που θα σας πω και καταλάβετέ το καλά. | |
Μαρκ. 7,15 | οὐδέν ἐστιν ἔξωθεν τοῦ ἀνθρώπου εἰσπορευόμενον εἰς αὐτὸν ὃ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι, ἀλλὰ τὰ ἐκπορευόμενά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον. | |
Μαρκ. 7,15 | Τιποτε από όσα εισέρχονται απ' έξω ως τροφή στον άνθρωπον δια του σώματος, δεν ημπορεί να κάμη τον άνθρωπον βέβηλον και ακάθαρτον απέναντι του Θεού. Αλλά όσα βγαίνουν από ακάθαρτον καρδίαν, αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπον. | |
Μαρκ. 7,16 | εἴ τις ἔχει ὦτα ἀκούειν, ἀκουέτω. | |
Μαρκ. 7,16 | Οποιος έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του και καλήν διάθεσιν δια να ακούη, ας ακούη”. | |
Μαρκ. 7,17 | Καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς οἶκον ἀπὸ τοῦ ὄχλου, ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ τῆς παραβολῆς. | |
Μαρκ. 7,17 | Και όταν αφήκε το πλήθος και εμπήκε στο σπίτι, τον ηρώτησαν οι μαθηταί του δια το νόημα της παραβολής αυτής. | |
Μαρκ. 7,18 | καὶ λέγει αὐτοῖς· οὕτω καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ ἔξωθεν εἰσπορευόμενον εἰς τὸν ἄνθρωπον οὐ δύναται αὐτὸν κοινῶσαι; | |
Μαρκ. 7,18 | Και λέγει εις αυτούς· “έτσι και σεις σαν τους πολλούς είσθε ανίκανοι ν' αντιληφθήτε το νόημα της παραβολής; Δεν καταλαβαίνετε ότι κάθε τι, που απ' έξω εισάγεται με το στόμα στον άνθρωπον, δεν ημπορεί να τον μολύνη; | |
Μαρκ. 7,19 | ὅτι οὐκ εἰσπορεύεται αὐτοῦ εἰς τὴν καρδίαν, ἀλλὰ εἰς τὴν κοιλίαν, καὶ εἰς τὸν ἀφεδρῶνα ἐκπορεύεται, καθαρίζον πάντα τὰ βρώματα. | |
Μαρκ. 7,19 | Διότι δεν εισέρχεται εις την καρδίαν του, αλλά εις την κοιλίαν, από όπου το περιττόν και άχρηστον απορρίπτεται στο αφοδευτήριον και αφίνει καθαράς μέσα στον οργανισμόν όλας τας άλλας τροφάς”. | |
Μαρκ. 7,20 | ἔλεγε δὲ ὅτι τὸ ἐκ τοῦ ἀνθρώπου ἐκπορευόμενον, ἐκεῖνο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. | |
Μαρκ. 7,20 | Ελεγε δε ότι “αυτό που βγαίνει από το εσωτερικόν του ανθρώπου είναι εκείνο, που κάνει μολυσμένον και βέβηλον τον άνθρωπον. | |
Μαρκ. 7,21 | ἔσωθεν γὰρ ἐκ τῆς καρδίας τῶν ἀνθρώπων οἱ διαλογισμοὶ οἱ κακοὶ ἐκπορεύονται, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, φόνοι, | |
Μαρκ. 7,21 | Διότι από μέσα από την καρδίαν των ανθρώπων ξεχύνονται αι κακαί σκέψεις και αποφάσεις, μοιχείαι, πορνεία, φόνοι, | |
Μαρκ. 7,22 | κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δόλος, ἀσέλγεια, ὀφθαλμὸς πονηρός, βλασφημία, ὑπερηφανία, ἀφροσύνη· | |
Μαρκ. 7,22 | κλοπαί, πλεονεξίαι, πονηρίαι, δολιότητες, ηθική παραλυσία και διαστροφή, μάτι μοχθηρόν, βλασφημία, υπερηφάνεια, παραλογισμός και σκοτισμός του νου από την αμαρτίαν. | |
Μαρκ. 7,23 | πάντα ταῦτα τὰ πονηρὰ ἔσωθεν ἐκπορεύεται καὶ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. | |
Μαρκ. 7,23 | Ολα αυτά τα πονηρά βγαίνουν από το εσωτερικόν και αυτά κάνουν τον άνθρωπον ακάθαρτον απέναντι του Θεού”. | |
Μαρκ. 7,24 | Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἀπῆλθεν εἰς τὰ μεθόρια Τύρου καὶ Σιδῶνος. καὶ εἰσελθὼν εἰς οἰκίαν οὐδένα ἤθελε γνῶναι, καὶ οὐκ ἠδυνήθη λαθεῖν. | |
Μαρκ. 7,24 | Και από εκεί εξεκίνησε και επήγεν εις τα σύνορα Τυρου και Σιδώνος. Εμπήκε εις ένα σπίτι, όπου θα έμενε και δεν ήθελε κανείς να μάθη ότι ήτο εκεί. Αλλά δεν ημπόρεσε να ξεφύγη από την προσοχήν των ανθρώπων. | |
Μαρκ. 7,25 | ἀκούσασα γὰρ γυνὴ περὶ αὐτοῦ, ἧς εἶχε τὸ θυγάτριον αὐτῆς πνεῦμα ἀκάθαρτον, ἐλθοῦσα προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ· | |
Μαρκ. 7,25 | Διότι όταν ήκουσε δι' αυτόν μία γυναίκα, της οποίας η μικρά κόρη είχε πονηρόν πνεύμα, ήλθε και έπεσε γονατιστή εμπρός εις τα πόδια του. | |
Μαρκ. 7,26 | ἡ δὲ γυνὴ ἦν Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γένει· καὶ ἠρώτα αὐτὸν ἵνα τὸ δαιμόνιον ἐκβάλῃ ἐκ τῆς θυγατρὸς αὐτῆς. | |
Μαρκ. 7,26 | Αυτή δε η γυναίκα ήτο κατά την μόρφωσιν και την θρησκείαν Ελληνίδα, δηλαδή ειδωλολάτρις, κατά δε την καταγωγήν και την πατρίδα Συροφοινίκισσα. Και παρακαλούσε αυτόν να διώξη το δαιμόνιον από την θυγατέρα της. | |
Μαρκ. 7,27 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ἄφες πρῶτον χορτασθῆναι τὰ τέκνα· οὐ γάρ ἐστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ τοῖς κυναρίοις βαλεῖν. | |
Μαρκ. 7,27 | Ο δε Ιησούς της είπεν· “άφησε πρώτα να χορτασθούν τα τέκνα του Θεού, δηλαδή οι Ισραηλίται, διότι δεν είναι ορθόν να πάρη κανείς το ψωμί των παιδιών και να το ρίξη εις τα σκυλάκια, δηλαδή στους ειδωλολάτρας”. (Τούτο δε έλεγε, δια να δώση αφορμή εις την Συροφοινίκισσαν να εκδηλώση την μεγάλην της πίστιν και πεισθούν οι μαθηταί, ότι και οι εθνικοί είναι άξιοι των δωρεών του). | |
Μαρκ. 7,28 | ἡ δὲ ἀπεκρίθη καὶ λέγει αὐτῷ· ναί, Κύριε· καὶ τὰ κυνάρια ὑποκάτω τῆς τραπέζης ἐσθίουσιν ἀπὸ τῶν ψιχίων τῶν παιδίων. | |
Μαρκ. 7,28 | Εκείνη δε απεκρίθη και του είπε· “ναι, Κυριε, εγώ είμαι πράγματι σαν τα σκυλάκια· αλλά και τα σκυλάκια, κάτω από το τραπέζι του φαγητού, τρώγουν από τα ψίχουλα των παιδιών”. | |
Μαρκ. 7,29 | καὶ εἶπεν αὐτῇ· διὰ τοῦτον τὸν λόγον ὕπαγε· ἐξελήλυθε τὸ δαιμόνιον ἐκ τῆς θυγατρός σου. | |
Μαρκ. 7,29 | Και είπεν εις αυτήν “δι' αυτόν τον λόγον, που είπες και ο οποίος δείχνει την πίστιν και την ταπείνωσίν σου, πήγαινε στο καλό· το δαιμόνιον έχει πλέον βγη από την θυγατέρα σου”. | |
Μαρκ. 7,30 | καὶ ἀπελθοῦσα εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς εὗρε τὸ παιδίον βεβλημένον ἐπὶ τὴν κλίνην καὶ τὸ δαιμόνιον ἐξεληλυθός. | |
Μαρκ. 7,30 | Και όταν αυτή επήγε στο σπίτι της, ευρήκε την θυγατέρα της ήσυχη στο κρεββάτι, και το δαιμόνιον πλέον να έχη βγη. | |
Μαρκ. 7,31 | Καὶ πάλιν ἐξελθὼν ἐκ τῶν ὁρίων Τύρου καὶ Σιδῶνος ἦλθε πρὸς τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας ἀνὰ μέσον τῶν ὁρίων Δεκαπόλεως. | |
Μαρκ. 7,31 | Παλιν δε αφού εβγήκεν ο Ιησούς από τα όρια της Τυρου και της Σιδώνος, ήλθεν κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας δια μέσου της περιοχής της Δεκαπόλεως. | |
Μαρκ. 7,32 | καὶ φέρουσιν αὐτῷ κωφὸν μογιλάλον καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα ἐπιθῇ αὐτῷ τὴν χεῖρα. | |
Μαρκ. 7,32 | Και φέρουν εις αυτόν ένα κωφάλαλον και τον παρακαλούν να βάλη το χέρι του επάνω εις αυτόν. | |
Μαρκ. 7,33 | καὶ ἀπολαβόμενος αὐτὸν ἀπὸ τοῦ ὄχλου κατ᾿ ἰδίαν ἔβαλε τοὺς δακτύλους αὐτοῦ εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ, καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῦ, | |
Μαρκ. 7,33 | Και ο Ιησούς αφού τον επήρε ιδιαιτέρως από τον όχλον, έβαλε τα δάκτυλά του εις τα αυτιά εκείνου και αφού έπτυσε ολίγον στο δάκτυλό του, ήγγισε την γλώσσαν του κωφαλλάλου. | |
Μαρκ. 7,34 | καὶ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν ἐστέναξε καὶ λέγει αὐτῷ· ἐφφαθά, ὅ ἐστι διανοίχθητι. | |
Μαρκ. 7,34 | Και αφού εσήκωσε τα μάτια στον ουρανόν, εστέναξε (δια τας θλίψεις και στενοχωρίας των ανθρώπων) και του είπε· “εφφαθά”, δηλαδή να ανοιχθή αμέσως η ακοή. | |
Μαρκ. 7,35 | καὶ εὐθέως διηνοίχθησαν αὐτοῦ αἱ ἀκοαὶ καὶ ἐλύθη ὁ δεσμὸς τῆς γλώσσης αὐτοῦ, καὶ ἐλάλει ὀρθῶς | |
Μαρκ. 7,35 | Και αμέσως ήνοιξαν πράγματι τα αυτιά του κωφαλάλου και ελύθη το δέσιμον της γλώσσης του και ωμιλούσε με ευκολίαν και ακρίβειαν. | |
Μαρκ. 7,36 | καὶ διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν· ὅσον δὲ αὐτὸς αὐτοῖς διεστέλλετο, μᾶλλον περισσότερον ἐκήρυσσον. | |
Μαρκ. 7,36 | Και παρήγγειλεν εις αυτούς, να μη είπουν εις κανένα τίποτε. Οσον όμως αυτός τους διέτασσε, τόσον και περισσότερον εκείνοι διαλαλούσαν τα θαύματά του. | |
Μαρκ. 7,37 | καὶ ὑπερπερισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες· καλῶς πάντα πεποίηκε· καὶ τοὺς κωφοὺς ποιεῖ ἀκούειν καὶ τοὺς ἀλάλους λαλεῖν. | |
Μαρκ. 7,37 | Και ο θαυμασμός των ανθρώπων εξεπερνούσε κάθε όριον και έλεγαν· “πολύ καλά όλα τα έχει κάμει· και στους κωφούς δίδει την ακοήν και στους αλάλους την ομιλίαν”. | |
Κεφάλαιο 8ο | ||
Μαρκ. 8,1 | Ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις πάλιν πολλοῦ ὄχλου ὄντος καὶ μὴ ἐχόντων τί φάγωσι, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγει αὐτοῖς· | |
Μαρκ. 8,1 | Κατά τας ημέρας εκείνας πάλιν πολύς λαός ήτο μαζή του και επειδή δεν είχαν τι να φάγουν, επροακάλεσεν ο Ιησούς τους μαθητάς αυτού και τους λέγει· | |
Μαρκ. 8,2 | σπλαχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· | |
Μαρκ. 8,2 | “σπλαγχνίζομαι τον λαόν, διότι τρεις ημέρας μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάγουν. | |
Μαρκ. 8,3 | καὶ ἐὰν ἀπολύσω αὐτοὺς νήστεις εἰς οἶκον αὐτῶν, ἐκλυθήσονται ἐν τῇ ὁδῷ· τινὲς γὰρ αὐτῶν ἀπὸ μακρόθεν ἥκασι. | |
Μαρκ. 8,3 | Και εάν τους απολύσω να φύγουν νηστικοί δια τα σπίτια των, θα εξαντληθούν και θα αποκάμουν στον δρόμον. Διότι μερικοί από αυτούς έχουν έλθει από μακρυά”. | |
Μαρκ. 8,4 | καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· πόθεν τούτους δυνήσεταί τις ὧδε χορτάσαι ἄρτων ἐπ᾿ ἐρημίας; | |
Μαρκ. 8,4 | Και απήντησαν εις αυτόν οι μαθηταί του· “από που εδώ εις την έρημον θα μπορέση να χορτάση κανείς με ψωμιά αυτούς;” | |
Μαρκ. 8,5 | καὶ ἐπηρώτα αὐτούς· πόσους ἔχετε ἄρτους; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά. | |
Μαρκ. 8,5 | Και τους ηρώτησε· “πόσα ψωμιά έχετε;” Εκείνοι δε είπαν· “επτά”. | |
Μαρκ. 8,6 | καὶ παρήγγειλε τῷ ὄχλῳ ἀναπεσεῖν ἐπὶ τῆς γῆς· καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα παρατιθῶσι· καὶ παρέθεκαν τῷ ὄχλῳ. | |
Μαρκ. 8,6 | Και παρήγγειλεν εις τα πλήθη να καθήσουν κάτω. Και αφού επήρε τα επτά ψωμιά, ευχαρίστησε τον Πατέρα, τα έκοψε και έδιδε στους μαθητάς τα τεμάχια, δια να τα παραθέσουν στον λαόν. Και εκείνοι τα παρέθεσαν στο πλήθος. | |
Μαρκ. 8,7 | καὶ εἶχον ἰχθύδια ὀλίγα· καὶ αὐτὰ εὐλογήσας εἶπε παρατιθέναι καὶ αὐτά. | |
Μαρκ. 8,7 | Είχαν δε και κάτι λίγα ψαράκια. Και αυτά, αφού τα ευλόγησεν, είπε να τα παραθέσουν. | |
Μαρκ. 8,8 | ἔφαγον δὲ καὶ ἐχορτάσθησαν. καὶ ἦραν περισσεύματα κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας. | |
Μαρκ. 8,8 | Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμαζεψαν από τα κομμάτια που επερίσσευσαν επτά μεγάλα κοφίνια. | |
Μαρκ. 8,9 | ἦσαν δὲ ὡς τετρακισχίλιοι· καὶ ἀπέλυσεν αὐτούς. | |
Μαρκ. 8,9 | Εκείνοι δε που έφαγαν ήσαν τέσσαρες χιλιάδες. Και κατόπιν τους έστειλεν ο Κυριος εις τα σπίτια των. | |
Μαρκ. 8,10 | Καὶ ἐμβὰς εὐθὺς εἰς τὸ πλοῖον μετὰ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ἦλθεν εἰς τὰ μέρη Δαλμανουθά. | |
Μαρκ. 8,10 | Και εμέσως εμπήκε αυτός στο πλοίον με τους μαθητάς του και ήλθεν εις τα μέρη Δαλμανουθά. | |
Μαρκ. 8,11 | Καὶ ἐξῆλθον οἱ Φαρισαῖοι καὶ ἤρξαντο συζητεῖν αὐτῷ, ζητοῦντες παρ᾿ αὐτοῦ σημεῖον ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, πειράζοντες αὐτόν. | |
Μαρκ. 8,11 | Και ξεπρόβαλαν εμπρός του οι Φαρισαίοι και ήρχισαν να συζητούν με δολίαν διάθεσιν και να ζητούν από αυτόν, να επιδείξη έκτακτον θαύμα από τον ουρανόν, που να είναι σημάδι και επιβεβαίωσις της αποστολής του. Αυτό δε έλεγαν, όχι διότι είχαν την διάθεσιν να πιστεύσουν, αλλά δια να τον πειράξουν και με την ελπίδα να τον εκθέσουν στον λαόν. | |
Μαρκ. 8,12 | καὶ ἀναστενάξας τῷ πνεύματι αὐτοῦ λέγει· τί ἡ γενεὰ αὕτη σημεῖον ἐπιζητεῖ; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰ δοθήσεται τῇ γενεᾷ ταύτῃ σημεῖον. | |
Μαρκ. 8,12 | Και αφού ανεστέναξε από τα βάθη της ψυχής του είπε· “διατί η γενεά αυτή ζητεί οπωσδήποτε σημείον; Σας διαβεβαώνω ότι τέτοιο σημείον δεν θα δοθή εις αυτήν την γενεάν”. | |
Μαρκ. 8,13 | καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς εἰς τὸ πλοῖον ἀπῆλθε πάλιν. | |
Μαρκ. 8,13 | Τους άφησε και με το πλοίον ήλθεν στο απέναντι μέρος πάλιν. | |
Μαρκ. 8,14 | Καὶ ἐπελάθοντο λαβεῖν ἄρτους, καὶ εἰ μὴ ἕνα ἄρτον οὐκ εἶχον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἐν τῷ πλοίῳ. | |
Μαρκ. 8,14 | Και οι μαθηταί ελησμόνησαν να πάρουν άρτους. Δεν είχαν δε μαζή των στο πλοίον παρά ένα μόνο ψωμί. | |
Μαρκ. 8,15 | καὶ διεστέλλετο αὐτοῖς λέγων· ὁρᾶτε, βλέπετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ τῆς ζύμης Ἡρῴδου. | |
Μαρκ. 8,15 | Παρήγγελλε δε εις αυτούς ο Ιησούς και τους καθιστούσε προσεκτικούς λέγων· “Βλέπετε καλά και προσέχετε από το κακό προζύμι των Φαρισαίων και του Ηρώδου”. | |
Μαρκ. 8,16 | καὶ διελογίζοντο πρὸς ἀλλήλους λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχομεν. | |
Μαρκ. 8,16 | Και εσυλλογίζοντο αυτοί και έλεγαν μεταξύ των “ο Διδάσκαλος μας κάνει παρατήρησιν, διότι δεν εφροντίσαμεν να πάρωμεν ψωμιά”. | |
Μαρκ. 8,17 | καὶ γνοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ὅτι ἄρτους οὐκ ἔχετε; οὔπω νοεῖτε οὐδὲ συνίετε; ἔτι πεπωρωμένην ἔχετε τὴν καρδίαν ὑμῶν; | |
Μαρκ. 8,17 | Ο δε Ιησούς με την θείαν του γνώσιν είδε καθαρά τας σκέψεις των και τους είπε· “τι συλλογίζεσθε, ότι δεν έχετε ψωμιά; Ακόμη ύστερα από τόσα θαύματα δεν εννοείτε και δεν καταλαβαινετε; Εχετε ακόμη τόσον δυσκίνητον και χονδρήν την καρδίαν και την διάνοιάν σας; | |
Μαρκ. 8,18 | ὀφθαλμοὺς ἔχοντες οὐ βλέπετε, καὶ ὦτα ἔχοντες οὐκ ἀκούετε; καὶ οὐ μνημονεύετε; | |
Μαρκ. 8,18 | Ενώ έχετε μάτια δεν βλέπετε και ενώ έχετε αυτιά δεν ακούετε; Και όσα ακούετε και βλέπετε δεν τα ενθυμείσθε; | |
Μαρκ. 8,19 | ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα εἰς τοὺς πεντακισχιλίους, καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε; λέγουσιν αὐτῶ· δώδεκα. | |
Μαρκ. 8,19 | Οταν έκοψα τα πέντε ψωμιά δια τους πεντακισχιλίους, πόσα κοφίνια γεμάτα από κομμάτια επήρατε; Λεγουν εις αυτόν· “δώδεκα”. | |
Μαρκ. 8,20 | ὅτε δὲ τοὺς ἑπτὰ εἰς τοὺς τετρακισχιλίους, πόσων σπυρίδων πληρώματα κλασμάτων ἤρατε; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά. | |
Μαρκ. 8,20 | Οταν δε τα επτά ψωμιά έκοψα και εμοίρασα εις τις τέσσαρες χιλιάδες των ανθρώπων, πόσα μεγάλα κοφίνια γεμάτα από κομμάτια επήρατε;” Εκείνοι δε είπον· “επτά”. | |
Μαρκ. 8,21 | καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· οὔπω συνίετε; | |
Μαρκ. 8,21 | Και έλεγεν εις αυτούς· “άκομα δεν καταλαβαίνετε, ότι δεν σας ωμίλησα δια το υλικό προζύμι, αλλά δια το κακό πνευματικό προζύμι των Φαρισαίων, που είναι η κακία των και η υποκρισία των;” (Οι μαθηταί τότε και οι πιστοί δια μέσου των αιώνων πρέπει να προφυλάσσωνται από τους υποκριτάς). | |
Μαρκ. 8,22 | Καὶ ἔρχεται εἰς Βηθσαϊδά, καὶ φέρουσιν αὐτῷ τυφλὸν καὶ παρακαλοῦσιν αὐτὸν ἵνα αὐτοῦ ἅψηται. | |
Μαρκ. 8,22 | Και έρχεται εις την Βηθσαϊδά και φέρουν εις αυτόν ένα τυφλόν και τον παρακαλούν να τον εγγίση, δια να του δώση έτσι την θεραπείαν. | |
Μαρκ. 8,23 | καὶ ἐπιλαβόμενος τῆς χειρὸς τοῦ τυφλοῦ ἐξήγαγεν αὐτὸν ἔξω τῆς κώμης, καὶ πτύσας εἰς τὰ ὄμματα αὐτοῦ, ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτῷ ἐπηρώτα αὐτὸν εἴ τι βλέπει. | |
Μαρκ. 8,23 | Και αφού επιασε τον τυφλόν από το χέρι, τον έβγαλε έξω από το χωριό, έπτυσε εις τα μάτια του, έβαλε επάνω εις αυτόν τα χέρια του και τον ερωτούσε, αν βλέπη τίποτε. | |
Μαρκ. 8,24 | καὶ ἀναβλέψας ἔλεγε· βλέπω τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα περιπατοῦντας. | |
Μαρκ. 8,24 | Και εκείνος αφού εσήκωσε τα μάτια και εκύταξε έλεγε· “βλέπω τους ανθρώπους σαν δένδρα να περιπατούν”. (Η θεραπεία εγίνετο προοδευτικώς ανάλογα με την αναπτυσομένην πίστιν του τυφλού). | |
Μαρκ. 8,25 | εἶτα πάλιν ἐπέθηκε τὰς χεῖρας ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ ἐποίησεν αὐτὸν ἀναβλέψαι, καὶ ἀποκατεστάθη, καὶ ἀνέβλεψε τηλαυγῶς ἅπαντας. | |
Μαρκ. 8,25 | Και έπειτα πάλιν έβαλε τα χέρια του ο Κυριος εις τα μάτια εκείνου και τον έκαμε να τα ανοίξη καλά και να βλέπη καθαρά. Και αποκατεστάθη η όρασίς του και διέκρινε όλους καθαρά και αυτούς ακόμη που ήσαν μακρυά. | |
Μαρκ. 8,26 | καὶ ἀπέστειλεν αὐτὸν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ λέγων· μηδὲ εἰς τὴν κώμην εἰσέλθῃς μηδὲ εἴπῃς τινὶ ἐν τῇ κώμῃ. | |
Μαρκ. 8,26 | Και έστειλεν αυτόν στο σπίτι του, αφού του έδωσε την παραγγελίαν· “ούτε στο χωριό να εισέλθης ούτε εις κανένα μέσα στο χωριό να πης τίποτε περί του θαύματος”. | |
Μαρκ. 8,27 | Καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὰς κώμας Καισαρείας τῆς Φιλίππου· καὶ ἐν τῇ ὁδῷ ἐπηρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων αὐτοῖς· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι; | |
Μαρκ. 8,27 | Και ανεχώρησεν ο Ιησούς με τους μαθητάς του από την περιοχήν εκείνην, και ήλθε εις τα χωριά της Καισαρείας, την οποίαν είχε μεγαλώσει και εξωραΐσει ο Ηρώδης Φιλιππος. Εις τον δρόμον δε ερωτούσε τους μαθητάς του· “τι λέγουν οι άνθρωποι περί εμού· ποίος, νομίζουν ότι είμαι;” | |
Μαρκ. 8,28 | οἱ δὲ ἀπεκρίθησαν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, καὶ ἄλλοι Ἠλίαν, ἄλλοι δὲ ἕνα τῶν προφητῶν. | |
Μαρκ. 8,28 | Εκείνοι δε απήντησαν,·“άλλοι σε θεωρούν Ιωάννην τον Βαπτιστήν, άλλοι Ηλίαν, και άλλοι ένα από τους προφήτας”. | |
Μαρκ. 8,29 | καὶ αὐτὸς λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστός. | |
Μαρκ. 8,29 | Και αυτός τους είπε· “σεις δε ποιός λέγετε, ότι είμαι;” 'Αποκριθεις δε ο Πετρος λέγει εις αυτόν· “συ είσαι ο Χριστός, τον οποίον προείπαν οι προφήται”. | |
Μαρκ. 8,30 | καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ λέγωσι περὶ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 8,30 | Και διέταξε αυτούς με αυστηρότητα, να μη λέγουν εις κανένα, ότι αυτός είναι ο Χριστός. | |
Μαρκ. 8,31 | Καὶ ἤρξατο διδάσκειν αὐτοὺς ὅτι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου πολλὰ παθεῖν, καὶ ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γραμματέων, καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἀναστῆναι. | |
Μαρκ. 8,31 | Και ήρχισε να διδάσκη αυτούς, ότι σύμφωνα με την βουλήν του Θεού και δια την σωτηρίαν των ανθρώπων πρέπει ο υιός του ανθρώπου πολλά να πάθη, να απορριφθή και να περιφρονηθή από τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς, και να φονευθή και έπειτα από τρεις ημέρας να αναστηθή. | |
Μαρκ. 8,32 | καὶ παῤῥησίᾳ τὸν λόγον ἐλάλει. καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 8,32 | Και από τότε επανελάμβανε ο Κυριος τα λόγια αυτά περί του πάθους του καθαρά και φανερά. Και ο Πετρος, αφού επήρε αυτόν ιδιαιτέρως, ήρχισε να του απευθύνη ζωηράς διαμαρτυρίας, δια να τον αποτρέψη από τον θάνατον. | |
Μαρκ. 8,33 | ὁ δὲ ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐπετίμησε τῷ Πέτρῳ λέγων· ὕπαγε ὀπίσω μου σατανᾶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. | |
Μαρκ. 8,33 | Ο δε Κυριος, αφού εγύρισε και είδε τους μαθητάς του, επέπληξε τον Πετρον, λέγων· “ύπαγε οπίσω μου σατανά, διότι συ παρασυρόμενος από τα ανθρώπινα συναισθήματά σου, δεν φρονείς εκείνα που θέλει ο Θεός, αλλά εκείνα που αρέσουν στους ανθρώπους”. | |
Μαρκ. 8,34 | Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι. | |
Μαρκ. 8,34 | Και αφού επροσκάλεσε τον λαόν μαζή με τους μαθητάς του, είπεν εις αυτούς· “όποιος θέλει να με ακολουθήση ως πιστός μαθητής μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του με τας αδυναμίας, και τα πάθη του, ας πάρη την απόφασιν να υποστή προς χάριν μου ταλαιπωρίες και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση στον δρόμον, που εγώ εχάραξα. | |
Μαρκ. 8,35 | ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ἑαυτοῦ ψυχὴν ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ τοῦ εὐαγγελίου οὗτος σώσει αὐτήν. | |
Μαρκ. 8,35 | Διότι όποιος θέλει να σώση την επίγειον ζωή του, αυτός θα χάση την αιωνίαν και μακαρίαν ζωήν. Οποιος όμως αψηφήσει και θυσιάσει την ζωήν του προς χάριν εμού και του ευαγγελίου, αυτός θα σώση την ζωήν του εις την αιωνίαν μακαριότητα. | |
Μαρκ. 8,36 | τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; | |
Μαρκ. 8,36 | Διότι τι θα ωφελήση τον άνθρωπον, εάν κερδήση ολόκληρον τον υλικόν κόσμον και χάσει την ψυχήν του; | |
Μαρκ. 8,37 | ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; | |
Μαρκ. 8,37 | Η, τι θα δώση άνθρωπος ως αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του από τον Αδην, αφού ούτε ο κόσμος όλος δεν ημπορεί να αντισταθμίση την αξίαν της ψυχής; | |
Μαρκ. 8,38 | ὃς γὰρ ἐὰν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτῃ τῇ μοιχαλίδι καὶ ἁμαρτωλῷ, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτὸν ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων τῶν ἁγίων. | |
Μαρκ. 8,38 | Διότι εκείνος, ο οποίος δια λόγους ανθρωπαρεσκείας και δειλίας θα εντραπή και θα αρνηθή εμέ και τους λόγους μου εις την γενεάν αυτήν, την αποστατημένην και αμαρτωλήν, και ο Υιός του ανθρώπου θα εντραπή αυτόν και θα τον αποκηρύξη, όταν ως κριτής των ανθρώπων έλθη ολόλαμπρος με την δόξαν του Πατρός αυτού συνοδευόμενος από τους αγίους αγγέλους”. | |
Κεφάλαιο 9ο | ||
Μαρκ. 9,1 | Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει. | |
Μαρκ. 9,1 | Και έλεγεν εις αυτούς· “Σας διαβεβαιώνω, ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που ευρίσκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, προτού ιδούν την βασιλείαν του Θεού, δηλαδή την Εκκλησίαν, να εγκαθίσταται και να θεμελιώνεται εις την γην με δύναμιν κατά την ημέραν της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος”. | |
Μαρκ. 9,2 | Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν μόνους· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, | |
Μαρκ. 9,2 | Και ύστερα από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και τους ανέβασεν εις ένα υψηλόν όρος αυτούς μόνον ιδιαιτέρως. Και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών. | |
Μαρκ. 9,3 | καὶ τὰ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο στίλβοντα, λευκὰ λίαν ὡς χιών, οἷα γναφεὺς ἐπὶ τῆς γῆς οὐ δύναται οὕτω λευκᾶναι. | |
Μαρκ. 9,3 | Και τα ενδύματα αυτού έγιναν απαστράπτοντα και ακτινοβόλα, λευκά παρά πολύ ώσαν το χιόνι, τέτοια που κανένας βαφεύς εις την γην δεν ημπορεί ποτέ να λευκάνη έτσι. | |
Μαρκ. 9,4 | καὶ ὤφθη αὐτοῖς Ἠλίας σὺν Μωϋσεῖ, καὶ ἦσαν συλλαλοῦντες τῷ Ἰησοῦ. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος λέγει τῷ Ἰησοῦ· | |
Μαρκ. 9,4 | Και παρουσιάσθη εις αυτούς ο Ηλίας (ως εκπρόσωπος των προφητών) μαζή με τον Μωϋσέα (εκπρόσωπον του Νομου) και συνωμιλούσαν με τον Ιησούν. Επήρε τότε ο Πετρος τον λόγον και είπεν στον Ιησούν. | |
Μαρκ. 9,5 | ῥαββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· καὶ ποιήσωμεν σκηνὰς τρεῖς, σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν καὶ Ἠλίᾳ μίαν. | |
Μαρκ. 9,5 | “Διδάσκαλε, καλόν είναι να μένωμεν εδώ. Και να κατασκευάσωμεν τρεις σκηνάς, μίαν δια σε, μίαν δια τον Μωϋσέα και μίαν δια τον Ηλίαν”. | |
Μαρκ. 9,6 | οὐ γὰρ ᾔδει τί λαλήσῃ· ἦσαν γὰρ ἔκφοβοι. | |
Μαρκ. 9,6 | Και έλεγεν αυτά, διότι δεν ήξευρε τι να είπη, επειδή αυτός και οι δύο άλλοι μαθηταί είχαν καταληφθή από φόβον, ο οποίος είχε θολώσει και συγχύσει τον νουν τους. | |
Μαρκ. 9,7 | καὶ ἐγένετο νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῖς, καὶ ἦλθε φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός· αὐτοῦ ἀκούετε. | |
Μαρκ. 9,7 | Και αίφνης ήλθε νέφος που εσκέπασε αυτούς. Και από το νέφος αυτό ηκούσθη φωνή, που έλεγεν· “αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπητός. Εις αυτόν να υπακούετε”. | |
Μαρκ. 9,8 | καὶ ἐξάπινα περιβλεψάμενοι οὐκέτι οὐδένα εἶδον, ἀλλὰ τὸν Ἰησοῦν μόνον μεθ᾿ ἑαυτῶν. | |
Μαρκ. 9,8 | Και έξαφνα εκύτταξαν γύρω τους οι μαθηταί και δεν είδαν κανένα, παρά μόνον τον Ιησούν μαζή των. | |
Μαρκ. 9,9 | καταβαινόντων δὲ αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους διεστείλατο αὐτοῖς ἵνα μηδενὶ διηγήσωνται ἃ εἶδον, εἰ μὴ ὅταν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. | |
Μαρκ. 9,9 | Καθώς δε κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν αυτούς, κατά τρόπον έντονον, εντολήν, να μη διηγηθούν εις κανένα αυτά που είδαν, παρά μόνον όταν ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών. | |
Μαρκ. 9,10 | καὶ τὸν λόγον ἐκράτησαν, πρὸς ἑαυτοὺς συζητοῦντες τί ἐστι τὸ ἐκ νεκρῶν ἀναστῆναι. | |
Μαρκ. 9,10 | Και οι μαθηταί εκράτησαν το γεγονός της μεταμορφώσεως μυστικόν· μεταξύ των όμως συζητούσαν, τι σημαίνει ότι θα αναστηθή εκ νεκρών. | |
Μαρκ. 9,11 | καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες, ὅτι λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι Ἠλίας δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον. | |
Μαρκ. 9,11 | Ερωτούσαν όμως αυτόν και έλεγαν· “διατί οι γραμματείς λέγουν, ότι πρέπει να έλθη πρώτον ο Ηλίας;” | |
Μαρκ. 9,12 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἠλίας μὲν ἐλθὼν πρῶτον ἀποκαθιστᾷ πάντα· καὶ πῶς γέγραπται ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἵνα πολλὰ πάθῃ καὶ ἐξουδενωθῇ; | |
Μαρκ. 9,12 | Εκείνος δε τους απήντησε· “Μαλιστα, ο Ηλίας θα έλθη προ της ελεύσεως του Μεσσίου, να αποκαταστήση και τακτοποιήση τα πάντα δια την υποδοχήν του. Αλλά διατί δεν λέγουν οι γραμματείς και το πως έχει γραφή και προφητευθή δια τον Υιόν του ανθρώπου, ότι θα πάθη πολλά και θα εξουθενωθή από τους εχθρούς του; | |
Μαρκ. 9,13 | ἀλλὰ λέγω ὑμῖν ὅτι καὶ Ἠλίας ἐλήλυθε, καὶ ἐποίησαν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν, καθὼς γέγραπται ἐπ᾿ αὐτόν. | |
Μαρκ. 9,13 | Αλλά εγώ σας λέγω τούτο· ότι ο Ηλίας ήλθε, εναντίον του οποίου, έκαμαν όσα ηθέλησαν, όπως άλλωστε και δι' αυτόν είχε προφητευθή”. (Και αυτά έλεγε δια τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν, ο οποίος είχεν έλθει εν πνεύματι και δυνάμει Ηλιού, δια να προπαρασκευάση τον λαόν). | |
Μαρκ. 9,14 | Καὶ ἐλθὼν πρὸς τοὺς μαθητὰς εἶδεν ὄχλον πολὺν περὶ αὐτούς, καὶ γραμματεῖς συζητοῦντας αὐτοῖς. | |
Μαρκ. 9,14 | Και καθώς κατέβηκε προς τους άλλους εννέα μαθητάς, είδεν λαόν πολύν γύρω από αυτούς και τους γραμματείς να συζητούν εντόνως με αυτούς. | |
Μαρκ. 9,15 | καὶ εὐθέως πᾶς ὁ ὄχλος ἰδόντες αὐτὸν ἐξεθαμβήθησαν, καὶ προστρέχοντες ἠσπάζοντο αὐτόν. | |
Μαρκ. 9,15 | Και αμέσως όλος ο λαός, όταν τον είδε, κατελήφθη από μεγάλο θαυμασμόν και τρέχοντες προς αυτόν τον εχαιρετούσαν. | |
Μαρκ. 9,16 | καὶ ἐπηρώτησε τοὺς γραμματεῖς· τί συζητεῖτε πρὸς ἑαυτούς; | |
Μαρκ. 9,16 | Και ηρώτησε τους γραμματείς· “τι συζητείτε μεταξύ σας;” | |
Μαρκ. 9,17 | καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. | |
Μαρκ. 9,17 | Και λαβών τον λόγον ένας από το πλήθος είπε· “Διδάσκαλε, έφερα προς σε το παιδί μου, που έχει καταληφθή από πονηρόν πνεύμα, το οποίον του έχει αφαιρέσει την λαλιάν. | |
Μαρκ. 9,18 | καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ῥήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. | |
Μαρκ. 9,18 | Και εις όποιον τόπον το καταλάβει, το συγκλονίζει και το ρίπτει κάτω και το κάνει να αφρίζη, να τρίζη τα δόντια του και να μένη ξηρόν και αναίσθητον. Και είπα στους μαθητάς σου να διώξουν αυτό το πονηρόν πνεύμα, και δεν ημπόρεσαν”. | |
Μαρκ. 9,19 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. | |
Μαρκ. 9,19 | Ο δε Ιησούς απεκρίθη εις αυτόν και είπε· “ω γενεά, που μένεις ακόμη άπιστος, παρ' όλα τα θαύματα που έχεις ιδή· έως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερτε αυτόν σε μένα”. Και έφεραν πράγματι το δαιμονιζόμενο παιδί. | |
Μαρκ. 9,20 | καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. | |
Μαρκ. 9,20 | Και το πνεύμα το πονηρόν, μόλις είδε τον Ιησούν, αμέσως συνεκλόνισε με σπασμούς τον νέον, ο οποίος αφού έπεσε εις την γην, εκυλίετο και έβγαζε αφρούς. | |
Μαρκ. 9,21 | καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. | |
Μαρκ. 9,21 | Και ηρώτησε ο Κυριος τον πατέρα του νέου· “πόσος καιρός είναι από τότε που συνέβη αυτό;” Και εκείνος είπε· “από την παιδικήν του ηλικίαν. | |
Μαρκ. 9,22 | καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. | |
Μαρκ. 9,22 | Και πολλές φορές τον έρριξεν εις την φωτιά και εις τα νερά, δια να τον εξοντώση. Αλλ' εάν ημπορής να κάμης τίποτε, σπλαγχνίσου μας και βοήθησέ μας”. | |
Μαρκ. 9,23 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. | |
Μαρκ. 9,23 | Ο δε Ιησούς του είπε τούτο· “εάν συ ημπορής να πιστεύσης, τότε όλα είναι κατορθωτά στον πιστεύοντα”. | |
Μαρκ. 9,24 | καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. | |
Μαρκ. 9,24 | Και αμέσως πατήρ του παιδίου με δάκρυα εις τα μάτια έκραξε και είπε· “πιστεύω, Κυριε, βοήθησέ με να ελευθερωθώ από την ολιγοπιστίαν και να αποκτήσω ζωντανήν πίστιν”. | |
Μαρκ. 9,25 | ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. | |
Μαρκ. 9,25 | Επειδή δε ο Ιησούς είδε ότι λαός έτρεχε από τα διάφορα μέρη και εμαζεύετο εκεί, επέπληξε το ακάθαρτον πνεύμα και του είπε· “το πνεύμα το άλαλον και το κωφόν, εγώ σε διατάσσω, έβγα από αυτόν και ποτέ πλέον να μη ξαναεισέλθης εις αυτόν”. | |
Μαρκ. 9,26 | καὶ κράξας καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. | |
Μαρκ. 9,26 | Και το πνεύμα το πονηρόν αφού έκραξε και συνεκλόνισε παρά πολύ τον νέον, εβγήκε. Και έμεινε ο νέος σαν πεθαμένος, ώστε πολλοί να λέγουν ότι απέθανε. | |
Μαρκ. 9,27 | ὁ δὲ Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. | |
Μαρκ. 9,27 | Ο δε Ιησούς τον επιασε από το χέρι, τον εσήκωσε και εκείνος εστάθη όρθιος. | |
Μαρκ. 9,28 | Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. | |
Μαρκ. 9,28 | Οταν δε εισήλθεν ο Κυριος εις ένα σπίτι, οι μαθηταί του τον ερωτούσαν ιδιαιτέρως· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε το ακάθαρτον πνεύμα;” | |
Μαρκ. 9,29 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. | |
Μαρκ. 9,29 | Και εκείνος τους είπεν· “αυτό το γένος των δαιμονίων με τίποτε άλλο δεν διώχνεται, παρά μόνον με προσευχήν και νηστείαν”. | |
Μαρκ. 9,30 | Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· | |
Μαρκ. 9,30 | Και αφού ανεχώρησαν από εκεί, επροχωρούσαν από απόμερους δρόμους δια μέσου της Γαλιλαίας και δεν ήθελε να μάθη κανείς δια την διάβασίν του αυτήν. | |
Μαρκ. 9,31 | ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρα ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. | |
Μαρκ. 9,31 | Και τούτο, διότι εδίδασκε τους μαθητάς του ιδιαιτέρως και τους επληροφορούσε, ότι ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια μοχθηρών ανθρώπων, οι οποίοι και θα τον θανατώσουν, και αφού θανατωθή, την τρίτην ημέραν θα αναστηθή. | |
Μαρκ. 9,32 | οἱ δὲ ἠγνόουν τὸ ῥῆμα, καὶ ἐφοβοῦντο αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. | |
Μαρκ. 9,32 | Εκείνοι όμως δεν ημπορούσαν να εννοήσουν τα λόγια αυτά. Δια λόγους δε σεβασμού, αλλά και ένεκα φόβου (μήπως ακούσουν κάτι περισσότερον λυπηρόν, η και ελεγχθούν δια την άγνοιάν των από τον διδάσκαλον) δεν ετολμούσαν να τον ερωτήσουν. | |
Μαρκ. 9,33 | Καὶ ἦλθεν εἰς Καπερναούμ· καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα αὐτούς· τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς διελογίζεσθε; | |
Μαρκ. 9,33 | Και ήλθε εις την Καπερναούμ. Οταν δε έφτασε στο σπίτι, τους ερωτούσε· “τι εσκέπτεσθε και τι εσυζητούσατε μεταξύ σας στον δρόμον;” | |
Μαρκ. 9,34 | οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλλήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς μείζων. | |
Μαρκ. 9,34 | Εκείνοι δε εντροπιασμένοι εσιωπούσαν, διότι είχαν συζητήσει στον δρόμον μεταξύ των, ποίος από αυτούς θα είναι μεγαλύτερος πλησίον του Χριστού. | |
Μαρκ. 9,35 | καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς· εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος. | |
Μαρκ. 9,35 | Και αφού εκάθισε, εκάλεσε τους δώδεκα και τους είπε· “όποιος θέλει να είναι πρώτος, θα γίνη τελευταίος από όλους και υπηρέτης εις όλους”. | |
Μαρκ. 9,36 | καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς· | |
Μαρκ. 9,36 | Επήρε δε ένα παιδί, το έβαλε όρθιο εν μέσω αυτών, το αγκαλιασε και τους είπε· | |
Μαρκ. 9,37 | ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με. | |
Μαρκ. 9,37 | “εκείνος που προς χάριν μου θα δεχθή ένα από τα παιδιά αυτά η ένα άνθρωπον, που με την απλοϊκότητα και αθωότητά του ομοιάζει με μικρό παιδί, αυτός υποδέχεται εμέ· και όποιος θα υποδεχθή εμέ, δεν δεχετεαι εμέ, αλλά τον Πατέρα, που με έστειλε εις την γην”. | |
Μαρκ. 9,38 | Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰωάννης λέγων· διδάσκαλε, εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν. | |
Μαρκ. 9,38 | Ελαβε τότε τον λόγον ο Ιωάννης και είπε· “διδάσκαλε, είδαμε κάποιον να διώχνη με την επίκλησιν του ονόματός σου δαιμόνια· αυτός όμως δεν μας ακολουθεί και δεν ανήκει εις την ομάδα μας. Δια τούτο και τον εμποδίσαμεν, ακριβώς διότι δεν μας ακολουθεί ως μαθητής σου”. | |
Μαρκ. 9,39 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· μὴ κωλύετε αὐτόν· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί με. | |
Μαρκ. 9,39 | Ο δε Ιησούς είπεν· “μη τον εμποδίζετε, διότι δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος με την δύναμιν του ονόματός μου θα κάμη θαύμα, και θα μπορέση σύντομα να με κακολογήση. | |
Μαρκ. 9,40 | ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ᾿ ὑμῶν, ὑπὲρ ὑμῶν ἐστιν. | |
Μαρκ. 9,40 | Μη εμποδίζετε λοιπόν κάτι τέτοιους, διότι εκείνος που δεν είναι ενάντιον σας και δεν σας πολεμεί, είναι με το μέρος σας. | |
Μαρκ. 9,41 | ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 9,41 | Διότι όποιος προς χάριν εμού σας προσφέρει και την παραμικράν υπηρεσίαν, όποιος π.χ. σας προσφέρει ένα ποτήρι νερό, διότι είσθε μαθηταί του Χρστού, σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα χάση τον μισθόν του. | |
Μαρκ. 9,42 | καὶ ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν. | |
Μαρκ. 9,42 | Οποιος δε με τα λόγια η με τα έργα του ήθελε σκανδαλίσει και σπρώξει στον δρόμον του κακού ένα από τους μικρούς και ταπεινούς τούτους, που πιστεύουν εις εμέ, πρέπει να θεωρήση συμφερώτερον δια τον εαυτόν του, εάν κρεμασθή από τον τράχηλόν του μια μυλόπετρα και ριφθή εις την θάλασσα. (Διότι η τιμωρία, που τον περιμένει από τον δίκαιον Θεόν, θα είναι ασυγκρίτως φοβερωτέρα). | |
Μαρκ. 9,43 | καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλὸν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, | |
Μαρκ. 9,43 | Και εάν πρόσωπον προσφιλές και πολύτιμον, όπως το δέξι σου χέρι, σε σκανδαλίζη, κόψε την επικοινωνίαν και συναναστροφήν με αυτό, όπως θα έκοπτες το αρωστημένο χέρι. Διότι είναι πολύ προτιμότερον για σένα να εισέλθης εις την βασιλείαν των ουρανών κουλλός η έχων και τα δύο σου χέρια να ριφθής εις την γέενναν, στο πυρ το άσβεστον, | |
Μαρκ. 9,44 | ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. | |
Μαρκ. 9,44 | όπου το σκουλήκι, που θα κατατρώγη τους αμαρτωλούς, δεν πεθαίνει ποτέ και το φοβερό πυρ δεν σβήνεται ποτέ. | |
Μαρκ. 9,45 | καὶ ἐὰν ὁ πούς σου σκανδαλίζῃ σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλὸν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλόν, ἢ τοὺς δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, | |
Μαρκ. 9,45 | Και εάν το πόδι σου γίνεται αφορμή να αμαρτάνης, κόψε το, διότι είναι προτιμότερον να μπης εις την αιωνίαν ζωήν κουτσός, παρά έχων και τα δυό πόδια να ριφθής εις την γέεναν, στο πυρ το άσβεστον, | |
Μαρκ. 9,46 | ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. | |
Μαρκ. 9,46 | όπου το σκουλήκι, που κατατρώγη τους κολασμένους, δεν θα έχη τέλος και η φωτιά, που θα τους κατακαίη, δεν θα σβήνη. (Είναι προτιμότερον να στερηθής από τας υπηρεσίας των οποιωνδήποτε ανθρώπων, εφ' όσον εξ αιτίας αυτών υπάρχει κίνδυνος να ριφθής εις την αιωνίαν κόλασιν). | |
Μαρκ. 9,47 | καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός, | |
Μαρκ. 9,47 | Και εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζη και γίνεται αφορμή αμαρτίας, βγάλε το. Είναι καλύτερον για σένα να μπης μονόφθαλμος εις την βασιλείαν του Θεού, παρά με τα δύο μάτια να αποπεμφθής εις την γέενναν του πυρός. (Είναι προτιμότερον να χωρισθής από πράγματα και πρόσωπα, που σου είναι πολύτιμα ώσαν το μάτια, παρά εξ αιτίας αυτών η μαζή με αυτά να ριφθής εις την κόλασιν) | |
Μαρκ. 9,48 | ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. | |
Μαρκ. 9,48 | όπου το σκουλήκι δεν παίρνει τέλος και η φωτιά δεν σβήνεται. | |
Μαρκ. 9,49 | πᾶς γὰρ πυρὶ ἁλισθήσεται, καὶ πᾶσα θυσία ἁλὶ ἁλισθήσεται. | |
Μαρκ. 9,49 | Διότι κάθε ένας θα αλατισθή με πυρ. Δια μεν τους δικαίους πυρ εξαγχνιστικόν και αγιαστικόν είναι αι θυσίαι, εις τας οποίας υποβάλλονται προς χάριν του Θεού. Δια δε τους αμαρτωλούς πυρ οδυνηρότατον και ατελεύτητον είναι η αιωνία κόλασις. Και το πυρ αυτό των θυσιών, που υποβάλλονται οι δίκαιοι είναι ανάλογον προς το άλατι, που κάνει νόστιμη κάθε θυσίαν προσφερομένην στον Θεόν. | |
Μαρκ. 9,50 | καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις. | |
Μαρκ. 9,50 | Το άλατι είναι καλόν και χρησιμώτατον· εάν όμως χάση την αλατιστικήν του δύναμιν, με τι θα το αρτύσετε, ώστε να γίνη και πάλιν χρήσιμον; (Εάν αι θυσίαι και αι αρεταί του δικαίου, αι οποίαι τον κάνουν πνευματικόν άλατι, που χαρίζει νοστιμάδα εις την ζωήν της κοινωνίας και προλαμβάνει την σήψιν, εάν αυταί εξαφανισθούν και αντικατασταθούν από κακίας, τότε από που θα ημπορέση ο άνθρωπος ν' αποκτήση πάλιν τα καλά γνωρίσματα του πιστού, που είχε;) Δια τούτο κρατήστε μέσα σας το πυρ του Θείου ζήλου, της θυσίας και της αρετής, δια να έχετε πάντοτε μεταξύ σας ειρήνην και να μη φιλονεικήτε δια αξιώματα και τιμητικάς θέσεις”. | |
Κεφάλαιο 10ο | ||
Μαρκ. 10,1 | Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς. | |
Μαρκ. 10,1 | Από εκεί εσηκώθη ο Ιησούς και ήλθε εις τα σύνορα της Ιουδαίας, προχωρήσας από την περιοχήν που είναι ανατολικά από τον Ιορδάνην. Και πλήθη λαού έρχονται μαζή πάλιν προς αυτόν. Και καθώς εσυνήθιζε, τους εδίδασκε πάλιν. | |
Μαρκ. 10,2 | καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι ἐπηρώτων αὐτὸν εἰ ἔξεστιν ἀνδρὶ γυναῖκα ἀπολῦσαι, πειράζοντες αὐτόν. | |
Μαρκ. 10,2 | Και προσελθόντες οι Φαρισαίοι τον ερωτούσαν, εάν επιτρέπεται στον άνδρα να διώξη και να δώση διαζύγιον εις την γυναίκα του. (Του απηύθηναν αυτήν την ερώτησιν με πονηράν διάθεσιν, διότι ήλπιζαν να λάβουν παρεξηγήσιμον απάντησιν, ώστε να έχουν αφορμήν να τον κατηγορήσουν). | |
Μαρκ. 10,3 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· τί ὑμῖν ἐνετείλατο Μωϋσῆς; | |
Μαρκ. 10,3 | Αυτός δε απήντησεν και τους είπε· “ποίαν εντολήν σας έδωσε ο Μωϋσής;” | |
Μαρκ. 10,4 | οἱ δὲ εἶπον· ἐπέτρεψε Μωϋσῆς βιβλίον ἀποστασίου γράψαι καὶ ἀπολῦσαι. | |
Μαρκ. 10,4 | Εκείνοι δε είπον· “ο Μωϋσής επέτρεψεν στον άνδρα να δώση γραπτόν διαζύγιον εις την γυναίκα και να την απολύση”. | |
Μαρκ. 10,5 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἔγραψεν ὑμῖν τὴν ἐντολὴν ταύτην· | |
Μαρκ. 10,5 | Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπεν· “ο Μωϋσής ένεκα της σκληροκαρδίας σας και της βαρβαρότητός σας (δια να προλάβη χειρότερα εγκλήματα, που ημπορούσατε να κάμετε εις βάρος της συζύγου σας) συγκατέβη και έδωσε αυτήν την εντολήν. | |
Μαρκ. 10,6 | ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς ὁ Θεός· | |
Μαρκ. 10,6 | Από δε την αρχήν της δημιουργίας ένα άνδρα και μίαν γυναίκα έπλασε ο Θεός (δια να συγκρατηθή ισόβιον ανδρόγυνον, χωρίς δυνατότητα διαζυγίου). | |
Μαρκ. 10,7 | ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα, καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν. | |
Μαρκ. 10,7 | Δι' αυτό, σύμφωνα με τους λόγους της Αγίας Γραφής, θα εγκαταλείψη ο άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα αυτού και θα προσκολληθή εις την μίαν και μονήν γυναίκα του και οι δύο σύζυγοι θα είναι πλέον ένα σώμα. | |
Μαρκ. 10,8 | ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ μία σάρξ· | |
Μαρκ. 10,8 | Ωστε δεν είναι πλέον δύο, όπως προηγουμένως, αλλά ένα σώμα. | |
Μαρκ. 10,9 | ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω· | |
Μαρκ. 10,9 | Αυτό λοιπόν το ανδρόγυνον, το οποίον εις ένα σώμα έχει συνδέσει ο Θεός, ο άνθρωπος ας μη το χωρίζη”. | |
Μαρκ. 10,10 | καὶ εἰς τὴν οἰκίαν πάλιν οἱ μαθηταὶ περὶ τούτου ἐπηρώτων αὐτόν, | |
Μαρκ. 10,10 | Και εις την οικίαν πάλιν οι μαθηταί του τον ερωτούσαν δια το θέμα αυτό. | |
Μαρκ. 10,11 | καὶ λέγει αὐτοῖς· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται ἐπ᾿ αὐτήν· | |
Μαρκ. 10,11 | Και εκείνος τους είπε· “Οποιος χωρίσει την γυναίκα του και νυμφευθή άλλην, διαπράττει μοιχείαν εις βάρος της νομίμου συζύγου του. | |
Μαρκ. 10,12 | καὶ ἐὰν γυνὴ ἀπολύσασα τὸν ἄνδρα γαμηθῇ ἄλλῳ, μοιχᾶται. | |
Μαρκ. 10,12 | Και εάν μία γυναίκα χωρίση τον άνδρα της και υπανδρευθή άλλον, διαπράττει μοιχείαν”. | |
Μαρκ. 10,13 | Καὶ προσέφερον αὐτῷ παιδία, ἵνα αὐτῶν ἅψηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμων τοῖς προσφέρουσιν. | |
Μαρκ. 10,13 | Και προσέφεραν εις αυτόν τα παιδιά, δια να τα εγγίση με τα χέρια του. Οι δε μαθηταί (διότι ενόμιζαν ταπεινωτικόν δια τον Κυριον να σχολήται με τα παιδιά, ήθελαν δε να τον προφυλάξουν και από ενοχλήσεις) επέπλητταν εκείνους που τα έφεραν. | |
Μαρκ. 10,14 | ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἠγανάκτησε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με, καὶ μὴ κωλύετε αὐτά· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. | |
Μαρκ. 10,14 | Οταν όμως ο Ιησούς είδεν αυτό, ηγανάκτησε και τους είπε· “αφήστε τα παιδιά να έρχωνται εις εμέ και μη τα εμποδίζετε. Διότι εις τα παιδιά αυτά και εις εκείνους, που με την απλότητα των ομοιάζουν με τα απονήρευτα παιδιά, ανήκει η βασιλεία των ουρανών. | |
Μαρκ. 10,15 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν. | |
Μαρκ. 10,15 | Σας διαβεβαιώνω, ότι όποιος δεν θα δεχθή την βασιλείαν του Θεού με την εμπιστοσύνην και την απλότητα ενός παιδιού, δεν θα εισέλθη εις αυτήν”. | |
Μαρκ. 10,16 | καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὰ κατηυλόγει τιθεὶς τὰς χεῖρας ἐπ᾿ αὐτά. | |
Μαρκ. 10,16 | Και αφού τα αγκαλιασε έβαλε επάνω των τα χέρια του και τα ευλογούσε πολλές φορές και με πολλήν στοργήν. | |
Μαρκ. 10,17 | Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ εἰς ὁδὸν προσδραμὼν εἷς καὶ γονυπετήσας αὐτὸν ἐπηρώτα αὐτόν· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσω ἵνα ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; | |
Μαρκ. 10,17 | Και καθώς έβγαινε ο Ιησούς στον δρόμον, έτρεξε εμπρός εις αυτόν ένας και αφού εγονάτισε, τον ηρώτησε· “διδάσκαλε αγαθέ, τι πρέπει να κάμω δια να κληρονομήσω την αιώνιον ζωήν;” | |
Μαρκ. 10,18 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. | |
Μαρκ. 10,18 | Ο δε Ιησούς του είπεν· “εφ' όσον με θεωρείς ως ένα απλούν άνθρωπον, διατί με ονομάζεις αγαθόν; Κανείς δεν είναι πλήρως και τελείως αγαθός, ειμί μόνον ένας, ο Θεός. | |
Μαρκ. 10,19 | τὰς ἐντολὰς οἶδας· μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, μὴ ἀποστερήσῃς, τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα. | |
Μαρκ. 10,19 | Τας εντολάς τας γνωρίζεις· να μη μοιχεύσης, να μη φονεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, να μη στερήσης τον πλησίον σου απ' ο,τι του ανήκει, να τιμάς τον πατέρα σου και την μητέρα σου”. | |
Μαρκ. 10,20 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου. | |
Μαρκ. 10,20 | Αυτός δε του απήντησε· “διδάσκαλε, όλα αυτά τα έχω φυλάξει από τότε, που ήμην νέος”. | |
Μαρκ. 10,21 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐμβλέψας αὐτῷ ἠγάπησεν αὐτὸν καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἕν σε ὑστερεῖ· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε, ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι, ἄρας τὸν σταυρόν σου. | |
Μαρκ. 10,21 | Ο δε Ιησούς τον παρετήρησε με πολλήν προσοχήν, τον συνεπάθησε και του είπε· “ένα σου λείπει· αν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε όσα έχεις και δώσε τα στους πτωχούς, και θα αποκτήσης θησαυρόν στον ουρανόν και έλα ακολούθησέ με, έχων την απόφασιν και σταυρικόν ακόμη θάνατον να υπομείνης προς χάριν μου”. | |
Μαρκ. 10,22 | ὁ δὲ στυγνάσας ἐπὶ τῷ λόγῳ ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. | |
Μαρκ. 10,22 | Εκείνος όμως ετενοχωρήθηκε και εσκυθρώπασε και έφυγε λυπημένος. Και τούτο, διότι είχε κτήματα πολλά, εις τα οποία ήτο δεμένη και προσκολλημένη η καρδιά του (και τα οποία τον έκαμαν, παρά την φαινομενικήν του διάθεσιν, να μη έχη ειλικρινή αγάπην προς τον Θεόν και τον πλησίον). | |
Μαρκ. 10,23 | καὶ περιβλεψάμενος ὁ Ἰησοῦς λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελεύσονται! | |
Μαρκ. 10,23 | Και αφού περιέφερε ο Ιησούς γύρω το βλέμμα του προς όσους είχαν παρακολουθήσει αυτήν την σκηνήν, είπε στους μαθητάς του· “πόσον δύσκολα θα μπουν εις την βασιλείαν των ουρανών αυτοί, που έχουν χρήματα πολλά”! | |
Μαρκ. 10,24 | οἱ δὲ μαθηταὶ ἐθαμβοῦντο ἐπὶ τοῖς λόγοις αὐτοῦ. ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· τέκνα, πῶς δύσκολόν ἐστι τοὺς πεποιθότας ἐπὶ χρήμασιν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν· | |
Μαρκ. 10,24 | Οι δε μαθηταί έμειναν θαμπωμένοι από έκπληξιν και φόβον δια τα λόγια του αυτά. Ο Ιησούς όμως επήρε πάλιν τον λόγον και τους είπε· “παιδιά μου, πόσον δύσκολον είναι να εισέλθουν εις την βασιλείαν του Θεού αυτοί, που έχουν στηρίξει την πεποίθησίν των και τας ελπίδας των δια μίαν ευτυχισμένην ζωήν εις τα χρήματα! | |
Μαρκ. 10,25 | εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυμαλιᾶς ῥαφίδος εἰσελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. | |
Μαρκ. 10,25 | Είναι ευκολώτερον μίαν γκαμήλα να περάση από την μικράν τρύπαν που ανοίγει το βελόνι, παρά ο πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. | |
Μαρκ. 10 ,26 | οἱ δὲ περισσῶς ἐξεπλήσσοντο λέγοντες πρὸς ἑαυτούς· καὶ τίς δύναται σωθῆναι; | |
Μαρκ. 10 ,26 | Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εξεπλήσσοντο και έλεγαν μεταξύ των· “και τότε ποιός ημπορεί να σωθή, αφού όλοι οι άνθρωποι είμεθα τόσον αδύνατοι; | |
Μαρκ. 10,27 | ἐμβλέψας αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγει· παρὰ ἀνθρώποις ἀδύνατον, ἀλλ᾿ οὐ παρὰ Θεῷ· πάντα γὰρ δυνατά ἐστι παρὰ τῷ Θεῷ. | |
Μαρκ. 10,27 | Τους εκύτταξε τότε με βλέμμα βαρυσήμαντον ο Ιησούς και τους είπε· “αυτό είναι πράγματι αδύνατον στους ανθρώπους, όχι όμως και στον Θεόν· διότι όλα είναι δυνατά στον Θεόν, ο οποίος και ημπορεί με την χάριν του να οδηγήση τους ανθρώπους, και αυτούς ακόμη τους πλουσίους, εις σωτηρίαν”. | |
Μαρκ. 10,28 | Ἤρξατο ὁ Πέτρος λέγειν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι. | |
Μαρκ. 10,28 | Ο Πετρος λαβών αφορμήν από την προτοπήν του Κυρίου προς τον πλούσιον να απαρνηθή τα κτήματά του, ήρχισε να λέγη προς τον Διδάσκαλον· “ιδού ημείς έχομεν εγκαταλείψει πάντα και σε ηκολουθήσαμεν”. | |
Μαρκ. 10,29 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδείς ἐστιν ὃς ἀφῆκεν οἰκίαν ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν ἐμοῦ καὶ ἕνεκεν τοῦ εὐαγγελίου, | |
Μαρκ. 10,29 | Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι δεν υπάρχει κανείς, που να έχη αφήσει σπίτι η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η τέκνα η αγρούς χάριν εμού και του Ευαγγελίου | |
Μαρκ. 10,30 | ἐὰν μὴ λάβῃ ἑκατονταπλασίονα νῦν ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ οἰκίας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἀδελφὰς καὶ πατέρα καὶ μητέρα καὶ τέκνα καὶ ἀγροὺς μετὰ διωγμῶν, καὶ ἐν τῷ αἰῶνι τῷ ἐρχομένῳ ζωὴν αἰώνιον. | |
Μαρκ. 10,30 | και να μη λάβη εκατονταπλάσια τώρα κατά τον χρόνον της παρούσης ζωής και οικίας και πνευματικούς αδελφούς και αδελφάς και πατέρα και μητέρα και τέκνα και αγρούς (διότι θα ενταχθή εις την μεγάλην πνευματικήν οικογένειαν, που λέγεται Εκκλησία). Αυτά όμως θα τα έχη με διωγμούς εκ μέρους των ασεβών και απίστων. Εις δε τον αιώνα που μέλλει να έλθη, θα λάβη ζωήν αιώνιον. | |
Μαρκ. 10,31 | πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. | |
Μαρκ. 10,31 | Τοτε δε πολλοί, που εθεωρούντο πρώτοι στον κόσμον αυτόν, θα είναι τελευταίοι, οι δε τελευταίοι και άσημοι δια το όνομά μου θα είναι πρώτοι”. | |
Μαρκ. 10,32 | Ἦσαν δὲ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντες εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἦν προάγων αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐθαμβοῦντο, καὶ ἀκολουθοῦντες ἐφοβοῦντο. καὶ παραλαβὼν πάλιν τοὺς δώδεκα ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, | |
Μαρκ. 10,32 | Ανέβαιναν δε τον δρόμον που ωδηγούσε προς τα Ιεροσόλυμα, και ο Ιησούς επροπορεύετο από αυτούς. Και οι μαθηταί καθώς έβλεπαν τον διδάσκαλον να προχωρή προς το μαρτύριον κατελήφθησαν από θάμβος (εμπρός στο μεγαλείο της θυσίας που ακτινοβολούσε η μορφή του”. Και καθώς με σεβασμόν τον ακολουθούσαν, εφοβούντο δι' όσα έμελλον να γίνουν εις Ιεροσόλυμα. Επήρε πάλιν τους δώδεκα ο Κυριος και ήρχισε να λέγη εις αυτούς όσα έμελλον να του συμβούν. | |
Μαρκ. 10,33 | ὅτι ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, | |
Μαρκ. 10,33 | Ελεγε δηλαδή ότι “ιδού αναβαίνομεν εις τα Ιεροσόλυμα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και στους γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον, και θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρας στρατιώτας της Ρωμης. | |
Μαρκ. 10,34 | καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. | |
Μαρκ. 10,34 | Και θα τον εμπαίξουν και θα τον μαστιγώσουν και θα τον φτύσουν και θα τον θανατώσουν, και την τρίτην ημέραν θα αναστηθή”. | |
Μαρκ. 10,35 | Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. | |
Μαρκ. 10,35 | Και έρχονται προς αυτόν ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, τα παιδιά του Ζεβεδαίου, και λέγουν· “διδάσκαλε, θέλομεν να μας κάμης αυτό που θα ζητήσωμεν”. | |
Μαρκ. 10,36 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; | |
Μαρκ. 10,36 | Αυτός δε τους είπε· “τι θέλετε να σας κάμω;” | |
Μαρκ. 10,37 | οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. | |
Μαρκ. 10,37 | Εκείνοι απήντησαν· “όταν ως ένδοξος βασιλεύς καθίσης στον βασιλικόν θρόνον της Ιερουσαλήμ, δος μας να καθίσωμεν ένας εκ δεξιών σου και ένας εξ αριστερών σου”. | |
Μαρκ. 10,38 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; | |
Μαρκ. 10,38 | Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν ξέρετε τι ζητείτε. Ημπορείτε να πίετε το ποτήριον του πόνου και του μαρτυρίου, το οποίον εγώ πίνω, και να βαπτισθήτε το βάπτισμα του αίματος, το οποίον εγώ βαπτίζομαι;” | |
Μαρκ. 10,39 | οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· | |
Μαρκ. 10,39 | Εκείνοι δε χωρίς καλά-καλά να σκεφθούν, του είπαν· “ημπορούμεν”. Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “το μεν ποτήριον του μαρτυρίου, το οποίον εγώ έντος ολίγου πίνω, θα το πίετε και το βάπτισμα της οδύνης και του αίματος και της θυσίας, το οποίον εγώ έντος ολίγου θα βαπτισθώ, θα το βαπτισθήτε. (Διότι και σεις θα δοκιμάσετε οδύνας και διωγμούς εξ αιτίας της πίστεώς σας εις εμέ). | |
Μαρκ. 10,40 | τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται. | |
Μαρκ. 10,40 | Το να καθίσετε όμως εκ δεξιών μου και εξ αριστερών μου δεν είναι εις την εξουσίαν μου να το δώσω εις όποιον απλώς μου το ζητήσει, αλλά θα δοθή στους αξίους, εις αυτούς δηλαδή που θα ζήσουν σύμφωνα με το Ευαγγέλιον και θα αγωνισθούν, δια τους οποίους άλωστε και έχει ετοιμασθή”. | |
Μαρκ. 10,41 | καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. | |
Μαρκ. 10,41 | Οι άλλοι δέκα, όταν ήκουσαν αυτά, ήρχισαν να αγανακτούν δια την φιλόδοξον αυτήν συμπεριφοράν του Ιακώβου και του Ιωάννου. | |
Μαρκ. 10,42 | ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν· | |
Μαρκ. 10,42 | Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “ξέρετε, ότι αυτοί που προβάλλονται σαν άρχοντες των εθνών, συμπεριφέρονται προς τους λαούς σαν να ήσαν απόλυτοι κύριοι αυτών. Και εκείνοι που κατέχουν ανάμεσα στους ανθρώπους μεγάλα αξιώματα, κάνουν κακήν χρήσιν της εξουσίας των και καταδυναστεύουν αυτούς, σαν να τους έχουν δούλους των. | |
Μαρκ. 10,43 | οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, | |
Μαρκ. 10,43 | Δεν πρέπει όμως τέτοια εγωϊστική τάσις και συμπεριφορά να παρατηρήται ματαξύ σας. Αλλ' όποιος θέλει να αναδειχθή μέγας μεταξύ σας, πρέπει να γίνη υπηρέτης σας, που να σας εξυπηρετή με αγάπην. | |
Μαρκ. 10,44 | καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· | |
Μαρκ. 10,44 | Και όποιος από σας θέλει να γίνη πρώτος, πρέπει να γίνη δούλος όλων και να συμπεριφέρεται με την ταπεινοφροσύνην και την υπομονήν και υπακοήν του δούλου. | |
Μαρκ. 10,45 | καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι, καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν. | |
Μαρκ. 10,45 | Διότι και ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να εξυπηρετηθή από τους ανθρώπους, αλλά να τους εξυπηρετήση και να δώση την ψυχήν αυτού λύτρον και αντάλλαγμα, δια να ελευθερωθούν πολλοί από την ενόχην της αμαρτίας και τον αιώνιον θάνατον”. | |
Μαρκ. 10,46 | Καὶ ἔρχονται εἰς Ἱεριχώ· καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἀπὸ Ἱεριχὼ καὶ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ ὄχλου ἱκανοῦ, ὁ υἱὸς Τιμαίου Βαρτίμαιος τυφλὸς ἐκάθητο παρὰ τὴν ὁδὸν προσαιτῶν. | |
Μαρκ. 10,46 | Και έρχονται εις την Ιεριχώ. Και καθώς έβγαινε από την Ιεριχώ αυτός και οι μαθηταί του και πολύς λαός, ένας τυφλός ο Βαρτίμαιος, δηλαδή το παιδί του Τιμαίου, εκάθητο παράπλευρα στον δρόμον και επαιτούσε. | |
Μαρκ. 10,47 | καὶ ἀκούσας ὅτι Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖός ἐστιν, ἤρξατο κράζειν καὶ λέγειν· υἱὲ Δαυΐδ Ἰησοῦ, ἐλέησόν με. | |
Μαρκ. 10,47 | Και όταν ήκουσεν, ότι ο Ιησούς, ο Ναζωραίος είναι εκεί, ήρχισε να φωνάζη και να λέγη· “Ιησού, απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. | |
Μαρκ. 10,48 | καὶ ἐπετίμων αὐτῷ πολλοὶ ἵνα σιωπήσῃ· ὁ δὲ πολλῷ μᾶλλον ἔκραζεν· υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με. | |
Μαρκ. 10,48 | Και πολλοί τον επέπληττον να σιωπήση. Αυτός όμως πολύ περισσότερον εφώναζε· “απόγονε του Δαυΐδ, ελέησέ με”. | |
Μαρκ. 10,49 | καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς εἶπε· φωνήσατε αὐτόν· καὶ φωνοῦσι τὸν τυφλὸν λέγοντες αὐτῷ· θάρσει, ἔγειρε· φωνεῖ σε. | |
Μαρκ. 10,49 | Εσταμάτησε ο Ιησούς και είπε· “καλέσατέ τον”. Και φωνάζουν τον τυφλόν και του λέγουν· “θάρρος, σήκω, σε καλεί ο Ιησούς”. | |
Μαρκ. 10,50 | ὁ δὲ ἀποβαλὼν τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ ἀναστὰς ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν. | |
Μαρκ. 10,50 | Αυτός δε επέταξε το εξωτερικόν του ένδυμα, εσηκώθηκε αμέσως και ήλθε στον Ιησούν. | |
Μαρκ. 10,51 | καὶ ἀποκριθεὶς λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τί σοι θέλεις ποιήσω; ὁ δὲ τυφλὸς εἶπεν αὐτῷ· ῥαββουνί, ἵνα ἀναβλέψω. | |
Μαρκ. 10,51 | Ο Ιησούς απεκρίθη και του είπε· “τι θέλεις να σου κάμω;” (Τον ηρώτησε όχι διότι δεν εγνώριζε το αίτημά του, αλλά δια να του δώση αφορμήν να εκδηλώση εμπρός εις όλους την προς αυτόν θερμήν του πίστιν). Ο δε τυφλός είπεν εις αυτόν· “διδάσκαλε, θέλω να αποκτήσω πάλιν το φως των οφθαλμών μου”. | |
Μαρκ. 10,52 | καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ὕπαγε, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ εὐθέως ἀνέβλεψε, καὶ ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ἐν τῇ ὁδῷ. | |
Μαρκ. 10,52 | Και ο Ιησούς του είπε· “πήγαινε στο καλό· η πίστις σου σε έχει σώσει”. Και αμέσως εκείνος απέκτησε το φως των οφθαλμών του, έβλεπε καλά και ακολουθούσε τον Κυριον στον δρόμον προς την Ιερουσαλήμ. | |
Κεφάλαιο 11ο | ||
Μαρκ. 11,1 | Καὶ ὅτε ἐγγίζουσιν εἰς Ἱερουσαλὴμ εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ | |
Μαρκ. 11,1 | Και όταν επλησίασαν εις την Ιερουσαλήμ, εκεί που ήταν η Βηθσφαγή και Βηθανία, κοντά στο όρος των Ελαιών, έστειλε ο Κυριος δύο από τους μαθητάς του | |
Μαρκ. 11,2 | καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν κώμην τὴν κατέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εἰσπορευόμενοι εἰς αὐτὴν εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ᾿ ὃν οὐδεὶς ἀνθρώπων κεκάθικε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. | |
Μαρκ. 11,2 | και τους είπε· “πηγαίνετε στο χωριό, που είναι απέναντί σας, και αμέσως καθώς θα μπαίνετε εις αυτό, θα βρήτε ένα πουλάρι δεμένο, επάνω στο οποίον κανένας άνθρωπος έως τώρα δεν έχει καθίσει. Λύστε το και φέρτε το εδώ. | |
Μαρκ. 11,3 | καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ· τί ποιεῖτε τοῦτο; εἴπατε ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει, καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε. | |
Μαρκ. 11,3 | Και εάν κανείς σας ερωτήση, διατί το κάμνετε αυτό; Ειπέτε του, ότι ο Κυριος το χρειάζεται, και πολύ σύντομα θα το ξαναστείλη πάλιν εδώ”. | |
Μαρκ. 11,4 | ἀπῆλθον δὲ καὶ εὗρον τὸν πῶλον δεδεμένον πρὸς τὴν θύραν ἔξω ἐπὶ τοῦ ἀμφόδου, καὶ λύουσιν αὐτόν. | |
Μαρκ. 11,4 | Επήγαν πράγματι οι μαθηταί και ευρήκαν το πουλάρι δεμένο εις την θύραν έξω προς το μέρος του δρόμου και το έλυσαν. | |
Μαρκ. 11,5 | καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων ἔλεγον αὐτοῖς· τί ποιεῖτε λύοντες τὸν πῶλον; | |
Μαρκ. 11,5 | Και μερικοί από εκείνους που έστεκαν εκεί, έλεγαν εις αυτούς· “τι κάνετε και λύετε το πουλάρι;” | |
Μαρκ. 11,6 | οἱ δὲ εἶπον αὐτοῖς καθὼς ἐνετείλατο ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἀφῆκαν αὐτούς. | |
Μαρκ. 11,6 | Εκείνοι δε απήντησαν, όπως τους είχε παραγγείλει ο Ιησούς και τους αφήκαν. | |
Μαρκ. 11,7 | καὶ ἤγαγον τὸν πῶλον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐπέβαλον αὐτῷ τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐκάθισεν ἐπ᾿ αὐτῷ. | |
Μαρκ. 11,7 | Και έφεραν το πουλάρι προς τον Ιησούν και έβαλαν επάνω εις αυτό τα ενδύματά των και εκάθισεν ο Ιησούς εις αυτό. | |
Μαρκ. 11,8 | πολλοὶ δὲ τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἔστρωσαν εἰς τὴν ὁδόν, ἄλλοι δὲ στοιβάδας ἔκοπτον ἐκ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον εἰς τὴν ὁδόν. | |
Μαρκ. 11,8 | Πολλοί δε έστρωναν τα ενδύματά των στον δρόμον δια να περάση ο Ιησούς, άλλοι δε έκοβαν από τα δένδρα πυκνόφυλλα κλωνάρια και τα έστρωναν στον δρόμον. | |
Μαρκ. 11,9 | καὶ οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. | |
Μαρκ. 11,9 | Και εκείνοι που επήγαιναν μπροστά και εκείνοι που ακολουθούσαν (καταληφθέντες από ακράτητον ενθουσιασμόν) εφώναζαν δυνατά και έλεγαν· “δόξα και ύμνος· ευλογημένος ας είναι ο Μεσσίας, που έρχεται εν ονόματι Κυρίου, δια να σώση τον κόσμον. | |
Μαρκ. 11,10 | εὐλογημένη ἡ ἐρχομένη βασιλεία ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ πατρός ἡμῶν Δαυΐδ· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. | |
Μαρκ. 11,10 | Ευλογημένη να είναι η βασιλεία του προπάτορός μας Δαυΐδ, η οποία έρχεται εν ονόματι Κυρίου· δοξολογίαν ας ψάλλουν οι άγγελοι, που είναι εν υψίστοις”. | |
Μαρκ. 11,11 | Καὶ εἰσῆλθεν εἰς Ἱεροσόλυμα ὁ Ἰησοῦς καὶ εἰς τὸ ἱερόν· καὶ περιβλεψάμενος πάντα, ὀψίας ἤδη οὔσης τῆς ὥρας, ἐξῆλθεν εἰς Βηθανίαν μετὰ τῶν δώδεκα. | |
Μαρκ. 11,11 | Και εισήλθεν εις Ιεροσόλυμα ο Ιησούς και στο ιερόν· και αφού παρετήρησε τριγύρω όλα, επειδή η ώρα ήτο πλέον προχωρημένη, εβγήκεν εις την Βηθανίαν μαζή με τους δώδεκα. | |
Μαρκ. 11,12 | Καὶ τῇ ἐπαύριον ἐξελθόντων αὐτῶν ἀπὸ Βηθανίας ἐπείνασε· | |
Μαρκ. 11,12 | Και την αυριανήν ημέραν, αφού είχαν βγη από την Βηθανίαν, δια να επιστρέψουν εις Ιρουσαλήμ, ο Κυριος επείνασε. | |
Μαρκ. 11,13 | καὶ ἰδὼν συκῆν ἀπὸ μακρόθεν ἔχουσαν φύλλα, ἦλθεν εἰ ἄρα τι εὑρήσει ἐν αὐτῇ· καὶ ἐλθὼν ἐπ᾿ αὐτὴν οὐδὲν εὗρεν εἰ μὴ φύλλα· οὐ γὰρ ἦν καιρὸς σύκων. | |
Μαρκ. 11,13 | Καθώς δε από μακρυά είδε μια συκιά γεμάτη φύλλα, ήλθε μήπως τυχόν και εύρη κανένα καρπόν εις αυτήν. Οταν όμως ήλθε κοντά της, δεν ευρήκε τίποτε παρά μόνον φύλλα, διότι δεν ήτο ο καιρός των σύκων. | |
Μαρκ. 11,14 | καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ εἰς τὸν αἰῶνα μηδεὶς καρπὸν φάγοι. καὶ ἤκουον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 11,14 | Και με έντονον ύφος είπεν εις αυτήν· “ποτέ πλέον στον αιώνα τον άπαντα να μη φάγη κανείς καρπόν από σένα”. Και οι μαθηταί του ήκουσαν αυτά (χωρίς και να ημπορούν να εννοήσουν ότι η άκαρπος συκή εσυμβόλιζε την άκαρπον συναγωγήν των Εβραίων, η οποία εξωτερικώς μόνον τύπους είχε να παρουσιάση και όχι αρετήν, και η οποία θα έμενε πλέον στον αιώνα στείρα και άκαρπος). | |
Μαρκ. 11,15 | Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ εἰσελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν ἤρξατο ἐκβάλλειν τοὺς πωλοῦντας καὶ τοὺς ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστερὰς κατέστρεψε, | |
Μαρκ. 11,15 | Και έρχονται πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα και όταν εισήλθεν ο Ιησούς εις την μεγάλην αυλήν του ναού, ήρχισε να διώχνη έξω από εκεί τους πωλούντας και τους αγοράζοντας μέσα εις την ιεράν εκείνην περιοχήν. Και τα τραπέζια των αργυραμοιβών (αυτών που αντήλλασσαν τα ξένα νομίσματα με ιουδαϊκά, με τα οποία και μόνον έπρεπε να καταβάλεται ο φόρος του ναού) τα αναποδογύρισε, όπως επίσης και τα καθίσματα εκείνων, που πωλούσαν τα περιστέρια δια τας θυσίας. | |
Μαρκ. 11,16 | καὶ οὐκ ἤφιεν ἵνα τις διενέγκῃ σκεῦος διὰ τοῦ ἱεροῦ, | |
Μαρκ. 11,16 | Και δεν άφινε να μεταφέρη κανείς δια μέσου της αυλής του ναού κανένα οικιακόν σκεύος η δοχείον. | |
Μαρκ. 11,17 | καὶ ἐδίδασκε λέγων αὐτοῖς· οὐ γέγραπται ὅτι ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν; ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. | |
Μαρκ. 11,17 | Εδίδασκε δε και έλεγε εις αυτούς· “δεν έχει γραφή από τον προφήτην Ησαΐαν, ότι ο οίκος μου θα ονομασθή οίκος προσευχής δι' όλα τα έθνη, που θα πιστεύσουν εις εμέ; Σεις όμως τον εκάματε σπήλαιον ληστών, όπου με απάτην και αισχροκέρδειαν κλέπτετε και αδικείτε ο ένας τον άλλον”. | |
Μαρκ. 11,18 | καὶ ἤκουσαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς, καὶ ἐζήτουν πῶς αὐτὸν ἀπολέσωσιν· ἐφοβοῦντο γὰρ αὐτόν, ὅτι πᾶς ὁ ὄχλος ἐξεπλήσσετο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 11,18 | Και επληροφορήθησαν οι γραμματείς και οι Φασρισαίοι και οι αρχιερείς τα γεγονότα αυτά και ηγανάκτησαν (διότι αφ' ενός μεν έχαναν τα ποσοστά των από τας αγοραπωλησίας εκείνας αφ' ετέρου δε είχαν εκτεθή στον λαόν, επειδή αυτοί είχαν το δικαίωμα και το καθήκον να απαλάξουν τον ναόν από τους πωλούντας και αγοράζοντας). Και εζητούσαν πως θα ημπορούσαν να θανατώσουν αυτόν. Δεν ήθελαν όμως φανερά να τον συλλάβουν, διότι τον εφοβούντο, επειδή ο λαός εθαύμαζε πολύ την διδασκαλίαν του. | |
Μαρκ. 11,19 | καὶ ὅτε ὀψὲ ἐγένετο, ἐξεπορεύετο ἔξω τῆς πόλεως. | |
Μαρκ. 11,19 | Και όταν εβραδυαζε, έβγαινε ο Κυριος έξω από την πόλιν. | |
Μαρκ. 11,20 | Καὶ παραπορευόμενοι πρωΐ εἶδον τὴν συκῆν ἐξηραμμένην ἐκ ῥιζῶν. | |
Μαρκ. 11,20 | Και καθώς επερνούσαν το πρωϊ, είδαν οι μαθηταί την συκιάν να έχη ξηρανθή από τις ρίζες. | |
Μαρκ. 11,21 | καὶ ἀναμνησθεὶς ὁ Πέτρος λέγει αὐτῷ· ῥαββί, ἴδε ἡ συκῆ ἣν κατηράσω ἐξήρανται. | |
Μαρκ. 11,21 | Και εθυμήθηκε ο Πετρος τα χθεσινά λόγια του Διδασκάλου και του είπε· “διδάσκαλε, κύτταξε· η συκιά την οποίαν χθες κατηράσθης έχει ξηρανθή”. | |
Μαρκ. 11,22 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· ἔχετε πίστιν Θεοῦ. | |
Μαρκ. 11,22 | Και απεκρίθη ο Ιησούς και του είπε· να έχετε πίστιν στον Θεόν και την δύναμίν του. | |
Μαρκ. 11,23 | ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν εἴπῃ τῷ ὄρει τούτῳ, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ μὴ διακριθῇ ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, ἀλλὰ πιστεύσει ὅτι ἃ λέγει γίνεται, ἔσται αὐτῷ ὃ ἐὰν εἴπῃ. | |
Μαρκ. 11,23 | Διότι σας διαβεβαιώνω, ότι εκείνος που έχει τέτοιαν πίστιν και θα είπη στο βουνό τούτο· σήκω και πέσε εις την θάλασσαν, και εφ' όσον δεν θα αισθανθή καμμίαν αμφιβολίαν εις την καρδίαν του, αλλά θα πιστεύση, ότι όσα εις δόξα του Θεού λέγει γίνονται, θα ίδη ότι θα γίνη αυτό, που θα είπη. | |
Μαρκ. 11,24 | διὰ τοῦτο λέγων ὑμῖν, πάντα ὅσα ἂν προσευχόμενοι αἰτεῖσθε, πιστεύετε ὅτι λαμβάνετε, καὶ ἔσται ὑμῖν. | |
Μαρκ. 11,24 | Δια τούτο και σας λέγω, ότι όλα όσα με την προσευχήν σας ζητείτε, πιστεύετε ότι θα τα λάβετε, και θα σας δοθούν από τον Θεόν. | |
Μαρκ. 11,25 | καὶ ὅταν στήκητε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος, ἵνα καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἀφῇ ὑμῖν τὰ παραπτώματα ὑμῶν. | |
Μαρκ. 11,25 | Και όταν στέκεσθε εις προσευχήν, να συγχωρήτε με όλην σας την καρδιά, εάν έχετε κάτι εναντίον κάποιου, δια να συγχωρήση και ο Πατήρ σας ο ουράνιος τα ιδικά σας παραπτώματα. | |
Μαρκ. 11,26 | εἰ δὲ ὑμεῖς οὐκ ἀφίετε, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. | |
Μαρκ. 11,26 | Εάν δε σεις δεν συγχωρήτε τους άλλους δια τα τυχόν σφάλματα, που έχουν πράξει απέναντί σας, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος δεν θα συγχωρήση τα ιδικά σας παραπτώματα”. | |
Μαρκ. 11,27 | Καὶ ἔρχονται πάλιν εἰς Ἱεροσόλυμα· καὶ ἐν τῶ ἱερῷ περιπατοῦντος αὐτοῦ ἔρχονται πρὸς αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι | |
Μαρκ. 11,27 | Και έρχονται πάλιν εις τα Ιεροσόλυμα και καθώς αυτός επεριπατούσε εις την αυλήν του ναού, έρχονται προς αυτόν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι | |
Μαρκ. 11,28 | καὶ λέγουσιν αὐτῷ· ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; ἢ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην ἵνα ταῦτα ποιῇς; | |
Μαρκ. 11,28 | και του λέγουν· “με ποίαν εξουσίαν ενεργείς αυτά; Η ποιός σου έδωκε την εξουσίαν αυτήν να κάνης αυτά, δηλαδή να διώχνης τους πωλούντας και αγοράζοντας από το ιερόν”; | |
Μαρκ. 11,29 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ἐπερωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ ἕνα λόγον, καὶ ἀποκρίθητέ μοι, καὶ ἐρῶ ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. | |
Μαρκ. 11,29 | Ο δε Ιησούς απεκρίθη και είπεν εις αυτούς· “Θα σας ερωτήσω κι' εγώ ένα λόγον. Δώστε μου σεις απόκρισιν εις αυτόν, και τότε θα σας πω και εγώ, με ποίαν εξουσίαν ενεργώ αυτά. | |
Μαρκ. 11,30 | τὸ βάπτισμα Ἰωάννου ἐξ οὐρανοῦ ἦν ἢ ἐξ ἀνθρώπων; ἀποκρίθητέ μοι. | |
Μαρκ. 11,30 | Το βάπτισμα του Ιωάννου (ο οποίος όπως ξεύρετε έδωσε επίσημον μαρτυρίαν για μένα) ήτο από τον ουρανόν, κατόπιν δηλαδή εντολής του Θεού, η ήτο απατηλή επινόησις των ανθρώπων; Απαντήστε μου”. | |
Μαρκ. 11,31 | καὶ ἐλογίζοντο πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ· διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ; | |
Μαρκ. 11,31 | Εκείνοι τότε εσυλλογίζοντο από μέσα των και έλεγαν· “εάν πούμε, ότι ήτο από τον ουρανόν, θα πη· διατί λοιπόν σεις δεν επιστεύσατε εις αυτόν; | |
Μαρκ. 11,32 | ἀλλὰ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων; -ἐφοβοῦντο τὸν λαόν· ἅπαντες γὰρ εἶχον τὸν Ἰωάννην ὅτι προφήτης ἦν. | |
Μαρκ. 11,32 | Αλλά να είπωμεν, ότι ήτο από μίαν επινόησις ανθρώπων;”- Εφοβούντο όμως τον λαόν, διότι όλοι ανεξαιρέτως επίστευαν ότι ο Ιωάννης ήτο προφήτης. | |
Μαρκ. 11,33 | καὶ ἀποκριθέντες λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· οὐκ οἴδαμεν. καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς λέγει αὐτοῖς· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. | |
Μαρκ. 11,33 | Και τότε αυτοί (που ως διδάσκαλοι του λαού έπρεπε να διακρίνουν το καλόν από το κακόν και να διαφωτίζουν τον λαόν) απήντησαν και είπαν στον Ιησούν· “δεν ηξεύρομεν από που ήτο το βάπτισμα του Ιωάννου”. Και ο Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “διότι είσθε δόλιοι και ανειλικρινείς ούτε και εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν πράττω αυτά”. | |
Κεφάλαιο 12ο | ||
Μαρκ. 12,1 | Καὶ ἤρξατο αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγειν· ἀμπελῶνα ἐφύτευσεν ἄνθρωπος καὶ περιέθηκε φραγμὸν καὶ ὤρυξεν ὑπολήνιον καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησε. | |
Μαρκ. 12,1 | Ηρχισε τότε να ομιλή εις αυτούς με παραβολάς. “Ενας άνθρωπος εφύτεψε αμπέλι και ύψωσε ολόγυρα φράκτην και έσκαψε πατητήρι και στέρνα δια τον μούστον, έκτισε πύργον δια να μένουν οι φύλακες και οι εργάται, και έτοιμο πλέον το αμπέλι το παρέδωσε στους γεωργούς, να το καλλιεργούν, να αποδίδουν δε και εις αυτόν την αναλογίαν των καρπών και εταξίδευσεν εις άλλην χώραν. | |
Μαρκ. 12,2 | καὶ ἀπέστειλε πρὸς τοὺς γεωργοὺς τῷ καιρῷ δοῦλον, ἵνα παρὰ τῶν γεωργῶν λάβῃ ἀπὸ τοῦ καρποῦ τοῦ ἀμπελῶνος. | |
Μαρκ. 12,2 | Και κατά την κατάλληλον εποχήν έστειλεν στους γεωργούς ένα δούλον, δια να παραλάβη από αυτούς ένα μέρος από τον καρπόν του αμπελιού. | |
Μαρκ. 12,3 | καὶ λαβόντες αὐτὸν ἔδειραν καὶ ἀπέστειλαν κενόν. | |
Μαρκ. 12,3 | Εκείνοι όμως, αφού επιασαν τον δούλον, τον έδειραν και τον έδιωξαν με αδειανά τα χέρια. | |
Μαρκ. 12,4 | καὶ πάλιν ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς ἄλλον δοῦλον· κἀκεῖνον λιθοβολήσαντες ἐκεφαλαίωσαν καὶ ἀπέστειλαν ἠτιμωμένον. | |
Μαρκ. 12,4 | Και πάλιν ο οικοδεσπότης έστειλε εις αυτούς άλλον δούλον· και εκείνον, αφού τον ελιθοβόλησαν, τον επλήγωσαν στο κεφάλι και τον εδίωξαν ντροπιασμένον. | |
Μαρκ. 12,5 | καὶ πάλιν ἄλλον ἀπέστειλε· κἀκεῖνον ἀπέκτειναν, καὶ πολλοὺς ἄλλους, οὓς μὲν δέροντες, οὓς δὲ ἀποκτέννοντες. | |
Μαρκ. 12,5 | Και πάλιν έστειλε άλλον και εκείνον τον εφόνευσαν και πολλούς άλλους εκακοποίησαν, άλλους μεν τους έδερναν, άλλους δε τους εφόνευαν. | |
Μαρκ. 12,6 | ἔτι οὖν ἕνα υἱὸν ἔχων, ἀγαπητὸν αὐτοῦ, ἀπέστειλε καὶ αὐτὸν ἔσχατον πρὸς αὐτοὺς λέγων ὅτι ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. | |
Μαρκ. 12,6 | Ακόμη, λοιπόν, ένα μονογενή και αγαπητόν Υιόν, που είχε, τον έστειλε τελευταίον προς αυτούς λέγων· Οτι αυτοί οι άνθρωποι θα εντραπούν επί τέλους τον υιόν μου. | |
Μαρκ. 12,7 | ἐκεῖνοι δὲ οἱ γεωργοί, θεασάμενοι αὐτὸν ἐρχόμενον, πρὸς ἑαυτοὺς εἶπον ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτόν, καὶ ἡμῶν ἔσται ἡ κληρονομία. | |
Μαρκ. 12,7 | Εκείνοι όμως οι γεωργοί, όταν είδαν αυτόν να έρχεται, είπαν μεταξύ τους· ότι αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε να τον φονεύσωμεν και θα μείνη έτσι ιδική μας πλέον η κληρονομία. | |
Μαρκ. 12,8 | καὶ λαβόντες ἀπέκτειναν αὐτὸν καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος. | |
Μαρκ. 12,8 | Και αφού τον επιασαν, τον εφόνευσαν και τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι. | |
Μαρκ. 12,9 | τί οὖν ποιήσει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος; ἐλεύσεται καὶ ἀπολέσει τοὺς γεωργοὺς τούτους, καὶ δώσει τὸν ἀμπελῶνα ἄλλοις. | |
Μαρκ. 12,9 | Τι θα κάμη λοιπόν ο κύριος του αμπελώνος; Θα έλθη και θα εξολοθρεύση τους γεωργούς αυτούς και θα δώση εις άλλους το αμπέλι, (Ετσι θα τιμωρήση ο Θεός τους πνευματικούς ηγέτας του Ισραήλ, στους οποίους ως καρποφόρον άμπελον ενεπιστεύθη τον λαόν του, και τον οποίον αυτοί κατά πολλούς τρόπους ήθελαν να εκμεταλλεύωνται δια την ιδικήν των ωφέλειαν. Δια να μένουν δε ανενόχλητοι εις την ανίερον εκμετάλλευσίν των έδιωχναν και έδερναν και εφόνευαν τους προφήτας, τους οποίους κατά καιρούς έστελνεν εις αυτούς ο Θεός, δια να τους υπενθυμίση το καθήκον των. Και θα εμπιστευθή ο Θεός τον νέον λαόν της Χαριτος εις άλλους πνευματικούς ηγέτας). | |
Μαρκ. 12,10 | οὐδὲ τὴν γραφὴν ταύτην ἀνέγνωτε, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· | |
Μαρκ. 12,10 | Και επρόσθεσε ο Κυριος· “δεν εδιαβάσατε ούτε αυτό το χωρίον της Γραφής που λέγει· Λιθον τον οποίον απέρριψαν ως ακατάλληλον οι κτίσται, αυτός έγινε ο κυριώτερος ακρογωνιαίος λίθος, δι' όλην την οικοδομήν. | |
Μαρκ. 12,11 | παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; | |
Μαρκ. 12,11 | Από τον Κυριον έγινεν η τοποθέτησις αυτή του λίθου και είναι αξιοθαύμαστος εις τα μάτια ημών των πιστών;” | |
Μαρκ. 12,12 | Καὶ ἐζήτουν αὐτὸν κρατῆσαι, καὶ ἐφοβήθησαν τὸν ὄχλον· ἔγνωσαν γὰρ ὅτι πρὸς αὐτοὺς τὴν παραβολὴν εἶπε. καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. | |
Μαρκ. 12,12 | Και εζητούσαν οι αρχιερείς να τον συλλάβουν, αλλά εφοβήθησαν τον λαόν· ήθελαν δε να τον συλλάβουν, διότι εκατάλαβαν καλά, ότι δι' αυτούς είπε την παραβολήν. Και αφού τον αφήκαν, έφυγαν. | |
Μαρκ. 12,13 | Καὶ ἀποστέλλουσι πρὸς αὐτόν τινας τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Ἡρῳδιανῶν ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι λόγῳ. | |
Μαρκ. 12,13 | Και στέλνουν προς αυτόν μερικούς από τους Φαρισαίους και μερικούς από τους Ηρωδιανούς, τους οπαδούς δηλαδή του Ηρώδου και φίλους των Ρωμαίων, δια να τον πιάσουν με τα λόγια των κατά δόλιον τρόπον, όπως πιάνεται το ψάρι με το δόλωμα. | |
Μαρκ. 12,14 | οἱ δὲ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων, ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις. εἰπὲ οὖν ἡμῖν· ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; δῶμεν ἢ μὴ δῶμεν; | |
Μαρκ. 12,14 | Εκείνοι αφού ήλθαν, του είπαν· “διδάσκαλε, γνωρίζομεν καλά, ότι είσαι ειλικρινής και φιλαλήθης και δεν σε μέλει δια κανένα. Διότι δεν αποβλέπεις ούτε επηρεάζεσαι από πρόσωπα ανθρώπων, αλλά διδάσκεις πάντοτε με κάθε αλήθειαν τον δρόμον του Θεού· ειπέ μας λοιπόν· επιτρέπεται να πληρώνωμεν φόρον στον Καίσαρα, ναι η όχι; Να δώσωμεν η να μη δώσωμεν αυτόν τον φόρον; | |
Μαρκ. 12,15 | ὁ δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὴν ὑπόκρισιν εἶπεν αὐτοῖς· τί με πειράζετε; φέρετέ μοι δηνάριον ἵνα ἴδω· | |
Μαρκ. 12,15 | Ο Ιησούς όμως, κατανοήσας την δολιότητα και υποκρισίαν των, τους είπε· “τι με πειράζετε; Φερτε μου να ιδώ το δηνάριον, με το οποίον πληρώνετε τον φόρον”. | |
Μαρκ. 12,16 | οἱ δὲ ἤνεγκαν. καὶ λέγει αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; οἱ δὲ εἶπον· Καίσαρος. | |
Μαρκ. 12,16 | Αυτοί δε του έφεραν και τους λέγει· “τίνος είναι η εικών και η επιγραφή, που υπάρχει στο νόμισμα;” Εκείνοι δε είπον· “του Καίσαρος”. | |
Μαρκ. 12,17 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ· καὶ ἐθαύμασαν ἐπ᾿ αὐτῷ. | |
Μαρκ. 12,17 | Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “δώστε πίσω στον Καίσαρα, όσα ανήκουν στον Καίσαρα και στον Θεόν δώστε, όσα ανήκουν στον Θεόν. (Εις τους άρχοντας αποδώστε φόρους, σεβασμόν και υπακοήν, εφ' όσον αυτά δεν είναι αντίθετα προς το θέλημα του Θεού. Εις τον Θεόν δε τον νουν και την καρδίαν σας, ολόκληρον τον ευατόν σας)”. Και εθαύμασαν αυτόν δια την απάντησιν, που τους έδωκεν. | |
Μαρκ. 12,18 | Καὶ ἔρχονται Σαδδουκαῖοι πρὸς αὐτόν, οἵτινες λέγουσιν ἀνάστασιν μὴ εἶναι, καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· | |
Μαρκ. 12,18 | Ηλθαν κατόπιν εις αυτόν οι Σαδδουκαίοι, οι οποίοι έλεγον ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών, και τον ηρωτησαν· | |
Μαρκ. 12,19 | διδάσκαλε, Μωϋσῆς ἔγραψεν ἡμῖν ὅτι ἐάν τινος ἀδελφὸς ἀποθάνῃ καὶ καταλίπῃ γυναῖκα, καὶ τέκνα μὴ ἀφῇ, ἵνα λάβῃ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἐξαναστήσῃ σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 12,19 | “διδάσκαλε, ο Μωϋσής στον νόμον, που μας έδωσε, έγραψε ότι εάν ο αδελφός κάποιου πεθάνη και εγκαταλείψη χήραν την γυναίκα και δεν αφήση τέκνα, πρέπει να πάρη ο αδελφός του την χήραν εκείνου και να γεννήση απόγονον στον αποθανόντα αδελφόν. | |
Μαρκ. 12,20 | ἑπτὰ οὖν ἀδελφοὶ ἦσαν. καὶ ὁ πρῶτος ἔλαβε γυναῖκα, καὶ ἀποθνήσκων οὐκ ἀφῆκε σπέρμα. | |
Μαρκ. 12,20 | Ησαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος επήρε σύζυγον και όταν απέθανε, δεν αφήκεν απόγονον. | |
Μαρκ. 12,21 | καὶ ὁ δεύτερος ἔλαβεν αὐτήν, καὶ ἀπέθανε, καὶ οὐδὲ αὐτὸς οὐκ ἀφῆκε σπέρμα. καὶ ὁ τρίτος ὡσαύτως. | |
Μαρκ. 12,21 | Και ο δεύτερος αδελφός έλαβεν αυτήν και απέθανε, και ουδέ αυτός αφήκεν απόγονον. Και ο τρίτος επίσης. | |
Μαρκ. 12,22 | καὶ ἔλαβον αὐτὴν οἱ ἑπτά, καὶ οὐκ ἀφῆκαν σπέρμα. ἐσχάτη πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. | |
Μαρκ. 12,22 | Και επήραν αυτήν ως σύζυγον και οι επτά, χωρίς να αφήσουν απόγονον. Τελευταία δε από όλους απέθανε και η γυναίκα. | |
Μαρκ. 12,23 | ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει, ὅταν ἀναστῶσι, τίνος αὐτῶν ἔσται γυνή; οἱ γὰρ ἑπτὰ ἔσχον αὐτὴν γυναῖκα. | |
Μαρκ. 12,23 | Λοιπόν κατά την ανάστασιν, όταν όλοι αυτοί αναστηθούν, εις ποίον από όλους θα ανήκη η γυναίκα; Διότι και οι επτά την έλαβον ως σύζυγον”. | |
Μαρκ. 12,24 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ διὰ τοῦτο πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ; | |
Μαρκ. 12,24 | Και αποκριθείς ο Ιησούς τους είπε· “δεν σκέπτεσθε, πόσον πλανάσθε δι' αυτό; Και τούτο, διότι δεν γνωρίζετε ούτε την διδασκαλίαν των Γραφών ούτε την δύναμιν του Θεού. | |
Μαρκ. 12,25 | ὅταν γὰρ ἐκ νεκρῶν ἀναστῶσιν, οὔτε γαμοῦσιν οὔτε γαμίζονται, ἀλλ᾿ εἰσὶν ὡς ἄγγελοι οἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | |
Μαρκ. 12,25 | Διότι, όταν αναστηθούν οι άνθρωποι εκ νεκρών ούτε νυμφεύονται οι άνδρες ούτε υπανδρεύονται αι γυναίκες, αλλά ζουν όπως οι άγγελοι του ουρανού. | |
Μαρκ. 12,26 | περὶ δὲ τῶν νεκρῶν ὅτι ἐγείρονται, οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῇ βίβλῳ Μωϋσέως, ἐπὶ τοῦ βάτου πῶς εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεὸς λέγων, ἐγὼ ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; | |
Μαρκ. 12,26 | Ως προς δε τους νεκρούς, ότι δηλαδή θα αναστηθούν, δεν εδιαβάσατε στο βιβλίον του Μωϋσέως, εκεί όπου γίνεται λόγος δια την φλεγομένην βάτον, πως του είπεν ο Θεός; Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; | |
Μαρκ. 12,27 | οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων· ὑμεῖς οὖν πολὺ πλανᾶσθε. | |
Μαρκ. 12,27 | Ο Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά Θεός ζωντανών και ως ζωντανούς εις την αιωνιότητα αναφέρει εδώ τους τρεις πατριάρχας. Σεις λοιπόν, πολύ πλανάσθε”. | |
Μαρκ. 12,28 | Καὶ προσελθὼν εἷς τῶν γραμματέων ἀκούσας αὐτῶν συζητούντων, ἰδὼν ὅτι καλῶς αὐτοῖς ἀπεκρίθη, ἐπηρώτησεν αὐτόν· ποία ἐστὶ πρώτη πάντων ἐντολή; | |
Μαρκ. 12,28 | Επλησίασε τότε ένας από τους γραμματείς, ο οποίος όταν τους ήκουσε να συζητούν και είδεν ότι ορθώς απήντησεν εις αυτούς ο Χριστός, τον ερώτησε με ειλικρινές ενδιαφέρον· “ποία είναι η μεγαλυτέρα από όλας τας εντολάς;” | |
Μαρκ. 12,29 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· | |
Μαρκ. 12,29 | Ο δε Ιησούς του απήντησεν, ότι η πρώτη από όλας τας εντολάς είναι αυτή·” άκουε λαέ Ισραήλ, ο Κυριος ο Θεός ημών ένας και μόνος Κυριος είναι. | |
Μαρκ. 12,30 | καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου. αὕτη πρώτη ἐντολή. | |
Μαρκ. 12,30 | Και οφείλεις να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν και με όλην την διάνοιάν σου και με όλην σου την δύναμιν, με ολόκληρον δηλαδή την ύπαρξίν σου. Αυτή είναι η πρώτη εντολή. | |
Μαρκ. 12,31 | καὶ δευτέρα ὁμοία, αὕτη· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. μείζων τούτων ἄλλη ἐντολὴ οὐκ ἔστι. | |
Μαρκ. 12,31 | Και δευτέρα εντολή ομοία προς την πρώτην είναι αυτή· Οφείλεις να αγαπάς τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου. Αλλη μεγαλυτέρα εντολή από τας δύο αυτάς δεν υπάρχει”. | |
Μαρκ. 12,32 | καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ γραμματεύς· καλῶς, διδάσκαλε, ἐπ᾿ ἀληθείας εἶπας ὅτι εἷς ἐστι καὶ οὐκ ἔστιν ἄλλος πλὴν αὐτοῦ· | |
Μαρκ. 12,32 | Και είπεν εις αυτόν ο γραμματεύς· “πολύ καλά, διδάσκαλε, σύμφωνα προς την αλήθειαν απήντησες, ότι ένας είναι ο Κυριος και Θεός και εκτός από αυτόν δεν υπάρχει άλλος. | |
Μαρκ. 12,33 | καὶ τὸ ἀγαπᾶν αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καὶ ἐξ ὅλης τῆς συνέσεως καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, καὶ τὸ ἀγαπᾶν τὸν πλησίον ὡς ἑαυτὸν πλεῖόν ἐστι πάντων τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσιῶν. | |
Μαρκ. 12,33 | Και το να αγαπά κανείς αυτόν με όλην του την καρδιά και με όλην του την διάνοιαν και με όλην του την ψυχήν και με όλην την δύναμιν της θελήσεώς του και το να αγαπά τον πλησίον του σαν τον ευατόν του, είναι πολύ ανώτερον από όλα τα σφάγια, που καίονται ολόκληρα ως θυσία επάνω στο θυσιαστήριον και από όλας τας άλλας θυσίας”. | |
Μαρκ. 12,34 | καὶ ὁ Ἰησοῦς ἰδὼν ὅτι νουνεχῶς ἀπεκρίθη, εἶπεν αὐτῷ· οὐ μακρὰν εἶ ἀπὸ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ· καὶ οὐδεὶς οὐκέτι ἐτόλμα αὐτὸν ἐπερωτῆσαι. | |
Μαρκ. 12,34 | Οταν είδε ο Ιησούς, ότι τόσον συνετά και έξυπνα απήντησε, του είπεν· “δεν είσαι μακρυά από την βασιλείαν του Θεού, όπως είναι οι άλλοι γραμματείς και Φαρισαίοι”. Και κανείς πλέον δεν ετολμούσε να τον ερωτήση. | |
Μαρκ. 12,35 | Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἔλεγε διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ· πῶς λέγουσιν οἱ γραμματεῖς ὅτι ὁ Χριστὸς υἱὸς Δαυΐδ ἐστι; | |
Μαρκ. 12,35 | Ελαβε τότε τον λόγον ο Ιησούς και εδίδασκε εις τας αυλάς του ναού· “πως ισχυρίζονται οι γραμματείς ότι ο Χριστός είναι απλούς απόγονος του Δαυΐδ; | |
Μαρκ. 12,36 | αὐτὸς γὰρ Δαυΐδ εἶπεν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ· λέγει ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου. | |
Μαρκ. 12,36 | Διότι ο ίδιος ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, διεκήρυξε· Είπεν ο Κυριος στον Κυριον μου, κάθισε εκ δεξιών μου ένδοξος όπως εγώ, έως ότου συντρίψω τους εχθρούς σου και τους θέσω υποπόδιον των ποδών σου. | |
Μαρκ. 12,37 | αὐτὸς οὖν Δαυΐδ λέγει αὐτὸν Κύριον· καὶ πόθεν υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; καὶ ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν αὐτοῦ ἡδέως. | |
Μαρκ. 12,37 | Ο ίδιος, λοιπόν, ο Δαυίδ ονομάζει τον Μεσσίαν Κυριον· και πως λοιπόν είναι δυνατόν ο Μεσσίας να είναι μόνον απλούς απόγονός του;” Και ο πολύς λαός ήκουεν τον Ιησούν με μεγάλην ευχαρίστησιν. | |
Μαρκ. 12,38 | Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ἐν τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· βλέπετε ἀπὸ τῶν γραμματέων τῶν θελόντων ἐν στολαῖς περιπατεῖν καὶ ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς | |
Μαρκ. 12,38 | Και τους έλεγε εις την διδασκαλίαν του· “προσέχετε από τους γραμματείς, οι οποίοι θέλουν να εμφανίζωνται και να περιπατούν με επισήμους και ειδικάς δι' αυτούς στολάς και επιδιώκουν τους τιμητικούς χαιρετισμούς εις τας αγοράς | |
Μαρκ. 12,39 | καὶ πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ πρωτοκλισίας ἐν τοῖς δείπνοις. | |
Μαρκ. 12,39 | και τα πρώτα καθίσματα εις τας συναγωγάς και τας πρώτας θέσεις εις τα δείπνα. | |
Μαρκ. 12,40 | οἱ κατεσθίοντες τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι! οὗτοι λήψονται περισσότερον κρῖμα. | |
Μαρκ. 12,40 | Αυτοί είναι, που καταπατούν το δίκαιον και κατατρώγουν τα σπίτια και την περιουσίαν των χήρων και κατόπιν με υποκρισίαν πολλήν και με το πρόσχημα της ευσεβοίας κάνουν μακράς προσευχάς, δια να εξαπατούν τους άλλους. Αυτοί θα λάβουν μεγαλυτέραν καταδίκην, από οποιονδήποτε άλλον άρπαγα και κλέπτην”. (Και τούτο, διότι αυτοί εν επιγνώσει αμαρτάνουν, και, το ακόμη χειρότερον, καπηλεύονται την ευσέβειαν). | |
Μαρκ. 12,41 | Καὶ καθίσας ὁ Ἰησοῦς κατέναντι τοῦ γαζοφυλακίου ἐθεώρει πῶς ὁ ὄχλος βάλλει χαλκὸν εἰς τὸ γαζοφυλάκιον. | |
Μαρκ. 12,41 | Και τότε εκάθισεν ο Ιησούς απέναντι από τα κουτιά των ελεημοσυνών και έβλεπε πως ο λαός έρριπτε χάλκινα νομίσματα εις αυτό”. | |
Μαρκ. 12,42 | καὶ πολλοὶ πλούσιοι ἔβαλλον πολλά· καὶ ἐλθοῦσα μία χήρα πτωχὴ ἔβαλε λεπτὰ δύο, ὅ ἐστι κοδράντης. | |
Μαρκ. 12,42 | Και πολλοί πλούσιοι έρριπταν πολλά· Ηλθε όμως μία πτωχή χήρα και έριξε δύο λεπτά, δηλαδή ένα κοδράντην. | |
Μαρκ. 12,43 | καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἡ χήρα ἡ πτωχὴ αὕτη πλεῖον πάντων ἔβαλε τῶν βαλλόντων εἰς τὸ γαζοφυλάκιον· | |
Μαρκ. 12,43 | Και αφού επροσκάλεσε ο Κυριος τους μαθητάς του τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι αυτή η πτωχή χήρα έρριξε στο κουτί πολύ περισσότερα από όλους τους άλλους. | |
Μαρκ. 12,44 | πάντες γὰρ ἐκ τοῦ περισσεύοντος αὐτοῖς ἔβαλον· αὕτη δὲ ἐκ τῆς ὑστερήσεως αὐτῆς πάντα ὅσα εἶχεν ἔβαλεν, ὅλον τὸν βίον αὐτῆς. | |
Μαρκ. 12,44 | Διότι όλοι οι άλλοι έρριψαν από το περίσευμά των, αυτή δε από την πλήρη στέρησίν της· όλα όσα είχεν τα έρριψεν, όλο το βιο της”. | |
Κεφάλαιο 13ο | ||
Μαρκ. 13,1 | Καὶ ἐκπορευομένου αὐτοῦ ἐκ τοῦ ἱεροῦ λέγει αὐτῷ εἷς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ· διδάσκαλε, ἴδε ποταποὶ λίθοι καὶ ποταπαὶ οἰκοδομαί. | |
Μαρκ. 13,1 | Και καθώς έβγαιναν από την αυλήν του ναού, του είπεν ένας από τους μαθητάς του· “διδάσκαλε, κύτταξε, τι ωραία μάρμαρα και πόσον μεγαλοπρεπή κτίρια είναι αυτά”! | |
Μαρκ. 13,2 | καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· βλέπεις ταύτας τὰς μεγάλας οἰκοδομάς; οὐ μὴ ἀφεθῇ ὧδε λίθος ἐπὶ λίθον ὃς οὐ μὴ καταλυθῇ. | |
Μαρκ. 13,2 | Και ο Ιησούς απήντησε και του είπε· “βλέπεις αυτάς τας μεγάλας οικοδομάς· δεν θα μείνη εδώ πέτρα επάνω εις την πέτραν, που να μη κρημνισθή”. | |
Μαρκ. 13,3 | Καὶ καθημένου αὐτοῦ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν κατέναντι τοῦ ἱεροῦ, ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν Πέτρος καὶ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης καὶ Ἀνδρέας· | |
Μαρκ. 13,3 | Και ενώ εκάθητο στο όρος των Ελαιών απέναντι από τον ναόν, τον ηρώτησαν ιδιαιτέρως ο Πετρος, ο Ιάκωβος, ο Ιωάννης και ο Ανδρέας, | |
Μαρκ. 13,4 | εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ πάντα ταῦτα συντελεῖσθαι; | |
Μαρκ. 13,4 | “Πες μας, πότε θα συμβούν αυτά και ποιό θα είναι το σημείον, όταν πρόκειται όλα αυτά να πραγματοποιηθούν;” | |
Μαρκ. 13,5 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς ἤρξατο λέγειν αὐτοῖς· βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. | |
Μαρκ. 13,5 | Ο δε Ιησούς απήντησε και ήρχισε να τους λέγη· “προσέχετε, μήπως τυχόν κανείς σας παραπλανήση. | |
Μαρκ. 13,6 | πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ πολλοὺς πλανήσουσιν. | |
Μαρκ. 13,6 | Διότι πολλοί θα έλθουν παίρνοντες ως ιδικόν των το όνομά μου και λέγοντες, ότι εγώ είμαι ο Μεσσίας, και πολλούς θα πλανήσουν. | |
Μαρκ. 13,7 | ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων, μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω τὸ τέλος. | |
Μαρκ. 13,7 | Οταν δε ακούσετε πολέμους και ειδήσεις περί πολέμων, μη ταραχθήτε. Διότι σύμφωνα με το σχέδιον του Θεού πρέπει να γίνουν αυτά, αλλ' ακόμη δεν θα έχη φθάσει το τέλος. | |
Μαρκ. 13,8 | ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται σεισμοὶ κατὰ τόπους, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ ταραχαί. | |
Μαρκ. 13,8 | Διότι θα εξεγερθή ένα έθνος εναντίου άλλου έθνους και ένα βασίλειον ενάντιον άλλου βασιλείου και θα γίνουν σεισμοί εις διαφόρους περιοχάς και θα συμβούν στερήσεις και πείνες και ταραχές. | |
Μαρκ. 13,9 | ἀρχαὶ ὠδίνων ταῦτα. Βλέπετε δὲ ὑμεῖς ἑαυτούς. παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν δαρήσεσθε, καὶ ἐπὶ ἡγεμόνων καὶ βασιλέων σταθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. | |
Μαρκ. 13,9 | Αυτά όμως θα είναι η αρχή πόνων και δεινών. Αλλά σεις προσέχετε τους εαυτούς σας, διότι θα υποστήτε πολλάς δοκιμασίας· οι εχθροί του Ευαγγελίου θα σας παραδώσουν εις συνέδρια και δημοσία εις τας συναγωγάς των θα σας δείρουν και θα σταθήτε ως κατηγορούμενοι εμπρός εις άρχοντας και βασιλείς ένεκα της πίστεώς σας εις εμέ, δια να μαρτυρήσετε ενώπιον αυτών την αλήθεια του Ευαγγελίου. | |
Μαρκ. 13,10 | καὶ εἰς πάντα τὰ ἔθνη δεῖ πρῶτον κηρυχθῆναι τὸ εὐαγγέλιον. | |
Μαρκ. 13,10 | Συμφωνα ακόμη με το θείον σχέδιον θα κηρυχθή το Ευαγγέλιον προηγουμένως εις όλα τα έθνη. | |
Μαρκ. 13,11 | ὅταν δὲ ἀγάγωσιν ὑμᾶς παραδιδόντες, μὴ προμεριμνᾶτε τί λαλήσητε, μηδὲ μελετᾶτε, ἀλλ᾿ ὃ ἐὰν δοθῇ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ, τοῦτο λαλεῖτε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. | |
Μαρκ. 13,11 | Οταν δε σας οδηγήσουν και σας παραδώσουν εις δικαστήρια, μη πολυφροντίζετε και μη στενοχωρείσθε εκ των προτέρων τι θα απολογηθήτε, και μη προμελετάτε τίποτε. Αλλά εκείνο το οποίον θα σας δοθή από τον Θεόν και θα έλθη στον νου σας κατά την ώρα εκείνην, αυτό να λέγετε. Διότι δεν θα είσθε σεις, εκείνοι που θα ομιλούν, αλλά το Αγιον Πνεύμα. | |
Μαρκ. 13,12 | παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς. | |
Μαρκ. 13,12 | Θα παραδώση δε εις θάνατον ο αδελφός τον αδελφόν και ο πατέρας το τέκνον και θα επαναστατήσουν τα άπιστα παιδιά εναντίον των ευσεβών γονέων και θα τους θανατώσουν. | |
Μαρκ. 13,13 | καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. | |
Μαρκ. 13,13 | Και θα είσθε οι μισούμενοι από όλους τους ασεβείς, επειδή θα πιστεύετε στο όνομά μου. Αλλά, εκείνος που θα υπομείνη έως το τέλος της ζωής του, αυτός θα σωθή. | |
Μαρκ. 13,14 | Ὅταν δὲ ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ὅπου οὐ δεῖ -ὁ ἀναγινώσκων νοείτω- τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, | |
Μαρκ. 13,14 | Οταν δε θα ιδήτε το μισητόν και αηδές κάθαρμα, που θα επιφέρη την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ, όπως έχει προαναγγελθή από τον προφήτην Δανιήλ, να στέκεται εκεί που δεν πρέπει-κάθε ένας που θα διαβάζη αυτά τα λόγια, ας καταλάβη περί τίνος πρόκειται (πρόκειται δια τους κακούργους επαναστάτας και ληστάς Εβραίους, όπως και δια τους Ρωμαίους στρατιώτας, που θα βεβηλώσουν και θα καταστρέψουν τα πάντα) τότε όσοι είναι εις την Ιουδαίαν, ας φεύγουν εις τα όρη, δια να κρυβούν. | |
Μαρκ. 13,15 | ὁ δὲ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβάτω εἰς τὴν οἰκίαν μηδὲ εἰσελθέτω ἆραί τι ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, | |
Μαρκ. 13,15 | Οποιος ευρίσκεται εις την ταράτσα του σπιτιού του, ας μη κατεβή στο σπίτι και ας μη εισέλθη μέσα εις αυτό, δια να πάρη κάτι. | |
Μαρκ. 13,16 | καὶ ὁ εἰς τὸν ἀγρὸν ὢν μὴ ἐπιστρεψάτω εἰς τὰ ὀπίσω ἆραι τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 13,16 | Και εκείνος που εργάζεται στο χωράφι, ας μη γυρίση πίσω, να πάρη το εξωτερικόν του ένδυμα. | |
Μαρκ. 13,17 | οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. | |
Μαρκ. 13,17 | Αλλοίμονον δε εις τας εγκύους και εις αυτάς που θα θηλάζουν κατά τας ημέρας εκείνας. Θα τους είναι πολύ δύσκολον να τρέξουν και να σωθούν. | |
Μαρκ. 13,18 | προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος. | |
Μαρκ. 13,18 | Προσεύχεσθε δε να μη γίνη η φυγή σας εις κακοκαιρίαν του χειμώνος. | |
Μαρκ. 13,19 | ἔσονται γὰρ αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι θλῖψις, οἵα οὐ γέγονε τοιαύτη ἀπ᾿ ἀρχῆς κτίσεως ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἕως τοῦ νῦν καὶ οὐ μὴ γένηται. | |
Μαρκ. 13,19 | Διότι όλαι αι ημέραι εκείναι θα είναι θλίψις βαρεία και μεγάλη, ομοία προς την οποίαν δεν έχει γίνει από τότε που έκτισε ο Θεός τον κόσμον έως τώρα και ούτε θα γίνη ποτέ. | |
Μαρκ. 13,20 | καὶ εἰ μὴ ἐκολόβωσε Κύριος τὰς ἡμέρας, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· ἀλλὰ διὰ τοὺς ἐκλεκτοὺς οὓς ἐξελέξατο ἐκολόβωσε τὰς ἡμέρας. | |
Μαρκ. 13,20 | Και εάν ο Κυριος δεν περιώριζε τον αριθμόν των ημερών εκείνων, δεν θα ήτο δυνατόν να σωθή κανένας άνθρωπος. Αλλά προς χάριν των εκλεκτών, που αυτός εξέλεξε και δεν θέλει να ταλαιπωρηθούν πολύ, περιώρισε τας ημέρας εκείνας. | |
Μαρκ. 13,21 | καὶ τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστός, ἰδοὺ ἐκεῖ, μὴ πιστεύετε. | |
Μαρκ. 13,21 | Και τότε εάν κανείς σας πη· να, εδώ είναι ο Χριστός, η ιδού, εκεί είναι, μη το πιστεύσετε. | |
Μαρκ. 13,22 | ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα καὶ τέρατα πρὸς τὸ ἀποπλανᾶν, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. | |
Μαρκ. 13,22 | Διότι θα αναπηδήσουν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και θα κάμουν εμπρός στους ανθρώπους σημεία και τέρατα, σημαδιακά και καταπληκτικά έργα, δια να παρασύρουν εις τας πλάνας των, αν είναι δυνατόν, και αυτούς ακόμη τους εκλεκτούς. | |
Μαρκ. 13,23 | ὑμεῖς δὲ βλέπετε· ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν ἅπαντα. | |
Μαρκ. 13,23 | Σεις όμως προσέχετε· ιδού, σας τα προείπα όλα. | |
Μαρκ. 13,24 | Ἀλλ᾿ ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις, μετὰ τὴν θλῖψιν ἐκείνην ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, | |
Μαρκ. 13,24 | Αλλά κατά τας ημέρας εκείνας, ύστερα από την θλίψιν εκείνην, ο ήλιος θα σκοτισθή και η σελήνη δεν θα δώση το φως της. | |
Μαρκ. 13,25 | καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ αἱ δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σαλευθήσονται. | |
Μαρκ. 13,25 | Και τα αστέρια θα ξεφεύγουν από τας τροχιάς των και θα πίπτουν από τον ουρανόν και αι δυνάμεις που συγκρατούν την αρμονίαν των ουρανών θα σαλευθούν. | |
Μαρκ. 13,26 | καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ δόξης. | |
Μαρκ. 13,26 | Και τότε θα ιδούν τον υιόν του ανθρώπου να έρχεται μέσα εις ολόφωτα νέφη με δύναμιν και δόξαν πολλήν. | |
Μαρκ. 13,27 | καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ᾿ ἄκρου τῆς γῆς ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ. | |
Μαρκ. 13,27 | Και τότε θα στείλη τους αγγέλους του και θα περιμαζεύση τους εκλεκτούς του από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος, από το ένα άκρον της γης έως το άλλο άκρον του ουρανού. | |
Μαρκ. 13,28 | Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν αὐτῆς ὁ κλάδος ἤδη γένηται ἁπαλὸς καὶ ἐκφύῃ τὰ φύλλα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν· | |
Μαρκ. 13,28 | Από δε την συκιά μάθετε την παρωμοίωσιν, που θα σας πω. Οταν το κλωνάρι της γίνη απαλό και βγουν τα φύλλα, γνωρίζετε ότι πλησιάζει το θέρος. | |
Μαρκ. 13,29 | οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. | |
Μαρκ. 13,29 | Ετσι και σεις, όταν θα ιδήτε όλα αυτά να πραγματοποιούνται, εννοήσατε ότι είναι κοντά, ότι έφθασε πλέον εις την θύραν και θα πραγματοποιηθή η κρίσις του Θεού. | |
Μαρκ. 13,30 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ πάντα ταῦτα γένηται. | |
Μαρκ. 13,30 | Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα περάση η γενεά αυτή, μέχρις ότου έλθουν όλα όσα σας προείπα, δηλαδή η καταστροφή της Ιερουσαλήμ, οι ψευδόχριστοι και οι ψευδοπροφήται. | |
Μαρκ. 13,31 | ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται. | |
Μαρκ. 13,31 | Ο ουρανός και η γη, που σας φαίνωνται τόσο σταθερά και αμετακίνητα, θα περάσουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα περάσουν, αλλά θα πραγματοποιηθούν ακριβώς. | |
Μαρκ. 13,32 | Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ. | |
Μαρκ. 13,32 | Ως προς δε την ημέραν εκείνην η την ώραν, που θα γίνη η δευτέρα παρουσία, κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς ούτε οι άγγελοι που είναι στον ουρανόν ούτε ο Υιός, ως άνθρωπος, ειμή μόνον ο Πατήρ. (Ο Υιός, ως Θεός λόγος γνωρίζει τα πάντα και τον χρόνον της δευτέρας παρουσίας). | |
Μαρκ. 13,33 | Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν. | |
Μαρκ. 13,33 | Προσέχετε, αγρυπνείτε και προσεύχεσθε· διότι δεν γνωρίζετε πότε είναι καιρός της παρουσίας του Κυρίου. | |
Μαρκ. 13,34 | ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος, ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν, καὶ ἑκάστῳ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ θυρωρῷ ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ. | |
Μαρκ. 13,34 | Και δια να ενοήσετε καλύτερον, θα συμβή κάτι ανάλογον με ένα ξενητεμένον άνθρωπον, ο οποίος αφήκε το σπίτι του, εξουσιοδότησε τους δούλους του να το χρησιμοποιούν και στον θυρωρόν έδωσε την εντολήν να είναι άγρυπνος και να περιμένη. (Ετσι και ο Μεσσίας, ετακτοποίησε τα της Εκκλησίας του και έχει δώσει εντολήν να είναι όλοι άγρυπνοι και έτοιμοι, δια να τον υποδεχθούν, όταν έλθη). | |
Μαρκ. 13,35 | γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ· | |
Μαρκ. 13,35 | Αγρυπνείτε λοιπόν και προσέχετε, διότι δεν γνωρίζετε πότε ο κύριος του σπιτιού έρχεται, αργά το βραδύ η το μεσονύκτιον η τα χαράματα, όταν θα λαλούν οι πετινοί η το πρωϊ. | |
Μαρκ. 13,36 | μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας. | |
Μαρκ. 13,36 | Αγρυπνείτε, μήπως τυχόν έλθη αιφνιδίως και σας εύρη να κοιμάσθε. | |
Μαρκ. 13,37 | ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε. | |
Μαρκ. 13,37 | Αυτά δε που λέγω εις σας, τα λέγω εις όλους. Γρηγορείτε”. | |
Κεφάλαιο 14ο | ||
Μαρκ. 14,1 | Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν. | |
Μαρκ. 14,1 | Επειτα από δύο ημέρας, ήτο Πασχα και τα άζυμα. Και εζητούσαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς, πως με απάτην και χωρίς θόρυβον να τον πιάσουν και να τον θανατώσουν. | |
Μαρκ. 14,2 | ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ. | |
Μαρκ. 14,2 | Ελεγαν δε να μη τον συλλάβουν κατά την εορτήν, μήπως και γίνη θόρυβος και ταραχή του λαού (δεδομένου, ότι πολλοί ήσαν εκείνοι, που εθαύμαζαν και εσέβοντο και περιεστοίχιζαν τον Χριστόν). | |
Μαρκ. 14,3 | Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς, καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς. | |
Μαρκ. 14,3 | Και όταν αυτός ευρίσκετο εις την Βηθανίαν, στο σπίτι Σιμωνος του λεπρού, την ώραν που είχε γείρει και έτρωγε στο ταπέζι ήλθε μια γυναίκα, που εκρατούσε ένα αλαβάστρινον δοχείον γεμάτο μύρον κατασκευασμένον από γνησίαν και πολύτιμον νάρδον. Και αφού έσπασε το αλαβάστρινο δοχείον έχυνε πλούσια όλο το μύρο επάνω εις την κεφαλήν του. | |
Μαρκ. 14,4 | ἦσαν δέ τινες ἀγανακτοῦντες πρὸς ἑαυτοὺς λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη τοῦ μύρου γέγονεν; | |
Μαρκ. 14,4 | Μερικοί από τους μαθητάς εκυριεύθησαν από αγανάκτησιν και έλεγαν μεταξύ των· “διατί έγινε αυτή η άσκοπος σπατάλη του πολυτίμου αυτού μύρου; | |
Μαρκ. 14,5 | ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι ἐπάνω τριακοσίων δηναρίων καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς· καὶ ἐνεβριμῶντο αὐτῇ. | |
Μαρκ. 14,5 | Διότι ημπορούσε τούτο το μύρον να πωληθή περισσότερο από τριακόσια δηνάρια και να δοθούν τα χρήματα αυτά στους πτωχούς”· Και επέπλητταν την γυναίκα. | |
Μαρκ. 14,6 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε αὐτήν· τί αὐτῇ κόπους παρέχετε; καλὸν ἔργον εἰργάσατο ἐν ἐμοί. | |
Μαρκ. 14,6 | Ο δε Ιησούς είπεν· “αφήσατέ την· διατί την ενοχλείτε και την στενοχωρείτε; Αυτή καλόν και αξιέπαινον έργον έκαμε εις εμέ. | |
Μαρκ. 14,7 | πάντοτε γὰρ τοὺς πτωχοὺς ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ ὅταν θέλητε δύνασθε αὐτοὺς εὖ ποιῆσαι· ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. | |
Μαρκ. 14,7 | Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε κοντά σας και όταν θέλετε, ημπορείτε να τους ευεργετήσετε. Εμὲ όμως δεν με έχετε πάντοτε μαζή σας. | |
Μαρκ. 14,8 | ὃ ἔσχεν αὕτη ἐποίησε· προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σῶμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν. | |
Μαρκ. 14,8 | Αυτή δε η γυναίκα εκείνο που είχε και ημπορούσε να κάμη δι' εμέ, το έκαμε. Επρόλαβε να αλείψη το σώμα μου με μύρον, δια να το προετοιμάση προς ενταφιασμόν. Και τούτο χωρίς η ιδία να το εννοήσει. | |
Μαρκ. 14,9 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο εἰς ὅλον τὸν κόσμον, καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη λαληθήσεται εἰς μνημόσυνον αὐτῆς. | |
Μαρκ. 14,9 | Σας διαβεβαιώνω, ότι όπου εάν κηρυχθή, εις όλον τον κόσμον, τούτο το Ευαγγέλιον, θα διαλαληθή συγχρόνως και αυτό που έκαμεν αυτή, δια να μένη αλησμόνητη η ανάμνησίς της προς δόξαν και τιμήν της”. | |
Μαρκ. 14,10 | Καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, ἀπῆλθε πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς ἵνα παραδῷ αὐτὸν αὐτοῖς. | |
Μαρκ. 14,10 | Και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, γεμάτος αγανάκτησιν, επήγε κατ' ευθείαν προς τους αρχιερείς και τους επρότεινε να παραδώση εις αυτούς τον Χριστόν. | |
Μαρκ. 14,11 | οἱ δὲ ἀκούσαντες ἐχάρησαν, καὶ ἐπηγγείλαντο αὐτῷ ἀργύρια δοῦναι· καὶ ἐζήτει πῶς εὐκαίρως αὐτὸν παραδῷ. | |
Μαρκ. 14,11 | Αυτοί δε όταν ήκουσαν την πρότασιν εχάρησαν (διότι ένας από τους δώδεκα θα επρόδιδε τον Διδάσκαλον και διότι θα τον επιαναν χωρίς θόρυβον). Υπεσχέθησαν δε να του δώσουν χρήματα. Και εζητούσε ο Ιούδας, πως εις πρώτην ευκαιρίαν και χωρίς θόρυβον να τον παραδώση εις χέρια των. | |
Μαρκ. 14,12 | Καὶ τῇ πρώτῃ ἡμέρᾳ τῶν ἀζύμων, ὅτε τὸ πάσχα ἔθυον, λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· ποῦ θέλεις ἀπελθόντες ἑτοιμάσωμεν ἵνα φάγῃς τὸ πάσχα; | |
Μαρκ. 14,12 | Και κατά την πρώτην ημέραν, παραμονήν του πάσχα, που ελέγετο ημέρα των αζύμων (διότι κατ'αυτήν ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα δια το πάσχα, έσφαζαν δε και τον πασχάλιον αμνόν) είπον οι μαθηταί στον Κυριον· “που θέλεις να πάμε να ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;” | |
Μαρκ. 14,13 | καὶ ἀποστέλλει δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἀπαντήσει ὑμῖν ἄνθρωπος κεράμιον ὕδατος βαστάζων· ἀκολουθήσατε αὐτῷ, | |
Μαρκ. 14,13 | Και έστειλε δύο από τους μαθητάς του και τους είπε· “πηγαίνετε εις την απέναντι πόλιν και θα σας συναντήση κάποιος άνθρωπος, που θα κρατή μία πήλινη στάμνα με νερό· ακολουθήστε τον. | |
Μαρκ. 14,14 | καὶ ὅπου ἐὰν εἰσέλθῃ, εἴπατε τῷ οἰκοδεσπότῃ ὅτι ὁ διδάσκαλος λέγει· ποῦ ἐστι τὸ κατάλυμά μου ὅπου τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου φάγω; | |
Μαρκ. 14,14 | Και εις όποιο σπίτι εισέλθη, πέστε στον νοικοκύρην, ότι ο διδάσκαλος λέγει· που είναι το κατάλυμά μου, όπου θα φάγω το πάσχα με τους μαθητάς μου; | |
Μαρκ. 14,15 | καὶ αὐτὸς ὑμῖν δείξει ἀνώγαιον μέγα ἐστρωμένον ἕτοιμον· ἐκεῖ ἑτοιμάσατε ἡμῖν. | |
Μαρκ. 14,15 | Και αυτός θα σας δείξη ένα μεγάλο ανώγαιον με τα καθίσματα και το τραπέζι στρωμένο, έτοιμον καθ' όλα. Εκεί ετοιμάσατέ μας δια το πάσχα”. | |
Μαρκ. 14,16 | καὶ ἐξῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ καὶ ἦλθον εἰς τὴν πόλιν, καὶ εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. | |
Μαρκ. 14,16 | Και εβγήκαν οι μαθηταί αυτού, ήλθαν εις την πόλιν και ευρήκαν όπως τους είχε πη ο Χριστός και ετοίμασαν το πάσχα (το νέον δηλαδή χριστιανικόν πάσχα της θείας Ευχαριστίας). | |
Μαρκ. 14,17 | Καὶ ὀψίας γενομένης ἔρχεται μετὰ τῶν δώδεκα. | |
Μαρκ. 14,17 | Και όταν εβράδυασε, ήλθε εκεί ο Ιησούς με τους δώδεκα μαθητάς. | |
Μαρκ. 14,18 | καὶ ἀνακειμένων αὐτῶν καὶ ἐσθιόντων εἶπεν ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με, ὁ ἐσθίων μετ᾿ ἐμοῦ. | |
Μαρκ. 14,18 | Και την ώραν που είχαν ξαπλώσει κοντά στο τραπέζι και έτρωγαν, είπεν ο Ιησούς· “ένας από σας θα με παραδώση· ένας, ο οποίος τρώγει τώρα μαζή μου”. | |
Μαρκ. 14,19 | οἱ δὲ ἤρξαντο λυπεῖσθαι καὶ λέγειν αὐτῷ εἷς καθ᾿ εἷς· μήτι ἐγώ; καὶ ἄλλος· μήτι ἐγώ; | |
Μαρκ. 14,19 | Εκείνοι δε ήρχισαν να λυπούνται και να τον ερωτούν ο ένας ύστερα από τον άλλον· “μήπως είμαι εγώ;” και άλλος· “μήπως είμαι εγώ;” (Κανείς από τους ένδεκα ούτε διενοήθη ποτέ τέτοιο επαίσχυντο έργον. Εν τούτοις επειδή είχον πίστιν μεν εις τα λόγια του Διδασκάλου, γνώσιν δε και της ιδικής των αδυναμίας ως ανθρώπων, ερωτούν τον Κυριον). | |
Μαρκ. 14,20 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· εἷς ἐκ τῶν δώδεκα, ὁ ἐμβαπτόμενος μετ᾿ ἐμοῦ εἰς τὸ τρυβλίον. | |
Μαρκ. 14,20 | Αυτός δε απεκρίθη και τους είπε· “είναι ένας από σας τους δώδεκα, αυτός ο οποίος βουτά το ψωμί του μαζή με εμέ στο πιάτο και τρώγει. | |
Μαρκ. 14,21 | ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ, δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. | |
Μαρκ. 14,21 | Ο μεν υιός του ανθρώπου προχωρεί προς τον λυτρωτικόν θάνατον σύμφωνα με τας προφητείας, που έχουν γραφή δι' αυτόν. Αλοίμονον όμως στον άνθωπον εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται στους σταυρωτάς του. Προτιμότερον θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”. | |
Μαρκ. 14,22 | Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκε αὐτοῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. | |
Μαρκ. 14,22 | Και ενώ αυτοί έτρωγαν επήρε ο Ιησούς τον άρτον, εδοξολόγησε τον ουράνιον Πατέρα, έκοψε τον άρτον εις τεμάχια, έδωκε εις αυτούς και είπε· “λάβετε φάγετε· αυτό είναι το σώμα μου”. | |
Μαρκ. 14,23 | καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. | |
Μαρκ. 14,23 | Και αφού επήρε το ποτήριον με τον οίνον ευχαρίστησε τον Πατέρα, έδωκεν εις αυτούς και έπιον από αυτό όλοι. | |
Μαρκ. 14,24 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον. | |
Μαρκ. 14,24 | Και είπεν εις αυτούς· “τούτο είναι το αίμα μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη, και το οποίον χύνεται δια την σωτηρίαν πολλών. | |
Μαρκ. 14,25 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐκέτι οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ὅταν αὐτὸ πίνω καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ. | |
Μαρκ. 14,25 | Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα πίω πλέον από το προϊόν αυτό της αμπέλου, μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν θα το πίνω νέον και ασύγκριτα πιο χαρμόσυνον εις την βασιλείαν του Θεού”. | |
Μαρκ. 14,26 | Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν. | |
Μαρκ. 14,26 | Και αφού έψαλαν ύμνους, εβγήκαν στο όρος των Ελαιών. | |
Μαρκ. 14,27 | καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ὅτι πάντες σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ ὅτι γέγραπται, πατάξω τὸν ποιμένα καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα· | |
Μαρκ. 14,27 | Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς ότι “όλοι σας εξ αιτίας των τραγικών γεγονότων κατά την νύκτα αυτήν θα κλονισθήτε εις την προς εμέ πίστιν σας. Διότι έχει γραφή από τον προφήτην· Εγώ ο Θεός και Πατήρ θα επιτρέψω να κτυπηθή ο ποιμήν και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα. | |
Μαρκ. 14,28 | ἀλλὰ μετὰ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. | |
Μαρκ. 14,28 | Αλλά μετά την ανάστασίν μου θα προπορευθώ και θα σας περιμένω εις την Γαλιλαίαν”. | |
Μαρκ. 14,29 | ὁ δὲ Πέτρος ἔφη αὐτῷ· καὶ εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται, ἀλλ᾿ οὐκ ἐγώ. | |
Μαρκ. 14,29 | Αλλ' ο Πετρος είπε εις αυτόν· “και εάν όλοι κλονισθούν εις την πίστιν, εγώ όμως δεν θα κλονισθώ”. | |
Μαρκ. 14,30 | καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι σὺ σήμερον ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ πρὶν ἢ δὶς ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. | |
Μαρκ. 14,30 | Και λέγει εις αυτόν ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι συ σήμερα, αυτήν εδώ την νύκτα πριν, η ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές”. | |
Μαρκ. 14,31 | ὁ δὲ Πέτρος ἐκ περισσοῦ ἔλεγε μᾶλλον· ἐάν με δέῃ συναποθανεῖν σοι, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὡσαύτως δὲ καὶ πάντες ἔλεγον. | |
Μαρκ. 14,31 | Αλλ' ο Πετρος με το παραπάνω επέμενε να λέγη και να ξαναλέγη· “εάν χρειασθή να αποθάνω και εγώ μαζή με σε, δεν θα αρνηθώ”. Τα ίδια έλεγαν και όλοι οι μαθηταί. | |
Μαρκ. 14,32 | Καὶ ἔρχονται εἰς χωρίον οὗ τὸ ὄνομα Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· καθίσατε ὧδε ἕως προσεύξωμαι. | |
Μαρκ. 14,32 | Και έρχονται εις κάποιαν περιοχήν, που ωνομάζετο Γεσθημανή, και λέγει στους μαθητάς του, καθήσατε εδώ, έως ότου προσευχηθώ. | |
Μαρκ. 14,33 | καὶ παραλαμβάνει τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην μεθ᾿ ἑαυτοῦ, καὶ ἤρξατο ἐκθαμβεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν | |
Μαρκ. 14,33 | Και παίρνει μαζή του τον Πετρον, τον Ιάκωβον και τον Ιωάννην και ήρχισε να καταλαμβάνεται από κατάπληξιν και μεγάλην οδύνην και να αισθάνεται μεγάλη ψυχικήν στενοχωρίαν. | |
Μαρκ. 14,34 | καὶ λέγειν αὐτοῖς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε. | |
Μαρκ. 14,34 | Και λέγει εις αυτούς· “η ψυχή μου είναι πλημμηρισμένη από λύπην, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνείτε”. | |
Μαρκ. 14,35 | καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ προσηύχετο ἵνα, εἰ δυνατόν ἐστι, παρέλθῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ ἡ ὥρα, | |
Μαρκ. 14,35 | Και αφού επροχώρησε ολίγον έπεσε πρηνής, με το πρόσωπον αυτού εις την γην και προσηύχετο να περάση από αυτόν η σκληρά ώρα των παθών, εάν τούτο ήτο δυνατόν, χωρίς να ματαιωθή το θείον σχέδιον της σωτηρίας των ανθρώπων. | |
Μαρκ. 14,36 | καὶ ἔλεγεν· ἀββᾶ ὁ πατήρ, πάντα δυνατά σοι· παρένεγκε τὸ ποτήριον ἀπ᾿ ἐμοῦ τοῦτο· ἀλλ᾿ οὐ τί ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ εἴ τι σύ. | |
Μαρκ. 14,36 | Και έλεγε· “Πατερ, Πατερ μου, όλα είναι δυνατά εις σε, απομάκρυνε από εμέ το ποτήριον τούτο. Ομως ας γίνη όχι εκείνο που θέλω εγώ, αλλά εκείνο που θέλεις συ”. | |
Μαρκ. 14,37 | καὶ ἔρχεται καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· Σίμων, καθεύδεις; οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι; | |
Μαρκ. 14,37 | Και έρχεται και ευρίσκει τους μαθητάς να κοιμώνται και λέγει στον Πετρον· “Σιμων κοιμάσαι; Δεν ημπορέσατε να αγρυπνήσετε μίαν ώραν; | |
Μαρκ. 14,38 | γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σάρξ ἀσθενής. | |
Μαρκ. 14,38 | Αγρυπνείτε, προσέχετε και προσεύχεσθε, δια να μη πέσετε εις πειρασμόν· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον να υποτάσσεται στο θείον θέλημα, αλλά η σαρξ, η ανθρωπίνη φύσις, είναι ασθενής”. | |
Μαρκ. 14,39 | καὶ πάλιν ἀπελθὼν προσηύξατο τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών. | |
Μαρκ. 14,39 | Και πάλιν αφού απεμακρύνθη ολίγον, προσηυχήθη και είπε τον ίδιον λόγον. | |
Μαρκ. 14,40 | καὶ ὑποστρέψας εὗρεν αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν καταβαρυνόμενοι, καὶ οὐκ ᾔδεισαν τί ἀποκριθῶσιν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 14,40 | Και επιστρέψας ευρήκε αυτούς πάλιν να κοιμώνται, διότι τα μάτια των κατεβαρύνοντο και έκλειαν από νύσταν και δεν εγνώριζαν, τι να του αποκριθούν. | |
Μαρκ. 14,41 | καὶ ἔρχεται τὸ τρίτον καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἀπέχει· ἦλθεν ἡ ὥρα· ἰδοὺ παραδίδοται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὰς χεῖρας τῶν ἁμαρτωλῶν· | |
Μαρκ. 14,41 | Και έρχεται τρίτη φοράν και τους λέγει· “κοιμάσθε λοιπόν και αναπαύεσθε! Αρκεί πλέον ο ύπνος· ήλθεν η ώρα· ιδού ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις τα χέρια των αμαρτωλών. | |
Μαρκ. 14,42 | ἐγείρεσθε, ἄγωμεν· ἰδοὺ ὁ παραδιδούς με ἤγγικε. | |
Μαρκ. 14,42 | Σηκωθήτε, πηγαίνομεν· ιδού επλησίασε αυτός που με παραδίδει”. | |
Μαρκ. 14,43 | Καὶ εὐθέως, ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος, παραγίνεται Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, εἷς τῶν δώδεκα, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων, ἀπεσταλμένοι παρὰ τῶν ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων. | |
Μαρκ. 14,43 | Και αμέσως, ενώ ο Κυριος ωμιλούσε, φθάνει ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, και μαζή του όχλος πολύς με μαχαίρια και ρόπαλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους. | |
Μαρκ. 14,44 | δεδώκει δὲ ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν σύσσημον αὐτοῖς λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτὸν καὶ ἀπαγάγετε ἀσφαλῶς. | |
Μαρκ. 14,44 | Είχε δώσει εις αυτούς εκ των προτέρων ο Ιούδας ένα σύνθημα λέγων· “εκείνος που θα φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και μεταφέρατέ τον ασφαλώς”. | |
Μαρκ. 14,45 | καὶ ἐλθὼν εὐθέως προσελθὼν αὐτῷ λέγει· χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. | |
Μαρκ. 14,45 | Και αφού ήλθεν εκεί ο Ιούδας, αμέσως επλησίασε τον Κυριον και του είπε· “χαίρε διδάσκαλε”, και εφίλησε και ξαναφίλησε αυτόν με υποκριτικήν στοργήν. | |
Μαρκ. 14,46 | οἱ δὲ ἐπέβαλον ἐπ᾿ αὐτὸν τὰς χεῖρας αὐτῶν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. | |
Μαρκ. 14,46 | Εκείνοι δε άπλωσαν επάνω του τα χέρια των και τον επιασαν. | |
Μαρκ. 14,47 | Εἷς δέ τις τῶν παρεστηκότων σπασάμενος τὴν μάχαιραν ἔπαισε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. | |
Μαρκ. 14,47 | Καποιος δε από αυτούς, που έστεκαν εκεί κοντά, ετράβηξε την μάχαιραν, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί. | |
Μαρκ. 14,48 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· | |
Μαρκ. 14,48 | Ελαβε τότε ο Ιησούς τον λόγον και τους είπε· “σαν να επρόκειτο δια ληστήν, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε; | |
Μαρκ. 14,49 | καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἤμην ἐν τῷ ἱερῷ διδάσκων, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. ἀλλ᾿ ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαί. | |
Μαρκ. 14,49 | Καθε ημέραν ήμουνα κοντά σας και εδίδασκα εις τας αυλάς του ναού και δεν με επιάσατε. Αλλά όλα αυτά έγιναν, δια να εκπληρωθούν όσα αι προφητείαι γράφουν”. | |
Μαρκ. 14,50 | καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον πάντες. | |
Μαρκ. 14,50 | Και οι μαθηταί τον εγκατέλειψαν και έφυγαν όλοι. | |
Μαρκ. 14,51 | Καὶ εἷς τις νεανίσκος ἠκολούθησεν αὐτῷ, περιβεβλημένος σινδόνα ἐπὶ γυμνοῦ· καὶ κρατοῦσιν αὐτὸν οἱ νεανίσκοι. | |
Μαρκ. 14,51 | Και κάποιος νέος τον ηκολούθησε γυμνός, τυλιγμένος μ' ένα σινδόνι. Και τον επιασαν οι νέοι που συμετείχαν στο απόσμασμα. | |
Μαρκ. 14,52 | ὁ δὲ καταλιπὼν τὴν σινδόνα γυμνὸς ἔφυγεν ἀπ᾿ αὐτῶν. | |
Μαρκ. 14,52 | Εκείνος όμως αφήκε το σινδόνι εις τα χέρια των και καθώς ήτο νύχτα έφυγε γυμνός ανάμεσα από αυτούς. (Και έτσι έμεινε εντελώς μόνος ο Κυριος, εγκαταλελειμμένος από τους μαθητάς του και από οιανδήποτε άλλον, που θα έτρεφε κάποιαν συμπάθειαν προς αυτόν). | |
Μαρκ. 14,53 | Καὶ ἀπήγαγον τὸν Ἰησοῦν πρὸς τὸν ἀρχιερέα καὶ συνέρχονται αὐτῷ πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ οἱ γραμματεῖς. | |
Μαρκ. 14,53 | Και ωδήγησαν τον Ιησούν στον αρχιερέα· και μαζεύονται εις την οικίαν του αρχιερέως όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς. | |
Μαρκ. 14,54 | καὶ ὁ Πέτρος ἀπὸ μακρόθεν ἠκολούθησεν αὐτῷ ἕως ἔσω εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως, καὶ ἦν συγκαθήμενος μετὰ τῶν ὑπηρετῶν καὶ θερμαινόμενος πρὸς τὸ φῶς. | |
Μαρκ. 14,54 | Και ο Πετρος ηκολούθησεν τον Ιησούν από μακράν μέχρι την εσωτερικήν αυλήν του αρχιερέως. Και εκάθητο μαζή με τους υπηρέτας και εθερμαίνετο πλησίον στο φως, που έρριπτε η φωτιά. | |
Μαρκ. 14,55 | Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ ὅλον τὸ συνέδριον ἐζήτουν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ μαρτυρίαν εἰς τὸ θανατῶσαι αὐτόν, καὶ οὐχ εὕρισκον· | |
Μαρκ. 14,55 | Οι αρχιερείς και όλον το συνέδριον εζητούσαν να εύρουν ενοχοποιητικήν μαρτυρίαν ενάντιον του Ιησού, δια να τον θανατώσουν, και δεν εύρισκαν. | |
Μαρκ. 14,56 | πολλοὶ γὰρ ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἴσαι αἱ μαρτυρίαι οὐκ ἦσαν. | |
Μαρκ. 14,56 | Διότι πολλοί παρουσιάσθησαν και κατέθεσαν εναντίον του ψευδομαρτυρίας, αλλά δεν ήσαν αι καταθέσεις των σύμφωνοι μεταξύ των. | |
Μαρκ. 14,57 | καί τινες ἀναστάντες ἐψευδομαρτύρουν κατ᾿ αὐτοῦ λέγοντες | |
Μαρκ. 14,57 | Και μερικοί προσήλθαν και εψευδομαρτυρούσαν εναντίον αυτού λέγοντες | |
Μαρκ. 14,58 | ὅτι ἡμεῖς ἠκούσαμεν αὐτοῦ λέγοντος, ὅτι ἐγὼ καταλύσω τὸν ναὸν τοῦτον τὸν χειροποίητον καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν ἄλλον ἀχειροποίητον οἰκοδομήσω. | |
Μαρκ. 14,58 | ότι “ημείς τον ακούσαμε να λέγη· Εγώ θα κρημνίσω τον ναόν αυτόν, τον κτισμένον από χέρια ανθρώπων, και έντος τριών ημερών θα ανοικοδομήσω άλλον αχειροποίητον”. | |
Μαρκ. 14,59 | καὶ οὐδὲ οὕτως ἴση ἦν ἡ μαρτυρία αὐτῶν. | |
Μαρκ. 14,59 | Αλλά ούτε και έτσι δεν ήτο σύμφωνος η κατάθεσίς των. | |
Μαρκ. 14,60 | καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ μέσον ἐπηρώτα τὸν Ἰησοῦν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; | |
Μαρκ. 14,60 | Τοτε εσηκώθηκε ο αρχιερεύς, εστάθη στο μέσον, και ερωτούσε τον Ιησούν λέγων· “δεν απαντάς τίποτε; Τι είναι αυτά, που σε κατηγορούν αυτοί εδώ;” | |
Μαρκ. 14,61 | ὁ δὲ ἐσιώπα καὶ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. πάλιν ὁ ἀρχιερεὺς ἐπηρώτα αὐτὸν καὶ λέγει αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ εὐλογητοῦ; | |
Μαρκ. 14,61 | Αυτός δε εσιωπούσε και δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν. Παλιν ο αρχιερεύς τον ερωτούσε και του έλεγε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του ευλογημένου και δοξασμένου Θεού;” | |
Μαρκ. 14,62 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐγώ εἰμι· καὶ ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν καθήμενον τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. | |
Μαρκ. 14,62 | Ο δε Ιησούς είπε· “εγώ είμαι· και θα ιδήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται εις τα δεξιά του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται πάλιν επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”. (Προαναγγέλλει την ένδοξον δευτέραν του παρουσίαν, δια να τους δώση ευκαιρίαν μήπως και συναισθανθούν το βάρος του εγκλήματός των και μετανοήσουν). | |
Μαρκ. 14,63 | ὁ δὲ ἀρχιερεὺς διαῤῥήξας τοὺς χιτῶνας αὐτοῦ λέγει· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; | |
Μαρκ. 14,63 | Ο δε αρχιερεύς έσχισε τα ρούχα του δια την ύβριν τάχα εναντίον του Θεού που ήκουσε και είπε· “τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; | |
Μαρκ. 14,64 | ἠκούσατε πάντως τῆς βλασφημίας· τί ὑμῖν φαίνεται; οἱ δὲ πάντες κατέκριναν αὐτὸν εἶναι ἔνοχον θανάτου. | |
Μαρκ. 14,64 | Ηκούσατε βέβαια την βλασφημίαν· τι γνώμην έχετε; Αυτοί δε όλοι μ' ένα στόμα κατεδίκασαν αυτόν, ότι είναι ένοχος θανάτου δια την βλασφημίαν, που εξεστόμισε. | |
Μαρκ. 14,65 | Καὶ ἤρξαντό τινες ἐμπτύειν αὐτῷ καὶ περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ κολαφίζειν αὐτὸν καὶ λέγειν αὐτῷ· προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστιν ὁ παίσας σε. καὶ οἱ ὑπηρέται ῥαπίσμασιν αὐτὸν ἔβαλον. | |
Μαρκ. 14,65 | Και ήρχισαν μερικοί να τον φτύνουν, να του σκεπάζουν ολόγυρα το πρόσωπόν του, ώστε να μη βλέπη, να καταφέρουν ισχυρά ραπίσματα και γρονθοκοπήματα και να του λέγουν· “προφήτεψέ μας ποιός είναι εκείνος που σε εκτύπησε”. Και οι υπηρέται εκτυπούσαν αυτόν με ραπίσματα. | |
Μαρκ. 14,66 | Καὶ ὄντος τοῦ Πέτρου κάτω ἐν τῇ αὐλῇ, ἔρχεται μία τῶν παιδισκῶν τοῦ ἀρχιερέως, | |
Μαρκ. 14,66 | Ενώ δε ο Πετρος ευρίσκετο κάτω εις την αυλήν, ήλθε μία από τας υπηρετρίας του αρχιερέως | |
Μαρκ. 14,67 | καὶ ἰδοῦσα τὸν Πέτρον θερμαινόμενον ἐμβλέψασα αὐτῷ λέγει· καὶ σὺ μετὰ τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναζαρηνοῦ ἦσθα. | |
Μαρκ. 14,67 | και όταν είδε τον Πετρον να ζεσταίνεται, τον εκύτταξε με πολλήν προσοχήν και του είπε· “και συ ήσουν μαζή με τον Ιησούν τον Ναζαρηνόν”. | |
Μαρκ. 14,68 | ὁ δὲ ἠρνήσατο λέγων· οὐκ οἶδα οὐδὲ ἐπίσταμαι τί σὺ λέγεις. καὶ ἐξῆλθεν ἔξω εἰς τὸ προαύλιον, καὶ ἀλέκτωρ ἐφώνησε. | |
Μαρκ. 14,68 | Εκείνος όμως ηρνήθη λέγων· “δεν γνωρίζω ούτε ενοω τι λέγεις”. Και εβγήκε έξω στο προαύλιον και ο πετεινός ελάλησε. | |
Μαρκ. 14,69 | καὶ ἡ παιδίσκη ἰδοῦσα αὐτὸν πάλιν ἤρξατο λέγειν τοῖς παρεστηκόσιν ὅτι οὗτος ἐξ αὐτῶν ἐστιν. | |
Μαρκ. 14,69 | Και η υπηρέτρια, όταν τον ξαναείδε, ήρχισε να λέγη εις αυτούς που έστεκαν εκεί, ότι αυτός είναι από εκείνους. | |
Μαρκ. 14,70 | ὁ δὲ πάλιν ἠρνεῖτο. καὶ μετὰ μικρὸν πάλιν οἱ παρεστῶτες ἔλεγον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ Γαλιλαῖος εἶ καὶ ἡ λαλιά σου ὁμοιάζει. | |
Μαρκ. 14,70 | Ο δε Πετρος πάλιν ηρνήθη. Και έπειτα από ολίγον πάλιν οι παριστάμενοι έλεγαν στον Πετρον· “πράγματι είσαι από αυτούς, διότι είσαι Γαλιλαίος, και η προφορά σου ομοιάζει με την προφοράν των Γαλιλαίων”. | |
Μαρκ. 14,71 | ὁ δὲ ἤρξατο ἀναθεματίζειν καὶ ὀμνύναι ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον τοῦτον ὃν λέγετε. | |
Μαρκ. 14,71 | Αυτός δε ήρχισε να καταριέται και να ορκίζεται, ότι “δεν ξεύρω τον άνθρωπον αυτόν, που λέτε”. | |
Μαρκ. 14,72 | καὶ ἐκ δευτέρου ἀλέκτωρ ἐφώνησε. καὶ ἀνεμνήσθη ὁ Πέτρος τὸ ῥῆμα ὃ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι δίς, ἀπαρνήσῃ με τρίς· καὶ ἐπιβαλὼν ἔκλαιε. | |
Μαρκ. 14,72 | Και δευτέραν φοράν ο πετεινός ελάλησε. Και εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον, που του είχε πη ο Ιησούς, ότι πριν ο πετεινός λαλήση δύο φορές, θα με απαρνηθής τρεις φορές. Και εκάλυψε το πρόσωπον και ήρχισε να κλαίη. (Η βαθεία συναίσθησις του βαρέος σφάλματός του, η συγκλονιστική του λύπη, τα θερμά δάκρυα της μετανοίας τον επανέφεραν και πάλιν ψυχικώς πλησίον του Διδασκάλου και το έκαμαν άξιον να δεχθή την συγχώρησιν και την εξάλειψιν της μεγάλης του ενοχής). | |
Κεφάλαιο 15ο | ||
Μαρκ. 15,1 | Καὶ εὐθέως ἐπὶ τὸ πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετὰ τῶν πρεσβυτέρων καὶ γραμματέων καὶ ὅλον τὸ συνέδριον, δήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καὶ παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ. | |
Μαρκ. 15,1 | Και αμέσως το πρωϊ έκαμαν την επίσημον νομικήν συνεδρίασιν οι αρχιερείς με τους πρεσβυτέρους και τους γραμματείς και όλους τους συνέδρους και αφού κατεδίκασαν τον Ιησούν, τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν ως εγκληματίαν άξιον θανάτου στον Πιλάτον. | |
Μαρκ. 15,2 | καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ Πιλᾶτος· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτῷ· σὺ λέγεις. | |
Μαρκ. 15,2 | Και τον ηρώτησε ο Πιλάτος έπειτα από τις κατηγορίες που είχε ακούσει εναντίον του εκ μέρους των Εβραίων· “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Αποκριθείς δε ο Ιησούς του είπεν· “συ λέγεις, ότι είμαι βασιλεύς των Ιουδαίων”. | |
Μαρκ. 15,3 | καὶ κατηγόρουν αὐτοῦ οἱ ἀρχιερεῖς πολλά, αὐτὸς δὲ οὐδὲν ἀπεκρίνατο. | |
Μαρκ. 15,3 | Και οι αρχιερείς επέμειναν να κατηγορούν αυτόν δια πολλά εγκλήματα, άξια θανάτου. Αυτός όμως δεν έδιδε καμμίαν απόκρισιν. | |
Μαρκ. 15,4 | ὁ δὲ Πιλᾶτος πάλιν ἐπηρώτα αὐτὸν λέγων· οὐκ ἀποκρίνῃ οὐδέν; ἴδε πόσα σου καταμαρτυροῦσιν. | |
Μαρκ. 15,4 | Ο δε Πιλάτος πάλιν τον ηρώτησε λέγων· “δεν αποκρίνεσαι τίποτε; Κυτταξε, πόσα αυτοί καταθέτουν εναντίον σου”! | |
Μαρκ. 15,5 | ὁ δὲ Ἰησοῦς οὐκέτι οὐδὲν ἀπεκρίθη, ὥστε θαυμάζειν τὸν Πιλᾶτον. | |
Μαρκ. 15,5 | Ο δε Ιησούς δεν απεκρίθη πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος να θαυμάζη (διότι τον έβλεπε να μη προσφεύγη εις απολογίαν και διαμαρτυρίας εναντίον των κατηγόρων του). | |
Μαρκ. 15,6 | Κατὰ δὲ ἑορτὴν ἀπέλυεν αὐτοῖς ἕνα δέσμιον, ὅνπερ ᾐτοῦντο. | |
Μαρκ. 15,6 | Καθε δε εορτήν του πάσχα ο ηγεμών εσυνήθιζε να απολύη προς χάριν αυτών ένα φυλακισμένον, εκείνον που θα εζητούσαν. | |
Μαρκ. 15,7 | ἦν δὲ ὁ λεγόμενος Βαραββᾶς μετὰ τῶν συστασιαστῶν δεδεμένος, οἵτινες ἐν τῇ στάσει φόνον πεποιήκεισαν. | |
Μαρκ. 15,7 | Υπήρχε δε εις την φυλακήν κάποιος λεγόμενος Βαραββάς, δεμένος μαζή με τους στασιαστάς, οι οποίοι εις την γνωστήν ανταρσίαν είχαν διαπράξει φόνον. | |
Μαρκ. 15,8 | καὶ ἀναβοήσας ὁ ὄχλος ἤρξατο αἰτεῖσθαι καθὼς ἀεὶ ἐποίει αὐτοῖς. | |
Μαρκ. 15,8 | Και εκραύγασε δυνατά ο όχλος και ήρχισαν να ζητούν από τον Πιλάτον να απολύση ένα δέσμιον, όπως πάντοτε εσυνήθιζε να κάμνη εις αυτούς. | |
Μαρκ. 15,9 | ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀπεκρίθη αὐτοῖς λέγων· θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; | |
Μαρκ. 15,9 | Ο δε Πιλάτος απήντησε και τους είπε· “Θελετε να απολύσω προς χάριν σας τον βασιλέα των Ιουδαίων;” | |
Μαρκ. 15,10 | ἐγίνωσκε γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παραδεδώκεισαν αὐτὸν οἱ ἀρχιερεῖς. | |
Μαρκ. 15,10 | Και επρότεινε τούτο, διότι εγνώριζεν, ότι ένεκα φθόνου τον είχαν παραδώσει οι αρχιερείς. | |
Μαρκ. 15,11 | οἱ δὲ ἀρχιερεῖς ἀνέσεισαν τὸν ὄχλον ἵνα μᾶλλον τὸν Βαραββᾶν ἀπολύσῃ αὐτοῖς. | |
Μαρκ. 15,11 | Οι δε αρχιερείς εξεσήκωσαν και έπεισαν τον όχλον να ζητήση όπως απολύση, κατά προτίμησίν των, τον Βαραββάν. | |
Μαρκ. 15,12 | ὁ δὲ Πιλᾶτος ἀποκριθεὶς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς· τί οὖν θέλετε ποιήσω ὃν λέγετε τὸν βασιλέα τῶν Ἰουδαίων; | |
Μαρκ. 15,12 | Ο δε Πιλάτος (ο οποίος ένεκα της δειλείας του ήθελε να απολύση τον Χριστόν κατά χάριν και όχι διότι τον ευρήκε αθώον) απεκρίθη πάλιν και τους είπε· “τι λοιπόν θέλετε να κάμω αυτόν, που τον ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων; | |
Μαρκ. 15,13 | οἱ δὲ πάλιν ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν. | |
Μαρκ. 15,13 | Εκείνοι δε πάλιν έκραξαν· “σταύρωσέ τον”. | |
Μαρκ. 15,14 | ὁ δὲ Πιλᾶτος ἔλεγεν αὐτοῖς· τί γὰρ ἐποίησεν κακόν; οἱ δὲ περισσοτέρως ἔκραξαν· σταύρωσον αὐτόν. | |
Μαρκ. 15,14 | Ο δε Πιλάτος έλεγε εις αυτούς· “διατί θέλετε τον θάνατόν του;” Τι κακόν έκαμε; Αυτοί ομως εφώναζαν δυνατώτερα· “σταύρωσέ τον”. | |
Μαρκ. 15,15 | ὁ δὲ Πιλᾶτος βουλόμενος τῷ ὄχλῳ τὸ ἱκανὸν ποιῆσαι, ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, καὶ παρέδωκε τὸν Ἰησοῦν φραγγελώσας ἵνα σταυρωθῇ. | |
Μαρκ. 15,15 | Ο δε Πιλάτος επειδή ήθελε να ικανοποιήση τον όχλον, απελευθέρωσε τον Βαραββάν και τον Ιησούν, αφού πρώτον διέταξε να τον μαστιγώσουν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε, δια να σταυρωθή, (χωρίς να υποπτεύεται ότι θα προσεφέρετο η μεγάλη λυτρωτική θυσία υπέρ των ανθρώπων). | |
Μαρκ. 15,16 | Οἱ δὲ στρατιῶται ἀπήγαγον αὐτὸν ἔσω τῆς αὐλῆς, ὅ ἐστι πραιτώριον, καὶ συγκαλοῦσιν ὅλην τὴν σπεῖραν· | |
Μαρκ. 15,16 | Οι δε στρατιώται, έσυραν τον Ιησούν στο εσωτερικόν της αυλής του κτηρίου, όπου έμενε ο πραίτωρ, και εμάζεψαν εκεί όλην την φρουράν. | |
Μαρκ. 15,17 | καὶ ἐνδύουσιν αὐτὸν πορφύραν καὶ περιτιθέασιν αὐτῷ πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον, | |
Μαρκ. 15,17 | Και δια να τον εμπαίξουν ως ψευδή βασιλέα, του εφόρεσαν κάποιον κόκκινον μανδύαν, τάχα ως βασιλικήν πορφύραν, έπλεξαν ένα στεφάνι από αγκάθια και το έβαλαν γύρω στο κεφάλι του, ως στέμμα τάχα βασιλικόν. | |
Μαρκ. 15,18 | καὶ ἤρξαντο ἀσπάζεσθαι αὐτόν. χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· | |
Μαρκ. 15,18 | Και ήρχισαν να τον χαιρετούν ειρωνικά και να του λέγουν· “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. | |
Μαρκ. 15,19 | καὶ ἔτυπτον αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν καλάμῳ καὶ ἐνέπτυον αὐτῷ, καὶ τιθέντες τὰ γόνατα προσεκύνουν αὐτῷ. | |
Μαρκ. 15,19 | Και εκτυπούσαν την κεφαλήν του με καλάμι και τον έφτυναν και αφού έπεφταν εις τα γόνατα τον προσκυνούσαν εμπαικτικώς. | |
Μαρκ. 15,20 | καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν πορφύραν καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια τὰ ἴδια, καὶ ἐξάγουσιν αὐτὸν ἵνα σταυρώσωσιν αὐτόν. | |
Μαρκ. 15,20 | Και αφού τον ενέπαιξαν του έβγαλαν τον κόκκινον μανδύαν, τον έντυσαν με τα ιδικά του ρούχα και τον έβγαλαν έξω από την πόλιν, δια να τον σταυρώσουν. | |
Μαρκ. 15,21 | Καὶ ἀγγαρεύουσιν παράγοντά τινα Σίμωνα Κυρηναῖον, ἐρχόμενον ἀπ᾿ ἀγροῦ, τὸν πατέρα Ἀλεξάνδρου καὶ Ῥούφου, ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 15,21 | Και (επειδή από τας πολλάς ταλαιπωρίας και προ παντός από το φρικτόν φραγγέλωμα είχε εξαντληθή και δεν ημπορούσε να κρατή τον σταυρόν) ηγγάρευσαν, δια να φέρη τον σταυρόν αυτού, κάποιον που έτυχε να περνά, Σιμωνα τον Κυρηναίον, που ήρχετο από το χωράφι του, τον πατέρα του Αλεξάνδρου και του Ρούφου. | |
Μαρκ. 15,22 | Καὶ φέρουσιν αὐτὸν ἐπὶ Γολγοθᾶ τόπον, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον κρανίου τόπος. | |
Μαρκ. 15,22 | Και τον έφεραν εις τόπον, που λέγεται Γολγοθάς, όνομα που μεταφραζόμενον σημαίνει “τόπος κρανίου”. | |
Μαρκ. 15,23 | καὶ ἐδίδουν αὐτῷ πιεῖν ἐσμυρνισμένον οἶνον· ὁ δὲ οὐκ ἔλαβε. | |
Μαρκ. 15,23 | Και (δια να ναρκώσουν αυτόν, ώστε να μη αισθανθή εις όλην την οξύτητα τους πόνους της καθηλώσεως, να μη δυσκολεύση δε και τους δημίους στο έργον των) του έδιναν να πίη κρασί ανακατεμένον με σμύρναν. Αυτός όμως δε το επήρε. | |
Μαρκ. 15,24 | καὶ σταυρώσαντες αὐτὸν διαμερίζονται τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βάλλοντες κλῆρον ἐπ᾿ αὐτὰ τίς τί ἄρῃ. | |
Μαρκ. 15,24 | Και αφού τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των τα ενδύματά του ρίχνοντες κλήρον, τι θα πάρη ο καθένας από αυτά. | |
Μαρκ. 15,25 | ἦν δὲ ὥρα τρίτη καὶ ἐσταύρωσαν αὐτόν. | |
Μαρκ. 15,25 | Ητο δε η ώρα τρεις από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή εννέα το πρωϊ τότε, που τον εσταύρωσαν. | |
Μαρκ. 15 ,26 | καὶ ἦν ἡ ἐπιγραφὴ τῆς αἰτίας αὐτοῦ ἐπιγεγραμμένη· ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. | |
Μαρκ. 15 ,26 | ||
Μαρκ. 15,27 | Καὶ σὺν αὐτῷ σταυροῦσι δύο λῃστάς, ἕνα ἐκ δεξιῶν καὶ ἕνα ἐξ εὐωνύμων αὐτοῦ. | |
Μαρκ. 15,27 | Και μαζή με αυτόν εσταύρωσαν δύο ληστάς, ένα από τα δεξιά του και ένα από τα αριστερά του (δια να παραστήσουν έτσι και αυτόν ως κακούργον). | |
Μαρκ. 15,28 | καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· καὶ μετὰ ἀνόμων ἐλογίσθη. | |
Μαρκ. 15,28 | Και επραγματοποιήθηκε η προφητεία της Γραφής· “και κατατάχθηκε μεταξύ εκείνων που παρέβησαν τον νόμον και εγκλημάτησαν”. | |
Μαρκ. 15,29 | Καὶ οἱ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν καὶ λέγοντες· οὐά, ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! | |
Μαρκ. 15,29 | Και αυτοί, που επερνούσαν στον δρόμον κοντά από τον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τας κεφαλάς των λέγοντες· “ουα, συ που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! | |
Μαρκ. 15,30 | σῶσον σεαυτὸν καὶ κατάβα ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. | |
Μαρκ. 15,30 | Σώσε λοιπόν τον ευατόν σου και κατέβα από τον σταυρόν”. | |
Μαρκ. 15,31 | ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρὸς ἀλλήλους μετὰ τῶν γραμματέων ἔλεγον· ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι. | |
Μαρκ. 15,31 | Παρομοίως δε και οι αρχιερείς εμπαίζοντες μεταξύ τους μαζή με τους γραμματείς έλεγαν· “άλλους έσωσε, τον ευατόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. | |
Μαρκ. 15,32 | ὁ Χριστὸς ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραὴλ καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ, ἵνα ἴδωμεν καὶ πιστεύσωμεν αὐτῷ. καὶ οἱ συνεσταυρωμένοι αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. | |
Μαρκ. 15,32 | Ο Χριστός, ο βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή τώρα από τον σταυρόν, δια να ίδωμεν και ημείς το θαύμα και να πιστεύσωμεν εις αυτόν”. Και οι δύο κακούργοι, που ήσαν σταυρωμένοι μαζή με αυτόν, τον ύβριζαν. | |
Μαρκ. 15,33 | Γενομένης δὲ ὥρας ἕκτης σκότος ἐγένετο ἐφ᾿ ὅλην τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης· | |
Μαρκ. 15,33 | Οταν δε η ώρα έγινε εξ από την ανατολήν του ηλίου, δηλαδή δώδεκα μεσημέρι, απλώθηκε σκοτάδι εις όλην την γην έως τας τρστο απόγευμα. | |
Μαρκ. 15,34 | καὶ τῇ ὥρᾳ τῇ ἐνάτῃ ἐβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· Ἐλωΐ Ἐλωΐ, λιμᾶ σαβαχθανί; ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον, ὁ Θεός μου ὁ Θεός μου, εἰς τί με ἐγκατέλιπες; | |
Μαρκ. 15,34 | Και κατά την τρίτην ώραν του απογεύματος εφώναξε με μεγάλην φωνήν ο Κυριος· “Ελωΐ, Ελωΐ, λιμά σαβαχθανί”, το οποίον εις την ελληνικήν γλώσσαν ερμηνεύεται “Θεε μου, Θεε μου διατί με εγκατέλιπες;” | |
Μαρκ. 15,35 | καί τινες τῶν παρεστηκότων ἀκούσαντες ἔλεγον· ἴδε Ἠλίαν φωνεῖ. | |
Μαρκ. 15,35 | Και μερικοί από αυτούς που έστεκαν εκεί, όταν ήκουσαν τον λόγον αυτόν, έλεγαν· “κύτταξε, φωνάζει τον Ηλίαν”. (Αυτοί δεν εγνώριζαν την εβραϊκήν γλώσσαν δια να εννοήσουν την φράσιν. Αλλά και αν την εγνώριζαν θα τους ήτο εντελώς αδύνατον να εισχωρήσουν στο ανερμήνευτον μυστήριον της εγκαταλείψεως του Κυρίου). | |
Μαρκ. 15,36 | δραμὼν δὲ εἷς καὶ γεμίσας σπόγγον ὄξους περιθείς τε καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτὸν λέγων· ἄφετε ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας καθελεῖν αὐτόν. | |
Μαρκ. 15,36 | Ετρεξε δε ένας, εγέμισε με ξύδι ένα σφουγγάρι και αφού το έβαλε γύρω από ένα καλάμι, τον επότιζε λέγων· “αφήστε, δια να ίδωμεν, εάν θα έλθη ο Ηλίας να τον κατεβάση από τον σταυρόν”. | |
Μαρκ. 15,37 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀφεὶς φωνὴν μεγάλην ἐξέπνευσε. | |
Μαρκ. 15,37 | Ο δε Ιησούς αφού αφήκε φωνήν μεγάλην εξέπνευσε. | |
Μαρκ. 15,38 | Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω. | |
Μαρκ. 15,38 | Και αμέσως το καταπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια από τα αγία των αγίων, εσχίσθη εις τα δύο από επάνω έως κάτω. | |
Μαρκ. 15,39 | Ἰδὼν δὲ ὁ κεντυρίων ὁ παρεστηκὼς ἐξ ἐναντίας αὐτοῦ ὅτι οὕτω κράξας ἐξέπνευσεν, εἶπεν· ἀληθῶς ὁ ἄνθρωπος οὗτος υἱὸς ἦν Θεοῦ. | |
Μαρκ. 15,39 | Οταν δε ο εκατόνταρχος, που εστέκετο απέναντί του, είδεν ότι ο Ιησούς, αφού έκραξε με ισχυράν φωνήν (πράγμα που μαρτυρούσε ισχύν και όχι εξαντλησιν) παρέδωσε το πνεύμα του, είπε· “αλήθεια· ο άνθρωπος ούτος ήτο Υιός Θεού”. | |
Μαρκ. 15,40 | Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, ἐν αἷς ἦν καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου τοῦ μικροῦ καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ Σαλώμη, | |
Μαρκ. 15,40 | Ησαν δε και μερικαί γυναίκες, που από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα, μεταξύ των οποίων ήτο και η Μαρία η Μαγδαληνή, και η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου του μικρού και του Ιωσή, και η Σαλώμη. | |
Μαρκ. 15,41 | αἳ καὶ ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα. | |
Μαρκ. 15,41 | Αυταί και όταν ευρίσκετο ο Ιησούς εις την Γαλιλαίαν τον ακολουθούσαν και τον υπηρετούσαν. Ησαν ακόμη και πολλαί άλλαι, αι οποίαι είχαν ανεβή μαζή με αυτόν από την Γαλιλαίαν εις τα Ιεροσόλυμα. | |
Μαρκ. 15,42 | Καὶ ἤδη ὀψίας γενομένης, ἐπεὶ ἦν παρασκευή, ὅ ἐστι προσάββατον, | |
Μαρκ. 15,42 | Και αργά πλέον το απόγευμα, επειδή ήτο Παρασκευή, παραμονή του Σαββάτου, πριν δύση ο ήλιος και αρχίση η αργία του Σαββάτου, | |
Μαρκ. 15,43 | ἐλθὼν Ἰωσὴφ ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, εὐσχήμων βουλευτής, ὃς καὶ αὐτὸς ἦν προσδεχόμενος τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον καὶ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. | |
Μαρκ. 15,43 | ήλθεν ο Ιωσήφ, που κατήγετο από την πόλιν Αριμαθαίαν, διακεκριμένος και ευϋπόληπτος βουλευτής, ο οποίος είχε πιστεύσει στον Χριστόν και επερίμενε την βασιλείαν του Θεού. Αυτός ετόλμησε και παρουσιάσθηκε με θάρρος στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. | |
Μαρκ. 15,44 | ὁ δὲ Πιλᾶτος ἐθαύμασεν εἰ ἤδη τέθνηκε, καὶ προσκαλεσάμενος τὸν κεντυρίωνα ἐπηρώτησεν αὐτὸν εἰ πάλαι ἀπέθανε· | |
Μαρκ. 15,44 | Ο δε Πιλάτος ηπόρησε, εάν τόσον γρήγορα πράγματι απέθανε ο Ιησούς. Και αφού επροσκάλεσε τον εκατόνταρχον, τον ηρώτησε, εάν είχε πολλήν ώραν που απέθανε ο Ιησούς. | |
Μαρκ. 15,45 | καὶ γνοὺς ἀπὸ τοῦ κεντυρίωνος ἐδωρήσατο τὸ σῶμα τῷ Ἰωσήφ. | |
Μαρκ. 15,45 | Και όταν επληροφορήθη από τον εκατόνταρχον το γεγονός, εχάρισε στον Ιωσήφ το σώμα. | |
Μαρκ. 15,46 | καὶ ἀγοράσας σινδόνα καὶ καθελὼν αὐτὸν ἐνείλησε τῇ σινδόνι καὶ κατέθηκεν αὐτὸν ἐν μνημείῳ, ὃ ἦν λελατομημένον ἐκ πέτρας, καὶ προσεκύλισε λίθον ἐπὶ τὴν θύραν τοῦ μνημείου. | |
Μαρκ. 15,46 | Και εκείνος, αφού ηγόρασε καινούριο σινδόνι και τον εκατέβασε από τον σταυρόν, ετύλιξε το σώμα στο σινδόνι και έβαλε αυτόν εις μνημείον, που ήτο σκαμμένον εις βράχον· και εκύλισε βαρύν λίθον επάνω εις την θύραν του μνημείου. | |
Μαρκ. 15,47 | ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία Ἰωσῆ ἐθεώρουν ποῦ τίθεται. | |
Μαρκ. 15,47 | Η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιωσή παρακολουθούσαν με προσοχήν, που ετέθη το σώμα του Κυρίου. | |
Κεφάλαιο 16ο | ||
Μαρκ. 16,1 | Καὶ διαγενομένου τοῦ σαββάτου Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Σαλώμη ἠγόρασαν ἀρώματα ἵνα ἐλθοῦσαι ἀλείψωσιν αὐτόν. | |
Μαρκ. 16,1 | Κατά την επομένην, όταν έδυσε το ήλιος και επερασε το Σαββατον, η Μαρία Μαγδαληνή και Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, και η Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα, δια να έλθουν στον τάφον και αλείψουν τον Ιησούν. | |
Μαρκ. 16,2 | καὶ λίαν πρωΐ τῆς μιᾶς σαββάτων ἔρχονται ἐπὶ τὸ μνημεῖον, ἀνατείλαντος τοῦ ἡλίου. | |
Μαρκ. 16,2 | Και πολύ πρωϊ την πρώτην ημέρα της εβδομάδος, την ώρα που εγλυκοχάραζε το φως του ήλιου, ήλθαν στο μνημείον. | |
Μαρκ. 16,3 | καὶ ἔλεγον πρὸς ἑαυτάς· τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον ἐκ τῆς θύρας τοῦ μνημείου; | |
Μαρκ. 16,3 | Και έλεγαν μεταξύ των· ποιός θα μας αποκυλίση τον βαρύν λίθον από την θύραν του μνημείου; | |
Μαρκ. 16,4 | καὶ ἀναβλέψασαι θεωροῦσιν ὅτι ἀποκεκύλισται ὁ λίθος· ἦν γὰρ μέγας σφόδρα. | |
Μαρκ. 16,4 | Και μόλις εσήκωσαν τα βλέματά των είδαν ότι είχε αποκυλισθή ο λίθος ο οποίος άλωστε ήτο πολύ μεγάλος. | |
Μαρκ. 16,5 | καὶ εἰσελθοῦσαι εἰς τὸ μνημεῖον εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς, περιβεβλημένον στολὴν λευκήν, καὶ ἐξεθαμβήθησαν. | |
Μαρκ. 16,5 | Και αφού εμπήκαν στο μνημείον, είδαν να κάθεται εις τα δεξιά ένας νέος, ντυμένος λευκήν στολήν και κατελήφθησαν από φόβον και κατάπληξιν. | |
Μαρκ. 16,6 | ὁ δὲ λέγει αὐταῖς· μὴ ἐκθαμβεῖσθε· Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον· ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν. | |
Μαρκ. 16,6 | Αυτός δε τους είπε· “μη απορείτε και μη φοβείσθε. Γνωρίζω ότι ζητείτε Ιησούν τον Ναζαρηνόν, τον εσταυρωμένον. Ανεστήθη, δεν είναι εδώ. Ιδού ο τόπος που τον είχαν θέσει. | |
Μαρκ. 16,7 | ἀλλ᾿ ὑπάγετε εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ καὶ τῷ Πέτρῳ ὅτι προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε, καθὼς εἶπεν ὑμῖν. | |
Μαρκ. 16,7 | Αλλά πηγαίνετε, πέστε στους μαθητάς του, και ιδιαιτέρως στον Πετρον, ότι πηγαίνει ενωρίτερα από σας εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ίδετε, όπως άλωστε σας είχε πη”. | |
Μαρκ. 16,8 | καὶ ἐξελθοῦσαι ἔφυγον ἀπὸ τοῦ μνημείου· εἶχε δὲ αὐτὰς τρόμος καὶ ἔκστασις, καὶ οὐδενὶ οὐδὲν εἶπον· ἐφοβοῦντο γάρ. | |
Μαρκ. 16,8 | Και αυταί αφού εβγήκαν, έφυγαν από το μνημείον. Τας είχε δε καταλάβει τρόμος και κατάπληξις και δεν είπαν εις κανένα τίποτε, διότι εφοβούντο.(Τας κατέλαβε δέος και κατάπληξις δια τον άγγελον που είδαν και προ παντός δια την ανάστασιν, που ήκουσαν). | |
Μαρκ. 16,9 | Ἀναστὰς δὲ πρωΐ πρώτῃ σαββάτου ἐφάνη πρῶτον Μαρίᾳ τῇ Μαγδαληνῇ, ἀφ᾿ ἧς ἐκβεβλήκει ἑπτὰ δαιμόνια. | |
Μαρκ. 16,9 | Αφού δε ανεστήθη ο Ιησούς το πρωϊ της πρώτης ημέρας της εβδομάδος, παρουσιάσθηκε πρώτον εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν, από την οποίαν είχε διώξει επτά δαιμόνια. | |
Μαρκ. 16,10 | ἐκείνη πορευθεῖσα ἀπήγγειλε τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ γενομένοις, πενθοῦσι καὶ κλαίουσι. | |
Μαρκ. 16,10 | Αυτή επήγε και ανήγγειλε το ευχάριστον γεγονός στους μαθητάς του, οι οποίοι επενθούσαν και έκλαιον. | |
Μαρκ. 16,11 | κἀκεῖνοι ἀκούσαντες ὅτι ζῇ καὶ ἐθεάθη ὑπ᾿ αὐτῆς, ἠπίστησαν. | |
Μαρκ. 16,11 | Εκείνοι δε όταν ήκουσαν ότι ο Διδάσκαλος ζη και ότι παρουσιάσθηκε εις αυτήν, δεν επίστευσαν. | |
Μαρκ. 16,12 | Μετὰ δὲ ταῦτα δυσὶν ἐξ αὐτῶν περιπατοῦσιν ἐφανερώθη ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, πορευομένοις εἰς ἀγρόν. | |
Μαρκ. 16,12 | Επειτα από αυτά εφανερώθηκε με άλλην μορφήν, από εκείνην που είχε πριν σταυρωθή, εις δύο από αυτούς που επεριπατούσαν και επήγαιναν εις κάποιον χωράφι. | |
Μαρκ. 16,13 | κἀκεῖνοι ἀπελθόντες ἀπήγγειλαν τοῖς λοιποῖς· οὐδὲ ἐκείνοις ἐπίστευσαν. | |
Μαρκ. 16,13 | Και εκείνοι επήγαν και ανήγγειλαν τούτο στους άλλους Αποστόλους, αλλ' ούτε εις εκείνους επίστευσαν. | |
Μαρκ. 16,14 | Ὕστερον ἀνακειμένοις αὐτοῖς τοῖς ἕνδεκα ἐφανερώθη, καὶ ὠνείδισε τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν καὶ σκληροκαρδίαν, ὅτι τοῖς θεασαμένοις αὐτὸν ἐγηγερμένον οὐκ ἐπίστευσαν. | |
Μαρκ. 16,14 | Υστερον δε εφανερώθηκε και στους ένδεκα, όταν αυτοί είχαν καθίση να φάγουν, και τους ήλεγξε δια την απιστίαν των και την σκληροκαρδίαν των, διότι δεν επίστευσαν εις εκείνους, που τον είχαν ίδει αναστημένον. | |
Μαρκ. 16,15 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς. πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει. | |
Μαρκ. 16,15 | Και τους είπεν· “πηγαίνετε εις όλον τον κόσμον και κηρύξατε το ευαγγέλιον, το χαρμόσυνον μήνυμα της σωτηρίας, εις όλην την ανθρωπότητα. | |
Μαρκ. 16,16 | ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται. | |
Μαρκ. 16,16 | Εκείνος που θα πιστεύση και βαπτισθή, θα σωθή, εκείνος που θα απιστήση στο κήρυγμά σας θα καταδικαστή. | |
Μαρκ. 16,17 | σημεῖα δὲ τοῖς πιστεύσασι ταῦτα παρακολουθήσει· ἐν τῷ ὀνόματί μου δαιμόνια ἐκβαλοῦσι· γλώσσαις λαλήσουσι καιναῖς· | |
Μαρκ. 16,17 | Υπερφυσικά δε σημεία στους πιστεύοντας που θα μαρτυρούν την αλήθειαν της πίστεώς των, θα ακολουθήσουν τα εξής· Με την πίστιν και την επίκλησιν του ονόματός μου θα διώξουν δαιμόνια· θα ομιλήσουν ξένας γλώσσας, νέας και αγνώστους εις αυτούς. | |
Μαρκ. 16,18 | ὄφεις ἀροῦσι· κἂν θανάσιμόν τι πίωσιν, οὐ μὴ αὐτοὺς βλάψει· ἐπὶ ἀῤῥώστους χεῖρας ἐπιθήσουσι, καὶ καλῶς ἕξουσιν. | |
Μαρκ. 16,18 | Θα σηκώσουν με τα χέρια τους φίδια φαρμακερά, χωρίς να πάθουν τίποτε από το δάγκωμά των· και εάν ακόμη πιουν κανένα θανατηφόρον δηλητήριον, δεν θα τους βλάψη· θα βάζουν τα χέρια των επάνω στους αρρώστους και εκείνοι, θα γίνωνται καλά”. (Τα θαύματα, που έκαμεν Εκείνος θα κάνουν και αυτοί). | |
Μαρκ. 16,19 | Ὁ μὲν οὖν Κύριος μετὰ τὸ λαλῆσαι αὐτοῖς ἀνελήφθη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ. | |
Μαρκ. 16,19 | Ο μεν λοιπόν Κυριος έπειτα από τας ομιλίας αυτάς και πολλάς άλλας που έκαμε προς αυτούς, ανελήφθη στον ουρανόν και εκάθισεν εις τα δεξιά του Θεού. | |
Μαρκ. 16,20 | ἐκεῖνοι δὲ ἐξελθόντες ἐκήρυξαν πανταχοῦ, τοῦ Κυρίου συνεργοῦντος καὶ τὸν λόγον βεβαιοῦντος διὰ τῶν ἐπακολουθούντων σημείων. ἀμήν. | |
Μαρκ. 16,20 | Εκείνοι δε αφού εβγήκαν προς όλην την οικουμένην, εκήρυξαν παντού το Ευαγγέλιον. Ο δε Κυριος συνέπραττε και συνεργούσε μαζή των και επιβεβαίωνε το κήρυγμά των με τα θαύματα, που επακολουθούσαν ύστερα από το κήρυγμα. Αμήν. | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου