Κεφάλαιο 1ο |
Θ. Ιερ. 1,1 |
Πῶς ἐκάθισε μόνη ἡ πόλις ἡ πεπληθυμμένη λαῶν; ἐγενήθη ὡς χήρα πεπληθυμμένη ἐν ἔθνεσιν, ἄρχουσα ἐν χώραις ἐγενήθη εἰς φόρον. |
Θ. Ιερ. 1,1 |
Πως απέμεινε μόνη, έρημος από κατοίκους η πόλις, η οποία άλλοτε ήτο γεμάτη από λαούς; Εγινεν ωσάν απωρφανισμένη χήρα αυτή, που ήτο άλλοτε πολυάνθρωπος, μεταξύ όλων των εθνών. Πως η αρχόντισσα ανάμεσα εις τας χώρας της γης έγινε τώρα φόρου υποτελής! |
|
Θ. Ιερ. 1,2 |
Κλαίουσα ἔκλαυσεν ἐν νυκτί, καὶ τὰ δάκρυα αὐτῆς ἐπὶ τῶν σιαγόνων αὐτῆς, καὶ οὐχ ὑπάρχει ὁ παρακαλῶν αὐτὴν ἀπὸ πάντων τῶν ἀγαπώντων αὐτήν· πάντες οἱ φιλοῦντες αὐτὴν ἠθέτησαν ἐν αὐτῇ, ἐγένοντο αὐτῇ εἰς ἐχθρούς. |
Θ. Ιερ. 1,2 |
Πικρώς έκλαυσε και κλαίει κατά την νύκτα. Τα δάκρυά της ρέουν εις τας παρειάς της. Δεν υπάρχει κανείς από εκείνους, οι οποίοι άλλοτε την αγαπούσαν να την παρηγορή! Ολοι εκείνοι που την αγαπούσαν, την ηρνήθησαν και την επρόδωσαν. Εγιναν εχθροί της. |
|
Θ. Ιερ. 1,3 |
Μετῳκίσθη Ἰουδαία ἀπὸ ταπεινώσεως αὐτῆς καὶ ἀπὸ πλήθους δουλείας αὐτῆς· ἐκάθισεν ἐν ἔθνεσιν, οὐχ εὗρεν ἀνάπαυσιν· πάντες οἱ καταδιώκοντες αὐτὴν κατέλαβον αὐτὴν ἀναμέσον τῶν θλιβόντων. |
Θ. Ιερ. 1,3 |
Τα πλήθη των Ιουδαίων έπειτα από την συντριβήν και τον εξευτελισμόν των, έπειτα από την σκληράν δουλείαν των, μετεφέρθησαν εξόριστοι εις ξένας περιοχάς. Παραμένουν μεταξύ των εθνών διεσκορπισμένοι, χωρίς να ευρίσκουν εκεί ανάπαυσιν. Ολοι όσοι τους εμισούσαν και τους κατεδίωκαν, τους κατέφθασαν, δια να προσθέσουν πόνον στον πόνον των, εν μέσω ανθρώπων, οι οποίοι τους θλίβουν. |
|
Θ. Ιερ. 1,4 |
Ὁδοὶ Σιὼν πενθοῦσι παρὰ τὸ μὴ εἶναι ἐρχομένους ἐν ἑορτῇ· πᾶσαι αἱ πύλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι, οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἀναστενάζουσιν, αἱ παρθένοι αὐτῆς ἀγόμεναι, καὶ αὐτὴ πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ. |
Θ. Ιερ. 1,4 |
Οι δρόμοι της Σιών πενθούν, διότι δεν υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι να έρχωνται στον ναόν κατά τας εορτάς. Ολαι αι πύλαι αυτής έχουν καταστροφή. Οι ιερείς της αναστενάζουν, αι παρθένοι της σύρονται εις αιχμαλωσίαν και εξευτελισμόν, και η ιδία μένει εγκαταλελειμμένη εις την μεγάλην της πικρίαν. |
|
Θ. Ιερ. 1,5 |
Ἐγένοντο οἱ θλίβοντες αὐτὴν εἰς κεφαλήν, καὶ οἱ ἐχθροὶ αὐτῆς εὐθηνοῦσαν, ὅτι Κύριος ἐταπείνωσεν αὐτὴν ἐπὶ τὸ πλῆθος τῶν ἀσεβειῶν αὐτῆς· τὰ νήπια αὐτῆς ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ κατὰ πρόσωπον θλίβοντος. |
Θ. Ιερ. 1,5 |
Αυτοί που την καταδυναστεύουν και την θλίβουν έγιναν ισχυρότεροί της. Οι εχθροί της θριαμβεύουν και ευημερούν. Και τούτο, διότι ο Κυριος την εταπείνωσεν, εξ αιτίας των πολυαρίθμων αδικιών της. Και αυτά ακόμη τα νήπιά της εβάδισαν τον δρόμον της αιχμαλωσίας ενώπιον εκείνων, που την καταθλίβουν. |
|
Θ. Ιερ. 1,6 |
Καὶ ἐξῄρθη ἐκ θυγατρὸς Σιὼν πᾶσα ἡ εὐπρέπεια αὐτῆς· ἐγένοντο οἱ ἄρχοντες αὐτῆς ὡς κριοὶ οὐχ εὑρίσκοντες νομὴν καὶ ἐπορεύοντο ἐν οὐκ ἰσχύϊ κατὰ πρόσωπον διώκοντος. |
Θ. Ιερ. 1,6 |
Αφῃρέθη και εχάθη πλέον από την θυγατέρα Σιών όλη η μεγαλοπρέπειά της. Οι άρχοντες της έγιναν ωσάν τα κριάρια, τα οποία δεν ευρίσκουν βοσκήν. Περιπατούν εξηντλημένοι εμπρός από αυτούς, που τους καταδιώκουν. |
|
Θ. Ιερ. 1,7 |
Ἐμνήσθη Ἱερουσαλὴμ ἡμερῶν ταπεινώσεως αὐτῆς καὶ ἀπωσμῶν αὐτῆς· πάντα τὰ ἐπιθυμήματα αὐτῆς, ὅσα ἦν ἐξ ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐν τῷ πεσεῖν τὸν λαὸν αὐτῆς εἰς χεῖρας θλίβοντος καὶ οὐκ ἦν ὁ βοηθῶν αὐτῇ, ἰδόντες οἱ ἐχθροὶ αὐτῆς ἐγέλασαν ἐπὶ μετοικεσίᾳ αὐτῆς. |
Θ. Ιερ. 1,7 |
Ενεθυμήθη η Ιερουσαλήμ τας ημέρας του εξευτελισμού και των απωθήσεών της. Ολα τα ωραία και επιθυμητά πράγματα, τα οποία αυτή κατείχεν από αρχαίων ημερών, περιήλθαν εις χείρας των εχθρών της, όταν ηττήθη και έπεσε συντριμμένος ο λαός της εις τα χέρια των τυράννων της. Και δεν υπήρχεν άνθρωπος, να την βοηθήση. Οι δε εχθροί της ιδόντες την συντριβήν και τον εξευτελισμόν της εγέλασαν με χαιρεκακίαν δια την αιχμαλωσίαν και την εξορίαν των κατοίκων της. |
|
Θ. Ιερ. 1,8 |
Ἁμαρτίαν ἥμαρτεν Ἰερουσαλήμ, διὰ τοῦτο εἰς σάλον ἐγένετο· πάντες οἱ δοξάζοντες αὐτὴν ἐταπείνωσαν αὐτήν, εἶδον γὰρ τὴν ἀσχημοσύνην αὐτῆς, καί γε αὐτὴ στενάζουσα καὶ ἀπεστράφη ὀπίσω. |
Θ. Ιερ. 1,8 |
Βαρύτατα ημάρτησεν η Ιερουσαλήμ. Δια τούτο και περιέπεσεν εις αυτόν τον συγκλονισμόν και την αναταραχην. Ολοι όσοι προηγουμένως την ετιμούσαν και την εδόξαζαν, την κατεφρόνησαν. Είδαν γυμνήν την ταπείνωσιν και τον εξευτελισμόν της. Και αυτή η ίδια στενάζει και στρέφει το πρόσωπόν της αλλού, δια να μη αντικρυση τα περιφρονητικά βλέμματα. |
|
Θ. Ιερ. 1,9 |
Ἀκαθαρσία αὐτῆς πρὸς ποδῶν αὐτῆς, οὐκ ἐμνήσθη ἔσχατα αὐτῆς· καὶ κατεβίβασεν ὑπέρογκα, οὐκ ἔστιν ὁ παρακαλῶν αὐτήν· ἰδέ, Κύριε, τὴν ταπείνωσίν μου, ὅτι ἐμεγαλύνθη ὁ ἐχθρός. |
Θ. Ιερ. 1,9 |
Ο ρύπος της έφθασεν έως εις τα πόδια της. Δεν ενεθυμήθη καθόλου το τέλος της. Κατέπεσεν εις βάθος, δεν υπάρχει κανείς να την παρηγόρηση. Συ, Κυριε, ιδέ την αθλίαν μου κατάστασιν, διότι ο εχθρός αλαζονεύεται και θριαμβεύει εναντίον μου. |
|
Θ. Ιερ. 1,10 |
Χεῖρα αὐτοῦ ἐξεπέτασε θλίβων ἐπὶ πάντα τὰ ἐπιθυμήματα αὐτῆς· εἶδε γὰρ ἔθνη εἰσελθόντα εἰς τὸ ἁγίασμα αὐτῆς, ἃ ἐνετείλω μὴ εἰσελθεῖν αὐτὰ εἰς ἐκκλησίαν σου. |
Θ. Ιερ. 1,10 |
Ο σκληρός δυνάστης άπλωσε τα χέρια του εις όλα τα πολύτιμα αυτής πράγματα. Είδεν η Ιερουσαλήμ ειδωλολάτρας να εισέρχονται στον άγιον ναόν, δια τον οποίον συ είχες δώσει εντολήν να μη εισέλθη κανείς από τους ειδωλολάτρας, ούτε καν εις τας συγκεντρώσστου λαού σου. |
|
Θ. Ιερ. 1,11 |
Πᾶς ὁ λαὸς αὐτῆς καταστενάζοντες, ζητοῦντες ἄρτον, ἔδωκαν τὰ ἐπιθυμήματα αὐτῆς ἐν βρώσει τοῦ ἐπιστρέψαι ψυχήν· ἰδέ, Κύριε, καὶ ἐπίβλεψον, ὅτι ἐγενήθη ἠτιμωμένη. |
Θ. Ιερ. 1,11 |
Ολος ο λαός της Ιερουσαλήμ αναστενάζει κάτω από το βάρος της θλίψεως. Ζητούν να εύρουν άρτον. Εδωκαν τα πολύτιμα αυτών αντικείμενα, εις εύρεσιν ολίγης τροφής προς συντήρησιν της ζωής των. Ιδε, Κυριε, ρίψε το βλέμμα σου, διότι η Σιών είναι εξευτελισμένη και καταφρονεμένη. |
|
Θ. Ιερ. 1,12 |
Οἱ πρὸς ὑμᾶς πάντες παραπορευόμενοι ὁδόν, ἐπιστρέψατε καὶ ἴδετε εἰ ἔστιν ἄλγος κατὰ τὸ ἄλγος μου, ὃ ἐγενήθη· φθεγξάμενος ἐν ἐμοὶ ἐταπείνωσέ με Κύριος ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ. |
Θ. Ιερ. 1,12 |
Σεις, οι οποίοι διέρχεσθε κοντά μου, ρίψατε ένα βλέμμα, ίδετε εάν υπάρχη αλλού τόσος πόνος, όσος είναι ο ιδικός μου ! Και ο πόνος αυτός έπεσεν επάνω μου, όταν ο Κυριος κατά την ημέραν της οργής και του θυμού του ωμίλησεν εναντίον μου και με εταπείνωσεν. |
|
Θ. Ιερ. 1,13 |
Ἐξ ὕψους αὐτοῦ ἀπέστειλε πῦρ, ἐν τοῖς ὀστέοις μου κατήγαγεν αὐτό· διεπέτασε δίκτυον τοῖς ποσί μου, ἀπέστρεψέ με εἰς τὰ ὀπίσω, ἔδωκέ με ἠφανισμένην, ὅλην τὴν ἡμέραν ὠδυνωμένην. |
Θ. Ιερ. 1,13 |
Από το ύψος του ουρανίου θρόνου του έρριψε πυρ, το έβαλε μέσα εις τα κόκκαλά μου. Απλωσε δίκτυον εις τα πόδιά μου, με ανέτρεψε, με παρέδωσεν εις όλεθρον και εξαφανισμόν. Ολην την ημέραν μέ έκαμε να υποφέρω και να οδυνώμαι. |
|
Θ. Ιερ. 1,14 |
Ἐγρηγορήθη ἐπὶ τὰ ἀσεβήματά μου· ἐν χερσί μου συνεπλάκησαν, ἀνέβησαν ἐπὶ τὸν τράχηλόν μου· ἠσθένησεν ἡ ἰσχύς μου, ὅτι ἔδωκε Κύριος ἐν χερσί μου ὀδύνας, οὐ δυνήσομαι στῆναι. |
Θ. Ιερ. 1,14 |
Παρηκολούθησεν άγρυπνος τας ασεβείας μου. Αυταί περιεπλάκησαν εις τα χέρια μου, ανεβησαν έως επάνω στον τράχηλόν μου, με κατεβάρυναν και με κατεπόντισαν. Η δύναμίς μου εξησθένησε, διότι ο Κυριος έδωσεν εις τα χέρια μου πόνους δυνατούς. Δεν ημπορώ πλέον να σταθώ εις τα πόδια μου ! |
|
Θ. Ιερ. 1,15 |
Ἐξῆρε πάντας τοὺς ἰσχυρούς μου ὁ Κύριος ἐκ μέσου μου, ἐκάλεσεν ἐπ᾿ ἐμὲ καιρὸν τοῦ συντρίψαι ἐκλεκτούς μου· ληνὸν ἐπάτησε Κύριος παρθένῳ θυγατρὶ Ἰούδα, ἐπὶ τούτοις ἐγὼ κλαίω. |
Θ. Ιερ. 1,15 |
Αφήρεσε και απέρριψεν ο Κυριος εκ μέσου μου όλους τους υπερασπιστάς μου. Ωρισεν εναντίον μου καιρόν εις συντριβήν των εκλεκτών μου ανθρώπων. Ο Κυριος επάτησεν υπό τους πόδας του εις, τον ληνόν εμέ, την παρθένον, θυγατέρα του Ιούδα· και εγώ κλαίω δι' όλα αυτά ! |
|
Θ. Ιερ. 1,16 |
Ὁ ὀφθαλμός μου κατήγαγεν ὕδωρ, ὅτι ἐμακρύνθη ἀπ᾿ ἐμοῦ ὁ παρακαλῶν με, ὁ ἐπιστρέφων ψυχήν μου· ἐγένοντο οἱ υἱοί μου ἠφανισμένοι, ὅτι ἐκραταιώθη ὁ ἐχθρός. |
Θ. Ιερ. 1,16 |
Τα μάτια μου χύνουν δάκρυα ωσάν το νερό της πηγής, διότι έχει απομακρυνθη από εμέ ο Κυριος της παρηγορίας μου, ο μόνος ικανός να επαναφέρη και στήριξη την ζωήν μου. Τα παιδιά μου έχουν πλέον εξαφανισθή, διότι ο εχθρός υπερίσχυσεν εναντίον μου. |
|
Θ. Ιερ. 1,17 |
Διεπέτασε Σιὼν χεῖρας αὐτῆς, οὐκ ἔστιν ὁ παρακαλῶν αὐτήν· ἐνετείλατο Κύριος τῷ Ἰακώβ, κύκλῳ αὐτοῦ οἱ θλίβοντες αὐτόν, ἐγενήθη Ἱερουσαλὴμ εἰς ἀποκαθημένην ἀναμέσον αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 1,17 |
Απλωσε τα χέρια της η Σιών ζητούσα βοήθειαν και δεν υπάρχει κανείς να την παρηγόρηση και να την βοηθήση. Εδωσεν εντολάς ο Κυριος στον Ιακώβ, εξέφερεν απειλάς. Και ιδού ότι οι καταδυναστεύοντες αυτόν τον περιεκύκλωσαν. Η Ιερουσαλήμ έγινεν ακάθαρτος ανάμεσα εις αυτούς, ώσαν την αποκαθημένην γυναίκα. |
|
Θ. Ιερ. 1,18 |
Δίκαιός ἐστι Κύριος, ὅτι τὸ στόμα αὐτοῦ παρεπίκραναν· ἀκούσατε δή, πάντες οἱ λαοί, καὶ ἴδετε τὸ ἄλγος μου· παρθένοι μου καὶ νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ. |
Θ. Ιερ. 1,18 |
Δικαιος είναι ο Κυριος, διότι ο λαός του τον παρεπίκρανεν, επειδή δεν υπήκουσεν εις τα λόγια του στόματός του. Ακούσατε, λοιπόν, όλοι οι λαοί, ιδέτε την οδύνην μου. Αι παρθένοι μου και οι νέοι μου άνδρες απήχθησαν εις αιχμαλωσίαν. |
|
Θ. Ιερ. 1,19 |
Ἐκάλεσα τοὺς ἐραστάς μου, αὐτοὶ δὲ παρελογίσαντό με· οἱ ἱερεῖς μου καὶ οἱ πρεσβύτεροί μου ἐν τῇ πόλει ἐξέλιπον, ὅτι ἐζήτησαν βρῶσιν αὐτοῖς, ἵνα ἐπιστρέψωσι ψυχὰς αὐτῶν, καὶ οὐχ εὗρον. |
Θ. Ιερ. 1,19 |
Προσεκάλεσα τους άλλοτε φίλους μου, αλλά αυτοί με εγέλασαν και με επρόδωσαν. Οι ιερείς μου και οι πρεσβύτεροί μου έλειψαν πλέον από την πόλιν, διότι περιέρχονται αναζητούντες τροφάς δια τον εαυτόν των, δια να διατηρήσουν την ζωήν των, και δεν ευρίσκουν. |
|
Θ. Ιερ. 1,20 |
Ἰδέ, Κύριε, ὅτι θλίβομαι· ἡ κοιλία μου ἐταράχθη, καὶ ἡ καρδία μου ἐστράφη ἐν ἐμοί, ὅτι παραπικραίνουσα παρεπικράνθην· ἔξωθεν ἠτέκνωσέ με μάχαιρα ὥσπερ θάνατος ἐν οἴκῳ. |
Θ. Ιερ. 1,20 |
Ιδέ, Κυριε, ότι θλίβομαι. Τα σπλάγχνα μου εταράχθησαν. Η καρδία μου ανεστατώθη εντός μου, διότι εγώ με το να παραπικράνω σε επικράνθην πολύ και η ίδια. Απ' έξω με εστέρησεν από τα τέκνα μου η εχθρική μάχαιρα, όπως εις τας οικίας η θανατηφόρος νόσος. |
|
Θ. Ιερ. 1,21 |
Ἀκούσατε δή, ὅτι στενάζω ἐγώ, οὐκ ἔστιν ὁ παρακαλῶν με· πάντες οἱ ἐχθροί μου ἤκουσαν τὰ κακά μου καὶ ἐχάρησαν, ὅτι σὺ ἐποίησας· ἐπήγαγες ἡμέραν, ἐκάλεσας καιρόν, ἐγένοντο ὅμοιοι ἐμοί. |
Θ. Ιερ. 1,21 |
Ακούσατε, λοιπόν, ότι εγώ στενάζω συνεχώς και δεν υπάρχει κανείς να με παρηγορήση. Ολοι οι εχθροί μου επληροφορήθησαν τας συμφοράς μου και εχάρησαν, διότι συ απέστειλες αυτάς εναντίον μου. Φέρε, Κυριε, εναντίον αυτών την ημέραν της δικαίας σου οργής. Ορισε τον κατάλληλον προς τούτο καιρόν, δια να γίνουν και αυτοί όμοιοι με εμέ ως προς την θλίψιν και τον πόνον. |
|
Θ. Ιερ. 1,22 |
Εἰσέλθοι πᾶσα ἡ κακία αὐτῶν κατὰ πρόσωπόν σου, καὶ ἐπιφύλλισον αὐτοῖς, ὃν τρόπον ἐποίησαν ἐπιφυλλίδα περὶ πάντων τῶν ἁμαρτημάτων μου, ὅτι πολλοὶ οἱ στεναγμοί μου, καὶ καρδία μου λυπεῖται. |
Θ. Ιερ. 1,22 |
Ας παρουσιασθή και ας απακαλυφθή ενώπιόν σου όλη η κακία των. Τρύγησέ τους, όπως αυτοί ετρύγησαν εμέ εξ αιτίας των αμαρτιών μου. Πράξε εις αυτούς ο,τι και εις εμέ, διότι οι στεναγμοί μου είναι πολλοί και η καρδία μου βαρύνεται συνεχώς από την λύπην και τον πόνον. |
|
Κεφάλαιο 2ο |
Θ. Ιερ. 2,1 |
Πῶς ἐγνόφωσεν ἐν ὀργῇ αὐτοῦ Κύριος τὴν θυγατέρα Σιών; κατέῤῥιψεν ἐξ οὐρανοῦ εἰς γῆν δόξασμα Ἰσραήλ, καὶ οὐκ ἐμνήσθη ὑποποδίου ποδῶν αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς αὐτοῦ. |
Θ. Ιερ. 2,1 |
Πως εν τη δικαία του οργή ο Κυριος εβύθισεν στο σκότος την θυγατέρα του Σιών; Ερριψε και εκρήμνισε την δόξαν του Ισραήλ από τον ουρανόν κάτω στο χώμα! Κατά την ημέραν της οργής του δεν ενεθυμήθη τον ισραηλιτικόν λαόν, τον οποίον άλλοτε είχεν ονομάσει υποπόδιον των ποδών του. |
|
Θ. Ιερ. 2,2 |
Κατεπόντισε Κύριος οὐ φεισάμενος πάντα τὰ ὡραῖα Ἰακώβ, καθεῖλεν ἐν θυμῷ αὐτοῦ τὰ ὀχυρώματα τῆς θυγατρὸς Ἰούδα, ἐκόλλησεν εἰς τὴν γῆν, ἐβεβήλωσε βασιλέα αὐτῆς καὶ ἄρχοντας αὐτῆς. |
Θ. Ιερ. 2,2 |
Ο Κυριος κατεπόντισε, χωρίς ευσπλαγχνίαν και οίκτον, όλα τα ωραία των απογόνων του Ιακώβ. Επάνω στον δίκαιον θυμόν του εκρήμνισε τα οχυρώματα της Σιών, τα έρριψε και τα εκόλλησεν εις την γην. Βεβήλους και μολυσμένους κατέστησε τον βασιλέα της και τους άρχοντάς της. |
|
Θ. Ιερ. 2,3 |
Συνέκλασεν ἐν ὀργῇ θυμοῦ αὐτοῦ πᾶν κέρας Ἰσραήλ, ἀπέστρεψεν ὀπίσω δεξιὰν αὐτοῦ ἀπὸ προσώπου ἐχθροῦ καὶ ἀνῆψεν ἐν Ἰακὼβ ὡς πῦρ φλόγα, καὶ κατέφαγε πάντα τὰ κύκλῳ. |
Θ. Ιερ. 2,3 |
Επάνω εις την εκρηξιν της δικαίας του οργής κατέκοψε και συνέτριψεν ο Κυριος όλην την δύναμιν του ισραηλιτικού λαού. Απέσυρεν εις τα οπίσω άπρακτον και ανενέργητον την παντοδύναμον δεξιάν του ενώπιον του εχθρού, που επήρχετο κατά του Ισραήλ. Ηναψε μεγάλην φλόγα καταστροφής στον Ιακώβ, η οποία και κατέφαγεν όλην την περιοχήν. |
|
Θ. Ιερ. 2,4 |
Ἐνέτεινε τόξον αὐτοῦ ὡς ἐχθρός, ἐστερέωσε δεξιὰν αὐτοῦ ὡς ὑπεναντίος καὶ ἀπέκτεινε πάντα τὰ ἐπιθυμήματα τῶν ὀφθαλμῶν μου ἐν σκηνῇ θυγατρὸς Σιών, ἐξέχεεν ὡς πῦρ τὸν θυμὸν αὐτοῦ. |
Θ. Ιερ. 2,4 |
'Ετεντωσεν ο Κυριος το τόξον του εναντίον του ισραηλιτικού λαού, ως εάν ήτο εχθρός του. Κατηύθυνε σταθερά την δεξιάν του εναντίον αυτού ωσάν εις αντιθέτόν του. Εθανάτωσεν όλα τα αγαπητά μου πρόσωπα εις την κατοικίαν της θυγατρός Σιών. Εξέχυσε τυν θυμόν του ως καταστρεπτικόν πυρ. |
|
Θ. Ιερ. 2,5 |
Ἐγενήθη Κύριος ὡς ἐχθρός, κατεπόντισεν Ἰσραήλ, κατεπόντισε πάσας τὰς βάρεις αὐτῆς, διέφθειρε τὰ ὀχυρώματα αὐτοῦ καὶ ἐπλήθυνε τῇ θυγατρὶ Ἰούδα ταπεινουμένην καὶ τεταπεινωμένην. |
Θ. Ιερ. 2,5 |
Ωσάν εχθρός έγινεν ο Κυριος· κατεπόντισεν εις απύθμενον βάθος τον ισραηλιτικόν λαόν. Κατέστρεψε τα πολύτιμα ανάκτορά του, εκρήμνισε και εξηφάνισε τα οχυρά του τείχη, επολλαπλασάασε τας συμφοράς εναντίον της Ιερουσαλήμ, η οποία εταπεινώθη και ταπεινώνεται συνεχώς. |
|
Θ. Ιερ. 2,6 |
Καὶ διεπέτασεν ὡς ἄμπελον τὸ σκήνωμα αὐτοῦ, διέφθειρεν ἑορτὴν αὐτοῦ· ἐπελάθετο Κύριος ἃ ἐποίησεν ἐν Σιὼν ἑορτῆς καὶ σαββάτου καὶ παρώξυνεν ἐμβριμήματι ὀργῆς αὐτοῦ βασιλέα καὶ ἱερέα καὶ ἄρχοντα. |
Θ. Ιερ. 2,6 |
Ωσάν φραγμόν εγκαταλελειμμένης αμπέλου εκρήμνισεν ο Κυριος το σκήνωμά του. Κατήργησε κάθε εορτήν του εις την Ιερουσαλήμ, ελησμόνησεν ο Κυριος, όσα θαυμαστά άλλοτε είχε κάμει εις την Σιών, τας εορτασίμους ημέρας και την αργίαν του Σαββάτου. Απερριψεν στον βρασμόν της οργής του βασιλείς, ιερείς και άρχοντας. |
|
Θ. Ιερ. 2,7 |
Ἀπώσατο Κύριος θυσιαστήριον αὐτοῦ, ἀπετίναξεν ἁγίασμα αὐτοῦ, συνέτριψεν ἐν χειρὶ ἐχθροῦ τεῖχος βάρεων αὐτῆς· φωνὴν ἔδωκαν ἐν οἴκῳ Κυρίου ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς. |
Θ. Ιερ. 2,7 |
Αηδίασε και απώθησεν ο Κυριος το θυσιαστήριόν του. Απετίναξε τον άγιον ναόν του, συνέτριψε με τα χέρια των εχθρών του το τείχος μαζή με τας επάλξεις αυτού. Κραυγαί ηκούσθησαν στον ναόν του Κυρίου, όπως κατά τας ημέρας των εορτών, οχι όμως εόρτιοι. |
|
Θ. Ιερ. 2,8 |
Καὶ ἐπέστρεψε Κύριος τοῦ διαφθεῖραι τεῖχος θυγατρὸς Σιών· ἐξέτεινε μέτρον, οὐκ ἀπέστρεψε χεῖρα αὐτοῦ ἀπὸ καταπατήματος, καὶ ἐπένθησε τὸ προτείχισμα, καὶ τεῖχος ὁμοθυμαδὸν ἠσθένησεν. |
Θ. Ιερ. 2,8 |
Ο Κυριος επήλθε, δια να καταστρέψει τα τείχη της θυγατρός Σιών. Απλωσε το μέτρον του και δεν απέσυρε το χέρι του από το έργον της καταστροφής, μέχρις ότου το ωλοκλήρωσεν. Ετσι το εξωτερικόν τείχος κατεστραμμένον φαίνεται σαν να πενθή, και το εσωτερικόν τείχος συγχρόνως έχει εξασθενήσει και καταπέσει. |
|
Θ. Ιερ. 2,9 |
Ἐνεπάγησαν εἰς γῆν πύλαι αὐτῆς, ἀπώλεσε καὶ συνέτριψε μοχλοὺς αὐτῆς· βασιλέα αὐτῆς καὶ ἄρχοντα αὐτῆς ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐκ ἔστι νόμος, καί γε προφῆται αὐτῆς οὐκ εἶδον ὅρασιν παρὰ Κυρίου. |
Θ. Ιερ. 2,9 |
Αι πύλαι από τα τείχη έπεσαν και εχώθησαν εις την γην. Ο Κυριος κατέστρεψε και συνέτριψε τους μοχλούς των πυλών της πόλεως. Αιχμαλώτους εις τα διάφορα έθνη ωδήγησε τον βασιλέα της και τους άρχοντάς της. Δεν υπάρχει πλέον ο νόμος Κυρίου εις την Ιουδαίαν και οι προφήται της δεν βλέπουν οράματα στελλόμενα εκ μέρους του Κυρίου. |
|
Θ. Ιερ. 2,10 |
Ἐκάθισαν εἰς τὴν γῆν, ἐσιώπησαν πρεσβύτεροι θυγατρὸς Σιών, ἀνεβίβασαν χοῦν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτῶν, περιεζώσαντο σάκκους, κατήγαγον εἰς γῆν ἀρχηγοὺς παρθένους ἐν Ἱερουσαλήμ. |
Θ. Ιερ. 2,10 |
Εκάθισαν κάτω στο χώμα οι αιχμαλωτισθέντες· σιωπηλοί από το βάρος του πόνου έμειναν οι γεροντότεροι της κόρης μου, της Σιών. Ερριψαν χώμα επάνω εις την κεφαλήν των, εζώσθησαν τρίχινους σάκκους πένθους. Και αυταί αι διακρινόμεναι δια την ευγενή καταγωγήν και τον πλούτον των παρθένοι έπεσαν και εκυλίσθησαν στο έδαφος της Ιερουσαλήμ. |
|
Θ. Ιερ. 2,11 |
Ἐξέλιπον ἐν δάκρυσιν οἱ ὀφθαλμοί μου, ἐταράχθη ἡ καρδία μου, ἐξεχύθη εἰς τὴν γῆν ἡ δόξα μου ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου ἐν τῷ ἐκλείπειν νήπιον καὶ θηλάζοντα ἐν πλατείαις πόλεως. |
Θ. Ιερ. 2,11 |
Εσβησαν τα μάτια μου από τα πολλά δάκρυα, εταράχθη η καρδία μου, εκυλίσθη εις τυ χώμα η δόξα μου, εξ αιτίας της συντριβής της θυγατρός του λαού μου, όταν και τα νήπια άκομη και τα θηλάζοντα έσβηναν και ξεψυχούσαν από την πείναν εις τας πλατείας της πόλεως. |
|
Θ. Ιερ. 2,12 |
Ταῖς μητράσιν αὐτῶν εἶπαν· ποῦ σῖτος καὶ οἶνος; ἐν τῷ ἐκλύεσθαι αὐτοὺς ὡς τραυματίας ἐν πλατείαις πόλεως, ἐν τῷ ἐκχεῖσθαι ψυχὰς αὐτῶν εἰς κόλπον μητέρων αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 2,12 |
Εφώναζαν τα νήπια προς τας μητέρας των, “ψωμί”, “νερό”, όταν παρέλυον εις τας πλατείας από την πείναν, ωσάν τραυματίαι βαρέως πληγωμένοι· όταν έσβηναν και εξεψυχούσαν, εις την αγκάλην των μητέρων των. |
|
Θ. Ιερ. 2,13 |
Τί μαρτυρήσω σοι ἢ τί ὁμοιώσω σοι, θύγατερ Ἱερουσαλήμ; τίς σώσει σε καὶ παρακαλέσει σε, παρθένος θύγατερ Σιών; ὅτι ἐμεγαλύνθη ποτήριον συντριβῆς σου· τίς ἰάσεταί σε; |
Θ. Ιερ. 2,13 |
Με τι να σε παραβάλλω; Προς τι να σε παρομοιώσω, θυγάτηρ Ιερουσαλήμ; Ποιός είναι εις θέσιν να σε σώση και να σε παρηγόρηση, παρθένος θυγάτηρ Σιών; Διότι το ποτήριον της καταστροφής σου είναι βαθύ και πλατύ. Ποιός τάχα είναι εις θέσιν να σε θεραπεύση; |
|
Θ. Ιερ. 2,14 |
Προφῆταί σου εἴδοσάν σοι μάταια καὶ ἀφροσύνην καὶ οὐκ ἀπεκάλυψαν ἐπὶ τὴν ἀδικίαν σου τοῦ ἐπιστρέψαι αἰχμαλωσίαν σου, καὶ εἴδοσάν σοι λήμματα μάταια καὶ ἐξώσματα. |
Θ. Ιερ. 2,14 |
Οι ψευδοπροφήται σου είδαν και είπαν εις σε ανυπόστατα και ασύνετα. Δεν σου εφανέρωσαν τας αμαρτίας σου, ώστε να μετανοήσης και να προληφθή η αιχμαλωσία σου ! Είδαν και ανεκοίνωσαν εις σε απατηλάς οράσεις, ψευδείς και παραπλανητικάς. |
|
Θ. Ιερ. 2,15 |
Ἐκρότησαν ἐπὶ σὲ χεῖρας πάντες οἱ παραπορευόμενοι ὁδόν, ἐσύρισαν καὶ ἐκίνησαν τὴν κεφαλὴν αὐτῶν ἐπὶ τὴν θυγατέρα Ἱερουσαλήμ· αὕτη ἡ πόλις, ἐροῦσι, στέφανος εὐφροσύνης πάσης τῆς γῆς. |
Θ. Ιερ. 2,15 |
Ολοι όσοι διήρχοντο κοντά σου εχειροκροτούσαν με χαιρεκακίαν. Εβγαλαν σύριγμα ειρωνικόν από τα χείλη των, εκινούσαν χλευαστικώς την κεφαλήν των εις βάρος της θυγατρός Ιερουσαλήμ. “Αύτη είναι η πόλις, έλεγαν, η οποία ήτο άλλοτε ο στέφανος και η χαρά όλης της οικουμένης”! |
|
Θ. Ιερ. 2,16 |
Διήνοιξαν ἐπὶ σὲ στόμα αὐτῶν πάντες οἱ ἐχθροί σου, ἐσύρισαν καὶ ἔβρυξαν ὀδόντας, καὶ εἶπαν· κατεπίομεν αὐτήν, πλὴν αὕτη ἡ ἡμέρα, ἣν προσεδοκῶμεν, εὕρομεν αὐτήν, εἴδομεν. |
Θ. Ιερ. 2,16 |
Ολοι οι εχθροί σου ήνοιξαν διάπλατα το στόμα των εναντίον σου. Εσφύριζαν ειρωνικώς εις βάρος σου, έτριζαν τα δόντια των και είπαν· “την κατεπίομεν ! Αυτή ακριβώς είναι η ημέρα, την οποίαν επεριμέναμεν, την ευρήκαμεν και την είδαμεν”! |
|
Θ. Ιερ. 2,17 |
Ἐποίησε Κύριος ἃ ἐνεθυμήθη, συνετέλεσε ῥήματα αὐτοῦ, ἃ ἐνετείλατο ἐξ ἡμερῶν ἀρχαίων, καθεῖλε καί οὐκ ἐφείσατο, καὶ ηὔφρανεν ἐπὶ σὲ ἐχθρόν, ὕψωσε κέρας θλίβοντός σε. |
Θ. Ιερ. 2,17 |
Ο Κυριος επραγιματοποίησεν εκείνα, τα οποία είχε σκεφθή και αποφασίσει. Εξεπληρωσε τους λόγους, τους οποίους από αρχαιότατα χρόνια είχε προαναγγείλει. Εκρήμνισε τον λαόν του και δεν τον εσπλαγχνίσθη. Εκαμε τον εχθρόν σου να χαρή δια το κατάντημά σου. Υψωσε την δύναμιν εκείνων, οι οποίοι σε καταδυναστεύουν. |
|
Θ. Ιερ. 2,18 |
Ἐβόησε καρδία αὐτῶν πρὸς Κύριον· τείχη Σιών, καταγάγετε ὡς χειμάῤῥους δάκρυα ἡμέρας καὶ νυκτός· μὴ δῷς ἔκνηψιν σεαυτῇ, μὴ σιωπήσαιτο, θύγατερ, ὁ ὀφθαλμός σου. |
Θ. Ιερ. 2,18 |
Η καρδία των θλιβομένων κράζει προς τον Κυριον· Και σεις, κρημνισμένα τείχη της Σιών, χάσατε ημέραν και νύκτα άφθονα δάκρυα ώσαν χειμάρρους. Μη ηρεμήσης και ανάνήψης, θυγάτηρ μου Ιερουσαλήμ. Ο οφθαλμός σου ας μη παύση να χύνη δάκρυα. |
|
Θ. Ιερ. 2,19 |
Ἀνάστα, ἀγαλλίασαι ἐν νυκτὶ εἰς ἀρχὰς φυλακῆς σου, ἔκχεον ὡς ὕδωρ καρδίαν σου ἀπέναντι προσώπου Κυρίου, ἆρον πρὸς αὐτὸν χεῖράς σου περὶ ψυχῆς νηπίων σου τῶν ἐκλυομένων λιμῷ ἐπ᾿ ἀρχῆς πασῶν ἐξόδων. |
Θ. Ιερ. 2,19 |
Σηκω, κράξε, κατά την νύκτα, εις την αρχήν της νυκτός χύσε την καρδίαν σου, όπως χύνεται το νερό, ενώπιον του Κυρίου. Υψωσε προς αυτόν ικετευτικά τα χέρια σου, δια την ζωήν των νηπίων σου, τα οποία παραλύουν και πεθαίνουν από τον λιμόν εις τας γωνίας όλων των οδών. |
|
Θ. Ιερ. 2,20 |
Ἰδέ, Κύριε, καὶ ἐπίβλεψον τίνι ἐπεφύλλισας οὕτως· εἰ φάγονται γυναῖκες καρπὸν κοιλίας αὐτῶν; ἐπιφυλλίδα ἐποίησε μάγειρος· φονευθήσονται νήπια θηλάζοντα μαστούς; ἀποκτενεῖς ἐν ἁγιάσματι Κυρίου ἱερέα καὶ προφήτην; |
Θ. Ιερ. 2,20 |
Ριψε Ενα βλέμμα, Κυριε, και ιδέ ποίον εξεφύλλισες και ερήμωσες με τέτοιαν σκληρότητα. Εφθασαν, λοιπόν, αι γυναίκες μέχρι του σημείου να φάγουν τον καρπόν της κοιλίας των; Κρεοπώλαι και μάγειροι ετρύγησαν την πόλιν. Εσφάγησαν νήπια, ενώ ακόμη εθήλαζαν μαστούς. Εθανατώθησαν ιερείς και προφήται στον ναόν του Κυρίου ! |
|
Θ. Ιερ. 2,21 |
Ἐκοιμήθησαν εἰς τὴν ἔξοδον παιδάριον καὶ πρεσβύτης. παρθένοι μου καὶ νεανίσκοι μου ἐπορεύθησαν ἐν αἰχμαλωσίᾳ· ἐν ῥομφαίᾳ καὶ ἐν λιμῷ ἀπέκτεινας, ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς σου ἐμαγείρευσας, οὐκ ἐφείσω. |
Θ. Ιερ. 2,21 |
Μικρά παιδία και γέροντες εκοιμήθησαν τον αιώνιον ύπνον στους δρόμους της πόλεως. Αι παρθένοι μου και οι νέοι άνδρες ωδηγήθησαν βιαίως εις την αιχμαλωσίαν. Με την έχθρικην ρομφαίαν και με την πείναν τους εθανάτωσες. Κατά την μέραν της οργής σου ως ζώα προς σφαγήν τους παρέδωσες στους δημίους. Δεν τους ελυπήθης. |
|
Θ. Ιερ. 2,22 |
Ἐκάλεσεν ἡμέραν ἑορτῆς παροικίας μου κυκλόθεν, καὶ οὐκ ἐγένοντο ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς Κυρίου ἀνασῳζόμενος καὶ καταλελειμμένος, ὡς ἐπεκράτησα καὶ ἐπλήθυνα ἐχθρούς μου πάντας. |
Θ. Ιερ. 2,22 |
Οπως εις ημέραν εορτής εκαλούσες ολόγυρα τους προσκυνητάς, ετσι προσεκάλεσες τώρα την φρίκην και τον τρόμον. Κατά την τρομεράν ημέραν της οργής του Κυρίου κανείς δεν διεσώθη, κανείς δεν απέμενε. Αυτούς τους οποίους εκράττησα εις την αγκάλήν μου και τους ελίκνισα, αυτούς που ανέθρεψα και επλήθυνα, τους κατέκοψεν ο εχθρός μου. |
|
Κεφάλαιο 3ο |
Θ. Ιερ. 3,1 |
Ἐγὼ ἀνὴρ ὁ βλέπων πτωχείαν ἐν ῥάβδῳ θυμοῦ αὐτοῦ ἐπ᾿ ἐμέ· |
Θ. Ιερ. 3,1 |
Εγώ είμαι ενας άνθρωπος, ο οποίος εγνωριζα την αθλιότητα υπό τα κτυπήματα της οργής του Κυρίου. |
|
Θ. Ιερ. 3,2 |
παρέλαβέ με καὶ ἀπήγαγέ με εἰς σκότος καὶ οὐ φῶς, |
Θ. Ιερ. 3,2 |
Με παρέλαβε και με ωδήγησεν όχι στο φως, αλλά στο σκότος. |
|
Θ. Ιερ. 3,3 |
πλὴν ἐν ἐμοὶ ἐπέστρεψε χεῖρα αὐτοῦ ὅλην τὴν ἡμέραν. |
Θ. Ιερ. 3,3 |
Εναντίον μου έστρεψε την τιμωρόν δεξιάν του όλας τας ημέρας. |
|
Θ. Ιερ. 3,4 |
Ἐπαλαίωσε σάρκα μου καὶ δέρμα μου, ὀστέα μου συνέτριψεν· |
Θ. Ιερ. 3,4 |
Εμαύρισε με τα κτυπήματα και έφθειρε την σάρκα μου και το δέρμα μου. Συνέτριψε τα κόκκαλά μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,5 |
ἀνῳκοδόμησε κατ᾿ ἐμοῦ καὶ ἐκύκλωσε κεφαλήν μου καὶ ἐμόχθησεν, |
Θ. Ιερ. 3,5 |
Κατεσκεύασε και έβαλεν επάνω μου βαρύν ζυγόν. Συνέσφιξε την κεφαλήν μου και την έκαμε να δοκιμάση πόνον και μόχθον. |
|
Θ. Ιερ. 3,6 |
ἐν σκοτεινοῖς ἐκάθισέ με ὡς νεκροὺς αἰῶνος. |
Θ. Ιερ. 3,6 |
Με εκάθισεν εις σκοτεινούς τόπους, όπως και όπου είναι οι απ' αρχαιοτάτων χρόνων νεκροί. |
|
Θ. Ιερ. 3,7 |
Ἀνῳκοδόμησε κατ᾿ ἐμοῦ, καὶ οὐκ ἐξελεύσομαι, ἐβάρυνε χαλκόν μου· |
Θ. Ιερ. 3,7 |
Υψωσε ολόγυρά μου φραγμόν, από όπου δεν ημπορώ να εξέλθω. Βαρειές είναι αι χάλκινες χειροπέδες μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,8 |
καί γε κεκράξομαι καὶ βοήσω, ἀπέφραξε προσευχήν μου· |
Θ. Ιερ. 3,8 |
Και όταν άκομα κράζω προς αυτόν και βοώ ζητών την βοήθειάν του, αυτός μου σταματά την προσευχήν· δεν την δέχεται. |
|
Θ. Ιερ. 3,9 |
ἀνῳκοδόμησεν ὁδούς μου, ἐνέφραξε τρίβους μου, ἐτάραξεν. |
Θ. Ιερ. 3,9 |
Εκλεισε με τείχος ολόγυρα τους δρόμους μου, Εφραξε τας διαβάσεις μου, με συνεκλόνισε με τας θλίψεις και τους πόνους. |
|
Θ. Ιερ. 3,10 |
Ἄρκος ἐνεδρεύουσα αὐτός μοι, λέων ἐν κρυφαίοις· |
Θ. Ιερ. 3,10 |
Εγινεν εις εμέ ο Κυριος ωσάν παραμονεύουσα άρκτος, άγρυπνος λέων εις κρύφους τόπους. |
|
Θ. Ιερ. 3,11 |
κατεδίωξεν ἀφεστηκότα καὶ κατέπαυσέ με, ἔθετό με ἠφανισμένην. |
Θ. Ιερ. 3,11 |
Με κατεδίωξε, καθώς έφευγα μακράν, και με συνέλαβε. Με εσταμάτησε, με εξηφάνισε κάτω από τα πλήγματα της θείας του δικαιοσύνης. |
|
Θ. Ιερ. 3,12 |
ἐνέτεινε τόξον αὐτοῦ καὶ ἐστήλωσέ με ὡς σκοπὸν εἰς βέλος. |
Θ. Ιερ. 3,12 |
Ετέντωσε το τόξον του, με έστησεν ως στόχον εις τα βέλη του. |
|
Θ. Ιερ. 3,13 |
Εἰσήγαγεν ἐν τοῖς νεφροῖς μου ἰοὺς φαρέτρας αὐτοῦ· |
Θ. Ιερ. 3,13 |
Εφύτευσεν εις τα νεφρά μου τα δηλητηριασμένα βέλη της φαρέτρας του. |
|
Θ. Ιερ. 3,14 |
ἐγενήθην γέλως παντὶ λαῷ μου, ψαλμὸς αὐτῶν ὅλην τὴν ἡμέραν· |
Θ. Ιερ. 3,14 |
Εγινα περίγελως εις όλον τον λαόν μου, ειρωνικόν τραγούδι των όλας τας ημέρας. |
|
Θ. Ιερ. 3,15 |
ἐχόρτασέ με πικρίας, ἐμέθυσέ με χολῆς. |
Θ. Ιερ. 3,15 |
Με εχόρτασεν από πικρίας, με επότισε και με εμέθυσεν από κατάπικρον χολήν. |
|
Θ. Ιερ. 3,16 |
Καὶ ἐξέβαλε ψήφῳ ὀδόντας μου, ἐψώμισέ με σποδόν· |
Θ. Ιερ. 3,16 |
Εσπασε με χαλίκια τα δόντια μου και μου τα έβγαλε. Μου έδωκεν αντί άρτου στάκτην. |
|
Θ. Ιερ. 3,17 |
καὶ ἀπώσατο ἐξ εἰρήνης ψυχήν μου, |
Θ. Ιερ. 3,17 |
Εδίωξε την ειρήνην από την ζωήν μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,18 |
ἐπελαθόμην ἀγαθά, καὶ εἶπα· ἀπώλετο νῖκός μου καὶ ἡ ἐλπίς μου ἀπὸ Κυρίου. |
Θ. Ιερ. 3,18 |
Και εις αυτήν την θλιβεράν κατάστασιν ευρισκόμενος ελησμόνησα, ότι υπάρχουν αγαθά εις την γην και είπα· Εχάθη πλέον από εμέ οριστικώς η νίκη μου κατά των συμφορών και των εχθρών, και η έλπίς μου από τον Κυριον. |
|
Θ. Ιερ. 3,19 |
Ἐμνήσθην ἀπὸ πτωχείας μου καὶ ἐκδιωγμοῦ μου πικρίας καὶ χολῆς μου. |
Θ. Ιερ. 3,19 |
Βυθισμένος εις τας θλίψεις και στους διωγμούς μου σκέπτομαι και ξανασκέπτομαι τας πικρίας μου, τας συμφοράς μου, που είναι πικραί όπως η χολή. |
|
Θ. Ιερ. 3,20 |
μνησθήσεται καὶ καταδολεσχήσει ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ ψυχή μου· |
Θ. Ιερ. 3,20 |
Αυτά πάντοτε αναλογίζομαι, με αυτά ασχολείται συνεχώς η ψυχή μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,21 |
ταύτην τάξω εἰς τὴν καρδίαν μου, διὰ τοῦτο ὑπομενῶ. |
Θ. Ιερ. 3,21 |
Αυτήν την θλίψιν ανακαλώ συνεχώς εις την καρδίαν μου· δια την απαλλαγήν μου από αυτήν δεικνύω υπομονήν και έχω ελπίδα. |
|
Θ. Ιερ. 3,22 |
Τὰ ἐλέη Κυρίου, ὅτι οὐκ ἐξέλιπέ με, ὅτι οὐ συνετελέσθησαν οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ· μῆνας εἰς τὰς πρωΐας ἐλέησον, Κύριε, ὅτι οὐ συνετελέσθημεν, ὅτι οὐ συνετελέσθησαν οἱ οἰκτιρμοὶ αὐτοῦ. |
Θ. Ιερ. 3,22 |
Εις τα ελέη του Κυρίου ελπίζω, διότι αυτά δεν με εγκατέλειψαν. Δεν εξηντλήθησαν οι οικτιρμοί του. Καθε ημέραν όλους αυτούς τους μήνας κράζω· ελέησέ με, Κυριε, διότι ούτε ημείς εχάθημεν ούτε οι οικτιρμοί σου εξηντλήθησαν. |
|
Θ. Ιερ. 3,23 |
καινὰ εἰς τὰς πρωΐας, πολλὴ ἡ πίστις σου. |
Θ. Ιερ. 3,23 |
Καθ' έκαστην πρωΐαν νέα ελέη εξαποστέλλεις· μεγάλη είναι η αξιοπιστία σου, Κυριε. |
|
Θ. Ιερ. 3,24 |
μερίς μου Κύριος, εἶπεν ἡ ψυχή μου· διὰ τοῦτο ὑπομενῶ αὐτῷ. |
Θ. Ιερ. 3,24 |
Το μερίδιον της κληρονομίας μου είναι ο Κυριος, έτσι είπεν η ψυχή μου. Δα τούτο υπομένω και περιμένω από Αυτόν σωτηρίαν. |
|
Θ. Ιερ. 3,25 |
Ἀγαθὸς Κύριος τοῖς ὑπομένουσιν αὐτόν, ψυχὴ ἣ ζητήσει αὐτὸν ἀγαθὸν |
Θ. Ιερ. 3,25 |
Αγαθός και ευεργετικός είναι ο Κυριος εις εκείνους, οι οποίοι δεικνύουν υπομονήν, προς αυτόν. Ψυχή δέ, η οποία θα ζητήση με πίστιν κάτι το αγαθόν από αυτόν |
|
Θ. Ιερ. 3,26 |
καὶ ὑπομενεῖ καὶ ἡσυχάσει εἰς τὸ σωτήριον Κυρίου. |
Θ. Ιερ. 3,26 |
και θα δείξη υπομονήν, θα εύρη ανάπαυσιν και ειρήνην εις την σωτηρίαν της εκ μέρους του Κυρίου. |
|
Θ. Ιερ. 3,27 |
ἀγαθὸν ἀνδρί, ὅταν ἄρῃ ζυγὸν ἐν νεότητι αὐτοῦ. |
Θ. Ιερ. 3,27 |
Είναι καλόν δια τον άνθρωπον, όταν σηκώνη με πίστιν και υπομονήν τον ζυγόν των θλίψεων από την νεότητα του. |
|
Θ. Ιερ. 3,28 |
Καθήσεται κατὰ μόνας καὶ σιωπήσεται, ὅτι ᾖρεν ἐφ᾿ ἑαυτῷ· |
Θ. Ιερ. 3,28 |
Θα καθίση κατά μόνας, θα μείνη σιωπηλός, διότι σηκώνει με ανδρείαν τον ζυγόν της δοκιμασίας του. |
|
Θ. Ιερ. 3,30 |
δώσει τῷ παίοντι αὐτὸν σιαγόνα, χορτασθήσεται ὀνειδισμῶν. |
Θ. Ιερ. 3,30 |
Οταν ο Κυριος τον κτυπά θα στρέφη την παρειάν του προς αυτόν. Θα χόρταση από ονειδισμούς, θα υπομείνη αυτά, |
|
Θ. Ιερ. 3,31 |
Ὅτι οὐκ εἰς τὸν αἰῶνα ἀπώσεται Κύριος. |
Θ. Ιερ. 3,31 |
και ας είναι βέβαιος ότι ο Κυριος δεν θα τον απωθήση δια παντός. |
|
Θ. Ιερ. 3,32 |
ὅτι ὁ ταπεινώσας οἰκτειρήσει κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους αὐτοῦ· |
Θ. Ιερ. 3,32 |
Διότι ο Κυριος, ο οποίος τον εταπείνωσε, θα τον λυπηθή και θα τον ελεήση σύμφωνα με το απροσμέτρητον μέγα έλεός του. |
|
Θ. Ιερ. 3,33 |
ὅτι οὐκ ἀπεκρίθη ἀπὸ καρδίας αὐτοῦ καὶ ἐταπείνωσεν υἱοὺς ἀνδρός. |
Θ. Ιερ. 3,33 |
Διότι δεν είναι ότι ο Κυριος με ευχαρίστησιν ταπεινώνει και θλίβει τους υιούς των ανθρώπων. |
|
Θ. Ιερ. 3,34 |
Τοῦ ταπεινῶσαι ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ πάντας δεσμίους γῆς, |
Θ. Ιερ. 3,34 |
Δεν θέλει να ποδοπατούνται κάτω από τους πόδας του νικητού όλοι οι αιχμάλωτοι της χώρας, |
|
Θ. Ιερ. 3,35 |
τοῦ ἐκκλῖναι κρίσιν ἀνδρὸς κατέναντι προσώπου Ὑψίστου, |
Θ. Ιερ. 3,35 |
να διαστρέφεται και να καταπατήται το δίκαιον ενός ανθρώπου ενώπιον του Υψίστου Θεού. |
|
Θ. Ιερ. 3,36 |
καταδικάσαι ἄνθρωπον ἐν τῷ κρίνεσθαι αὐτὸν Κύριος οὐκ εἶπε. |
Θ. Ιερ. 3,36 |
Ποτέ δεν έδωσεν εντολήν ο Κυριος να καταδικάζεται ενας αθώος άνθρωπος εις κάποιαν δίκην. |
|
Θ. Ιερ. 3,37 |
Τίς οὕτως εἶπε, καὶ ἐγενήθη; Κύριος οὐκ ἐνετείλατο. |
Θ. Ιερ. 3,37 |
Ποιός έδωσε τέτοιαν διαταγήν και εγιναν αυτά; Ο Κυριος δεν έδωσε τέτοιας εντολάς. |
|
Θ. Ιερ. 3,38 |
ἐκ στόματος Ὑψίστου οὐκ ἐξελεύσεται τὰ κακὰ καὶ τὸ ἀγαθόν; |
Θ. Ιερ. 3,38 |
Από το στόμα του Κυρίου δεν θα εξέλθη η εντολή δια το καλόν και η παραχώρησις δια το κακόν; |
|
Θ. Ιερ. 3,39 |
τί γογγύσει ἄνθρωπος ζῶν, ἀνὴρ περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτοῦ; |
Θ. Ιερ. 3,39 |
Διατί, λοιπόν, παραπονείται κάθε άνθρωπος, επειδή τιμωρείται εξ αιτίας των αμαρτιών του; |
|
Θ. Ιερ. 3,40 |
Ἐξηρευνήθη ἡ ὁδὸς ἡμῶν καὶ ἠτάσθη, κὶ ἐπιστρέψομεν ἕως Κυρίου· |
Θ. Ιερ. 3,40 |
Ας ανερευνήσωμεν επιμελώς τον δρόμον της ζωής μας, ας τον εξετάσωμεν με προσοχήν, και ας επιστρέψωμεν εν μετανοία πάλιν προς τον Κυριον. |
|
Θ. Ιερ. 3,41 |
ἀναλάβωμεν καρδίας ἡμῶν ἐπὶ χειρῶν πρὸς ὑψηλὸν ἐν οὐρανῷ· |
Θ. Ιερ. 3,41 |
Ας πιάσωμεν με τα δυο μας τα χέρια τας καρδίας μας, ας τας ανυψώσωμεν προς τον ουρανόν. |
|
Θ. Ιερ. 3,42 |
ἡμαρτήσαμεν, ἠσεβήσαμεν, καὶ οὐχ ἱλάσθης. |
Θ. Ιερ. 3,42 |
Ας ομολογήσωμεν ότι ημαρτήσαμεν, διεπράξαμεν ασεβείας· και δια τούτο ο Θεός εν τη δικαιοσύνη του δεν εφάνη ίλεως προς ημάς. |
|
Θ. Ιερ. 3,43 |
Ἐπεσκέπασας ἐν θυμῷ καὶ ἀπεδίωξας ἡμᾶς· ἀπέκτεινας, οὐκ ἐφείσω. |
Θ. Ιερ. 3,43 |
Επάνω στον δίκαιον θυμόν σου εσκέπασες το πρόσωπόν σου, δια να μη μας ίδης· και μας εξεδίωξες, μας εθανάτωσες και δεν μας ελυπήθης. |
|
Θ. Ιερ. 3,44 |
Ἐπεσκέπασας νεφέλην σεαυτῷ ἕνεκεν προσευχῆς, |
Θ. Ιερ. 3,44 |
Εσκέπασες το πρόσωπόν σου με νεφέλην, ώστε να μη φανή ενώπιόν σου η προσευχή μας. |
|
Θ. Ιερ. 3,45 |
καμμύσαι με καὶ ἀπωσθῆναι ἔθηκας ἡμᾶς ἐν μέσῳ τῶν λαῶν. |
Θ. Ιερ. 3,45 |
Εκλεισες τα μάτιά σου από εμέ, με απώθησες, μας διεσκόρπισες εν μέσω ξένων λαών. |
|
Θ. Ιερ. 3,46 |
Διήνοιξαν ἐφ᾿ ἡμᾶς τὸ στόμα αὐτῶν πάντες οἱ ἐχθροὶ ἡμῶν· |
Θ. Ιερ. 3,46 |
Ετσι δε όλοι οι εχθροί μας ήνοιξαν διάπλατα το στόμα των, δια να μας καταπίουν. |
|
Θ. Ιερ. 3,47 |
φόβος καὶ θυμὸς ἐγενήθη ἡμῖν, ἔπαρσις καὶ συντριβή. |
Θ. Ιερ. 3,47 |
Φοτος μας εκυρίευσεν εξ αιτίας του δικαίου θυμού σου. Μας εσήκωσες υψηλά και μας συνέτριψες κάτω. |
|
Θ. Ιερ. 3,48 |
ἀφέσεις ὑδάτων κατάξει ὁ ὀφθαλμός μου ἐπὶ τὸ σύντριμμα τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου. |
Θ. Ιερ. 3,48 |
Χειμάρρους υδάτων θα αναβλύσουν οι οφθαλμοί μας δια την συντριβήν της θυγατρός του λαού μου, της Ιερουσαλήμ. |
|
Θ. Ιερ. 3,49 |
Ὁ ὀφθαλμός μου κατεπόθη, καὶ οὐ σιγήσομαι τοῦ μὴ εἶναι ἔκνηψιν, |
Θ. Ιερ. 3,49 |
Επνίγησαν εις τα δάκρυα οι οφθαλμοί μου. Δεν θα παύσω να θρηνώ και να κλαίω, διότι δεν υπάρχει εις εμέ τρόπος ανανήψεως και σωτηρίας. |
|
Θ. Ιερ. 3,50 |
ἕως οὗ διακύψῃ καὶ ἴδῃ Κύριος ἐξ οὐρανοῦ· |
Θ. Ιερ. 3,50 |
Θα πενθώ και θα κλαίω, μέχρις ότου ο Κυριος σκύψη από τον ουρανόν και ίδη την θλίψιν μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,51 |
ὁ ὀφθαλμός μου ἐπιφυλλιεῖ ἐπὶ τὴν ψυχήν μου παρὰ πάσας θυγατέρας πόλεως. |
Θ. Ιερ. 3,51 |
Τα δάκρυα των οφθαλμών μου καταπονούν την ψυχήν μου. Κλαίω δι' όλας τας θυγατέρας της πόλεως. |
|
Θ. Ιερ. 3,52 |
Θηρεύοντες ἐθήρευσάν με ὡς στρουθίον πάντες οἱ ἐχθροί μου δωρεάν, |
Θ. Ιερ. 3,52 |
Ολοι οι εχθροί μου εντελώς αδίκως με εκυνήγησαν με επιμονήν, ωσάν στρουθίον. |
|
Θ. Ιερ. 3,53 |
ἐθανάτωσαν ἐν λάκκῳ ζωήν μου καὶ ἐπέθηκαν λίθον ἐπ᾿ ἐμοί. |
Θ. Ιερ. 3,53 |
Με έρριψαν στον τάφον ως νεκρόν· έβαλαν στο στόμιον του λάκκου βαρύν λίθον. |
|
Θ. Ιερ. 3,54 |
ὑπερεχύθη ὕδωρ ἐπὶ τὴν κεφαλήν μου· εἶπα· ἀπῶσμαι. |
Θ. Ιερ. 3,54 |
Επλημμύρισε το νερό, εσκέπασε την κεφαλήν μου. Είπα· έχω πλέον χάσει κάθε ελπίδα σωτηρίας. |
|
Θ. Ιερ. 3,55 |
Ἐπεκαλεσάμην τὸ ὄνομά σου, Κύριε, ἐκ λάκκου κατωτάτου· |
Θ. Ιερ. 3,55 |
Προσηυχήθην και επεκαλεσθην το όνομά σου, Κυριε, από τον βαθύτατον αυτόν λάκκον. |
|
Θ. Ιερ. 3,56 |
φωνήν μου ἤκουσας· μὴ κρύψῃς τὰ ὦτά σου εἰς τὴν δέησίν μου. |
Θ. Ιερ. 3,56 |
Συ δε ήκουσες την φωνήν της προσευχής, μου. Δεν έκλεισες τα αυτιά σου εις την δέησίν μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,57 |
εἰς τὴν βοήθειάν μου ἤγγισας ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐπεκαλεσάμην σε· εἶπάς μοι· μὴ φοβοῦ. |
Θ. Ιερ. 3,57 |
Με επλησίασες και με εβοήθησες κατά την ημέραν εκείνην, που εγώ σε επεκαλέσθην δια της προσευχής. Μου είπες· μη φοβείσαι. |
|
Θ. Ιερ. 3,58 |
Ἐδίκασας, Κύριε, τὰς δίκας τῆς ψυχῆς μου, ἐλυτρώσω τὴν ζωήν μου· |
Θ. Ιερ. 3,58 |
Συ Κυριε, έγινες ο δίκαιος δικαστής εις τας υποθέσεις της ζωής μου. Εσωσες και διεφύλαξες την ζωήν μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,59 |
εἶδες, Κύριε, τὰς ταραχάς μου, ἔκρινας τὴν κρίσιν μου· |
Θ. Ιερ. 3,59 |
Είδες, Κυριε, την αναστάτωσιν και τους συγκλονισμούς, που μου επέφεραν οι εχθροί μου, ανέλαβες πλέον συ να εκδικάσης την δίκην μου, να μου αποδώσης το δίκαιον. |
|
Θ. Ιερ. 3,60 |
εἶδες πᾶσαν τὴν ἐκδίκησιν αὐτῶν εἰς πάντας διαλογισμοὺς αὐτῶν ἐν ἐμοί. |
Θ. Ιερ. 3,60 |
Και στους διαλογισμούς των ακόμη, που είχαν εναντίον μου, είδες συ, Κυριε, όλην την εκδικητικήν των μανίαν. |
|
Θ. Ιερ. 3,61 |
Ἤκουσας τὸν ὀνειδισμὸν αὐτῶν, πάντας τοὺς διαλογισμοὺς αὐτῶν κατ᾿ ἐμοῦ, |
Θ. Ιερ. 3,61 |
Ηκουσες τους εμπαιγμούς και τους εξευτελισμούς των και τους κρυφούς λογιομούς των, που έτρεφαν εναντίον μου. |
|
Θ. Ιερ. 3,62 |
χείλη ἐπανισταμένων μοι καὶ μελέτας αὐτῶν κατ᾿ ἐμοῦ ὅλην τὴν ἡμέραν, |
Θ. Ιερ. 3,62 |
Ηκουσες τα απειλητικά λόγια των εχθρών μου και όσα αυτοί εμελετούσαν και εσχεδίαζαν εναντίον μου όλας τας ημέρας. |
|
Θ. Ιερ. 3,63 |
καθέδραν αὐτῶν καὶ ἀνάστασιν αὐτῶν· ἐπίβλεψον ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 3,63 |
Σ υ γνωρίζεις πότε αναπαύονται και πότε σηκώνονται. Ιδέ την κακότητα, που εκφράζουν οι οφθαλμοί των. |
|
Θ. Ιερ. 3,64 |
Ἀποδώσεις αὐτοῖς ἀνταπόδομα, Κύριε, κατὰ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 3,64 |
Συ, Κυριε, θα ανταποδώσης εις αυτούς την δικαίον τιμωρίαν, ανάλογα με τα έργα των χειρών των. |
|
Θ. Ιερ. 3,65 |
ἀποδώσεις αὐτοῖς ὑπερασπισμὸν καρδίας, μόχθον σου αὐτοῖς, |
Θ. Ιερ. 3,65 |
θα αποδώσης εις αυτούς κατά την πώρωσιν της καρδίας των· το βάρος της τιμωρίας σου θα επιπέση εις αυτούς. |
|
Θ. Ιερ. 3,66 |
καταδιώξεις ἐν ὀργῇ καὶ ἐξαναλώσεις αὐτοὺς ὑποκάτωθεν τοῦ οὐρανοῦ, Κύριε. |
Θ. Ιερ. 3,66 |
Θα τους καταδιώξης εν τη δικαία σου οργή. Θα τους εξολοθρεύσης και θα τους εξαφανίσης από το πρόσωπον του ουρανού, Κυριε. |
|
Κεφάλαιο 4ο |
Θ. Ιερ. 4,1 |
Πῶς ἀμαυρωθήσεται χρυσίον, ἀλλοιωθήσεται τὸ ἀργύριον τὸ ἀγαθόν; ἐξεχύθησαν λίθοι ἅγιοι ἀπ᾿ ἀρχῆς πασῶν ἐξόδων. |
Θ. Ιερ. 4,1 |
Πως εμαύρισεν ο χρυσός, πως ηλλοιώθη ο εκλεκτός άργυρος ! Εξεχύθησαν και διεσκορπίσθησαν εις τας γωνίας όλων των οδών οι πολύτιμοι ιεροί λίθοι ! |
|
Θ. Ιερ. 4,2 |
Υἱοὶ Σιὼν οἱ τίμιοι, οἱ ἐπῃρμένοι ἐν χρυσίῳ, πῶς ἐλογίσθησαν εἰς ἀγγεῖα ὀστράκινα, ἔργα χειρῶν κεραμέως; |
Θ. Ιερ. 4,2 |
Τα τέκνα της Σιών, τα πολύτιμα αυτά διαμάντια, ανώτεροι και από τον χρυσόν, πως εθεωρήθησαν ωσάν πήλινα αγγεία, έργα κεραμοποιού και συνετρίβησαν; |
|
Θ. Ιερ. 4,3 |
Καί γε δράκοντες ἐξέδυσαν μαστούς, ἐθήλασαν σκύμνοι αὐτῶν· θυγατέρες λαοῦ μου εἰς ἀνίατον ὡς στρουθίον ἐν ἐρήμῳ. |
Θ. Ιερ. 4,3 |
Τα μικρά των θηρίων ευρίσκουν την θηλήν του μητρικού μαστού και οι σκύμνοι των λεόντων θηλάζουν το γάλα των μητέρων των. Αι θυγατέρες όμως του λαού μου αποστεωμέναι από την πείναν, ωσάν στρουθία εις την έρημον που δεν ευρίσκουν κόκκον δια να τραφούν, αδυνατούν να γαλουχήσουν τα παιδιά των. |
|
Θ. Ιερ. 4,4 |
Ἐκολλήθη ἡ γλῶσσα θηλάζοντος πρὸς τὸν φάρυγγα αὐτοῦ ἐν δίψει· νήπια ᾔτησαν ἄρτον, ὁ διακλῶν οὐκ ἔστιν αὐτοῖς. |
Θ. Ιερ. 4,4 |
Η γλώσσα του θηλάζοντος βρέφους εκολλήθη στον λάρυγγα αυτού από την έλλειψιν γάλακτος. Τα νήπια εζήτησαν ολίγον άρτον και δεν υπάρχει κανείς να κόψη δι'αυτά ένα κομμάτι. |
|
Θ. Ιερ. 4,5 |
Οἱ ἔσθοντες τὰς τρυφὰς ἠφανίσθησαν ἐν ταῖς ἐξόδοις, οἱ τιθηνούμενοι ἐπὶ κόκκων περιεβάλλοντο κοπρίας. |
Θ. Ιερ. 4,5 |
Εκείνοι οι οποίοι ετρυφούσαν εις πολυτελή τραπέζια, εξηφανίσθησαν στους δρόμους. Εκείνοι που είχαν διατραφή και ανατραφή επάνω εις τας πορφυράς, κυλίονται τώρα εις την κόπρον. |
|
Θ. Ιερ. 4,6 |
Καὶ ἐμεγαλύνθη ἀνομία θυγατρὸς λαοῦ μου ὑπὲρ ἀνομίας Σοδόμων τῆς κατεστραμμένης ὥσπερ σπουδῇ, καὶ οὐκ ἐπόνεσαν ἐν αὐτῇ χεῖρας. |
Θ. Ιερ. 4,6 |
Αι παρανομίαι της θυγατρός του λαού μου, της Σιών, επληθύνθησαν περισσότερον από τας παρανομίας των Σοδόμων, της πόλεως αυτής, η οποία κατεστράφη αμέσως, χωρίς να κοπιάσουν εναντίον της αι εχθρικαί χείρες. |
|
Θ. Ιερ. 4,7 |
Ἐκαθαριώθησαν Ναζιραῖοι αὐτῆς ὑπὲρ χιόνα, ἔλαμψαν ὑπὲρ γάλα, ἐπυρώθησαν ὑπὲρ λίθους σαπφείρου τὸ ἀπόσπασμα αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 4,7 |
Αλλοτε οι Ναζιραίοι της ήσαν καθαροί και κατάλευκοι, περισσότερον από το χιόνι. Ελαμπαν περισσότερον από το γάλα. Η ακτινοβολία των ήτο λαμπρότερα από τας πυρώδεις ακτίνας, που ρίπτει ο σάπφειρος. |
|
Θ. Ιερ. 4,8 |
Ἐσκότασεν ὑπὲρ ἀσβόλην τὸ εἶδος αὐτῶν, οὐκ ἐπεγνώσθησαν ἐν ταῖς ἐξόδοις· ἐπάγη δέρμα αὐτῶν ἐπὶ τὰ ὀστέα αὐτῶν, ἐξηράνθησαν, ἐγενήθησαν ὥσπερ ξύλον. |
Θ. Ιερ. 4,8 |
Τωρα όμως η μορφή των έγινε περισσότερον σκοτεινή και μελανή από την καπνιάν. Αγνώριστοι κατήντησαν στους δρόμους της ζωής των. Εκόλλησε το δέρμα των επάνω εις τα κόκκαλά των. Εξηράνθησαν, έγιναν ώσαν το ξύλον. |
|
Θ. Ιερ. 4,9 |
Καλοὶ ἦσαν οἱ τραυματίαι ῥομφαίας ἢ οἱ τραυματίαι λιμοῦ· ἐπορεύθησαν ἐκκεκεντημένοι ἀπὸ γεννημάτων ἀγρῶν. |
Θ. Ιερ. 4,9 |
Κερδισμένοι ήσαν αυτοί, που έπεσαν εν στόματι ρομφαίας, παρά εκείνοι οι οποίοι αποθνήσκουν από την πείναν. Υπέκυψαν κατεξηντλημένοι εξ αιτίας της ελλείψεως προϊόντων του αγρού. |
|
Θ. Ιερ. 4,10 |
Χεῖρες γυναικῶν οἰκτιρμόνων ἥψησαν τὰ παιδία αὐτῶν, ἐγενήθησαν εἰς βρῶσιν αὐταῖς ἐν τῷ συντρίμματι τῆς θυγατρὸς τοῦ λαοῦ μου. |
Θ. Ιερ. 4,10 |
Τρυφεραί και στοργικαί γυναίκες έψησαν με τα ίδια των τα χέρια τα παιδιά των, τα έκαμαν φαγητόν των κατά το διάστημα της συντριβής και της ταλαιπωρίας της θυγατρός του λαού μου, της Σιών. |
|
Θ. Ιερ. 4,11 |
Συνετέλεσε Κύριος θυμὸν αὐτοῦ, ἐξέχεε θυμὸν ὀργῆς αὐτοῦ καὶ ἀνῆψε πῦρ ἐν Σιών, καὶ κατέφαγε τὰ θεμέλια αὐτῆς. |
Θ. Ιερ. 4,11 |
Ωλοκλήρωσεν ο Κυριος τον θυμόν του εναντίον μας. Αδειασε τον θυμόν της οργής του εναντίον μας και ήναψε φωτιάν καταστροφής εις την Σιών, η οποία και την κατέφαγε μέχρι των θελεμίων της. |
|
Θ. Ιερ. 4,12 |
Οὐκ ἐπίστευσαν βασιλεῖς γῆς, πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν οἰκουμένην, ὅτι εἰσελεύσεται ἐχθρὸς καὶ ἐκθλίβων διὰ τῶν πυλῶν Ἱερουσαλήμ. |
Θ. Ιερ. 4,12 |
Οι βασιλείς της γης και όλοι οι κάτοικοι της οικουμένης δεν επίστευσαν, ότι θα εισήρχετο ο εχθρός, ο δυνάστης, δια μέσου των πυλών της Ιερουσαλήμ. |
|
Θ. Ιερ. 4,13 |
Ἐξ ἁμαρτιῶν προφητῶν αὐτῆς, ἀδικιῶν ἱερέων αὐτῆς τῶν ἐκχεόντων αἷμα δίκαιον ἐν μέσῳ αὐτῆς. |
Θ. Ιερ. 4,13 |
Αυτό έγινεν από τας αμαρτίας των ψευδοπροφητών, από τας αδικίας των ιερέων της, οι οποίοι έχυναν αίμα δικαίων ανθρώπων μέσα εις αυτήν. |
|
Θ. Ιερ. 4,14 |
Ἐσαλεύθησαν ἐγρήγοροι αὐτῆς ἐν ταῖς ἐξόδοις, ἐμολύνθησαν ἐν αἵματι· ἐν τῷ μὴ δύνασθαι αὐτοὺς ἥψαντο ἐνδυμάτων αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 4,14 |
Συνεκλονίσθησαν, εκυριεύθησαν από τρόμον οι φρουροί της καθώς γυρίζουν στους δρόμους· εμολύνθησαν από αίματα. Δεν ημπορούσαν να εγγίσουν τα μολυσμένα από το αίμα ενδύματα των. |
|
Θ. Ιερ. 4,15 |
Ἀπόστητε ἀκαθάρτων -καλέσατε αὐτούς- ἀπόστητε, ἀπόστητε, μὴ ἅπτεσθε, ὅτι ἀνήφθησαν καί γε ἐσαλεύθησαν· εἴπατε ἐν τοῖς ἔθνεσιν· οὐ μὴ προσθῶσι τοῦ παροικεῖν. |
Θ. Ιερ. 4,15 |
Φωνάξατε προς αυτούς· φύγετε και φυλαχθήτε από τα ακάθαρτα. Απομακρυνθήτε, απομακρυνθήτε, μη εγγίζετε· φωτιά έχει αναφθή. Κατελήφθησαν από τρόμον. Είπατε και ας μάθουν τα έθνη· δεν θα ανθέξουν και δεν τους είναι πλέον δυνατόν να μείνουν μεταξύ των ξένων εθνών. |
|
Θ. Ιερ. 4,16 |
Πρόσωπον Κυρίου μερὶς αὐτῶν, οὐ προσθήσει ἐπιβλέψαι αὐτοῖς· πρόσωπον ἱερέων οὐκ ἔλαβον, πρεσβύτας οὐκ ἠλέησαν. |
Θ. Ιερ. 4,16 |
Ο Κυριος ήτο άλλοτε η έλπις και η κληρονομία των. Αυτός όμως δεν πρόκειται πλέον να επιβλέψη με ευμένειαν εις αυτούς και να τους βοηθήση. Πρόσωπα των ιερέων δεν τα εσεβάσθησαν, τους γέροντας δεν τους ελυπήθησαν. |
|
Θ. Ιερ. 4,17 |
Ἔτι ὄντων ἡμῶν ἐξέλιπον οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν μάταια· ἀποσκοπευόντων ἡμῶν ἀπεσκοπεύσαμεν εἰς ἔθνος οὐ σῷζον. |
Θ. Ιερ. 4,17 |
Ενῷ ακόμη είμεθα ελεύθεροι, έσβησαν τα μάτια μας από τα δάκρυα, καθ' ον χρόνον εζητούσαμεν, αλλά ματαίως, βοήθειαν. Εστρέφαμεν τα μάτια μας και παρετηρούσαμεν με προσοχήν προς έθνος, από το οποίον όμως καμμίαν βοήθειαν και σωτηρίαν δεν ελάβομεν. |
|
Θ. Ιερ. 4,18 |
Ἐθηρεύσαμεν μικροὺς ἡμῶν τοῦ μὴ προεύεσθαι ἐν ταῖς πλατείαις ἡμῶν· |
Θ. Ιερ. 4,18 |
Ωσάν άγρυπνοι κυνηγοί παρηκολουθούσαμεν με προσοχήν τα μικρά μας παιδιά, να μη κυκλοφορούν εις τας πλατείας μας. |
|
Θ. Ιερ. 4,19 |
ἤγγικεν ὁ καιρὸς ἡμῶν, ἐπληρώθησαν αἱ ἡμέραι ἡμῶν, πάρεστιν ὁ καιρὸς ἡμῶν. Κοῦφοι ἐγένοντο οἱ διώκοντες ἡμᾶς ὑπὲρ ἀετοὺς οὐρανοῦ, ἐπὶ τῶν ὀρέων ἐξέπτησαν, ἐν ἐρήμῳ ἐνήδρευσαν ἡμᾶς. |
Θ. Ιερ. 4,19 |
Διότι είχε φθάσει πλέον ο καιρός της τιμωρίας μας. Συνεπληρώθησαν αι ημέραι της μοοκροθυμίας του Θεού και της ζωής ημών. Εφθασεν ο καιρός της θείας οργής. Ταχύτατοι εγιναν οι εχθροί, οι οποίοι μας κατεδίωκαν. Εφευγαν ταχύτερον από τους αετούς του ουρανού. Επέταξαν επάνω εις τα όρη, μας έστησαν ενέδρας εις ερημικούς τόπους. |
|
Θ. Ιερ. 4,20 |
Πνεῦμα προσώπου ἡμῶν χριστὸς Κυρίου συνελήφθη ἐν ταῖς διαφθοραῖς αὐτῶν, οὗ εἴπαμεν· ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ ζησόμεθα ἐν τοῖς ἔθνεσι. |
Θ. Ιερ. 4,20 |
Η πνοή του προσώπου μας, ο άρχων χρισμένος από τον Κυριον, ο βασιλεύς μας, συνελήφθη εις τας καταστρεπτικάς εκείνων ενέδρας. Δια τον βασιλέα μας είχαμεν ελπίσει και είπαμε· κάτω από την σκέπην του θα ζήσωμεν ανάμεσα εις τα άλλα έθνη. |
|
Θ. Ιερ. 4,21 |
Χαῖρε καὶ εὐφραίνου, θύγατερ Ἰδουμαίας ἡ κατοικοῦσα ἐπὶ γῆς· καί γε ἐπὶ σὲ διελεύσεται τὸ ποτήριον Κυρίου καὶ μεθυσθήσῃ καὶ ἀποχεεῖς. |
Θ. Ιερ. 4,21 |
Ο λαός της Ιδουμαίας, που κατοικεί την χώραν αυτήν, ας χαίρη και ας ευφραίνεται δια την καταστροφήν μας ! Μαθε όμως, ότι το ποτήριον της οργής του Κυρίου θα, έλθη και εις σέ. Θα μεθύσης από την πικρίαν του και θα το εμέσης. |
|
Θ. Ιερ. 4,22 |
Ἐξέλιπεν ἡ ἀνομία σου, θύγατερ Σιών, οὐ προσθήσει τοῦ ἀποικίσαι σε. ἐπεσκέψατο ἀνομίας σου, θύγατερ Ἐδώμ· ἀπεκάλυψεν ἐπὶ τὰ ἀσεβήματά σου. |
Θ. Ιερ. 4,22 |
Θυγάτηρ Σιών, έλλειψε και εξηφανίσθη η παρανομία σου. Δεν θέλει ο Κυριος να τταροικής εξόριστος πλέον εις λαούς ξένους. Ο Κυριος επεσκέφθη και σέ, ω κόρη της Ιδουμαίας, αλλά δια να σε τιμωρήση. Εφερεν εις φως τας ασεβείας σου. |
|
Κεφάλαιο 5ο |
Θ. Ιερ. 5,1 |
Μνήσθητι, Κύριε, ὅ,τι ἐγενήθη ἡμῖν· ἐπίβλεψον καὶ ἰδὲ τὸν ὀνειδισμὸν ἡμῶν. |
Θ. Ιερ. 5,1 |
Ενθυμήσου, Κυριε, όλα αυτά, τα οποία μς συνέβησαν. Επίβλεψε και ιδέ τους εξευτελισμούς και τους εμπαιγμούς μας. |
|
Θ. Ιερ. 5,2 |
κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. |
Θ. Ιερ. 5,2 |
Η κληρονομία μας, η γη των πατέρων μας, έπεσεν εις τα χέρια αλλοεθνών. Τα σπίτια μας στους ξένους. |
|
Θ. Ιερ. 5,3 |
ὀρφανοὶ ἐγενήθημεν, οὐχ ὑπάρχει πατήρ· μητέρες ἡμῶν ὡς αἱ χῆραι. |
Θ. Ιερ. 5,3 |
Εγίναμεν ορφανοί. Δεν υπάρχει πατέρας πλέον εις ημάς. Αι μητέρες μας έγιναν χήραι. |
|
Θ. Ιερ. 5,4 |
ὕδωρ ἡμῶν ἐν ἀργυρίῳ ἐπίομεν, ξύλα ἡμῶν ἐν ἀλλάγματι ἦλθεν ἐπὶ τὸν τράχηλον ἡμῶν. |
Θ. Ιερ. 5,4 |
Και αυτό το νερό, που ηθέλαμεν να πίωμεν, το αγοράζομεν αντί χρημάτων. Τα ξύλα τα επρομηθευόμεθά με χρηματικόν αντάλλαγμα. Τα εφορτωνόμεθα στον τράχηλον μας, δια να τα μεταφέρωμεν. |
|
Θ. Ιερ. 5,5 |
ἐδιώχθημεν, ἐκοπιάσαμεν, οὐκ ἀνεπαύθημεν. |
Θ. Ιερ. 5,5 |
Κατεδιώχθημεν από τους εχθρούς, εκοπιάσαμεν, δεν ευρήκαμεν στιγμήν αναπαύσεως και ηρεμίας. |
|
Θ. Ιερ. 5,6 |
Αἴγυπτος ἔδωκε χεῖρα, Ἀσσοὺρ εἰς πλησμονὴν αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 5,6 |
Η Αίγυπτος μας εδωσε χείρα βοηθείας δια την συντήρησιν μας. Οι 'Ασσυριοι τους εχόρτασαν. |
|
Θ. Ιερ. 5,7 |
οἱ πατέρες ἡμῶν ἥμαρτον, οὐχ ὑπάρχουσιν· ἡμεῖς τὰ ἀνομήματα αὐτῶν ὑπέσχομεν. |
Θ. Ιερ. 5,7 |
Οι πατέρες μας, οι οποίοι ημάρτησαν, δεν υπάρχουν πλέον. Ημείς δε πληρώνομεν τας αμαρτίας εκείνων. |
|
Θ. Ιερ. 5,8 |
δοῦλοι ἐκυρίευσαν ἡμῶν, λυτρούμενος οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς χειρὸς αὐτῶν. |
Θ. Ιερ. 5,8 |
Οι δούλοι μας έγιναν κύριοί μας. Κανείς δεν υπάρχει, ο οποίος να ημπορέση να μας σώση από τα χέρια αυτών. |
|
Θ. Ιερ. 5,9 |
ἐν ταῖας ψυχαῖς ἡμῶν, εἰσοίσομεν ἄρτον ἡμῶν, ἀπὸ προσώπου ῥομφαίας τῆς ἐρήμου. |
Θ. Ιερ. 5,9 |
Με κίνδυνον της ζωής μας εξοικονομούμεν και μεταφέρομεν τον άρτον μας. Απειλούμεθα από την ρομφαίαν των ανθρώπων της ερήμου. |
|
Θ. Ιερ. 5,10 |
τὸ δέρμα ἡμῶν ὡς κλίβανος ἐπελιώθη, συνεσπάσθησαν ἀπὸ προσώπου καταιγίδων λιμοῦ. |
Θ. Ιερ. 5,10 |
Το δέρμα μας εμαύρισεν, όπως ο φούρνος από την καπνιά. Εσυρικνώθησαν τα σώματά μας εξ αιτίας του φοβεροτάτου λιμού. |
|
Θ. Ιερ. 5,11 |
γυναῖκας ἐν Σιὼν ἐταπείνωσαν, παρθένους ἐν πόλεσιν Ἰούδα. |
Θ. Ιερ. 5,11 |
Οι εχθροί εκακοποίησαν και εξηυτέλισαν γυναίκας εις την Σιών, και παρθένους εις τας διαφόρους πόλεις της Ιουδαίας. |
|
Θ. Ιερ. 5,12 |
ἄρχοντες ἐν χερσὶν αὐτῶν, ἐκρεμάσθησαν, πρεσβύτεροι οὐκ ἐδοξάσθησαν. |
Θ. Ιερ. 5,12 |
Οι άρχοντες μας εκρεμάσθησαν από τα χέρια και εβασανίσθησαν· οι γέροντες μας δεν ετιμήθησαν. |
|
Θ. Ιερ. 5,13 |
ἐκλεκτοὶ κλαυθμὸν ἀνέλαβον, καὶ νεανίσκοι ἐν ξύλῳ ἠσθένησαν. |
Θ. Ιερ. 5,13 |
Εκλεκτοί πολίται μας εξέσπασαν εις κλαυθμούς. Οι νέοι άνδρες εξησθένησαν από τα βαρειά φορτώματα των ξύλων. |
|
Θ. Ιερ. 5,14 |
καὶ πρεσβύται ἀπὸ πύλης κατέπαυσαν, ἐκλεκτοὶ ἐκ ψαλμῶν αὐτῶν κατέπαυσαν. |
Θ. Ιερ. 5,14 |
Οι γέροντες έπαυσαν πλέον να συχνάζουν εις την πύλην της πόλεως. Οι εκλεκτοί ψάλται εσταμάτησαν τους ύμνους των. |
|
Θ. Ιερ. 5,15 |
κατέλυσε χαρὰ καρδίας ἡμῶν, ἐστράφη εἰς πένθος ὁ χορὸς ἡμῶν, |
Θ. Ιερ. 5,15 |
Κατελύθη και έσβησεν η χαρά της καρδίας μας. Οι χαρμόσυνοι χοροί μας μετεστράφησαν εις πένθος. |
|
Θ. Ιερ. 5,16 |
ἔπεσεν ὁ στέφανος ἡμῶν τῆς κεφαλῆς· οὐαὶ δὴ ἡμῖν, ὅτι ἡμάρτομεν. |
Θ. Ιερ. 5,16 |
Επεσεν ο στέφανος της δόξης από την κεφαλήν μας. Αλλοίμονον εις ημάς, διότι διεπράξαμεν αμαρτίας ! |
|
Θ. Ιερ. 5,17 |
περὶ τούτου ἐγενήθη ὀδυνηρὰ ἡ καρδία ἡμῶν, περὶ τούτου ἐσκότασαν οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. |
Θ. Ιερ. 5,17 |
Ενεκα τούτου κατεπλημμύρισεν η οδύνη την καρδίαν μας· εξ αιτίας των αμαρτιών μας οι οφθαλμοί μας εκαλύφθησαν από σκότος. Δεν βλέπουν. |
|
Θ. Ιερ. 5,18 |
ἐπ᾿ ὄρος Σιών, ὅτι ἠφανίσθη, ἀλώπεκες διῆλθον ἐν αὐτῇ. |
Θ. Ιερ. 5,18 |
Επάνω στο όρος Σιών, το οποίον ηρημώθη, επέρασαν αλώπεκες. |
|
Θ. Ιερ. 5,19 |
σὺ δέ, Κύριε, εἰς τὸν αἰῶνα κατοικήσεις, ὁ θρόνος σου εἰς γενεὰν καὶ γενεάν. |
Θ. Ιερ. 5,19 |
Συ όμως, Κυριε, μένεις στους αιώνας των αιώνων. Ο θρόνος σου υπάρχει από γενεάς γενεών. |
|
Θ. Ιερ. 5,20 |
ἱνατί εἰς νῖκος ἐπιλήσῃ ἡμῶν, καταλείψεις ἡμᾶς εἰς μακρότητα ἡμερῶν; |
Θ. Ιερ. 5,20 |
Διατί μας εγκαταλείπεις εις την κατάστασιν αυτήν της ήττης μας; Μας αφήκες επί τόσον μακρόν χρόνον; |
|
Θ. Ιερ. 5,21 |
ἐπίστρεψον ἡμᾶς, Κύριε, πρός σε, καὶ ἐπιστραφησόμεθα· καὶ ἀνακαίνισον ἡμέρας ἡμῶν καθὼς ἔμπροσθεν. |
Θ. Ιερ. 5,21 |
Γυρισέ μας εν μετανοία προς σέ, Κυριε, και ημείς θα επιστρέψωμεν. Ανανέωσε και ξανακαινούργωσε τας ημέρας μας, όπως προηγουμένως. |
|
Θ. Ιερ. 5,22 |
ὅτι ἀπωθούμενος ἀπώσω ἡμᾶς, ὠργίσθης ἐφ᾿ ἡμᾶς ἕως σφόδρα. |
Θ. Ιερ. 5,22 |
Διότι μέχρι σήμερον μας απώθησές με σφοδρότητα. Και τούτο, διότι δικαίως ωργίσθης πολύ εναντίον μας. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου