Κεφάλαιο 1ο |
Δευτ. 1,1 |
Οὖτοι οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε Μωυσῆς παντὶ Ἰσραὴλ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐν τῇ ἐρήμῳ πρὸς δυσμαῖς πλησίον τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης ἀνὰ μέσον Φαρὰν Τοφὸλ καὶ Λοβὸν καὶ Αὐλὼν καὶ Καταχρύσεα· |
Δευτ. 1,1 |
Αυτοί είναι οι λόγοι, τους οποίους ο Μωϋσής είπεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν, ανατολικώς από τον Ιορδάνην, εις την προς δυσμάς έρημον, η οποία ευρίσκεται πλησίον της Ερυθράς Θαλάσσης, εις την ερήμον Φαράν και εις τας πόλεις Τοφόλ, Λοβόν, Αυλών και Καταχρύσεα. |
|
Δευτ. 1,2 |
ἕνδεκα ἡμερῶν ἐκ Χωρὴβ ὁδὸς ἐπ᾿ ὄρος Σηεὶρ ἕως Κάδης Βαρνή. |
Δευτ. 1,2 |
Ενδεκα ημερών πορεία είναι από το όρος Χωρήβ δια του όρους Σηείρ μέχρι της Καδης Βαρνή. |
|
Δευτ. 1,3 |
καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ τεσσαρακοστῷ ἔτει ἐν τῷ ἑνδεκάτῳ μηνὶ μιᾷ τοῦ μηνὸς ἐλάλησε Μωυσῆς πρὸς πάντας υἱοὺς Ἰσραὴλ κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος αὐτῷ πρὸς αὐτούς. |
Δευτ. 1,3 |
Κατά την πρώτην του ενδεκάτου μηνός του τεσσαρακοστού έτους από την ημέραν της αναχωρήσεως των Ισραηλιτών εκ της Αιγύπτου, είπεν ο Μωϋσής προς όλους τους Ισραηλίτας όλα όσα διέταξεν αυτόν ο Κυριος να είπη προς αυτούς. |
|
Δευτ. 1,4 |
μετὰ τὸ πατάξαι Σηὼν βασιλέα Ἀμοῤῥαίων τὸν κατοικήσαντα ἐν Ἐσεβὼν καὶ τὸν Ὢγ βασιλέα τῆς Βασὰν τὸν κατοικήσαντα ἐν Ἀσταρὼθ καὶ ἐν Ἐδραΐν, |
Δευτ. 1,4 |
Τα είπεν αυτά ο Μωϋσής μετά την νίκην των Ισραηλιτών εναντίον του Σηών του βασιλέως των Αμορραίων, ο οποίος κατοικούσε εις Εσεβών, και μετά την υποταγήν του Ωγ, βασιλέως της χώρας Βασάν, ο οποίος κατοικούσε εις την πόλιν Ασταρώθ και την πόλιν Εδραΐν. |
|
Δευτ. 1,5 |
ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἐν γῇ Μωάβ, ἤρξατο Μωυσῆς διασαφῆσαι τὸν νόμον τοῦτον λέγων· |
Δευτ. 1,5 |
Εις αυτήν την πέραν του Ιορδάνου περιοχήν, και ακριβέστερον, εις την χώραν Μωάβ, ήρχισεν ο Μωϋσής να εξαγγέλλη και αποσαφηνίζη τον Νομον τούτον, λέγων· |
|
Δευτ. 1,6 |
Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν Χωρὴβ λέγων· ἱκανούσθω ὑμῖν κατοικεῖν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ· |
Δευτ. 1,6 |
“Κυριος, ο Θεός ημών, ελάλησε προς ημάς στο όρος Χωρήβ και είπε· Αρκετόν πλέον χρόνον παροικήσατε στο όρος τούτο. |
|
Δευτ. 1,7 |
ἐπιστράφητε καὶ ἀπάρατε ὑμεῖς καὶ εἰσπορεύεσθε εἰς ὄρος Ἀμοῤῥαίων καὶ πρὸς πάντας τοὺς περιοίκους Ἄραβα, εἰς ὄρος καὶ πεδίον καὶ πρὸς λίβα καὶ παραλίαν γῆν Χαναναίων καὶ Ἀντιλίβανον ἕως τοῦ ποταμοῦ τοῦ μεγάλου Εὐφράτου. |
Δευτ. 1,7 |
Στραφήτε τώρα και ξεκινήσατε, δια να εισέλθετε εις την ορεινήν περιοχήν των Αμορραίων, εις την χώραν των κατοίκων Αραβα, εις την ορεινήν και πεδινήν περιοχήν της Χαναάν, στο νότιον μέρος αυτής, στο δυτικόν προς την παραλίαν μέρος, προς δε βορράν από το όρος Αντιλίβανον μέχρι του Ευφράτου, του μεγάλου ποταμού. |
|
Δευτ. 1,8 |
ἴδετε, παραδέδωκεν ἐνώπιον ὑμῶν τῆν γῆν· εἰσπορευθέντες κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, τῷ Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ δοῦναι αὐτοῖς καὶ τῷ σπέρματι αὐτῶν μετ᾿ αὐτούς. |
Δευτ. 1,8 |
Ιδέτε· έχω παραδώσει εις τα χέρια σας την χώραν αυτήν. Εισέλθετε και κληρονομήσατε την γην, την οποίαν ωρκίσθην να δώσω στους πατέρας σας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ και στους απογόνους των έπειτα από αυτούς. |
|
Δευτ. 1,9 |
καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· οὐ δυνήσομαι μόνος φέρειν ὑμᾶς· |
Δευτ. 1,9 |
Κατά τον καιρόν εκείνον, ότε ανεχωρήσαμεν από την Αίγυπτον, είπα προς σας, ότι δεν θα ημπορέσω μόνος μου να σας οδηγώ και σας κυβερνώ· |
|
Δευτ. 1,10 |
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐπλήθυνεν ὑμᾶς, καὶ ἰδού ἐστε σήμερον ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει· |
Δευτ. 1,10 |
διότι Κυριος ο Θεός σας σας επλήθυνε και ιδού ότι σήμερον είσθε πλήθος πολύ, ωσάν τα άστρα του ουρανού. |
|
Δευτ. 1,11 |
Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν προσθείη ὑμῖν ὡς ἐστὲ χιλιοπλασίως καὶ εὐλογήσαι ὑμᾶς, καθότι ἐλάλησεν ὑμῖν. |
Δευτ. 1,11 |
Είθε ο Κυριος και Θεός των πατέρων σας, να σας ευλογήση και να σας πληθύνη χίλιες φορές περισσότερον από ο,τι είσθε σήμερα, όπως άλλωστε και έχει υποσχεθή προς σας. |
|
Δευτ. 1,12 |
πῶς δυνήσομαι μόνος φέρειν τὸν κόπον ὑμῶν καὶ τὴν ὑπόστασιν ὑμῶν καὶ τὰς ἀντιλογίας ὑμῶν; |
Δευτ. 1,12 |
Πως θα ημπορέσω εγώ μόνος μου να βαστάσω όλον το βάρος σας, την ύπαρξιν και την διαβίωσίν σας και τας αντιδικίας, που παρουσιάζετε μεταξύ σας; |
|
Δευτ. 1,13 |
δότε ἑαυτοῖς ἄνδρας σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας καὶ συνετοὺς εἰς τὰς φυλὰς ὑμῶν, καὶ καταστήσω ἐφ᾿ ὑμῶν ἡγουμένους ὑμῶν. |
Δευτ. 1,13 |
Δια τούτο και σας είπα τότε· εκλέξατε δια την εξυπηρέτησίν σας άνδρας σοφούς, επιστήμονας και συνετούς από τας φυλάς σας, και εγώ θα καταστήσω αυτούς αρχηγούς σας. |
|
Δευτ. 1,14 |
καὶ ἀπεκρίθητέ μοι καὶ εἴπατε· καλὸν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησας ποιῆσαι. |
Δευτ. 1,14 |
Τοτε αποκριθήκατε εις εμέ και είπατε· καλόν είναι αυτό το έργον, που μας είπες να κάμωμεν. |
|
Δευτ. 1,15 |
καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν ἄνδρας σοφοὺς καὶ ἐπιστήμονας καὶ συνετοὺς καὶ κατέστησα αὐτοὺς ἡγεῖσθαι ἐφ᾿ ὑμῶν χιλιάρχους καὶ ἑκατοντάρχους καὶ πεντηκοντάρχους καὶ δεκάρχους καὶ γραμματοεισαγωγεῖς τοῖς κριταῖς ὑμῶν. |
Δευτ. 1,15 |
Επήρα τότε από σας άνδρας σοφούς και επιστήμονας και συνετούς και ανέθεσα εις αυτούς να σας διοικούν, κατέστησα από αυτούς μεταξύ σας χιλιάρχους, εκατοντάρχους, πεντηκοντάρχους και αρχηγούς δέκα ανδρών, διδασκάλους και δικαστάς μεταξύ σας. |
|
Δευτ. 1,16 |
καὶ ἐνετειλάμην τοῖς κριταῖς ὑμῶν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· διακούετε ἀνὰ μέσον τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν καὶ κρίνατε δικαίως ἀνὰ μέσον ἀνδρὸς καὶ ἀνὰ μέσον ἀδελφοῦ καὶ ἀνὰ μέσον προσηλύτου αὐτοῦ. |
Δευτ. 1,16 |
Εδωσα εντολήν στους δυκαστάς σας κατά τον καιρόν εκείνον, λέγων· Να ακούετε με προσοχήν τας μεταξύ των αδελφών σας παρουσιαζομένας διαφοράς, να κρίνετε δικαίως τας διαφοράς μεταξύ των Ισραηλιτών, όπως επίσης και τας μεταξύ αυτών και ξένου τινός. |
|
Δευτ. 1,17 |
οὐκ ἐπιγνώσῃ πρόσωπον ἐν κρίσει, κατὰ τὸν μικρὸν καὶ κατὰ τὸν μέγαν κρινεῖς, οὐ μὴ ὑποστείλῃ πρόσωπον ἀνθρώπου, ὅτι ἡ κρίσις τοῦ Θεοῦ ἐστι· καὶ τὸ ῥῆμα, ὃ ἐὰν σκληρὸν ᾖ ἀφ᾿ ὑμῶν, ἀνοίσετε αὐτὸ ἐπ᾿ ἐμέ, καὶ ἀκούσομαι αὐτό. |
Δευτ. 1,17 |
Κατά την δίκην δεν θα λαμβάνης υπ' όψει σου πρόσωπον. Οπως θα κρίνης τον ταπεινόν και άσημον, έτσι θα κρίνης τον αξιωματούχον και επίσημον. Δεν θα συστέλλεσαι και δεν θα δυστάζης ενώπιον ουδενός από τους διαδίκους, διότι η απονομή δικαιοσύνης είναι έργον Θεού. Εάν δε και παρουσιασθή καμμιά δύσκολος υπόθεσις, θα αναφέρετε εις εμέ την υπόθεσιν αυτήν· εγώ θα την εξετάζω, θα την κρίνω και θα αποφασίζω. |
|
Δευτ. 1,18 |
καὶ ἐνετειλάμην ὑμῖν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ποιήσετε. |
Δευτ. 1,18 |
Κατά τον καιρόν εκείνον σας εδωσα εντολήν δι' όλα όσα πρέπει να κάμετε. |
|
Δευτ. 1,19 |
καὶ ἀπάραντες ἐκ Χωρὴβ ἐπορεύθημεν πᾶσαν τὴν ἔρημον τὴν μεγάλην καὶ τὴν φοβερὰν ἐκείνην, ἣν εἴδετε, ὁδὸν ὄρους τοῦ Ἀμοῤῥαίου, καθότι ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν, καὶ ἤλθομεν ἕως Κάδης Βαρνή. |
Δευτ. 1,19 |
Εξεκινήσαμεν από το όρος Χωρήβ, εβαδίσαμεν όλην την μεγάλην και φοβεράν εκείνην έρημον, την οποίαν είδατε, επορεύθημεν προς την κατεύθυνσιν του όρους των Αμορραίων, όπως μας διέταξεν ο Κυριος και Θεός μας, και ήλθομεν έως την πόλιν Καδης Βαρνή. |
|
Δευτ. 1,20 |
καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· ἤλθατε ἕως τοῦ ὄρους τοῦ Ἀμοῤῥαίου, ὃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν ὑμῖν. |
Δευτ. 1,20 |
Και είπα προς σας· εφθάσατε έως το όρος των Αμορραίων, σύνορον της Χαναάν, την οποίαν ο Κυριος παραδίδει τώρα εις σας. |
|
Δευτ. 1,21 |
ἴδετε, παραδέδωκεν ἡμῖν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν πρὸ προσώπου ὑμῶν τὴν γῆν· ἀναβάντες κληρονομήσατε, ὃν τρόπον εἶπε Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν ὑμῖν· μὴ φοβεῖσθε μηδὲ δειλιάσητε. |
Δευτ. 1,21 |
Ιδέτε ! Ο Κυριος και Θεός σας έχει πλέον παραδώσει εις τα χέρια σας την χώραν αυτήν. Εισέλθετε εις αυτήν, κυριεύσατέ την ως κληρονομίαν σας, όπως είπεν εις σας ο Θεός των προγόνων σας. Μη φοβηθήτε κανένα και μη δειλιάσετε. |
|
Δευτ. 1,22 |
καὶ προσήλθατέ μοι πάντες καὶ εἴπατε· ἀποστείλωμεν ἄνδρας προτέρους ἡμῶν, καὶ ἐφοδευσάτωσαν ἡμῖν τὴν γῆν καὶ ἀναγγειλάτωσαν ἡμῖν ἀπόκρισιν τὴν ὁδόν, δι᾿ ἧς ἀναβησόμεθα ἐν αὐτῇ, καὶ τὰς πόλεις εἰς ἃς εἰσπορευσόμεθα εἰς αὐτάς. |
Δευτ. 1,22 |
Ηλθατε τότε προς εμέ όλοι και μου είπατε· Πριν ημείς εισέλθωμεν, ας αποστείλωμεν άνδρας κατασκόπους να επιθεωρήσουν και ερευνήσουν την χώραν και να μας δώσουν πληροφορίαν δια την οδόν, από την οποίαν θα διαβώμεν προς αυτήν και δια τας πόλεις, εις τας οποίας θα εισέλθωμεν. |
|
Δευτ. 1,23 |
καὶ ἤρεσεν ἐναντίον μου τὸ ῥῆμα, καὶ ἔλαβον ἐξ ὑμῶν δώδεκα ἄνδρας, ἄνδρα ἕνα κατὰ φυλήν. |
Δευτ. 1,23 |
Μου ήρεσεν αυτή η πρότασίς σας και εξέλεξα από σας δώδεκα άνδρας, ένα από κάθε φυλήν. |
|
Δευτ. 1,24 |
καὶ ἐπιστραφέντες ἀνέβησαν εἰς τὸ ὄρος καὶ ἤλθοσαν ἕως Φάραγγος βότρυος καὶ κατεσκόπευσαν αὐτήν. |
Δευτ. 1,24 |
Αυτοί δε ετράπησαν προς την Χαναάν, ανέβησαν προς την ορεινήν χώραν της Παλαιστίνης, έφθασαν μέχρι της κοιλάδας, που ονομάζεται “Φαραγξ Βοτρυος”, και κατεσκόπευσαν την χώραν. |
|
Δευτ. 1,25 |
καὶ ἐλάβοσαν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν ἀπὸ τοῦ καρποῦ τῆς γῆς καὶ κατήνεγκαν πρὸς ὑμᾶς καὶ ἔλεγον· ἀγαθὴ ἡ γῆ, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν ἡμῖν. |
Δευτ. 1,25 |
Επήραν εις τα χέρια των από τον καρπόν της γης αυτής, έφεραν αυτόν ως δείγμα προς ημάς και έλεγαν· Εύφορος και πλουσία είναι η χώρα αυτή, την οποίαν μας δίδει ο Κυριος. |
|
Δευτ. 1,26 |
καὶ οὐκ ἠθελήσατε ἀναβῆναι, ἀλλ᾿ ἠπειθήσατε τῷ ῥήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν |
Δευτ. 1,26 |
Αλλά σεις δεν ηθελήσατε να εισέλθετε εις αυτήν· δεν υπηκούσατε εις την εντολήν Κυρίου του Θεού ημών· |
|
Δευτ. 1,27 |
καὶ διεγογγύζετε ἐν ταῖς σκηναῖς ὑμῶν καὶ εἴπατε· διὰ τὸ μισεῖν Κύριον ἡμᾶς, ἐξήγαγεν ἡμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου παραδοῦναι ἡμᾶς εἰς χεῖρας Ἀμοῤῥαίων, ἐξολοθρεῦσαι ἡμᾶς. |
Δευτ. 1,27 |
μάλιστα δε και εγογγύζατε εις τας σκηνάς σας, πικρώς παραπονούμενοι κατά του Θεού και λέγοντες· Μας έβγαλεν ο Κυριος από την χώραν της Αιγύπτου, επειδή μας μισεί, δια να μας παραδώση εις τα χέρια των Αμορραίων και να μας εξολοθρεύση ! |
|
Δευτ. 1,28 |
ποῦ ἡμεῖς ἀναβαίνομεν; οἱ δὲ ἀδελφοὶ ὑμῶν ἀπέστησαν τὴν καρδίαν ὑμῶν λέγοντες· ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ δυνατώτερον ἡμῶν καὶ πόλεις μεγάλαι καὶ τετειχισμέναι ἕως τοῦ οὐρανοῦ, ἀλλὰ καὶ υἱοὺς γιγάντων ἑωράκαμεν ἐκεῖ. |
Δευτ. 1,28 |
Που λοιπόν ημείς τώρα θα πορευθώμεν; Οι αδελφοί μας οι κατάσκοποι κατεπτόησαν και κατέθλιψαν τας καρδίας μας, λέγοντες· Οι άνδρες της Παλαιστίνης είναι μεγαλόσωμοι και πολύ δυνατώτεροι από ημάς, αι πόλεις των μεγάλαι και οχυραί με τείχη, που φθάνουν έως στον ουρανόν. Εκτός δε τούτου είδομεν εκεί και απογόνους των ονομαστών εκείνων γιγάντων ! |
|
Δευτ. 1,29 |
καὶ εἶπα πρὸς ὑμᾶς· μὴ πτήξετε, μηδὲ φοβηθῆτε ἀπ᾿ αὐτῶν· |
Δευτ. 1,29 |
Εγώ όμως είπα προς σας. Μη πτοηθήτε, μη φοβηθήτε από αυτούς. |
|
Δευτ. 1,30 |
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ὁ προπορευόμενος πρὸ προσώπου ὑμῶν αὐτὸς συνεκπολεμήσει αὐτοὺς μεθ᾿ ὑμῶν κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὑμῖν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ |
Δευτ. 1,30 |
Κυριος ο Θεός σας, ο οποίος ως οδηγός και προστάτης προπορεύεται έμπροσθέν σας, αυτός θα πολεμήση μαζή σας και θα κατανικήση αυτούς, θα κάμη και εις την περίστασιν αυτήν, όσα έκαμε προς χάριν σας εις την χώραν της Αιγύπτου. |
|
Δευτ. 1,31 |
καὶ ἐν τῇ ἐρήμῳ ταύτῃ, ἣν εἴδετε, ὁδὸν ὄρους τοῦ Ἀμοῤῥαίου, ὡς ἐτροφοφόρησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου, ὡς εἴ τις τροφοφορήσαι ἄνθρωπος τὸν υἱὸν αὐτοῦ, κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδὸν εἰς ἣν ἐπορεύθητε, ἕως ἤλθετε εἰς τὸν τόπον τοῦτον. |
Δευτ. 1,31 |
Είδατε και σεις οι ίδιοι, πως εις την φοβεράν εκείνην έρημον Φαράν, την οποία διηρχόμεθα κατευθυνόμενοι προς την Παλαιστίνην, πως Κυριος ο Θεός σας σας διέθρεψε με τόσην στοργήν, όπώς δ στοργικός πατέρας διατρέφει το παιδί του. Και αύτο εις όλην την διαδρομήν που εκάμετε, μέχρις που εφθάσετε στούτον τον τόπον. |
|
Δευτ. 1,32 |
καὶ ἐν τῷ λόγῳ τούτῳ οὐκ ἐνεπιστεύσατε Κυρίῳ τῷ Θεῷ ἡμῶν, |
Δευτ. 1,32 |
Παρ' όλα όμως τα θαυμαστά αυτά δείγματα της θείας δυνάμεως και προστασίας δεν επιστεύσατε εις Κυριον τον Θεόν μας, |
|
Δευτ. 1,33 |
ὃς προπορεύεται πρότερος ὑμῶν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκλέγεσθαι ὑμῖν τόπον, ὁδηγῶν ὑμᾶς ἐν πυρὶ νυκτός, δεικνύων ὑμῖν τὴν ὁδὸν καθ᾿ ἣν πορεύεσθε ἐπ᾿ αὐτῆς, καὶ ἐν νεφέλῃ ἡμέρας. |
Δευτ. 1,33 |
ο οποίος προπορεύεται εμπρός μας στον δρόμον, να εκλέξη δια σας τόπον, οδηγών συνεχώς σας κατά μεν την νύκτα δια πυρός, κατά δε την ημέραν δια νεφέλης, δεικνύων προς σας τον δρόμον, τον οποίον πρέπει να ακολουθήσετε. |
|
Δευτ. 1,34 |
καὶ ἤκουσε Κύριος τὴν φωνὴν τῶν λόγων ὑμῶν καὶ παροξυνθεὶς ὤμοσε λέγων· |
Δευτ. 1,34 |
Ο Θεός ήκουσε τα λόγια του γογγυσμού και της αχαριστίας σας, ωργίσθη και ωρκίσθη λέγων· |
|
Δευτ. 1,35 |
εἰ ὄψεταί τις τῶν ἀνδρῶν τούτων τὴν γῆν ἀγαθὴν ταύτην, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, |
Δευτ. 1,35 |
Αν ποτέ κανείς ίδη από τους ανθρώπους αυτούς την έφορον και πλουσίαν χώραν, την οποίαν ωρκίσθην στους προπάτοράς σας ! |
|
Δευτ. 1,36 |
πλὴν Χάλεβ υἱὸς Ἰεφοννή, οὗτος ὄψεται αὐτήν, καὶ τούτῳ δώσω τὴν γῆν, ἐφ᾿ ἣν ἐπέβη, καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ διὰ τὸ προσκεῖσθαι αὐτὸν τὰ πρὸς Κύριον. |
Δευτ. 1,36 |
Πλην μόνον ο Χαλεβ, ο υιός του Ιεφοννή, αυτός θα ίδη την χώραν αυτήν και εις αυτόν θα δώσω την χώραν, την οποίαν επάτησε, δια να κατασκοπεύση, εις αυτόν και στους απογόνους του, διότι εστάθη με το μέρος του Κυρίου. |
|
Δευτ. 1,37 |
καὶ ἐμοὶ ἐθυμώθη Κύριος δι᾿ ὑμᾶς λέγων· οὐδὲ σὺ οὐ μὴ εἰσέλθῃς ἐκεῖ· |
Δευτ. 1,37 |
Εξ αιτίας σας ωργίσθη και εναντίον μου ο Θεός και μου είπε· Ούτε συ θα εισέλθης εκεί. |
|
Δευτ. 1,38 |
Ἰησοῦς υἱὸς Ναυὴ ὁ παρεστηκώς σοι, οὗτος εἰσελεύσεται ἐκεῖ· αὐτὸν κατίσχυσον, ὅτι αὐτὸς κατακληρονομήσει αὐτὴν τῷ Ἰσραήλ. |
Δευτ. 1,38 |
Αλλά ο Ιησούς, ο υιός του Ναυή, ο οποίος ευρίσκεται πάντοτε παρά το πλευρόν σου, αυτός θα εισέλθη εκεί. Αυτόν δε συ ενίσχυσέ τον και κατάρτισέ τον, διότι αυτός θα καταλάβη και δια κλήρου θα διαμοιράση την γην της Χαναάν ει τους Ισραηλίτας. |
|
Δευτ. 1,39 |
καὶ πᾶν παιδίον νέον, ὅστις οὐκ οἶδε σήμερον ἀγαθὸν ἢ κακόν, οὗτοι εἰσελεύσονται ἐκεῖ, καὶ τούτοις δώσω αὐτήν, καὶ αὐτοὶ κληρονομήσουσιν αὐτήν. |
Δευτ. 1,39 |
Επίσης τα μικρά παιδιά, τα οποία σήμερον δεν ημπορούν να ξεχωρίσουν καλόν και κακόν, αυτοί θα εισέλθουν εκεί· εις αυτούς θα δώσω την χώραν· αυτοί θα την κληρονομήσουν. |
|
Δευτ. 1,40 |
καὶ ὑμεῖς ἐπιστραφέντες ἐστρατοπεδεύσατε εἰς τὴν ἔρημον, ὁδὸν τὴν ἐπὶ τῆς ἐρυθρᾶς θαλάσσης. |
Δευτ. 1,40 |
Σεις δε τότε εγυρίσατε και εστρατοπεδεύσατε εις την έρημον Σιν με κατεύθυνσιν προς την Ερυθράν Θαλασσαν. |
|
Δευτ. 1,41 |
καὶ ἀπεκρίθητε καὶ εἴπατε· ἡμάρτομεν ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν· ἡμεῖς ἀναβάντες πολεμήσομεν κατὰ πάντα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν. καὶ ἀναλαβόντες ἕκαστος τὰ σκεύη τὰ πολεμικὰ αὐτοῦ καὶ συναθροισθέντες ἀνεβαίνετε εἰς τὸ ὄρος. |
Δευτ. 1,41 |
Αποκριθήκατε και είπατε· Ημαρτήσαμεν ενώπιον Κυρίου του Θεού μας. Μετανοούμεν και αποφασίζομεν τώρα να εισέλθομεν εις την Χαναάν και να πολεμήσωμεν σύμφωνα με τας εντολάς, που έχει δώσει Κυριος ο Θεός μας. Ο κάθε Ισραηλίτης ανέλαβε τα πολεμικά αυτού όπλα και συγκεντρωθέντες εβαδίζατε όλοι προς το όρος (δια την Παλαιστίνην). |
|
Δευτ. 1,42 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· εἰπὸν αὐτοῖς· οὐκ ἀναβήσεσθε οὐδὲ μὴ πολεμήσετε, οὐ γάρ εἰμι μεθ᾿ ὑμῶν· καὶ οὐ μὴ συντριβῆτε ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν· |
Δευτ. 1,42 |
Ο Κυριος όμως είπε τότε προς εμέ· Ειπέ προς αυτούς· δεν θα ανεβήτε εις την Παλαιστίνην και δεν θα πολεμήσετε τους κατοίκους της, διότι εγώ δεν είμαι πλέον μαζή σας. Αποφύγετε τον μάταιον αυτόν πόλεμον, δια να μη συντριβήτε από τους εχθρούς σας. |
|
Δευτ. 1,43 |
καὶ ἐλάλησα ὑμῖν, καὶ οὐκ εἰσηκούσατέ μου καὶ παρέβητε τὸ ῥῆμα Κυρίου καὶ παραβιασάμενοι ἀνέβητε εἰς τὸ ὄρος. |
Δευτ. 1,43 |
Αυτά εγώ σας τα είπα, αλλά σεις δεν με ακούσατε. Και έτσι καταπατήσατε την εντολήν του Κυρίου και παραβάται ενώπιον του Θεού επροχωρήσατε προς το όρος (δια την Παλαιστίνην). |
|
Δευτ. 1,44 |
καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἀμοῤῥαῖος ὁ κατοικῶν ἐν τῷ ὄρει ἐκείνῳ εἰς συνάντησιν ὑμῖν καὶ κατεδίωξαν ὑμᾶς, ὡσεὶ ποιήσαισαν αἱ μέλισσαι, καὶ ἐτίτρωσκον ὑμᾶς ἀπὸ Σηεὶρ ἕως Ἑρμᾶ. |
Δευτ. 1,44 |
Οι Αμορραίοι όμως, οι οποίοι κατοικούσαν την ορεινήν εκείνην περιοχήν της νοτίου Παλαιστίνης, εξήλθον εις πόλεμον εναντίον σας. Σας ενίκησαν και σας κατεδίωξαν, ωσάν εξερεθισμέναι μέλισσαι, και σας ετραυμάτιζαν με τα βέλη και τας μαχαίρας των, από το όρος Σηείρ έως την πόλιν Ερμά. |
|
Δευτ. 1,45 |
καὶ καθίσαντες ἐκλαίετε ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καὶ οὐκ εἰσήκουσε Κύριος τῆς φωνῆς ὑμῶν οὐδὲ προσέσχεν ὑμῖν. |
Δευτ. 1,45 |
Μετά το τραγικόν αυτό πάθημά σαςεκαθήσατε και εκλαίατε ενώπιον Κυρίου του Θεού μας, αλλά ο Κυριος δεν ήκουσε την φωνήν σας ούτε και σας επρόσεξε. |
|
Δευτ. 1,46 |
καὶ ἐνεκάθησθε ἐν Κάδης ἡμέρας πολλάς, ὅσας ποτὲ ἡμέρας ἐνεκάθησθε. |
Δευτ. 1,46 |
Και εκαθήσατε τότε εις Καδης επί τόσον μακρόν χρόνον, όσον εμείνατε εκεί. |
|
Κεφάλαιο 2ο |
Δευτ. 2,1 |
Καὶ ἐπιστραφέντες ἀπῄραμεν εἰς τὴν ἔρημον, ὁδὸν θάλασσαν ἐρυθράν, ὃν τρόπον ἐλάλησε Κύριος πρός με, καὶ ἐκυκλώσαμεν τὸ ὄρος τὸ Σηεὶρ ἡμέρας πολλάς. |
Δευτ. 2,1 |
Εστράφημεν τότε και εξεκινήσαμεν προς νότον εις την έρημον, πέραν από τον Ελανιτικόν κόλπον, όπως με διέταξεν ο Κυριος, εβαδίσαμεν ημέρας πολλάς και επορεύθημεν κύκλω από το όρος Σηείρ. |
|
Δευτ. 2,2 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· |
Δευτ. 2,2 |
Τοτε μου είπεν ο Κυριος· |
|
Δευτ. 2,3 |
ἱκανούσθω ὑμῖν κυκλοῦν τὸ ὄρος τοῦτο, ἐπιστράφητε οὖν ἐπὶ βοῤῥᾶν· |
Δευτ. 2,3 |
Αρκετόν χρόνον εβαδίσατε κύκλω από το όρος τούτο· τώρα λοιπόν στραφήτε προς βορράν. |
|
Δευτ. 2,4 |
καὶ τῷ λαῷ ἔντειλαι λέγων· ὑμεῖς παραπορεύεσθε διὰ τῶν ὁρίων τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν υἱῶν Ἡσαῦ, οἳ κατοικοῦσιν ἐν Σηείρ, καὶ φοβηθήσονται ὑμᾶς καὶ εὐλαβηθήσονται ὑμᾶς σφόδρα. |
Δευτ. 2,4 |
Δώσε εντολήν στον ισραηλιτικόν λαόν και ειπέ προς αυτούς· θα περάσετε πρώτα από τα σύνορα της χώρας των αδελφών σας, των Ιδουμαίων, των απογόνων του Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν στο όρος Σηείρ. Αυτοί θα σας φοβηθούν και θα προσέξουν πολύ, ώστε να μη έλθουν εις σύγκρουσιν με σας. |
|
Δευτ. 2,5 |
μὴ συνάψητε πρὸς αὐτοὺς πόλεμον· οὐ γὰρ δῶ ὑμῖν ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν οὐδὲ βῆμα ποδός, ὅτι ἐν κλήρῳ δέδωκα τοῖς υἱοῖς Ἡσαῦ τὸ ὄρος τὸ Σηείρ. |
Δευτ. 2,5 |
Αλλά και σεις να μου κάμετε προς αυτούς πόλεμον εναντίον των διότι εγώ δεν θα σας δώσω ούτε ένα βήμα ποδός από την χώραν των, επειδή το όρος Σηείρ και την περιοχήν του εκληροδότησα στους απογόνους του Ησαύ. |
|
Δευτ. 2,6 |
ἀργυρίου βρώματα ἀγοράσατε παρ᾿ αὐτῶν καὶ φάγεσθε καὶ ὕδωρ μέτρῳ λήψεσθε παρ᾿ αὐτῶν ἀργυρίου καὶ πίεσθε· |
Δευτ. 2,6 |
Με χρήματα θα αγοράζετε από αυτούς τρόφιμα δια να τρώγετε, και εν μέτρω αντί χρημάτων θα παίρνετε από αυτούς νερό δια να πίνετε. |
|
Δευτ. 2,7 |
ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εὐλόγησέ σε ἐν παντὶ ἔργῳ τῶν χειρῶν σου· διάγνωθι πῶς διῆλθες τὴν ἔρημον τὴν μεγάλην καὶ τὴν φοβερὰν ἐκείνην· ἰδοὺ τεσσαράκοντα ἔτη Κύριος ὁ Θεός σου μετὰ σοῦ, οὐκ ἐπεδεήθης ῥήματος. |
Δευτ. 2,7 |
Να ενθυμήσθε δε ότι Κυριος ο Θεός σας σας ευλόγησεν εις κάθε έργον των χειρών σας. Μαθετε καλά και μη λησμονήτε, πως επεράσατε την μεγάλην εκείνην και φοβεράν έρημον Φαράν. Ιδού επί τεσσαράκοντα κατά συνέχειαν έτη Κυριος ο Θεός είναι μαζή σας και δεν εστερηθήκατε από τίποτε. |
|
Δευτ. 2,8 |
καὶ παρήλθομεν τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν υἱοὺς Ἡσαῦ, τοὺς κατοικοῦντας ἐν Σηεὶρ παρὰ τὴν ὁδὸν τὴν Ἄραβα ἀπὸ Αἰλὼν καὶ ἀπὸ Γεσιὼν Γάβερ καὶ ἐπιστρέψαντες παρήλθομεν ὁδὸν ἔρημον Μωάβ. |
Δευτ. 2,8 |
Υπακούσαντες κατά την περίστασιν αυτήν στον Θεόν παρεκάμψαμεν και δεν ενοχλήσαμεν τους αδελφούς μας, απογόνους του Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν στο όρος Σηείρ. Εβαδίσαμεν την οδόν, η οποία διέρχεται την περιοχήν Αραβα, επεράσαμεν από τας πόλεις Αιλών και Γεσιών Γαβερ. Επειτα εστρέψαμεν και εκινήθημεν προς την έρημον της χώρας Μωάβ. |
|
Δευτ. 2,9 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ ἐχθραίνετε τοῖς Μωαβίταις καὶ μὴ συνάψητε πρὸς αὐτοὺς πόλεμον· οὐ γὰρ μὴ δῶ ὑμῖν ἀπὸ τῆς γῆς αὐτῶν ἐν κλήρῳ, τοῖς γὰρ υἱοῖς Λὼτ δέδωκα τὴν Ἀροὴρ κληρονομεῖν. |
Δευτ. 2,9 |
Είπε δε προς εμέ ο Κυριος· Μη τρέφετε εχθρικάς διαθέσεις κατά των Μωαβιτών και μη αναλάβετε πόλεμον εναντίον των· διότι εγώ δεν θα σας δώσω κληρονομίαν από την χώραν αυτών, επειδή στους απογόνους του Λωτ έχω δώσει ως κληρονομίαν την Αροήρ, την Μωάβ. |
|
Δευτ. 2,10 |
(οἱ Ὀμμὶν πρότεροι ἐνεκάθηντο ἐπ᾿ αὐτῆς ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ ἰσχύοντες, ὥσπερ οἱ Ἐνακίμ· |
Δευτ. 2,10 |
(Προ αυτών είχαν εγκατασταθή εις την χώραν Μωάβ, οι Ομμίν, άνδρες μεγάλου αναστήματος, πολυάριθμοι και ισχυροί όπως οι Ενακίμ. |
|
Δευτ. 2,11 |
Ῥαφαΐν λογισθήσονται καὶ οὗτοι ὥσπερ καὶ οἱ Ἐνακίμ, καὶ οἱ Μωαβῖται ἐπονομάζουσιν αὐτοὺς Ὀμμίν. |
Δευτ. 2,11 |
Εθεωρούντο Ραφαΐν, δηλαδή γίγαντες και αυτοί, όπως και οι Ενακίμ. Οι Μωαβίται ονομάζουν αυτούς Ομμίν. |
|
Δευτ. 2,12 |
καὶ ἐν Σηεὶρ ἐνεκάθητο ὁ Χοῤῥαῖος τὸ πρότερον, καὶ υἱοὶ Ἡσαῦ ἀπώλεσαν αὐτοὺς καὶ ἐξέτριψαν αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν, ὃν τρόπον ἐποίησεν Ἰσραὴλ τὴν γῆν τῆς κληρονομίας αὐτοῦ, ἣν δέδωκε Κύριος αὐτοῖς). |
Δευτ. 2,12 |
Αλλά και εις την χώραν Σηείρ κάτοικοι προηγουμένως ήσαν οι Χορραίοι, τους οποίους οι απόγονοι του Ησαύ, οι Ιδουμαίοι, τους κατέστρεψαν και τους εξολόθρευσαν από εμπρός των και εγκατεστάθησαν αυτοί εις την χώραν αντί εκείνων. Εκαμαν οι Ιδουμαίοι στους παλαιούς κατοίκους της χώρας, ο,τι οι Ισραηλίται θα κάμουν εις την χώραν, την οποίαν ως κληρονομίαν των θα τους δώση ο Κυριος). |
|
Δευτ. 2,13 |
νῦν οὖν ἀνάστητε καὶ ἀπάρατε ὑμεῖς καὶ παραπορεύεσθε τὴν φάραγγα Ζαρέτ. |
Δευτ. 2,13 |
Τωρα λοιπόν εγερθήτε, ξεκινήσατε και βαδίσατε παρά την φάραγγα Ζαρέτ. |
|
Δευτ. 2,14 |
καὶ αἱ ἡμέραι, ἃς παρεπορεύθημεν ἀπὸ Κάδης Βαρνὴ ἕως οὗ παρήλθομεν τὴν φάραγγα Ζαρέτ, τριάκοντα καὶ ὀκτὼ ἔτη, ἕως οὗ διέπεσε πᾶσα γενεὰ ἀνδρῶν πολεμιστῶν ἀποθνήσκοντες ἐκ τῆς παρεμβολῆς, καθότι ὤμοσε Κύριος ὁ Θεὸς αὐτοῖς· |
Δευτ. 2,14 |
Το χρονικόν διάστημα, κατά το οποίον επορεύθημεν από Καδης Βαρνή, μέχρις ότου διήλθαμεν την φάραγγα Ζαρέτ, ήτο τριάκοντα και οκτώ έτη, έως ότου όλη η γενεά εκείνη των ανδρών των δυναμένων να φέρουν όπλα απέθανον και εξέλιπον από το στρατόπεδον, όπως Κυριος ο Θεός είχεν ορκισθή δι' αυτούς. |
|
Δευτ. 2,15 |
καὶ ἡ χεὶρ τοῦ Θεοῦ ἦν ἐπ᾿ αὐτοῖς ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς ἐκ μέσου τῆς παρεμβολῆς, ἕως οὗ διέπεσαν. |
Δευτ. 2,15 |
Η παντοδύναμος και τιμωρός χειρ του Θεού επέπεσεν εναντίον των, δια να τους εξοντώση εκ μέσου του στρατοπέδου, μέχρις ότου όλοι πράγματι εχάθησαν. |
|
Δευτ. 2,16 |
καὶ ἐγενήθη ἐπειδὴ ἔπεσαν πάντες οἱ ἄνδρες οἱ πολεμισταὶ ἀποθνήσκοντες ἐκ μέσου τοῦ λαοῦ, |
Δευτ. 2,16 |
Οτε απέθαναν και έλειψαν εκ μέσου του λαού όλοι οι άνδρες οι δυνάμενοι να φέρουν όπλα, |
|
Δευτ. 2,17 |
καὶ ἐλάλησε Κύριος πρός με λέγων· |
Δευτ. 2,17 |
ο Κυριος ωμίλησε προς εμέ και είπε· |
|
Δευτ. 2,18 |
σὺ παραπορεύσῃ σήμερον τὰ ὅρια Μωὰβ τὴν Σηεὶρ |
Δευτ. 2,18 |
Συ θα διαβής σήμερον τα σύνορα της Μωάβ και Σηείρ το όρος αυτής. |
|
Δευτ. 2,19 |
καὶ προσάξετε ἐγγὺς υἱῶν Ἀμμάν· μὴ ἐχθραίνετε αὐτοῖς μηδὲ συνάψητε αὐτοῖς εἰς πόλεμον· οὐ γὰρ μὴ δῶ ἀπὸ τῆς γῆς υἱῶν Ἀμμάν σοι ἐν κλήρῳ, ὅτι τοῖς υἱοῖς Λὼτ δέδωκα αὐτὴν ἐν κλήρῳ. |
Δευτ. 2,19 |
Θα φθάσετε πλησίον των Αμμανιτών. Μη δείξετε εχθρικάς διαθέσεις εναντίον των και ούτε να αναλάβετε πόλεμον κατ' αυτών, διότι από την χώραν των υιών Αμμάν δεν θα σας δώσω κανένα μέρος προς κληρονομίαν σας, διότι έχω δώσει αυτήν την χώραν ως κληρονομίαν στους απογόνους του Λωτ. |
|
Δευτ. 2,20 |
(γῆ Ῥαφαΐν λογισθήσεται· καὶ γὰρ ἐπ᾿ αὐτῆς κατῴκουν οἱ Ῥαφαΐν τὸ πρότερον, καὶ οἱ Ἀμμανῖται ἐπονομάζουσιν αὐτοὺς Ζομζομμίν, |
Δευτ. 2,20 |
(Και η χώρα αυτή θα θεωρηθή ως γη Ραφαΐν, δηλαδή χώρα γιγάντων, διότι προηγουμένως κατοικούσαν εις αυτήν οι γίγαντες, τους οποίους οι Αμμανίται, επωνόμασαν Ζομζομμίν. |
|
Δευτ. 2,21 |
ἔθνος μέγα καὶ πολὺ καὶ δυνατώτερον ὑμῶν, ὥσπερ καὶ οἱ Ἐνακίμ, καὶ ἀπώλεσεν αὐτοὺς Κύριος πρὸ προσώπου αὐτῶν, καὶ κατεκληρονόμησαν καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· |
Δευτ. 2,21 |
Αυτοί ήσαν ένα πολυάριθμον έθνος, του οποίου οι άνδρες ήσαν μεγαλόσωμοι και πολύ ισχυρότεροι από σας όπως και οι Ενακίμ. Αυτούς κατέστρεψεν ο Κυριος από το πρόσωπον των Αμμανιτών και έτσι οι Αμμανίται κατέλαβον αντ' αυτών την χώραν και εγκατεστάθησαν εις αυτήν, μέχρι σήμερον· |
|
Δευτ. 2,22 |
ὥσπερ ἐποίησαν τοῖς υἱοῖς Ἡσαῦ κατοικοῦσιν ἐν Σηείρ, ὃν τρόπον ἐξέτριψαν τὸν Χοῤῥαῖον ἀπὸ προσώπου αὐτῶν καὶ κατεκληρονόμησαν αὐτοὺς καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης· |
Δευτ. 2,22 |
όπως ακριβώς έκαμεν ο Κυριος και με τους απογόνους Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν τώρα το όρος Σηείρ, συνέτριψε δηλαδή από έμπροσθεν τους τους Χορραίους και κατέλαβον αυτοί την χώραν των και εγκατεστάθησαν αντ' αυτών μέχρι σήμερον. |
|
Δευτ. 2,23 |
καὶ οἱ Εὐαῖοι οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἀσηδὼθ ἕως Γάζης, καὶ οἱ Καππάδοκες οἱ ἐξελθόντες ἐκ Καππαδοκίας ἐξέτριψαν αὐτοὺς καὶ κατῳκίσθησαν ἀντ᾿ αὐτῶν). |
Δευτ. 2,23 |
Το αυτό έγινε και με τους Ευαίους, οι οποίοι κατουκούσαν από Ασηδώθ έως Γαζαν. Ηλθον εναντίον των οι Καππαδόκες, ξεκινήσαντες από την Καππαδοκίαν, συνέτριψαν αυτούς και εγκατεστάθησαν αντ' αυτών εις την χώραν των). |
|
Δευτ. 2,24 |
νῦν οὖν ἀνάστητε καὶ ἀπάρατε καὶ παρέλθατε ὑμεῖς τὴν φάραγγα Ἀρνῶν· ἰδοὺ παραδέδωκα εἰς τὰς χεῖράς σου τὸν Σηὼν βασιλέα Ἐσεβὼν τὸν Ἀμοῤῥαῖον καὶ τὴν γῆν αὐτοῦ· ἐνάρχου κληρονομεῖν, σύναπτε πρὸς αὐτὸν πόλεμον. |
Δευτ. 2,24 |
Τωρα λοιπόν σηκωθήτε, ξεκινήσατε από εδώ και περάσατε την φάραγγα του ποταμού. Αρνών. Ιδού! Εχω παραδώσει εις τα χέρια σας τον Σηών, τον Αμορραίον, τον βασιλέα που μένει εις την πόλιν Εσεβών, και την χώραν αυτού. Αρχισε λοιπόν Ισραήλ, να κατακτάς την χώραν, κάμνε εναντίον αυτού πόλεμον. |
|
Δευτ. 2,25 |
ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ ἐνάρχου δοῦναι τὸν τρόμον σου καὶ τὸν φόβον σου ἐπὶ προσώπου πάντων τῶν ἐθνῶν τῶν ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ, οἵτινες ἀκούσαντες τὸ ὄνομά σου ταραχθήσονται καὶ ὠδῖνας ἕξουσιν ἀπὸ προσώπου σου. |
Δευτ. 2,25 |
Από την ημέραν αυτήν, κάμε αρχήν να εμπνέης τον τρόμον και τον φόβον σου, ενώπιον όλων των εθνών, που κατοικούν κάτω από τον ουρανόν, και τα οποία, όταν ακούουν το όνομά σου, θα καταλαμβάνωνται από ταραχήν, και θα κυριεύονται από ωδίνας, όταν σε αντικρύζουν. |
|
Δευτ. 2,26 |
Καὶ ἀπέστειλα πρέσβεις ἐκ τῆς ἐρήμου Κεδαμὼθ πρὸς Σηὼν βασιλέα Ἐσεβὼν λόγοις εἰρηνικοῖς λέγων· |
Δευτ. 2,26 |
Εστειλα κατόπιν από την έρημον Κεδαμώθ πρέσβεις προς τον Σηών, βασιλέα της Εσεβών, και ειρηνικώς είπα προς αυτόν· |
|
Δευτ. 2,27 |
παρελεύσομαι διὰ τῆς γῆς σου, ἐν τῇ ὁδῷ πορεύσομαι, οὐκ ἐκκλινῶ δεξιὰ οὐδ᾿ ἀριστερά· |
Δευτ. 2,27 |
θα περάσω δια μέσου της χώρας σου, θα βαδίσω στον δρόμον, δεν θα παρεκκλίνω δεξιά η αριστερά από τον δρόμον. |
|
Δευτ. 2,28 |
βρώματα ἀργυρίου ἀποδώσῃ μοι, καὶ φάγομαι, καὶ ὕδωρ ἀργυρίου ἀποδώσῃ μοι, καὶ πίομαι· πλὴν ὅτι παρελεύσομαι τοῖς ποσί, |
Δευτ. 2,28 |
Τρόφιμα θα μου δώσης δια πληρωμής, δια να φάγω από αυτά. Νερό θα μου δώσης, αφού σου καταβάλω το ανάλογον αργύριον, και έτσι θα πίω. Το μόνον, που σου ζητώ, είναι να μου επιτραπή να διέλθω πεζοπορών την χώραν σου. |
|
Δευτ. 2,29 |
καθὼς ἐποίησάν μοι οἱ υἱοὶ Ἡσαῦ οἱ κατοικοῦντες ἐν Σηεὶρ καὶ οἱ Μωαβῖται οἱ κατοικοῦντες ἐν Ἀροήρ, ἕως ἂν παρέλθω τὸν Ἰορδάνην εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν ἡμῖν. |
Δευτ. 2,29 |
Οπως έκαμαν προς εμέ οι απόγονοι του Ησαύ, οι οποίοι κατοικούν εις Σηείρ, και οι Μωαβίται οι οποίοι κατοικούν εις Αροήρ, έτσι θα κάμης και συ προς εμέ, έως ότου περάσω τον Ιορδάνην και εισέλθω εις την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός δίδει εις ημάς. |
|
Δευτ. 2,30 |
καὶ οὐκ ἠθέλησε Σηὼν βασιλεὺς Ἐσεβὼν παρελθεῖν ἡμᾶς δι᾿ αὐτοῦ, ὅτι ἐσκλήρυνε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τὸ πνεῦμα αὐτοῦ καὶ κατίσχυσε τὴν καρδίαν αὐτοῦ, ἵνα παραδοθῇ εἰς τὰς χεῖράς σου ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. |
Δευτ. 2,30 |
Αλλα ο Σηών, ο βασιλεύς της Εσεβών, δεν ηθέλησε να περάσωμεν δια της χώρας του, διότι Κυριος ο Θεός ημών επέτρεψε να σκληρυνθή το πνεύμα του και έκαμε ανάλγητον την καρδίαν του, δια να παραδοθή, εξ αιτίας των αμαρτιών του, εις τα χέρια μας μέχρι σήμερον. |
|
Δευτ. 2,31 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἰδοὺ ἦργμαι παραδοῦναι πρὸ προσώπου σου τὸν Σηὼν βασιλέα Ἐσεβὼν τὸν Ἀμοῤῥαῖον καὶ τὴν γῆν αὐτοῦ· ἔναρξαι κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτοῦ. |
Δευτ. 2,31 |
Είπε δε τότε ο Κυριος προς εμέ· Ιδού ! Εχω αρχίσει να παραδίδω εις την εξουσίαν σου τον Σηών τον Αμορραίον, βασιλέα της Εσεβών, και την χώραν του. Καμε αρχήν να κατακτάς την χώραν του. |
|
Δευτ. 2,32 |
καὶ ἐξῆλθε Σηὼν βασιλεὺς Ἐσεβὼν εἰς συνάντησιν ἡμῖν, αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ, εἰς πόλεμον εἰς Ἰασσά. |
Δευτ. 2,32 |
Ο Σηών, ο βασιλεύς της Εσεβών, εξήλθε να πολεμήση εναντίον μας αυτός και ο λαός του, εις την πόλιν Ιασσά. |
|
Δευτ. 2,33 |
καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πρὸ προσώπου ἡμῶν, καὶ ἐπατάξαμεν αὐτὸν καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ· |
Δευτ. 2,33 |
Ομως Κυριος ο Θεός ημών παρέδωκεν αυτόν εις τα χέρια μας, και ημείς εκτυπήσαμεν μέχρις αφανισμού αυτόν και τους υιούς του και όλον τον λαόν του. |
|
Δευτ. 2,34 |
καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν ἑξῆς, καὶ τὰς γυναῖκας αὐτῶν καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν, οὐ κατελίπομεν ζωγρείαν· |
Δευτ. 2,34 |
Κατελάβομεν και εκρατήσαμεν υπό την εξουσίαν μας όλας τας πόλεις αυτού, κατεστρέψαμεν κάθε πόλιν την μίαν μετά την άλλην, εθανατώσαμεν τας γυναίκας και τα τέκνα αυτών, δεν αφήσαμεν αιχμαλώτους ζωντανούς. |
|
Δευτ. 2,35 |
πλὴν τὰ κτήνη ἐπρονομεύσαμεν καὶ τὰ σκῦλα τῶν πόλεων ἐλάβομεν. |
Δευτ. 2,35 |
Μονον τα ζώα των κρατήσαμεν δια τον εαυτόν μας και τα λάφυρα των πόλεων επήραμεν. |
|
Δευτ. 2,36 |
ἐξ Ἀροήρ, ἥ ἐστι παρὰ τὸ χεῖλος χειμάῤῥου Ἀρνῶν, καὶ τὴν πόλιν τὴν οὖσαν ἐν τῇ φάραγγι καὶ ἕως ὄρους τοῦ Γαλαὰδ οὐκ ἐγενήθη πόλις, ἥτις διέφυγεν ἡμᾶς, τὰς πάσας παρέδωκε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν· |
Δευτ. 2,36 |
Από την πόλιν Αροήρ, η οποία ευρίσκεται παρά την όχθην του χειμάρρου Αρνών, και την πόλιν, η οποία ευρίσκεται εις την κοιλάδα του ποταμού τούτου, μέχρι του όρους Γαλαάδ, δεν υπήρξε πόλις και περιοχή, που διέφυγε την κατάκτησίν μας. Ολας τας πόλεις των Αμορραίων τας παρέδωκεν εις τα χέρια μας Κυριος ο Θεός ημών. |
|
Δευτ. 2,37 |
πλὴν ἐγγὺς υἱῶν Ἀμμὰν οὐ προσήλθομεν, πάντα τὰ συγκυροῦντα χειμάῤῥου Ἰαβὸκ καὶ τάς πόλεις τὰς ἐν τῇ ὀρεινῇ, καθότι ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν. |
Δευτ. 2,37 |
Δεν επλησιάσαμεν όμως στους Αμμανίτας, εις όλα τα γειτονικά μέρη προς τον χείμαρρον Ιαβόκ και εις τας ορεινάς πόλεις των, διότι έτσι μας διέταξε Κυριος ο Θεός ημών. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Δευτ. 3,1 |
Καὶ ἐπιστραφέντες ἀνέβημεν ὁδὸν τὴν εἰς Βασάν, καὶ ἐξῆλθεν Ὢγ βασιλεὺς τῆς Βασὰν εἰς συνάντησιν ἡμῖν, αὐτὸς καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ, εἰς πόλεμον εἰς Ἑδραΐμ. |
Δευτ. 3,1 |
Κατόπιν εστράφημεν προς τα βόρεια μέρη και ανέβημεν την οδόν προς την Βασάν. Εκεί ο Ωγ, ο βασιλεύς της Βασάν, εξήλθε να πολεμήση εναντίον μας, αυτός και όλος ο λαός του, εις την πόλιν Εδραΐμ. |
|
Δευτ. 3,2 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· μὴ φοβηθῇς αὐτόν, ὅτι εἰς τὰς χεῖράς σου παραδέδωκα αὐτὸν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ πᾶσαν τὴν γῆν αὐτοῦ. καὶ ποιήσεις αὐτͺῶ ὥσπερ ἐποίησας Σηὼν βασιλεῖ τῶν Ἀμοῤῥαίων, ὃς κατῴκει ἐν Ἐσεβών. |
Δευτ. 3,2 |
Είπε τότε ο Κυριος προς εμέ· Μη φοβηθής αυτόν, διότι έχω ήδη παραδώσει εις τα χέρια σου αυτόν, όλον τον λαόν του και όλην την χώραν του. Θα κάμης δε εις αυτόν ο,τι ακριβώς έκαμες στον βασιλέα των Αμορραίων Σηών, που κατοικούσε εις την πόλιν Εσεβών. |
|
Δευτ. 3,3 |
καὶ παρέδωκεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν εἰς τὰς χεῖρας ἡμῶν, καὶ τὸν Ὢγ βασιλέα τῆς Βασὰν καὶ πάντα τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ ἐπατάξαμεν αὐτὸν ἕως τοῦ μὴ καταλιπεῖν αὐτοῦ σπέρμα. |
Δευτ. 3,3 |
Πράγματι Κυριος ο Θεός ημών παρέδωκεν εις τα χέρια μας και αυτόν τον ίδιον τον Ωγ, βασιλέα της Βασάν, και όλον τον λαόν του και εξωντώσαμεν αυτόν και όλους, ώστε να μη μείνη πλέον απόγονος από αυτούς. |
|
Δευτ. 3,4 |
καὶ ἐκρατήσαμεν πασῶν τῶν πόλεων αὐτοῦ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ· οὐκ ἦν πόλις, ἣν οὐκ ἐλάβομεν παρ᾿ αὐτῶν, ἑξήκοντα πόλεις, πάντα τὰ περίχωρα Ἀργὸβ βασιλέως Ὢγ ἐν Βασάν, |
Δευτ. 3,4 |
Τοτε δε και κατελάβαμεν όλας τας πόλεις των και δεν υπήρξε πόλις, που να μη την έχωμεν κυριεύσει· εξήντα πόλεις, μαζή με όλην την περιοχήν Αργόβ εις Βασάν, όπου βασιλεύς ήτο ο Ωγ. |
|
Δευτ. 3,5 |
πᾶσαι πόλεις ὀχυραί, τείχη ὑψηλά, πύλαι καὶ μοχλοί, πλὴν τῶν πόλεων τῶν Φερεζαίων τῶν πολλῶν σφόδρα. |
Δευτ. 3,5 |
Ολαι αυταί αι πόλεις ήσαν οχυραί, περιεβάλλοντο από τείχη υψηλά, είχον στερεάς πύλας και μοχλούς πίσω από αυτάς. Και εν τούτοις κατελάβομεν όλας αυτάς, εκτός βέβαια από τας πολυαρίθμους πόλεις των Φερεζαίων. |
|
Δευτ. 3,6 |
ἐξωλοθρεύσαμεν αὐτούς, ὥσπερ ἐποιήσαμεν τὸν Σηὼν βασιλέα Ἐσεβών, καὶ ἐξωλοθρεύσαμεν πᾶσαν πόλιν ἑξῆς καὶ τὰς γυναῖκας καὶ τὰ παιδία· |
Δευτ. 3,6 |
Εξωλοθρεύσαμεν αυτούς, όπως ακριβώς και τον Σηών, βασιλέα της Εσεβών, κατεστρέψαμεν κάθε πόλιν του Ωγ, την μίαν μετά την άλλην, και εξωντώσαμεν και αυτάς ακόμη τας γυναίκας και τα παιδιά. |
|
Δευτ. 3,7 |
καὶ πάντα τὰ κτήνη, καὶ τὰ σκῦλα τῶν πόλεων ἐπρονομεύσαμεν ἑαυτοῖς. |
Δευτ. 3,7 |
Ολα δε τα ζώα και τα λάφυρα των πόλεων τα ελεηλατήσαμεν και τα επήραμεν δια τον εαυτόν μας. |
|
Δευτ. 3,8 |
Καὶ ἐλάβομεν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ τὴν γῆν ἐκ χειρῶν δύο βασιλέων τῶν Ἀμοῤῥαίων, οἳ ἦσαν πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἀπὸ τοῦ χειμάῤῥου Ἀρνῶν καὶ ἕως Ἀερμών |
Δευτ. 3,8 |
Ετσι τότε κατελάβομεν την χώραν των δύο Αμορραίων βασιλέων, του Σηών και του Ωγ, οι οποίοι ήσαν εις τα ανατολικά μέρη του Ιορδάνου, από τον χείμαρρον Αρνών έως το όρος Αερμών. |
|
Δευτ. 3,9 |
(οἱ Φοίνικες ἐπονομάζουσι τὸ Ἀερμὼν Σανιώρ, καὶ ὁ Ἀμοῤῥαῖος ἐπωνόμασεν αὐτὸ Σανίρ), |
Δευτ. 3,9 |
(Οι Φοίνικες το όρος Αερμών έχουν επονομάσει Σανιώρ, οι δε Αμορραίοι το μετωνόμασαν Σανίρ). |
|
Δευτ. 3,10 |
πᾶσαι πόλεις Μισὼρ καὶ πᾶσα Γαλαὰδ καὶ πᾶσα Βασὰν ἕως Ἑλχᾶ καὶ Ἑδραΐμ, πόλεις βασιλείας τοῦ Ὢγ ἐν τῇ Βασάν. |
Δευτ. 3,10 |
Κατελάβομεν όλας τας πόλεις Μισώρ, όλην την περιοχήν Γαλαάδ και την χώραν Βασάν, μέχρι της Ελχά και της Εδραΐμ, αι οποίαι είναι πόλστου βασιλείου του Ωγ εις την χώραν Βασάν. |
|
Δευτ. 3,11 |
ὅτι πλὴν Ὢγ βασιλεὺς Βασὰν κατελείφθη ἀπὸ τῶν Ῥαφαΐν· ἰδοὺ ἡ κλίνη αὐτοῦ κλίνη σιδηρᾶ, ἰδοὺ αὕτη ἐν τῇ ἄκρᾳ τῶν υἱῶν Ἀμμάν, ἐννέα πήχεων τὸ μῆκος αὐτῆς καὶ τεσσάρων πήχεων τὸ εὖρος αὐτῆς ἐν πήχει ἀνδρός. |
Δευτ. 3,11 |
Ο Ωγ, ο βασιλεύς της Βασάν, ήτο ο μόνος που είχεν απομείνει από την γενεάν των γιγάντων. Η κλίνη του ήτο κλίνη σιδερένια. Ευρίσκεται δε αύτη σήμερον εις την ακρόπολιν των Αμμανιτών. Το μήκος της ήτο εννέα πήχεις, (υπέρ τα τέσσερα και ήμισυ μέτρα) το δε πλάτος της τέσσαρες πήχεις, σύμφωνα με το εν χρήσει μέτρον. |
|
Δευτ. 3,12 |
καὶ τὴν γῆν ἐκείνην ἐκληρονομήσαμεν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀπὸ Ἀροήρ, ἥ ἐστι παρὰ τὸ χεῖλος χειμάῤῥου Ἀρνῶν, καὶ τὸ ἥμισυ τοῦ ὄρους Γαλαὰδ καὶ τὰς πόλεις αὐτοῦ ἔδωκα τῷ Ῥουβὴν καὶ τῷ Γάδ. |
Δευτ. 3,12 |
Κατά την εποχήν λοιπόν εκείνην εκυριεύσαμεν, ως ιδικά μας πλέον μέρη, την νότιον περιοχήν από την Αροήρ, η οποία ευρίσκεται πλησίον της όχθης του χειμάρρου Αρνών μέχρι και του ημίσεως του όρους Γαλαάδ, μετά των πόλεων. Ολα δε αυτά τα έδωκα εις την φυλήν Ρουβήν και εις την φυλήν Γαδ. |
|
Δευτ. 3,13 |
καὶ τὸ κατάλοιπον τοῦ Γαλαὰδ καὶ πᾶσαν τὴν Βασὰν βασιλείαν Ὢγ ἔδωκα τῷ ἡμίσει φυλῆς Μανασσῆ καὶ πᾶσαν περίχωρον Ἀργόβ, πᾶσαν Βασὰν ἐκείνην· γῆ Ῥαφαΐν λογισθήσεται. |
Δευτ. 3,13 |
Το δε υπόλοιπον της χώρας Γαλαάδ και όλην την χώραν Βασάν, βασίλειον του Ωγ, έδωκα στο ήμισυ της φυλής του Μανασσή, όπως επίσης και όλην την περίχωρον Αργόβ και όλην την χώραν Βασάν. Η χώρα δε αυτή εθεωρείτο ως χώρα των γιγάντων. |
|
Δευτ. 3,14 |
καὶ Ἰαΐρ υἱὸς Μανασσῆ ἔλαβε πᾶσαν τὴν περίχωρον Ἀργὸβ ἕως τῶν ὁρίων Γαργασὶ καὶ Μαχαθί· ἐπωνόμασεν αὐτὰς ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ τὴν Βασὰν Αὐὼθ Ἰαΐρ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. |
Δευτ. 3,14 |
Ο δε Ιαῒρ, υιός του Μανασσή, έλαβεν όλην την περιοχήν Αργόβ, έως εις τα όρια του Γαργασί και Μαχαθί. Επωνόμασε δε αυτάς με το όνομά του, δηλαδή Ιαΐρ την Βασάν Αυώθ μέχρι σήμερον. |
|
Δευτ. 3,15 |
καὶ τῷ Μαχὶρ ἔδωκα τὴν Γαλαάδ. |
Δευτ. 3,15 |
Εις τον Μαχίρ έδωκα προς νότον την περιοχήν Γαλαάδ. |
|
Δευτ. 3,16 |
καὶ τῷ Ῥουβὴν καὶ τῷ Γὰδ δέδωκα ἀπὸ τῆς Γαλαὰδ ἕως χειμάῤῥου Ἀρνῶν (μέσον τοῦ χειμάῤῥου ὅριον) καὶ ἕως τοῦ Ἰαβόκ· ὁ χειμάῤῥους ὅριον τοῖς υἱοῖς Ἀμμάν. |
Δευτ. 3,16 |
Εις τον Ρουβήν κααι τον Γαδ έδωκα, από την χώραν Γαλαάδ μέχρι του χειμάρρου Αρνών (ακριβέστερον, μέχρι του μέσου της κοίτης του χειμάρρου), προς βορράν δε μέχρι του χειμάρρου Ιαβόκ. Ο χείμαρρος αυτός Ιαβόκ είναι το σύνορον των Αμμανιτών. |
|
Δευτ. 3,17 |
καὶ ἡ Ἄραβα καὶ ὁ Ἰορδάνης ὅριον Μαχαναρέθ, καὶ ἕως θαλάσσης Ἄραβα, θαλάσσης ἁλυκῆς ὑπὸ Ἀσηδὼθ τὴν Φασγὰ ἀνατολῶν |
Δευτ. 3,17 |
Εις τας δύο αυτάς φυλάς θα ανήκη επίσης και ο Ιορδάνης, η κοιλάς του Ιορδάνου, από την λίμνην Γεννησαρέτ μέχρι της κοιλάδος, που ευρίσκεται εις την Αλμυράν (Νεκράν) θάλασσαν. Η θάλασσα αυτή ευρίσκεται εις τας υπωρείας Ασηδώθ του όρους Φασγά προς ανατολάς. |
|
Δευτ. 3,18 |
καὶ ἐνετειλάμην ὑμῖν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἔδωκεν ὑμῖν τὴν γῆν ταύτην ἐν κλήρῳ· ἐνοπλισάμενοι προπορεύεσθε πρὸ προσώπου τῶν ἀδελφῶν ὑμῶν υἱῶν Ἰσραήλ, πᾶς δυνατός· |
Δευτ. 3,18 |
Τοτε σας διέταξα, λέγων· Κυριος ο Θεός ημών έδωκεν εις κληρονομίαν σας, την γην αυτήν. Ολοι όσοι ημπορούν να φέρουν όπλα ας οπλισθούν και ας προπορεύωνται από τους άλλους πολεμιστάς αδελφούς σας Ισραηλίτας. |
|
Δευτ. 3,19 |
πλὴν αἱ γυναῖκες ὑμῶν καὶ τὰ τέκνα ὑμῶν καὶ τὰ κτήνη ὑμῶν, οἶδα ὅτι πολλὰ κτήνη ὑμῖν, κατοικείτωσαν ἐν ταῖς πόλεσιν ὑμῶν, αἷς ἔδωκα ὑμῖν, |
Δευτ. 3,19 |
Αι γυναίκες όμως και τα τέκνα σας και τα ζώα σας, γνωρίζω ότι έχετε πολλά ζώα, ας μείνουν εις τας πόλεις, τας οποίας σας έδωκα, |
|
Δευτ. 3,20 |
ἕως ἂν καταπαύσῃ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν τοὺς ἀδελφοὺς ὑμῶν, ὥσπερ καὶ ὑμᾶς, καὶ κατακληρονομήσωσι καὶ οὗτοι τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν δίδωσιν αὐτοῖς ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἐπαναστραφήσεσθε ἕκαστος εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ, ἣν ἔδωκα ὑμῖν. |
Δευτ. 3,20 |
μέχρις ότου Κυριος ο Θεός σας εγκαταστήση τους αδελφούς σας, όπως και σας, και κληρονομήσουν και αυτοί την προς δυσμάς του Ιορδάνου χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός ημών έχει δώσει εις αυτούς. Μετά δε την τακτοποίησιν αυτήν, θα επανέλθη ο καθένας από σας εις την κληρονομίαν του, την οποίαν σας έχω δώσει. |
|
Δευτ. 3,21 |
Καὶ τῷ Ἰησοῖ ἐνετειλάμην ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ἑωράκασι πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τοῖς δυσὶ βασιλεῦσι τούτοις· οὕτως ποιήσει Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πάσας τὰς βασιλείας, ἐφ᾿ ἃς σὺ διαβαίνεις ἐκεῖ· |
Δευτ. 3,21 |
Κατά τον καιρόν δε εκείνον έδωσα εντολήν στον Ιησούν του Ναυή, λέγων· Είδαν τα μάτια σας όλα όσα Κυριος ο Θεός ημών έκαμεν στους δύο αυτούς βασιλείς των Αμορραίων. Ετσι θα κάμη Κυριος ο Θεός σας και θα παραδώση εις τα χέρια σας όλας τας βασιλείας, που θα συναντήσετε, αφού διαβήτε τον Ιορδάνην. |
|
Δευτ. 3,22 |
οὐ φοβηθήσεσθε ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν αὐτὸς πολεμήσει περὶ ὑμῶν. |
Δευτ. 3,22 |
Μη φοβηθήτε τους ανθρώπους αυτών των εθνών, διότι Κυριος ο Θεός ημών θα πολεμήση δια σας και μαζή με σας. |
|
Δευτ. 3,23 |
καὶ ἐδεήθην Κυρίου ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ λέγων· |
Δευτ. 3,23 |
Παρεκάλεσα δε τον Κυριον κατά τον καιρόν εκείνον λέγων· |
|
Δευτ. 3,24 |
Κύριε Θεέ, σὺ ἤρξω δεῖξαι τῷ σῷ θεράποντι τὴν ἰσχύν σου καὶ τὴν δύναμίν σου καὶ τὴν χεῖρα τὴν κραταιὰν καὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλόν· τίς γάρ ἐστι Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἢ ἐπὶ τῆς γῆς, ὅστις ποιήσει καθὰ ἐποίησας σὺ καὶ κατὰ τὴν ἰσχύν σου; |
Δευτ. 3,24 |
Κυριε, Θεέ, Συ ήρχισες να φανερώνης εις εμέ τον δούλον σου την ισχύν και την δύναμίν σου, την παντοδύναμον δεξιάν σου και το απροσμέτρητον μεγαλείον σου· διότι ποίος άλλος Θεός υπάρχει στον ουρανόν η εις την γην, που θα ημπορέση να κάμη όσα έκαμες Συ με την παντοδυναμίαν σου; |
|
Δευτ. 3,25 |
διαβὰς οὖν ὄψομαι τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην τὴν οὖσαν πέραν τοῦ Ἰορδάνου, τὸ ὄρος τοῦτο τὸ ἀγαθὸν καὶ τὸν Ἀντιλίβανον. |
Δευτ. 3,25 |
Σε παρακαλώ δώσε μου την άδειαν, αφού διαβώ τον Ιορδάνην ποταμόν, να ίδω την εύφορον και πλουσίαν αυτήν χώραν, την πέραν του Ιορδάνου, την ωραίαν αυτήν ορεινήν χώραν έως στον Αντιλίβανον ! |
|
Δευτ. 3,26 |
καὶ ὑπερεῖδε Κύριος ἐμὲ ἕνεκεν ὑμῶν καὶ οὐκ εἰσήκουσέ μου, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἱκανούσθω σοι, μὴ προσθῇς ἔτι λαλῆσαι τὸν λόγον τοῦτον· |
Δευτ. 3,26 |
Ο Κυριος όμως, εξ αιτίας των ιδικών σας αμαρτιών, απέστρεψε το πρόσωπόν του από εμέ και δεν άκουσε την παράκλησίν μου, αλλά μου είπε· “αρκετόν έως εδώ. Μη θελήσης και άλλην φοράν να επαναλάβης αυτήν την παράκλησίν σου, |
|
Δευτ. 3,27 |
ἀνάβηθι ἐπὶ τὴν κορυφὴν τοῦ Λελαξευμένου καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς σου κατὰ θάλασσαν καὶ βοῤῥᾶν καὶ λίβα καὶ ἀνατολὰς καὶ ἰδὲ τοῖς ὀφθαλμοῖς σου, ὅτι οὐ διαβήσῃ τὸν Ἰορδάνην τοῦτον. |
Δευτ. 3,27 |
αλλά ανέβα εις την κορυφήν του όρους Λελαξευμένον (Ναβαύ), άφησε το βλέμμα σου να επιθεωρήση την χώραν προς δυσμάς (όπου η Μεσόγειος Θαλασσα) προς βορράν, προς νότον και προς ανατολάς. Ιδέ με τα μάτια σου και απόλαυσε την θέαν της χώρας αυτής, διότι συ δεν θα διαβής τον Ιορδάνην τούτον ποταμόν. |
|
Δευτ. 3,28 |
καὶ ἔντειλαι Ἰησοῖ καὶ κατίσχυσον αὐτὸν καὶ παρακάλεσον αὐτόν, ὅτι οὗτος διαβήσεται πρὸ προσώπου τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ οὗτος κατακληρονομήσει αὐτοῖς πᾶσαν τὴν γῆν, ἣν ἑώρακας. |
Δευτ. 3,28 |
Δώσε εντολήν στον Ιησούν του Ναυή, ενίσχυσέ τον και καθοδήγησέ τον καταλλήλως, διότι αυτός θα διαβή τον Ιορδάνην, ως αρχηγός του λαού τούτου. Αυτός θα κυριεύση και δια κλήρου θα διανείμη εις τας φυλάς όλην την χώραν την οποίαν είδες”. |
|
Δευτ. 3,29 |
καὶ ἐνεκαθήμεθα ἐν νάπῃ σύνεγγυς οἴκου Φογώρ. |
Δευτ. 3,29 |
Και έτσι εμείναμε εις κάποιαν δασώδη περιοχήν πλησίον στον ναόν του ειδώλου Φογώρ. |
|
Κεφάλαιο 4ο |
Δευτ. 4,1 |
Καὶ νῦν, Ἰσραήλ, ἄκουε τῶν δικαιωμάτων καὶ τῶν κριμάτων, ὅσα ἐγὼ διδάσκω ὑμᾶς σήμερον ποιεῖν, ἵνα ζῆτε καὶ πολυπλασιασθῆτε καὶ εἰσελθόντες κληρονομήσητε τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ὑμῶν δίδωσιν ὑμῖν. |
Δευτ. 4,1 |
Και τώρα, λαέ του Ισραήλ, άκουσε τον Νομον και τας κρίσστου Θεού, όσα εγώ σας διδάσκω σήμερον να τηρήτε, δια να ζήτε και πολλαπλασιασθήτε και, εισελθόντες εις την γην της Επαγγελίας, να κληρονομήσετε αυτήν, την οποίαν Κυριος ο Θεός των πατέρων σας δίδει προς σας. |
|
Δευτ. 4,2 |
οὐ προσθήσετε πρὸς τὸ ῥῆμα ὃ ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν, καὶ οὐκ ἀφελεῖτε ἀπ᾿ αὐτοῦ· φυλάσσεσθε τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον. |
Δευτ. 4,2 |
Εις τας εντολάς, τας οποίας εγώ σας δίδω, δεν θα προσθέσετε τίποτε ούτε και θα αφαιρέσετε τίποτε από αυτάς. Προσέξατε και προσπαθήσατε, ώστε να τηρήτε τας εντολάς Κυρίου του Θεού σας, όσα εγώ σήμερον σας διατάσσω. |
|
Δευτ. 4,3 |
οἱ ὀφθαλμοὶ ὑμῶν ἑωράκασι πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τῷ Βεελφεγώρ, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος, ὅστις ἐπορεύθη ὀπίσω Βεελφεγώρ, ἐξέτριψεν αὐτὸν Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν ἐξ ὑμῶν. |
Δευτ. 4,3 |
Με τα ίδια σας τα μάτια είδατε όλα όσα έκαμε Κυριος ο Θεός μας στο είδωλον Βεελφεγώρ· ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος από σας, ο οποίος εξέκλινε και ηκολούθησε τον ειδωλικόν θεόν Βεελφεγώρ, συνετρίβη εκ μέρους Κυρίου του Θεού σας και εξηφανίσθη απ' ανάμεσά σας. |
|
Δευτ. 4,4 |
ὑμεῖς δὲ οἱ προσκείμενοι Κυρίῳ τῷ Θεῷ ὑμῶν ζῆτε πάντες ἐν τῇ σήμερον. |
Δευτ. 4,4 |
Αλλά σεις, οι οποίοι εμείνατε πιστοί κοντά στον Κυριον, ζήτε όλοι σήμερον. |
|
Δευτ. 4,5 |
ἴδετε, δέδειχα ὑμῖν δικαιώματα καὶ κρίσεις, καθὰ ἐνετείλατό μοι Κύριος, ποιῆσαι οὕτως ἐν τῇ γῇ, εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομεῖν αὐτήν· |
Δευτ. 4,5 |
Ιδέτε ! Σας έδειξα τον Νομον του Θεού και τας κρίσστου Θεού, όπως ο Κυριος με διέταξε να εφαρμόζετε αυτά εις την γην, εις την οποίαν εισέρχεσθε, δια να την κληρονομήσετε και εγκατασταθήτε εις αυτήν. |
|
Δευτ. 4,6 |
καὶ φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε, ὅτι αὕτη ἡ σοφία καὶ ἡ σύνεσις ὑμῶν ἐναντίον πάντων τῶν ἐθνῶν, ὅσοι ἐὰν ἀκούσωσι πάντα τὰ δικαιώματα ταῦτα καὶ ἐροῦσιν· ἰδοὺ λαὸς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων τὸ ἔθνος τὸ μέγα τοῦτο. |
Δευτ. 4,6 |
Θα φυλάξετε και θα εφαρμόσετε όλα αυτά, διότι αυτά είναι η σοφία και η σύνεσις, το καύχημα και η υπεροχή σας ενώπιον όλων των εθνών. Οσοι δε θα ακούσουν όλους αυτούς τους νόμους του Θεού, θα είπουν· Ιδού λαός σοφός και συνετός, το ισχυρόν και ένδοξον αυτό έθνος ! |
|
Δευτ. 4,7 |
ὅτι ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ Θεὸς ἐγγίζων αὐτοῖς, ὡς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν πᾶσιν, οἷς ἐὰν αὐτὸν ἐπικαλεσώμεθα; |
Δευτ. 4,7 |
Διότι ποίον άλλο έθνος είναι τόσον μέγα, εφόσον πλησίον αυτού ευρίσκεται ο ίδιος ο Θεός και επικοινωνεί με αυτό, όπως Κυριος ο Θεός ημών, εις κάθε τι και δια κάθε τι, δια το οποίον θα τον επικαλεσθώμεν; |
|
Δευτ. 4,8 |
καὶ ποῖον ἔθνος μέγα, ᾧ ἐστιν αὐτῷ δικαιώματα καὶ κρίματα δίκαια κατὰ πάντα τὸν νόμον τοῦτον, ὃν ἐγὼ δίδωμι ἐνώπιον ὑμῶν σήμερον; |
Δευτ. 4,8 |
Ποίον άλλο έθνος είναι τόσον μέγα, στο οποίον υπάρχουν οι νόμοι και αι δίκαιαι εντολαί, όπως είναι ο Νομος αυτός, τον οποίον εγώ δίδω προς σας σήμερον; |
|
Δευτ. 4,9 |
πρόσεχε σεαυτῷ καὶ φύλαξον τὴν ψυχήν σου σφόδρα, μὴ ἐπιλάθῃ πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἑωράκασιν οἱ ὀφθαλμοί σου· καὶ μὴ ἀποστήτωσαν ἀπὸ τῆς καρδίας σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, καὶ συμβιβάσεις τοὺς υἱούς σου καὶ τοὺς υἱοὺς τῶν υἱῶν σου |
Δευτ. 4,9 |
Ισραηλιτικέ λαέ ! Πρόσεχε στον εαυτόν σου, φύλαξε πολύ την ψυχήν σου, μήπως τυχόν και λησμονήσης όλους αυτούς τους λόγους και τα γεγονότα, που είδον οι οφθαλμοί σου ! Να μη φύγουν ποτέ από την καρδίαν σου όλας τας ημέρας της ζωής σου. Θα κρατής αυτά με πολλήν επιμέλειαν και θα τα διδάξης εις τα παιδιά σου και εις τα παιδιά των παιδιών σου. |
|
Δευτ. 4,10 |
ἡμέραν, ἣν ἔστητε ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐν Χωρὴβ τῇ ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας, ὅτι εἶπε Κύριος πρός με· ἐκκλησίασον πρός με τὸν λαόν, καὶ ἀκουσάτωσαν τὰ ῥήματά μου, ὅπως μάθωσι φοβεῖσθαί με πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς αὐτοὶ ζῶσιν ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτῶν διδάξουσι. |
Δευτ. 4,10 |
Κρατήστε καλά εις την μνήμην σας την ημέραν, κατά την οποίαν όρθιοι εσταθήκατε ενώπιον Κυρίου του Θεού σας εις Χωρήβ, κατά την ημέραν που σας συνεκέντρωσα εκεί διότι τότε ο Κυριος μου είχε πει· Συγκέντρωσε ενώπιόν μου όλον τον λαόν και ας ακούσουν τα λόγια μου, δια να μάθουν να με ευλαβούνται και να με υπακούουν όλας τας ημέρας, που θα ζουν επί της γης και να διδάξουν αυτά εις τα παιδιά των. |
|
Δευτ. 4,11 |
καὶ προσήλθετε καὶ ἔστητε ὑπὸ τὸ ὄρος, καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη. |
Δευτ. 4,11 |
Προσήλθατε τότε και εσταθήκατε όρθιοι κοντά εις τας υπωρείας του όρους Σινά. Το όρος εκαίετο από πυρ, το οποίον έφθανεν έως τον ουρανόν, εκαλύπτετο από σκότος και γνόφον, συνεκλονίζετο από θύελλαν και ηκούετο ισχυρά η φωνή του Θεού. |
|
Δευτ. 4,12 |
καὶ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς φωνὴν ῥημάτων, ἣν ὑμεῖς ἠκούσατε, καὶ ὁμοίωμα οὐκ εἴδετε, ἀλλ᾿ ἢ φωνήν· |
Δευτ. 4,12 |
Ωμίλησε τότε ο Κυριος προς σας μέσα από το πυρ του όρους και είπε αυτά τα λόγια, τα οποία σεις με τα αυτιά σας ηκούσατε. Την μορφήν του Θεού δεν την είδατε, αλλά μόνον την φωνήν αυτού ηκούσατε. |
|
Δευτ. 4,13 |
καὶ ἀνήγγειλεν ὑμῖν τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ἐνετείλατο ὑμῖν ποιεῖν, τὰ δέκα ῥήματα, καὶ ἔγραψεν αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας λιθίνας. |
Δευτ. 4,13 |
Ανήγγειλεν εις σας την διαθήκην του, την οποίαν σας διέταξε να τηρήτε, τας δέκα δηλαδή εντολάς, τας οποίας ο ίδιος εχάραξεν επάνω εις δύο λιθίνας πλάκας. |
|
Δευτ. 4,14 |
καὶ ἐμοὶ ἐνετείλατο Κύριος ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ διδάξαι ὑμᾶς δικαιώματα καὶ κρίσεις, ποιεῖν ὑμᾶς αὐτά ἐπὶ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. |
Δευτ. 4,14 |
Κατά τον καιρόν εκείνον διέταξεν ο Κυριος και εμέ τον ίδιον να σας διδάξω τον Νομον και τας εντολάς του, δια να εφαρμόζετε αυτά πάντοτε, μάλιστα δε εις την γην της Επαγγελίας, προς την οποίον εβαδίζατε, δια να την καταλάβετε και την κληρονομήσετε. |
|
Δευτ. 4,15 |
καὶ φυλάξεσθε σφόδρα τὰς ψυχὰς ὑμῶν, ὅτι οὐκ εἴδετε ὁμοίωμα ἐν τῇ ἡμέρᾳ, ᾗ ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν Χωρὴβ ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός. |
Δευτ. 4,15 |
Προσέξατε λοιπόν πάρα πολύ στον εαυτόν σας, διότι δεν είδατε καμμίαν εικόνα, κανένα ομοίωμα κατά την ημέραν που ωμίλησε προς σας στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του πυρός, |
|
Δευτ. 4,16 |
μὴ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα πᾶσαν εἰκόνα ὁμοίωμα ἀρσενικοῦ ἢ θηλυκοῦ, |
Δευτ. 4,16 |
προσέξατε μη παρασυρθήτε εις παρανομίαν και κατασκευάσετε δια τον εαυτόν σας εικόνα τινά γλυπτήν, ομοίωμα προς οιονδήποτε ον, αρσενικόν η θηλυκόν, |
|
Δευτ. 4,17 |
ὁμοίωμα παντὸς κτήνους τῶν ὄντων ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντὸς ὀρνέου πτερωτοῦ, ὃ πέταται ὑπὸ τὸν οὐρανόν, |
Δευτ. 4,17 |
ομοίωμα προς οιονδήποτε ζώον από όσα υπάρχουν επάνω εις την γην, ομοίωμα παντός πτηνού που πετάει στον ουρανόν, |
|
Δευτ. 4,18 |
ὁμοίωμα παντὸς ἑρπετοῦ, ὃ ἕρπει ἐπὶ τῆς γῆς, ὁμοίωμα παντὸς ἰχθύος, ὅσα ἐστὶν ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. |
Δευτ. 4,18 |
εικόνα οιουδήποτε ερπετού, που σύρεται εις την γην η οιουδήποτε ιχθύος, από αυτούς που υπάρχουν εις τα υπό την επιφάνειαν της γης ύδατα, (στους ποταμούς και τας θαλάσσας). |
|
Δευτ. 4,19 |
καὶ μὴ ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ ἰδὼν τὸν ἥλιον καὶ τὴν σελήνην καὶ τοὺς ἀστέρας καὶ πάντα τὸν κόσμον τοῦ οὐρανοῦ, πλανηθεὶς προσκυνήσῃς αὐτοῖς καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ἃ ἀπένειμε Κύριος ὁ Θεός σου αὐτὰ πᾶσι τοῖς ἔθνεσι τοῖς ὑποκάτω τοῦ οὐρανοῦ. |
Δευτ. 4,19 |
Προσέξατε επίσης μήπως τυχόν παρατηρούντες τον ουρανόν άνω και βλέποντες τον ήλιον και την σελήνην και τους αστέρας και όλον τον διάκοσμον του ουρανού, πλανηθήτε και προσκυνήσετε αυτά και λατρεύσετε αυτά, τα οποία Κυριος ο Θεός σας έδωσεν εις όλα τα έθνη, όσα ζουν κάτω από τον ουρανόν. |
|
Δευτ. 4,20 |
ὑμᾶς δὲ ἔλαβεν ὁ Θεὸς καὶ ἐξήγαγεν ὑμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τῆς σιδηρᾶς, ἐξ Αἰγύπτου, εἶναι αὐτῷ λαὸν ἔγκληρον ὡς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ. |
Δευτ. 4,20 |
Σας επήρεν ο Θεός και σας έβγαλε από την σιδηράν χοάνην της καμίνου, από την σκληράν δουλείαν της Αιγύπτου, δια να είσθε λαός του και κληρονόμοι της γης της επαγγελίας, όπως ακριβώς βλέπετε να πραγματοποιήται αυτό σήμερον. |
|
Δευτ. 4,21 |
καὶ Κύριος ὁ Θεὸς ἐθυμώθη μοι περὶ τῶν λεγομένων ὑφ᾿ ὑμῶν καὶ ὤμοσεν ἵνα μὴ διαβῶ τὸν Ἰορδάνην τοῦτον καὶ ἵνα μὴ εἰσέλθω εἰς τὴν γῆν, ἣν Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι ἐν κλήρῳ· |
Δευτ. 4,21 |
Ενθυμηθήτε ακόμη ότι Κυριος ο Θεός, ωργίσθη εναντίον μου, εξ αιτίας των γογγυσμών και μεμψιμοιριών σας, και ωρκίσθη να μη διαβώ εγώ τούτον τον Ιορδάνην και να μη εισέλθω εις την γην της Επαγγελίας την οποίον ο Κυριος σας δίδει ως κληρονομίαν σας. |
|
Δευτ. 4,22 |
ἐγὼ γὰρ ἀποθνήσκω ἐν τῇ γῇ ταύτῃ καὶ οὐ διαβαίνω τὸν Ἰορδάνην τοῦτον, ὑμεῖς δὲ διαβαίνετε καὶ κληρονομήσετε τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην. |
Δευτ. 4,22 |
Εγώ θα αποθάνω εις την ξένην αυτήν γην, που τώρα ευρισκόμεθα, και δεν θα διαβώ τον Ιορδάνην. Αλλά σεις θα τον διαβήτε, θα γίνετε κληρονόμοι και κύριοι της ευφόρου και πλουσίας αυτής χώρας. |
|
Δευτ. 4,23 |
προσέχετε ὑμεῖς, μὴ ἐπιλάθησθε τὴν διαθήκην Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἣν διέθετο πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἀνομήσητε, καὶ ποιήσητε ὑμῖν ἑαυτοῖς γλυπτὸν ὁμοίωμα πάντων, ὧν συνέταξέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου· |
Δευτ. 4,23 |
Παλιν σας λέγω, προσέξατε, μήπως τυχόν και λησμονήσετε την διαθήκην Κυρίου του Θεού ημών, την οποίαν συνήψε με σας, και κατασκευάσετε ως θεόν σας γλυπτήν εικόνα από όλα εκείνα, τα οποάα σας έχει απαγορεύσει Κυριος ο Θεός σας. |
|
Δευτ. 4,24 |
ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου πῦρ καταναλίσκον ἐστί, Θεὸς ζηλωτής. |
Δευτ. 4,24 |
Διότι Κυριος ο Θεός σου είναι φωτιά, που καταφλέγει και εξαφανίζει, είναι Θεός ζηλότυπος. |
|
Δευτ. 4,25 |
Ἐὰν δὲ γεννήσῃς υἱοὺς καὶ υἱοὺς τῶν υἱῶν σου καὶ χρονίσητε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἀνομήσητε καὶ ποιήσητε γλυπτὸν ὁμοίωμα παντὸς καὶ ποιήσητε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν παροργίσαι αὐτόν, |
Δευτ. 4,25 |
Εάν δε αποκτήσετε παιδιά και εγγονούς και ζέσετε επί μακρά έτη εις την γην και τυχόν παρανομήσετε, ώστε να κατασκευάσετε γλυπτήν εικόνα οιουδήποτε όντος και διαπράξετε αυτό το πονηρόν ενώπιον Κυρίου του Θεού σας, ώστε να τον παροργίσετε εναντίον σας, |
|
Δευτ. 4,26 |
διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε ἀπὸ τῆς γῆς, εἰς ἣν ὑμεῖς διαβαίνετε τὸν Ἰορδάνην ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν. οὐχὶ πολυχρονιεῖτε ἡμέρας ἐπ᾿ αὐτῆς, ἀλλ᾿ ἢ ἐκτριβῇ ἐκτριβήσεσθε. |
Δευτ. 4,26 |
εγώ επικαλούμαι σήμερον ως μάρτυρας εναντίον σας τον ουρανόν και την γην, και σας διαβεβαιώνω, ότι ασφαλώς και βεβαίως θα καταστραφήτε και θα εξαφανισθήτε από την ώραν, την οποίαν, διαβαίνοντες τον Ιορδάνην, πηγαίνετε να την κληρονομήσετε. Το τονίζω· δεν θα ζήσετε πολύν χρόνον πάνω εις αυτήν, αλλά ολοκληρωτικώς θα ξεριζωθήτε από εκεί. |
|
Δευτ. 4,27 |
καὶ διασπερεῖ Κύριος ὑμᾶς ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καὶ καταλειφθήσεσθε ὀλίγοι ἀριθμῷ ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, εἰς οὓς εἰσάξει Κύριος ὑμᾶς ἐκεῖ. |
Δευτ. 4,27 |
Θα σας διασκορπίση ο Κυριος εις όλα τα έθνη και θα απομείνετε ολίγοι μεταξύ των εθνών, ανάμεσα εις τα οποία θα σας διασκορπίση ο Κυριος, |
|
Δευτ. 4,28 |
καὶ λατρεύσετε ἐκεῖ θεοῖς ἑτέροις, ἔργοις χειρῶν ἀνθρώπων, ξύλοις καὶ λίθοις, οἳ οὐκ ὄψονται οὐδὲ μὴ ἀκούσωσιν οὔτε μὴ φάγωσιν οὔτε μὴ ὀσφρανθῶσι. |
Δευτ. 4,28 |
Εκεί θα λατρεύσετε άλλους θεούς, έργα χειρών ανθρώπων, ξύλα και λίθους, θεούς, οι οποίοι δεν θα βλέπουν, δεν θα ακούουν, δεν θα τρώγουν, ούτε θα οσφραίνωνται, διότι θα είναι άψυχα είδωλα. |
|
Δευτ. 4,29 |
καὶ ζητήσετε ἐκεῖ Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν καὶ εὑρήσετε αὐτόν, ὅταν ἐκζητήσητε αὐτὸν ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου ἐν τῇ θλίψει σου· |
Δευτ. 4,29 |
Εκεί εις την θλίψιν της ξορίας σας θα αναζητήσετε Κυριον τον Θεόν σας και θα τον εύρετε, όταν υπό το βάρος της θλίψεώς σας τον ζητήσετε με όλην την καρδίαν σας και με όλην την ψυχήν σας. |
|
Δευτ. 4,30 |
καὶ εὑρήσουσί σε πάντες οἱ λόγοι οὗτοι ἐπ᾿ ἐσχάτῳ τῶν ἡμερῶν, καὶ ἐπιστραφήσῃ πρὸς Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ εἰσακούσῃ τῆς φωνῆς αὐτοῦ· |
Δευτ. 4,30 |
Ολα αυτά, που λέγω εις σας σήμερον, θα σας εύρουν, μέχρις ότου κατά τας τελευταίας ημέρας θα επιστρέψτε εν μετανοία προς Κυριον τον Θεόν σας και θα ακούσετε την φωνήν αυτού. |
|
Δευτ. 4,31 |
ὅτι Θεὸς οἰκτίρμων Κύριος ὁ Θεός σου, οὐκ ἐγκαταλείψει σε οὐδὲ μὴ ἐκτρίψῃ σε, οὐκ ἐπιλήσεται τὴν διαθήκην τῶν πατέρων σου, ἣν ὤμοσεν αὐτοῖς Κύριος. |
Δευτ. 4,31 |
Ο Κυριος θα σας δεχθή, διότι Κυριος Θεός σου είναι εύσπλαγχνος, δεν θα σας εγκαταλείψη, ούτε θα σας ξεριζώση εξ ολοκλήρου, ούτε θα λησμονήση την διαθήκην, την οποίαν με όρκον έκαμε προς τους πατέρας σας ο Κυριος. |
|
Δευτ. 4,32 |
ἐπερωτήσατε ἡμέρας προτέρας τὰς γενομένας προτέρας σου ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἔκτισεν ὁ Θεὸς ἄνθρωπον ἐπὶ τῆς γῆς, καὶ ἐπὶ τὸ ἄκρον τοῦ οὐρανοῦ ἕως τοῦ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ, εἰ γέγονε κατὰ τὸ ῥῆμα τὸ μέγα τοῦτο, εἰ ἤκουσται τοιοῦτο· |
Δευτ. 4,32 |
Ερωτήσατε τους ανθρώπους των προηγουμένων γενεών, από την ημέραν κατά την οποίαν εδημιούργησεν ο Θεός τον άνθρωπον επί της γης, ερωτήσατε την υφήλιον από το ένα άκρον του ουρανού έως το άλλο, εάν άλλην ποτέ φοράν έγινε κανένα άλλο πράγμα όμοιον με το μεγάλο τούτο γεγονός, η εάν ποτέ ηκούσθη κάτι τέτοιο· |
|
Δευτ. 4,33 |
εἰ ἀκήκοεν ἔθνος φωνὴν Θεοῦ ζῶντος λαλοῦντος ἐκ μέσου τοῦ πυρός, ὃν τρόπον ἀκήκοας σὺ καὶ ἔζησας· |
Δευτ. 4,33 |
εάν δηλαδή ποτέ κανένα έθνος ήκουσε την φωνήν του Θεού του ζώντος να ομιλή εκ μέσου του πυρός, όπως ηκούσατε σεις, και οι οποίοι εν τούτοις εζήσατε και δεν απεθάνατε, υπό το βάρος του μεγαλειώδους γεγονότος. |
|
Δευτ. 4,34 |
εἰ ἐπείρασεν ὁ Θεὸς εἰσελθὼν λαβεῖν ἑαυτῷ ἔθνος ἐκ μέσου ἔθνους ἐν πειρασμῷ καὶ ἐν σημείοις καὶ ἐν τέρασι καί ἐν πολέμῳ καὶ ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐν ὁράμασι μεγάλοις κατὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν Αἰγύπτῳ ἐνώπιόν σου βλέποντος· |
Δευτ. 4,34 |
Η εάν ο Θεός επεχείρησε να έλθη και να πάρη δια τον εαυτόν του έθνος από άλλο έθνος, χρησιμοποιών την πανταδυναμίαν του, με δοκιμασίας και με θαύματα και με καταπληκτικά γεγονότα και με πόλεμον, δια της παντοδυνάμου δεξιάς του και της ενδόξου δυνάμεώς του, με οράματα και γεγονότα μεγάλα και τρομερά, όσα έκαμε Κυριος ο Θεός μας εις την Αίγυπτον, εμπρός εις τα μάτια σας. |
|
Δευτ. 4,35 |
ὥστε εἰδῆσαί σε ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος Θεός ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ. |
Δευτ. 4,35 |
Ολα αυτά έγιναν, δια να γνωρίσης συ καλά, ότι Κυριος ο Θεός σου, αυτός είναι ο αληθινός Θεός και δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. |
|
Δευτ. 4,36 |
ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀκουστὴ ἐγένετο ἡ φωνὴ αὐτοῦ παιδεῦσαί σε, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς ἔδειξέ σοι τὸ πῦρ αὐτοῦ τὸ μέγα, καὶ τὰ ῥήματα αὐτοῦ ἤκουσας ἐκ μέσου τοῦ πυρός. |
Δευτ. 4,36 |
Από τον ουρανόν ηκούσθη η φωνή αυτού προς σέ, δια να σε παιδαγωγήση και μορφώση, και επί της γης έδειξεν εις σε το ισχυρόν και θαυμαστόν αυτού πυρ, και ήκουσες τα λόγια του να βγαίνουν μέσα από το πυρ. |
|
Δευτ. 4,37 |
διὰ τὸ ἀγαπῆσαι αὐτὸν τοὺς πατέρας σου καὶ ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν μετ᾿ αὐτοὺς ὑμᾶς καὶ ἐξήγαγέ σε αὐτὸς ἐν τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ τῇ μεγάλῃ ἐξ Αἰγύπτου |
Δευτ. 4,37 |
Και αυτά, διότι ο Θεός ηγάπησε τους προπάτοράς σου, εξέλεξε σας τους απογόνους των, υστέρα από αυτούς, και αυτός σε έφερε με την παντοδύναμον δεξιάν του ελεύθερον από την Αίγυπτον, |
|
Δευτ. 4,38 |
ἐξολοθρεῦσαι ἔθνη μεγάλα καὶ ἰσχυρότερά σου πρὸ προσώπου σου, εἰσαγαγεῖν σε δοῦναί σοι τὴν γῆν αὐτῶν κληρονομεῖν, καθὼς ἔχεις σήμερον. |
Δευτ. 4,38 |
δια να εξολοθρεύση από εμπρός σου έθνη μεγάλα και ισχυρότερά σου, να σε εισαγάγη και να δώση την χώραν αυτών εις σε ως κληρονομίαν σου, όπως βλέπετε να πραγματοποιήται αυτό σήμερον. |
|
Δευτ. 4,39 |
καὶ γνώσῃ σήμερον καὶ ἐπιστραφήσῃ τῇ διανοίᾳ ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου οὗτος Θεὸς ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ἐπὶ τῆς γῆς κάτω, καὶ οὐκ ἔστιν ἔτι πλὴν αὐτοῦ· |
Δευτ. 4,39 |
Θα μάθης σήμερον και θα εντυπώσης στον νουν και την καρδίαν σου, ότι Κυριος ο Θεός σου αυτός είναι ο αληθινός Θεός, άνω στον ουρανόν και κάτω εις την γην, και δεν υπάρχει άλλος πλην αυτού. |
|
Δευτ. 4,40 |
καὶ φυλάξασθε τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ τοῖς υἱοῖς σου μετὰ σέ, ὅπως μακροήμεροι γένησθε ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι πάσας τὰς ἡμέρας. |
Δευτ. 4,40 |
Προσέξατε, ώστε να φυλάξετε τας εντολάς του και τον Νομον του, όλα όσα εγώ σας διατάσσω σήμερον δια να ζήσετε ευτυχείς, συ και τα παιδιά σου έπειτα από σέ, να γίνετε μακροχρόνιοι εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν σας δίδει ο Κυριος ως παντοτεινήν ιδιοκτησίαν σας”. |
|
Δευτ. 4,41 |
Τότε ἀφώρισε Μωυσῆς τρεῖς πόλεις πέραν τοῦ Ἰορδάνου ἀπὸ ἀνατολῶν ἡλίου |
Δευτ. 4,41 |
Τοτε ο Μωϋσής εξεχώρισε και ώρισε τρεις πόλεις προς ανατολάς του Ιορδάνου, |
|
Δευτ. 4,42 |
φυγεῖν ἐκεῖ τὸν φονευτήν, ὃς ἂν φονεύσῃ τὸν πλησίον οὐκ εἰδώς, καὶ οὗτος οὐ μισῶν αὐτὸν πρὸ τῆς χθὲς καὶ τῆς τρίτης, καὶ καταφεύξεται εἰς μίαν τῶν πόλεων τούτων καὶ ζήσεται· |
Δευτ. 4,42 |
δια να καταφεύγη εκεί ο φονεύς, ο οποίος εφόνευσε τον πλησίον του εξ αγνοίας και χωρίς να το θέλη, χωρίς να έχη κανένα μίσος εναντίον αυτού κατά το παρελθόν. Αυτός ο φονεύς θα καταφύγη εις μίαν από τας τρεις αυτάς πόλεις και θα σώση εκεί την ζωήν του. |
|
Δευτ. 4,43 |
τὴν Βοσὸρ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐν τῇ γῇ τῇ πεδινῇ τῷ Ῥουβὴν καὶ τὴν Ῥαμὼθ ἐν Γαλαὰδ τῷ Γαδδὶ καὶ τὴν Γαυλὼν ἐν Βασὰν τῷ Μανασσῇ. |
Δευτ. 4,43 |
Αι πόλεις αυταί είναι· Η Βοσόρ εις την ακατοίκητον πεδινήν περιοχήν, η οποία ανήκει εις την φυλήν Ρουβήν, η Ραμώθ εις Γαλαάδ που ανήκει εις την φυλήν Γαδ, και η Γαυλών της χώρας Βοσάν, που ανήκει εις την φυλήν Μανασσή. |
|
Δευτ. 4,44 |
Οὗτος ὁ νόμος, ὃν παρέθετο Μωυσῆς ἐνώπιον υἱῶν Ἰσραήλ· |
Δευτ. 4,44 |
Αυτός είναι ο Νομος, τον οποίον παρέδωκεν ο Μωϋσής στους Ισραηλίτας. |
|
Δευτ. 4,45 |
ταῦτα τὰ μαρτύρια καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐλάλησε Μωυσῆς τοῖς υἱοῖς Ἰσραήλ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου |
Δευτ. 4,45 |
Αυταί είναι αι εντολαί, οι νόμοι και οι θεσμοί, τους οποίους είπεν ο Μωϋσής προς τους Ισραηλίτας, ότε εξήλθον από την Αίγυπτον, |
|
Δευτ. 4,46 |
ἐν τῷ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, ἐν φάραγγι, ἐγγὺς οἴκου Φογώρ, ἐν γῇ Σηὼν βασιλέως τῶν Ἀμοῤῥαίων, ὃς κατῴκει ἐν Ἐσεβών, ὃν ἐπάταξε Μωυσῆς καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραήλ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου |
Δευτ. 4,46 |
εις την ανατολικώς του Ιορδάνου περιοχήν, εις κάποια κοιλάδα, κοντά στον ναόν του ειδωλολατρικού θεού Φογώρ, εις την χώραν του Σηών, βασιλέως των Αμορραίων, ο οποίος κατοικούσε εις την Εσεβών και τον οποίον εκτύπησαν μέχρις εξοντώσεως ο Μωϋσής και οι Ισραηλίται, όταν εξήλθον από την Αίγυπτον. |
|
Δευτ. 4,47 |
καὶ ἐκληρονόμησαν τὴν γῆν αὐτοῦ καὶ τὴν γῆν Ὢγ βασιλέως τῆς Βασάν, δύο βασιλέων τῶν Ἀμοῤῥαίων, οἳ ἦσαν πέραν τοῦ Ἰορδάνου κατὰ ἀνατολὰς ἡλίου, |
Δευτ. 4,47 |
Εγιναν τότε κληρονόμοι και κόποχοι της χώρας του, όπως επίσης και της χώρας του Ωγ, βασιλέως της Βασάν· οι δύο αυτοί Αμορραίοι βασιλείς ήσαν πέραν από τον Ιορδάνην προς ανατολάς, |
|
Δευτ. 4,48 |
ἀπὸ Ἀροήρ, ἥ ἐστιν ἐπὶ τοῦ χείλους χειμάῤῥου Ἀρνῶν, καὶ ἐπὶ τοῦ ὄρους τοῦ Σηὼν ὅ ἐστιν Ἀερμών, |
Δευτ. 4,48 |
και κατείχον τας χώρας από Αροήρ, η οποία ευρίσκεται εις την όχθην του χειμάρρου Αρνών, μέχρι του όρους Σηών, του επονομαζομένου Ερμών, |
|
Δευτ. 4,49 |
πᾶσαν τὴν Ἄραβα πέραν τοῦ Ἰορδάνου κατὰ ἀνατολὰς ἡλίου ὑπὸ Ἀσηδὼθ τὴν λαξευτήν. |
Δευτ. 4,49 |
όλην την κοιλάδα ανατολικώς πέραν του Ιορδάνου, έως τας υπωρείας Ασηδώθ του όρους Ναυάβ. |
|
Κεφάλαιο 5ο |
Δευτ. 5,1 |
Καὶ ἐκάλεσε Μωυσῆς πάντα Ἰσραήλ, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἄκουε, Ἰσραήλ, τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐγὼ λαλῶ ἐν τοῖς ὠσὶν ὑμῶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, καὶ μαθήσεσθε αὐτὰ καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν αὐτά. |
Δευτ. 5,1 |
Εκάλεσεν ο Μωϋσής όλους τους Ισραηλίτας και είπε προς αυτούς· “Ακουε λαέ του Ισραήλ, τον Νομον και τας εντολάς, όσα εγώ κατά την ημέραν αυτήν λέγω εις τα αυτιά σας, δια να μάθετε αυτά και να προσέξετε, ώστε να τα τηρήτε. |
|
Δευτ. 5,2 |
Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν διέθετο πρὸς ὑμᾶς διαθήκην ἐν Χωρήβ· |
Δευτ. 5,2 |
Κυριος ο Θεός σας έκαμεν επίσημον συιμφωνίαν μαζή σας στο όρος Χωρήβ. |
|
Δευτ. 5,3 |
οὐχὶ τοῖς πατράσιν ὑμῶν διέθετο Κύριος τὴν διαθήκην ταύτην, ἀλλ᾿ ἢ πρὸς ὑμᾶς, ὑμεῖς ὧδε πάντες ζῶντες σήμερον· |
Δευτ. 5,3 |
Αυτήν την συμφωνίαν δεν την έκαμε ο Κυριος μόνον με τους προπάτοράς σας, αλλά και με σας όλους, οι οποίοι ζήτε εδώ σήμερον. |
|
Δευτ. 5,4 |
πρόσωπον κατὰ πρόσωπον ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός, |
Δευτ. 5,4 |
Πρόσωπον προς πρόσωπον ωμίλησεν ο Κυριος προς σας στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του πυρός. |
|
Δευτ. 5,5 |
κἀγὼ εἱστήκειν ἀνὰ μέσον Κυρίου καὶ ὑμῶν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀναγγεῖλαι ὑμῖν τὰ ῥήματα Κυρίου, ὅτι ἐφοβήθητε ἀπὸ προσώπου τοῦ πυρὸς καὶ οὐκ ἀνέβητε εἰς τὸ ὄρος, λέγων· |
Δευτ. 5,5 |
Εγώ δε όρθιος έστεκα τότε, ως μεσίτης ανάμεσα στον Κυριον και εις σας, δια να σας αναγγείλω τα ιερά λόγια του Κυρίου, επειδή σεις είχατε φοβηθή το πυρ και δεν ανεβήκατε στο όρος. Ο Κυριος είπε τότε· |
|
Δευτ. 5,6 |
ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου ὁ ἐξαγαγών σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. |
Δευτ. 5,6 |
Εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, ο οποίος σε έβγαλα ελεύθερον από την Αίγυπτον, από τον οίκον της δουλείας. |
|
Δευτ. 5,7 |
οὐκ ἔσονταί σοι θεοὶ ἕτεροι πρὸ προσώπου μου. |
Δευτ. 5,7 |
Δεν θα υπάρχουν εις σε άλλοι θεοί εκτός από εμέ. |
|
Δευτ. 5,8 |
οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. |
Δευτ. 5,8 |
Δεν θα κατασκευάσης δια τον εαυτόν σου άγαλμα ούτε εικόνα οιουδήποτε όντος, από όσα υπάρχουν άνω στον ουρανόν, από όσα υπάρχουν κάτω εις την γην και από όσα ευρίσκονται εις τα ύδατα ποταμών και θαλάσσης και κάτω από την επιφάνειαν της γης. |
|
Δευτ. 5,9 |
οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς οὐδὲ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς, ὅτι ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου, Θεὸς ζηλωτής, ἀποδιδοὺς ἁμαρτίας πατέρων ἐπὶ τέκνα ἐπὶ τρίτην καὶ τετάρτην γενεὰν τοῖς μισοῦσί με. |
Δευτ. 5,9 |
Δεν θα προσκυνήσης αυτά ούτε θα τα λατρεύσης, διότι εγώ είμαι Κυριος ο Θεός σου, Θεός ζηλότυπος, τιμωρών τέκνα δια τας αμαρτίας των γονέων μέχρι τρίτης και τετάρτης γενεάς, εις εκείνους οι οποίοι με μισούν. |
|
Δευτ. 5,10 |
καὶ ποιῶν ἔλεος εἰς χιλιάδας τοῖς ἀγαπῶσί με καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰ προστάγματά μου. |
Δευτ. 5,10 |
Είμαι όμως και Θεός ελεήμων, ο οποίος δεικνύω και δίδω έλεος εις χιλιάδας ανθρώπων, οι οποίοι με αγαπούν και φυλάσουν τας εντολάς μου. |
|
Δευτ. 5,11 |
οὐ λήψῃ τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίῳ· οὐ γὰρ μὴ καθαρίσῃ Κύριος ὁ Θεός σου τὸν λαμβάνοντα τὸ ὄνομα αὐτοῦ ἐπὶ ματαίῳ. |
Δευτ. 5,11 |
Δέν θα προφέρης επιπόλαια και μάταια το όνομα Κυρίου του Θεού σου, διότι ο Κυριος δεν θα απαλλάξη από την ενοχήν, αλλά τουναντίον θα τιμωρήση οποίον παίρνει στο στόμα του το όνομα του Θεού επιπολαίως και ανωφελώς. |
|
Δευτ. 5,12 |
φύλαξαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων ἁγιάζειν αὐτήν, ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου. |
Δευτ. 5,12 |
Πρόσεξε, ώστε την ημέραν του Σαββάτου να την αφιερώνης ως αγίαν προς τον Θεόν, όπως σε διέταξε Κυριος ο Θεός σου. |
|
Δευτ. 5,13 |
ἓξ ἡμέρας ἐργᾷ καὶ ποιήσεις πάντα τὰ ἔργα σου· |
Δευτ. 5,13 |
Εξ ημέρας θα εργάζεσαι και κατ' αυτάς θα κάμνης όλα τα έργα σου. |
|
Δευτ. 5,14 |
τῇ δὲ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ σάββατα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ ποιήσεις ἐν αὐτῇ πᾶν ἔργον, σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ἡ θυγάτηρ σου, ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου, ὁ βοῦς σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου καὶ πᾶν κτῆνός σου καὶ προσήλυτος ὁ παροικῶν ἐν σοί, ἵνα ἀναπαύσηται ὁ παῖς σου καὶ ἡ παιδίσκη σου καὶ τὸ ὑποζύγιόν σου, ὥσπερ καὶ σύ· |
Δευτ. 5,14 |
Κατά δε την εβδόμην ημέραν θα έχης σάββατον, ανάπαυσιν και αγιασμόν, ημέραν αφιερωμένην εις Κυριον τον Θεόν σου. Κανένα έργον δεν θα κάνης κατά την ημέραν αυτήν, συ και ο υιός σου και η θυγατέρα σου και ο δούλος σου και η δούλη σου και το βόδι σου και το φορτηγόν ζώον σου και οιονδήποτε άλλο ζώον, και ο ξένος που ζη κοντά σου. Τούτο δέ, δια να αναπαυθούν ο δούλος σου και η δούλη σου και το υποζύγιόν σου, όπως και συ. |
|
Δευτ. 5,15 |
καὶ μνησθήσῃ ὅτι οἰκέτης ἦσθα ἐν γῇ Αἰγύπτῳ καὶ ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐκεῖθεν ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ, διὰ τοῦτο συνέταξέ σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ὥστε φυλάσσεσθαι τὴν ἡμέραν τῶν σαββάτων καὶ ἁγιάζειν αὐτήν. |
Δευτ. 5,15 |
Πρέπει να ενθυμήσαι ότι και συ ήσουν δούλος εις την Αίγυπτον, και Κυριος ο Θεός σου σε έβγαλεν από εκεί ελεύθερον, με την παντοδύναμον δεξιάν του και με την μεγαλειώδη δύναμίν του. Δια τούτο και σε διέταξε Κυριος ο Θεός σου να τηρής την αργίαν της ημέρας του Σαββάτου και να αφιερώνης την ημέραν αυτήν στον Κυριον. |
|
Δευτ. 5,16 |
τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι. |
Δευτ. 5,16 |
Τιμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου, όπως Κυριος ο Θεός σου σε διέταξε, δια να σου έλθουν όλα καλά εις την ζωήν σου και να γίνης μακροχρόνιος εις την γην, την οποίαν Κυριος ο Θεός σου δίδει. |
|
Δευτ. 5,17 |
οὐ φονεύσεις. |
Δευτ. 5,17 |
Δεν θα φονεύσης. |
|
Δευτ. 5,18 |
οὐ μοιχεύσεις. |
Δευτ. 5,18 |
Δεν θα μοιχεύσης. |
|
Δευτ. 5,19 |
οὐ κλέψεις. |
Δευτ. 5,19 |
Δεν θα κλέψης. |
|
Δευτ. 5,20 |
οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ. |
Δευτ. 5,20 |
Δεν θα γίνης ψευδομάρτυς και δεν θα καταθέσης ποτέ ψευδομαρτυρίαν κατά του πλησίον σου. |
|
Δευτ. 5,21 |
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου· οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν οἰκίαν τοῦ πλησίον σου οὔτε τὸν ἀγρὸν αὐτοῦ οὔτε τὸν παῖδα αὐτοῦ οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ οὔτε τοῦ βοὸς αὐτοῦ οὔτε τοῦ ὑποζυγίου αὐτοῦ οὔτε παντὸς κτήνους αὐτοῦ οὔτε πάντα ὅσα τῷ πλησίον σού ἐστι. |
Δευτ. 5,21 |
Δεν θα επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου· δεν θα επιθυμήσης την οικίαν του πλησίον σου ούτε τον αγρόν του, ούτε τον δούλον του, ούτε την δούλην του, ούτε το βόδι του, ούτε το υποζύγιόν του, ούτε κανένα άλλο από τα κτήνη του και γενικώς τίποτε από όλα, όσα ανήκουν στον πλησίον σου. |
|
Δευτ. 5,22 |
Ταῦτα τὰ ῥήματα ἐλάλησε Κύριος πρὸς πᾶσαν συναγωγὴν ὑμῶν ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός, σκότος, γνόφος, θύελλα, φωνὴ μεγάλη, καὶ οὐ προσέθηκε· καὶ ἔγραψεν αὐτὰ ἐπὶ δύο πλάκας λιθίνας καὶ ἔδωκέ μοι. |
Δευτ. 5,22 |
Αυτά είναι τα λόγια, το οποία είπε προς όλους σας τους Ισραηλίτας ο Κυριος στο όρος Χωρήβ εκ μέσου του πυρός, όταν σκότος και γνόφος εκάλυπτε το όρος, η θύελλα το συνεκλόνιζε και ηκούετο ισχυρά η φωνή. Τιποτε άλλο δεν προσέθεσεν. Εχάραζε δε αυτά εις δύο λιθίνας πλάκας, τας οποίας και έδωκεν εις εμέ. |
|
Δευτ. 5,23 |
καὶ ἐγένετο ὡς ἠκούσατε τὴν φωνὴν ἐκ μέσου τοῦ πυρὸς καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο πυρί, καὶ προσήλθετε πρός με πάντες οἱ ἡγούμενοι τῶν φυλῶν ὑμῶν καὶ ἡ γερουσία ὑμῶν, |
Δευτ. 5,23 |
Συνέβη δε και τούτο τότε· όταν σεις ηκούσατε την φωνήν του Θεού εκ μέσου του πυρός και είδατε ότι το όρος εκαίετο υπό του πυρός, προσήλθατε όλοι προς εμέ, οι αρχηγοί των φυλών και οι γεροντότεροι από σας, |
|
Δευτ. 5,24 |
καὶ ἐλέγετε· ἰδοὺ ἔδειξεν ἡμῖν Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν τὴν δόξαν αὐτοῦ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἠκούσαμεν ἐκ μέσου τοῦ πυρός· ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ εἴδομεν ὅτι λαλήσει ὁ Θεὸς πρὸς ἄνθρωπον, καὶ ζήσεται. |
Δευτ. 5,24 |
και ελέγατε· Ιδού ! Κυριος ο Θεός ημών έδειξεν εις ημάς κατά την ημέραν αυτήν την δόξαν του· και την φωνήν του εκ μέσου του πυρός την ηκούσαμεν· κατά την ημέραν αυτήν είδομεν ότι ομιλεί ο Θεός με τον άνθρωπον και ο άνθρωπος ζη, δεν αποθνήσκει. |
|
Δευτ. 5,25 |
καὶ νῦν μὴ ἀποθάνωμεν, ὅτι ἐξαναλώσει ἡμᾶς τὸ πῦρ τὸ μέγα τοῦτο, ἐὰν προσθώμεθα ἡμεῖς ἀκοῦσαι τὴν φωνὴν Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἔτι, καὶ ἀποθανούμεθα· |
Δευτ. 5,25 |
Και τώρα, ας μη αποθάνωμεν. Διότι εάν συνεχίσωμεν να ακούωμεν την φωνήν Κυρίου του Θεού μας θα απαθάνωμεν. Το φοβερόν αυτό πυρ θα μας εξοντώση, |
|
Δευτ. 5,26 |
τίς γὰρ σάρξ, ἥτις ἤκουσε φωνὴν Θεοῦ ζῶντος λαλοῦντος ἐκ μέσου τοῦ πυρός, ὡς ἡμεῖς, καὶ ζήσεται; |
Δευτ. 5,26 |
διότι ποίος ποτέ άνθρωπος ακούσας την φωνήν του Θεού του ζώντος να λαλή εκ μέσου του πυρός, όπως ημείς, έζησε; |
|
Δευτ. 5,27 |
πρόσελθε σὺ καὶ ἄκουσον πάντα, ὅσα ἂν εἴπῃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ σὺ λαλήσεις πρὸς ἡμᾶς πάντα, ὅσα ἂν λαλήσῃ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν πρὸς σέ, καὶ ἀκουσόμεθα καὶ ποιήσομεν. |
Δευτ. 5,27 |
Συ μόνος πλησίασε τον Κυριον και άκουσε όλα όσα θα είπη εις σε Κυριος ο Θεός ημών, συ δε θα μας είπης όλα όσα ο Κυριος θα σου φανερώση, ημείς δε θα τα ακούσωμεν και θα τα εφαρμόσωμεν. |
|
Δευτ. 5,28 |
καὶ ἤκουσε Κύριος τὴν φωνὴν τῶν λόγων ὑμῶν λαλούντων πρός με, καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἤκουσα τὴν φωνὴν τῶν λόγων τοῦ λαοῦ τούτου, ὅσα ἐλάλησαν πρός σε· ὀρθῶς πάντα, ὅσα ἐλάλησαν. |
Δευτ. 5,28 |
Ο Κυριος ήκουσε τους λόγους αυτούς, τους οποίους είπατε προς εμέ, και μου είπε· Ηκουσα τα λόγια του λαού αυτού, που είπαν εις σέ. Ολα όσα σου είπαν είναι ορθά. |
|
Δευτ. 5,29 |
τίς δώσει εἶναι οὕτω τὴν καρδίαν αὐτῶν ἐν αὐτοῖς, ὥστε φοβεῖσθαί με καὶ φυλάσσεσθαι τὰς ἐντολάς μου πάσας τὰς ἡμέρας, ἵνα εὖ ᾖ αὐτοῖς καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτῶν δι᾿ αἰῶνος; |
Δευτ. 5,29 |
Ποιός θα δώση εις αυτούς μίαν τέτοιαν καρδίαν, ώστε να με ευλαβούνται, να με υπακούουν και να τηρούν τας εντολάς μου, όλας τας ημέρας της ζωής των, δια να είναι πάντοτε ευτυχείς αυτοί και τα παιδιά των; |
|
Δευτ. 5,30 |
βάδισον, εἰπὸν αὐτοῖς· ἀποστράφητε ὑμεῖς εἰς τοὺς οἴκους ὑμῶν· |
Δευτ. 5,30 |
Πηγαινε και ειπέ προς αυτούς· Γυρίστε σεις εις τας σκηνάς σας. |
|
Δευτ. 5,31 |
σὺ δὲ αὐτοῦ στῆθι μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ λαλήσω πρὸς σὲ τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα διδάξεις αὐτούς, καί ποιείτωσαν οὕτως ἐν τῇ γῇ, ἣν ἐγὼ δίδωμι αὐτοῖς ἐν κλήρῳ. |
Δευτ. 5,31 |
Συ όμως έλα και στάσου κοντά εις εμέ, και εγώ θα σου είπω όλας τας εντολάς μου και τον Νομον μου και τας κρίσεις μου, όλα όσα θα διδάξης εις αυτούς. Αυτοί δε ας τα εφαρμόσουν και ας ζήσουν σύμφωνα με αυτά εις την γην της επαγγελίας, την οποίαν, ως κληρονομίαν των εγώ τους δίδω. |
|
Δευτ. 5,32 |
καὶ φυλάξεσθε ποιεῖν ὃν τρόπον ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου· οὐκ ἐκκλινεῖτε εἰς δεξιὰ οὐδὲ εἰς ἀριστερά, |
Δευτ. 5,32 |
Θα φροντίσετε, ώστε να τηρήτε τας εντολάς αυτάς, όπως Κυριος ο Θεός σας διέταξε. Δεν θα παρεκλίνετε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. |
|
Δευτ. 5,33 |
κατὰ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἣν ἐνετείλατό σοι Κύριος ὁ Θεός σου πορεύεσθαι ἐν αὐτῇ, ὅπως καταπαύσῃ σε καὶ εὖ σοι ᾖ καὶ μακροημερεύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἣν κληρονομήσετε. |
Δευτ. 5,33 |
Την οδόν, την οποίαν ο Κυριος σου έδειξε και σε διέταξε να βαδίζης, έτσι θα πορευθής αυτήν, δια να σε επαναπαύση και σε καταστήση ευτυχή και σου χαρίση μακρότητα ημερών εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν θα καταλάβετε και θα κατέχετε ως ιδικήν σας. |
|
Κεφάλαιο 6ο |
Δευτ. 6,1 |
Καὶ αὗται αἱ ἐντολαὶ καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν διδάξαι ὑμᾶς ποιεῖν οὕτως ἐν τῇ γῇ, εἰς ἣν ὑμεῖς εἰσπορεύεσθε ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν, |
Δευτ. 6,1 |
Αυταί είναι αι εντολαί και οι νόμοι, που Κυριος ο Θεός ημών με διέταξε να σας διδάξω, ώστε έτσι να τας εφαρμόζετε και να ζήτε εις την χώραν, εις την οποίαν σεις τώρα εισέρχεσθε, να την κληρονομήσετε ως ιδικήν σας· |
|
Δευτ. 6,2 |
ἵνα φοβῆσθε Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν, φυλάσσεσθαι πάντα τὰ δικαιώματα αὐτοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ, ὅσας ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, σὺ καὶ οἱ υἱοί σου καὶ οἱ υἱοὶ τῶν υἱῶν σου πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς σου, ἵνα μακροημερεύσητε. |
Δευτ. 6,2 |
δια να φοβήσθε Κυριον τον Θεόν σας, ώστε να φυλάσσετε όλους τους νόμους και τας εντολάς του, όσας εγώ διατάσσω προς σας σήμερον, να τηρήτε αυτάς σεις και τα παιδιά σας και τα παιδιά των παιδιών σας όλας τας ημέρας της ζωής σας, δια να έχετε μακρά και ευτυχισμένα χρόνια. |
|
Δευτ. 6,3 |
καὶ ἄκουσον, Ἰσραήλ, καὶ φύλαξον ποιεῖν, ὅπως εὖ σοι ᾖ καὶ ἵνα πληθυνθῆτε σφόδρα, καθάπερ ἐλάλησε Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων σου δοῦναί σοι γῆν ῥέουσαν γάλα καὶ μέλι. καὶ ταῦτα τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου. |
Δευτ. 6,3 |
Ακουσε, λαέ του Ισραήλ, και πρόσεξε να τηρής όλα αυτά, δια να ζης ευτυχισμένος, δια να αυξηθής και πληθυνθής πολύ, όπως είπε και υπεσχέθη Κυριος ο Θεός των πατέρων σου, να δωσ εις σε την γην της Επαγγελίας, την ρέουσαν γάλα και μέλι. Αυτοί είναι οι νόμοι και αι εντολαί, τας οποίας διέταξεν ο Κυριος στους Ισραηλίτας, όταν εξήλθον ελεύθεροι από την Αίγυπτον και ήσαν εις την έρημον Σινά· |
|
Δευτ. 6,4 |
Ἄκουε, Ἰσραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι· |
Δευτ. 6,4 |
Ακουε, λαέ του Ισραήλ, Κυριος ο Θεός ημών ένας και μοναδικός Κυριος είναι. |
|
Δευτ. 6,5 |
καὶ ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς σου. |
Δευτ. 6,5 |
Να αγαπήσης Κυριον τον Θεόν σου με όλην σου την καρδίαν και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δύναμίν σου. |
|
Δευτ. 6,6 |
καὶ ἔσται τὰ ῥήματα ταῦτα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἐν τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ψυχῇ σου· |
Δευτ. 6,6 |
Τα λόγια, τα οποία εγώ σήμερον σε διατάσσω, θα είναι εντυπωμένα και μόνιμα εις την καρδίαν σου και την διάνοιάν σου. |
|
Δευτ. 6,7 |
καὶ προβιβάσεις αὐτὰ τοὺς υἱούς σου, καὶ λαλήσεις ἐν αὐτοῖς καθήμενος ἐν οἴκῳ καὶ πορευόμενος ἐν ὁδῷ καὶ κοιταζόμενος καὶ διανιστάμενος· |
Δευτ. 6,7 |
Θα τα μεταβιβάσης και θα τα διδάξης εις τα παιδιά σου. Θα ομιλής περί αυτών και όταν κάθεσαι στον οίκον σου, πριν κοιμηθής, και όταν πορεύεσαι στον δρόμον σου και όταν εξυπνάς από τον ύπνον. |
|
Δευτ. 6,8 |
καὶ ἀφάψεις αὐτὰ εἰς σημεῖον ἐπὶ τῆς χειρός σου, καὶ ἔσται ἀσάλευτον πρὸ ὀφθαλμῶν σου· |
Δευτ. 6,8 |
Θα τα κολλήσης και θα τα δέσης επάνω στο χέρι σου, δια να ευρίσκωνται πάντοτε σταθερώς κάτω από τα μάτια σου. |
|
Δευτ. 6,9 |
καὶ γράψετε αὐτὰ ἐπὶ τὰς φλιὰς τῶν οἰκιῶν ὑμῶν καὶ τῶν πυλῶν ὑμῶν. |
Δευτ. 6,9 |
Θα γράψετε αυτά στους παραστάτας των οικιών σας και εις τας θύρας των αυλών σας, δια να τα έχετε παντού και πάντοτε εμπρός εις τα μάτια σας. |
|
Δευτ. 6,10 |
Καὶ ἔσται ὅταν εἰσαγάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε τοῖς πατράσι σου, τῷ Ἁβραὰμ καὶ τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῷ Ἰακὼβ δοῦναί σοι, πόλεις μεγάλας καὶ καλάς, ἃς οὐκ ᾠκοδόμησας, |
Δευτ. 6,10 |
Οταν δε Κυριος ο Θεός σου, σε εισαγάγη εις την γην, την οποίαν ενόρκως υπεσχέθη στους προπάτοράς σου, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, να δώση εις σε την χώραν η οποία έχει πόλεις μεγάλας και ωραίας, τας οποίας δεν έκτισες συ, |
|
Δευτ. 6,11 |
οἰκίας πλήρεις πάντων ἀγαθῶν ἃς οὐκ ἐνέπλησας, λάκκους λελατομημένους, οὓς οὐκ ἐξελατόμησας, ἀμπελῶνας καὶ ἐλαιῶνας, οὓς οὐ κατεφύτευσας, καὶ φαγὼν καὶ ἐμπλησθεὶς |
Δευτ. 6,11 |
οικίας πλήρεις από όλα τα αγαθά, τας οποίας δεν εγέμισες συ, φρέατα και δεξαμενάς λαξευμένας και κτισμένας, τας οποίας δεν ελάξευσες και δεν έκτισες συ, αμπέλια και ελαιώνας που δεν εφύτευσες συ. Αυτά θα είναι ιδικά σου. Θα φάγης και θα χορτάσης. |
|
Δευτ. 6,12 |
πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας. |
Δευτ. 6,12 |
Πρόσεχε όμως στον εαυτόν σου, μήπως τυχόν και λησμονήσης Κυριον τον Θεόν σου, ο οποίος σε έβγαλε ελεύθερον από την Αίγυπτον, από τον οίκον εκείνο της δουλείας. |
|
Δευτ. 6,13 |
Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ὀμῇ. |
Δευτ. 6,13 |
Κυριον τον Θεόν σου θα ευλαβήσαι και θα υπακούης, και αυτόν μόνον θα λατρεύης, και εις αυτόν θα προσκολληθής, και στο όνομά του θα ορκίζεσαι. |
|
Δευτ. 6,14 |
οὐ πορεύεσθε ὀπίσω θεῶν ἑτέρων ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν τῶν περικύκλῳ ὑμῶν, |
Δευτ. 6,14 |
Μη πορευθήτε πίσω από άλλους θεούς, μη λατρεύσετε θεούς από εκείνους που έχουν τα ολόγυρά σας ειδωλολατρικά έθνη, |
|
Δευτ. 6,15 |
ὅτι ὁ Θεὸς ζηλωτὴς Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, μὴ ὀργισθεὶς θυμῷ Κύριος ὁ Θεός σού σοι ἐξολοθρεύσῃ σε ἀπὸ προσώπου τῆς γῆς. |
Δευτ. 6,15 |
διότι Κυριος ο Θεός σου είναι Θεός ζηλότυπος δια σέ. Μηπως οργισθή εναντίον σου και σε εξολοθρεύση από το πρόσωπον της γης, εάν τυχόν λατρεύσης ξένους θεούς. |
|
Δευτ. 6,16 |
οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου, ὃν τρόπον ἐξεπειράσατε ἐν τῷ Πειρασμῷ. |
Δευτ. 6,16 |
Δεν θα θέσης εις πειρασμόν και δοκιμασίαν τον Κυριον, όπως ασεβώς φερόμενος επίκρανες τον Κυριον με τους γογγυσμούς σου στον τόπον εκείνον, ο οποίος ωνομάσθη δια τούτο “Πειρασμός”. |
|
Δευτ. 6,17 |
φυλάσσων φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, τὰ μαρτύρια καὶ τὰ δικαιώματα, ὅσα ἐνετείλατό σοι· |
Δευτ. 6,17 |
Με κάθε επιμέλειαν θα φυλάττης πάντοτε τας εντολάς Κυρίου του Θεού σου, τας διατάξεις και τους νόμους, όσα σε διέταξε. |
|
Δευτ. 6,18 |
καὶ ποιήσεις τὸ ἀρεστὸν καὶ τὸ καλὸν ἔναντι Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ εἰσέλθῃς καὶ κληρονομήσῃς τὴν γῆν τὴν ἀγαθήν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ὑμῶν, |
Δευτ. 6,18 |
Θα πράττης ο,τι είναι ευάρεστον και αγαθόν ενώπιον Κυρίου του Θεού σου, δια να ζήσης ευτυχής, να εισέλθης ασφαλής και να κληρονομήσης δια παντός την γην, την εύφορον και πλουσίαν, την οποίαν ωρκίσθη ο Κυριος στους προπάτοράς σας, |
|
Δευτ. 6,19 |
ἐκδιῶξαι πάντας τοὺς ἐχθρούς σου πρὸ προσώπου σου, καθὰ ἐλάλησε Κύριος. |
Δευτ. 6,19 |
ότι θα σας την δώση και θα εκδιώξη όλους τους εχθρούς σας από εμπρός σας, όπως ο Κυριος είπε. |
|
Δευτ. 6,20 |
Καὶ ἔσται ὅταν ἐρωτήσῃ σε ὁ υἱός σου αὔριον λέγων· τί ἐστι τὰ μαρτύρια καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα, ὅσα ἐνετείλατο Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν ἡμῖν; |
Δευτ. 6,20 |
Οταν δε στο μέλλον, θα σε ερωτήση ο υιός σου λέγων· τι είναι αύται αι εντολαί, οι νόμοι και αι διατάξεις, όλα όσα Κυριος ο Θεός μας διατάσσει ημάς; |
|
Δευτ. 6,21 |
καὶ ἐρεῖς τῷ υἱῷ σου· οἰκέται ἦμεν τῷ Φαραὼ ἐν γῇ Αἰγύπτῳ, καὶ ἐξήγαγεν ἡμᾶς Κύριος ἐκεῖθεν ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ ἐν βραχίονι ὑψηλῷ. |
Δευτ. 6,21 |
Συ θα απαντήσης στο παιδί σου. Υπήρξαμεν δούλοι του Φαραώ εις την χώραν της Αιγύπτου, και ο Κυριος μας έβγαλεν ελευθέρους από εκεί, με την παντοδύναμον δεξιάν Του και την μεγαλειώδη ισχύν του. |
|
Δευτ. 6,22 |
καὶ ἔδωκε Κύριος σημεῖα καὶ τέρατα μεγάλα καὶ πονηρὰ ἐν Αἰγύπτῳ ἐν Φαραὼ καὶ ἐν τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ἐνώπιον ἡμῶν· |
Δευτ. 6,22 |
Εκαμε τότε ο Κυριος θαύματα καταπληκτικά, θαύματα μεγάλα και φοβερά δια τους Αιγυπτίους, δια τον Φαραώ και τον οίκον του, εμπρός εις τα μάτια μας. |
|
Δευτ. 6,23 |
καὶ ἡμᾶς ἐξήγαγεν ἐκεῖθεν δοῦναι ἡμῖν τὴν γῆν ταύτην, ἣν ὤμοσε δοῦναι τοῖς πατράσιν ἡμῶν. |
Δευτ. 6,23 |
Μας έβγαλε από εκεί ελευθέρους, δια να μας δώση την χώραν αυτήν, την οποίαν ωρκίσθη στους προπάτοράς μας ότι θα μας έδιδε. |
|
Δευτ. 6,24 |
καὶ ἐνετείλατο ἡμῖν Κύριος ποιεῖν πάντα τὰ δικαιώματα ταῦτα φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἵνα εὖ ᾖ ἡμῖν πάσας τὰς ἡμέρας, ἵνα ζῶμεν ὥσπερ καὶ σήμερον. |
Δευτ. 6,24 |
Μας διέταξε δε ο Κυριος να τηρούμεν όλους αυτούς τους νόμους, να φοβούμεθα Κυριον τον Θεόν μας, δια να είμεθα ευτυχείς όλας τας ημέρας της ζωής μας και να ζώμεν, όπως σήμερον, ασφαλείς κάτω από την προστασίαν του. |
|
Δευτ. 6,25 |
καὶ ἐλεημοσύνη ἔσται ἡμῖν, ἐὰν φυλασσώμεθα ποιεῖν πάσας τὰς ἐντολὰς ταύτας ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν, καθὰ ἐνετείλατο ἡμῖν. |
Δευτ. 6,25 |
Το δε έλεος του Κυρίου θα είναι πάντοτε μαζή μας, εάν φροντίζωμεν και προσπαθούμεν να τηρούμεν όλας αυτάς τας εντολάς, ενώπιον Κυρίου του Θεού ημών, όπως μας διέταξε. |
|
Κεφάλαιο 7ο |
Δευτ. 7,1 |
Ἐὰν δὲ εἰσάγῃ σε Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὴν γῆν, εἰς ἣν εἰσπορεύῃ ἐκεῖ κληρονομῆσαι αὐτήν, καὶ ἐξάρῃ ἔθνη μεγάλα ἀπὸ προσώπου σου, τὸν Χετταῖον καὶ Γεργεσσαῖον καὶ Ἀμοῤῥαῖον καὶ Χαναναῖον καὶ Φερεζαῖον καὶ Εὐαῖον καὶ Ἰεβουσαῖον, ἑπτὰ ἔθνη πολλὰ καὶ ἰσχυρότερα ὑμῶν, |
Δευτ. 7,1 |
Οταν δε Κυριος ο Θεός σου σε εισαγάγη εις την χώραν, προς την οποίαν τώρα πορεύεσαι, δια να την κληρονομήσης ως ιδικήν σου, και εκβάλη από εμπρός σου έθνη μεγάλα, τους Χετταίους, τους Γεργεσαίους, τους Αμορραίους, τους Χαναναίους, τους Φερεζαίους, τους Ευαίους και τους Ιεβουσαίους, επτά έθνη πολυαριθμότερα και ισχυρότερα από σας |
|
Δευτ. 7,2 |
καὶ παραδώσει αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ πατάξεις αὐτούς, ἀφανισμῷ ἀφανιεῖς αὐτούς, οὐ διαθήσῃ πρὸς αὐτοὺς διαθήκην, οὐδὲ μὴ ἐλεήσητε αὐτούς, |
Δευτ. 7,2 |
και θα παραδώση αυτούς Κυριος ο Θεός σου εις τα χέρια σου, θα κτυπήσης αυτούς, θα τους εξαφανίσης τελείως, δεν θα συνάψης καμμίαν συνθήκην μαζή των και δεν θα τους λυπηθήτε καθόλου. |
|
Δευτ. 7,3 |
οὐδὲ μὴ γαμβρεύσητε πρὸς αὐτούς· τὴν θυγατέρα σου οὐ δώσεις τῷ υἱῷ αὐτοῦ, καὶ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ οὐ λήψῃ τῷ υἱῷ σου· |
Δευτ. 7,3 |
Δεν θα έλθετε εις γάμους μαζή των. Ούτε την θυγατέρα σου θα δώσης ως σύζυγον στον υιόν κάποιου από αυτούς, ούτε την θυγατέρα εκείνου θα πάρης ως νύμφην δια τον υιόν σου. |
|
Δευτ. 7,4 |
ἀποστήσει γὰρ τὸν υἱόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ λατρεύσει θεοῖς ἑτέροις, καὶ ὀργισθήσεται θυμῷ Κύριος εἰς ὑμᾶς καὶ ἐξολοθρεύσει σε τὸ τάχος. |
Δευτ. 7,4 |
Διότι η αλλοεθνής νύμφη θα απομακρύν τον υιόν σου από εμέ και θα λατρεύση αυτός άλλους θεούς, οπότε θα οργισθή πολύ ο Κυριος εναντίον σας και θα σε εξολοθρεύση το ταχύτερον. |
|
Δευτ. 7,5 |
ἀλλ᾿ οὕτω ποιήσετε αὐτοῖς· τοὺς βωμοὺς αὐτῶν καθελεῖτε καὶ τὰς στήλας αὐτῶν συντρίψετε καὶ τὰ ἄλση αὐτῶν ἐκκόψετε καὶ τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν κατακαύσετε πυρί· |
Δευτ. 7,5 |
Αλλά και αυτά ακόμη θα πράξης εναντίον των ειδωλολατρών αλλοεθνών· Θα κρημνίσετε τους βωμούς των, θα συντρίψετε τας ειδωλολατρικάς των στήλας, θα κατακάψετε τα ιερά δάση των και θα κάψετε εις την φωτιά τα ξυλόγλυπτα αγάλματά των. |
|
Δευτ. 7,6 |
ὅτι λαὸς ἅγιος εἶ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καὶ σὲ προείλετο Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι αὐτῷ λαὸν περιούσιον παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, ὅσα ἐπὶ προσώπου τῆς γῆς. |
Δευτ. 7,6 |
Διότι συ εν αντιθέσει προς εκείνους είσαι λαός άγιος, αφιερωμένος στον Κυριον και Θεόν σου. Κυριος ο Θεός σου σε εξέλεξεν ανάμεσα από όλα τα άλλα έθνη της γης να είσαι ιδική του εκλεκτή περιουσία. |
|
Δευτ. 7,7 |
οὐχ ὅτι πολυπληθεῖτε παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, προείλετο Κύριος ὑμᾶς καὶ ἐξελέξατο Κύριος ὑμᾶς, ὑμεῖς γάρ ἐστε ὀλιγοστοὶ παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, |
Δευτ. 7,7 |
Σας εξέλεξε δε ο Κυριος ανάμεσα από όλα τα άλλα έθνη, όχι διότι είσθε πολυάριθμοι, τουναντίον είσθε ολιγάριθμοι εν συγκρίσει προς όλα τα αλλά έθνη, |
|
Δευτ. 7,8 |
ἀλλὰ παρὰ τὸ ἀγαπᾶν Κύριον ὑμᾶς καὶ διατηρῶν τὸν ὅρκον, ὃν ὤμοσε τοῖς πατράσιν ὑμῶν, ἐξήγαγεν ὑμᾶς Κύριος ἐν χειρὶ κραταιᾷ καὶ βραχίονι ὑψηλῷ καὶ ἐλυτρώσατό σε Κύριος ἐξ οἴκου δουλείας, ἐκ χειρὸς Φαραὼ βασιλέως Αἰγύπτου. |
Δευτ. 7,8 |
αλλά διότι σας αγαπά ο Κυριος και διότι τηρεί τον όρκον, τον οποίον έδωσεν στους προπάτοράς σας. Ο Κυριος σας έβγαλεν ελευθέρους με την παντοδύναμον αυτού δεξιάν και την ακατανίκητον δύναμίν του και σας απήλλαξεν από την χώραν της δουλείας, από τα χέρια του Φαραώ, του βασιλέως της Αιγύπτου. |
|
Δευτ. 7,9 |
καὶ γνώσῃ ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος Θεός, Θεὸς πιστός, ὁ φυλάσσων διαθήκην καὶ ἔλεος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτὸν καὶ τοῖς φυλάσσουσι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ εἰς χιλίας γενεὰς |
Δευτ. 7,9 |
Από όλα αυτά, και από όσα άλλα θα κάμη προς χάριν σου ο Θεός, θα μάθης, ότι Κυριος ο Θεός σου αυτός είναι ο αληθινός Θεός, Θεός αξιόπιστος, ο οποίος τηρεί την υπόσχεσίν του και εκδηλώνει το έλεός του εις αυτούς που τον αγαπούν και τηρούν τας εντολάς του μέχρι χιλίων γενεών. |
|
Δευτ. 7,10 |
καὶ ἀποδιδοὺς τοῖς μισοῦσι κατὰ πρόσωπον ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς· καὶ οὐχὶ βραδυνεῖ τοῖς μισοῦσι, κατὰ πρόσωπον ἀποδώσει αὐτοῖς. |
Δευτ. 7,10 |
Αλλά είναι και Θεός δίκαιος, ο οποίος ανταποδίδει προσωπικώς στους μισούντας αυτόν και αμετανοήτους κατά τα έργα αυτών και εξολοθρεύει αυτούς. Δεν θα βραδύνη δε να τιμωρήση προσωπικώς τους μισούντας αυτόν και να ανταποδώση εις αυτούς κατά τα έργα των. |
|
Δευτ. 7,11 |
καὶ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς καὶ τὰ δικαιώματα καὶ τὰ κρίματα ταῦτα, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον ποιεῖν. |
Δευτ. 7,11 |
Λοιπόν, προσέξατε, ώστε να τηρήσετε τας εντολάς, τους νόμους και τας διατάξεις αυτάς, όλα όσα εγώ εκ μέρους του Θεού σας διατάσσω σήμερον να πράττετε. |
|
Δευτ. 7,12 |
Καὶ ἔσται ἡνίκα ἂν ἀκούσητε τὰ δικαιώματα ταῦτα καὶ φυλάξητε καὶ ποιήσητε αὐτά, καὶ διαφυλάξει Κύριος ὁ Θεός σού σοι τὴν διαθήκην καὶ τὸ ἔλεος, ὃ ὤμοσε τοῖς πατράσιν ὑμῶν, |
Δευτ. 7,12 |
Εάν δε σεις ακούσετε με προσοχήν τας εντολάς αυτάς και φροντίσετε, ώστε να τας τηρήτε, θα τηρήση και Κυριος ο Θεός σας την υπόσχεσίν του και το έλεός του που ωρκίσθη στους προπάτοράς σας. |
|
Δευτ. 7,13 |
καὶ ἀγαπήσει σε καὶ εὐλογήσει σε καὶ πληθυνεῖ σε καὶ εὐλογήσει τὰ ἔκγονα τῆς κοιλίας σου καὶ τὸν καρπὸν τῆς γῆς σου, τὸν σῖτόν σου καὶ τὸν οἶνόν σου καὶ τὸ ἔλαιόν σου, τὰ βουκόλια τῶν βοῶν σου καὶ τὰ ποίμνια τῶν προβάτων σου ἐπὶ τῆς γῆς, ἧς ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σου δοῦναί σοι. |
Δευτ. 7,13 |
Θα σε αγαπήση ο Κυριος, θα σε ευλογήση, θα σε πληθύνη, θα ευλογήση τα παιδιά σου και τα προϊόντα της χώρας σου, το σιτάρι σου, το κρασί σου, το λάδι σου, τα κοπάδια των βοών σου, τα κοπάδια των προβάτων σου εις την χώραν, την οποίαν ο Κυριος ωρκίσθη στους προπάτοράς σου, ότι θα δώση εις σέ. |
|
Δευτ. 7,14 |
εὐλογητός ἔσῃ παρὰ πάντα τὰ ἔθνη· οὐκ ἔσται ἐν ὑμῖν ἄγονος οὐδὲ στεῖρα καὶ ἐν τοῖς κτήνεσί σου. |
Δευτ. 7,14 |
Θα είσαι ευλογημένος περισσότερον από όλα τα άλλα έθνη. Κανένας άνδρας από σας δεν θα είναι άγονος και καμμιά γυνή δεν θα είναι στείρα. Το ίδιο θα συμβή και εις τα ζώα σου· δεν θα υπάρξη εις αυτά στειρότης. |
|
Δευτ. 7,15 |
καὶ περιελεῖ Κύριος ὁ Θεός σου ἀπὸ σοῦ πᾶσαν μαλακίαν· καὶ πάσας νόσους Αἰγύπτου τὰς πονηράς, ἃς ἑώρακας, καὶ ὅσα ἔγνως, οὐκ ἐπιθήσει ἐπὶ σὲ καὶ ἐπιθήσει αὐτὰ ἐπὶ πάντας τοὺς μισοῦντάς σε. |
Δευτ. 7,15 |
Θα αφαιρέση και θα απομακρύνη Κυριος ο Θεός από σε και κάθε αδιαθεσίαν ακόμη. Από όλας τας ασθενείας της Αιγύπτου, τας βαρείας και σκληράς που είδες και εγνώρισες, καμμίαν δεν θα σου στείλη ο Θεός. Θα τας επιρρίψη όμως εις εκείνους, οι οποίοι σε μισούν. |
|
Δευτ. 7,16 |
καὶ φαγῇ πάντα τὰ σκῦλα τῶν ἐθνῶν, ἃ Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι· οὐ φείσεται ὁ ὀφθαλμός σου ἐπ᾿ αὐτοῖς, καὶ οὐ μὴ λατρεύσῃς τοῖς θεοῖς αὐτῶν, ὅτι σκῶλον τοῦτό ἐστί σοι. |
Δευτ. 7,16 |
Συ θα απολαύσης τα λάφυρα των εθνών, τα οποία ο Κυριος σου δίδει. Πρόσεξε όμως· δεν θα λυπηθή το μάτι σου αυτούς και δεν θα λατρεύσης τους θεούς των, διότι άλλως, θα αποβή αυτό πρόσκομμα και συμφορά εις σέ. |
|
Δευτ. 7,17 |
ἐὰν δὲ λέγῃς ἐν τῇ διανοίᾳ σου, ὅτι πολὺ τὸ ἔθνος τοῦτο ἢ ἐγώ, πῶς δυνήσομαι ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς; |
Δευτ. 7,17 |
Εάν είπης κατά νουν, ότι το εχθρικον αυτό έθνος είναι πολυαριθμότερον από εμέ και πως θα ημπορέσω εγώ να τους εξολοθρεύσω; |
|
Δευτ. 7,18 |
οὐ φοβηθήσῃ αὐτούς· μνείᾳ μνησθήσῃ ὅσα ἐποίησε Κύριος ὁ Θεός σου τῷ Φαραὼ καὶ πᾶσι τοῖς Αἰγυπτίοις, |
Δευτ. 7,18 |
Μη τους φοβηθής ! Επανάφερε ζωηρά εις την μνήμην σου, όσα έκαμε Κυριος ο Θεός σου στον Φαραώ και και εις όλους τους Αιγυπτίους, οι οποίοι, φυσικά, ήσαν ασυγκρίτως πολυαριθμότεροι από σέ. |
|
Δευτ. 7,19 |
τοὺς πειρασμοὺς τοὺς μεγάλους, οὓς εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοί σου, τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα τὰ μεγάλα ἐκεῖνα, τὴν χεῖρα τὴν κραταιὰν καὶ τὸν βραχίονα τὸν ὑψηλόν, ὡς ἐξήγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου, οὕτω ποιήσει Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν, οὓς σὺ φοβῇ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν. |
Δευτ. 7,19 |
Ενθυμήσου τας μεγάλας τιμωρίας, που είδον οι οφθαλμοί σου, τα καταπληκτικά και μεγάλα εκείνα σημεία και τέρατα, την παντοδύναμον δεξιάν του Κυρίου και την ακατανίκητον δύναμίν του, όταν Κυριος ο Θεός σου, ελεύθερον σε έβγαλε από την Αίγυπτον. Τα ίδια και τώρα θα κάμη εναντίον όλων των ειδωλολατρικών και εχθρικών προς σε εθνών, ενώπιον των οποίων συ σήμερον φοβείσαι. |
|
Δευτ. 7,20 |
καὶ τὰς σφηκίας ἀποστελεῖ Κύριος ὁ Θεός σου εἰς αὐτούς, ἕως ἂν ἐκτριβῶσιν οἱ καταλελειμμένοι καὶ οἱ κεκρυμμένοι ἀπὸ σοῦ. |
Δευτ. 7,20 |
Και σμήνη ακόμη από σφήκας θα αποστείλη Κυριος ο Θεός σου εναντίον αυτών, μέχρις ότου συντριβούν και εξαφανισθούν, όσοι θα έχουν γλυτώσει από την μάχην και θα έχουν κρυβή από τα μάτια σου. |
|
Δευτ. 7,21 |
οὐ τρωθήσῃ ἀπὸ προσώπου αὐτῶν, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου ἐν σοί, Θεὸς μέγας καὶ κραταιός, |
Δευτ. 7,21 |
Συ δε ούτε καν θα πληγωθής από αυτούς, διότι Κυριος ο Θεός σου είναι μαζί σου, είναι μεταξύ σας, ο Θεός ο μέγας και παντοδύναμος. |
|
Δευτ. 7,22 |
καὶ καταναλώσει Κύριος ὁ Θεός σου τὰ ἔθνη ταῦτα ἀπὸ προσώπου σου κατὰ μικρὸν μικρόν· οὐ δυνήσῃ ἐξαναλῶσαι αὐτοὺς τὸ τάχος, ἵνα μὴ γένηται ἡ γῆ ἔρημος καὶ πληθυνθῇ ἐπὶ σὲ τὰ θηρία τὰ ἄγρια. |
Δευτ. 7,22 |
Κυριος ο Θεός σου θα καταστρέψη και θα εξαφανίση ολίγον κατ' ολίγον τα έθνη αυτά από εμπρός σου. Δεν θα ημπορέσης, και δεν πρέπει, να εξαφανίσης αυτούς ταχέως, δια να μη μείνη έρημος και ακατοίκητος η χώρα από ανθρώπους και πληθυνθούν τα άγρια θηρία εναντίον σου. |
|
Δευτ. 7,23 |
καὶ παραδώσει αὐτοὺς Κύριος ὁ Θεός σου εἰς τὰς χεῖράς σου καὶ ἀπολεῖς αὐτοὺς ἀπωλείᾳ μεγάλῃ, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσητε αὐτούς. |
Δευτ. 7,23 |
Αυτούς Κυριος ο Θεός σου θα τους παραδώση εις τα χέρια σου και θα καταστρέφης αυτούς ολοκληρωτικώς, μέχρις ότου εξολοθρευθούν και εξαφανισθούν πλήρως. |
|
Δευτ. 7,24 |
καὶ παραδώσει τοὺς βασιλεῖς αὐτῶν εἰς τὰς χεῖρας ὑμῶν, καὶ ἀπολεῖται τὸ ὄνομα αὐτῶν ἐκ τοῦ τόπου ἐκείνου· οὐκ ἀντιστήσεται οὐδεὶς κατὰ πρόσωπόν σου, ἕως ἂν ἐξολοθρεύσῃς αὐτούς. |
Δευτ. 7,24 |
Ο Θεός θα παραδώση εις τα χέρια σας τους βασιλείς των εθνών αυτών, θα τους εξοντώσετε, ώστε να χαθούν και τα ονόματα αυτών από τον τόπον, όπου εβασίλευον. Κανείς δεν θα ημπορέση να αντισταθή απέναντί σας, μέχρις ότου τους εξολοθρεύσετε όλους. |
|
Δευτ. 7,25 |
τὰ γλυπτὰ τῶν θεῶν αὐτῶν καύσετε πυρί· οὐκ ἐπιθυμήσεις ἀργύριον οὐδὲ χρυσίον ἀπ᾿ αὐτῶν σὺ λήψῃ σεαυτῷ, μὴ πταίσῃς δι᾿ αὐτό, ὅτι βδέλυγμα Κυρίῳ τῷ Θεῷ σού ἐστι· |
Δευτ. 7,25 |
Τα αγάλματα των θεών των θα τα παραδώσετε στο πυρ, δια να καούν. Δεν θα επιθυμήσης και δεν θα πάρης δια τον εαυτόν σου το χρυσίον και το αργύριον από αυτά. Μη θελήσης να αμαρτήσης λαμβάνων το χρυσίον αυτό, διότι είναι πολύ μισητόν ενώπιον Κυρίου του Θεού σου. |
|
Δευτ. 7,26 |
καὶ οὐκ εἰσοίσεις βδέλυγμα εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ ἀνάθεμα ἔσῃ ὥσπερ τοῦτο· προσοχθίσματι προσοχθιεῖς καὶ βδελύγματι βδελύξῃ, ὅτι ἀνάθημά ἐστι. |
Δευτ. 7,26 |
Τέτοια βδελύγματα δεν θα εισαγάγης στο σπίτι σου, διότι άλλως θα είσαι και συ αναθεματισμένος, όπως και εκείνο. Θα το αποστρέφεσαι με όλην σου την δύναμιν και θα αισθάνεσαι κάθε βδελυγμίαν εναντίον των αγαλμάτων αυτών, διότι είναι κατηραμένα. |
|
Κεφάλαιο 8ο |
Δευτ. 8,1 |
Πάσας τὰς ἐντολάς, ἃς ἐγὼ ἐντέλλομαι ὑμῖν σήμερον, φυλάξεσθε ποιεῖν, ἵνα ζῆτε καὶ πολυπλασιασθῆτε καὶ εἰσέλθητε καὶ κληρονομήσητε τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν τοῖς πατράσιν ὑμῶν. |
Δευτ. 8,1 |
Ολας αυτάς τας εντολάς, τας οποίας εγώ σήμερον σας δίδω φροντίσατε να τας τηρήσετε, δια να ζήτε ασφαλείς και μακροχρόνιοι και να πολλαπλασιασθήτε, να εισέλθετε και να κληρονομήσετε ως ιδικήν σας την χώραν, την οποίαν Κυριος ο Θεός σας ωρκίσθη στους προπάτοράς σας, ότι θα δώση εις σας. |
|
Δευτ. 8,2 |
καὶ μνησθήσῃ πᾶσαν τὴν ὁδόν, ἣν ἤγαγέ σε Κύριος ὁ Θεός σου ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὅπως ἂν κακώσῃ σε καὶ πειράσῃ σε καὶ διαγνωσθῇ τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ σου, εἰ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἢ οὔ. |
Δευτ. 8,2 |
Θα ενθυμήσθε όλην την πορείαν, κατά την οποίαν ο Κυριος και Θεός σας σας ωδηγούσε δια μέσου της ερήμου δια να σας ταλαιπωρήση παιδαγωγικώς και σας υποβάλη εις δοκιμασίας, δια να φανερωθούν έτσι αι διαθέσεις της καρδίας σας, εάν δηλαδή θα είχατε την απόφασιν να τηρήσετε η όχι τας εντολάς του. |
|
Δευτ. 8,3 |
καὶ ἐκάκωσέ σε καὶ ἐλιμαγχόνησέ σε καὶ ἐψώμισέ σε τὸ μάννα, ὃ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες σου, ἵνα ἀναγγείλῃ σοι, ὅτι οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι τῷ ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος. |
Δευτ. 8,3 |
Σας εταλαιπώρησε, σας αφήκε να πεινάσετε και κατόπιν σας έδωσε ως καθημερινόν σας ψωμί το μάννα, το οποίον δεν εγνώριζαν οι προπάτορές σας, δια να διδάξη εις σας, ότι δέιν ζη ο άνθρωπος μόνον με τον συνήθη άρτον,άλλα ζη και με κάθε λόγον, ο οποίος εξέρχεται από το στόμα του Θεού (με θαύματα δηλαδή που κάνει ο Θεός). |
|
Δευτ. 8,4 |
τὰ ἱμάτιά σου οὐκ ἐπαλαιώθη ἀπὸ σοῦ, τὰ ὑποδήματά σου οὐ κατετρίβη ἀπὸ σοῦ, οἱ πόδες σου οὐκ ἐτυλώθησαν, ἰδοὺ τεσσαράκοντα ἔτη. |
Δευτ. 8,4 |
Και ιδού ότι επί τεσσαράκοντα έτη τα ενδύματά σας και τα υποδήματά σας δεν επάληωσαν και δεν εφθάρησαν, τα δε πόδια σας δεν έκαμαν κάλους. |
|
Δευτ. 8,5 |
καὶ γνώσῃ τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὡς εἴ τις ἄνθρωπος παιδεύσῃ τὸν υἱὸν αὐτοῦ, οὕτω Κύριος ὁ Θεός σου παιδεύσει σε, |
Δευτ. 8,5 |
Από όλα αυτά θα μάθετε, ότο, όπως ένας πατέρας θα παιδαγωγήση τα παιδί του δια μέσου διαφόρων δοκιμασιών, έτσι και Κυριος ο Θεός σας δια των θλίψεων θα σας παιδαγωγήση. |
|
Δευτ. 8,6 |
καὶ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου πορεύεσθαι ἐν ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ φοβεῖσθαι αὐτόν· |
Δευτ. 8,6 |
Αυτά έχοντες υπ' όψει, θα φυλάξετε τας εντολάς Κυρίου του Θεού σας, ώστε να πορεύεσθε την οδόν των εντολών του και να φοβείσθε αυτόν. |
|
Δευτ. 8,7 |
ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεός σου εἰσάξει σε εἰς γῆν ἀγαθὴν καὶ πολλήν, οὗ χείμαῤῥοι ὑδάτων καὶ πηγαὶ ἀβύσσων ἐκπορευόμεναι διὰ τῶν πεδίων καὶ διὰ τῶν ὀρέων· |
Δευτ. 8,7 |
Διότι Κυριος ο Θεός σας θα σας εισαγάγη εις την γην, την εύφορον και μεγάλην, όπου υπάρχουν άφθονα ύδατα χειμάρρων και πηγαί αναβλύζουσαι από τα έγκατα της γης, των οποίων τα ύδατα θα ρέουν δια μέσου των πεδιάδων και επάνω ακόμη εις τα όρη. |
|
Δευτ. 8,8 |
γῆ πυροῦ καὶ κριθῆς, ἄμπελοι, συκαῖ, ῥοαί, γῆ ἐλαίας ἐλαίου καὶ μέλιτος· |
Δευτ. 8,8 |
Η γη αυτή παράγει σίτον και κριθήν, έχει αμπέλους, συκιές και ροδιές· είναι γη της εληάς, του λαδιού και του μέλιτος. |
|
Δευτ. 8,9 |
γῆ, ἐφ᾿ ἧς οὐ μετὰ πτωχείας φαγῇ τὸν ἄρτον σου καὶ οὐκ ἐνδεηθήσῃ ἐπ᾿ αὐτῆς οὐδέν· γῆ, ἧς οἱ λίθοι σίδηρος, καὶ ἐκ τῶν ὀρέων αὐτῆς μεταλλεύσεις χαλκόν· |
Δευτ. 8,9 |
Χωρα, επί της οποίας δεν θα τρώγετε ολιγοστόν τον άρτον σας και δεν θα στερηθήτε τίποτε από αυτήν. Είναι χώρα, της οποίας οι λίθοι είναι ωσάν σίδηρος και από τα όρη αυτής θα βγάνετε μεταλλεύματα χαλκού. |
|
Δευτ. 8,10 |
καὶ φαγῇ καὶ ἐμπλησθήσῃ καὶ εὐλογήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐπὶ τῆς γῆς τῆς ἀγαθῆς, ἧς δέδωκέ σοι. |
Δευτ. 8,10 |
Θα φάτε και θα χορτάσετε και θα δοξολογήσετε Κυριον τον Θεόν σας, εγκατεστημένοι πλέον εις την εύφορον και πλουσίαν αυτήν γην, την οποίαν ο Κυριος σας έδωσε. |
|
Δευτ. 8,11 |
πρόσεχε σεαυτῷ, μὴ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ μὴ φυλάξαι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ καὶ τὰ κρίματα καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, |
Δευτ. 8,11 |
Προσέχετε όμως στον εαυτόν σας, μήπως τυχόν και λησμονήσετε Κυριον τον Θεόν σας και δεν τηρήσετε τας εντολάς αυτού, τας διατάξεις και τους νόμους του, όσα εγώ σήμερον σας παραγγέλλω. |
|
Δευτ. 8,12 |
μὴ φαγὼν καὶ ἐμπλησθεὶς καὶ οἰκίας καλὰς οἰκοδομήσας καὶ κατοικήσας ἐν αὐταῖς |
Δευτ. 8,12 |
Προσέχετε, μήπως, αφού φάγετε καλά και χορτασθήτε και οικοδομήσετε ωραίας και ανέτους οικίας και εγκατασταθήτε εις αυτάς, |
|
Δευτ. 8,13 |
καὶ τῶν βοῶν σου καὶ τῶν προβάτων σου πληθυνθέντων σοι, ἀργυρίου καὶ χρυσίου πληθυνθέντος σοι καὶ πάντων, ὅσων σοι ἔσται, πληθυνθέντων σοι, |
Δευτ. 8,13 |
πολλαπλασιασθούν δε τα βόδια σας και τα πρόβατά σας, πληθυνθή το αργύριον και το χρυσάφι σας και γενικώς αυξηθούν όλα τα υπάρχοντά σου, |
|
Δευτ. 8,14 |
ὑψωθῇς τῇ καρδίᾳ καὶ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου τοῦ ἐξαγαγόντος σε ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ἐξ οἴκου δουλείας, |
Δευτ. 8,14 |
μήπως τυχόν και υπερηφανευθή η καρδία σας και λησμονήσετε Κυριον τον Θεόν σας, ο οποίος σας ηλευθέρωσε από την Αίγυπτον, την χώραν αυτήν της δουλείας, |
|
Δευτ. 8,15 |
τοῦ ἀγαγόντος σε διὰ τῆς ἐρήμου τῆς μεγάλης καὶ τῆς φοβερᾶς ἐκείνης, οὗ ὄφις δάκνων καὶ σκορπίος καὶ δίψα, οὗ οὐκ ἦν ὕδωρ, τοῦ ἐξαγαγόντος σοι ἐκ πέτρας ἀκροτόμου πηγὴν ὕδατος, |
Δευτ. 8,15 |
σας ωδήγησε δια μέσου της μεγάλης εκείνης και φοβεράς ερήμου, όπου τα δηλητηριώδη φίδια και οι σκορπιοί και η δίψα, εις τας περιοχάς που δεν υπήρχε ύδωρ· προσέχετε μήπως λησμονήσετε τον Θεόν, ο οποίος έβγαλε από απόκρημνον βράχον πλουσίαν πηγήν ύδατος· |
|
Δευτ. 8,16 |
τοῦ ψωμίσαντός σε τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ, ὃ οὐκ ᾔδεις σὺ καὶ οὐκ ᾔδεισαν οἱ πατέρες σου, ἵνα κακώσῃ σε καὶ ἐκπειράσῃ σε καὶ εὖ σε ποιήσῃ ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν σου. |
Δευτ. 8,16 |
τον Θεόν, ο οποίος αντί άρτου σας έδωσε εις την έρημον το μάννα, το οποίον ούτε σεις ούτε οι πρόγονοί σας εγνωρίσατε, και σας έστειλε δσκιμασίας, δια να σας θλίψη και καταρτίση, έπειτα δε κατά τους τελευταίους τούτους καιρούς, να σας ευλογήση. |
|
Δευτ. 8,17 |
μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· ἡ ἰσχύς μου καὶ τὸ κράτος τῆς χειρός μου ἐποίησέ μοι τὴν δύναμιν τὴν μεγάλην ταύτην· |
Δευτ. 8,17 |
Προσέξατε μήπως τυχόν και πήτε κατά διάνοιαν· Η ισχύς μου και η δύναμις της χειρός μου, μου προσεπόρισαν την μεγάλην αυτήν ευημερίαν. |
|
Δευτ. 8,18 |
καὶ μνησθήσῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου, ὅτι αὐτός σοι δίδωσιν ἰσχὺν τοῦ ποιῆσαι δύναμιν καὶ ἵνα στήσῃ τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσι σου, ὡς σήμερον. |
Δευτ. 8,18 |
Αλλά πρέπει να ενθυμήσθε Κυριον τον Θεόν σας, διότι αυτός σας έδωκε την δύναμιν να αποκτήσετε τα πλούσια αυτά αγαθά, δια να τηρήση την υπόσχεσίν του, που είχε δώσει με όρκον στους προπάτοράς σας, πράγμα το οποίον και έκαμε σήμερον. |
|
Δευτ. 8,19 |
καὶ ἔσται ἐὰν λήθῃ ἐπιλάθῃ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ πορευθῇς ὀπίσω θεῶν ἑτέρων καὶ λατρεύσῃς αὐτοῖς καὶ προσκυνήσῃς αὐτοῖς, διαμαρτύρομαι ὑμῖν σήμερον τόν τε οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὅτι ἀπωλείᾳ ἀπολεῖσθε· |
Δευτ. 8,19 |
Εάν όμως λησμονήσετε Κυριον τον Θεόν σας, εκτραπήτε δε οπίσω άλλων ψευδών θεών και λατρεύσετε αυτούς και προσκυνήσετε αυτούς, σας διαβεβαιώνω σήμερον ενώπιον του ουρανού και της γης, ότι θα υποστήτε πανωλεθρίαν. |
|
Δευτ. 8,20 |
καθὰ καὶ τὰ λοιπὰ ἔθνη, ὅσα Κύριος ὁ Θεὸς ἀπολλύει πρὸ προσώπου ὑμῶν, οὕτως ἀπολεῖσθε, ἀνθ᾿ ὧν οὐκ ἠκούσατε τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν. |
Δευτ. 8,20 |
Οπως Κυριος ο Θεός καταστρέφει σήμερον από εμπρός σας τα αλλά έθνη δια τας αμαρτίας των, έτσι και σεις θα καταστραφήτε, διότι δεν ηκούσατε τα λόγια Κυρίου του Θεού σας. |
|
Κεφάλαιο 9ο |
Δευτ. 9,1 |
Ἄκουε, Ἰσραήλ· σὺ διαβαίνεις σήμερον τὸν Ἰορδάνην εἰσελθεῖν κληρονομῆσαι ἔθνη μεγάλα καὶ ἰσχυρότερα μᾶλλον ἢ ὑμεῖς, πόλεις μεγάλας καὶ τειχήρεις ἕως τοῦ οὐρανοῦ, |
Δευτ. 9,1 |
Ακουσε, λαέ του Ισραήλ, θα διαβής κατά τον χρόνον αυτόν τον Ιορδάνην, θα εισέλθης εις την γην της Επαγγελίας δια να γίνης κύριος και κληρονόμος λαών μεγάλων κατά πολύ ισχυροτέρων από σέ, πόλεων μεγάλων, των οποίων τα οχυρά τείχη φθάνουν έως τον ουρανόν. |
|
Δευτ. 9,2 |
λαὸν μέγαν καὶ πολὺν καὶ εὐμήκη, υἱοὺς Ἐνάκ, οὓς σὺ οἶσθα καὶ σὺ ἀκήκοας· τίς ἀντιστήσεται κατὰ πρόσωπον υἱῶν Ἐνάκ; |
Δευτ. 9,2 |
Θα κυριεύσετε λαόν ισχυρόν πολυάριθμον, ανθρώπους μεγάλου αναστήματος, τους απογόνους Ενάκ, τους οποίους γνωρίζεις και έχεις ακούσει να λέγεται δι' αυτούς· “ποιός ημπορεί να αντισταθή εμπρός στους Ενακίτας;” |
|
Δευτ. 9,3 |
καὶ γνώσῃ σήμερον, ὅτι Κύριος ὁ Θεός σου, οὗτος προπορεύσεται πρὸ προσώπου σου· πῦρ καταναλίσκον ἐστίν· οὗτος ἐξολοθρεύσει αὐτούς, καὶ οὗτος ἀποστρέψει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου, καὶ ἀπολεῖ αὐτοὺς ἐν τάχει, καθάπερ εἶπέ σοι Κύριος. |
Δευτ. 9,3 |
Θα μάθης όμως σήμερον, ότι Κυριος ο Θεός σου θα προχωρή εμπρός από σέ, ωσάν καταστρεπτικόν πυρ δια τους εχθρούς σου. Αυτός θα τους εξολοθρεύση. Αυτός θα τους τρέψη εις φυγήν από εμπρός σου και ταχέως θα τους καταστρέψη, όπως σου έχει υποσχεθή ο Κυριος. |
|
Δευτ. 9,4 |
μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ἐν τῷ ἐξαναλῶσαι Κύριον τὸν Θεόν σου τὰ ἔθνη ταῦτα πρὸ προσώπου σου λέγων· διὰ τὰς δικαιοσύνας μου εἰσήγαγέ με Κύριος κληρονομῆσαι τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην· |
Δευτ. 9,4 |
Οταν όμως Κυριος ο Θεός σου συντρίψη και εξαφανίση εμπρός από τα μάτια σου τα έθνη αυτά, μη σου έλθη ποτέ στον νουν η σκέψις και είπης· ο Κυριος με εισήγαγε, δια να καταλάβω ως κληροναμίαν μου την εύφορον και πλουσίαν αυτήν χώραν, ένεκα των αρετών μου. |
|
Δευτ. 9,5 |
οὐχὶ διὰ τὴν δικαιοσύνην σου, οὐδὲ διὰ τὴν ὁσιότητα τῆς καρδίας σου σὺ εἰσπορεύῃ κληρονομῆσαι τὴν γῆν αὐτῶν, ἀλλὰ διὰ τὴν ἀσέβειαν τῶν ἐθνῶν τούτων Κύριος ἐξολοθρεύσει αὐτοὺς ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἵνα στήσῃ τὴν διαθήκην αὐτοῦ, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν ἡμῶν, τῷ Ἁβραὰμ καὶ τῷ Ἰσαὰκ καὶ τῷ Ἰακώβ. |
Δευτ. 9,5 |
Οχι δια τας αρετάς σου· ούτε δια την αγνότητα και ευσέβειαν της καρδίας σου εισέρχεσαι συ να κληρονομήσης την χώραν αυτών των εθνών, αλλά δια την αθεράπευτον ασέβειαν αυτών των εθνών, θα τα εξολοθρεύση ο Κυριος από εμπρός σου, δια να εκπληρώση και την υπόσχεσίν του, την οποίαν με όρκον επεβεβαίωσεν στους προπάτοράς μας, τον Αβραάμ, τον Ισαάκ και τον Ιακώβ. |
|
Δευτ. 9,6 |
καὶ γνώσῃ σήμερον ὅτι οὐχὶ διὰ τὰς δικαιοσύνας σου Κύριος ὁ Θεός σου δίδωσί σοι τὴν γῆν τὴν ἀγαθὴν ταύτην κληρονομῆσαι, ὅτι λαὸς σκληροτράχηλος εἶ. |
Δευτ. 9,6 |
Και θα μάθης σήμερον, ότι Κυριος ο Θεός σου σου παραχωρεί την ευλογημένην αυτήν γην ως κληρονομίαν, όχι δια τας αρετάς σου, διότι εις την πραγματικότητα και συ είσαι λαός ανυπότακτος και σκληρός. |
|
Δευτ. 9,7 |
μνήσθητι, μὴ ἐπιλάθῃ ὅσα παρώξυνας Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἀφ᾿ ἧς ἡμέρας ἐξήλθετε ἐξ Αἰγύπτου ἕως ἤλθετε εἰς τὸν τόπον τοῦτον, ἀπειθοῦντες διετελεῖτε τὰ πρὸς Κύριον. |
Δευτ. 9,7 |
Ενθυμήσου, και ποτέ μη λησμονήσης, πόσον πολύ και πόσας φοράς παρώργισες Κυριον τον Θεόν σου εις την έρημον. Από την ημέραν που ανεχωρήσατε ελεύθεροι από την Αίγυπτον, μέχρις ότου ήλθατε στον τόπον τούτον, κατά συνέχειαν εφερθήκατε με δυστροπίαν και απείθειαν απέναντι του Κυρίου. |
|
Δευτ. 9,8 |
καὶ ἐν Χωρὴβ παρωξύνατε Κύριον, καὶ ἐθυμώθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς, |
Δευτ. 9,8 |
Ιδιαιτέρως στο όρος Χωρήβ παρωργίσατε πολύ τον Κυριον και ο Κυριος ηγανάκτησε εναντίον σας, ώστε απεφάσισε να σας εξολοθρεύση, |
|
Δευτ. 9,9 |
ἀναβαίνοντός μου εἰς τὸ ὄρος λαβεῖν τὰς πλάκας τὰς λιθίνας, πλάκας διαθήκης, ἃς διέθετο Κύριος πρὸς ὑμᾶς. καὶ κατεγινόμην ἐν τῷ ὄρει τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας· ἄρτον οὐκ ἔφαγον καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιον. |
Δευτ. 9,9 |
τότε που εγώ ανέβαινα στο όρος Σινά, δια να πάρω τας πλάκας της Διαθήκης, την οποίαν συνήψε με σας ο Κυριος. Επί τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας παρέμεινα στο όρος. Αρτον εκεί δεν έφαγον και νερό δεν έπιον. |
|
Δευτ. 9,10 |
καὶ ἔδωκέ μοι Κύριος τὰς δύο πλάκας τὰς λιθίνας γεγραμμένας ἐν τῷ δακτύλῳ τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπ᾿ αὐταῖς ἐγέγραπτο πάντες οἱ λόγοι, οὓς ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ ὄρει ἡμέρᾳ ἐκκλησίας· |
Δευτ. 9,10 |
Και μου έδωκε τότε ο Κυριος τας δύο λιθίνας πλάκας, γραμμένας με το θείον του δάκτυλον. Επάνω εις αυτάς ήσαν χαραγμέναι αι εντολαί, τας οποίας ο Κυριος είπε προς σας στους πρόποδας του όρους, κατά την ημέραν της γενικής συγκεντρώσεώς σας. |
|
Δευτ. 9,11 |
καὶ ἐγένετο διὰ τεσσαράκοντα ἡμερῶν καὶ διὰ τεσσαράκοντα νυκτῶν ἔδωκε Κύριος ἐμοὶ τὰς δύο πλάκας τὰς λιθίνας, πλάκας διαθήκης. |
Δευτ. 9,11 |
Μετά δεκτεσσάρα κοντά ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας μου έδωσεν ο Κυριος τας δύο λιθίνας αυτάς πλάκας της Διαθήκης |
|
Δευτ. 9,12 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· ἀνάστηθι, κατάβηθι τὸ τάχος ἐντεῦθεν, ὅτι ἠνόμησεν ὁ λαός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου· παρέβησαν ταχὺ ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλω αὐτοῖς· καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς χώνευμα. |
Δευτ. 9,12 |
και μου είπε ο Κυριος· σήκω, κατέβα αμέσως από εδώ, διότι ο λαός σου, τον οποίον έβγαλες ελεύθερον από την χώραν της Αιγύπτου, παρηνάμησεν, εξέκλινε και εξετράπη ταχέως από την οδόν, την οποίαν διέταξες αυτούς να πορεύωνται. Κατεσκεύασαν δια τον εαυτόν των είδωλον εις χωνευτήοιον. |
|
Δευτ. 9,13 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με λέγων· λελάληκα πρός σε ἅπαξ καὶ δὶς λέγων· ἑώρακα τὸν λαὸν τοῦτον, καὶ ἰδοὺ λαὸς σκληροτράχηλός ἐστι· |
Δευτ. 9,13 |
Είπε δε πάλιν ο Κυριος προς εμέ· Εχω ομιλήσει προς σε και μίαν και δύο φοράς και σου είπα· είδα και παρακολούθησα τον λαόν τούτον και ιδού, ότι ο λαός αυτός είναι σκληρός και ανυπότακτος ! |
|
Δευτ. 9,14 |
καὶ νῦν ἔασόν με ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς, καὶ ἐξαλείψω τὸ ὄνομα αὐτῶν ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ καὶ ποιήσω σε εἰς ἔθνος μέγα καὶ ἰσχυρὸν καὶ πολὺ μᾶλλον ἢ τοῦτο. |
Δευτ. 9,14 |
Και τώρα άφησέ με να τους εξολοθρεύσω και να εξαλείψω το όνομα αυτών από την υφήλιον και αναδείξω σε λαόν μεγάλον και ισχυρόν πολύ περισσότερον από αυτόν. |
|
Δευτ. 9,15 |
καὶ ἐπιστρέψας κατέβην ἐκ τοῦ ὄρους, καὶ τὸ ὄρος ἐκαίετο πυρὶ ἕως τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αἱ δύο πλάκες τῶν μαρτυρίων ἐπὶ ταῖς δυσὶ χερσί μου. |
Δευτ. 9,15 |
Επέστρεψα εγώ τότε και κατέβην από το όρος, ενώ το όρος εκαίετο με φωτιά που έφθανεν έως τον ουρανόν, και αι δύο πλάκες της Διαθήκης ευρίσκοντο εις τα δύο μου χέρια. |
|
Δευτ. 9,16 |
καὶ ἰδὼν ὅτι ἡμάρτετε ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ ἐποιήσατε ὑμῖν αὐτοῖς χωνευτὸν καὶ παρέβητε ἀπὸ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐνετείλατο Κύριος ὑμῖν ποιεῖν, |
Δευτ. 9,16 |
Είδα τότε και εγώ, ότι όντως είχατε αμαρτήσει ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και είχατε κατασκευάσει σεις οι ίδιοι δια τον εαυτόν σας ειδωλικόν άγαλμα χυτόν και έτσι εξεκλίνατε από την οδόν, εις την οποίαν ο Κυριος σας είχε διατάξει να βαδίσετε. |
|
Δευτ. 9,17 |
καὶ ἐπιλαβόμενος τῶν δύο πλακῶν ἔῤῥιψα αὐτὰς ἀπὸ τῶν δύο χειρῶν μου, καὶ συνέτριψα ἐναντίον ὑμῶν. |
Δευτ. 9,17 |
Λαβών τας δύο πλάκας τας επέταξα με ορμήν από τα δύο χέρια μου και τας εθρυμμάτισα ενώπιόν σας. |
|
Δευτ. 9,18 |
καὶ ἐδεήθην ἐναντίον Κυρίου δεύτερον καθάπερ καὶ τὸ πρότερον τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, ἄρτον οὐκ ἔφαγον καὶ ὕδωρ οὐκ ἔπιον, περὶ πασῶν τῶν ἁμαρτιῶν ὑμῶν, ὧν ἡμάρτετε ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ παροξῦναι αὐτόν. |
Δευτ. 9,18 |
Ικέτευσα εκ βάθους καρδίας τον Κυριον, δευτέραν αυτήν φοράν, όπως ακριβώς και προηγουμένως επί τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας, κατά τας οποίας άρτον δεν έφαγον και ύδωρ δεν έπιον, τον ικέτευσα δι' όλας τας αμαρτίας, τας οποίας διειπράξατε, ώστε να καταπέσετε μέχρι τέτοιου σημείου, να διαπράξετε αύτο το φοβερόν αμάρτημα της ειδωλοποιΐας ενώπιον Κυρίου του Θεού σας και να τον παροργίσετε τόσον πολύ εναντίον σας. |
|
Δευτ. 9,19 |
καὶ ἔκφοβός εἰμι διὰ τὸν θυμὸν καὶ τὴν ὀργήν, ὅτι παρωξύνθη Κύριος ἐφ᾿ ὑμῖν τοῦ ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς καὶ εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ. |
Δευτ. 9,19 |
Ενώπιον του μεγάλου θυμού και της οργής του Κυρίου κατελήφθην από μέγαν φόβον, διότι τόσον πολύ ηγανάκτησεν εναντίον σας ο Κυριος, ώστε επήρε την απόφασιν να σας εξολοθρεύση. Αλλά ο Κυριος εισήκουσε την δέησίν μου κατά τον καιρόν εκείνον. |
|
Δευτ. 9,20 |
καὶ ἐπὶ Ἀαρὼν ἐθυμώθη ἐξολοθρεῦσαι αὐτόν, καὶ ηὐξάμην καὶ περὶ Ἀαρὼν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ. |
Δευτ. 9,20 |
Και εναντίον του Ααρών ηγανάκτησε τότε ο Κυριος και ηθέλησε να τον εξολοθρεύση, αλλά εγώ προσευχήθην και δι' αυτόν κατά τον καιρόν εκείνον. |
|
Δευτ. 9,21 |
καὶ τὴν ἁμαρτίαν ὑμῶν, ἣν ἐποιήσατε, τὸν μόσχον, ἔλαβον αὐτὸν καὶ κατέκαυσα αὐτὸν ἐν πυρὶ καὶ συνέκοψα αὐτὸν καταλέσας σφόδρα, ἕως οὗ ἐγένετο λεπτόν· καὶ ἐγένετο ὡσεὶ κονιορτός, καὶ ἔῤῥιψα τὸν κονιορτὸν εἰς τὸν χειμάῤῥουν τὸν καταβαίνοντα ἐκ τοῦ ὄρους. |
Δευτ. 9,21 |
Αυτήν δε την μεγάλην αμαρτίαν που εκάματε, το είδωλον δηλαδή του χρυσού μόσχου που ανεκηρύξατε ως θεόν σας, εγώ το επήρα και τα μεν ξύλινα αυτού εξαρτήματα κατέκαυσα, το δε υπόλοιπον χρυσόν τμήμα το έκοψα εις μικρά κομμάτια, το άλεσα έως ότου έτινε λεπτότατη σκόνι, την οποίαν έρριψα στον χείμαρρον, που κατεβαίνει από το όρος Σινά. |
|
Δευτ. 9,22 |
καὶ ἐν τῷ Ἐμπυρισμῷ καὶ ἐν τῷ Πειρασμῷ, καὶ ἐν τοῖς Μνήμασι τῆς ἐπιθυμίας παροξύναντες ἦτε Κύριον τὸν Θεὸν ὑμῶν. |
Δευτ. 9,22 |
Αλλά και εις άλλας περιστάσεις εξοργίσατε Κυριον τον Θεόν σας, όπως συνέβη εις τας τοποθεσίας, που ωνομάζοντο Εμπυρισμός, Πειρασμός, Μνήματα Επιθυμίας. |
|
Δευτ. 9,23 |
καὶ ὅτε ἐξαπέστειλεν ὑμᾶς Κύριος ἐκ Κάδης Βαρνὴ λέγων· ἀνάβητε καὶ κληρονομήσατε τὴν γῆν, ἣν δίδωμι ὑμῖν, καὶ ἠπειθήσατε τῷ ῥήματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ ὑμῶν καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς φωνῆς αὐτοῦ. |
Δευτ. 9,23 |
Και ότε ο Κυριος ηθέλησε να σας αποστείλη προς την Παλαιστίνην από την Καδης Βαρνή και σας είπε· Προχωρήσατε και καταλάβετε ως δικήν σας κληρονομίαν την χώραν, την οποίαν εγώ σας δίδω· σεις παρηκούσατε την εντολήν Κυρίου του Θεού ημών, δεν επιστεύσατε εις αυτόν και δεν υπετάχθητε εις την εντολήν του. |
|
Δευτ. 9,24 |
ἀπειθοῦντες ἦτε τὰ πρὸς Κύριον ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἐγνώσθη ὑμῖν. |
Δευτ. 9,24 |
Υπήρξατε και εφανήκατε απειθείς κατά συνέχειαν εις τας προς Κυριον σχέσεις σας από την ημέραν, κατά την οποίαν τον εγνωρίσατε, και εντεύθεν. |
|
Δευτ. 9,25 |
καὶ ἐδεήθην ἔναντι Κυρίου τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, ὅσας ἐδεήθην· εἶπε γὰρ Κύριος ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς· |
Δευτ. 9,25 |
Εγώ δε ικέτευσα τον Κυριον επί τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας και τον παρεκάλουν κατά το διάστημα αυτό δια σας, διότι ο Κυριος είχεν είπει ότι θα σας εξολοθρεύση. |
|
Δευτ. 9,26 |
καὶ ηὐξάμην πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπα· Κύριε βασιλεῦ τῶν θεῶν, μὴ ἐξολοθρεύσῃς τὸν λαόν σου καὶ τὴν μερίδα σου, ἣν ἐλυτρώσω, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ· |
Δευτ. 9,26 |
Προσευχήθην προς τον Θεόν και είπα· Κυριε, βασιλεύ των θεών, μη εξολοθρεύσης τον λαόν σου, την εκλεκτήν αυτήν μερίδα σου, την οποίαν απηλευθέρωσες, του Ισραηλίτας δηλαδή τους οποίους ελευθέρους έβγαλες από την χώραν της Αιγύπτου, με την μεγάλην σου δύναμιν, τη παντοδύναμον δεξιάν σου και την μεγαλειώδη ισχύν σου. |
|
Δευτ. 9,27 |
μνήσθητι Ἁβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ τῶν θεραπόντων σου, οἷς ὤμοσας κατὰ σεαυτοῦ· μὴ ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν σκληρότητα τοῦ λαοῦ τούτου καὶ τὰ ἀσεβήματα, καὶ τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν, |
Δευτ. 9,27 |
Ενθυμήσου τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ, τους δούλους σου, στους οποίους ωρκίσθης επί του εαυτού σου υπέρ του λαού αυτού· μη βλέπης την σκληρότητα του λαού αυτού, την ασέβειάν του και τα αμαρτήματά του. |
|
Δευτ. 9,28 |
μὴ εἴπωσιν οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν, ὅθεν ἐξήγαγες ἡμᾶς ἐκεῖθεν, λέγοντες· παρὰ τὸ μὴ δύνασθαι Κύριον εἰσαγαγεῖν αὐτοὺς εἰς τὴν γῆν, ἣν εἶπεν αὐτοῖς, καὶ παρὰ τὸ μισῆσαι αὐτοὺς ἐξήγαγεν αὐτοὺς ἐν τῇ ἐρήμῳ ἀποκτεῖναι αὐτούς. |
Δευτ. 9,28 |
Μη τους καταστρέψης, Κυριε, δια να μη είπουν οι κάτοικοι της γης, από όπου μας έβγαλες ελευθέρους· Επειδή ο Κυριος δεν ημπόρεσε να εισαγάγη αυτούς εις την χώραν, την οποίαν είχεν υποσχεθή και επειδή εμίσησεν αυτούς, τους έβγαλε εις την έρημον, δια να τους θανατώση ! |
|
Δευτ. 9,29 |
καὶ οὗτοι λαός σου καὶ κλῆρός σου, οὓς ἐξήγαγες ἐκ γῆς Αἰγύπτου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου τῇ μεγάλῃ καὶ ἐν τῇ χειρί σου τῇ κραταιᾷ καὶ ἐν τῷ βραχίονί σου τῷ ὑψηλῷ. |
Δευτ. 9,29 |
Αλλά αυτοί είναι ιδικός σου λαός, ιδική σου κληρονομία αυτοί, τους οποίους έβγαλες από την χώραν της Αιγύπτου με την μεγάλην σου ισχύν, με την παντοδύναμον δεξιάν σου, με την μεγαλοπρεπή δύναμίν σου. |
|
Κεφάλαιο 10ο |
Δευτ. 10,1 |
Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ εἶπε Κύριος πρός με· λάξευσον σεαυτῷ δύο πλάκας λιθίνας, ὥσπερ τὰς πρώτας, καὶ ἀνάβηθι πρός με εἰς τὸ ὄρος· καὶ ποιήσεις σεαυτῷ κιβωτὸν ξυλίνην· |
Δευτ. 10,1 |
Κατ' εκείνον τον καιρόν μου είπεν ο Κυριος· Πελέκησε συ ο ίδιος δύο λιθίνας πλάκας, όπως ήσαν αι δύο προηγούμεναι, και ανέβα στο όρος, προς εμέ. Επίσης συ ο ίδιος να κατασκευάσης και ένα ξύλινο κιβώτιον. |
|
Δευτ. 10,2 |
καὶ γράψεις ἐπὶ τὰς πλάκας τὰ ῥήματα, ἃ ἦν ἐν ταῖς πλαξὶ ταῖς πρώταις, ἃς συνέτριψας, καὶ ἐμβαλεῖς αὐτὰς εἰς τὴν κιβωτόν. |
Δευτ. 10,2 |
Θα γράψης εις τας λιθίνας αυτάς πλάκας τας εντολάς, αι οποίαι ήσαν χαραγμέναι εις τας δύο προηγουμένας πλάκας, που συνέτριψες, και θα τοποθετήσης αυτάς στο κιβώτιον, την Κιβωτόν του Μαρτυρίου. |
|
Δευτ. 10,3 |
καὶ ἐποίησα κιβωτὸν ἐκ ξύλων ἀσήπτων καί ἐλάξευσα τὰς πλάκας λιθίνας, ὡς αἱ πρῶται· καὶ ἀνέβην εἰς τὸ ὄρος καὶ αἱ δύο πλάκες ἐπὶ ταῖς χερσί μου. |
Δευτ. 10,3 |
Εκαμα όπως μου είπεν ο Θεός. Κατεσκεύασα την κιβωτόν από ξύλα που δεν σήπονται, επελέκησα τας δύο λιθίνας πλάκας, όπως ήσαν αι προηγούμεναι, και ανέβηκα στο όρος κρατών εις τας χείρας μου τας δύο πλάκας. |
|
Δευτ. 10,4 |
καὶ ἔγραψεν ἐπὶ τὰς πλάκας κατὰ τὴν γραφὴν τὴν πρώτην τοὺς δέκα λόγους, οὓς ἐλάλησε Κύριος πρὸς ὑμᾶς ἐν τῷ ὄρει ἐκ μέσου τοῦ πυρός, καὶ ἔδωκεν αὐτὰς Κύριος ἐμοί. |
Δευτ. 10,4 |
Ο δε Κυριος έγραψεν επάνω εις τας δύο αυτάς πλάκας, ο,τι είχε γράψει εις τας προηγουμένας, δηλαδή τον Δεκάλογον, τας δέκα εντολάς, τας οποίας είχεν είπει προς σας ο Κυριος στο όρος το Σινά μέσα από το πυρ. Αυτάς δε και μου τας έδωκεν. |
|
Δευτ. 10,5 |
καὶ ἐπιστρέψας κατέβην ἐκ τοῦ ὄρους καὶ ἐνέβαλον τὰς πλάκας εἰς τὴν κιβωτόν, ἣν ἐποίησα, καὶ ἦσαν ἐκεῖ, καθὰ ἐνετείλατό μοι Κύριος. |
Δευτ. 10,5 |
Εγώ επέστρεψα, κατέβηκα από το όρος και έβαλα τας πλάκας μέσα εις την κιβωτόν, την οποίαν είχα κατασκευάσει, έμειναν δε και μένουν αυταί εκεί, όπως με διέταξεν ο Κυριος. Επειτα, όπως ενθυμείσθε, |
|
Δευτ. 10,6 |
καὶ οἱ υἱοὶ Ἰσραὴλ ἀπῇραν ἐκ Βηρὼθ υἱῶν Ἰακὶμ Μισαδαΐ· ἐκεῖ ἀπέθανεν Ἀαρὼν καὶ ἐτάφη ἐκεῖ, καὶ ἱεράτευσεν Ἐλεάζαρ υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. |
Δευτ. 10,6 |
ανεχώρησαν οι Ισραηλίται από την Βηρώθ, την περιοχήν της φυλής Ιακίμ, και κατηυθύνθησαν προς Μισαδαΐ. Εκεί απέθανε και ετάφη ο Ααρών ο αρχιερεύς. Αντί δε του Ααρών έγινεν αρχιερεύς ο υιός του, ο Ελεάζαρ. |
|
Δευτ. 10,7 |
ἐκεῖθεν ἀπῇραν εἰς Γαδγὰδ καὶ ἀπὸ Γαδγὰδ εἰς Ἐτεβαθᾶ, γῆ χείμαῤῥοι ὑδάτων. |
Δευτ. 10,7 |
Από εκεί επροχώρησαν οι Ισραηλίται εις Γαδγάδ και από την περιοχήν Γαδγάδ εις την διεύθυνσιν Ετεβαθά, εις περιοχήν όπου υπάρχουν ύδατα και χείμαρροι. |
|
Δευτ. 10,8 |
ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ διέστειλε Κύριος τὴν φυλὴν τὴν Λευὶ αἴρειν τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου, παρεστάναι ἔναντι Κυρίου, λειτουργεῖν καὶ ἐπεύχεσθαι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. |
Δευτ. 10,8 |
Κατά την εποχήν δε εκείνην εξεχώρισεν ο Κυριος την φυλήν Λευί από τας αλλάς φυλάς και ώρισε να μεταφέρη αυτή την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, να παρίσταται ενώπιον του Κυρίου, να λειτουργή και εν τω ονόματι του Κυρίου, να ευλογή τον λαόν, όπως γίνεται μέχρι σήμερον. |
|
Δευτ. 10,9 |
διὰ τοῦτο οὐκ ἔστι τοῖς Λευίταις μερὶς καὶ κλῆρος ἐν τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ, καθότι εἶπεν αὐτῷ. |
Δευτ. 10,9 |
Δια τούτο δεν υπάρχει μερίδιον γης και κληρονομία στους Λευΐτας μεταξύ των άλλων Ισραηλιτών, διότι αυτός ο ίδιος ο Κυριος, είναι η κληρονομία της φυλής Λευϊ, όπως είπεν εις αυτήν. |
|
Δευτ. 10,10 |
κἀγὼ εἱστήκειν ἐν τῷ ὄρει τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ τεσσαράκοντα νύκτας, καὶ εἰσήκουσε Κύριος ἐμοῦ καὶ ἐν τῷ καιρῷ τούτῳ, καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ἐξολοθρεῦσαι ὑμᾶς. |
Δευτ. 10,10 |
Εγώ έμεινα στο όρος Σινά τεσσαράκοντα ημέρας και τεσσαράκοντα νύκτας και προσηυχόμην δια σας· και ο Κυριος ήκουσε την πρασευχήν μου κατά τον καιρόν εκείνον και δεν ηθέλησε να σας εξολοθρεύση. |
|
Δευτ. 10,11 |
καὶ εἶπε Κύριος πρός με· βάδιζε, ἄπαρον ἐναντίον τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ εἰσπορευέσθωσαν καὶ κληρονομήτωσαν τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν αὐτῶν δοῦναι αὐτοῖς. |
Δευτ. 10,11 |
Αλλά είπεν ο Κυριος προς εμέ· Πηγαινε, αναχώρησε ως αρχηγός και προπορευόμενος του λαού αυτού, και ας εισέλθουν οι Ισραηλίται, δια να κληρονομήσουν την χώραν, την οποίαν με όρκον στους προπάτοράς των υπεσχέθην εγώ να δώσω εις αυτούς. |
|
Δευτ. 10,12 |
Καὶ νῦν, Ἰσραήλ, τί Κύριος ὁ Θεός σου αἰτεῖται παρὰ σοῦ, ἀλλ᾿ ἢ φοβεῖσθαι Κύριον τὸν Θεόν σου καὶ πορεύεσθαι ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ καὶ ἀγαπᾶν αὐτὸν καὶ λατρεύειν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου, |
Δευτ. 10,12 |
Και τώρα, λαέ του Ισραήλ, τι άλλο ζητεί από σένα ο Θεός σου αντί όλων των ευεργεσιών του, ειμή μόνον να φοβήσαι τον Θεόν σου, να βαδίζης εις όλας τας οδούς αυτού, να αγαπάς και να λατρεύης Κυριον τον Θεόν σου, με όλην σου την καρδίαν και με όλην σου την ψυχήν, |
|
Δευτ. 10,13 |
φυλάσσεσθαι τάς ἐντολὰς Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου καὶ τὰ δικαιώματα αὐτοῦ, ὅσα ἐγὼ ἐντέλλομαί σοι σήμερον, ἵνα εὖ σοι ᾖ; |
Δευτ. 10,13 |
να τηρής τας εντολάς Κυρίου του Θεού σου και τους νόμους του, όσα εγώ σήμερον σε διατάσσω, δια να είσαι έτσι ευτυχής; |
|
Δευτ. 10,14 |
ἰδοὺ Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ, ἡ γῆ καὶ πάντα ὅσα ἐστὶν ἐν αὐτῇ· |
Δευτ. 10,14 |
Ιδού ο ουρανός και ο υπεράνω του γηΐνου ουρανού έναστρος ουρανός, η γη και όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν, ανήκουν στον Κυριον και Θεόν σου. |
|
Δευτ. 10,15 |
πλὴν τοὺς πατέρας ὑμῶν προείλετο Κύριος ἀγαπᾶν αὐτούς, καὶ ἐξελέξατο τὸ σπέρμα αὐτῶν μετ᾿ αὐτοὺς ὑμᾶς παρὰ πάντα τὰ ἔθνη κατὰ τὴν ἡμέραν ταύτην. |
Δευτ. 10,15 |
Εν τούτοις από όλους τους εν τη γη λαούς εξέλεξεν ο Κυριος τους προγόνους σας να τους αγαπά και τους προστατεύη ιδιαιτέρως και έπειτα από αυτούς εξέλεξε τους απογόνους των, δηλαδή σας, ανάμεσα από όλα τα έθνη κατά τους χρόνους τούτους. |
|
Δευτ. 10,16 |
καὶ περιτεμεῖσθε τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν καὶ τὸν τράχηλον ὑμῶν οὐ σκληρυνεῖτε ἔτι· |
Δευτ. 10,16 |
Απέναντι λοιπόν των δωρεών αυτών του Θεού πρέπει και σεις να περικόψετε και να πετάξετε από επάνω σας την σκληρότητα και ανυπακοήν της καρδίας σας και να μη κρατήτε σκληρόν και άκαμπτον τον τράχηλόν σας απέναντι των εντολών του Κυρίου. |
|
Δευτ. 10,17 |
ὁ γὰρ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν οὗτος Θεὸς τῶν θεῶν καὶ Κύριος τῶν κυρίων, ὁ Θεὸς ὁ μέγας· καὶ ἰσχυρὸς καὶ φοβερός, ὅστις οὐ θαυμάζει πρόσωπον, οὐδ᾿ οὐ μὴ λάβῃ δῶρον, |
Δευτ. 10,17 |
Διότι Κυριος ο Θεός σας, αυτός είναι ο αληθινός Θεός, Θεός των θεών και Κυριος των κυρίων, ο Θεός ο μέγας, ο ισχυρός και φοβερός, ο οποίος δεν καταπλήσσεται από πρόσωπα, όσον έξοχα και αν είναι αυτά, και δεν θα δελεασθή με δώρα, ώστε να μη κρίνη δικαίως. |
|
Δευτ. 10,18 |
ποιῶν κρίσιν προσηλύτῳ καὶ ὀρφανῷ καὶ χήρᾳ, καὶ ἀγαπᾷ τὸν προσήλυτον δοῦναι αὐτῷ ἄρτον καὶ ἱμάτιον. |
Δευτ. 10,18 |
Είναι Θεός δίκαιος, ο οποίος κρίνει δικαίως και αποδίδει το δίκαιον στον ξένον, στο ορφανόν, εις την χήραν, και αγαπά τον ξένον, ώστε να δίδη και εις αυτόν άρτον και ένδυμα. |
|
Δευτ. 10,19 |
καὶ ἀγαπήσετε τὸν προσήλυτον· προσήλυτοι γὰρ ἦτε ἐν γῇ Αἰγύπτῳ. |
Δευτ. 10,19 |
Και σεις πρέπει να αγαπήσετε τον ξένον, διότι κάποτε, εκεί εις την Αίγυπτον, υπήρξατε και σεις ξένοι. |
|
Δευτ. 10,20 |
Κύριον τὸν Θεόν σου φοβηθήσῃ καὶ αὐτῷ λατρεύσεις καὶ πρὸς αὐτὸν κολληθήσῃ καὶ ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ὀμῇ· |
Δευτ. 10,20 |
Κυριον τον Θεόν σου μόνον αυτόν να φοβήσαι και αυτόν να λατρεύης και εις αυτόν θα προσκολληθής και στο όνομα αυτού θα ορκίζεσαι. |
|
Δευτ. 10,21 |
οὗτος καύχημά σου καὶ οὗτος Θεός σου, ὅστις ἐποίησεν ἐν σοὶ τὰ μεγάλα καὶ τὰ ἔνδοξα ταῦτα, ἃ εἴδοσαν οἱ ὀφθαλμοί σου. |
Δευτ. 10,21 |
Αυτός ο Θεός σου θα είναι το καύχημά σου, ο οποίος επραγματοποίησεν εις σε τα μεγάλα και ένδοξα αυτά, τα οποία είδον τα μάτια σου. |
|
Δευτ. 10,22 |
ἐν ἑβδομήκοντα ψυχαῖς κατέβησαν οἱ πατέρες σου εἰς Αἴγυπτον, νυνὶ δὲ ἐποίησέ σε Κύριος ὁ Θεός σου ὡσεὶ τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῷ πλήθει. |
Δευτ. 10,22 |
Ενθυμήσου, ότι εβδομήκοντα ήσαν όλοι-όλοι οι, πρόγονοί σου, ο Ιακώβ με τους απογόνους του, οι οποίοι κατέβησαν από την Χαναάν εις την Αίγυπτον. Τωρα δε ο Κυριος σας επλήθυνε τόσον πολύ, ώστε κατά τον αριθμόν να είσθε όσα είναι τα άστρα του ουρανού. |
|
Κεφάλαιο 11ο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου