Καινή Διαθήκη Κατά Ματθαίον
Κεφάλαια: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28
Κεφάλαιο 1ο | ||
Ματθ. 1,1 | Βίβλος γενέσεως Ἰησοῦ Χριστοῦ, υἱοῦ Δαυΐδ, υἱοῦ Ἀβραάμ. | |
Ματθ. 1,1 | Βιβλίον της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού, απογόνου κατά το ανθρώπινον του βασιλέως Δαυΐδ, ο οποίος πάλιν υπήρξεν απόγονος του πατριάρχου Αβραάμ. | |
Ματθ. 1,2 | Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰούδαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ, | |
Ματθ. 1,2 | Διότι ο Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, ο Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ, ο δε Ιακώβ εγέννησε τον Ιούδαν και τους αδελφούς αυτού. | |
Ματθ. 1,3 | Ἰούδας δὲ ἐγέννησε τὸν Φαρὲς καὶ τὸν Ζαρὰ ἐκ τῆς Θάμαρ, Φαρὲς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐσρώμ, Ἐσρὼμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀράμ, | |
Ματθ. 1,3 | Ο Ιούδας δε εγέννησε από την νύμφην αυτού Θάμαρ τους διδύμους Φαρές και Ζαρά, ο Φαρές δε εγέννησε τον Εσρώμ, ο Εσρώμ δε εγέννησε τον Αράμ. | |
Ματθ. 1,4 | Ἀρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμιναδάβ, Ἀμιναδὰβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ναασσών, Ναασσὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Σαλμών, | |
Ματθ. 1,4 | Ο Αράμ δε εγέννησε τον Αμιναδάβ, ο Αμιναδάβ δε εγέννησε τον Ναασσών, ο Ναασσών δε εγέννησε τον Σαλμών. | |
Ματθ. 1,5 | Σαλμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Βοὸζ ἐκ τῆς Ῥαχάβ, Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβὴδ ἐκ τῆς Ῥούθ, Ὠβὴδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, | |
Ματθ. 1,5 | Ο Σαλμών δε εγέννησε τον Βοόζ από την τέως αμαρτωλήν Ραχάβ, ο Βοόζ δε εγέννησε τον Ωβήδ από την Μωαβίτιδα Ρούθ, ο Ωβήδ δε εγέννησε τον Ιεσσαί. | |
Ματθ. 1,6 | Ἰεσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα. Δαυΐδ δὲ ὁ βασιλεὺς ἐγέννησε τὸν Σολομῶντα ἐκ τῆς τοῦ Οὐρίου, | |
Ματθ. 1,6 | Ο Ιεσσαί δε εγέννησε τον βασιλέα Δαυΐδ, ο δε βασιλεύς Δαυίδ εγέννησε τον Σολομώντα από την γυναίκα του Ουρίου. | |
Ματθ. 1,7 | Σολομὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ῥοβοάμ, Ῥοβοάμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιά, Ἀβιὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀσά, | |
Ματθ. 1,7 | Ο Σολομών δε εγέννησε τον Ροβοάμ, ο Ροβοάμ δε εγέννησε τον Αβιά, ο Αβιά δε εγέννησε τον Ασά. | |
Ματθ. 1,8 | Ἀσὰ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσαφάτ, Ἰωσαφάτ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωράμ, Ἰωρὰμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὀζίαν, | |
Ματθ. 1,8 | Ο Ασά δε εγέννησε τον Ιωσαφάτ, ο Ιωσαφάτ δε εγέννησε τον Ιωράμ, ο Ιωράμ δε εγέννησε τον Οζίαν. | |
Ματθ. 1,9 | Ὀζίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωάθαμ, Ἰωάθαμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἄχαζ, Ἄχαζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐζεκίαν, | |
Ματθ. 1,9 | Ο Οζίας δε εγέννησε τον Ιωάθαμ, ο Ιωάθαμ δε εγέννησε τον Αχαζ, ο Αχαζ δε εγέννησε τον Εζεκίαν. | |
Ματθ. 1,10 | Ἐζεκίας δὲ ἐγέννησε τὸν Μανασσῆ, Μανασσῆς δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀμών, Ἀμὼν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσίαν, | |
Ματθ. 1,10 | Ο Εζεκίας δε εγέννησε τον Μανασσή, ο Μανασσής δε εγέννησε τον Αμών, ο Αμών δε εγέννησε τον Ιωσίαν. | |
Ματθ. 1,11 | Ἰωσίας δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεχονίαν καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος. | |
Ματθ. 1,11 | Ο Ιωσίας δε εγέννησε τον Ιεχονίαν και τους αδελφούς αυτού κατά την εποχήν, που απήχθησαν αιχμάλωτοι εις την Βαβυλώνα οι Ιουδαίοι. | |
Ματθ. 1,12 | Μετὰ δὲ τὴν μετοικεσίαν Βαβυλῶνος Ἰεχονίας ἐγέννησε τὸν Σαλαθιήλ, Σαλαθιὴλ δὲ ἐγέννησε τὸν Ζοροβάβελ, | |
Ματθ. 1,12 | Επειτα δε από την βιαίαν αυτήν μετανάστευσιν των Ιουδαίων εις Βαβυλώνα και την ζωήν των εκεί ως αιχμαλώτων, ο Ιεχονίας εγέννησε τον Σαλαθιήλ, ο δε Σαλαθιήλ εγέννησε τον Ζοροβάβελ. | |
Ματθ. 1,13 | Ζοροβάβελ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀβιούδ, Ἀβιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιακείμ, Ἐλιακεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀζώρ, | |
Ματθ. 1,13 | Ο Ζοροβάβελ δε εγέννησε τον Αβιούδ, ο Αβιούδ δε εγέννησε τον Ελιακείμ, Ελιακείμ δε εγέννησε τον Αζώρ. | |
Ματθ. 1,14 | Ἀζὼρ δὲ ἐγέννησε τὸν Σαδώκ, Σαδὼκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἀχείμ, Ἀχεὶμ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλιούδ, | |
Ματθ. 1,14 | Ο Αζώρ δε εγέννησε τον Σαδώκ, ο Σαδώκ δε εγέννησε τον Αχείμ, ο Αχείμ δε εγέννησε τον Ελιούδ. | |
Ματθ. 1,15 | Ἐλιοὺδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἐλεάζαρ, Ἐλεάζαρ δὲ ἐγέννησε τὸν Ματθάν, Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, | |
Ματθ. 1,15 | Ο Ελιούδ δε εγέννησε τον Ελεάζαρ, ο Ελεάζαρ δε εγέννησε τον Ματθάν, ο Ματθάν δε εγέννησε τον Ιακώβ. | |
Ματθ. 1,16 | Ἰακὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄνδρα Μαρίας, ἐξ ἧς ἐγεννήθη Ἰησοῦς ὁ λεγόμενος Χριστός. | |
Ματθ. 1,16 | Ο Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ, τον μνηστήρα της Μαρίας, από την οποίαν εγεννήθη ο Ιησούς ο ονομαζόμενος Χριστός. | |
Ματθ. 1,17 | Πᾶσαι οὖν αἱ γενεαὶ ἀπὸ Ἀβραάμ ἕως Δαυΐδ γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ Δαυΐδ ἕως τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος γενεαὶ δεκατέσσαρες, καὶ ἀπὸ τῆς μετοικεσίας Βαβυλῶνος ἕως τοῦ Χριστοῦ γενεαὶ δεκατέσσαρες. | |
Ματθ. 1,17 | Ολαι λοιπόν αι γενεαί από τον Αβραάμ μέχρι του Δαυίδ είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από Δαυίδ μέχρι της μετοικεσίας των Ιουδαίων ως αιχμαλώτων εις την Βαβυλώνα είναι γενεαί δεκατέσσαρες και από της μετοικεσίας εις την Βαβυλώνα μέχρι των ημερών του Χριστού γενεαί πάλιν δεκατέσσαρες. | |
Ματθ. 1,18 | Τοῦ δὲ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ γέννησις οὕτως ἦν. μνηστευθείσης γὰρ τῆς μητρὸς αὐτοῦ Μαρίας τῷ Ἰωσήφ, πρὶν ἢ συνελθεῖν αὐτοὺς εὑρέθη ἐν γαστρὶ ἔχουσα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου. | |
Ματθ. 1,18 | Η δε γέννησις του Ιησού Χριστού έγινε κατά τον ακόλουθον υπερφυσικόν τρόπον. Οταν δηλαδή εμνηστεύθη η μήτηρ αυτού Μαρία με τον Ιωσήφ, χωρίς να συνοικήσουν ως σύζυγοι, ευρέθη έγκυος από την δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος. | |
Ματθ. 1,19 | Ἰωσὴφ δὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς, δίκαιος ὢν καὶ μὴ θέλων αὐτὴν παραδειγματίσαι, ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν. | |
Ματθ. 1,19 | Ο δε Ιωσήφ, ο μνηστήρ αυτής, όταν αντελήφθη την εγκυμοσύνην αυτής, επήρε την απόφασιν να διαλύση την μνηστείαν. Επειδή όμως ήτο ενάρετος και εύσπλαγχνος δεν ηθέλησε να την διαπομπεύση δημοσία, αλλ'εσκέφθη να την διώξη μυστικά χωρίς να ανακοινώση εις κανένα τας υποψίας του. | |
Ματθ. 1,20 | Ταῦτα δὲ αὐτοῦ ἐνθυμηθέντος ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ ἐφάνη αὐτῷ λέγων· Ἰωσὴφ υἱὸς Δαυΐδ, μὴ φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριὰμ τὴν γυναῖκά σου· τὸ γὰρ ἐν αὐτῇ γεννηθὲν ἐκ Πνεύματός ἐστιν Ἁγίου. | |
Ματθ. 1,20 | Ενώ δε αυτά είχε στον νουν, ιδού ένας άγγελος του Κυρίου παρουσιάσθη στο όνειρόν του και του είπεν· Ιωσήφ, απόγονε του Δαυΐδ, μη διστάσης, να παραλάβης στον οίκον σου την Μαριάμ, την αγνήν και πιστήν μνηστή σου, διότι το παιδίον που κυοφορείται έντος αυτής έχει συλληφθή από την δημιουργικήν ενέργειαν του Αγίου Πνεύματος. | |
Ματθ. 1,21 | τέξεται δὲ υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν· αὐτὸς γὰρ σώσει τὸν λαὸν αὐτοῦ ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν αὐτῶν. | |
Ματθ. 1,21 | Θα γεννήση δε υιόν, και συ (ο οποίος σύμφωνα με τον νόμον θεωρείσαι προστάτης και πατέρας του) θα το ονομάσης Ιησούν (δηλαδή Θεόν-Σωτήρα) διότι αυτός θα σώση πράγματι τον λαόν του από τας αμαρτίας αυτών. | |
Ματθ. 1,22 | Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· | |
Ματθ. 1,22 | Και όλον αυτό το θαυμαστόν και μοναδικόν γεγονός έγινε, δια να πραγματοποιηθή και επαληθεύση αυτό, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου Ησαΐου· | |
Ματθ. 1,23 | ᾿Ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσουσι τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ, ὅ ἐστι μεθερμηνευόμενον μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός. | |
Ματθ. 1,23 | “Ιδού η αγνή και άμωμος παρθένος θα συλλάβη και θα γεννήση υιόν, χωρίς να γνωρίση άνδρα, και θα ονομάσουν αυτόν Εμμανουήλ, όνομα που σημαίνει· Ο Θεός είναι μαζή μας”. | |
Ματθ. 1,24 | Διεγερθεὶς δὲ ὁ Ἰωσὴφ ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἐποίησεν ὡς προσέταξεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ παρέλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, | |
Ματθ. 1,24 | Αμέσως λοιπόν μόλις εσηκώθη από τον ύπνον ο Ιωσήφ, έκαμε όπως τον είχε διατάξει ο άγγελος του Κυρίου και παρέλαβε στον οίκον του με εμπιστοσύνην και σεβασμόν την μνηστήν του. | |
Ματθ. 1,25 | καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. | |
Ματθ. 1,25 | Και ποτέ δεν εγνώρισεν αυτήν ως σύζυγον ούτε και όταν εγέννησεν αυτή τον πρώτον και μοναδικόν υιόν της ούτε και μετά ταύτα. Και εκάλεσεν ο Ιωσήφ το όνομα του παιδίου Ιησούν. | |
Κεφάλαιο 2ο | ||
Ματθ. 2,1 | Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα | |
Ματθ. 2,1 | Οταν δε εγεννήθη ο Ιησούς εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, κατά τας ημέρας που βασιλεύς ήτο ο Ηρώδης, ιδού μάγοι (δηλαδή άνθρωποι σοφοί που εμελετούσαν και τους αστέρας του ουρανού) ήλθον από τας χώρας της Ανατολής εις τα Ιεροσόλυμα. | |
Ματθ. 2,2 | λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. | |
Ματθ. 2,2 | Και ερωτούσαν τους κατοίκους· “που είναι ο νεογέννητος βασιλεύς των Ιουδαίων; Διότι ημείς είδαμεν τον αστέρα αυτού εις την Ανατολήν και από το ουράνιον αυτό φαινόμενον επληροφορηθήκαμεν την γέννησίν του και ήλθομεν να τον προσκυνήσωμεν”. | |
Ματθ. 2,3 | Ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ᾿ αὐτοῦ, | |
Ματθ. 2,3 | Οταν ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης να γίνεται λόγος δια νεογέννητον Βασιλέα εκυριεύθη από ταραχήν, διότι εφοβήθη μήπως του αρπάση εκείνος την βασιλείαν· μαζή με τον Ηρώδην εταράχθησαν και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ (φοβηθέντες μήπως εκσπάση και εις βάρος αυτών η οργή του αιμοβόρου βασιλέως). | |
Ματθ. 2,4 | καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ᾿ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. | |
Ματθ. 2,4 | Ο Ηρώδης, αφού εκάλεσε και συνεκέντρωσε όλους τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού (αυτούς που εθεωρείτο ότι εγνώριζαν τον νόμον και τους προφήτας) εζητούσε πληροφορίας, που, σύμφωνα με τας Γραφάς, θα εγεννάτο ο Χριστός. | |
Ματθ. 2,5 | οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· | |
Ματθ. 2,5 | Εκείνοι δε του είπαν· “εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, διότι έτσι έχει γραφή από τον προφήτην Μιχαίαν· | |
Ματθ. 2,6 | Καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ. | |
Ματθ. 2,6 | Και συ Βηθλεέμ, που ανήκεις εις την περιοχήν της φυλής Ιούδα μολονότι μικρά στον πληθυσμόν, δεν είσαι από απόψεως αξίας καθόλου μικρότερη και άσημη από τας μεγάλας πόλεις της φυλής του Ιούδα. Και τούτο, διότι από σε θα προέλθη και θα αναδειχθή άρχων, ο οποίος ως καλός πομήν θα οδηγήση με στοργήν τον λαόν μου τον Ισραηλιτικόν”. | |
Ματθ. 2,7 | Τότε Ἡρῴδης λάθρα καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσε παρ᾿ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, | |
Ματθ. 2,7 | Τοτε ο Ηρώδης εκάλεσε κρυφίως τους μάγους και επληροφορήθη ακριβώς από αυτούς τον χρόνον, κατά τον οποίον είχε φανή ο αστήρ. | |
Ματθ. 2,8 | καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλεὲμ εἶπε· πορευθέντες ἀκριβῶς ἐξετάσατε περὶ τοῦ παιδίου, ἐπὰν δὲ εὕρητε, ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. | |
Ματθ. 2,8 | Κατόπιν τους έστειλε εις την Βηθλεέμ και είπε· “πηγαίνετε εκεί και εξετάσατε με κάθε ακρίβειαν όλα τα περί του παιδίου· και όταν θα το εύρετε, πληροφορήσατέ με, δια να έλθω εις την Βηθλεέμ να το προσκυνήσω και εγώ”. | |
Ματθ. 2,9 | οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· | |
Ματθ. 2,9 | Οι δε μάγοι, αφού ήκουσαν τα λόγια του βασιλέως, εξεκίνησαν και επορεύοντο εις την Βηθλεέμ· και ιδού το λαμπρόν αστέρι, που είχαν ίδει εις την Ανατολήν, επροπορεύετο και τους ωδηγούσεν, έως ότου ήλθε και εστάθη επάνω από τον τόπον όπου ευρίσκετο το παιδίον. | |
Ματθ. 2,10 | ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα, | |
Ματθ. 2,10 | Οι μάγοι, όταν είδαν τον αστέρα, εδοκίμασαν πολύ μεγάλην χαράν (διότι ευρήκαν πάλιν τον ασφαλή οδηγόν των). | |
Ματθ. 2,11 | καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· | |
Ματθ. 2,11 | Και ελθόντες εις την οικίαν είδαν το παιδίον με την μητέρα αυτού Μαρίαν και πεσόντες στο έδαφος επροσκύνησαν με βαθείαν ευλάβειαν αυτό· και ανοίξαντες τας αποσκευάς και τα θησαυροφυλάκιά των του προσέφεραν δώρα, χρυσόν και πολύτιμα αρώματα της Ανατολής, λιβάνι και σμύρναν. | |
Ματθ. 2,12 | καὶ χρηματισθέντες κατ᾿ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι᾿ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν. | |
Ματθ. 2,12 | Επειδή δε έλαβον εντολήν και οδηγίαν από τον Θεόν εις όνειρόν των να μη επιστρέψουν προς τον Ηρώδην, ανεχώρησαν δια την πατρίδα των από άλλον δρόμον. | |
Ματθ. 2,13 | Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾿ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. | |
Ματθ. 2,13 | Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”. | |
Ματθ. 2,14 | Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, | |
Ματθ. 2,14 | Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον. | |
Ματθ. 2,15 | καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου, ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. | |
Ματθ. 2,15 | Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”. | |
Ματθ. 2,16 | Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσε παρὰ τῶν μάγων. | |
Ματθ. 2,16 | Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους. | |
Ματθ. 2,17 | τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· | |
Ματθ. 2,17 | Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει· | |
Ματθ. 2,18 | Φωνὴ ἐν Ῥαμᾷ ἠκούσθη, θρῆνος καὶ κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ῥαχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελε παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. | |
Ματθ. 2,18 | “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”. | |
Ματθ. 2,19 | Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου κατ᾿ ὄναρ φαίνεται τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ | |
Ματθ. 2,19 | Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον | |
Ματθ. 2,20 | λέγων· ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ· τεθνήκασι γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. | |
Ματθ. 2,20 | και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”. | |
Ματθ. 2,21 | ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἦλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. | |
Ματθ. 2,21 | Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην. | |
Ματθ. 2,22 | ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει ἐπὶ τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ Ἡρῴδου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾿ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, | |
Ματθ. 2,22 | Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον). | |
Ματθ. 2,23 | καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται. | |
Ματθ. 2,23 | Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς του) Ναζωραίος”. | |
Κεφάλαιο 3ο | ||
Ματθ. 3,1 | Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας | |
Ματθ. 3,1 | Κατά τας ημέρας εκείνας (που ο Ιησούς εζούσε αφανής εις την Ναζαρέτ) έκαμε την εμφάνισίν του ο Ιωάννης ο βαπτιστής και εκήρυσσε εις την έρημος της Ιουδαίας (που ευρίσκεται εις τα βόρεια της Νεκράς θαλάσσης). | |
Ματθ. 3,2 | καὶ λέγων· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 3,2 | Και έλεγε· “μετανοείτε, αλλάξατε φρονήματα και ζωήν, διότι η βασιλεία των ουρανών (την οποίαν θα μας φέρη ο Μεσσίας) έχει πλέον πλησιάσει”. | |
Ματθ. 3,3 | οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ῥηθεὶς ὑπὸ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ. | |
Ματθ. 3,3 | Αυτός δε ο Ιωάννης ήτο εκείνος, δια τον οποίον είχε προφητεύσει ο Ησαΐας λέγων· “φωνή ανθρώπου ο οποίος κράζει μεγαλοφώνως εις την έρημον· Ετοιμάσατε τον δρόμον του Κυρίου, κάματε ευθείς και ομαλούς τους δρόμους αυτού· (δηλαδή προπαρασκευάσατε τις καρδιές σας και καθαρίσατε τις ψυχές σας, δια να τις επισκεφθή ο Κυριος). | |
Ματθ. 3,4 | Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον. | |
Ματθ. 3,4 | Ο δε Ιωάννης (αφοσιωμένος στον Κυριον και την αποστολήν του) εζούσε ασκητικήν ζωήν· εφορούσε ένδυμα από τρίχας καμήλου και δερματίνην ζώνην, γύρω από την μέσην του. Ετρωγε δε μόνον ακρίδας (από εκείνας, που κοπάδια ήρχοντο από την Αραβίαν και τας άλλας περιοχάς) και μέλι, το οποίον άγρια μελίσσια αποθήκευαν εις σχισμάς βράχων η κουφάλες δένδρων. | |
Ματθ. 3,5 | Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου, | |
Ματθ. 3,5 | Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και όλης της Ιουδαίας και όλης της περιοχής δεξιά και αριστερά του Ιορδάνου έβγαιναν τότε εις την έρημον προς τον Ιωάννην. | |
Ματθ. 3,6 | καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. | |
Ματθ. 3,6 | Και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην, όπου συγχρόνως εξωμολογούντο και τας αμαρτίας των. | |
Ματθ. 3,7 | ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; | |
Ματθ. 3,7 | Οταν δε ο Ιωάννης είδε πολλούς από τάξιν των υποκριτών Φαρισαίων και των υλιστών Σαδδουκαίων να έρχονται, δια να δεχθούν το βάπτισμά του, είπε προς αυτούς· “Γεννήματα από φαρμακιερές οχιές (που έχετε κληρονομικώς από τους προγόνος σας το δηλητήριον της κακίας και της μοχθηρίας) ποιός σας ωδήγησε να αποφύγετε την δικαίαν του Θεού οργήν, που θα ξεσπάση έντος ολίγου; | |
Ματθ. 3,8 | ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας, | |
Ματθ. 3,8 | Δια να σωθήτε, δεν αρκεί το βάπτισμα, αλλά πρέπει να κάμετε και έργα καλά, που θα είναι καρπός και απόδειξις της ειλικρινούς μετανοίας σας. | |
Ματθ. 3,9 | καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ. | |
Ματθ. 3,9 | Και μη νομίσετε ότι ημπορείτε να σωθήτε με το να λέγετε μέσα σας, και μάλιστα με καύχησιν, πατέρα έχομεν τον πατριάρχην Αβραάμ. Διότι σας λέγω τούτο, ότι ο Θεός ημπορεί και από αυτές τις πέτρες να αναδείξη δια θαύματος αξίου απογόνους του Αβραάμ. | |
Ματθ. 3,10 | ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. | |
Ματθ. 3,10 | Τωρα δε και το τσεκούρι ευρίσκεται πλέον κοντά εις την ρίζαν των δένδρων. (Εφθασε δηλαδή ο καιρός, που θα εκδηλωθή η δικαιοσύνη του Θεού)· κάθε δένδρον, που δεν κάνει καρπόν καλόν, κόπτετει σύριζα και ρίχνεται στην φωτιά (αυτό θα πάθη κάθε άνθρωπος, του οποίου τα έργα δεν είναι καλά). | |
Ματθ. 3,11 | ἐγὼ μὲν βαπτίζω ὑμᾶς ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μου ἐστίν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ καὶ πυρί. | |
Ματθ. 3,11 | Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, δια να σας οδηγήσω εις την μετάνοιαν· εκείνος όμως που έρχεται έπειτα από εμέ, είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι εγώ άξιος ούτε τα υποδήματά του να βαστάσω. Αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον και με το πυρ της χάριτος (που κατακαίει την αμαρτίαν, καθαρίζει δε και ζωογονεί την ψυχήν). | |
Ματθ. 3,12 | οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. | |
Ματθ. 3,12 | Αυτός κρατεί στο χέρι του το φτυάρι και θα καθαρίση πλήρως το αλώνι του· και το μεν σιτάρι του θα το συγκεντρώση εις την αποθήκην (τους δικαίους δηλαδή και εναρέτους θα παραλάβη εις την βασιλείαν του) το δε άχυρον θα το κατακαύση εις άσβεστον πυρ, (δηλαδή τους αμετανοήτους αμαρτωλούς θα τους καταδικάση εις την γέενναν του πυρός). Ακούσατέ τα αυτά Σαδδουκαίοι και Φαρισσαίοι”. | |
Ματθ. 3,13 | Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 3,13 | Τοτε έρχεται ο Ιησούς από την Γαλιλαίαν (όπου έμενε και ησχολείτο με την ξυλουργικήν τέχνην) στον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην, δια να βαπτισθή από αυτόν. | |
Ματθ. 3,14 | ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; | |
Ματθ. 3,14 | Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε με επιμονήν και έλεγε· “εγώ, ο ατελής και αδύνατος άνθρωπος, έχω ανάγκην να βαπτισθώ από σε, και συ, ο αναμάρτητος και τέλειος, έρχεσαι να βαπτισθής από εμέ;” | |
Ματθ. 3,15 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην· τότε ἀφίησιν αὐτόν· | |
Ματθ. 3,15 | Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε προς αυτόν· “έτσι είναι, αλλά άφησε τώρα τας αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολίες στο βάπτισμά μου, διότι έτσι πρέπει, και για μένα και για σένα, να εκπληρώσω κάθε εντολήν του Θεού· μία από τας εντολάς είναι και αυτή”. Τοτε ο Ιωάννης τον αφήκε να βαπτισθή. | |
Ματθ. 3,16 | καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν· | |
Ματθ. 3,16 | Και ο Ιησούς, όταν εβαπτίσθη, εβγήκε αμέσως από το νερό (διότι δεν είχε καμμίαν αμαρτίαν να εξομολογηθή, ενώ οι άλλοι έμεναν εις αυτό, όσον χρόνον διαρκούσε η εξομολόγησίς των). Και ιδού ηνοίχθησαν χάριν αυτού οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνη υπό την μορφήν της περιστεράς και να έρχεται επάνω εις αυτόν. | |
Ματθ. 3,17 | καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. | |
Ματθ. 3,17 | Και ιδού ηκούσθη από τους ουρανούς η φωνή του Θεού και Πατρός, ο οποίος έλεγεν· “Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος (ο μονογενής ως Θεός υιός μου, και ο απολύτως αναμάρτητος ως άνθρωπος) στον οποίον αναπαύομαι πάντοτε πλήρως, διότι πράττει το αρεστόν εις εμέ”. | |
Κεφάλαιο 4ο | ||
Ματθ. 4,1 | Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, | |
Ματθ. 4,1 | Τοτε ο Ιησούς ωδηγήθη από το Πνεύμα το Αγιον εις κάποιο υψηλότερον μέρος της ερήμου, δια να πειρασθή ως άνθρωπος από τον διάβολον (και νικήση εξ ολοκλήρου αυτόν). | |
Ματθ. 4,2 | καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασε. | |
Ματθ. 4,2 | Και αφού ενήστευσε κατά συνέχειαν τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας, ύστερα (και ως άνθρωπος που ήτο) επείνασε. | |
Ματθ. 4,3 | καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ πειράζων εἶπεν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται. | |
Ματθ. 4,3 | Τοτε ο διάβολος, που έχει ως έργον το να πειράζη τους ανθρώπους, τον επλησίασεν υπούλως και του είπεν· “εάν είσαι Υιός του Θεού (όπως είπεν η φωνή που ηκούσθη από τον ουρανόν στον Ιορδάνην) θαυματούργησε, πες να γίνουν αυτοί οι λίθοι άρτοι, δια να φάγης”. | |
Ματθ. 4,4 | Ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· γέγραπται, οὐκ ἐπ᾿ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ. | |
Ματθ. 4,4 | Ο δε Ιησούς απάντησεν· “είναι γραμμένον εις την Παλαιάν Διαθήκην· Ο άνθρωπος δεν θα ζη με άρτον μόνον, αλλά και με κάθε λόγον που βγαίνει από το στόμα του Θεού. (Οταν δε ο Θεός το είπη, ζη ο άνθρωπος και χωρίς τροφήν). | |
Ματθ. 4,5 | Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ | |
Ματθ. 4,5 | Τοτε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος και δια του αέρος τον φέρνει εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ, και τον τοποθετεί στο άκρο της στέγης του ναού του Σολομώντος. | |
Ματθ. 4,6 | καὶ λέγει αὐτῷ· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτόν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ, καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσί σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου. | |
Ματθ. 4,6 | Και λέγει προς αυτόν· “εάν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε τον εαυτόν σου κάτω· διότι είναι γραμμένον, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν στους αγγέλους προς χάριν σου και αυτοί θα σε σηκώσουν εις τα χέρια των αμέσως με προσοχήν, μήπως τυχόν και κτυπήση το πόδι σου προς κάποιον λίθον. (Τα δε πλήθη, που είναι συγκετρωμένα εις τας αυλάς του ναού, θα ίδουν το θαύμα και θα πιστεύσουν)”. | |
Ματθ. 4,7 | ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· πάλιν γέγραπται, οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου. | |
Ματθ. 4,7 | Απάντησεν εις αυτόν ο Ιησούς· “είναι επίσης γραμμένον· Δεν θα εκθέσης τον εαυτόν σου εις κίνδυνον, δια να δικιμάσης τον Θεόν” (και να πεισθής τάχα με χειροπιαστά γεγονότα, ότι πράγματι σε αγαπά και σε προστατεύει). | |
Ματθ. 4,8 | Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν | |
Ματθ. 4,8 | Παλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος και δια του αέρος τον μεταφέρει εις ένα πανύψηλον όρος και από εκεί του δικνύει πανοραματικώς όλα τα βασίλεια του κόσμου, τα πλούτη, τα μεγαλεία και την άλλην δόξαν των. | |
Ματθ. 4,9 | καὶ λέγει αὐτῷ· ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι. | |
Ματθ. 4,9 | Και του λέγει· “όλα αυτά είναι ιδικά μου και θα σου τα δώσω, εάν με αναγνωρίσης ως κύριόν σου και πέσης κατά γης και με προσκυνήσης”. | |
Ματθ. 4,10 | τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις. | |
Ματθ. 4,10 | Τοτε λέγει με αγανάκτησιν ο Ιησούς· “φύγε αμέσως από εμπρός μου, σατανά. Διότι έχει γραφή· Κυριον τον Θεόν σου θα προσκυνήσης και αυτόν μόνον θα λατρεύσης”. | |
Ματθ. 4,11 | Τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι προσῆλθον καὶ διηκόνουν αὐτῷ. | |
Ματθ. 4,11 | Τοτε ο διάβολος (έπειτα από την τριπλήν του ήτταν) αφήκεν τον Ιησούν· και ιδού άγγελοι του Θεού ήλθαν πλησίον του Ιησού και τον υπηρετούσαν ως νικητήν. | |
Ματθ. 4,12 | Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. | |
Ματθ. 4,12 | Οταν δε ο Ιησούς ήκουσεν ότι ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου Αντίπα και ερρίφθη στην φυλακήν, ανεχώρησεν από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. | |
Ματθ. 4,13 | καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ, | |
Ματθ. 4,13 | Και αφού εγκατέλειψε την Ναζαρέτ, ήλθεν και εγκατεστάθη εις την Καπερναούμ, η οποία ήτο κτισμένη εις την παραλίαν της Γεννησαρέτ, εις τα όρια των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. | |
Ματθ. 4,14 | ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· | |
Ματθ. 4,14 | Και εξεπληρώθη έτσι αυτό, που είχε προείπει ο προφήτης Ησαΐας λέγων· | |
Ματθ. 4,15 | γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, | |
Ματθ. 4,15 | “Η περιοχή της φυλής Ζαβουλών και η περιοχή της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνεται πλησίον της θαλάσσης της Γεννησαρέτ και προς ανατολάς του Ιορδάνου, η Γαλιλαία η γεμάτη από εθνικούς, | |
Ματθ. 4,16 | ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. | |
Ματθ. 4,16 | ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι της θρησκευτικής αγνοίας και πλάνης, είδε πνευματικόν φως μέγα, τον Χριστόν, και εις αυτούς που κάθονται δούλοι ψυχικώς εις την χώραν, που την σκαπάζει καταθλιπτικόν το πυκνότατον σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου, ανέτειλε και έλαμψε φως από τον ουρανόν”. | |
Ματθ. 4,17 | Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 4,17 | Από τότε πλέον ήρχισεν ο Ιησούς να κηρύττη δημοσία και να λέγη· “μετανοείτε, διότι έχει πλησιάσει πλέον η βασιλεία των ουρανών, η πνευματική και αγία ζωή της λυτρώσεως και της μακαριότητος”. | |
Ματθ. 4,18 | Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδε δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. | |
Ματθ. 4,18 | Ενώ δε περιπατούσε εις την παραλίαν της θαλάσσης της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σιμωνα, τον οποίον αργότερα ο ίδιος ο Χριστός ωνόμασε Πετρον, και τον Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, οι οποίοι έριπταν το δίκτυον εις την θάλασσαν, διότι ήσαν ψαράδες· | |
Ματθ. 4,19 | καὶ λέγει αὐτοῖς· δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. | |
Ματθ. 4,19 | και λέγει εις αυτούς· “ακολουθήσατέ με και εγώ θα σας κάμω ικανούς να ψαρεύετε και να προσελκύετε ανθρώπους εις την βασιλείαν των ουρανών με το δίκτυον του κυρήγματος”. | |
Ματθ. 4,20 | οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. | |
Ματθ. 4,20 | Αυτοί αμέσως εγκατέλειψαν τα δίκτυα και τον ηκολούθησαν. | |
Ματθ. 4,21 | Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῷ καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν, καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. | |
Ματθ. 4,21 | Και προχωρήσας από εκεί είδε δύο άλλους αδελφούς, τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν αυτού να ετοιμάζουν μαζή με τον πατέρα των τον Ζεβεδαίον τα δίκτυά των μέσα στο πλοίον· και τους εκάλεσεν. | |
Ματθ. 4,22 | οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. | |
Ματθ. 4,22 | Αυτοί δε, χωρίς αναβολήν, άφησαν το πλοίον και τον πατέρα των και τον ηκολούθησαν. | |
Ματθ. 4,23 | Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. | |
Ματθ. 4,23 | Ο δε Ιησούς περιήρχετο τότε όλην την Γαλιλαίαν, εδίδασκεν εις τας συναγωγάς (όπου κάθε Σαββατον εμαζεύοντο οι Εβραίοι) εκήρυσσε το χαρμόσυνον άγγελμα της πνευματικής βασιλείας, που θα εγκαθίδρυε, και εθεράπευε κάθε ασθένειαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν μεταξύ του λαού. | |
Ματθ. 4,24 | καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· | |
Ματθ. 4,24 | Και εξεχύθη η φήμη αυτού εις όλην την Συρίαν. Και έφεραν προς αυτόν όσους έπασχαν από διαφόρους ασθενείας και εβασανίζοντο από πόνους, και τους δαιμονιζομένους και τους σεληνιαζομένους και τους παραλυτικούς· και αυτός τους εθεράπευσεν όλους. | |
Ματθ. 4,25 | καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ Ἱεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου. | |
Ματθ. 4,25 | Εξ αιτίας δε της διδασκαλίας και των θαυμάτων που έκανε, ηκολούθησαν αυτόν πολλά πλήθη από την Γαλιλαίαν και από τας δέκα ελληνικάς πόλεις (που είχαν κυρίως κτισθή πέραν από την ανατολικήν όχθην του Ιορδάνου), όπως επίσης τον ακολουθούσαν και πλήθη από τα Ιεροσόλυμα και την Ιουδαίαν και από την περιοχήν, η οποία εκτείνεται εκείθεν από τον Ιορδάνην. | |
Κεφάλαιο 5ο | ||
Ματθ. 5,1 | Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος, καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, | |
Ματθ. 5,1 | Οταν δε είδεν ο Ιησούς τα πλήθη, που είχαν έλθει να τον ακούσουν, ανέβη ολίγον εις την πλαγιάν του όρους και αφού εκάθισεν, ήλθαν πλησίον οι μαθηταί του. | |
Ματθ. 5,2 | καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων· | |
Ματθ. 5,2 | Και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν τους μαθητάς και τα πλήθη και έλεγε· | |
Ματθ. 5,3 | μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 5,3 | “Μακάριοι και τρισευτιχισμένοι είναι εκείνοι, που συναισθάνονται την πνευματικήν πτωχείαν των (και εξαρτούν τον εαυτόν τους με ταπείνωσιν και πίστιν από τον Θεόν), διότι ιδική των είναι η βασιλεία των ουρανών. | |
Ματθ. 5,4 | μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακλήθησονται. | |
Ματθ. 5,4 | Μακάριοι είναι όσοι πενθούν (δια τας αμαρτίας των και δια το κακόν που επικρατεί στον κόσμον) διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεόν. | |
Ματθ. 5,5 | μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν. | |
Ματθ. 5,5 | Μακάριοι είναι οι πράοι και ειρηνικοί, διότι αυτοί θα λάβουν ως κληρονομίαν την νέαν γην της επαγγελίας, την άνω Ιερουσαλήμ, την βασιλείαν των ουρανών. | |
Ματθ. 5,6 | μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. | |
Ματθ. 5,6 | Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν δια να αποκτήσουν οι ίδιοι, να επικρατήση δε και στον κόσμον η δικαιοσύνη και η αρετή, διότι αυτοί θα χορτάσουν. | |
Ματθ. 5,7 | μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. | |
Ματθ. 5,7 | Μακάριοι οι ευσπλαγχνικοί και ελεήμονες, που συμπονούν και ελεούν τον πάσχοντα, διότι αυτοί θα ελεηθούν πλουσίως από τον Θεόν. | |
Ματθ. 5,8 | μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται. | |
Ματθ. 5,8 | Μακάριοι όσοι έχουν καθαράν και αμόλυντον την καρδίαν, διότι αυτοί θα ίδουν τον Θεόν εις την δόξαν του. | |
Ματθ. 5,9 | μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. | |
Ματθ. 5,9 | Μακάριοι όσοι έχουν ειρήνην μέσα των και προσπαθούν να ειρηνεύουν τους ανθρώπους μεταξύ των, διότι αυτοί θα ανακηρυχθούν, εμπρός στον ουράνιον και επίγειον κόσμον, υιοί του Θεού. | |
Ματθ. 5,10 | μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 5,10 | Μακάριοι όσοι έχουν διωχθή ένεκα της αρετής και της πίστεώς των, διότι εις αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. | |
Ματθ. 5,11 | μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ῥῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. | |
Ματθ. 5,11 | Μακάριοι είσθε, όταν σας εμπαίξουν και σας υβρίσουν οι άνθρωποι, και σας διώξουν και, ψευδόμενοι, είπουν παντός είδους κακολογίας και κατηγορίας ενάντιον σας, επειδή πιστεύετε εις εμέ. | |
Ματθ. 5,12 | χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν. | |
Ματθ. 5,12 | Χαίρετε και γεμίστε από αγαλλίασιν, διότι η ανταμοιβή σας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη και ανυπολόγιστος· έτσι κατεδίωξαν και τους προφήτας τους οποίους ο Θεός είχε στείλει ενωρίτερα από σας, και οι οποίοι, δια τους διωγμούς που υπέστησαν, είναι μακάριοι. | |
Ματθ. 5,13 | Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. | |
Ματθ. 5,13 | Σεις οι μαθηταί μου είσθε το άλατι της γης (επειδή με το παράδειγμα και την διδασκαλίαν σας έχετε την δυνατότητα να νοστιμαίνετε την ζωήν των ανθρώπων και να προλαμβάνετε την ηθικήν σαπίλαν). Αλλά εάν το άλατι χάση αυτήν την ιδιότητά του, με τι άλλο θα αλατισθή, ώστε να αποκτήση πάλιν την ουσίαν και δύναμίν του; Δεν έχει πλέον καμμίαν αξίαν και εις τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, παρά να πεταχθή στον δρόμον και να καταπατήται από τους ανθρώπους. | |
Ματθ. 5,14 | Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· | |
Ματθ. 5,14 | Σεις με το φωτεινόν σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είσθε το πνευματικόν φως της ανθρωπότητος. Οπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθή, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη, είτε το θέλετε είτε όχι, εις την αντίληψιν των ανθρώπων. | |
Ματθ. 5,15 | οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασι αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. | |
Ματθ. 5,15 | Και όταν ανάπτουν λύχνον οι άνθρωποι, δεν τον θέτουν κάτω από τον κάδον, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, ώστε να φωτίζη όλους εκείνους που ευρίσκονται μέσα στο σπίτι. | |
Ματθ. 5,16 | οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 5,16 | Το φως λοιπόν (που επήρατε από εμέ και είναι τώρα ιδικόν σας) έτσι ας λάμψη εμπρός στους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον Πατέρα σας τον ουράνιον, που έχει τέτοια ενάρετα τέκνα. | |
Ματθ. 5,17 | Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι, ἀλλὰ πληρῶσαι. | |
Ματθ. 5,17 | Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταλύσω τον νόμον του Μωϋσέως η την διδασκαλίαν των προφητών. Δεν ήλθα να καταλύσω αυτά, αλλά να τα τηρήσω, να τα εκπληρώσω και να τα ολοκληρώσω εις ένα τέλειον νόμον. | |
Ματθ. 5,18 | ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. | |
Ματθ. 5,18 | Διότι σας διαβεβαιώ με πάσαν επισημότητα, ότι έως ότου υπάρχη ο ουρανός και η γη, ούτε ένα γιώτα η ένα κόμμα, δεν θα παραπέση από τον νόμον, μέχρι την στιγμήν που όλα θα επαληθεύσουν και θα πραγματοποιηθούν εις την ζωήν και το έργον μου. | |
Ματθ. 5,19 | ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ᾿ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 5,19 | Εκείνος λοιπόν, που θα παραβή μίαν από τας εντολάς αυτάς, που φαίνονται μικραί και ασήμαντοι, και διδάξη έτσι τους ανθρώπους, θα ονoμασθή ελάχιστος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως που θα αγωνισθή να τηρήση όλας τας εντολάς και διδάξη την τήρησιν αυτών και στους ανθρώπους, αυτός θα ανακηρυχθή μέγας εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Ματθ. 5,20 | λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 5,20 | Διότι σας λέγω και τούτο· εάν η αρετή σας δεν ξεπεράση πολύ την επιφανειακήν και τυπικήν αρετήν των Γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Ματθ. 5,21 | Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ φονεύσεις· ὃς δ᾿ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. | |
Ματθ. 5,21 | Ηκούσατε ότι ελέχθη από τον Θεόν στους αρχαίους, στους προγόνους σας· Δεν θα φονεύσης· εκείνος που θα φονεύση, θα είναι ένοχος και θα παραπεμθή στο μικρόν επταμελές συνέδριον, που λέγεται κρίσις. | |
Ματθ. 5,22 | Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῆ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ῥακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. | |
Ματθ. 5,22 | Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας που οργίζεται αδίκως και χωρίς σοβαρόν πνευματικόν λόγον ενάντιον του αδελφού του, έχει την ιδίαν ενόχην, όπως εκείνος που δικάζεται δια φόνον στο επταμελές συνέδριον. Εκείνος δε που θα υβρίση τον αδελφόν του και θα του είπη με περιφρόνησιν “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρυτέρου, από εκείνά που δικάζει το μεγάλο συνέδριον, το ανώτατον δηλαδή δικαστήριον των Εβραίων. Εκείνος δε που θα είπη με μίσος στον αδελφόν του “αμυαλε, τρελλέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθή με την στον Αδην γέενναν του πυρός. | |
Ματθ. 5,23 | Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, | |
Ματθ. 5,23 | Εάν λοιπόν προσφέρης το δώρον σου στο θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής ότι ο αδελφός σου έχει κάτι ενάντιόν σου εξ αιτίας της αδίκου και απρεπούς συμπεριφοράς σου, | |
Ματθ. 5,24 | ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου. | |
Ματθ. 5,24 | άφησε εκεί το δώρον σου εμπρός στο θυσιαστήριον και πήγαινε πρώτον συμφιλιώσου με τον αδελφόν σου και έπειτα έλα να προσφέρης το δώρον σου στον Θεόν. | |
Ματθ. 5,25 | Ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ᾿ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ καὶ ὁ κριτής σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτη, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ· | |
Ματθ. 5,25 | Συμβιβάσου και συμφιλιώσου γρήγορα με τον αντίδικόν σου, εφ' όσον ευρίσκεσαι μάζή του στον δρόμον, που οδηγεί στο δικαστήριον. Πρόλαβε, μήπως σε παραδώση ο αντίδικος στον δικαστήν, και ο δικαστής σε παραδώση ως ένοχον στον εκτελεστήν των ποινών και ριφθής έτσι εις την φυλακήν. | |
Ματθ. 5,26 | ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως οὗ ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην. | |
Ματθ. 5,26 | Σε διαβεβαιώνω ότι δεν θα βγης από εκεί, έως ότου εξοφλήσης και το τελευταίον δίλεπτον. | |
Ματθ. 5,27 | Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐ μοιχεύσεις. | |
Ματθ. 5,27 | Ηκούσατε ότι ελέχθη στους αρχαίους· να μη μοιχεύσης. | |
Ματθ. 5,28 | Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸν ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 5,28 | Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας, ο οποίος βλέπει γυναίκα με την πονηράν επιθυμίαν προς αμαρτίαν, ήδη με την εμπαθή αυτήν ματιάν διέπραξε την αμαρτίαν της μοιχείας μέσα εις την ακάθαρτον καρδίαν του. | |
Ματθ. 5,29 | εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμα σου βληθῇ εἰς γέενναν. | |
Ματθ. 5,29 | Εάν δε ο δεξιός σου οφθαλμός νοσή και σε ενοχλή και υπάρχη φόβος να βλάψη όλον το σώμα, βγάλε τον και πέταξέ τον μακρυά από σε. Διότι συμφέρει εις σε να χαθή ένα μέλος του σώματος, παρά να ριφθής μαζή με όλον το σώμα εις την γέενναν του πυρός. (Δηλαδή εάν ένα πρόσωπον πολύτιμον και αγαπητόν, όπως ο δεξιός οφθαλμός, σε εξερεθίζη προς αμαρτίαν, χωρίσου οριστικώς απ' αυτό και κόψε την επικοινωνίαν μαζή του, διότι σε συμφέρει να το στερηθής το πρόσωπον αυτό, παρά να ριφθής μαζή του στο άσβεστον πυρ της κολάσεως). | |
Ματθ. 5,30 | καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν. | |
Ματθ. 5,30 | Και εάν πρόσωπον χρήσιμον εις σε, όπως το δέξι σου χέρι, γίνεται πειρασμός να πέσης εις την αμαρτίαν, κόψε κάθε σχέσιν μαζή του και χωρίσου απ' αυτό, όπως θα έκοπτες και θα επετούσες το δέξι σου χέρι, εάν αυτό αποτελούσε κίνδυνον δι' όλον το σώμα· διότι σε συμφέρει να χαθή ένα από τα μέλη σου (να στερηθής δηλαδή τας υπηρεσίας του φίλου σου) και να μη ριφθής μαζή με εκείνον στο πυρ της κολάσεως. | |
Ματθ. 5,31 | Ἐῤῥέθη δέ· ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον. | |
Ματθ. 5,31 | Ακόμη ελέχθη, όποιος χωρίση την γυναίκα του, ας της δώση γραπτόν διαζύγιον. | |
Ματθ. 5,32 | Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσει, μοιχᾶται. | |
Ματθ. 5,32 | Εγώ όμως σας λέγω ότι όποιος χωρίσει την γυναίκα του χωρίς την αιτίαν της μοιχείας, την σπρώχνει εις την μοιχείαν (διότι μοιχεία είναι πλέον, εάν αυτή έλθη εις νέον γάμον, εφ' όσον ζη ο πρώτος της ανήρ). Και εκείνος που θα λάβη ως σύζυγον διεζευγμένην γυναίκα, διαπράττει μοιχείαν. | |
Ματθ. 5,33 | Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη τοῖς ἀρχαίοις, οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. | |
Ματθ. 5,33 | Παλιν έχετε ακούσει ότι ελέχθη στους προγόνους σας· δεν θα καταπατήσης τον όρκον σου, αλλά ως καθήκον ιερόν προς τον Κυριον θα τηρήσης τας υποσχέσεις και τας μαρτυρίας, που με όρκον ανέλαβες. | |
Ματθ. 5,34 | Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶ τοῦ Θεοῦ. | |
Ματθ. 5,34 | Εγώ όμως σας λέγω, να μην ορκισθήτε καθόλου, ούτε στον ουρανόν, διότι είναι θρόνος του παντοκράτορος Θεού, | |
Ματθ. 5,35 | μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστι τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶ τοῦ μεγάλου βασιλέως· | |
Ματθ. 5,35 | ούτε εις την γην, διότι είναι σαν άλλο υποπόδιον εις τα πόδια αυτού, ούτε εις τα Ιεροσόλυμα, διότι είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως Θεού, εφ' όσον εκεί είναι κτισμένος ο ναός του· | |
Ματθ. 5,36 | μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. | |
Ματθ. 5,36 | ούτε εις την κεφαλήν σου να ορκισθής, που είναι δημιούργημα του Θεού, διότι συ δεν μπορείς ούτε μίαν τρίχα να την κάμης μαύρην η άσπρη (δηλαδή εις τίποτε να μη ορκισθής, αφού τα πάντα τα γεμίζει η παρουσία του Θεού). | |
Ματθ. 5,37 | ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν. | |
Ματθ. 5,37 | Ας είναι δε ο λόγος σας αληθινός πάντοτε, ώστε το ναι να είναι ναι και το όχι να είναι όχι. Διότι το παραπάνω από αυτά είναι από τον πονηρόν, τον πατέρα του ψεύδους. | |
Ματθ. 5,38 | Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος· | |
Ματθ. 5,38 | Ηκούσατε ότι ελέχθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος (δηλαδή να ανταποδίδης ίσον κακόν προς το κακόν, που σου έκαμεν ο άλλος). | |
Ματθ. 5,39 | Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην· | |
Ματθ. 5,39 | Εγώ όμως σας λέγω να μη καταληφθήτε από οργήν και εχθρότητα και να μη αντισταθήτε στον πονηρόν άνθρωπον αποδιδόντες κακόν αντί κακού, αλλά αν κανείς σε ραπίση στο δεξιόν μέρος του πρωσώπου σας, γύρισε με πραότητα και υποχωρητικότητα και το άλλο μέρος του προσώπου (πρόθυμος να δεχθής και δεύτερον ράπισμα). | |
Ματθ. 5,40 | καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· | |
Ματθ. 5,40 | Και εις εκείνον που θέλει να σε οδηγήση εις τα δικαστήρια, δια να σου πάρη το υποκάμισον, άφησέ του και το επανωφόρι σου. | |
Ματθ. 5,41 | καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ᾿ αὐτοῦ δύο· | |
Ματθ. 5,41 | Και αν κανείς σε αγγαρεύση ένα μίλι πήγαινε μαζή του δύο (να φανής δηλαδή υποχωρητικός και ν' αποφύγης έτσι φιλονεικίας και διαπληκτισμούς). | |
Ματθ. 5,42 | τῷ αἰτοῦντί σε δίδου καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς. | |
Ματθ. 5,42 | Εις εκείνον που έχει πράγματι ανάγκην και σου ζητεί ελεημοσύνην, δίδε με ειλικρινή αγάπην, και μη περιφρονήσης αυτόν, που θέλει να δανεισθή από σε χωρίς τόκον. | |
Ματθ. 5,43 | Ἠκούσατε ὅτι ἐῤῥέθη, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. | |
Ματθ. 5,43 | Ηκούσατε ότι ελέχθη· θα αγαπήσης τον πλησίον σου και θα μισήσης τον εχθρόν σου. | |
Ματθ. 5,44 | Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς. | |
Ματθ. 5,44 | Εγώ όμως σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε αυτούς, οι οποίοι σας καταρώνται, ευεργετείτε αυτούς, οι οποίοι σας μισούν, και προσεύχεσθε δι' εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουν και σας συκοφαντούν και σας καταδιώκουν αδίκως, | |
Ματθ. 5,45 | ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. | |
Ματθ. 5,45 | δια να αναδειχθήτε έτσι τέκνα του ουρανίου Πατρός σας. Διότι και αυτός τον ζωογόνον ήλιόν του ανατέλλει εις πονηρούς και αγαθούς και στέλνει την βροχήν στους δικαίους και στους αδίκους. | |
Ματθ. 5,46 | ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; | |
Ματθ. 5,46 | Διότι, εάν αγαπήσετε εκείνους μόνον που σας αγαπούν, ποίαν ανταμοιβήν έχετε να περιμένετε από τον Θεόν; Μηπως και οι τελώναι δεν κάμνουν το ίδιο; | |
Ματθ. 5,47 | καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν; | |
Ματθ. 5,47 | Και εάν χαιρετίσετε με εγκαρδιότητα τους φίλους σας τους Ιουδαίους, τι περισσότερον κάμνετε από τους άλλους; Το ίδιο δεν κάμνουν και οι τελώναι; | |
Ματθ. 5,48 | Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν. | |
Ματθ. 5,48 | Αγωνισθήτε λοιπόν να γίνετε σεις τέλειοι με την αγάπην προς όλους, όπως τέλειος είναι και ο ουράνιος Πατέρας σας. | |
Κεφάλαιο 6ο | ||
Ματθ. 6,1 | Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δὲ μήγε, μισθὸν οὐκ ἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 6,1 | Προσέχετε να μην κάνετε την ελεημοσύνην σας εμπρός εις τα μάτια των ανθρώπων, δια να σας ίδουν και σας θαυμάσουν και να σας επαινέσουν· διότι έτσι δεν έχετε κανένα μισθόν από τον Πατέρα σας τον επουράνιον. | |
Ματθ. 6,2 | Ὅταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ῥύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. | |
Ματθ. 6,2 | Οταν λοιπόν συ κάμνης ελεημοσύνην, μη την διαλαλής παντού διασαλπίζοντάς της, όπως κάμνουν οι υποκριταί εις τας συναγωγάς και τους πλατείς δρόμους, δια να δοξασθούν από τους ανθρώπους. Αληθινά σας λέγω ότι παίρνουν αυτοί ολόκληρον τον μισθόν των, (δηλαδή απολαμβάνουν ως αμοιβήν των τον έπαινον από τους άλλους). | |
Ματθ. 6,3 | σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου, | |
Ματθ. 6,3 | Συ δε, όταν κάνης ελεημοσύνην, να την προσφέρης με τόσην μυστικότητα, ώστε το αριστερό σου χέρι να μη μάθη το καλό που κάνει το δεξί σου. | |
Ματθ. 6,4 | ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. | |
Ματθ. 6,4 | Δια να μείνη έτσι η ελεημοσύνη σου μυστική και άγνωστος· και ο Πατήρ σου, που βλέπει και τα πλέον απόκρυφα έργα, θα σου δώση την αμοιβήν ενώπιον όλου του κόσμου. | |
Ματθ. 6,5 | Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὥσπερ οἱ ὑποκριταί, ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἂν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. | |
Ματθ. 6,5 | Και όταν προσεύχεσαι, δεν πρέπει να μιμήσαι τους υποκριτάς. Διότι αυτοί ευχαριστούνται και επιδιώκουν να στέκουν όρθιοι και να προσεύχωνται εις τας συναγωγάς και εις τας γωνίας των πλατειών, εκεί δηλαδή που είναι πολύς κόσμος, δια να επιδειχθούν. Αληθινά σας λέγω, ότι παίρνουν έτσι την ανταμοιβήν των από τους ανθρώπους. | |
Ματθ. 6,6 | σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸν ταμιεῖόν σου, καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. | |
Ματθ. 6,6 | Συ όμως, όταν θέλης να προσευχηθής, προτίμα το ιδιαίτερον δωμάτιόν σου, κλείσε την θύραν και κάμε την προσευχήν σου στον Πατέρα σου, που είναι αόρατος και σαν κρυμμένος. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει και τα πλέον απόκρυφα, θα σου αποδώση εις τα φανερά την αμοιβήν σου. | |
Ματθ. 6,7 | Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί· δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται. | |
Ματθ. 6,7 | Οταν δε προσεύχεσθε, μη πολυλογείτε και φλυαρείτε, χωρίς να παρακολουθήτε και να καταλαβαίνετε αυτά που λέτε, όπως κάνουν οι εθνικοί· διότι αυτοί φαντάζονται ότι θα εισακουσθούν με ένα τρόπον μαγικόν χάρις εις την πολυλογίαν των. | |
Ματθ. 6,8 | μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν. | |
Ματθ. 6,8 | Μη ομοιάσετε λοιπόν με αυτούς· διότι ο Πατήρ σας γνωρίζει από ποιά πράγματα έχετε ανάγκην, πριν του τα ζητήσετε. | |
Ματθ. 6,9 | οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς· ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου· | |
Ματθ. 6,9 | Σεις λοιπόν έτσι να προσεύχεσθε· Πατερ ημών, που είσαι πανταχού παρών, αλλά εξαιρετικά στους ουρανούς κάνεις αισθητήν την παρουσίαν σου, ας αναγνωρισθή η αγιότης σου και ας δοξασθή και ας λατρευθή άξίως το όνομά σου απ' όλα τα λογικά όντα του ουρανού και της γης. | |
Ματθ. 6,10 | ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς· | |
Ματθ. 6,10 | Ας έλθη η βασιλεία σου εις τας καρδίας όλων των ανθρώπων, ώστε όλοι να υποτάσσωνται με προθυμίαν και με αφοσίωσιν εις σε. Δώσε να εκτελήται το θέλημά σου και εις την γην από τους ανθρώπους, με όσην προθυμίαν και ακρίβειαν εκτελείται τούτο στον ουρανόν από τους αγγέλους και αγίους. | |
Ματθ. 6,11 | τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον· | |
Ματθ. 6,11 | Δώσε μας σήμερα τον άρτον τον καθημερινόν και απαραίτητον δια την συντήρησίν μας. | |
Ματθ. 6,12 | καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν· | |
Ματθ. 6,12 | Και συγχώρησε τα βαρύτατα χρέη μας, δηλαδή τας αναριθμήτους αμαρτίας μας, όπως και ημείς συγχωρούμεν εκείνους, οι οποίοι είναι οφειλέται απέναντί μας εξ αιτίας των αδικημάτων που μας έκαμαν. | |
Ματθ. 6,13 | καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν. | |
Ματθ. 6,13 | Και μη επιτρέψεις να περιπέσωμεν εις πειρασμόν, αλλά γλύτωσέ μας από τον πονηρόν. Ζητούμεν δε αυτά από Σε, διότι ιδική σου είναι η βασιλεία και η δύναμις και η δόξα στους ατελείωτους αιώνας. Αμήν. | |
Ματθ. 6,14 | Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος· | |
Ματθ. 6,14 | Πρέπει δε να έχετε υπ' όψιν σας ότι, αν και σεις συγχωρήτε με όλην σας την καρδιά τα αμαρτήματα που έκαμαν εις σας οι άλλοι, και ο Πατήρ σας ο ουράνιος θα συγχωρήση τα ιδικά σας αμαρτήματα. | |
Ματθ. 6,15 | ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν. | |
Ματθ. 6,15 | Εάν όμως δεν δώσετε συγχώρησιν στους ανθρώπους δια τα αμαρτήματά των, τότε ούτε ο Πατήρ σας θα συγχωρήση τας ιδικά σας αμαρτίας. | |
Ματθ. 6,16 | Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί· ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν. | |
Ματθ. 6,16 | Οταν δε νηστεύητε, μη γίνεσθε όπως οι υποκριταί, σκυθρωποί και κατηφείς, διότι αυτοί αλλοιώνουν και μαραίνουν το πρόσωπόν των, παίρνουν την εμφάνισιν αδυνατισμένου ανθρώπου, δια να φανούν στους άλλους ότι νηστεύουν· αληθινά σας λέγω ότι απολαμβάνουν ολόκληρον τον μισθόν των,δηλαδή τους επαίνους των ανθρώπων. | |
Ματθ. 6,17 | σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι, | |
Ματθ. 6,17 | Συ όμως, όταν νηστεύης, περιποιήσου την κόμην σου και νίψε το πρόσωπόν σου, όπως συνηθίζεις. | |
Ματθ. 6,18 | ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων, ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ, καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ. | |
Ματθ. 6,18 | Δια να μη φανής στους ανθρώπους ότι νηστεύεις, αλλά στον Πατέρα σου τον επουράνιον, ο οποίος ευρίσκεται αόρατος παντού και εις τα πλέον απόκρυφα μέρη. Και ο Πατήρ σου, που βλέπει και τα κρυπτά, θα σου αποδώση εις τα φανερά την αμοιβήν σου. | |
Ματθ. 6,19 | Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διαρύσσουσι καὶ κλέπτουσι· | |
Ματθ. 6,19 | Μη συσσωρεύετε δια τον εαυτόν σας θησαυρούς έδω εις την γην, όπου ο σκόρος και η αποσύνθεσις καταστρέφουν και αφανίζουν, και όπου οι κλέπται διατρυπούν τοίχους και χρηματοκιβώτια και κλέπτουν. | |
Ματθ. 6,20 | θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν· | |
Ματθ. 6,20 | Να θησαυρίζετε όμως δια τον εαυτόν σας και να αποταμιεύετε θησαυρούς στον ουρανόν, όπου ούτε ο σκόρος ούτε η σαπίλα αφανίζουν, και όπου οι κλέπται δεν τρυπούν τοίχους και δεν κλέπτουν. | |
Ματθ. 6,21 | ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν. | |
Ματθ. 6,21 | Διότι, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδία σας (Εις τον ουρανόν ο θησαυρός σας, στον ουρανόν και η καρδία σας). | |
Ματθ. 6,22 | Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· | |
Ματθ. 6,22 | Ο λύχνος, που φωτίζει και εξυπηρετεί το σώμα, είναι το μάτι (λύχνος δε που φωτίζει την ψυχήν είναι ο νους, το λογικόν που σας έχει δώσει ο Θεός). Εάν λοιπόν το μάτι είναι γερό και καθαρό, όλον το σώμα θα φωτίζεται, θα είναι φωτεινόν (έτσι θα φωτίζεται και η ψυχή σου, εάν ο νους και η καρδία σου δεν έχουν τυφλωθή από την προσκόλλησιν στους επιγείους θησαυρούς). | |
Ματθ. 6,23 | ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον; | |
Ματθ. 6,23 | Εάν όμως το μάτι σου είναι κατεστραμμένον και ανίκανον να ίδη το φως, όλο το σώμα σου θα είναι βυθισμένο στο σκοτάδι. Εάν λοιπόν το φως, που σου έδωκεν ο Θεός (ο νους δηλαδή και η συνείδησις, εξ αιτίας της προσκολλήσεως εις τα υλικά αγαθά), είναι σκοτάδι, τότε το ηθικόν σκοτάδι της ψυχής σου πόσον πυκνόν και αδιαπέραστον θα είναι; | |
Ματθ. 6,24 | Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ. | |
Ματθ. 6,24 | Κανείς δεν ημπορεί να υπηρετή συγχρόνως δύο κυρίους· διότι η θα μισήση τον ένα και θα αγαπήση τον άλλον η θα προσκολληθή στον ένα και θα καταφρονήση τον άλλο. Και σεις δεν είναι δυνατόν να υπηρετήτε τον Θεόν και τον πλούτον· η θα αγαπήσετε τον Θεόν και θα περιφρονήσετε τους επιγείους θησαυρούς η θα υποδουλωθήτε εις αυτούς και θα καταφρονήσετε τον Θεόν. | |
Ματθ. 6,25 | Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος; | |
Ματθ. 6,25 | Δια τούτο ακριβώς και σας λέγω, μη φροντίζετε με στενοχωρίαν και αγωνίαν δια την ζωήν σας, δηλαδή δια το τι θα φάγετε και το τι θα πίετε, ούτε και δια το σώμα σας με τι θα ενδυθήτε. Δεν αξίζει η ζωή περισσότερον από την τροφήν και το σώμα από το ένδυμα; (Ο Θεός, που σας έδωσε το πολυτιμότερον, δεν θα σας δώση και το κατώτερον;) | |
Ματθ. 6 ,26 | ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; | |
Ματθ. 6 ,26 | Παρατηρήστε τα πτηνά του ουρανού και ίδετε ότι αυτά ούτε σπέρνουν ούτε θερίζουν ούτε συγκεντρώνουν τροφάς εις αποθήκας. Και όμως ο Πατήρ σας ο ουράνιος τα τρέφει. Σεις δεν έχετε ασυγκρίτως μεγαλυτέραν αξίαν από αυτά; | |
Ματθ. 6,27 | τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα; | |
Ματθ. 6,27 | Ποιός δε από σας, όσας πολλάς και μεγάλας φροντίδας και αν καταβάλη, ημπορεί να προσθέση στο ανάστημά του ένα πήχυν; | |
Ματθ. 6,28 | καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρῖνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει· | |
Ματθ. 6,28 | Και περί του ενδύματος διατί φροντίζετε με τόσην ανησυχίαν και αγωνίαν; Παρατηρήστε με προσοχήν τα άνθη του αγρού, πως φυτρώνουν και πως αυξάνουν. Ούτε κοπιάζουν ούτε γνέθουν. | |
Ματθ. 6,29 | λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων. | |
Ματθ. 6,29 | Και όμως σας λέγω τούτο, ούτε και αυτός ο Σολομών με όλην του την βασιλικήν μεγαλοπρέπειαν και δόξαν δεν εφόρεσε ποτέ ένα τόσον περίλαμπρον ένδυμα ωσαν αυτό, με το οποίον περιβάλλεται ένα από τα ταπεινά αυτά άνθη. | |
Ματθ. 6,30 | Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι; | |
Ματθ. 6,30 | Εάν δε ο Θεός ενδύη με τόσην λαμπρότητα τα χορτάρια του αγρού, που σήμερα υπάρχουν και αύριον ρίπτονται στον φούρνον, δεν θα ενδύση πολύ περισσότερον σας, ολιγόπιστοι; | |
Ματθ. 6,31 | μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἢ τί πίωμεν ἢ τί περιβαλώμεθα; | |
Ματθ. 6,31 | Λοιπόν μη κυριευθήτε ποτέ από την ανήσυχον μέριμναν και μη λέγετε συνεχώς, τι θα φάγωμεν η τι θα πίωμεν η τι θα ενδυθώμεν; | |
Ματθ. 6,32 | πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων. | |
Ματθ. 6,32 | Διότι οι ειδωλολάτραι (που δεν γνωρίζουν τα αιώνια αγαθά και την στοργικήν πρόνοιαν του Θεού), επιζητούν αποκλεστικά και μόνον αυτά τα φθαρτά αγαθά. Σεις όμως μην κυριεύεσθε από τέτοιες μέριμνες, διότι ο Πατήρ σας ο ουράνιος γνωρίζει ότι έχετε ανάγκην από όλα αυτά, και σαν πανάγαθος, που είναι, θα σας τα δώση. | |
Ματθ. 6,33 | ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. | |
Ματθ. 6,33 | Ζητείτε δε κατά πρώτον και κύριον λόγον την βασιλείαν του Θεού και την αρετήν που θέλει από σας ο Θεός, και όλα αυτά τα επίγεια αγαθά θα σας δοθούν μαζή με τα ανεκτίμητα αγαθά της βασιλείας των ουρανών. | |
Ματθ. 6,34 | Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον· ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τὰ ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς. | |
Ματθ. 6,34 | Λοιπόν μη καταληφθήτε ποτέ από την ανήσυχον μέριμναν δια τας ανάγκας της αυριανής ημέρας. Διότι η αύριον θα φροντίση δι' όσα θα χρειασθήτε κατ' αυτήν. Εις κάθε ημέραν αρκούν αι ιδικαί της ασχολίαι και τα ιδικά της βάσανα. | |
Κεφάλαιο 7ο | ||
Ματθ. 7,1 | Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· | |
Ματθ. 7,1 | Μη κατακρίνετε και μη καταδικάζετε τον πλησίον σας, δια να μη κατακριθήτε και σεις από τον Θεόν. | |
Ματθ. 7,2 | ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. | |
Ματθ. 7,2 | Διότι με την σκληράν και αυστηράν κρίσιν, που κατακρίνετε, θα κατακριθήτε και με το ίδιον μέτρον, που κρίνετε τας πράξστου πλησίον, θα μετρηθή από τον Θεόν και θα κριθή και η ιδική σας ζωή και συμπεριφορά. | |
Ματθ. 7,3 | τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; | |
Ματθ. 7,3 | Διατί δε βλέπστο μικρόν αχυράκι, που υπάρχει στο μάτι αδελφού σου, και δεν αισθάνεσαι το δοκάρι που είναι στο ιδικόν σου μάτι; (Διατί επικρίνστο ελαφρόν σφάλμα του αδελφού σου και δεν συναισθάνεσαι το βαρύτατον ιδικόν σου παράπτωμα;) | |
Ματθ. 7,4 | ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου; | |
Ματθ. 7,4 | Και με τι δικαίωμα θα πης στον αδελφό σου, άφησέ με να βγάλω το αχυράκι από το μάτι σου (να διορθώσω δηλαδή εγώ, σαν καλύτερος τάχα, το δικό σου σφάλμα), καθ' ον χρόνο υπάρχει στο μάτι σου δοκάρι ολόκληρο (δηλαδή βαρύνεσαι συ από μεγάλα αμαρτήματα); | |
Ματθ. 7,5 | ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου. | |
Ματθ. 7,5 | Υποκριτά, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το μάτι σου και τότε θα ίδης καθαρά, ώστε να βγάλης με προσοχήν και αγάπην το αχυράκι από το μάτι του αδελφού σου. | |
Ματθ. 7,6 | Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ῥήξωσιν ὑμᾶς. | |
Ματθ. 7,6 | Προσέχετε όμως εις ποίους θα προσφέρετε με αδελφικήν αγάπην τας υπηρεσίας σας και θα ενδιαφέρεσθε δια την διόρθωσίν των. Διότι υπάρχουν μερικοί άνθρωποι, που είναι αναιδείς, όπως οι σκύλοι και ακάθαρτοι εις την ζωήν των, όπως είναι οι χοίροι. Λοιπόν μη δώσετε τα άγια της πίστεως στους σκύλους και μη βάλετε εμπρός στους χοίρους τα πολύτιμα μαργαριτάρια της χριστιανικής αληθείας. Διότι υπάρχει κίνδυνος μεγάλος να καταπατήσουν με τα πόδια των τα μαργαριτάρια μέσα στον βόρβορον και να στραφούν ενάντίον σας, δια να σας κατασπαράξουν η κατά κάποιον άλλον τρόπον να σας βλάψουν. | |
Ματθ. 7,7 | Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· | |
Ματθ. 7,7 | Σεις ζητείτε από τον Θεόν τα πνευματικά και υλικά αγαθά, που σας χρειάζονται και θα σας δοθούν, γυρεύετε και θα βρήτε αυτό το καλόν που θέλετε. Κτυπάτε την θύραν της θείας αγάπης και θα ανοίξη διάπλατα προς χάριν σας. | |
Ματθ. 7,8 | πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται. | |
Ματθ. 7,8 | Διότι καθένας, που ζητεί με πίστιν από τον Θεόν, λαμβάνει το καλόν που ζητεί. Και εκείνος που γυρεύει, ευρίσκει και σε καθέναν που κτυπά την θύραν του Θεού, θα του ανοιχθή αυτή. | |
Ματθ. 7,9 | ἢ τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ; | |
Ματθ. 7,9 | (Παρετε ένα παράδειγμα, από όσα συμβαίνουν μεταξύ σας). Ποιός άνθρωπος από σας, που θα του ζητήση το παιδί του ψωμί, θα δώση εις αυτό πέτραν; | |
Ματθ. 7,10 | καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ; | |
Ματθ. 7,10 | Και εάν του ζητήση ψάρι, μήπως θα του δώση φίδι; | |
Ματθ. 7,11 | εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν; | |
Ματθ. 7,11 | Εάν λοιπόν σεις οι άνθρωποι, που είσθε ατελείς και διεφθαρμένοι από την αμαρτίαν, ξέρετε να δίνετε ωφέλιμα πράγματα εις τα παιδιά σας, πόσον μάλλον ο ουράνιος και πανάγαθος Πατήρ σας θα δώση αγαθά, καλά και ωφέλιμα δώρα, εις εκείνους που του τα ζητούν; | |
Ματθ. 7,12 | Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιῆτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται. | |
Ματθ. 7,12 | Λοιπόν, όσα θέλετε να κάνουν εις σας οι άνθρωποι, παρόμοια και σεις να κάνετε εις αυτούς. Διότι αυτός είναι ο νόμος και οι προφήται, (δηλαδή να αγαπάτε τους άλλους και να φέρεσθε με αγάπην, όπως θέλετε να σας αγαπούν και να φέρωνται προς σας οι άλλοι). | |
Ματθ. 7,13 | Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς. | |
Ματθ. 7,13 | (Δυσκόλη βέβαια είναι, μάλιστα δε εις την αρχήν, η εφαρμογήν του χρυσού αυτού κανόνος της αγάπης). Αλλά αγωνισθήτε και προσπαθείτε να μπήτε στον δρόμον της αρετής από την στενήν πύλην. Διότι πλατεία μόνον είναι η θύρα και ευρύχωρος ο δρόμος, που εκτρέπει και οδηγεί τον άνθρωπον εις την απώλειαν και πολλοί είναι εκείνοι, που με μεγάλην ευκολίαν εισέρχονται εις αυτήν. | |
Ματθ. 7,14 | τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν! | |
Ματθ. 7,14 | Εξ αντιθέτου είναι στενή η θύρα και γεμάτος δυσκολίες και ταλαιπωρίες ο δρόμος, που οδηγεί εις την αιωνίαν ζωήν και απαιτείται αγών κατά της αμαρτίας, δια να τον ακολουθήση κανείς. Δια τούτο και ολίγοι είναι αυτοί, που τον ευρίσκουν και τον ακολουθούν μέχρι τέλους. | |
Ματθ. 7,15 | Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες. | |
Ματθ. 7,15 | Προσέχετε δε, να μη παρασυρθήτε εις την πλάνην από τους κακούς διδασκάλους και ψευδοπροφήτας, οι οποίοι έρχονται εις σας με το εξωτερικόν ένδυμα της αθωότητος και πραότητος του προβάτου, ενώ από μέσα είναι άγριοι και άρπαγες σαν λύκοι. | |
Ματθ. 7,16 | ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. μήτι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἢ ἀπὸ τριβόλων σῦκα; | |
Ματθ. 7,16 | Από τους καρπούς των, δηλαδή από τα έργα των, θα τους γνωρίσετε καλά. Μηπως τρυγούν ποτέ από τα αγκάθια σταφύλια η από τα τριβόλια σύκα; | |
Ματθ. 7,17 | οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ. | |
Ματθ. 7,17 | Ετσι και κάθε δένδρον αγαθόν και ήμερον κάμνει καλούς καρπούς, ενώ το σάπιο και βλαμμένο δένδρο κάνει καρπούς επιβλαβείς. | |
Ματθ. 7,18 | οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν. | |
Ματθ. 7,18 | Δεν είναι δε δυνατόν ποτέ δένδρον ήμερον να βγάλη επιβλαβείς καρπούς ούτε σάπιο δένδρο να βγάλη καλούς. (Ο αγαθός δηλαδή άνθρωπος εναρέτους πάντοτε πράξεις θα παρουσιάζη, ο δε πονηρός και υποκριτής, εφ' όσον μένει εις την πονηρίαν του, θα κάμνη έργα κακά). | |
Ματθ. 7,19 | πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. | |
Ματθ. 7,19 | Καθε όμως δένδρον, που δεν κάμνει καλόν καρπόν, κόπτεται και ρίπτεται εις την φωτιάν. | |
Ματθ. 7,20 | ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς. | |
Ματθ. 7,20 | Λοιπόν, δεν είναι δύσκολον να διακρίνετε τους ψευδοπροφήτας και υποκριτάς, διότι θα τους γνωρίσετε πολύ καλά από τα έργα των. | |
Ματθ. 7,21 | Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 7,21 | Πρέπει δε να ξέρετε, ότι εις την βασιλείαν των ουρανών δεν θα εισέλθη καθένας, που απλώς με επικαλείται και με προσφωνεί, Κυριε, Κυριε, αλλά εκείνος που εφαρμόζει το θέλημα του ουρανίου Πατρός μου. | |
Ματθ. 7,22 | πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν; | |
Ματθ. 7,22 | Κατά την μεγάλην και επίσημον εκείνην ημέραν της κρίσεως πολλοί θα μου είπουν· Κυριε, Κυριε, με την πίστιν στο όνομά σου δεν επροφητεύσαμεν και με την δύναμιν του ονόματός σου δεν εδιώξαμεν δαιμόνια και χάρις στο όνομά σου, που επεκαλεσθήκαμεν, δεν εκάμαμεν θαύματα πολλά και μεγάλα; | |
Ματθ. 7,23 | καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν. | |
Ματθ. 7,23 | Και τότε εγώ θα βροντοφωνήσω εις αυτούς ενώπιον όλων, ότι ποτέ δεν σας ανεγνώρισα ως ιδικούς μου· φύγετε από εμπρός μου σεις, που εργάζεσθε την ανομίαν και εχρησιμοποιήσατε τα χαρίσματά μου δια την ιδικήν σας επίδειξιν και ωφέλειαν. | |
Ματθ. 7,24 | Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς, ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν· | |
Ματθ. 7,24 | Ιδικός μου θα είναι κάθε ένας, ο οποίος ακούει με προσοχήν αυτούς τους λόγους μου και τους εφαρμόζει εις την ζωήν του, και τον οποίον εγώ παρομοιάζω με άνδρα συνέτον και φρόνιμον, που έκτισε το σπίτι του επάνω εις την πέτραν (εις θεμέλιον στερεόν και ασάλευτον δηλαδή θεμέλιον της διδασκαλίας μου)· | |
Ματθ. 7,25 | καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν. | |
Ματθ. 7,25 | και έπεσεν η βροχή και ξεχύθηκαν τα ποτάμια της νεροποντής και εφύσησαν οι ισχυροί άνεμοι και έπεσαν με ορμήν όλα επάνω στο σπίτι αυτό, και αυτό δεν εκρημνίσθη, διότι ήτο στερεά θεμελιωμένον επάνω εις την πέτραν της αληθινής και ζωντανής πίστεως. | |
Ματθ. 7 ,26 | καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμμον· | |
Ματθ. 7 ,26 | και έπεσε η βροχή και ήρθαν τα ποτάμια και εφύσησαν ισχυροί οι άνεμοι και επέπεσαν με ορμήν στο σπίτι εκείνο, και το σπίτι εκρημνίσθη και η πτώσις του ήταν ολακληρωτική”. | |
Ματθ. 7,27 | καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσε, καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη. | |
Ματθ. 7,27 | και έπεσε η βροχή και ήρθαν τα ποτάμια και εφύσησαν ισχυροί οι άνεμοι και επέπεσαν με ορμήν στο σπίτι εκείνο, και το σπίτι εκρημνίσθη και η πτώσις του ήταν ολακληρωτική”. | |
Ματθ. 7,28 | Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ· | |
Ματθ. 7,28 | Οταν δε ετελείωσεν ο Ιησούς τους λόγους αυτούς, τα πλήθη έμειναν έκπληκτα δια την υψηλήν αυτήν διδασκαλίαν του. | |
Ματθ. 7,29 | ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς. | |
Ματθ. 7,29 | Διότι τους εδίδασκε με εξουσίαν και με κύρος, ως τέλειος διδάσκαλος και νομοθέτης και όχι όπως οι γραμματείς (που ενόθευαν και επεσκότιζαν την διδασκαλίαν με τας μωράς επινοήσεις της παραδόσεως των πρεσβυτέρων). | |
Κεφάλαιο 8ο | ||
Ματθ. 8,1 | Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. | |
Ματθ. 8,1 | Οταν δε ο Ιησούς κατέβηκε από το όρος, τον ηκολούθησαν πλήθη λαού. | |
Ματθ. 8,2 | Καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, δύνασαί με καθαρίσαι. | |
Ματθ. 8,2 | Και ιδού ένας λεπρός ήλθε εμπρός του και με ευλάβειαν πολλήν τον επροσκυνούσε λέγων· “Κυριε, εάν θέλης, ημπορείς να με καθαρίσης από την ανίατον και βασανιστικήν αυτήν λέπραν”. | |
Ματθ. 8,3 | καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖραν ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων· θέλω, καθαρίσθητι. καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. | |
Ματθ. 8,3 | Απλωσε δε ο Ιησούς το χέρι του, ήγγισε αυτόν και του είπε· “θέλω, καθαρίσου”. Και αμέσως εκαθαρίσθη εντελώς η λέπρα και αυτός έγινε υγιής. | |
Ματθ. 8,4 | καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξε Μωσῆς εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. | |
Ματθ. 8,4 | Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “πρόσεχε, μη είπης εις κανένα τίποτε, αλλά πήγαινε, δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε την θυσίαν, που διατάσσει ο Μωϋσής, δια να πάρης από τον ιερέα την πιστοποίησιν ότι είσαι τελείως υγιής (και ότι έχστο δικαίωμα να επικοινωνής με τους άλλους ανθρώπους). | |
Ματθ. 8,5 | Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· | |
Ματθ. 8,5 | Ενώ δε εισήλθεν ο Ιησούς εις την Καπερναούμ, τον επλησίασε με σεβασμόν ένας εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων· | |
Ματθ. 8,6 | Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. | |
Ματθ. 8,6 | “Κυριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι μου παράλυτος και βασανίζεται από τρομερούς πόνους”. | |
Ματθ. 8,7 | καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. | |
Ματθ. 8,7 | Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω”. | |
Ματθ. 8,8 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. | |
Ματθ. 8,8 | Ο εκατόνταρχος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης συ, ο Παντοδύναμος, κάτω από την στέγην μου. Αλλά πες ένα μόνον λόγον και αμέσως θα θεραπευθή ο δούλος μου. | |
Ματθ. 8,9 | καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ᾿ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. | |
Ματθ. 8,9 | Ημπορείς δε να διατάξης και η διαταγή σου θα γίνη έργον. Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, και ευρίσκομαι υπό την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω δε υπό τας διαταγάς μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει, και στον άλλον, έλα και έρχεται, και στον δούλον μου κάμε τούτο και το κάμνει”. | |
Ματθ. 8,10 | ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. | |
Ματθ. 8,10 | Ακούσας ο Ιησούς τα γεμάτα πίστιν αυτά λόγια εθαύμασε και είπεν εις αυτούς που τον ακολουθούσαν· “σας διαβεβαιώνω, ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν εύρηκα τόσον μεγάλην πίστιν. | |
Ματθ. 8,11 | λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσι καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, | |
Ματθ. 8,11 | Αληθινά δε σας λέγω ότι από τας χώρας της Ανατολής και της Δυσεως, από όλα τα μέρη της οικουμένης, θα έλθουν πολλοί και θα παρακαθήσουν στο πνευματικόν δείπνον μαζή με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Ματθ. 8,12 | οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | |
Ματθ. 8,12 | Οι δε κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών, (οι απόγονοι δηλαδή των πατριαρχών, που έχουν τας επαγγελίας του Θεού), θα εκδιωχθούν και θα ριφθούν στο πυκνότατον σκότος του Αδου. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων”. | |
Ματθ. 8,13 | καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῳ· ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ. | |
Ματθ. 8,13 | Και είπεν ο Ιησούς στον εκατόνταρχον· “πήγαινε και όπως επίστευσες, ότι δηλαδή ημπορώ με ένα μου λόγον να θεραπεύσω τον δούλον σου, ας γίνη προς χάριν σου”. Και πράγματι εθεραπεύθη ο δούλος του αμέσως κατά την ώρα εκείνην. | |
Ματθ. 8,14 | Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν Πέτρου εἶδε τὴν πενθερὰν αὐτοῦ βεβλημένην καὶ πυρέσσουσαν· | |
Ματθ. 8,14 | Και όταν ήλθεν ο Ιησούς στο σπίτι του Πετρου, είδε την πενθεράν του κατάκοιτον και με πυρετόν. | |
Ματθ. 8,15 | καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετὸς καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ. | |
Ματθ. 8,15 | Και ήγγισεν το χέρι της και αμέσως την αφήκε ο πυρετός· εσηκώθη και εντελώς υγιής τον υπηρετούσε. | |
Ματθ. 8,16 | Ὀψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς, καὶ ἐξέβαλε τὰ πνεύματα λόγῳ καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν, | |
Ματθ. 8,16 | Αργά δε το απόγευμα, όταν επλησίαζε η εσπέρα, έφεραν προς αυτόν πολλούς δαιμονιζομένους, και με την παντοδύναμον προσταγήν του εξεδίωξε τα πονηρά πνεύματα και όλους όσοι εταλαιπωρούντο από ασθενείας τους εθεράπευσε. | |
Ματθ. 8,17 | ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· αὐτὸς τὰς ἀθσενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν. | |
Ματθ. 8,17 | Και έτσι εξεπληρώθη εκείνο το οποίον είχε λεχθή από το Πνεύμα του Θεού δια του προφήτου Ησαΐου· “αυτός επήρεν επάνω του ως ιδικάς του τας ιδικά μας σωματικάς και πνευματικάς ασθενείας και εβάστασε τας νόσους μας” (και με την θυσίαν του μας ελύτρωσεν από την ενόχην και την καταδίκην της αμαρτίας). | |
Ματθ. 8,18 | Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν. | |
Ματθ. 8,18 | Οταν δε είδε ο Ιησούς πολλά πλήθη να συγκεντρώνωνται ολόγυρά του, διέταξε τους μαθητάς να επιβιβασθούν μαζή του στο πλοίον, δια να αναχωρήσουν εις την απέναντι παραλίαν της Γεννησαρέτ. | |
Ματθ. 8,19 | Καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ. | |
Ματθ. 8,19 | Τοτε προσήλθε εις αυτόν κάποιος νομοδιδάσκαλος και του είπε· “Διδάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου και αν πηγαίνης”. | |
Ματθ. 8,20 | καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. | |
Ματθ. 8,20 | Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “οι αλεπούδες έχουν τις φωλιές των, όπου καταφεύγουν, και τα πτηνά του ουρανού τις κούρνιες των· ο Υιός όμως του ανθρώπου δεν έχει που να γείρη την κεφαλήν” (και επομένως καθένας που θέλει να τον ακολουθήση θα υποβληθή εις ταλαιπωρίας και στερήσεις). | |
Ματθ. 8,21 | Ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. | |
Ματθ. 8,21 | Ενας δε άλλος από τους πολλούς μαθητάς του του είπε· “Κυριε, δος μου την άδειαν να γυρίσω στο σπίτι, δια να θάψω πρώτα τον πατέρα μου και έπειτα σε ακολουθήσω”. | |
Ματθ. 8,22 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς. | |
Ματθ. 8,22 | Ο δε Ιησούς (δια να τον προφυλάξη από τας κληρονομικάς φροντίδας και φιλονεικίας, που μοιραίως θα επακολουθούσαν τον θάνατον του πατρός) του είπε· “έλα κοντά μου και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι από απόψεως πνευματικής ζωής είναι νεκροί, δια να θάψουν τους νεκρούς των”. | |
Ματθ. 8,23 | Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 8,23 | Και όταν εμπήκε στο πλοίον, τον ηκολούθησαν οι δώδεκα μαθηταί του. | |
Ματθ. 8,24 | καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. | |
Ματθ. 8,24 | Και ιδού έγινε θύελλα ισχυρά, αναταραχή και τρικυμία μεγάλη εις την θάλασσαν, ώστε το πλοίον να σκεπάζεται από τα κύματα. Ο δε Ιησούς εκοιμάτο. | |
Ματθ. 8,25 | καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. | |
Ματθ. 8,25 | Και προσήλθαν έντρομοι οι μαθηταί καντά του και τον εξύπνησαν λέγοντες· “Κυριε σώσε μας, χανόμαστε”. | |
Ματθ. 8 ,26 | καὶ λέγει αὐτοῖς· τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. | |
Ματθ. 8 ,26 | Και λέγει προς αυτούς· “ω ολιγόπιστοι, διατί είσθε τόσον δειλοί;” Τοτε, αφού εσηκώθη όρθιος, διέταξε με εξουσίαν και επέπληξε τους ανέμους και την θάλασσαν και αμέσως έγινε γαλήνη μεγάλη. | |
Ματθ. 8,27 | οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ; | |
Ματθ. 8,27 | Οι δε άνθρωποι, όσοι είδαν και ήκουσαν το καταπληκτικόν αυτό γεγονός, εθαύμασαν και έλεγαν· τι άνθρωπος είναι αυτός, αφού και οι άνεμοι και η θάλασσα υποτάσσονται εις αυτόν; | |
Ματθ. 8,28 | Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. | |
Ματθ. 8,28 | Οταν δε ήλθε εις την απέναντι παραλίαν, εις την χώραν των Γεργεσηνών, τον απάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μη ημπορή να περάση κανείς από τον δρόμον εκείνον. | |
Ματθ. 8,29 | καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; | |
Ματθ. 8,29 | Και ιδού, όταν τον αντίκρυσαν, έκραξαν με φωνήν μεγάλην και είπαν· “τι κοινόν υπάρχει μεταξύ ημών και σου, Ιησού Υιέ του Θεού; Ηλθες εδώ να μας βασανίσης, πριν έλθη ο προκαθωρισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;” | |
Ματθ. 8,30 | ἦν δὲ μακρὰν ἀπ᾿ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. | |
Ματθ. 8,30 | Ευρίσκετο δε μακρυά από αυτούς ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους, που έβοσκαν. | |
Ματθ. 8,31 | οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. | |
Ματθ. 8,31 | Οι δε δαίμονες τον παρακαλούσαν και έλεγαν· “εάν θα μας διώξης από τους δύο αυτούς ανθρώπους, δος μας την άδειαν να πάμε στο κοπάδι των χοίρων”. | |
Ματθ. 8,32 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων· καὶ ἰδοὺ ὥρμησε πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. | |
Ματθ. 8,32 | Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε”. Και αυτοί εβγήκαν από τους ανθρώπους και επήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και ιδού με μανίαν και γρυλλισμούς ώρμησε όλο το καπάδι των χοίρων από το μέρος του κρημνού εις την θάλασσαν και επνίγησαν εις τα νερά. (Επέτρεψε δε ο Κυριος αυτό, δια να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήται της αγγέλης, διότι παρά τον μωσαϊκόν νόμον αυτοί έτρεφαν χοίρους). | |
Ματθ. 8,33 | οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. | |
Ματθ. 8,33 | Οι χοιροβοσκοί έφυγαν κατατρομαγμένοι, επήγαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν όλα όσα συνέβησαν και μάλιστα τα της θεραπείας των δαιμονιζομένων. | |
Ματθ. 8,34 | καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. | |
Ματθ. 8,34 | Και ιδού όλη η πόλις εβγήκε, δια να συναντήση τον Ιησούν· και όταν τον είδαν, τον παρεκάλεσαν να φύγη από τα όρια της περιοχής των· (και τούτο, διότι εφοβήθησαν, μήπως δια τας παραβάσεις των υποστούν και άλλην τιμωρίαν). | |
Κεφάλαιο 9ο | ||
Ματθ. 9,1 | Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασε καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. | |
Ματθ. 9,1 | Αφού εμπήκε στο πλοίον ο Ιησούς, επέρασε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλαδή την Καπερναούμ. | |
Ματθ. 9,2 | Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον· καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπε τῷ παραλυτικῷ· θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. | |
Ματθ. 9,2 | Και ιδού έφεραν προς αυτόν ένα παραλυτικόν, κατάκοιτον επάνω στο κρεββάτι· και όταν είδεν ο Ιησούς την πίστιν του παραλυτικού και εκείνων, που τον έφεραν, είπε στον παραλυτικόν· “θάρρος, παιδί μου, μη φοβήσαι ότι αι αμαρτίαι σου θα εμποδίσουν την θεραπείαν· δια την πίστιν σου, σου έχουν ήδη συγχωρηθή αι αμαρτίαι”. | |
Ματθ. 9,3 | καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτος βλασφημεῖ. | |
Ματθ. 9,3 | Και ιδού, μερικοί από τους γραμματείς που ήσαν παρόντες, εσκέφθησαν· “αυτός βλασφημεί (είναι ασεβής, διότι οικιειοποιείται την εξουσίαν του Θεού να συγχωρή αμαρτίας”). | |
Ματθ. 9,4 | καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; | |
Ματθ. 9,4 | Οταν δε ο Ιησούς, ως παντογνώστης, είδε ολοκάθαρα τας πονηράς σκέψεις των γραμματέων, είπε· “διατί κυκλοφορείτε στον νουν και την καρδίαν σας τέτοιες πονηρές σκέψεις; | |
Ματθ. 9,5 | τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; | |
Ματθ. 9,5 | Διότι, τι είναι ευκολώτερον να πη κανείς· Σου έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σου η να πη· Σηκω επάνω και περιπάτει; Το πρώτον, ως εσωτερικόν, δεν το βλέπει κανείς και επομένως δεν ημπορεί να το εξακριβώση. Το δεύτερον, ως εξωτερικόν και αισθητόν, δεν ημπορεί να το αρνηθή, όσον κακόπιστος και αν είναι. | |
Ματθ. 9,6 | ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας - τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. | |
Ματθ. 9,6 | Δια να ιδήτε δε και μάθετε καλά, ότι ο υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας και να θεραπεύη ασθενείας, τότε λέγει προς τον παραλυτικόν· “σήκω επάνω υγιής, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”. | |
Ματθ. 9,7 | καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. | |
Ματθ. 9,7 | Και αμέσως εσηκώθη ο παραλυτικός εντελώς υγιής και επήγε στο σπίτι του. | |
Ματθ. 9,8 | ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις. | |
Ματθ. 9,8 | Οταν δε τα πλήθη του λαού είδαν αυτό που έγινε, εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος έδωσεν στον Ιησούν, που τον εθεωρούσαν ως ένα εκ των ανθρώπων, τέτοιαν εξουσίαν, να συγχωρή δηλαδή αμαρτίας και να θεραπεύη ασθενείας. | |
Ματθ. 9,9 | Καὶ παράγων ὁ Ἱησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. | |
Ματθ. 9,9 | Καθώς δε ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, είδε ένα άνθρωπον, ονομαζόμενον Ματθαίον, να κάθεται στο γραφείον του μέσα στο τελωνείον, δια να εισπράττη τους φόρους και λέγει εις αυτόν· “έλα κοντά μου”. Και ο Ματθαίος εσηκώθη και τον ακολούθησεν αμέσως. | |
Ματθ. 9,10 | Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. | |
Ματθ. 9,10 | Και ενώ εκάθητο ο Ιησούς στο γεύμα, που προς τιμήν του είχε παραθέσει ο Ματθαίος στο σπίτι του, ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ήλθαν και εκάθηντο μαζή με τον Ιησούν και τους μαθητάς του. | |
Ματθ. 9,11 | καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; | |
Ματθ. 9,11 | Και όταν είδαν οι Φαρισαίοι τούτο, είπαν στους μαθητάς του· “διατί ο διδάσκαλος σας τρώγει μαζή με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς;” | |
Ματθ. 9,12 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν οἰ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες. | |
Ματθ. 9,12 | Ο δε Ιησούς, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά, τους είπε· “δεν χρειάζονται ιατρόν οι υγιείς, αλλ' οι άρρωστοι. | |
Ματθ. 9,13 | πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν. | |
Ματθ. 9,13 | Πηγαίνετε δε στους ερμηνευτάς των Γραφών, δια να μάθετε τι σημαίνει· ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπικήν θυσίαν. Διότι εγώ δεν ήλθα να καλέσω εκείνους που νομίζουν τον ευατόν των δίκαιον, αλλά τους αμαρτωλούς, δια να τους οδηγήσω εις την μετάνοιαν και σωτηρίαν”. | |
Ματθ. 9,14 | Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες· διατί ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολλά, οἱ δὲ μαθηταί σου οὐ νηστεύουσι; | |
Ματθ. 9,14 | Τοτε ήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του Ιωάννου του Βαπτιστού και του είπαν· “διατί ημείς και οι Φαρισαίοι νηστεύομεν πολύ, οι δε μαθηταί σου δεν νηστεύουν καθόλου;” | |
Ματθ. 9,15 | καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ᾿ ὅσον χρόνον μετ᾿ αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος; ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾿ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν. | |
Ματθ. 9,15 | Και απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς· “Μηπως είναι δυνατόν και πρέπον οι φίλοι του νυμφίου και οι προσκεκλημένοι στον γάμον να πενθούν και να νηστεύουν εφ' όσον χρόνον είναι μαζή των ο νυμφίος; Θα έλθουν όμως ημέραι, κατά τας οποίας θα πάρουν τον νυμφίον εκ του μέσου αυτών και τότε θα νηστεύσουν. (Οι μαθηταί μου, εφ' όσον ευρίσκονται μαζή με εμέ, τον νυμφίον της Εκκλησίας, δεν είναι δυνατόν να πενθούν και εις εκδήλωσιν του πένθους των να νηστεύουν. Οταν όμως με πάρουν και με αποσπάσουν εκ μέσου αυτών, τότε θα πενθήσουν και θα νηστεύσουν). | |
Ματθ. 9,16 | οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. | |
Ματθ. 9,16 | Κανείς συνετός δεν βάζει επάνω εις παλαιόν ένδυμα μπάλωμα καινούργιο, διότι τούτο, καθώς θα ράπτεται, θα παρασύρη με τις ραφές του ένα μέρος του παλαιού ενδύματος και το σχίσιμον θα γίνη χειρότερον. | |
Ματθ. 9,17 | οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται. | |
Ματθ. 9,17 | Ούτε πάλιν βάζουν οι συνετοί άνθρωποι νέον κρασί, που βράζει ακόμη, εις παλαιά ασκία, που δεν αντέχουν. Εάν δε και κάμουν αυτό, τα ασκιά σπάζουν και σχίζονται και έτσι το κρασί χύνεται και τα ασκιά αχρηστεύονται. Αλλά βάζουν τον νέον οίνον μέσα εις νέους ασκούς και έτσι διατηρούνται και τα δύο. (Την νέαν διδασκαλίαν μου δεν θα την βάλω στους παλαιούς τύπους και στους ανθρώπους των παλαιών τύπων, όπως είναι οι Φαρισαίοι, αλλά την μεταδίδω στους νέους ανθρώπους, όπως είναι οι μαθηταί μου, και την βάζω εις νέους τύπους και σχήματα)”. | |
Ματθ. 9,18 | Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ᾿ αὐτὴν καὶ ζήσεται. | |
Ματθ. 9,18 | Ενώ δε έλεγεν αυτά ο Ιησούς, ιδού ένας άρχων της συναγωγής ήλθε προς αυτόν, έσκυψεν έως το έδαφος, τον προσκύνησε με βαθύτατον σεβασμόν και του είπεν ότι “η κόρη μου προ ολίγου απέθανεν, αλλά έλα, βάλε το χέρι σου επάνω εις αυτήν και θα ζήση”. | |
Ματθ. 9,19 | καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταί αὐτοῦ. | |
Ματθ. 9,19 | Εσηκώθη ο Ιησούς και τον ηκολούθησε, καθώς και οι μαθηταί του. | |
Ματθ. 9,20 | Καὶ ἰδοὺ γυνή, αἱμοῤῥοοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ. | |
Ματθ. 9,20 | Και ιδού, καθώς επροχωρούσαν, μία γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα έτη, επλησίασε από πίσω και ήγγισε με πίστιν την άκρη από το ένδυμα αυτού. | |
Ματθ. 9,21 | ἔλεγε γὰρ ἑαυτῇ, ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. | |
Ματθ. 9,21 | Διότι, έλεγε από μέσα της, και μόνον εάν εγγίσω το ένδυμα αυτού θα σωθώ από την ασθένειάν μου. | |
Ματθ. 9,22 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. | |
Ματθ. 9,22 | Ο δε Ιησούς εγύρισε, την είδε και της είπε· “θάρρος, κόρη μου· η πίστις, με την οποίαν ήγγισες το ένδυμά μου, σε έχει σώσει”. Και πράγματι από την ώραν εκείνην εθεραπεύθη η γυναίκα και έγινε τελείως υγιής. | |
Ματθ. 9,23 | Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον θορυβούμενον, λέγει αὐτοῖς· | |
Ματθ. 9,23 | Οταν δε ήλθε ο Ιησούς στο σπίτι του άρχοντος και είδε αυτούς, που με τους αυλούς των έπαιζαν πένθιμα και νεκρικά τραγούδια, και τον όχλον να θρηνή και να ολοφύρεται και να δημιουργή θόρυβον, είπε προς αυτούς. | |
Ματθ. 9,24 | ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον, ἀλλὰ καθεύδει, καὶ κατεγέλων αὐτοῦ· | |
Ματθ. 9,24 | “Πηγαίνετε· διότι η μικρή κόρη δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν πολύ καλά ότι η κόρη είχεν πεθάνει. | |
Ματθ. 9,25 | ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον. | |
Ματθ. 9,25 | Οταν δε εδιώχθη ο όχλος έξω από την αίθουσαν, που ευρίσκετο η νεκρά, εισήλθεν ο Ιησούς, επιασε το χέρι της και αμέσως εκείνη ανεστήθη. | |
Ματθ. 9 ,26 | καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην. | |
Ματθ. 9 ,26 | Και διεδόθη η φήμη περί της αναστάσεως της νεκράς κόρης εις όλην την χώραν εκείνην. | |
Ματθ. 9,27 | Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ. | |
Ματθ. 9,27 | Και ενώ ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν και έλεγαν· “σπλαγχνίσου μας, υιέ Δαυΐδ, και δος μας το φως των οφθαλμών μας”. | |
Ματθ. 9,28 | ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ· ναί, Κύριε. | |
Ματθ. 9,28 | Οταν δε έφθασε στο σπίτι, τον επλησίασαν οι τυφλοί και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “πιστεύετε πράγματι, ότι ημπορώ εγώ να κάμω αυτό, που ζητείτε;” Λεγουν προς αυτόν· “ναι, Κυριε”. | |
Ματθ. 9,29 | τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. | |
Ματθ. 9,29 | Τοτε ήγγισε τα μάτια των, λέγων· “σύμφωνα με την πίστιν σας ας γίνη αυτό προς χάριν σας”. | |
Ματθ. 9,30 | καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί. καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. | |
Ματθ. 9,30 | Και αμέσως άνοιξαν οι οφθαλμοί των. Ο δε Ιησούς συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα και είπε· “προσέχετε, κανείς να μη μάθη το θαύμα”. | |
Ματθ. 9,31 | οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. | |
Ματθ. 9,31 | Αλλά εκείνοι εξελθόντες διέδωσαν το θαύμα και την φήμη του Ιησού εις όλην εκείνην την χώραν. | |
Ματθ. 9,32 | Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· | |
Ματθ. 9,32 | Ενώ δε αυτοί εξήρχοντο, ιδού έφεραν στον Ιησούν ένα άνθρωπον δαιμονιζόμενον κωφάλαλον. | |
Ματθ. 9,33 | καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός, καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες ὅτι οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ. | |
Ματθ. 9,33 | Και όταν εξεδιώχθη το δαιμόνιον, αμέσως ωμίλησεν ο κωφάλαλος και οι όχλοι που ήσαν εκεί εθαύμασαν και έλεγαν ότι ποτέ έως τώρα δεν εφάνησαν στον Ισραηλιτικόν λαόν τόσα πολλά και τόσα μεγάλα θαύματα. | |
Ματθ. 9,34 | οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. | |
Ματθ. 9,34 | Οι μοχθηροί όμως και δόλιοι Φαρισαίοι έλεγαν· “αυτός διώχνει τα δαιμόνια με την δύναμιν του αργηγού των δαιμονίων”. | |
Ματθ. 9,35 | Καὶ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. | |
Ματθ. 9,35 | Και περιώδευε ο Ιησούς όλας τας πόλεις και τα χωρία διδάσκων εις τας συναγωγάς αυτών και κηρύσσων το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας των ουρανών και θεραπεύων κάθε ασθένειαν και κάθε καχεξίαν μεταξύ του λαού. | |
Ματθ. 9,36 | Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν, ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐῤῥιμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. | |
Ματθ. 9,36 | Οταν δε είδε τα πλήθη του λαού, ησθάνθη ευσπλαγχνίαν και πόνον δι' αυτούς, διότι ήσαν αποκαμωμένοι πνευματικώς και παραπεταμένοι, σαν πρόββατα που δεν είχαν ποιμένα. | |
Ματθ. 9,37 | τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι. | |
Ματθ. 9,37 | Τοτε λέγει στους μαθητάς του· “ο μεν θερισμός είναι πολύς (πολλοί δηλαδή είναι εκείνοι που έχουν την ανάγκην και την διάθεσιν να δεχθούν τα λόγια της σωτηρίας) αλλά οι πνευματικοί εργάται είναι ολίγοι. | |
Ματθ. 9,38 | δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 9,38 | Παρακαλέστε λοιπόν τον Κυριον του θερισμού, να στείλη εργάτας στον θερισμόν αυτού”. | |
Κεφάλαιο 10ο | ||
Ματθ. 10,1 | Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. | |
Ματθ. 10,1 | Αφού προσεκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του ο Ιησούς, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν επί των ακαθάρτων πνευμάτων, ώστε να τα εκδιώκουν από τους δαιμονιζομένους και να θεραπεύουν κάθε αρρώστιαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν και καχεξίαν. | |
Ματθ. 10,2 | Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, | |
Ματθ. 10,2 | Τα δε ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τα εξής· πρώτος ο Σιμων, ο ονομαζόμενος Πετρος και Ανδρέας ο αδελφός του, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, και Ιωάννης ο αδελφός του· | |
Ματθ. 10,3 | Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, | |
Ματθ. 10,3 | ο Φιλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Λεββαίος, ο οποίος είχε επονομασθή και Θαδδαίος. | |
Ματθ. 10,4 | Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. | |
Ματθ. 10,4 | Ο Σιμων ο Κανανίτης, δηλαδή ο Ζηλωτής, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και παρέδωκεν τον Ιησούν. | |
Ματθ. 10,5 | Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε· | |
Ματθ. 10,5 | Αυτούς τους δώδεκα έστειλεν ο Ιησούς να κηρύξουν το Ευαγγέλιον, αφού τους έδωκεν τας επομένας παραγγελίας· “εις δρόμον, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μη πορευθήτε και εις πόλιν Σαμαρειτών να μη εισέλθετε. | |
Ματθ. 10,6 | πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. | |
Ματθ. 10,6 | Πηγαίνετε δε κατά προτίμησιν στους Ισραηλίτας, οι οποίοι μοιάζουν με πρόβατα απολωλότα. | |
Ματθ. 10,7 | πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 10,7 | Και εκεί που θα πηγαίνετε, να κηρύσσετε και να λέγετε ότι επλησίασε η βασιλεία των ουρανών, έφθασε πλέον ο καιρός που θα ιδρυθή επί της γης η Εκκλησία. | |
Ματθ. 10,8 | ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε. | |
Ματθ. 10,8 | Σας δίδω εξουσίαν να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε, μη εμπορευθήτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώστε. | |
Ματθ. 10,9 | μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν, | |
Ματθ. 10,9 | Μη αποκτήσετε και μη φυλάσσετε εις την ζώνην σας χρυσά νομίσματα, ούτε αργυρά, ούτε χάλκινα. | |
Ματθ. 10,10 | μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ῥάβδον· ἄξιος γάρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ. | |
Ματθ. 10,10 | Μη παίρνετε ούτε σακκούλι, δια να βάζετε τα τρόφιμα, που θα σας χρειασθούν στον δρόμον· ούτε δύο υποκάμισα ούτε υποδήματα, εκτός από αυτά που φορείτε, ούτε ράβδον. Διότι ο κάθε εργάτης δικαιούτε την τροφήν του. (Σεις δε είσθε οι πνευματικοί εργάται, στους οποίους οι άνθρωποι θα δώσουν ο,τι χρειάζεται, αφού άλλωστε δι' αυτούς κοπιάζετε). | |
Ματθ. 10,11 | εἰς ἣν δ᾿ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι, κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε. | |
Ματθ. 10,11 | Εις όποιαν δε πόλιν η χωρίον εισέλθετε, πληροφορηθήτε ποιός είναι μεταξύ των κατοίκων ο ευϋπόληπτος και άξιος να σας φιλοξενήση. Και στο σπίτι αυτού μείνετε, έως ότου αναχωρήσετε από εκεί. | |
Ματθ. 10,12 | εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτὴν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἴκῳ τούτῳ. | |
Ματθ. 10,12 | Οταν δε εισέρχεσθε στο σπίτι αυτό, να χαιρετίσετε όλους και να ευχηθήτε λέγοντες· Η ειρήνη του Θεού ας έλθη στο σπίτι τούτο. | |
Ματθ. 10,13 | ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλθέτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ᾿ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. | |
Ματθ. 10,13 | Και αν μεν το σπίτι αυτό είναι άξιον να δεχθή την ειρήνην, ας έλθη η ειρήνη σας εις αυτό· εάν όμως δεν είναι άξιον, η ειρήνη σας ας γυρίση πάλιν εις σας. | |
Ματθ. 10,14 | καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν. | |
Ματθ. 10,14 | Και όποιος δεν θα σας δεχθή και δεν θα θελήση να ακούση το κήρυγμά σας, όταν βγαίνετε από το σπίτι εκείνο η από την πόλιν εκείνην, τινάξατε τελείως την σκόνην που έχει καθίσει εις τα πόδια σας (δια να δείξετε έτσι ότι δεν έχετε πλέον καμμίαν επικοινωνίαν με αυτούς). | |
Ματθ. 10,15 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόῤῥας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. | |
Ματθ. 10,15 | Σας διαβεβαιώνω ότι περισσότερον επιεικής θα είναι η τιμωρία, κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως, δια τους κατοίκους της χώρας των Σοδόμων και Γομόρρας, παρά δια τους κατοίκους της πόλεως εκείνης, που αρνήθηκε να σας δεχθή. | |
Ματθ. 10,16 | ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. | |
Ματθ. 10,16 | Ιδού εγώ σας στέλνω ωσάν ήμερα και άκακα πρόββατα ανάμεσα σε αιμοβόρους λύκους. Δι' αυτό και σας συμβουλεύω να είσθε φρόνομοι σαν τα φίδια (τα οποία εις ώραν κινδύνου προφυλάσσουν κυρίως το κεφάλι των), και αθώοι και ακέραιοι όπως τα περιστέρια. | |
Ματθ. 10,17 | Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· | |
Ματθ. 10,17 | Να προσέχετε, λοιπόν, και να προφυλάσσεσθε από τους κακούς ανθρώπους· διότι αυτοί θα σας σύρουν και θα σας παραδώσουν εις τας συνέδρια των Εβραίων, δια να καταδικασθήτε, και εις τας συναγωγάς αυτών εμπρός εις τα πλήθη θα σας μαστιγώσουν. | |
Ματθ. 10,18 | καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. | |
Ματθ. 10,18 | Και εις άρχοντας και εις βασιλείς θα σας τραβήξουν δια της βίας, δια να τιμωρηθήτε από αυτούς, ένεκα της πίστεώς σας εις εμέ· αλλά εκεί σεις, χωρίς να φοβηθήτε, θα δώσετε την καλήν μαρτυρίαν και εις αυτούς και γενικώτερα εις τα ειδωλολατρικά έθνη. | |
Ματθ. 10,19 | ὅταν δὲ παραδώσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσετε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσετε. | |
Ματθ. 10,19 | Οταν δε σας παραδώσουν εις τα δικαστήρια η στους άρχοντας, μη βασανίζετε το πνεύμα σας με την αγωνιώδη μέριμναν, πως θα απολογηθήτε η τι θα πήτε. Εκείνην ακριβώς την ώραν θα σας δοθή άνωθεν, τι θα πήτε. | |
Ματθ. 10,20 | οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. | |
Ματθ. 10,20 | Επειδή δεν θα είσθε εσείς, που θα ομιλήτε, αλλά το Πνεύμα του ουρανίου Πατρός σας, το οποίον θα ομιλή δια μέσου υμών. | |
Ματθ. 10,21 | Παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· | |
Ματθ. 10,21 | Θα παραδώση δε εις θάνατον ο άπιστος αδελφός τον πιστόν αδελφόν του και ο άπιστος πατέρας το ευσεβές τέκνον του και θα επαναστατήσουν τα άπιστα τέκνα εναντίον των πιστών γονέων των και θα τους θανατώσουν. | |
Ματθ. 10,22 | καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. | |
Ματθ. 10,22 | Και θα σας μισούν όλοι οι ασεβείς και άπιστοι δια μόνον τον λόγον ότι πιστεύετε και ομολογείτε το όνομά μου· μη χάσετε όμως το θάρρος σας, διότι εκείνος, ο οποίος θα υπομείνη μέχρι τέλους, θα σωθή και θα γίνη άξιος της βασιλείας των ουρανών. | |
Ματθ. 10,23 | ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ τελέσητε τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. | |
Ματθ. 10,23 | Οταν δε σας διώχνουν από την πόλιν αυτήν, φεύγετε και πηγαίνετε εις την άλλην. Αληθώς σας λέγω ότι δεν θα προλάβετε να περιέλθετε όλας τας πόλστου Ισραήλ, έως ότου έλθη ο Υιός του ανθρώπου εις συνάντησίν σας, βραδύτερον δε και εις τιμωρίαν εκείνων που δεν σας δέχονται. | |
Ματθ. 10,24 | Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ. | |
Ματθ. 10,24 | Και ας έχετε υπ' όψιν σας, ότι δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον διδάσκαλόν του ούτε δούλος ανώτερος από τον κύριόν του· | |
Ματθ. 10,25 | ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, καὶ τῷ δούλῳ ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ; | |
Ματθ. 10,25 | είναι δε αρκετόν στον μαθητήν να γίνη και να πάθη όπως ο διδάσκαλός του, και στον δούλον όπως ο κύριός του. Εάν εμέ, τον διδάσκαλον και τον κύριον του σπιτιού, ωνόμασαν Βελζεβούλ, δηλαδή άρχοντα των δαιμονίων, πόσω μάλλον θα καλέσουν σας, που είσθε οι οικιακοί μου; | |
Ματθ. 10,26 | μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς· οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται. | |
Ματθ. 10,26 | Ιδού ότι σας προείπα τι θα συναντήσετε στο έργον σας. Λοιπόν μη φοβηθήτε αυτούς, που θα σας συκοφαντήσουν και θα σας καταδιώξουν. (Η αθωότης σας θα λάμψη και η αλήθεια του Ευαγγελίου, που είναι σήμερα κρυφή και άγνωστος, θα γίνη γνωστή). Διότι δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένον που δεν θα ξεσκεπασθή και κανένα κρυφό που δεν θα γίνη γνωστόν. | |
Ματθ. 10,27 | ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί, καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων. | |
Ματθ. 10,27 | Εκείνο που σας λέγω τώρα ιδιαιτέρως, σαν υπό το σκότος, κηρύξατέ του στο φως της δημοσιότητος. Και εκείνο που ακούετε μυστικά στο αυτί, διαλαλήσατέ το από τις ταράτσες προς όλους. | |
Ματθ. 10,28 | καὶ μὴ φοβηθῆτε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. | |
Ματθ. 10,28 | Και μη φοβηθήτε από τους διώκτας, οι οποίοι θανατώνουν το σώμα, δεν έχουν όμως την δύναμιν να θανατώσουν την ψυχήν. Αλλά να φοβηθήτε περισσότερον τον Θεόν, ο οποίος δύναται την ψυχήν και το σώμα να καταδικάση εις την απώλειαν της κολάσεως. | |
Ματθ. 10,29 | οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν. | |
Ματθ. 10,29 | Δυο στρουθία δεν πωλούνται αντί ενός ασσαρίου, δηλαδή αντί οκτώ λεπτών; Και όμως ένα από αυτά δεν θα πέση νεκρό εις την γην, χωρίς να το επιτρέψη ο Πατήρ σας. | |
Ματθ. 10,30 | ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. | |
Ματθ. 10,30 | Αφού ο Πατήρ σας προνοεί ακόμη και δια τα σπουργίτια, πόσω μάλλον θα προνοή για σας; Σκεφθήτε ότι αι τρίχες της κεφαλής σας είναι γνωσταί και αριθμημέναι από τον Θεόν. (Αυτός σας παρακολουθεί και εις τας πλέον ασημάντους λεπτομερείας της ζωής σας). | |
Ματθ. 10,31 | μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς. | |
Ματθ. 10,31 | Λοιπόν μη αφήσετε ποτέ τον φόβον να κυριεύση την καρδίαν σας. Από παρά πολλά στρουθία είσθε ασυγκρίτως ανώτεροι σεις. | |
Ματθ. 10,32 | Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 10,32 | Καθένας, λοιπόν, που με πίστιν και θάρρος και χωρίς να φοβήται τους διωγμούς, θα με ομολογήση σωτήρα του και Θεόν του εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ έμπροσθεν του ουρανίου πατρός μου ως ιδικόν μου. | |
Ματθ. 10,33 | ὅστις δ᾿ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 10,33 | Οποιος όμως με αρνηθή εμπρός στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παραδεχθώ ως ιδικόν μου εμπρός στον ουράνιον Πατέρα μου. | |
Ματθ. 10,34 | Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. | |
Ματθ. 10,34 | Μη νομίσετε ότι ήλθα να επιβάλω μία ψευδή ειρήνην εις την γην (όπως την φαντάζονται οι Ισραηλίται, οι οποίοι περιμένουν τον Μεσσίαν ως επίγειον βασιλέαν). Δεν ήλθα να φέρω τέτοιαν ειρήνην, αλλά μάχαιραν και διαίρεσιν. | |
Ματθ. 10,35 | ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· | |
Ματθ. 10,35 | Διότι ήλθα να χωρίσω τον ασεβή υιόν εναντίον του πιστού πατρός του και την ασεβή θυγατέρα εναντίον της μητρός της και την νύμφην ενάντιον της πενθεράς της. | |
Ματθ. 10,36 | καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 10,36 | Και θα γίνουν εχθροί του πιστού ανθρώπου οι οικιακοί του, που δεν θα δεχθούν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας. | |
Ματθ. 10,37 | Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· | |
Ματθ. 10,37 | Εκείνος που αγαπά τον πατέρα η την μητέρα του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον υιόν του η την κόρην του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. | |
Ματθ. 10,38 | καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. | |
Ματθ. 10,38 | Και όποιος δεν παίρνει σταθεράν την απόφασιν να υποστή κάθε ταλαιπωρίαν και σταυρικόν ακόμη θάνατον δια την πίστιν του εις εμέ και δεν με ακολουθεί ως αρχηγόν και υπόδειγμά του, δεν είναι άξιος για μένα. | |
Ματθ. 10,39 | ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν. | |
Ματθ. 10,39 | Εκείνος που εις καιρόν διωγμών θα αποφύγη την θλίψιν και το μαρτύριον, δια να σώση την ζωήν του, θα χάση την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν· και όποιος θυσιάσει την ζωήν του ένεκα εμού, θα κερδίση την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν. | |
Ματθ. 10,40 | Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. | |
Ματθ. 10,40 | Εκείνος που σας δέχεται και σας φιλοξενεί ως απεσταλμένους μου, υποδέχεται εμέ· και εκείνος που υποδέχεται εμέ, υποδέχεται 'Εκεινον, που με έστειλε στον κόσμον. | |
Ματθ. 10,41 | ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται. | |
Ματθ. 10,41 | Εκείνος που υποδέχεται προφήτην, διδάσκαλον του θείου θελήματος, και τον τιμά ως προφήτην, θα πάρη μισθόν προφήτου από τον Θεόν. Και εκείνος που δέχεται δίκαιον, διότι είναι δίκαιος, θα λάβη μισθόν δικαίου. | |
Ματθ. 10,42 | καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 10,42 | Και όποιος προσφέρει εις ένα από τους ασήμους τούτους μαθητάς μου έστω και ένα ποτήρι κρύο νερό, σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα χάση τον μισθόν του. (Καθε ένας που με πίστιν υποβοηθεί και συντρέχει, έστω και ολίγον, τους Αποστόλους μου στο έργον των, θα λάβη την ανταμοιβήν του από τον Θεόν). | |
Κεφάλαιο 11ο | ||
Ματθ. 11,1 | Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ μετέβη ἐκεῖθεν τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν. | |
Ματθ. 11,1 | Οταν δε ετελείωσε ο Ιησούς να δίδη τας παραγγελίας αυτάς στους δώδεκα μαθητάς του και εκείνοι ήρχισαν την περιοδείαν των, ανεχώρησεν από εκεί δια να διδάξη και κηρύξη εις τας πόλεις των Ιουδαίων. | |
Ματθ. 11,2 | Ὁ δὲ Ἰωάννης ἀκούσας ἐν τῷ δεσμωτηρίῳ τὰ ἔργα τοῦ Χριστοῦ, πέμψας δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ | |
Ματθ. 11,2 | Ο Ιωάννης δε ο Βαπτιστής, όταν ήκουσε μέσα εις την φυλακήν του τα καταπληκτικά έργα του Χριστού, έστειλε δύο από τους μαθητάς του | |
Ματθ. 11,3 | εἶπεν αὐτῷ· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; | |
Ματθ. 11,3 | και τον ηρώτησεν· “Συ είσαι ο ερχόμενος Μεσσίας η μήπως πρέπει να περιμένωμεν άλλον” (Τούτο δε έκαμεν, όχι διότι ο ίδιος αμφέβαλλε, αλλά δια να στηρίξη τους κλονισμένους μαθητάς του εις την προς τον Χριστόν πίστιν). | |
Ματθ. 11,4 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ ἀκούετε καὶ βλέπετε· | |
Ματθ. 11,4 | Απεκρίθη ο Ιησούς και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε και είπατε στον Ιωάννην αυτά που ακούετε και βλέπετε· | |
Ματθ. 11,5 | τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται καὶ πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· | |
Ματθ. 11,5 | Οτι δηλαδή τυφλοί αποκτούν το φως των, χωλοί θεραπεύονται και περιπατούν, λεπροί καθαρίζονται από την λέπραν και κωφοί αποκτούν την ακοήν των, νεκροί ανασταίνονται, περιφρονημένοι δε πτωχοί και άσημοι δέχονται ολοπρόθυμα την χαροποιόν αγγελίαν της βασιλείας των ουρανών. | |
Ματθ. 11,6 | καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί. | |
Ματθ. 11,6 | Και μακάριος είναι εκείνος, που δεν θα σκανδαλισθή και δεν θα κλονισθή εις την πίστιν του προς εμέ”. | |
Ματθ. 11,7 | Τούτων δὲ πορευομένων ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς λέγειν τοῖς ὄχλοις περὶ Ἰωάννου· τί ἐξήλθετε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; | |
Ματθ. 11,7 | Ενώ δε αυτοί επήγαιναν δια να αναγγείλουν στον Ιωάννην όσα ήκουσαν, ήρχισε ο Ιησούς να λέγη εις τα πλήθη περί του Ιωάννου· “τι είχατε βγη εις την έρημον να ιδήτε; Ανθρωπον ο οποίος θα ωμοίαζε με καλάμι που το λυγίζει προς όλες τις διευθύνσεις ο άνεμος; Οχι βέβαια. | |
Ματθ. 11,8 | ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ τὰ μαλακὰ φοροῦντες ἐν τοῖς οἴκοις τῶν βασιλέων εἰσίν. | |
Ματθ. 11,8 | Αλλά τι είχατε βγη να ιδήτε; Μαλθακόν άνθρωπον, ντυμένον με μαλακά και πολύτιμα ενδύματα; Ούτε. Διότι, όπως είναι εις όλους γνωστόν, αυτοί που φορούν τα μαλακά ενδύματα μένουν μέσα εις τα ανάκτορα των βασιλέων. | |
Ματθ. 11,9 | ἀλλὰ τί ἐξήλθετε ἰδεῖν; προφήτην; ναὶ λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου. | |
Ματθ. 11,9 | Αλλά τι εβγήκατε να ιδήτε; Προφήτην; Ναι, σας λέγω και σας τονίζω, και περισσότερον ακόμη από προφήτην. | |
Ματθ. 11,10 | οὗτος γάρ ἐστι περὶ οὗ γέγραπται· ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. | |
Ματθ. 11,10 | Διότι αυτός είναι εκείνος, περί του οποίου έχει γραφή (από άλλον προφήτην, τον Μαλαχίαν)· Ιδού εγώ αποστέλλω τον αγγελιοφόρον μου ολίγον ενωρίτερα από σε, ο οποίος θα προετοιμάση έμπροσθέν σου τον δρόμον σου και θα προπαρασκευάση τους ανθρώπους να σε δεχθούν. | |
Ματθ. 11,11 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν μείζων αὐτοῦ ἐστιν. | |
Ματθ. 11,11 | Σας διαβεβαιώνω ότι ανώτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν δεν έχει παρουσιασθή μεταξύ όλων, που έχουν γεννηθή έως τώρα από γυναίκας. (Τοσον μέγας είναι ο Ιωάννης). Αλλ' ο πλέον ταπεινός και άσημος πολίτης της βασιλείας των ουρανών-της Εκκλησίας δηλαδή-που θεμελιώνεται τώρα, είναι, από απόψεως χαρισμάτων και γνώσεων και σωτηρίας, ανώτερος από τον Ιωάννην τον Βαπτιστήν (ο οποίος δεν απήλαυσε ακόμη την δωρεάν και την χάριν της λυτρωτικής μου θυσίας). | |
Ματθ. 11,12 | ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται, καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν. | |
Ματθ. 11,12 | Αλλη εποχή αρχίζει τώρα, πολύ διαφορετική από την εποχήν της Παλαιάς Διαθήκης, που φθάνει μέχρι Ιωάννου του Βαπτιστού. Από την στιγμήν που έκαμε την εμφάνισίν του ο Ιωάννης έως τώρα, η βασιλεία των ουρανών εγκαθιδρύεται εις την γην, αποκτάται με αγώνα και όσοι αγωνίζονται εναντίον της αμαρτίας, που υπάρχει μέσα των και μέσα στον κόσμον, την αρπάζουν και την κρατούν σφικτά. | |
Ματθ. 11,13 | πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου προεφήτευσαν. | |
Ματθ. 11,13 | Εχει αρχίσει νέα πλέον εποχή, διότι όλοι οι προφήται και ο νόμος του Μωϋσέως μέχρι του Ιωάννου επροφήτευσαν. | |
Ματθ. 11,14 | καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι, αὐτός ἐστιν Ἠλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι. | |
Ματθ. 11,14 | Και εάν θέλετε, παραδεχθήτε το· αυτός είναι ο Ηλίας ο οποίος (όπως επροφήτευσε ο Μαλαχίας) επρόκειτο να έλθη προ της ελεύσεως του Μεσσίου. | |
Ματθ. 11,15 | ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | |
Ματθ. 11,15 | Εγώ τα κηρύττω αυτά και όποιος έχει αυτιά, καλήν δηλαδή διάθεσιν, να ακούη ας τα ακούη. | |
Ματθ. 11,16 | Τίνι δὲ ὁμοιώσω τὴν γενεὰν ταύτην; ὁμοία ἐστὶ παιδίοις καθημένοις ἐν ἀγοραῖς, ἃ προσφωνοῦντα τοῖς ἑταίροις αὐτῶν λέγουσιν· | |
Ματθ. 11,16 | Με τι να παρομοιάσω την γενεάν αυτήν; Ομοιάζει με ανόητα παιδιά, που κάθονται είς τας αγοράς και φωνάζουν στους φίλους των και λέγουν· | |
Ματθ. 11,17 | ηὐλήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ὠρχήσασθε, ἐθρηνήσαμεν ὑμῖν, καὶ οὐκ ἐκόψασθε. | |
Ματθ. 11,17 | Επαίξαμεν χορευτικά τραγούδια με την φλογέρα και δεν εχορέψατε, εθρηνήσαμε και σας είπαμε μοιρολόγια και δεν εκτυπήσατε κλαίοντες το κεφάλι και το στήθος. | |
Ματθ. 11,18 | ἦλθε γὰρ Ἰωάννης μήτε ἐσθίων μήτε πίνων, καὶ λέγουσι· δαιμόνιον ἔχει. | |
Ματθ. 11,18 | Διότι ήλθε ο Ιωάννης, που εζούσε ασκητικήν ζωήν, χωρίς να τρώγη και χωρίς να πίνη όπως οι άλλοι, και είπαν οι άνθρωποι της γενεάς αυτής ότι έχει δαιμόνιον. | |
Ματθ. 11,19 | ἦλθεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐσθίων καὶ πίνων, καὶ λέγουσιν· ἰδοὺ ἄνθρωπος φάγος καὶ οἰνοπότης, τελωνῶν φίλος καὶ ἁμαρτωλῶν. καὶ ἐδικαιώθη ἡ σοφία ἀπὸ τῶν τέκνων αὐτῆς! | |
Ματθ. 11,19 | Ηλθε ο Υιός του ανθρώπου, ο οποίος και τρώγει και πίνει, όπως κάθε φυσιολογικός, εγκρατής και κοινωνικός άνθρωπος, και λέγουν· να, άνθρωπος φαγάς και οινοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών. Και έτσι η θεία σοφία εθαυμάσθη και εδικαιώθη από τα συνετά τέκνα της, διότι χρησιμοποιεί πάντοτε σοφούς και δικαίους τρόπους εις σωτηρίαν του ανθρώπου”. | |
Ματθ. 11,20 | Τότε ἤρξατο ὀνειδίζειν τὰς πόλεις ἐν αἷς ἐγένοντο αἱ πλεῖσται δυνάμεις αὐτοῦ, ὅτι οὐ μετενόησαν· | |
Ματθ. 11,20 | Τοτε ήρχισεν ο Ιησούς να ελέγχη και να επιτιμά με δριμύτητα τας πόλεις εις τας οποίας είχαν γίνει τα πλείστα από τα θαύματά του και αι οποίαι, παρ' όλα αυτά, δεν μετενόησαν. | |
Ματθ. 11,21 | οὐαί σοι, Χοραζίν, οὐαί σοι, Βηθσαϊδά· ὅτι εἰ ἐν Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν ὑμῖν, πάλαι ἂν ἐν σάκκῳ καὶ σποδῷ καθήμεναι μετενόησαν. | |
Ματθ. 11,21 | “Αλλοίμονο εις σε, Χοραζίν, αλλοίμονον εις σε, Βησθαϊδά· διότι εάν εις τας διαβοήτους δια την κακίαν των πόλεις Τυρον και Σιδώνα είχαν γίνει τα μεγάλα θαύματα, που έγιναν εις σας, προ πολλού θα είχαν μετανοήσει και εις εκδήλωσιν της μετανοίας και της συντριβής των θα εφορούσαν αντί ενδύματος ευτελή σάκκον και θα έρριπταν στο κεφάλι των αντί μύρου στάκτην. | |
Ματθ. 11,22 | πλὴν λέγω ὑμῖν, Τύρῳ καὶ Σιδῶνι ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ ὑμῖν. | |
Ματθ. 11,22 | Αλλά σας λέγω και τούτο, ότι κατά την ημέραν της κρίσεως η θέσις της Τυρου και της Σιδώνος θα είναι περισσότερον υποφερτή παρά η ιδική σας. | |
Ματθ. 11,23 | καὶ σὺ Καπερναούμ, ἡ ἕως τοῦ οὐρανοῦ ὑψωθεῖσα, ἕως ᾅδου καταβιβασθήση· ὅτι εἰ ἐν Σοδόμοις ἐγενήθησαν αἱ δυνάμεις αἱ γενόμεναι ἐν σοί, ἔμειναν ἂν μέχρι τῆς σήμερον. | |
Ματθ. 11,23 | Και συ, Καπερναούμ, που σε εξέλεξα ως τόπον κατοικίας μου και εξυψώθηκες δια τούτο έως τον ουρανόν, θα κρημνισθής βαθύτατα μέχρι τον Αδην, διότι εάν τα μεγάλα θαύματα, που έγιναν εις σε, είχαν γίνει εις τα διεφθαρμένα Σοδομα, οι κάτοικοι θα μετανοούσαν και δεν θα κατεστρέφοντο, αλλά θα έμεναν μέχρι σήμερα. | |
Ματθ. 11,24 | πλὴν λέγω ὑμῖν ὅτι γῇ Σοδόμων ἀνεκτότερον ἔσται ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ σοί. | |
Ματθ. 11,24 | Πλην, σας λέγω και τούτο· ότι η θέσις και η τιμωρία των Σοδόμων κατά την μεγάλην ημέρα της κρίσεως θα είναι περισσότερον υποφερτή, παρά η ιδική σας”. | |
Ματθ. 11,25 | Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· | |
Ματθ. 11,25 | Τοτε, έστρεψε τον λόγον του ο Ιησούς προς τον ουρανόν και είπε· “Σ' ευχαριστώ και σε δοξάζω, Πατερ, που είσαι κύριος και εξουσιαστής του ουρανού και της γης, διότι απέκρυψες αυτάς τας υψίστας αληθείας από εκείνους, που νομίζουν τον ευατόν των σοφόν και συνέτον, και εφανέρωσες αυτάς εις ανθρώπους απλοϊκούς, ως νήπια, εις αφελείς και ταπεινούς, που είχαν όμως την αγαθήν διάθεσιν να τας δεχθοόν. | |
Ματθ. 11,26 | ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου. | |
Ματθ. 11,26 | Ναι, Πατερ, διότι έτσι ήρεσεν εις σε και έτσι, ως δίκαιος και πανάγαθος, ηθέλησες. | |
Ματθ. 11,27 | Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. | |
Ματθ. 11,27 | Ολα έχουν παραδοθή από τον Πατέρα εις εμέ και, ως γνήσιος μονογενής Υιός του, έχω κάθε εξουσίαν. Και κανείς δεν γνωρίζει πλήρως και τελείως τον Υιόν, παρά μόνον ο Πατήρ και κανείς άλλος δεν γνωρίζει πλήρως και τελείως τον Πατέρα ειμή ο Υιός, ο ομοούσιος και ίσος προς αυτόν, και εν μέρει τον γνωρίζει ακόμη και εκείνος, στον οποίον ο Υιός θα φανερώση τον Πατέρα. | |
Ματθ. 11,28 | Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. | |
Ματθ. 11,28 | Ελάτε κοντά μου όλοι όσοι μοχθήτε και κοπιάζετε και είσθε φορτωμένοι από το βάρος των αμαρτιών και των θλίψεων και των πλανών και εγώ θα σας αναπαύσω και θα σας ξεκουράσω. | |
Ματθ. 11,29 | ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· | |
Ματθ. 11,29 | Σηκώσατε επάνω σας τον ζυγόν της υπακοής σας εις εμέ και μάθετε από εμέ τον ίδιον ότι είμαι πράος και ταπεινός κατά την καρδίαν και θα εύρετε τότε ανάπαυσιν και ειρήνην εις τας ψυχάς σας. | |
Ματθ. 11,30 | ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν. | |
Ματθ. 11,30 | Μη διστάσετε· διότι ο ζυγός μου είναι καλός και χρήσιμος και το φορτίον των υποχρεώσεων και των καθηκόντων, που επιβάλλω εγώ, είναι ελαφρόν”. (Εγώ το επιβάλλω, αλλά και εγώ σας βοηθώ να το σηκώσετε). | |
Κεφάλαιο 12ο | ||
Ματθ. 12,1 | Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν. | |
Ματθ. 12,1 | Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου επέρασε μέσα από σπαρμένους αγρούς· οι μαθηταί του επείνασαν και ήρχισαν να κόβουν στάχυα, να τα τρίβουν και να τρώγουν τον καρπόν. | |
Ματθ. 12,2 | οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες εἶπον αὐτῷ· ἰδοὺ οἱ μαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν σαββάτῳ. | |
Ματθ. 12,2 | Αλλά οι Φαρισαίοι, όταν είδαν το γεγονός, είπαν εις αυτόν· “ιδού, οι μαθηταί σου κάνουν κάτι, που δεν επιτρέπεται να γίνεται κατά την ημέραν Σαββάτου”. | |
Ματθ. 12,3 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυΐδ ὅτε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ; | |
Ματθ. 12,3 | Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “δεν εδιαβάσατε εις τας Γραφάς τι έκαμεν ο Δαυΐδ, όταν επείνασε αυτός και οι άνθρωποι που ήσαν μαζή του; | |
Ματθ. 12,4 | πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ᾿ αὐτοῦ, εἰ μὴ μόνοις τοῖς ἱερεῦσι; | |
Ματθ. 12,4 | Δηλαδή πως εμπήκε στον οίκον του Θεού, εις την σκηνήν του Μαρτυρίου και έφαγε τους άρτους, που ήσαν τοποθετημένοι εις την τράπεζαν της προθέσεως, ως θυσία στον Θεόν και τους οποίους δεν επετρέπετο ούτε εις αυτόν ούτε στους ανθρώπους που είχε μαζή του να φάγουν, παρά μόνον στους ιερείς. Και όμως, ο Θεός δεν οργίσθη δι' αυτό. | |
Ματθ. 12,5 | ἢ οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῷ νόμῳ ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατον βεβηλοῦσι, καὶ ἀναίτιοί εἰσι; | |
Ματθ. 12,5 | Η δεν εδιαβάσατε στον Νομον, ότι κατά τα Σαββατα καταλύουν οι ιερείς το Σαββατον με τας εργασίας που κάνουν μέσα στον ναόν (όταν ανάβουν φωτιά δια το θυσιαστήριον, σφάζουν τα ζώα που θα προσφερθούν ως θυσία κ.λ.π); Και όμως κανείς δεν τους κατηγορεί δι' αυτό. | |
Ματθ. 12,6 | λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ μεῖζόν ἐστιν ὧδε. | |
Ματθ. 12,6 | Σας λέγω δε τούτο· ότι έδω είναι κάτι πολύ ανώτερον από τον ναόν (διότι εγώ είμαι ο Κυριος του ναού, ο αιώνιος Αρχιερεύς, οι δε μαθηταί μου θα γίνουν οι ιερείς της χάριτος και οι απόστολοί μου). | |
Ματθ. 12,7 | εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἅν κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους. | |
Ματθ. 12,7 | Και εάν είχατε γνωρίσει καλά τι σημαίνει αυτό που είπε ο Θεός, αγάπην και ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπικήν θυσίαν, δεν θα κατεδικάζατε τους αθώους και ανευθύνους μαθητάς μου. | |
Ματθ. 12,8 | κύριος γάρ ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. | |
Ματθ. 12,8 | Επειτα δε μάθετε και τούτο· ότι ο Υιός του ανθρώπου-δηλαδή εγώ-είναι κύριος και του Σαββάτου (και ημπορεί, αν το κρίνη, να τροποποιήση και τον θεσμόν αυτόν. Ο,τι έκαμαν οι μαθηταί το έκαμαν με την ιδικήν μου σιωπηράν συγκατάθεσιν και άρα δεν είναι ένοχοι)”. | |
Ματθ. 12,9 | Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγὴν αὐτῶν. | |
Ματθ. 12,9 | Και αναχωρήσας από εκεί ήλθεν εις την συναγωγήν των. | |
Ματθ. 12,10 | καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἦν ἐκεῖ τὴν χεῖρα ἔχων ξηράν· καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· εἰ ἔξεστι τοῖς σάββασι θεραπεύειν; ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 12,10 | Και ιδού ήτο εκεί ένας άνθρωπος, που είχε ξηρόν και ακίνητον το ένα του χέρι. Και ηρώτησαν αυτόν λέγοντες, εάν επιτρέπεται να θεραπεύη κανείς κατά τα Σαββατα; Το έκαμαν δε αυτό δια να εύρουν αφορμήν να τον κατηγορήσουν. | |
Ματθ. 12,11 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τίς ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐὰν ἐμπέσῃ τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ; | |
Ματθ. 12,11 | Ο δε Ιησούς τους είπεν· “ποιός άνθρωπος από σας, που θα έχη ένα πρόβατον εάν πέση το πρόβατον κατά την ημέραν του Σαββάτου εις λάκκον, δεν θα το πιάση και δεν θα το βγάλη από εκεί; | |
Ματθ. 12,12 | πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν. | |
Ματθ. 12,12 | Ποσον, λοιπόν, διαφέρει ο άνθρωπος από το πρόβατον; Ασυγκρίτως περισσότερον. Ωστε εάν επιτρέπεται να κάνωμεν καλόν εις τα ζώα κατά την ημέραν του Σαββάτου, πόσο μάλλον στον άνθρωπον;” | |
Ματθ. 12,13 | τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα· καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη. | |
Ματθ. 12,13 | Τοτε λέγει στον άνθρωπον· “άπλωσε το χέρι σου”· και εκείνος το άπλωσε και αποκατεστάθη αμέσως το χέρι και έγινε γερό, όπως και το άλλο. | |
Ματθ. 12,14 | ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον κατ᾿ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν. | |
Ματθ. 12,14 | Οταν δε οι Φαρισαίοι εβγήκαν από την συναγωγήν, έκαμαν ένα συμβούλιον μεταξύ των εναντίον του Ιησού, δια να εύρουν τρόπον να τον θανατώσουν. | |
Ματθ. 12,15 | Ὁ δὲ Ἰησοῦς γνοὺς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας, | |
Ματθ. 12,15 | Ο Ιησούς όμως έμαθε τας πονηράς των αποφάσεις και έφυγεν από εκεί· τον ηκολούθησαν δε όχλοι πολλοί· και αυτός εθεράπευσεν όλους τους ασθενείς. | |
Ματθ. 12,16 | καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτόν, | |
Ματθ. 12,16 | Και συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα, να μη τον φανερώσουν και να μη διαδώσουν τα θαύματά του. | |
Ματθ. 12,17 | ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· | |
Ματθ. 12,17 | Δια να εκπληρωθή έτσι εκείνο που είχε πη ο Θεός δια του προφήτου Ησαΐου, περί της ταπεινώσεως και πραότητος του Μεσσίου· | |
Ματθ. 12,18 | ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ πνεῦμά μου ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ· | |
Ματθ. 12,18 | “Ιδού ο παις μου, τον οποίον εγώ εξέλεξα, ο αγαπητός μου, στον οποίον έχει ευαρεστηθή η ψυχή μου, διότι τηρεί κατά πάντα το θέλημά μου· θα θέσω το Πνεύμα μου επάνω εις αυτόν και θα κηρύξη στους ανθρώπους την θείαν δικαιοσύνην, τον τέλειον νόμον. | |
Ματθ. 12,19 | οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει, οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνήν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 12,19 | Δεν θα φιλονεικήση ούτε θα κραυγάση ούτε θα ακούση κανείς εις τας πλατείας την φωνήν του. | |
Ματθ. 12,20 | κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν· | |
Ματθ. 12,20 | Καλάμι τσακισμένο δεν θα το συντρίψη και φιτίλι μισοσβησμένο, που καπνίζει, δεν θα το σβήση, έως ότου οδηγήση εις νίκην και καταστήση σεβαστήν εις τας καρδίας των ανθρώπων την δικαιοσύνην του Θεού. (Δηλαδή ανθρώπους τσακισμένους από τας πικρίας της ζωής και το βάρος της αμαρτίας, που κινδυνεύουν να χάσουν κάθε ελπίδα σωτηρίας των, όχι μόνον δεν θα τους απογοητεύση, αλλά θα τους ενθαρρύνη να δεχθούν τον νόμον και την σωτηρίαν που τους δίδει ο Θεός και να εξέλθουν έτσι νικηταί). | |
Ματθ. 12,21 | καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι. | |
Ματθ. 12,21 | Και στο όνομα αυτού όλα τα έθνη της γης θα στηρίξουν τας ελπίδας των”. | |
Ματθ. 12,22 | Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστε τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ λαλεῖν καὶ βλέπειν· | |
Ματθ. 12,22 | Τοτε του έφεραν ένα δαιμονιζόμενον, τυφλόν και κωφάλαλον και εθεράπευσεν αυτόν, ώστε ο τυφλός και κωφάλαλος να ομιλή και να βλέπη. | |
Ματθ. 12,23 | καὶ ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι καὶ ἔλεγον· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς Δαυΐδ; | |
Ματθ. 12,23 | Και όλα τα πλήθη έμεναν κατάπληκτα και έλεγαν· “μήπως αυτός είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο απόγονος του Δαυΐδ”; | |
Ματθ. 12,24 | οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες εἶπον· οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰμὴ ἐν τῷ Βεελζεβούλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων. | |
Ματθ. 12,24 | Οι δε Φαρισαίοι, όταν ήκουσαν αυτά, εκ φθόνου κινούμενοι είπαν· “αυτός δεν διώχνει τα δαιμόνια παρά μόνον με την δύναμιν του Βεελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων”. | |
Ματθ. 12,25 | εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς· πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ᾿ ἑαυτὴν ἐρημοῦται, καὶ πᾶσα πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα καθ᾿ ἑαυτὴν οὐ σταθήσεται. | |
Ματθ. 12,25 | Γνωρίζων δε ολοκάθαρα ο Ιησούς τας πονηράς αυτών σκέψεις τους είπε· “κάθε βασίλειον, που έχει διαιρεθή εις αντιμαχομένας παρατάξεις και περιπλέκεται εις εμφύλιον πόλεμον, οδηγείται εις την ερήμωσιν. Και κάθε πόλις η οικογένεια που έχει κομματιασθή εις φατρίας, αι οποίαι αλληλοπολεμούνται, δεν θα σταθή, αλλά θα πέση και θα συντριβή. | |
Ματθ. 12,26 | καὶ εἰ ὁ σατανᾶς τὸν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ᾿ ἑαυτὸν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ; | |
Ματθ. 12,26 | Και εάν ο σατανάς διώχνη τον σατανάν, αυτό σημαίνει ότι το βασίλειόν του έχει διαιρεθή εις αντιμαχόμενα κόμματα. Πως, λοιπόν, είναι δυνατόν να σταθή η βασιλεία και η εξουσία του; | |
Ματθ. 12,27 | καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβαλοῦσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν. | |
Ματθ. 12,27 | Και εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως σεις λέγετε, με την βοήθειαν του Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα με την δύναμιν τίνος τα βγάζουν; Διατί δεν τους κατηγορείτε; Δια τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν δια την μοχθηρίαν σας και την υποκρισίαν. | |
Ματθ. 12,28 | εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ᾿ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. | |
Ματθ. 12,28 | Εάν όμως εγώ διώχνω τα δαιμόνια με την δύναμιν του Πνεύματος του Θεού, αυτό αποδεικνύει ότι έφθασε εις σας η βασιλεία του Θεού. | |
Ματθ. 12,29 | ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον δήσῃ τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. | |
Ματθ. 12,29 | Η πως ημπορεί κανείς να εισέλθη στο σπίτι του ισχυρού και να αρπάση τα υπάρχοντά του, εάν πρώτον δεν δέση τον ισχυρόν; Και τότε θα διαρπάση το σπίτι του. (Εγώ έχω κατανικήσει τον έως τώρα ανίκητον διάβολον και δι\' αυτό ερημώνω την βασιλείαν του και αρπάζω αυτούς, που κρατεί αιχμαλώτους). | |
Ματθ. 12,30 | ὁ μὴ ὢν μετ᾿ ἐμοῦ κατ᾿ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ᾿ ἐμοῦ σκορπίζει. | |
Ματθ. 12,30 | Καθορίσατε την θέσιν σας, διότι εκείνος που δεν είναι μαζή μου είναι εναντίον μου και εκείνος που μαζή με εμέ δεν συγκεντρώνει και δεν φρουρεί τα πρόβατα της μάνδρας μου, τα σκορπίζει και τα απομακρύνει. | |
Ματθ. 12,31 | Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· | |
Ματθ. 12,31 | Δια τούτο σας λέγω ότι κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθή στους ανθρώπους, εφ' όσον θα μετανοήσουν· η δε βλασφημία εναντίον του Αγίου Πνεύματος, (το να διαβάλλη δηλαδή κανείς από εσωτερικήν πώρωσιν και εν επιγνώσει να αποδίδη τα έργα του Αγίου Πνεύματος στον διάβολον) αυτή η βλασφημία δεν θα συγχωρηθή ποτέ στους ανθρώπους αυτούς. | |
Ματθ. 12,32 | καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ᾿ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι. | |
Ματθ. 12,32 | Και εκείνος που θα πη υβριστικόν λόγον ενάντιον του Υιού του ανθρώπου (σκανδαλιζόμενος από το φαινόμενον της ανθρωπίνης φύσεώς του) θα συγχωρηθή, διότι πιθανόν να μετανοήση. Εκείνος όμως που θα εκστομίση βλάσφημον λόγον κατά του Αγίου Πνεύματος (και από διεστραμμένην θέλησιν θα αποδίδη τας ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στον διάβολον) δεν θα λάβη άφεσιν της αμαρτίας του ούτε εις την παρούσαν ούτε εις την μέλλουσαν ζωήν, διότι θα έχη σκληρυνθή πλέον η καρδία του και θα είναι ανεπίδεκτος μετανοίας. | |
Ματθ. 12,33 | Ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον καλόν, καὶ τὸν καρπόν αὐτοῦ καλὸν ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρόν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται. | |
Ματθ. 12,33 | Οπως το δένδρον, ανάλογα με τους καρπούς που παράγει, το χαρακτηρίζετε καλόν η κακόν, έτσι κάμετε και με εμέ. Η παραδεχθήτε και διακηρύξατε ότι το δένδρον είναι καλόν και ο καρπός του είναι καλός η παραδεχθήτε ότι το δένδρον είναι σάπιο και βλαμμένο και ο καρπός επίσης αυτού χαλασμένος και επιβλαβής. Διότι από τον καρπόν κατανοείται η ποιότης του δένδρου. Και οι ιδικοί μου καρποί, τα έργα μου, μαρτυρούν τι είμαι εγώ. | |
Ματθ. 12,34 | γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς δύνασθε ἀγαθὰ λαλεῖν πονηροὶ ὄντες; ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. | |
Ματθ. 12,34 | Απόγονοι από φαρμακερές οχιές, πως μπορείτε σεις ποτέ να λέτε λόγους αγαθούς, εφ' όσον είσθε πονηροί και διεστραμμένοι; Διότι το στόμα αντλεί και ομιλεί πάντοτε από εκείνα που υπερεκχειλίζουν την καρδίαν. | |
Ματθ. 12,35 | ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά. | |
Ματθ. 12,35 | Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει πάντοτε αγαθούς λόγους από τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας του. Και ο πονηρός άνθρωπος βγάζει πονηρά και βλάσφημα λόγια από τον φαύλον θησαυρόν. | |
Ματθ. 12,36 | λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· | |
Ματθ. 12,36 | Σας λέγω δε και τούτο· ότι δια κάθε περιττόν και μάταιον λόγον, τον οποίον θα πουν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν κατά την ημέραν της κρίσεως. (Και πολύ περισσότερον δια τα συκοφαντικά και φαρμακερά λόγια των). | |
Ματθ. 12,37 | ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ. | |
Ματθ. 12,37 | Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθής και από τα λόγια σου θα καταδικασθής”. | |
Ματθ. 12,38 | Τότε ἀπεκρίθησάν τινες τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν. | |
Ματθ. 12,38 | Τοτε μερικοί από τους γραμματείς και Φαρισαίους τον διέκοψαν, έλαβον τον λόγον και είπαν· “διδάσκαλε, θέλομεν να ίδωμεν κάποιον σημείον, ένα θαύμα, από σε”. | |
Ματθ. 12,39 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰμὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. | |
Ματθ. 12,39 | Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “γενεά πονηρά, που επρόδωσε και κατεπάτησε την πίστιν της προς τον Θεόν, ζητεί τώρα με αξίωσιν θαύμα, που να μαρτυρή την αποστολήν μου. Τετοιο όμως θαύμα δεν θα της δοθή, παρά μόνον ένα θαύμα, που προεικονίζετο από το σημείον του Ιωνά του προφήτου. | |
Ματθ. 12,40 | ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. | |
Ματθ. 12,40 | Διότι, όπως ακριβώς ο Ιωνάς ο προφήτης έμεινε εις την κοιλίαν του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, έτσι και ο υιός του ανθρώπου θα είναι μέσα στον τάφον και τον Αδην τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. | |
Ματθ. 12,41 | ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν, ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε. | |
Ματθ. 12,41 | Εις την μέλλουσαν κρίσιν θα αναστηθούν μαζή με την γενεάν αυτήν άνδρες Νινευίται και θα την καταδικάσουν, διότι εκείνοι μετενόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά. Η σημερινή όμως γενεά μένει σκληρή και αμετανόητος, μολονότι έδω γίνονται και λέγονται πολύ περισσότερα και ανώτερα από όσα είπε και έκαμε τότε ο Ιωνάς. | |
Ματθ. 12,42 | βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν, ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε. | |
Ματθ. 12,42 | Η βασίλισσα της χώρας Σαβά, θα αναστηθή κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως μαζή με την γενεάν αυτήν και θα την καταδικάση, διότι ήλθε από τα πέρατα της γης να ακούση την σοφίαν του Σολομώντος. Και ιδού ότι εδώ είναι κάτι το ασυγκρίτως ανώτερον από τον Σολομώντα. (Είμαι εγώ, η ενσάρκωσις αυτής ταύτης της θείας σοφίας). | |
Ματθ. 12,43 | Ὅταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι᾿ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει. | |
Ματθ. 12,43 | (Αλλοίμονο δε στον άνθρωπον που ήκουσε τα λόγια του Θεού και μετενόησε, έπειτα δε από ολίγον τα απέρριψε και έπεσε βαθύτερον εις την αμαρτίαν. Το κατάντημά του θα είναι φοβερόν). Διότι, όταν το ακάθαρτον πνεύμα βγη από τον άνθρωπον, περνά από ξηρούς και ανύδρους τόπους και ζητεί ανάπαυσιν, χωρίς να την ευρίσκη. | |
Ματθ. 12,44 | τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ σεσαρωμένων καὶ κεκοσμημένον. | |
Ματθ. 12,44 | Τοτε λέγει· θα ξαναγυρίσω στο σπίτι, δηλαδή εις την καρδίαν του ανθρώπου, από όπου έφυγα· και έρχεται και ευρίσκει το σπίτι αδειανό, σαρωμένο και κοσμημένο. (Ευρίσκει δηλαδή τον άνθρωπον ράθυμον και πρόθυμον να γυρίση εις την πρώτην αμαρτωλήν του κατάστασιν). | |
Ματθ. 12,45 | τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ᾿ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ, καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. οὕτως ἔσται καὶ τῇ γενεᾷ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ. | |
Ματθ. 12,45 | Τοτε το πονηρόν πνεύμα πηγαίνει και παίρνει μαζή του και άλλα επτά πνεύματα, πονηρότερα από τον ευατόν του, και εισέρχονται όλα μαζή και κατοικούν εις την καρδίαν εκείνην και έτσι η τελική κατάστασις του ανθρώπου εκείνου γίνεται πολύ χειρότερη από την πρώτην. Ετσι θα συμβή και εις την πονηράν αυτήν γενεάν, η οποία συνεκινήθη προς στιγμήν από το κήρυγμα του Ιωάννου του Βαπτιστού, αλλ' όταν ήλθε ο Μεσσίας να της προσφέρη την σωτηρίαν, ηρνήθη να τον δεχθή, έμεινεν αδιόρθωτος και διεστράφη περισσότερον”. | |
Ματθ. 12,46 | Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ. | |
Ματθ. 12,46 | Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε προς τους όχλους, ιδού η μητέρα του και οι θεωρούμενοι αδελφοί του είχαν σταθή έξω και εζητούσαν να του ομιλήσουν. | |
Ματθ. 12,47 | εἶπε δέ τις αὐτῷ· ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν. | |
Ματθ. 12,47 | Του είπε δε κάποιος· “ιδού η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκουν έξω και θέλουν να σε ιδούν”. | |
Ματθ. 12,48 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ· τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου; | |
Ματθ. 12,48 | Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε· “ποιά είναι η μητέρα μου και ποιοί είναι οι αδελφοί μου;” | |
Ματθ. 12,49 | καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· | |
Ματθ. 12,49 | Και αφού άπλωσε το χέρι του επάνω στους μαθητάς του είπε· “αυτοί είναι η μητέρα μου και οι αδελφοί μου. | |
Ματθ. 12,50 | ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν. | |
Ματθ. 12,50 | Διότι όποιος θα γνωρίση και θα εφαρμόση το θέλημα του ουρανίου Πατρός μου, αυτός είναι αδελφός μου και αδελφή μου και η μητέρα μου”. | |
Κεφάλαιο 13ο | ||
Ματθ. 13,1 | Ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς τῆς οἰκίας ἐκάθητο παρὰ τὴν θάλασσαν· | |
Ματθ. 13,1 | Κατά δε την ημέραν εκείνην εβγήκε ο Ιησούς από το σπίτι και εκάθησε κοντά εις την θάλασσαν. | |
Ματθ. 13,2 | καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸν εἰς πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν εἱστήκει. | |
Ματθ. 13,2 | Και συγκεντρώθησαν πλησίον πολλά πλήθη λαού, ώστε να ανεβή αυτός εις ένα εκεί πλοιάριον και να καθήση, ενώ όλος ο άλλος λαός εστέκετο εις την παραλίαν. | |
Ματθ. 13,3 | καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς λέγων· | |
Ματθ. 13,3 | Και εκήρυξεν εις αυτούς πολλάς αληθείας με παραβολάς και είπε· | |
Ματθ. 13,4 | ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ἃ μὲν ἔπεσε παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ ἐλθόντα τὰ πετεινὰ κατέφαγεν αὐτά· | |
Ματθ. 13,4 | “Ιδού εβγήκε στο χωράφι ο γεωργός, δια να σπείρη, και ενώ αυτός έσπερνε, άλλοι μεν σπόροι έπεσαν κοντά στον δρόμον και ήλθαν τα πτηνά του ουρανού και τους κετέφαγαν. | |
Ματθ. 13,5 | ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ πετρώδη, ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς, | |
Ματθ. 13,5 | Αλλοι δε έπεσαν εις την πετρώδη περιοχήν, όπου δεν υπήρχε πολύ χώμα και αμέσως εβλάστησαν πριν ρίξουν βαθειές ρίζες, διότι δεν υπήρχε βάθος γης. | |
Ματθ. 13,6 | ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν ἐξηράνθη· | |
Ματθ. 13,6 | Οταν δε ανέτειλε ο ήλιος, δεν άνθεξαν στον καύσωνα και επειδή δεν είχαν ρίζαν εξηράνθησαν. | |
Ματθ. 13,7 | ἄλλα δὲ ἔπεσεν επὶ τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ ἀπέπνιξαν αὐτά· | |
Ματθ. 13,7 | Αλλοι δε σπόροι έπεσαν εις περιοχήν, όπου υπήρχαν ρίζαι και σπόροι από αγκάθια. Και ανεπτύχθησαν τα αγκάθια και τους έπνιξαν τελείως. | |
Ματθ. 13,8 | ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἐξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα. | |
Ματθ. 13,8 | Αλλοι δε έπεσαν εις την έφορον γην και απέδωσαν καρπόν, άλλος μεν σπόρος εκατόν, άλλος δε εξήκοντα και άλλος τριάκοντα. | |
Ματθ. 13,9 | ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | |
Ματθ. 13,9 | Εκείνος που έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του και καλήν διάθεσιν, δια να δέχεται τον λόγον του Θεού, ας ακούη αυτά που λέγω”. | |
Ματθ. 13,10 | Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ εἶπον αὐτῷ· διατί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς; | |
Ματθ. 13,10 | Και οι μαθηταί, αφού τον επλησίασαν, του είπαν· “διατί τους ομιλείς με παραβολάς;” | |
Ματθ. 13,11 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται. | |
Ματθ. 13,11 | Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “διότι εις σας μεν, δια την αγαθήν διάθεσίν σας, έχει δοθή το χάρισμα να εννοήτε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασιλείας των ουρανών, εις εκείνους όμως δεν έχει δοθή. | |
Ματθ. 13,12 | ὅστις γὰρ ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 13,12 | Επειδή εις όποιον έχει καλήν διάθεσιν και ζωντανήν πίστιν θα δοθή με το παραπάνω η πλουσία γνώσις των θείων αληθειών. Από εκείνον δε που δεν έχει πίστιν, θα αφαιρεθή και η ολίγη ακόμη γνώσις. | |
Ματθ. 13,13 | διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ ἀκούωσι μηδὲ συνῶσι, | |
Ματθ. 13,13 | Δι' αυτό και τους ομιλώ με παραβολάς, διότι αυτοί, ενώ βλέπουν τα θαύματά μου, δεν βλέπουν, και ενώ ακούουν την διδασκαλίαν μου, δεν την ακούουν δια να ωφεληθούν ούτε την ενοούν, | |
Ματθ. 13,14 | μήποτε ἐπιστρέψωσι· καὶ τότε πληρωθήσεται αὐτοῖς ἡ προφητεία Ἡσαΐου ἡ λέγουσα· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· | |
Ματθ. 13,14 | μήπως τυχόν και μετανοήσουν κάποτε. Και εκπληρώνεται έτσι εις αυτούς η προφητεία του Ησαΐου, η οποία λέγει· Θα ακούσετε με τα αυτιά σας και όμως δεν θα εννοήσετε και θα ιδήτε πολύ καλά με τα μάτια του σώματος, αλλά δεν θα ιδήτε με τα μάτια της ψυχής. | |
Ματθ. 13,15 | ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. | |
Ματθ. 13,15 | Διότι έγινε χονδρή και επωρώθη η καρδία και ο νους του λαού αυτού και εβαρυάκουσαν με τα αυτιά τους και έκλεισαν τα μάτια τους, δια να μην ίδουν καμμιά φορά τα μεγαλεία του Θεού και να μη ακούσουν με τα αυτιά της ψυχής των και να μη εννοήσουν με την καρδιά του το κήρυγμα της μετανοίας και επιστρέψουν μετανοημένοι και λάβουν έτσι την θεραπείαν. | |
Ματθ. 13,16 | Ὑμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοί, ὅτι βλέπουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν, ὅτι ἀκούουσιν. | |
Ματθ. 13,16 | Αλλά σεις, οι πιστοί μαθηταί μου, είσθε μακάριοι, που οι οφθαλμοί σας βλέπουν και τα αυτιά σας ακούουν με προσοχήν και εννοείτε την διδασκαλίαν και τα έργα μου. | |
Ματθ. 13,17 | ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν. | |
Ματθ. 13,17 | Σας διαβεβαιώνω, ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν να ίδουν αυτά που βλέπετε και δεν τα είδαν και να ακούσουν αυτά που ακούετε και δεν τα ήκουσαν. | |
Ματθ. 13,18 | ὑμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν παραβολὴν τοῦ σπείραντος. | |
Ματθ. 13,18 | Σεις λοιπόν (που επήρατε από τον Θεόν τον φωτισμόν και την δύναμιν να ενοείτε την διδασκαλίαν μου) ακούστε τώρα και το νόημα της παραβολής του σπορέως. | |
Ματθ. 13,19 | παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον τῆς βασιλείας καὶ μὴ συνιέντος, ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ αἴρει τὸ ἐσπαρμένον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν ὁ παρὰ τὴν ὁδὸν σπαρείς. | |
Ματθ. 13,19 | Από τον άνθρωπον, που ακούει το κήρυγμα της βασιλείας και δεν ενδιαφέρεται να το εννοήση, έρχεται ο πονηρός και παίρνει ο,τι έχει σπαρή εις την καρδίαν του· αυτόν συμβολίζει ο σπαρμένος τόπος, που είναι κοντά στον δρόμον. | |
Ματθ. 13,20 | ὁ δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ εὐθέως μετὰ χαρᾶς δεχόμενος καὶ λαμβάνων αὐτόν· | |
Ματθ. 13,20 | Η περιοχή δε η πετρώδης, εις την οποίαν έπεσε άλλος σπόρος, συμβολίζει τον άνθρωπον, ο οποίος ακούει τον λόγον του Θεού, και αμέσως τον παίρνει και τον δέχεται με χαράν. | |
Ματθ. 13,21 | οὐκ ἔχει δὲ ῥίζαν ἐν ἑαυτῷ, ἀλλὰ πρόσκαιρός ἐστι, γενομένης δὲ θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον εὐθὺς σκανδαλίζεται. | |
Ματθ. 13,21 | Ο λόγος όμως δεν ρίπτει βαθείαν ρίζαν εις αυτόν, διότι ο άνθρωπος αυτός είναι ασταθής και επιπόλαιος και όταν συμβή θλίψις η διωγμός αμέσως κλονίζεται και χάνει τον ζήλον του και την πίστιν του. | |
Ματθ. 13,22 | ὁ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται. | |
Ματθ. 13,22 | Εκείνος δε που εσπάρθηκε εις τα αγκάθια, είναι ο άνθρωπος που ακούει τον λόγον του Θεού, αλλά η βασανιστική μέριμνα δια την ζωήν αυτήν και η απάτη του πλούτου και των υλικών αγαθών πνίγουν και κάνουν ατροφικόν και άκαρπον τον λόγον. | |
Ματθ. 13,23 | ὁ δὲ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ συνιῶν· ὃς δὴ καρποφορεῖ καὶ ποιεῖ ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα. | |
Ματθ. 13,23 | Ο δε σπόρος που έπεσε εις την καλήν γην, είναι ο άνθρωπος που ακούει τον λόγον με προσοχήν και τον εννοεί και τον δέχεται· αυτός λοιπόν καρποφορεί και παράγει άλλος μεν εκατόν, άλλος δε εξήντα, άλλος δε τριάντα”. (Φερει δηλαδή ως καρπούς της γνώσεως του θείου θελήματος έργα αγαθά, πρωχωρεί στον αγιασμόν και γίνεται τέκνον του Θεού). | |
Ματθ. 13,24 | Ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων· ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· | |
Ματθ. 13,24 | Αλλην παραβολήν προσέφερεν εις αυτούς και είπεν· “η βασιλεία των ουρανών (δηλαδή η Εκκλησία) είναι ομοία με άνθρωπον που έσπειρε καλόν σπόρον στον αγρόν του. | |
Ματθ. 13,25 | ἐν δὲ τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου καὶ ἀπῆλθεν. | |
Ματθ. 13,25 | Την ώραν όμως που εκοιμώντο οι άνθρωποί του, ήλθεν ο εχθρός του, ο διάβολος, (που έχει ως έργον του να αντιδρά στο έργον του Θεού και να σπείρη αμφιβολίας και συγχύσεις και παρεξηγήσεις στους ανθρώπους), έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι και έφυγε. | |
Ματθ. 13 ,26 | ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια. | |
Ματθ. 13 ,26 | Οταν δε μετ\' ολίγον εβλάστησαν τα στάχυα και έκαμαν καρπόν, τότε εφάνησαν και τα ζιζάνια ανάμεσα εις αυτά. | |
Ματθ. 13,27 | προσελθόντες δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ· κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; | |
Ματθ. 13,27 | Οι δε δούλοι του οικοδεσπότου προσελθόντες του είπαν με απορίαν και λύπην· Κυριε, εσύ δεν έσπειρες εκλεκτόν σπόρον στο χωράφι σου; Από που λοιπόν έχει τα ζιζάνια; | |
Ματθ. 13,28 | ὁ δὲ ἔφη αὐτοῖς· ἐχθρὸς ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δὲ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ· θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; | |
Ματθ. 13,28 | Είπε δε εκείνος εις αυτούς· ένας εχθρός άνθρωπος έκαμε τούτο. Οι δούλοι του είπαν· θέλεις λοιπόν να πάμε να μαζέψωμε τα ζιζάνια; | |
Ματθ. 13,29 | ὁ δὲ ἔφη· οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον· | |
Ματθ. 13,29 | Εκείνος όμως είπε, όχι, μήπως τυχόν καθώς θα μεζεύετε τα ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζή με αυτά και το σιτάρι. | |
Ματθ. 13,30 | ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ σῖτον συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην μου. | |
Ματθ. 13,30 | Αφήστε τα να μεγαλώνουν και τα δύο μαζή έως τον θερισμόν. Και κατά τον καιρόν του θερισμού θα πω στους θεριστάς· μαζεύσατε πρώτα τα ζιζάνια και δέσατέ τα σε δεμάτια, δια να τα κατακαύσετε. (Δηλαδή κατά την δευτέρα παρουσίαν μου θα πω στους αγγέλους μου να ξεχωρίσουν τους πονηρούς ανθρώπους και να τους ρίψουν στο πυρ της κολάσεως). Το δε σιτάρι μαζεύσατέ το εις την αποθήκην μου (δηλαδή τους δικαίους συνοδεύσατέ τους εις την βασιλείαν των ουρανών)”. | |
Ματθ. 13,31 | Ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων· ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· | |
Ματθ. 13,31 | Αλλην παραβολήν τους εδίδαξε και είπεν· “η βασιλεία των ουρανών (επειδή εις την αρχήν θα φανή μικρά και ασήμαντος, θα έχη όμως έντος αυτής δύναμιν και ζωήν) ομοιάζει με κόκκον σιναπιού, τον οποίον επήρε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στο χωράφι του. | |
Ματθ. 13,32 | ὃ μικρότερον μέν ἐστι πάντων τῶν σπερμάτων, ὅταν δὲ αὐξηθῇ, μεῖζον πάντων τῶν λαχάνων ἐστὶ καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε ἐλθεῖν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ. | |
Ματθ. 13,32 | Αυτός ο κόκκος είναι μικρότερος από όλους τους σπόρους. Οταν όμως σπαρή και μεγαλώση, είναι από όλα τα λάχανα μεγαλύτερον και γίνεται δένδρον, ώστε να έρχωνται τα πουλιά του ουρανού και να φωλιάζουν στους κλάδους του”. | |
Ματθ. 13,33 | ἄλλην παραβολὴν ἐλάλησεν αὐτοῖς· ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον. | |
Ματθ. 13,33 | Αλλη παραβολήν εδίδαξεν εις αυτούς· “η βασιλεία των ουρανών ομοιάζει με το προζύμι, που το επήρε μια γυναίκα και το ανακάτεψε με πολύ αλεύρι, έως ότου αυτό εζυμώθη όλο και έγινε κατάλληλο για ψωμί”. (Ετσι και το ευαγγέλιον της βασιλείας των ουρανών θα εισχωρήση εις τας κοινωνίας των ανθρώπων και θα ζυμώση τας καλοπροαιρέτους ψυχάς). | |
Ματθ. 13,34 | Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις, καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς, | |
Ματθ. 13,34 | Ολα αυτά εδίδαξεν ο Ιησούς εις τα πλήθη με παραβολάς και χωρίς παραβολήν κατά τον καιρόν εκείνον τίποτε δεν εδίδασκεν εις αυτούς. | |
Ματθ. 13,35 | ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. | |
Ματθ. 13,35 | Και έτσι επραγματοποιήθη αυτό που είχε λεχθή από τον προφήτην· “θα ανοίξω το στόμα μου με παραβολάς, θα βροντοφωνήσω και θα φανερώσω πράγματα, που ήσαν κρυμμένα από τότε που ετέθησαν υπό του Θεού τα θεμέλια του κόσμου”. | |
Ματθ. 13,36 | Τότε ἀφεὶς τοὺς ὄχλους ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· φράσον ἡμῖν τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ. | |
Ματθ. 13,36 | Τοτε αφήκε ο Χριστός τα πλήθη και ήλθεν εις την οικίαν, όπου κυρίως έμενε κατά τον καιρόν της δημοσίας δράσεώς του. Και ήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και του είπαν· “εξήγησέ μας την παραβολήν των ζιζανίων του αγρού”. | |
Ματθ. 13,37 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὁ σπείρων τὸ καλὸν σπέρμα ἐστὶν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου· | |
Ματθ. 13,37 | Ο δε Κυριος απεκρίθη και είπε· “Εκείνος που σπέρνει τον καλόν σπόρον είναι ο υιός του ανθρώπου, δηλαδή εγώ. | |
Ματθ. 13,38 | ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος· τὸ δὲ καλὸν σπέρμα, οὗτοί εἰσιν οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας· τὰ δὲ ζιζάνιά εἰσι οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ· | |
Ματθ. 13,38 | Αγρός δε είναι ο κόσμος. Ο καλός σπόρος είναι τα τέκνα της ουρανίου βασιλείας· τα δε ζιζάνια είναι τα τέκνα του πονηρού, του διαβόλου. | |
Ματθ. 13,39 | ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας αὐτά ἐστιν ὁ διάβολος· ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν· οἱ δὲ θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν. | |
Ματθ. 13,39 | Ο δε εχθρός, που έσπειρε τα ζιζάνια αυτά, είναι ο διάβολος· ο θερισμός η συντέλεια του κόσμου και θερισταί οι άγγελοι του Θεού. | |
Ματθ. 13,40 | ὥσπερ οὖν συλλέγεται τὰ ζιζάνια καὶ πυρὶ καίεται, οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος τούτου. | |
Ματθ. 13,40 | Οπως λοιπόν εις τα χωράφια μαζεύονται τα ζιζάνια και κατακαίονται εις την φωτιά, έτσι θα γίνη και εις την συντέλειαν του κόσμου. | |
Ματθ. 13,41 | ἀποστελεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν, | |
Ματθ. 13,41 | Θα στείλη ο υιός του ανθρώπου, ο Θεάνθρωπος και κριτής της οικουμένης, τους αγγέλους του και θα μαζεύσουν από την 'Εκκλησιαν του που θα έχη απλωθή εις όλην την οικουμένην, όλους εκείνους που βάζουν σκάνδαλα, δια να πέσουν εις την αμαρτίαν οι άλλοι και εκείνους που διαπράττουν τας ανομίας. | |
Ματθ. 13,42 | καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | |
Ματθ. 13,42 | Και θα τους ρίψουν στο φοβερό καμίνι του ασβέστου πυρός, δηλαδή εις την αιωνίαν κόλασιν. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων. | |
Ματθ. 13,43 | τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | |
Ματθ. 13,43 | Τοτε οι δίκαιοι θα λάμψουν ένδοξοι σαν τον ήλιον εις την βασιλείαν του ουρανίου Πατρός των. Οποιος έχει αυτιά να ακούη, ας ακούη (και ας κανονίση υπεύθυνα την θέσιν του απέναντι αυτών, που ακούει. Θα δώση λόγον δια τον λόγον που έχει ακούσει). | |
Ματθ. 13,44 | Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ, ὃν εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ τῆς χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ πάντα ὅσα ἔχει πωλεῖ καὶ ἀγοράζει τὸν ἀγρὸν ἐκεῖνον. | |
Ματθ. 13,44 | Παλιν ομοιάζει η Βασιλεία των ουρανών με ανεκτίμητον θησαυρόν, κρυμμένον εις ένα χωράφι, τον οποίον ευρήκε κάποιος άνθρωπος και τον απέκρυψε εις αυτό το χωράφι, και από την μεγάλην χαράν του πηγαίνει και πωλεί όλα όσα έχει και αγοράζει εκείνον τον αγρόν. (Αξίζει να απαρνηθή κανείς όλα τα υλικά αγαθά δια να κερδήση τους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών). | |
Ματθ. 13,45 | Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας· | |
Ματθ. 13,45 | Είναι πάλιν ομοία η βασιλεία των ουρανών με έμπορον, ο όποιος ζητεί να αγοράση πολύτιμα μαργαριτάρια. | |
Ματθ. 13,46 | ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν. | |
Ματθ. 13,46 | Αυτός, όταν εύρηκε ένα μαργαριτάρι μεγάλης αξίας, επήγε αμέσως και επώλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε. (Ετσι και ο πιστός, σαν καλός έμπορος που ξέρει το συμφέρον του, θυσιάζει με προθυμίαν τα υλικά αγαθά της παρούσης ζωής, δια να κερδήση την βασιλείαν του Θεού). | |
Ματθ. 13,47 | Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐκ παντὸς γένους συναγαγούσῃ· | |
Ματθ. 13,47 | Παλιν η βασιλεία του Θεού είναι ομοία με δίκτυον, που ερίφθηκε εις την θάλασσαν και περιέκλεισε ψάρια από κάθε είδος. | |
Ματθ. 13,48 | ἥν, ὅτε ἐπληρώθη, ἀναβιβάσαντες αὐτὴν ἐπὶ τὀν αἰγιαλὸν καὶ καθίσαντες συνέλεξαν τὰ καλὰ εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ σαπρὰ ἔξω ἔβαλον. | |
Ματθ. 13,48 | Οταν δε εγέμισε, το ανέβασαν οι ψαράδες από το βάθος εις την παραλίαν και αφού εκάθισαν, εμάζευσαν τα καλά ψάρια εις αγγεία, τα δε ακατάλληλα και επιβλαβή δια φάγητον τα επέταξαν έξω. | |
Ματθ. 13,49 | οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος. ἐξελεύσονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσι τοὺς πονηροὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων, | |
Ματθ. 13,49 | Ετσι θα γίνη και εις την συντέλειαν του αιώνος· θα εξέλθουν οι άγγελοι από τον ουρανόν, δια να συγκεντρώσουν όλους τους ανθρώπους. Και θα ξεχωρίσουν τους πονηρούς, οι οποίοι τώρα είναι ανακατεμένοι με τους δικαίους. | |
Ματθ. 13,50 | καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | |
Ματθ. 13,50 | Και θα τους ρίψουν εις την κάμινον του ασβέστου πυρός, δηλαδή εις την αιωνίαν κόλασιν· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων”. | |
Ματθ. 13,51 | Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· συνήκατε ταῦτα πάντα; λέγουσιν αὐτῷ, ναί, Κύριε. | |
Ματθ. 13,51 | Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “τα ενοήσατε όλα αυτά;” Εκείνοι του λέγουν· “ναι, Κυριε”. | |
Ματθ. 13,52 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τοῦτο πᾶς γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά. | |
Ματθ. 13,52 | Ο δε Κυριος τους είπε· “δια τούτο και εγώ σας λέγω· Καθένας που εδιδάχθη και έμαθε τας αληθείας της βασιλείας των ουρανών, είναι όμοιος με πλούσιον νοικοκύρην, ο όποιος βγάζει από τους θησαυρούς αυτού καινούργια και παλαιά. (Ετσι και αυτός θα χρησιμοποιή, δια τον ευατόν του και τους άλλους, πολυτίμους γνώσεις από την Παλαιάν Διαθήκην και από τους θησαυρούς της νέας αυτής διδασκαλίας μου)”. | |
Ματθ. 13,53 | Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας μετῆρεν ἐκεῖθεν, | |
Ματθ. 13,53 | Και όταν ετελείωσεν ο Ιησούς την διδασκαλίαν αυτών των παραβολών, έφυγεν από εκεί. | |
Ματθ. 13,54 | καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε ἐκπλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν· πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις; | |
Ματθ. 13,54 | Και αφού ήλθεν εις την πατρίδα του, εδίδασκε τους Ναζαρηνούς εις την συναγωγήν των με τόσην σοφίαν, ώστε να εκπλήσσωνται αυτοί και να λέγουν· “από που υπάρχει εις αυτόν αυτή η σοφία και αυτά τα θαύματα; | |
Ματθ. 13,55 | οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; | |
Ματθ. 13,55 | Δεν είναι αυτός το παδί του μαραγκού; Και δεν ονομάζεται η μητέρα του Μαριάμ και οι αδελφοί του Ιάκωβος και Ιωσής και Σιμων και Ιούδας; | |
Ματθ. 13,56 | καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα; | |
Ματθ. 13,56 | Και αι αδελφαί του όλαι δεν ευρίσκονται μαζή μας; Αφού, λοιπόν, κατάγεται από τόσον πτωχήν και ταπεινήν οικογένειαν και δεν εσπούδασε πουθενά, από που επήρε και κατέχει όλα αυτά; | |
Ματθ. 13,57 | καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι αὐτοῦ καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 13,57 | Και αντί να πιστεύσουν ότι ο Ιησούς ήτο ο Μεσσίας, που επερίμεναν, εσκόνταπταν επάνω εις την ταπεινήν του εμφάνισιν και απιστούσαν προς αυτόν. Ο δε Ιησούς τους είπεν· “πουθενά αλλού δεν περιφρονείται περισσότερον ένας προφήτης όσον εις την πατρίδα του και μέσα στο σπίτι του”. | |
Ματθ. 13,58 | καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν. | |
Ματθ. 13,58 | Και δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα, ένεκα της απιστίας αυτών. | |
Κεφάλαιο 14ο | ||
Ματθ. 14,1 | Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ. | |
Ματθ. 14,1 | Κατά τον καιρόν εκείνος ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας, επληροφορήθη την φήμην του Ιησού, | |
Ματθ. 14,2 | καὶ εἶπε τοῖς παισὶν αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. | |
Ματθ. 14,2 | και είπεν στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του· “αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα· αυτός ανεστήθη εκ των νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι θαυματουργικαί δυνάμεις”. | |
Ματθ. 14,3 | ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρωδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 14,3 | Διότι ο Ηρώδης είχε συλλάβει τον Ιωάννην, τον έδεσε και τον έρριψεν εις την φυλακήν εξ αιτίας της Ηρωδιάδος, με την οποίαν παρανόμως συζούσε, διότι αυτή ήτο σύζυγος του αδελφού του Φιλίππου. | |
Ματθ. 14,4 | ἔλεγε γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. | |
Ματθ. 14,4 | Επειδή έλεγεν εις αυτόν ο Ιωάννης· “δεν σου επιτρέπεται να συζής με αυτήν”. | |
Ματθ. 14,5 | καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. | |
Ματθ. 14,5 | Και ενώ ήθελε να τον θανατώση, δεν τον εθανάτωνε, διότι εφοβείτο τα πλήθη του λαού, τα οποία εθεωρούσαν τον Ιωάννην ως προφήτην. | |
Ματθ. 14,6 | γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρωδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδη· | |
Ματθ. 14,6 | Οταν όμως ο Ηρώδης εώρταζε τα γενέθλιά του, εχόρευσε με τέχνην και προκλητικότητα η κόρη της Ηρωδιάδος, η Σαλώμη, ενώπιον των προσκεκλημένων και ήρεσεν ο χορός της στον Ηρώδην. | |
Ματθ. 14,7 | ὅθεν μεθ᾿ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. | |
Ματθ. 14,7 | Δια τούτο υπεσχέθη εις αυτήν με όρκον δημοσία, να της δώση ο,τιδηποτε και αν του ζητήση. | |
Ματθ. 14,8 | ἡ δέ, προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, δός μοι, φησίν, ὧδε επὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. | |
Ματθ. 14,8 | Εκείνη δε καθοδηγηθείσα από την μητέρα της είπε· “δος μου εδώ επάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννου του Βαπτιστού”. | |
Ματθ. 14,9 | καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι, | |
Ματθ. 14,9 | Και εστενοχωρήθη μεν ο βασιλεύς, αλλά δια τους όρκους και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας ως επίορκος, διέταξε να δοθή η κεφαλή του Ιωάννου. | |
Ματθ. 14,10 | καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ. | |
Ματθ. 14,10 | Και έστειλε δήμιον και αποκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν. | |
Ματθ. 14,11 | καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. | |
Ματθ. 14,11 | Και έφεραν την κεφαλήν αυτού επάνω εις ένα πιάτο και την έδωσαν εις την κόρην και εκείνη την έφερεν εις την μητέρα της. | |
Ματθ. 14,12 | καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ. | |
Ματθ. 14,12 | Επήγαν κατόπιν οι μαθηταί του Ιωάννου, επήραν το σώμα αυτού και το έθαψαν. Επειτα δε ήλθαν στον Ιησούν και ανήγγειλαν εις αυτόν το θλιβερόν γεγονός. | |
Ματθ. 14,13 | Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ᾿ ἰδίαν· καἰ ἀκούσανες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων. | |
Ματθ. 14,13 | Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτά, ανεχώρησε από εκεί με πλοίον εις έρημον τόπον, όπου έμεινε μόνος με τους μαθητάς του. Οταν όμως επληροφορήθησαν τα πλήθη την αναχώρησιν του Ιησού, τον ηκολούθησαν πεζή από τας πόλεις. | |
Ματθ. 14,14 | Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀῤῥώστους αὐτῶν. | |
Ματθ. 14,14 | Και όταν εβγήκεν ο Ιησούς από εκεί που έμενεν, είδε πολύν λαόν, επλαγχνίσθη αυτούς και εθεράπευσεν όλους όσοι ήσαν άρωστοι. | |
Ματθ. 14,15 | ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. | |
Ματθ. 14,15 | Αργά δε το απόγευμα προσήλθαν οι μαθηταί και του είπαν· “ο τόπος είναι έρημος και η ώρα έχει περάσει· διέλυσε τα πλήθη, ώστε να πάνε εις τα γύρω χωριά και να αγοράσουν δια τον εαυτόν τους τροφάς”. | |
Ματθ. 14,16 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. | |
Ματθ. 14,16 | Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν έχουν ανάγκην να πάνε· δώστε τους σεις να φάγουν”. (Και είπε τούτο, δια να δώση ευκαιρίαν στους μαθητάς να δείξουν την αγάπην των, αλλά και δια να τους προπαρασκευάση ψυχολογικώς δια το θαύμα). | |
Ματθ. 14,17 | οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. | |
Ματθ. 14,17 | Εκείνοι δε του είπαν· “εδώ δεν έχομεν παρά μόνον πέντε άρτους και δύο ψάρια”. | |
Ματθ. 14,18 | ὁ δὲ εἶπε· φέρετέ μοι αὐτοὺς ὧδε. | |
Ματθ. 14,18 | Ο δε Ιησούς είπε “φέρετέ τα εδώ εις εμέ”. | |
Ματθ. 14,19 | καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. | |
Ματθ. 14,19 | Και αφού συνέστησε εις τα πλήθη να καθήσουν επάνω εις τα χόρτα, επήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, εσήκωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον ουράνιον Πατέρα, ευλόγησε, έκοψε τους άρτους εις κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητάς και οι μαθηταί στους όχλους. | |
Ματθ. 14,20 | καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. | |
Ματθ. 14,20 | Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμάζευσαν ο,τι επερίσσευσεν από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. | |
Ματθ. 14,21 | οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. | |
Ματθ. 14,21 | Εκείνοι δε που έφαγαν ήσαν πέντε περίπου χιλιάδες, εκτός από τας γυναίκας και τα παιδιά. | |
Ματθ. 14,22 | Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. | |
Ματθ. 14,22 | Και αμέσως ο Ιησούς ηνάγκασε τους μαθητάς να εισέλθουν στο πλοίον και να πάνε προ αυτού στο απέναντι μέρος, μέχρις ότου αυτός απολύση τα πλήθη του λαού. (Τούτο δε το έκαμε δια να μη παρασυρθούν και οι μαθηταί από τον άκριτον ενθουσιασμόν των ανθρώπων αυτών, που ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλέα). | |
Ματθ. 14,23 | καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ᾿ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. | |
Ματθ. 14,23 | Αφού δε διέλυσε τα πλήθη, ανέβη στο όρος, δια να προσευχηθή μόνος και απερίσπαστος. Οταν δε άρχισε να νυκτώνη, ήτο μόνος. | |
Ματθ. 14,24 | τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. | |
Ματθ. 14,24 | Το δε πλοίον ευρίσκετο στο μέσον της θαλάσσης και εταλαιπωρείτο πολύ από τα κύματα, διότι ήτο αντίθετος ο άνεμος. | |
Ματθ. 14,25 | τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. | |
Ματθ. 14,25 | Κατά δε τα χαράματα, το τέταρτον τρίωρον της νυκτός, κατά τον χρόνον που η τετάρτη βάρδια των φρουρών ανελάμβανε υπηρεσίαν, ήλθεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν. | |
Ματθ. 14 ,26 | καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. | |
Ματθ. 14 ,26 | Οταν δε τον είδαν οι μαθηταί να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, εταράχθησαν και έλεγαν ότι είναι φάντασμα και από τον φόβον έκραξαν. | |
Ματθ. 14,27 | εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. | |
Ματθ. 14,27 | Αμέσως όμως ωμίλησεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· “θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβείσθε”. | |
Ματθ. 14,28 | ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρός σε ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα. | |
Ματθ. 14,28 | Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Πετρος και είπε· “Κυριε, εάν είσαι συ, διάταξέ με να έλθω προς σε περιπατών επάνω εις τα νερά”. | |
Ματθ. 14,29 | ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. | |
Ματθ. 14,29 | Ο δε Κυριος του είπε· “έλα”. Κατέβηκε ο Πετρος από το πλοίον και επεριπάτησε επάνω εις τα νερά, δια να έλθη στον Ιησούν. | |
Ματθ. 14,30 | βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. | |
Ματθ. 14,30 | Οταν όμως είδε τον άνεμον ισχυρόν, εφοβήθη, εκλονίσθη η πίστις του, ήρχισε να βυθίζεται και εφώναξε δυνατά λέγων· “Κυριε σώσε με”. | |
Ματθ. 14,31 | εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; | |
Ματθ. 14,31 | Αμεσως δε ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε· ολιγόπιστε διατί εκλονίσθης εις την πίστιν και εδειλίασες;” | |
Ματθ. 14,32 | καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος· | |
Ματθ. 14,32 | Οταν δε ανέβησαν στο πλοίον, έπαυσε ο άνεμος. | |
Ματθ. 14,33 | οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. | |
Ματθ. 14,33 | Οι μαθηταί, που ήσαν στο πλοίον, ήλθαν, εγονάτισαν με σεβασμόν προς αυτόν και είπαν· “αληθινά συ είσαι Υιός του Θεού”. | |
Ματθ. 14,34 | Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ. | |
Ματθ. 14,34 | Και αφού διέσχισαν την θάλασσαν, ήλθαν εις την χώραν της Γεννησαρέτ. | |
Ματθ. 14,35 | καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, | |
Ματθ. 14,35 | Οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου μόλις τον αντελήφθησαν, έστειλαν αγγελιοφόρους εις όλην την περιοχήν εκείνην, δια να αναγγείλουν την έλευσίν του, και του έφεραν όλους τους ασθενείς. | |
Ματθ. 14,36 | καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἂν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν. | |
Ματθ. 14,36 | Τον παρακαλούσαν δε να τους επιτρέψη, έστω και να εγγίσουν μόνον την άκρη από το ιμάτιόν του· και όσοι το ήγγισαν εθεραπεύθησαν. | |
Κεφάλαιο 15ο | ||
Ματθ. 15,1 | Τότε προσέρχονται τῷ Ἰησοῦ οἱ ἀπὸ Ἱεροσολύμων γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι λέγοντες· | |
Ματθ. 15,1 | Τοτε προσήλθαν στον Ιησούν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι, κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, και του είπαν· | |
Ματθ. 15,2 | διατί οἱ μαθηταί σου παραβαίνουσι τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων; οὐ γὰρ νίπτονται τὰς χεῖρας αὐτῶν ὅταν ἄρτον ἐσθίωσιν. | |
Ματθ. 15,2 | “Διατί οι μαθηταί σου παραβαίνουν την παράδοσιν των πρεσβυτέρων, δηλαδή των παλαιοτέρων διδασκάλων μας; Αυτό δε φαίνεται από το γεγονός ότι, όταν πρόκειται να φάγουν ψωμί, δεν πλύνουν τα χέρια των”. | |
Ματθ. 15,3 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· διατί καὶ ὑμεῖς παραβαίνετε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν; | |
Ματθ. 15,3 | Εκείνος δε απεκρίθη και τους είπε· “διατί και σεις παραβαίνετε την εντολήν του Θεού χάριν της παραδόσεώς σας; | |
Ματθ. 15,4 | ὁ γὰρ Θεὸς ἐνετείλατο λέγων· τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα· καὶ ὁ κακολογῶν πατέρα ἢ μητέρα θανάτῳ τελευτάτω. | |
Ματθ. 15,4 | Διότι, ενώ ο Θεός διέταξε και είπε· Τιμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου· και εκείνος που υβρίζει και βλασφημεί τον πατέρα του η την μητέρα του πρέπει να καταδικάζεται εις θάνατον, | |
Ματθ. 15,5 | ὑμεῖς δὲ λέγετε· ὃς ἂν εἴπῃ τῷ πατρὶ ἢ τῇ μητρί, δῶρον ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς, καὶ οὐ μὴ τιμήσῃ τὸν πατέρα αὐτοῦ ἢ τὴν μητέρα αὐτοῦ· | |
Ματθ. 15,5 | σεις εξ αντιθέτου λέγετε· Οποιος θα πη στον πατέρα του η την μητέρα του, αυτό που μου ζητείς να σου δώσω δια την εξυπηρέτησίν σου, θα το προσφέρω αφιέρωμα στον Θεόν, αυτός απαλλάσεται από την υποχρέωσιν να βοηθήση τον πατέρα του η την μητέρα του. | |
Ματθ. 15,6 | καὶ ἠκυρώσατε τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν παράδοσιν ὑμῶν. | |
Ματθ. 15,6 | Και έτσι έχετε αχρηστεύσει και περιφρονήσει την εντολήν του Θεού εξ αιτίας αυτής της παραδόσεώς σας. | |
Ματθ. 15,7 | ὑποκριταί! καλῶς προεφήτευσε περὶ ὑμῶν Ἡσαΐας λέγων· | |
Ματθ. 15,7 | Υποκριταί! Πολύ σωστά επροφήτευσε για σας ο Ησαΐας, λέγων· | |
Ματθ. 15,8 | ἐγγίζει μοι ὁ λαὸς οὗτος τῷ στόματι αὐτῶν καὶ τοῖς χείλεσί με τιμᾷ, ἡ δὲ καρδία αὐτῶν πόῤῥω ἀπέχει ἀπ᾿ ἐμοῦ· | |
Ματθ. 15,8 | Ο λαός αυτός με πλησιάζει μόνον με το στόμα και με τιμά μόνον με τα χείλη (η ευσέβειά του δηλαδή περιορίζεται εις υποκριτικά λόγια), η δε καρδία των απέχει πολύ από εμένα. | |
Ματθ. 15,9 | μάτην δὲ σέβονταί με, διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. | |
Ματθ. 15,9 | Ανώφελα δε με σέβονται, διότι αφίνουν την ιδικήν μου αλήθειαν και διδάσκουν εντολάς και διδασκαλίας ανθρώπων”. | |
Ματθ. 15,10 | Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούετε καὶ συνίετε· | |
Ματθ. 15,10 | Και αφού επροσκάλεσε τα πλήθη του λαού, τους είπε· “ακούσατε καλά και εννοήσατε αυτά που θα σας πω. | |
Ματθ. 15,11 | οὐ τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον, ἀλλὰ τὸ ἐκπορευόμενον ἐκ τοῦ στόματος τοῦτο κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. | |
Ματθ. 15,11 | Δεν μολύνει τον άνθρωπον αυτό που εισέρχεται στο στόμα, αλλά εκείνο που βγαίνει από το στόμα. Αυτό τον μολύνει”. | |
Ματθ. 15,12 | τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἶπον αὐτῷ· οἶδας ὅτι οἱ Φαρισαῖοι ἐσκανδαλίσθησαν ἀκούσαντες τὸν λόγον; | |
Ματθ. 15,12 | Τοτε ήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και του είπαν· “γνωρίζεις ότι οι Φαρισαίοι επειράχθηκαν και εθύμωσαν, όταν άκουσαν αυτά τα λόγια;” | |
Ματθ. 15,13 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· πᾶσα φυτεία ἣν οὐκ ἐφύτευσεν ὁ πατήρ μου ὁ οὐράνιος ἐκριζωθήσεται. | |
Ματθ. 15,13 | Εκείνος δε απεκρίθη και είπε· “όσα φυτά δεν εφύτευσε ο Πατήρ μου ο ουράνιος, θα ξερριζωθούν. | |
Ματθ. 15,14 | ἄφετε αὐτούς· ὁδηγοί εἰσι τυφλοὶ τυφλῶν· τυφλὸς δὲ τυφλὸν ἐὰν ὁδηγῇ, ἀμφότεροι εἰς βόθυνον πεσοῦνται. | |
Ματθ. 15,14 | Αφήσατέ τους· είναι τυφλοί, οδηγοί άλλων τυφλών· εάν δε ένας τυφλός οδηγή ένα άλλον τυφλόν, θα πέσουν και οι δύο εις βαθύν λάκκον”. | |
Ματθ. 15,15 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· φράσον ἡμῖν τὴν παραβολὴν ταύτην. | |
Ματθ. 15,15 | Επήρε τον λόγον τότε ο Πετρος και του είπε· “εξήγησε μας αυτήν την παραβολήν που είπες προηγουμένως”. | |
Ματθ. 15,16 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἀκμὴν καὶ ὑμεῖς ἀσύνετοί ἐστε; | |
Ματθ. 15,16 | Ο δε Ιησούς είπε· “ακόμη και σεις που τόσον χρόνον είσθε μαζή μου, δεν ημπορείτε να καταλάβετε το νόημα των λόγων μου; | |
Ματθ. 15,17 | οὔπω νοεῖτε ὅτι πᾶν τὸ εἰσπορευόμενον εἰς τὸ στόμα εἰς τὴν κοιλίαν χωρεῖ καὶ εἰς ἀφεδρῶνα ἐκβάλλεται; | |
Ματθ. 15,17 | Ακόμη δεν καταλαβαίνετε ότι εκείνο που εισέρχεται στο στόμα, προχωρεί εις την κοιλίαν και απορρίπτεται στο αφοδευτήριον; | |
Ματθ. 15,18 | τὰ δὲ ἐκπορευόμενα ἐκ τοῦ στόματος ἐκ τῆς καρδίας ἐξέρχεται, κἀκεῖνα κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. | |
Ματθ. 15,18 | Εκείνα όμως που βγαίνουν από το στόμα, εξέρχονται από την καρδιά, και αυτά είναι που μολύνουν τον άνθρωπον. | |
Ματθ. 15,19 | ἐκ γὰρ τῆς καρδίας ἐξέρχονται διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖαι, πορνεῖαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βασφημίαι. | |
Ματθ. 15,19 | Διότι από την καρδιά βγαίνουν αμαρτωλαί σκέψεις και επιθυμίαι, φόνοι, μοιχείαι, πορνείαι, κλοπαί, ψευδομαρτυρίαι, βλασφημίαι. | |
Ματθ. 15,20 | ταῦτά ἐστι τὰ κοινοῦντα τὸν ἄνθρωπον· τὸ δὲ ἀνίπτοις χερσὶ φαγεῖν οὐ κοινοῖ τὸν ἄνθρωπον. | |
Ματθ. 15,20 | Αυτά είναι που κάνουν ακάθαρτον ενώπιον του Θεού τον άνθρωπον· το δε να φάγη κανείς με άπλυτα χέρια, δεν μολύνει τον άνθρωπον”. | |
Ματθ. 15,21 | Καὶ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη Τύρου καὶ Σιδῶνος. | |
Ματθ. 15,21 | Αναχωρήσας δε από εκεί ο Ιησούς επήγε εις τα μέρη Τυρου και Σιδώνος. | |
Ματθ. 15,22 | καὶ ἰδοὺ γυνὴ Χαναναία ἀπὸ τῶν ὁρίων ἐκείνων ἐξελθοῦσα ἐκραύγασεν αὐτῷ λέγουσα· ἐλέησόν με, Κύριε, υἱὲ Δαυΐδ· ἡ θυγάτηρ μου κακῶς δαιμονίζεται. | |
Ματθ. 15,22 | Και ιδού μία γυναίκα Χαναναία, εβγήκε από τα όρια της περιοχής εκείνης και με μεγάλην κραυγήν του έλεγεν· “ελέησέ με, Κυριε υιέ του Δαυΐδ· η κόρη μου βασανίζεται φρικτά από πονηρόν δαιμόνιον”. | |
Ματθ. 15,23 | ὁ δὲ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῇ λόγον. καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· ἀπόλυσον αὐτήν, ὅτι κράζει ὄπισθεν ἡμῶν. | |
Ματθ. 15,23 | Εκείνος δε δεν της είπε ούτε μίαν λέξιν εις απάντησιν. Προσήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και τον παρακαλούσαν, λέγοντες· “άκουσε την παράκλησίν της, λυπήσου την, κάμε της αυτό που με τόσον σπαραγμόν σου ζητεί, και άφησέ την να φύγη, διότι μας ακολουθεί από κοντά και κράζει”. | |
Ματθ. 15,24 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. | |
Ματθ. 15,24 | Εκείνος απήντησε· “δεν έχω σταλή παρά μόνον για τα χαμένα πρόβατα του Ισραηλιτικού λαού”. | |
Ματθ. 15,25 | ἡ δὲ ἐλθοῦσα προσεκύνησεν αὐτῷ λέγουσα· Κύριε, βοήθει μοι. | |
Ματθ. 15,25 | Αυτή δε ήλθε τότε εμπρός στον Ιησούν, εγονάτισε με ευλάβειαν και είπε· “Κυριε, βοήθησέ με”. | |
Ματθ. 15 ,26 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐκ ἔστι καλὸν λαβεῖν τὸν ἄρτον τῶν τέκνων καὶ βαλεῖν τοῖς κυναρίοις. | |
Ματθ. 15 ,26 | Εκείνος απήντησε και είπε· “δεν είναι καλόν να πάρη κανείς το ψωμί από τα τέκνα του και να το ρίψη εις τα σκυλάκια”. | |
Ματθ. 15,27 | ἡ δὲ εἶπε· ναί, Κύριε· καὶ γὰρ τὰ κυνάρια ἐσθίει ἀπὸ τῶν ψυχίων τῶν πιπτόντων ἀπὸ τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν. | |
Ματθ. 15,27 | Εκείνη δε είπε· “ναι, Κυριε, σωστό είναι αυτό· αλλά και τα σκυλάκια τρώγουν από τα ψίχουλα, που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων των”. | |
Ματθ. 15,28 | τότε ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῇ· ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. καὶ ἰάθη ἡ θυγάτηρ αὐτῆς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. | |
Ματθ. 15,28 | Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτούς τους γεμάτους πίστιν και ταπείνωσιν λόγους, είπε· “ω γύναι, μεγάλη είναι η πίστις σου! Ας γίνη προς χάριν σου, όπως ακριβώς θέλεις”. Και εθεραπεύθη η κόρη της από την στιγμήν εκείνην. | |
Ματθ. 15,29 | Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ὁ Ἰησοῦς ἦλθε παρὰ τὴν θάλασαν τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἀναβὰς εἰς τὸ ὄρος ἐκάθητο ἐκεῖ. | |
Ματθ. 15,29 | Αναχωρήσας δε από εκεί ο Ιησούς ήλθε κοντά εις την θάλασσαν της Γαλιλαίας, ανέβηκε στο όρος και εκάθητο εκεί. | |
Ματθ. 15,30 | καὶ προσῆλθον αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἔχοντες μεθ᾿ ἑαυτῶν χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κυλλοὺς καὶ ἑτέρους πολλούς, καὶ ἔῤῥιψαν αὐτοὺς παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς, | |
Ματθ. 15,30 | Και ήλθαν εις αυτόν πολλά πλήθη ανθρώπων, που είχαν μαζή των χωλούς, τυφλούς, κωφούς, κουλλούς και άλλους πολλούς ασθενείς, τους οποίους και έρριψαν εις τα πόδια του Ιησού. Και αυτός τους εθεράπευσε, | |
Ματθ. 15,31 | ὥστε τοὺς ὄχλους θαυμάσαι βλέποντας κωφοὺς ἀκούοντας, ἀλάλους λαλοῦντας, κυλλοὺς ὑγιεῖς, χωλοὺς περιπατοῦντας καὶ τυφλοὺς βλέποντας· καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν Ἰσραήλ. | |
Ματθ. 15,31 | ώστε να θαυμάζουν τα πλήθη του λαού βλέποντα κωφούς να ακούουν, βωβούς να ομιλούν, κουλλούς υγιείς, χωλούς να περιπατούν και τυφλούς να βλέπουν. Και εδόξασαν όλοι τον Θεόν του Ισραήλ. | |
Ματθ. 15,32 | Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ εἶπε· σπλαγχνίζομαι ἐπὶ τὸν ὄχλον, ὅτι ἤδη ἡμέραι τρεῖς προσμένουσί μοι καὶ οὐκ ἔχουσι τί φάγωσι· καὶ ἀπολῦσαι αὐτοὺς νήστεις οὐ θέλω, μήποτε ἐκλυθῶσιν ἐν τῇ ὁδῷ. | |
Ματθ. 15,32 | Ο δε Ιησούς επροσκάλεσε τους μαθητάς του και είπε· “σπλαγχνίζομαι τον λαόν αυτόν, ότι τρεις τώρα ημέρας μένουν κοντά μου και δεν έχουν τι να φάγουν. Δεν θέλω δε να τους αφήσω να γυρίσουν εις τα σπίτια των νηστικοί, μήπως και παραλύσουν στον δρόμον και πέσουν από την πείναν”. | |
Ματθ. 15,33 | καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· πόθεν ἡμῖν ἐν ἐρημίᾳ ἄρτοι τοσοῦτοι ὥστε χορτάσαι ὄχλον τοσοῦτον; | |
Ματθ. 15,33 | Και λέγουν προς αυτόν οι μαθηταί του· “από που ημπορούμε να έχωμεν ημείς εδώ στον έρημον αυτόν τόπον τόσους άρτους, ώστε να χορτάσωμεν τόσον πολύν λαόν;” | |
Ματθ. 15,34 | καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· πόσους ἄρτους ἔχετε; οἱ δὲ εἶπον· ἑπτά, καὶ ὀλίγα ἰχθύδια. | |
Ματθ. 15,34 | Και λέγει εις αυτούς ο Ιησούς· “πόσα ψωμιά έχετε;” Εκείνοι δε απήντησαν· “επτά και κάτι λίγα ψαράκια”. | |
Ματθ. 15,35 | καὶ ἐκέλευσε τοῖς ὄχλοις ἀναπεσεῖν ἐπὶ τὴν γῆν. | |
Ματθ. 15,35 | Και συνέστησε εις τα πλήθη, να καθήσουν κατά γης. | |
Ματθ. 15,36 | καὶ λαβὼν τοὺς ἑπτὰ ἄρτους καὶ τοὺς ἰχθύας, εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. | |
Ματθ. 15,36 | Και αφού επήρε τους επτά άρτους και τα ψάρια, ευχαρίστησε τον ουράνιον Πατέρα, τα έκοψε κομμάτια, και τα έδωκε στους μαθητάς του και οι μαθηταί εις τα πλήθη. | |
Ματθ. 15,37 | καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας πλήρεις· | |
Ματθ. 15,37 | Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμάζεψαν ο,τι είχε περισσεύσει από τα κομμάτια, επτά μεγάλα κοφίνια γεμάτα. | |
Ματθ. 15,38 | οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν τετρακισχίλιοι ἄνδρες χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. | |
Ματθ. 15,38 | Αυτοί δε που έφαγαν ήσαν τέσσαρες χιλιάδες άνδρες, εκτός από τα γυναικόπαιδα. | |
Ματθ. 15,39 | καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ πλοῖον καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια Μαγδαλά. | |
Ματθ. 15,39 | Και αφού διέλυσε τα πλήθη, εμπήκε στο πλοίον και ήλθε εις τα σύνορα Μαγδαλά, νοτίως της Καπερναούμ. | |
Κεφάλαιο 16ο | ||
Ματθ. 16,1 | Καὶ προσελθόντες οἱ Φαρισαῖοι καὶ Σαδδουκαῖοι πειράζοντες ἐπηρώτησαν αὐτὸν σημεῖον ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτοῖς. | |
Ματθ. 16,1 | Τοτε οι Φαρισαίοι και οι Σαδδουκαίοι (που ήσαν άσπονδοι εχθροί μεταξύ των, αλλά τους ήνωσε το κοινόν μίσος τους κατά του Χριστού) προσήλθαν στον Ιησούν και του εζητούσαν επιμόνως να δείξη εις αυτούς θαύμα από τον ουρανόν, που να είναι σημείον ότι αυτός έχει σταλή από τον ουράνιον Πατέρα. (Εζητούσαν δε αυτό, όχι διότι θα επίστευαν, αλλά δια να πειράξουν τον Ιησούν και τον εκθέσουν ενώπιον του λαού). | |
Ματθ. 16,2 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· ὀψίας γενομένης λέγετε· εὐδία· πυῤῥάζει γὰρ ὁ οὐρανός· | |
Ματθ. 16,2 | Εκείνος δε απεκρίθη και τους είπε· “όταν βραδιάση, λέγετε· Θα έχωμεν καλοκαιρίαν, διότι είναι κοκκινωπός ο ουρανός. | |
Ματθ. 16,3 | καὶ πρωΐ· σήμερον χειμών· πυῤῥάζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός. ὑποκριταί, τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε διακρίνειν, τὰ δὲ σημεῖα τῶν καιρῶν οὐ δύνασθε γνῶναι; | |
Ματθ. 16,3 | Και το πρωί βλέπετε προς την ανατολήν και λέγετε· σήμερα θα είναι κακοκαιρία, διότι ο ουρανός είναι κόκκινος και νεφελώδης. Υποκριταί, ξέρετε να διακρίνετε τα φαινόμενα του ουρανού, τα δε σημεία των καιρών, δηλαδή τα θαύματα που κάνω εγώ, που μαρτυρούν ότι έχουν φθάσει αι ημέραι του Μεσσίου, δεν ημπορείτε να τα διακρίνετε; | |
Ματθ. 16,4 | γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰ μὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἀπῆλθε. | |
Ματθ. 16,4 | Γενεά πονηρή και άπιστη ζητεί με επιμονήν θαύμα· και άλλο θαύμα δεν θα δοθή εις αυτήν, παρά μόνον το του Ιωνά του προφήτου”. Τους εγκατέλειψε δε με αγανάκτησιν και έφυγε. | |
Ματθ. 16,5 | Καὶ ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς τὸ πέραν ἐπελάθοντο ἄρτους λαβεῖν. | |
Ματθ. 16,5 | Οταν δε ήλθαν οι μαθηταί στο απέναντι μέρος της λίμνης, αντελήφθησαν ότι είχαν λησμονήσει να πάρουν μαζή τους άρτους. | |
Ματθ. 16,6 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ὁρᾶτε καὶ προσέχετε ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. | |
Ματθ. 16,6 | Ο δε Ιησούς τους είπε· “κυττάξτε καλά και προσέχετε από το προζύμι των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων”. | |
Ματθ. 16,7 | οἱ δὲ διελογίζοντο ἐν ἑαυτοῖς λέγοντες ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβομεν. | |
Ματθ. 16,7 | Οι δε μαθηταί εσκέπτοντο από μέσα των και έλεγαν· Ημείς δεν επήραμε καθόλου ψωμιά μαζή μας. | |
Ματθ. 16,8 | γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τί διαλογίζεσθε ἐν ἑαυτοῖς, ὀλιγόπιστοι, ὅτι ἄρτους οὐκ ἐλάβατε; | |
Ματθ. 16,8 | Ο Ιησούς ως παντογνώστης εγνώρισε πολύ καλά τας σκέψεις των και είπε εις αυτούς· “τι σκέπτεσθε από μέσα σας, ω ολιγόπιστοι, και ανησυχείτε, διότι δεν επήρατε μαζή σας άρτους; | |
Ματθ. 16,9 | οὔπω νοεῖτε οὐδὲ μνημονεύετε τοὺς πέντε ἄρτους τῶν πεντακισχιλίων καὶ πόσους κοφίνους ἐλάβετε; | |
Ματθ. 16,9 | Ακομα δεν εννοείτε την σημασίαν των λόγων μου, ούτε ενθυμείσθε τους πέντε άρτους των πέντε χιλιάδων και πόσα κοφίνια περίσσευμα επήρατε; | |
Ματθ. 16,10 | οὐδὲ τοὺς ἑπτὰ ἄρτους τῶν τετρακισχιλίων καὶ πόσας σπυρίδας ἐλάβετε; | |
Ματθ. 16,10 | Ούτε τους επτά άρτους των τεσσάρων χιλιάδων και πόσα μεγάλα καλάθια με περίσσευμα επήρατε; | |
Ματθ. 16,11 | πῶς οὐ νοεῖτε ὅτι οὐ περὶ ἄρτου εἶπον ὑμῖν προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων; | |
Ματθ. 16,11 | Πως δεν καταλαβαίνετε ότι δεν σας είπα να προσέχετε από το υλικό προζύμι και τα ψωμιά των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων;” | |
Ματθ. 16,12 | τότε συνῆκαν ὅτι οὐκ εἶπε προσέχειν ἀπὸ τῆς ζύμης τοῦ ἄρτου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τῆς διδαχῆς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων. | |
Ματθ. 16,12 | Τοτε οι μαθηταί κατάλαβαν, ότι δεν τους είπε να προσέχουν από το προζύμι του ψωμιού, αλλά από την κακήν διδασκαλίαν των Φαρισαίων και Σαδδουκαίων, που ομοιάζει με χαλασμένο προζύμι. | |
Ματθ. 16,13 | Ἐλθὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; | |
Ματθ. 16,13 | Οταν δε ήλθεν ο Ιησούς εις τα μέρη της Καισαρείας, την οποίαν είχε επεκτείνει και εξωραΐσει ο Ηρώδης ο Φιλιππος, ερώτησε τους μαθητάς του λέγων· “τι λένε οι άνθρωποι, ότι είμαι εγώ, ο υιός του ανθρώπου;” | |
Ματθ. 16,14 | οἱ δὲ εἶπον· οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἱερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. | |
Ματθ. 16,14 | Εκείνοι δε είπαν· “άλλοι μεν λένε ότι είσαι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, άλλοι δε ο Ηλίας, και άλλοι ότι είσαι ο Ιερεμίας η ένας από τους προφήτας”. | |
Ματθ. 16,15 | λέγει αὐτοῖς· ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγεται εἶναι; | |
Ματθ. 16,15 | Λεγει εις αυτούς· “σεις όμως οι μαθηταί μου ποίος λέτε, ότι είμαι;” | |
Ματθ. 16,16 | ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. | |
Ματθ. 16,16 | Απεκρίθη δε ο Σιμων ο Πετρος και είπε· “Συ είσαι ο Χριστός, ο υιός του Θεού του αιωνίου, που έχει ζωήν και δίδει ζωήν”. | |
Ματθ. 16,17 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σάρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 16,17 | Και ο Ιησούς απήντησε και του είπε· “μακάριος είσαι, Σιμων υιέ του Ιωνά, διότι την ομολογίαν, που έκαμες, δεν σου την εφανέρωσε αίμα και σαρξ, δηλαδή κάποιος άνθρωπος, αλλά ο Πατήρ μου ο επουράνιος. | |
Ματθ. 16,18 | κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. | |
Ματθ. 16,18 | Και εγώ δε σου λέγω τούτο· ότι συ είσαι Πετρος και επάνω εις αυτήν την πέτραν της ομολογίας σου θα οικοδομήσω ασάλευτον την Εκκλησίαν μου, και πύλαι Αδου (δηλαδή όλαι αι κακαί δυνάμστου πονηρού διαβόλου και των διεστραμμένων ανθρώπων), δεν θα υπερισχύσουν και δεν θα κατορθώσουν τίποτε εναντίον της. | |
Ματθ. 16,19 | καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 16,19 | Και θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών, θα σου δώσω δηλαδή την εξουσίαν, ώστε όποιο αμάρτημα δεν θα συγχωρήσης συ εις την γην, θα είναι ασυγχώρητον και στους ουρανούς· και αμάρτημα το οποίον συ θα συγχωρήσης επάνω εις την γην, θα είναι συγχωρημένον στους ουρανούς”. | |
Ματθ. 16,20 | τότε διεστείλατο τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ἵνα μηδενὶ εἴπωσιν ὅτι αὐτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ Χριστός. | |
Ματθ. 16,20 | Τοτε δε έδωσε αυστηράν εντολήν στους μαθητάς του, να μη είπουν εις κανένα ότι αυτός είναι Ιησούς ο Χριστός. | |
Ματθ. 16,21 | Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς δεικνύειν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι δεῖ αὐτὸν ἀπελθεῖν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ πολλὰ παθεῖν ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων καὶ ἀρχιερέων καὶ γραμματέων καὶ ἀποκτανθῆναι, καὶ τῇ τρίτη ἡμέρᾳ ἐγερθῆναι. | |
Ματθ. 16,21 | Από τότε ήρχισεν ο Ιησούς να φανερώνη στους μαθητάς του, ότι πρέπει αυτός να μεταβή εις Ιεροσόλυμα και να πάθη πολλά από τους πρεσβυτέρους, τους αρχιερείς και γραμματείς και να θανατωθή, και την τρίτην ημέραν από τον θάνατόν του να αναστηθή. | |
Ματθ. 16,22 | καὶ προσλαβόμενος αὐτὸν ὁ Πέτρος ἤρξατο ἐπιτιμᾶν αὐτῷ λέγων· ἵλεώς σοι, Κύριε· οὐ μὴ ἔσται σοι τοῦτο. | |
Ματθ. 16,22 | Και ο Πετρος, κατατρομαγμένος από τας αποκαλύψεις αυτάς του Διδασκάλου, τον επήρε ιδιαιτέρως και ήρχισε με ζωηρότητα να συνιστά και να του λέη· “ο Θεός να σε φυλάξη, Κυριε, από όσα φοβερά μας είπες ότι θα σου συμβούν· Δεν πρέπει να σου συμβούν αυτά”. | |
Ματθ. 16,23 | ὁ δὲ στραφεὶς εἶπε τῷ Πέτρῳ· ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· σκάνδαλόν μου εἶ· ὅτι οὐ φρονεῖς τὰ τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὰ τῶν ἀνθρώπων. | |
Ματθ. 16,23 | Ο Ιησούς εστράφη αποτόμως προς τον Πετρον και του είπε· “φύγε από εμπρός μου, σατανά. Μου είσαι εμπόδιον στο απολυτρωτικόν μου έργον. Διότι δεν φρονείς και δεν δέχεσαι ο,τι είναι ευάρεστον στον Θεόν, αλλά ο,τι αρέσει στους ανθρώπους”. | |
Ματθ. 16,24 | Τότε ὁ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθείτω μοι. | |
Ματθ. 16,24 | Τοτε ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του· “εάν κανείς θέλη πράγματι να είναι οπαδός μου, ας απαρνηθή τον αμαρτωλόν εαυτόν του, ας προετοιμασθή να υποστή πολλάς θλίψεις και αυτόν ακόμη τον σταυρικόν θάνατον, και ας με ακολουθήση. | |
Ματθ. 16,25 | ὃς γὰρ ἂν θέλῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ σῶσαι, ἀπολέσει αὐτήν· ὃς δ᾿ ἂν ἀπολέσῃ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ, εὑρήσει αὐτήν. | |
Ματθ. 16,25 | Διότι εκείνος που θέλει να σώση την ζωήν του αρνούμενος εμέ, θα την χάση. Οποιος δε θυσιάσει την ζωήν του ένεκα της πίστεώς του εις εμέ, αυτός θα κληρονομήση την μακαρίαν και ατελεύτητον ζωήν. | |
Ματθ. 16,26 | τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ; ἢ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ; | |
Ματθ. 16,26 | Διότι τι έχει να ωφεληθή ο άνθρωπος, εάν κερδήση όλον τον κόσμον, χάση δε την αθάνατον ψυχήν του; Η τι θα δώση ο άνθρωπος αντάλλαγμα, δια να εξαγοράση την ψυχήν του; | |
Ματθ. 16,27 | μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ, καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 16,27 | (Καθένας σύμφωνα με τα έργα του θα τακτοποήση την θέσιν του εις την αιωνιότητα). Διότι ο υιός του ανθρώπου θα έλθη με όλην την δόξαν του Πατρός του, που θα είναι και δική του δόξα, μαζή με τους αγγέλους του και τότε θα αποδώση στον καθένα κατά τα έργα του, σαν υπέρτατος και δικαιότατος κριτής, που είναι. | |
Ματθ. 16,28 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, εἰσί τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 16,28 | Σας διαβεβαιώνω ότι υπάρχουν μερικοί από αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευθούν τον θάνατον, έως ότου ίδουν τον υιόν του ανθρώπου να έρχεται εις την βασιλείαν του, δηλαδή να ιδρύη με την κάθοδον του Αγίου Πνεύματος την Εκκλησίαν του”. | |
Κεφάλαιο 17ο | ||
Ματθ. 17,1 | Καὶ μεθ᾿ ἡμέρας ἓξ παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ᾿ ἰδίαν· | |
Ματθ. 17,1 | Επειτα δε από εξ ημέρας επήρε μαζή του ο Ιησούς τον Πετρον και τον Ιάκωβον και τον αδελφόν αυτού Ιωάννην και ανέβηκε με αυτούς μόνον εις υψηλόν όρος. | |
Ματθ. 17,2 | καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. | |
Ματθ. 17,2 | Και μετεμορφώθη εμπρός εις αυτούς, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού όπως ο ήλιος, τα δε ενδύματά του έγιναν λευκά όπως το φως. | |
Ματθ. 17,3 | καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωσῆς καὶ Ἠλίας μετ᾿ αὐτοῦ συλλαλοῦντες. | |
Ματθ. 17,3 | Και ιδού, εφάνησαν εις αυτούς ο Μωϋσής και ο Ηλίας, οι οποίοι συνωμιλούσαν μαζή του. | |
Ματθ. 17,4 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ. | |
Ματθ. 17,4 | (Συνεπαρμένος ο Πετρος από το μεγαλειώδες εκείνο θέαμα έλαβε τον λόγον και είπεν στον Ιησούν)· “Κυριε καλά είναι να μείνωμεν ημείς εδώ· εάν θέλης, ας κάμωμεν εδώ τρεις σκηνάς, μίαν για σένα, μίαν για τον Μωϋσέα και μίαν για τον Ηλίαν”. | |
Ματθ. 17,5 | ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· | |
Ματθ. 17,5 | Ενώ δε ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ολόφωτος νεφέλη εσκίασεν αυτούς και ιδού ακούσθηκε φωνή από την νεφέλη, η οποία έλεγεν· “αυτός είναι ο μονογενής υιός μου ο αγαπητός, στον οποίον δια την απόλυτον αυτού αναμαρτησίαν και αγιότητα έχω ευαρεστηθή. Εις αυτόν να υπακούετε”. | |
Ματθ. 17,6 | καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. | |
Ματθ. 17,6 | Οταν οι μαθηταί ήκουσαν αυτήν την φωνήν έπεσαν στο χώμα πρηνείς και εφοβήθησαν πάρα πολύ. | |
Ματθ. 17,7 | καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. | |
Ματθ. 17,7 | Προσήλθεν όμως ο Ιησούς, τους ήγγισε και είπε· “σηκωθήτε, μη φοβείσθε”. | |
Ματθ. 17,8 | ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον. | |
Ματθ. 17,8 | Υψωσαν εκείνοι τα μάτια των και δε είδαν κανένα παρά μόνον τον Ιησούν. (Και τότε ενόησαν καλύτερα ότι περί αυτού έγινε η φωνή εκείνη του Θεού από την νεφέλην). | |
Ματθ. 17,9 | καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ. | |
Ματθ. 17,9 | Και όταν κατέβαιναν από το όρος, έδωσεν εις αυτούς εντολήν ο Ιησούς και τους είπε· “να μη πήτε εις κανένα αυτό το όραμα, έως ότου ο υιός του ανθρώπου αναστηθή εκ νεκρών”. | |
Ματθ. 17,10 | Καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον; | |
Ματθ. 17,10 | Και ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί· “διατί λοιπόν οι γραμματείς λέγουν ότι ο Ηλίας πρέπει να έλθη πρώτα και έπειτα ο Μεσσίας;” | |
Ματθ. 17,11 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ἠλίας μὲν ἔρχεται πρῶτον καὶ ἀποκαταστήσει πάντα· | |
Ματθ. 17,11 | Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “πράγματι ο Ηλίας θα έλθη πριν από τον Μεσσίαν και θα τακτοποιήση όλα σύμφωνα με τας Γραφάς. | |
Ματθ. 17,12 | λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε, καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτόν, ἀλλ᾿ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν· οὕτω καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ᾿ αὐτῶν. | |
Ματθ. 17,12 | Σας λέγω όμως ότι ο Ηλίας ήλθεν πριν από εμέ και δεν τον ανεγνώρισαν, αλλά του έκαμαν όσα κακά η διεστραμμένη των καρδία ηθέλησεν. Ετσι και ο υιός του ανθρώπου μέλλει να πάθη από αυτούς”. | |
Ματθ. 17,13 | τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι περὶ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς. | |
Ματθ. 17,13 | Τοτε κατάλαβαν οι μαθηταί ότι εννοούσε τον Ιωάννην τον βαπτιστήν, ο οποίος είχε έλθη ως άλλος Ηλίας. | |
Ματθ. 17,14 | Καὶ ἐλθόντων αὐτῶν πρὸς τὸν ὄχλον προσῆλθεν αὐτῷ ἄνθρωπος γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· | |
Ματθ. 17,14 | Και όταν κατέβηκαν και ήλθαν προς το πλήθος, επλησίασεν αυτόν ένας άνθρωπος, που εγονάτισε εμπρός του με ευλάβειαν και είπε· | |
Ματθ. 17,15 | Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. | |
Ματθ. 17,15 | “Κυριε σπλαγχνίσου το παιδί μου, διότι σεληνιάζεται και ταλαιπωρείται πολύ φοβερά· διότι πολλές φορές πίπτει εις την φωτιά και πολλές φορές στο νερό. | |
Ματθ. 17,16 | καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. | |
Ματθ. 17,16 | Και έφερα αυτόν προς τους μαθητάς σου με την παράκλησιν να τον θεραπεύσουν και αυτοί δεν ημπόρεσαν να του χαρίσουν την θεραπείαν”. | |
Ματθ. 17,17 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ᾿ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. | |
Ματθ. 17,17 | Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπεν· “ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη από την κακίαν! Εως πότε θα είμαι μαζή σας; Εως πότε θα σας ανέχωμαι; Φερετε μου αυτόν εδώ”. | |
Ματθ. 17,18 | καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. | |
Ματθ. 17,18 | Και επέπληξεν ο Ιησούς το δαιμόνιον και εβγήκεν αυτό από το παιδί, το οποίον και εθεραπεύθη από την ώρα εκείνην. | |
Ματθ. 17,19 | Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ᾿ ἰδίαν εἶπον· διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; | |
Ματθ. 17,19 | Τοτε επλησίασαν οι μαθηταί τον Ιησούν ιδιαιτέρως και είπαν· “διατί ημείς δεν ημπορέσαμεν να διώξωμε αυτό το δαιμόνιον;” (Είπαν δε τούτο, διότι εις άλλας περιστάσεις είχαν εκδιώξει δαιμόνια). | |
Ματθ. 17,20 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται, καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. | |
Ματθ. 17,20 | Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “ένεκα της απιστίας σας. Διότι σας διαβεβαιώνω, εάν έχετε πίστιν σαν το μικρό σπόρο του σιναπιού, θα πήτε στο βουνό τούτο· πήγαινε από εδώ εκεί και θα πάη και τίποτε δεν θα είναι για σας αδύνατον. | |
Ματθ. 17,21 | τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. | |
Ματθ. 17,21 | Μαθετε δε ότι αυτό το είδος των δαιμονίων δεν εκδιώκεται παρά με προσευχήν και νηστείαν”. | |
Ματθ. 17,22 | Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων | |
Ματθ. 17,22 | Ενώ δε περιήρχοντο εις την Γαλιλαίαν, είπε εις αυτούς ο Ιησούς· “ο Υιός του ανθρώπου μέλλει να παραδοθή εις τα χέρια μοχθηρών ανθρώπων | |
Ματθ. 17,23 | καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται. καὶ ἐλυπήθησαν σφόδρα. | |
Ματθ. 17,23 | και θα τον θανατώσουν, και κατά την τρίτην ημέρα θα αναστηθή”. Και ελυπήθησαν παρά πολύ οι μαθηταί. | |
Ματθ. 17,24 | Ἐλθόντων δὲ αὐτῶν εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθον οἱ τὰ δίδραχμα λαμβάνοντες τῷ Πέτρῳ καὶ εἶπον· ὁ διδάσκαλος ὑμῶν οὐ τελεῖ τὰ δίδραχμα; | |
Ματθ. 17,24 | Οταν δε ήλθαν εις την Καπερναούμ, επλησίασαν τον Πετρον αυτοί που εισπράττουν από τους Ιουδαίους τα δίδραχμα, ως φόρον δια τον ναόν, και του είπαν· “ο διδάσκαλός σας δεν πληρώνει τα δίδραχμα;” | |
Ματθ. 17,25 | λέγει, ναί. καὶ ὅτε εἰσῆλθεν εἰς τὴν οἰκίαν, προέφθασεν αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· τί σοι δοκεῖ, Σίμων; οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς ἀπὸ τίνων λαμβάνουσι τέλη ἢ κῆνσον; ἀπὸ τῶν υἱῶν αὐτῶν ἢ ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων; | |
Ματθ. 17,25 | Λεγει ο Πετρος· “ναι, πληρώνει”. (χωρίς να σκεφθή ότι ο φόρος κατεβάλλετο και ως λύτρον δια τας αμαρτίας και ότι ο διδάσκαλος ως ο αναμάρτητος Υιός του Θεού δεν έπρεπε να πληρώση τέτοιον φόρον). Και όταν εισήλθε ο Πετρος στο σπίτι τον επρόλαβεν ο Ιησούς και είπε· “Τι γνώμην έχεις, Σιμων; Οι βασιλείς της γης από ποιούς παίρνουν φόρους εισοδήματος η κεφαλιάτικο; Από τα παιδιά των η από τους ξένους;” | |
Ματθ. 17 ,26 | λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· ἀπὸ τῶν ἀλλοτρίων. ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἄραγε ἐλεύθεροί εἰσιν οἱ υἱοί. | |
Ματθ. 17 ,26 | Λεγει εις αυτόν ο Πετρος· “από τους ξένους”. Είπεν εις αυτόν ο Ιησούς· “επομένως οι υιοί του βασιλέως είναι ελεύθεροι από κάθε είδους φόρον. (Εγώ μεν ως ο αναμάρτητος Υιός του Θεού και σεις οι απόστολοί μου είμεθα απηλλαγμένοι από κάθε φορολογίαν). | |
Ματθ. 17,27 | ἵνα δὲ μὴ σκανδαλίσωμεν αὐτούς, πορευθεὶς εἰς τὴν θάλασσαν βάλε ἄγκιστρον καὶ τὸν ἀναβάντα πρῶτον ἰχθὺν ἆρον, καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ εὑρήσεις στατῆρα· ἐκεῖνον λαβὼν δὸς αὐτοῖς ἀντὶ ἐμοῦ καὶ σοῦ. | |
Ματθ. 17,27 | Αλλά δια να μη σκανδαλίσωμεν αυτούς και θεωρήσουν περιφρόνησιν προς τον ναόν την άρνησίν μας να πληρώσωμεν τον φόρον, πήγαινε εις την θάλασσα και ρίξε το αγκίστρι και πάρε το πρώτο ψάρι που θα ανεβάσης, άνοιξε το στόμα του και θα εύρης ένα ασημένιο τετράδραχμο· πάρε το και δώσε το εις αυτούς δι' εμέ και δια σε. | |
Κεφάλαιο 18ο | ||
Ματθ. 18,1 | Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες· τίς ἄρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν; | |
Ματθ. 18,1 | Εκείνην την ώρα προσήλθαν οι μαθηταί στο Ιησούν και είπαν· “ποιός άρα γε είναι μεγαλύτερος εις την βασιλείαν των ουρανών;” | |
Ματθ. 18,2 | καὶ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν· | |
Ματθ. 18,2 | Επροσκάλεσε τότε ο Ιησούς ένα παιδί, το έβαλεν όρθιον στο μέσον αυτών και είπε· | |
Ματθ. 18,3 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 18,3 | “Σας διαβεβαιώνω ότι εάν δεν αλάξετε φρονήματα και πορείαν εις την ζωήν σας και δεν γίνετε απλοί και άδολοι σαν τα παιδιά, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Ματθ. 18,4 | ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 18,4 | Οποιος λοιπόν ταπεινώσει τον ευατόν του σαν αυτό το παιδάκι, αυτός είναι μεγαλύτερος εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Ματθ. 18,5 | καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται· | |
Ματθ. 18,5 | Και εκείνος που θα υποδεχθή προς χάριν μου ένα τέτοιο παιδί η ένα, σαν το παιδί, απλούν άνθρωπον, δέχετε εμέ. | |
Ματθ. 18,6 | ὃς δ᾿ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης. | |
Ματθ. 18,6 | Οποιος όμως σκανδαλίσει και παρασύρει εις την αμαρτίαν ένα από τους μικρούς και απλοϊκούς αυτούς, που πιστεύουν εις εμέ, είναι προτιμότερον δι' αυτόν να κρεμασθή στον τράχηλόν του μυλόπετρα από εκείνες που γυρίζει ο όνος στον μύλον, και να καταποντισθή εις την ανοικτή θάλασσα. | |
Ματθ. 18,7 | Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ τῶν σκανδάλων· ἀνάγκη γάρ ἐστιν ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· πλὴν οὐαὶ τῶν ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται. | |
Ματθ. 18,7 | Αλλοίμονον στον κόσμον από τα σκάνδαλα· διότι ένεκα της διαφθοράς των ανθρώπων, κατ' ανάγκην θα έλθουν σκάνδαλα και πειρασμοί. Αλλοίμονον όμως στον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου έρχεται το σκάνδαλον. | |
Ματθ. 18,8 | εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ ὁ πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλὸν ἢ κυλλόν, ἢ δύο χεῖρας ἢ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον. | |
Ματθ. 18,8 | Εάν δε το χέρι σου η το πόδι σου (δηλαδή ένα πρόσωπον που σου είναι πολύτιμον και χρήσιμον) γίνεται αφορμή να παρασυρθής εις την αμαρτίαν, κόψε το και ρίξε το μακρυά· είναι καλόν για σένα να εισέλθης εις την ζωήν χωλός η κουλλός παρά με δύο χείρας η δύο πόδας να ριφθής στο πυρ το αιώνιον. | |
Ματθ. 18,9 | καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλὸν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. | |
Ματθ. 18,9 | Και εάν το μάτι σου σε σκανδαλίζη και σε παραπλανά εις την αμαρτίαν, βγάλε το και πέταξέ το· είναι καλό για σένα να εισέλθης εις την ζωήν μονόφθαλμος παρά έχων δύο μάτια να ριφθής εις την γέννεαν του πυρός. (Κοψε δηλαδή τον δεσμόν και την επικοινωνίαν με πρόσωπα, που σου είναι μεν πολύτιμα και χρήσιμα σαν το μάτι, αλλά σε παρασύρουν εις την αμαρτίαν, δια να αποφύγης έτσι την γέενναν του πυρός και εισέλθης εις την βασιλείαν των ουρανών). | |
Ματθ. 18,10 | Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 18,10 | Προσέχετε να μη καταφρονήσετε ένα από τους μικρούς τούτους τους οπαδούς μου, διότι σας λέγω ότι αυτοί έχουν μεγάλην αξίαν ενώπιον του Θεού και οι άγγελοί των στους ουρανούς έχουν μεγάλην παρρησίαν δια λογαριασμόν των ενώπιον του Πατρός μου του εν τοις ουρανοίς και βλέπουν ακατάπαυστα το πρόσωπον αυτού. | |
Ματθ. 18,11 | ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός. | |
Ματθ. 18,11 | Διότι ο Υιός του ανθρώπου ήλθε να σώση το απολωλός (τον άνθρωπον, δηλαδή, ο όποιος ένεκα αγνοίας και αδυναμίας βαδίζει τον δρόμον, που οδηγοί εις την αιωνίαν απώλειαν. | |
Ματθ. 18,12 | Τί ὑμῖν δοκεῖ; ἐὰν γένηταί τινι ἀνθρώπῳ ἑκατὸν πρόβατα καὶ πλανηθῇ ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐχὶ ἀφεὶς τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὄρη, πορευθεὶς ζητεῖ τὸ πλανώμενον; | |
Ματθ. 18,12 | Τι νομίζετε σεις; Εάν ένας άνθρωπος έχη εκατό πρόβατα και παραπλανηθή ένα προβάτον μακρυά από το κοπάδι, δεν θα αφήση αυτός τα ενενήκοντα εννέα επάνω εις τα βουνά, και δεν θα τρέξη να αναζητήση το χαμένο; | |
Ματθ. 18,13 | καὶ ἐὰν γένηται εὑρεῖν αὐτό, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι χαίρει ἐπ᾿ αὐτῷ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα τοῖς μὴ πεπλανημένοις. | |
Ματθ. 18,13 | Και αν συμβή να το βρη, σας διαβεβαιώνω ότι χαίρει δι' αυτό πολύ περισσότερο παρά δια τα ενενήκοντα εννέα, που δεν είχαν παραπλανηθή. | |
Ματθ. 18,14 | οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων. | |
Ματθ. 18,14 | Οπως ο καλός ποιμήν δεν θέλει να χάση ούτε ένα πρόβατο, έτσι δεν είναι θέλημα του Πατρός σας του εν ουρανοίς να χαθή ένας από τους μικρούς τούτους. Λοιπόν προσέχετε μήπως τυχόν καταφρονήσετε κανένα από τους ασήμους και απλοϊκούς πιστούς. | |
Ματθ. 18,15 | Ἐὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε καὶ ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου· ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου· | |
Ματθ. 18,15 | Εάν φταίξη σε σένα ο αδελφός σου, πήγαινε και υπέδειξέ του το σφάλμα του ιδιαιτέρως· εάν ακούση την υπόδειξίν σου και μετανοήση δια το σφάλμα του, εκέρδησες τον αδελφόν σου δια τον Θεόν και δια σε τον ίδιον. | |
Ματθ. 18,16 | ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα. | |
Ματθ. 18,16 | Εάν όμως δεν σε ακούση, τότε πάρε μαζή σου ένα ακόμη η δύο και κάμε του παρατήρησιν, ώστε να στηριχθή και κατοχυρωθή έτσι η αλήθεια επάνω εις την βεβαίωσιν δύο η τριών μαρτύρων. | |
Ματθ. 18,17 | ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν, εἰπὲ τῇ ἐκκλησίᾳ· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης. | |
Ματθ. 18,17 | Εάν δε παρακούση και εις τας συμβουλάς αυτών, ειπέ το γεγονός εις την Εκκλησίαν. Εάν δε δεν σεβασθή και παρακούση την Εκκλησίαν, ας είναι για σένα όπως ο ειδωλολάτρης και ο αμετανόητος τελώνης, οι οποίοι δεν ανήκουν εις την Εκκλησίαν. | |
Ματθ. 18,18 | Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. | |
Ματθ. 18,18 | Σας διαβεβαιώνω ότι όσα αμαρτήματα αφήσετε δεμένα και ασυγχώρητα εις την γην, θα μείνουν δεμένα και ασυγχώρητα στον ουρανόν. Και όσα συγχωρήσετε εις την γην, θα είναι συγχωρημένα και λυμένα στον ουρανόν. | |
Ματθ. 18,19 | Πάλιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 18,19 | Παλιν σας διαβεβαιώνω ότι, εάν δύο από σας συμφωνήσουν εις την γην για κάθε καλόν πράγμα, που ήθελαν ζητήσει δια της προσευχής των, θα το λάβουν από τον Πατέρα μου τον εν τοις ουρανοίς. | |
Ματθ. 18,20 | οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν. | |
Ματθ. 18,20 | Διότι όπου δύο η τρεις είναι συγκεντρωμένοι στο όνομά μου και δια σκοπόν σύμφωνον με το θέλημά μου, εκεί είμαι και εγώ εν μέσω αυτών, δια να τους φωτίζω, να τους ευλογώ και να τους ενισχύω”. | |
Ματθ. 18,21 | Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις; | |
Ματθ. 18,21 | Τοτε επλησίασε προς αυτόν ο Πετρος και είπε· “Κυριε, πόσες φορές θα φταίξη εις εμέ ο αδελφός μου και θα τον συγχωρήσω; Εως επτά φορές;” | |
Ματθ. 18,22 | λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις, ἀλλ᾿ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. | |
Ματθ. 18,22 | Είπεν εις αυτόν ο Ιησούς· “Δεν σου λέγω έως επτά φορές, αλλά έως εβδομήκοντα επτά φορές, πάντοτε δηλαδή θα συγχωρής”. | |
Ματθ. 18,23 | Διὰ τοῦτο ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὃς ἠθέλησε συνᾶραι λόγον μετὰ τῶν δούλων αὐτοῦ. | |
Ματθ. 18,23 | Το καθήκον να συγχωρούμεν αυτούς που μας έφταιξαν είναι απεριόριστον. Δι' αυτό και η βασιλεία των ουρανών έχει παρομοιωθή με ένα βασιλέα, που ηθέλησε να λογαριασθή με τους δούλους του, στους οποίους είχεν εμπιστευθή την διαχείρισιν των οικονομικών του. | |
Ματθ. 18,24 | ἀρξαμένου δὲ αὐτοῦ συναίρειν προσηνέχθη αὐτῷ εἷς ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. | |
Ματθ. 18,24 | Εκεί δε που ήρχισε να εξετάζη τους λογαριασμούς, του έφεραν βιαίως έναν, που του χρεωστούσε το τεράστιον πόσον των δέκα χιλιάδων ταλάντων. | |
Ματθ. 18,25 | μὴ ἔχοντος δὲ αὐτοῦ ἀποδοῦναι ἐκέλευσεν αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ πραθῆναι καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅσα εἶχε, καὶ ἀποδοθῆναι. | |
Ματθ. 18,25 | Επειδή δε δεν είχε να επιστρέψη όσα χρεωστούσε, διέταξε ο κύριός του να πωληθή ως δούλος αυτός και η γυναίκα του και τα παιδιά του και όλα όσα είχε, δια να εξοφληθή έτσι έστω και μέρος από το χρέος. | |
Ματθ. 18,26 | πεσὼν οὖν ὁ δοῦλος προσεκύνει αὐτῷ λέγων· κύριε, μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ πάντα σοι ἀποδώσω. | |
Ματθ. 18,26 | Επεσε τότε κατά γης ο δούλος εκείνος, τον επροσκυνούσε και έλεγε· “Κυριε, δείξε επιείκειαν και μακροθυμίαν εις εμέ και όλα όσα σου χρεωστώ, θα σου τα πληρώσω”. | |
Ματθ. 18,27 | σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἀπέλυσεν αὐτὸν καὶ τὸ δάνειον ἀφῆκεν αὐτῷ. | |
Ματθ. 18,27 | Εφάνη δε σπλαγχνικός ο Κυριος του δούλου εκείνου, τον αφήκεν ελεύθερον και του εχάρισεν όλον το χρέος. | |
Ματθ. 18,28 | ἐξελθὼν δὲ ὁ δοῦλος ἐκεῖνος εὗρεν ἕνα τῶν συνδούλων αὐτοῦ, ὃς ὤφειλεν αὐτῷ ἑκατὸν δηνάρια, καὶ κρατήσας αὐτὸν ἔπνιγε λέγων· ἀπόδος μοι εἴ τι ὀφείλεις. | |
Ματθ. 18,28 | Αλλ' εκείνος ο δούλος όταν εβγήκεν έξω, ευρήκε ένα από τους συνδούλους του, ο όποιος του χρεωστούσε το μηδαμινόν ποσόν των εκατό δηναρίων. Αμέσως τον επιασε και τον επίεζε κατά τον πλέον σκληρόν τρόπον λέγων· Πλήρωσέ μου ο,τι μου χρεωστάς. | |
Ματθ. 18,29 | πεσὼν οὖν ὁ σύνδουλος αὐτοῦ εἰς τοὺς πόδας αὐτοῦ παρεκάλει αὐτὸν λέγων· μακροθύμησον ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ ἀποδώσω σοι· | |
Ματθ. 18,29 | Επεσε τότε ο σύνδουλος εκείνος εις τα πόδια αυτού και τον παρακαλούσε λέγων· Δείξε σε μένα επιείκειαν και μακριθυμίαν και θα σου επιστρέψω τα οφειλόμενα. | |
Ματθ. 18,30 | ὁ δὲ οὐκ ἤθελεν, ἀλλὰ ἀπελθὼν ἔβαλεν αὐτὸν εἰς φυλακὴν ἕως οὗ ἀποδῷ τὸ ὀφειλόμενον. | |
Ματθ. 18,30 | Αυτός δε δεν ήθελε να ακούση τίποτε, αλλά επήγε και τον κατήγγειλε εις τας αρχάς και τον έβαλε εις την φυλακήν, έως ότου πληρώση το χρέος του. | |
Ματθ. 18,31 | ἰδόντες δὲ οἱ σύνδουλοι αὐτοῦ τὰ γενόμενα ἐλυπήθησαν σφόδρα, καὶ ἐλθόντες διεσάφησαν τῷ κυρίῳ ἑαυτῶν πάντα τὰ γενόμενα. | |
Ματθ. 18,31 | Οι άλλοι σύνδουλοί του, όταν είδαν αυτά που έγιναν, ελυπήθηκαν πάρα πολύ και ελθόντες στον κύριόν των του διηγήθηκαν με ακρίβειαν όλα τα γεγονότα. | |
Ματθ. 18,32 | τότε προσκαλεσάμενος αὐτὸν ὁ κύριος αὐτοῦ λέγει αὐτῷ· δοῦλε πονηρέ, πᾶσαν τὴν ὀφειλὴν ἐκείνην ἀφῆκά σοι, ἐπεὶ παρεκάλεσάς με. | |
Ματθ. 18,32 | Τοτε εκάλεσε αυτόν ο κύριός του και του είπε· Δούλε πονηρέ, όλο το τεράστιον εκείνο χρέος σου το εχάρισα, διότι με παρεκάλεσες. | |
Ματθ. 18,33 | οὐκ ἔδει καὶ σὲ ἐλεῆσαι τὸν σύνδουλόν σου, ὡς καὶ ἐγώ σε ἠλέησα; | |
Ματθ. 18,33 | Δεν έπρεπε και συ να λυπηθής και να ελεήσης τον σύνδουλό σου, όπως εγώ ο Κυριος σου σε ελυπήθηκα και σε ελέησα; | |
Ματθ. 18,34 | καὶ ὀργισθεὶς ὁ κύριος αὐτοῦ παρέδωκεν αὐτὸν τοῖς βασανισταῖς ἕως οὗ ἀποδῷ πᾶν τὸ ὀφειλόμενον αὐτῷ. | |
Ματθ. 18,34 | Και οργισθείς ο κύριός του τον έβαλε εις την φυλακήν και τον παρέδωκε στους βασανιστάς, δια να τον βασανίζουν, μέχρις ότου εξοφλήση όλον το χρέος του. | |
Ματθ. 18,35 | Οὕτω καὶ ὁ πατήρ μου ὁ ἐπουράνιος ποιήσει ὑμῖν, ἐὰν μὴ ἀφῆτε ἕκαστος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ ἀπὸ τῶν καρδιῶν ὑμῶν τὰ παραπτώματα αὐτῶν. | |
Ματθ. 18,35 | Ετσι και ο Πατήρ μου ο επουράνιος θα κάμη εις σας εάν δεν συγχωρήτε ο καθένας στον αδελφόν του, με όλην σας την καρδιά, τα πταίσματα, που έχει κάμει απέναντί σας”. | |
Κεφάλαιο 19ο | ||
Ματθ. 19,1 | Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους μετῆρεν ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέραν τοῦ Ἰορδάνου. | |
Ματθ. 19,1 | Οταν δε ετελείωσεν ο Ιησούς τας ομιλίας αυτάς, ανεχώρησε από την Γαλιλαίαν και ήλθε εις τα όρια της Ιουδαίας πέραν από τον Ιορδάνην. | |
Ματθ. 19,2 | καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς ἐκεῖ. | |
Ματθ. 19,2 | Και ηκολούθησαν αυτόν πλήθη πολλά και εθεράπευσεν εκεί τους μεταξύ αυτών ασθενείς. | |
Ματθ. 19,3 | Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι πειράζοντες αὐτὸν καὶ λέγοντες αὐτῷ· εἰ ἔξεστιν ἀνθρώπῳ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν αἰτίαν; | |
Ματθ. 19,3 | Και οι Φαρισαίοι προσήλθαν εις αυτόν με σκοπόν να τον παγιδεύσουν και τον εκθέσουν με τας δολίας ερωτήσεις των, και τον ηρώτησαν, εάν επιτρέπεται εις ένα άνδρα να διώξη την γυναίκα του δια κάθε αιτίαν, που αυτός ήθελεν εύρει; | |
Ματθ. 19,4 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ᾿ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτοὺς καὶ εἶπεν, | |
Ματθ. 19,4 | Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς· “δεν εδιαβάσατε στο πρώτον βιβλίον της Γραφής ότι ο δημιουργός ευθύς εξ αρχής έπλασεν άνδρα και γυναίκα, ως ένα ανδρόγυνο και είπε· | |
Ματθ. 19,5 | ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; | |
Ματθ. 19,5 | Ενεκα τούτου θα εγκαταλείψη ο άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα του και θα προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού και θα είναι οι δύο μία σαρξ, ένα σώμα; | |
Ματθ. 19,6 | ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σάρξ μία. ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. | |
Ματθ. 19,6 | Ωστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Το ανδρόγυνο λοιπόν, το οποίον ο Θεός τόσο στενά συνήνωσε, ο άνθρωπος ας μη το χωρίση. (Πως είναι δυνατόν να χωρίση εις δύο ένα σώμα και να ζήση το σώμα αυτό;”). | |
Ματθ. 19,7 | λέγουσιν αὐτῷ· τί οὖν Μωσῆς ἐνετείλατο δοῦναι βιβλίον ἀποστασίου καὶ ἀπολῦσαι αὐτήν; | |
Ματθ. 19,7 | Λεγουν εις αυτόν· “Τοτε διατί ο Μωϋσής επέτρεψε το διαζύγιον και παρήγγειλε να δίδη ο άνδρας εις την γυναίκα γραπτόν διαζύγιον και να την απολύη;” | |
Ματθ. 19,8 | λέγει αὐτοῖς· ὅτι Μωσῆς πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἐπέτρεψεν ὑμῖν ἀπολῦσαι τὰς γυναῖκας ὑμῶν· ἀπ᾿ ἀρχῆς δὲ οὐ γέγονεν οὕτω. | |
Ματθ. 19,8 | Λεγει εις αυτούς ότι ο “Μωϋσής επέτρεψε εις σας να χωρίζετε τας γυναίκα σας, ένεκα της σκληροκαρδίας σας, (δια να προλάβη χειρότερα εγκλήματα, τα οποία ημπορούσατε να διαπράξετε, δια να απαλλαγήτε από την ανεπιθύμητον σύζυγον). Αλλά από την αρχήν της δημιουργίας δεν είχε γίνει έτσι. | |
Ματθ. 19,9 | λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μὴ ἐπὶ πορνείᾳ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται· | |
Ματθ. 19,9 | Σας λέγω δε τούτο· ότι όποιος χωρίσει την γυναίκα αυτού, δι' οιανδήποτε άλλην αιτίαν πλην της πορνείας, και νυμφεφθή άλλην, διαπράττει μοιχείαν· και εκείνος που θα λάβη ως σύζυγον διαζευγμένην γυναίκα, διαπράττει μοιχείαν”. | |
Ματθ. 19,10 | λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· εἰ οὕτως ἐστὶν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι. | |
Ματθ. 19,10 | Λεγουσιν εις αυτόν οι μαθηταί του· “εάν έτσι έχουν τα πράγματα, εάν τόσον στενή είναι η σχέσις του ανδρογύνου και μία μόνη η αιτία που δικαιολογεί το διαζύγιον, τότε δεν συμφέρει να έρχεται κανείς εις γάμον”. | |
Ματθ. 19,11 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ᾿ οἷς δέδοται· | |
Ματθ. 19,11 | Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “δεν παραδέχονται όλοι με τον νουν και την καρδίαν τον λόγον αυτόν, αλλά εκείνοι στους οποίους έχει δοθή από τον Θεόν το χάρισμα να μπορούν να μείνουν άγαμοι και αγνοί. | |
Ματθ. 19,12 | εἰσὶ γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω. καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω. | |
Ματθ. 19,12 | Διότι υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι εγεννήθησαν τέτοιοι εκ κοιλίας μητρός. Και υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι ευνουχίσθησαν από τους ανθρώπους. (Και οι μεν και οι δε είναι ανίκανοι δια γάμον και κατ' ανάγκην μένουν άγαμοι). Υπάρχουν όμως και άλλοι ευνούχοι οι οποίοι δια να αφοσιωθούν εις την βασιλείαν του Θεού και κερδήσουν ασφαλέστερα την σωτηρίαν, ηγωνίσθησαν κατά της εμφύτου ορμής, αυτοπροαιρέτως απέχουν από τον γάμον και ζουν ισοβίως αγνοί και παρθένοι. Οποιος ημπορεί να παραδεχθή και να εφαρμόση τον λόγον αυτόν, ας προχωρήση στον δρόμον της σωφροσύνης και αγνότητος”. | |
Ματθ. 19,13 | Τότε προσηνέχθη αὐτῷ παιδία, ἵνα ἐπιθῇ αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ προσεύξηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμησαν αὐτοῖς. | |
Ματθ. 19,13 | Τοτε έφεραν προς αυτόν μικρά παιδιά, δια να βάλη επάνω εις τα κεφάλια τα χέρια του, να τα ευλογήση και να προσευχηθή δι' αυτά. Οι μαθηταί όμως, δια να μη ενοχληθή ο διδάσκαλός των, επέπληξαν εκείνους που τα έφεραν. | |
Ματθ. 19,14 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 19,14 | Αλλά ο Ιησούς είπεν· “αφήστε τα παιδιά και μη τα εμποδίζετε να έλθουν προς εμέ. Διότι εις αυτά, και εις εκείνους που ομοιάζουν με αυτά ως προς την απλότητα και την αθωότητα, ανήκει η βασιλεία των ουρανών”. | |
Ματθ. 19,15 | καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτοῖς ἐπορεύθη ἐκεῖθεν. | |
Ματθ. 19,15 | Και αφού έβαλε τα χέρια επάνω τους και τα ευλόγησε, ανεχώρησε από εκεί. | |
Ματθ. 19,16 | Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; | |
Ματθ. 19,16 | Και ιδού ένας προσήλθε εις αυτόν και του είπε· “διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν πρέπει να κάμω, δια να έχω ζωήν αιώνιον;” | |
Ματθ. 19,17 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωήν, τήρησον τὰς ἐντολάς. | |
Ματθ. 19,17 | Ο δε Ιησούς του είπε· “τι με λέγεις αγαθόν, αφού με νομίζεις απλούν άνθρωπον; Κανείς δεν είναι απόλυτα αγαθός, ει μη μόνον ένας, ο Θεός. Εάν δε θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, τήρησε τας εντολάς”. | |
Ματθ. 19,18 | λέγει αὐτῷ· ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, | |
Ματθ. 19,18 | Λεγει εις αυτόν· “ποίας;” Ο δε Ιησούς του είπε·“τας γνωστάς, δηλαδή το να μη φονεύσης, να μη μοιχεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, | |
Ματθ. 19,19 | τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. | |
Ματθ. 19,19 | τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Και να αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. | |
Ματθ. 19,20 | λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; | |
Ματθ. 19,20 | Λεγει εις αυτόν ο νέος με κάποιαν προχειρότητα· “όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικίαν· τι μου λείπει ακόμη δια να γίνω άξιος της βασιλείας των ουρανών;” | |
Ματθ. 19,21 | ἔφη αὐτῷ ὁ Ἱησοῦς· εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. | |
Ματθ. 19,21 | Είπε εις αυτόν ο Ιησούς· “Εάν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης θησαυρόν στον ουρανόν, και έλα ακολούθησέ με”. | |
Ματθ. 19,22 | ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. | |
Ματθ. 19,22 | Αλλ' όταν ο νέος ήκουσε αυτόν τον λόγον, έφυγε λυπημένος, διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη εις αυτά. | |
Ματθ. 19,23 | Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. | |
Ματθ. 19,23 | Ο δε Ιησούς είπε στους μαθητάς του· “αληθινά σας λέγω ότι πολύ δύσκολα θα εισέλθη πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών. | |
Ματθ. 19,24 | πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. | |
Ματθ. 19,24 | Και πάλιν σας λέγω, είναι ευκολώτερον να περάση γκαμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνι, παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. | |
Ματθ. 19,25 | ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; | |
Ματθ. 19,25 | Οταν άκουσαν οι μαθηταί τα λόγια αυτά, έπεσαν εις μεγάλην έκπληξιν και με κάποια αποκαρδίωσιν είπαν· “ποιός τάχα ημπορεί να σωθή;” | |
Ματθ. 19,26 | ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι. | |
Ματθ. 19,26 | Ο δε Ιησούς τους εκύτταξε κατάματα και είπεν· “η σωτηρία είναι δια τους ανθρώπους έργον αδύνατον, αλλά στον Θεόν όλα είναι δυνατά, άρα και η σωτηρία των πλουσίων, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι κατά κάποιον τρόπον ανακατεύονται με χρήματα και κτήματα. Αρκεί να έχουν την διάθεσιν της αυταπαρνήσεως και θυσίας”. | |
Ματθ. 19,27 | Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; | |
Ματθ. 19,27 | Τοτε απεκρίθη ο Πετρος και του είπε· “ιδού ημείς αφήσαμεν όλα και σε ηκολουθήσαμεν. Ποία τάχα θα είναι η αμοιβή μας;” | |
Ματθ. 19,28 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. | |
Ματθ. 19,28 | Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτούς· “σας διαβεβαιώνω ότι σεις που με έχετε ακολουθήσει εδώ εις την γην, όταν εις την συντέλεια των αιώνων αναδημιουργηθή νέος κόσμος και αναστηθούν οι νεκροί και ο υιός του ανθρώπου καθίση επάνω στον ένδοξον θρόνον του, τότε και σεις θα καθίσετε επάνω εις δώδεκα θρόνους, δια να κρίνετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. | |
Ματθ. 19,29 | καὶ πᾶς ὃς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. | |
Ματθ. 19,29 | Και κάθε ένας, ο οποίος προς χάριν μου αφήκε οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η χωράφια, θα λάβη εδώ εις την γην εκατό φορές περισσότερα και, το σπουδαιότερον, θα κληρονομήση την αιωνίαν ζωήν. | |
Ματθ. 19,30 | Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. | |
Ματθ. 19,30 | Πολλοί δε που στον κόσμον αυτόν, ένεκα των αξιωμάτων τα οποία κατέχουν και όχι δια την αρετήν των, είναι πρώτοι, εις την βασιλείαν των ουρανών θα είναι τελευταίοι και πολλοί που στον κόσμον αυτόν θεωρούνται τελευταίοι, θα είναι εκεί πρώτοι. | |
Κεφάλαιο 20ο | ||
Ματθ. 20,1 | Ὁμοία γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωΐ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ. | |
Ματθ. 20,1 | Δια να εννοήσετε δε αυτήν την αλήθειαν, ακούσατε μία παραβολήν. Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με ένα άνθρωπον νοικοκύρην, ο οποίος πρωί-πρωί εβγήκε να μισθώση εργάτας δια το αμπέλι του. | |
Ματθ. 20,2 | καὶ συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ. | |
Ματθ. 20,2 | Και αφού εσυμφώνησε με τους εργάτας να τους πληρώνη ως ημερομίσθιον ένα δηνάριον, τους έστειλε στο αμπέλι του. | |
Ματθ. 20,3 | καὶ ἐξελθὼν περὶ τρίτην ὥραν εἶδεν ἄλλους ἑστῶτας ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀργούς, | |
Ματθ. 20,3 | Εβγήκε πάλιν κατά τας εννέα το πρωί εις την αγοράν και είδε άλλους εργάτας να στέκουν εκεί χωρίς εργασίαν και να περιμένουν μήπως τους μισθώση κανείς. | |
Ματθ. 20,4 | καὶ ἐκείνοις εἶπεν· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον δώσω ὑμῖν. οἱ δὲ ἀπῆλθον. | |
Ματθ. 20,4 | Και εις εκείνους είπε· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι και ο,τι είναι δίκαιον θα σας δώσω. Και εκείνοι επήγαν. | |
Ματθ. 20,5 | πάλιν ἐξελθὼν περὶ ἕκτην καὶ ἐνάτην ὥραν ἐποίησεν ὡσαύτως. | |
Ματθ. 20,5 | Και πάλιν εβγήκε κατά τας δώδεκα και τας τρστο απόγευμα και έκαμε το ίδιο. | |
Ματθ. 20,6 | περὶ δὲ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἐξελθὼν εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας ἀργούς, καὶ λέγει αὐτοῖς· τί ὧδε ἑστήκατε ὅλην τὴν ἡμέραν ἀργοί; | |
Ματθ. 20,6 | Οταν δε κατά τας πέντε εβγήκε, ευρήκε και άλλους εργάτας να στέκουν χωρίς εργασίαν και τους λέγει· Διατί στέκεσθε εδώ όλην την ημέραν άνεργοι; | |
Ματθ. 20,7 | λέγουσιν αὐτῷ· ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμισθώσατο. λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον λήψεσθε. | |
Ματθ. 20,7 | Λεγουν προς αυτόν· Διότι κανείς δεν μας εμίσθωσε. Λεγει εις αυτούς· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι μου και ο,τι είναι δίκαιον θα πάρετε. | |
Ματθ. 20,8 | ὀψίας δὲ γενομένης λέγει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ ἐπιτρόπῳ αὐτοῦ· κάλεσον τοὺς ἐργάτας καὶ ἀπόδος αὐτοῖς τὸν μισθόν, ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἕως τῶν πρώτων. | |
Ματθ. 20,8 | Οταν δε εβράδιασε, λέγει ο κύριος του αμπελιού στον διαχειριστήν του· Καλεσε τους εργάτας και δώσε τους τον μισθόν, αρχίζοντας από τους τελευταίους και προχωρώντας στους πρώτους. | |
Ματθ. 20,9 | καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον. | |
Ματθ. 20,9 | Και όταν ήλθαν αυτοί που έπιασαν δουλειά κατά τας πέντε το απόγευμα, επήρε ο καθένας τους από ένα δηνάριον. | |
Ματθ. 20,10 | ἐλθόντες δὲ οἱ πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, καὶ ἔλαβον καὶ αὐτοὶ ἀνὰ δηνάριον. | |
Ματθ. 20,10 | Οταν δε ήλθαν οι πρώτοι ενόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα, αλλά επήραν και αυτοί από ένα δηνάριον. | |
Ματθ. 20,11 | λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου | |
Ματθ. 20,11 | Οταν όμως το επήραν, εμουρμούριζαν δυσαρεστημένοι εναντίον του οικοδεσπότου | |
Ματθ. 20,12 | λέγοντες ὅτι οὗτοι οἱ ἔσχατοι μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους ἡμῖν αὐτοὺς ἐποίησας τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα. | |
Ματθ. 20,12 | και έλεγαν ότι αυτοί οι τελευταίοι μίαν μόνον ώρα εδούλεψαν και τους επλήρωσες ίσα με ημάς οι οποίοι εβαστάσαμε το ολοήμερον βάρος της εργασίας και όλον τον καύσωνα. | |
Ματθ. 20,13 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ἑνὶ αὐτῶν· ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε· οὐχὶ δηναρίου συνεφώνησάς μοι; | |
Ματθ. 20,13 | Ο οικοδεσπότης απεκρίθη και είπε εις ένα από αυτούς· Φιλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησες μαζή μου ένα δηνάριο ως ημερομίσθιον; | |
Ματθ. 20,14 | ἆρον τὸ σὸν καὶ ὕπαγε· θέλω δὲ τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ δοῦναι ὡς καὶ σοί· | |
Ματθ. 20,14 | Παρε, λοιπόν, αυτό που σου ανήκει και πήγαινε. Θελω δε εις αυτόν τον τελευταίον να δώσω ο,τι έδωσα και εις σε· | |
Ματθ. 20,15 | ἢ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὃ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς; εἰ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ ἀγαθός εἰμι; | |
Ματθ. 20,15 | η μήπως δεν έχω το δικαίωμα να κάνω, ο,τι θέλω εις την ιδικήν μου περιουσίαν. Η εάν το μάτι σου είναι φθονερό και αχόρταστο διότι εγώ είμαι αγαθός, ποίος πταίει; Ασφαλώς η ιδική σου μοχθηρία. | |
Ματθ. 20,16 | Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δἐ ἐκλεκτοί. | |
Ματθ. 20,16 | Ετσι θα είναι πρώτοι αυτοί που εκλήθησαν τελευταία και ειργάσθησαν με ζήλον και θα είναι τελευταίοι οι πρώτοι, ένεκα του φθόνου και της χαλαρώσεώς των. Διότι πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κληθή, ολίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί, που θα εργασθούν μέχρι τέλους με φλογεράν επιθυμίαν και θερμόν ζήλον”. | |
Ματθ. 20,17 | Καὶ ἀναβαίνων ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα παρέλαβε τοὺς δώδεκα μαθητὰς κατ᾿ ἰδίαν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ εἶπεν αὐτοῖς. | |
Ματθ. 20,17 | Οταν δε ανέβαινε ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα, επήρε τους δώδεκα μαθητάς του ιδιαιτέρως και καθώς εβάδιζαν εις την οδόν είπεν εις αυτούς. | |
Ματθ. 20,18 | ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ, | |
Ματθ. 20,18 | “Ιδού αναβαίνομεν τώρα εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον | |
Ματθ. 20,19 | καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τὸ ἐμπαῖξαι καὶ μαστιγῶσαι καὶ σταυρῶσαι, καὶ τῇ τρίτη ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. | |
Ματθ. 20,19 | και θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρας στρατιώτας της Ρωμης, δια να τον εμπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν· αλλά κατά την τρίτην ημέρα θα αναστηθή”. | |
Ματθ. 20,20 | Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσά τι παρ᾿ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 20,20 | Τοτε τον επλησίασεν η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου, μαζή με τα παιδιά της, τον επροσκύνησε με ευλάβειαν και εφαίνετο ότι κάτι ήθελε να ζητήση από αυτόν. | |
Ματθ. 20,21 | ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· τί θέλεις; λέγει αὐτῷ· εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. | |
Ματθ. 20,21 | Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτήν· “τι θέλεις;” Λεγει εις αυτόν· “Δώσε εντολήν να καθίσουν τα δύο αυτά παιδιά μου ο ένας από τα δεξιά σου και ο άλλος από τα αριστερά σου, όταν συ θα αναλάβης την βασιλείαν σου”. | |
Ματθ. 20,22 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν, ἢ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; λέγουσιν αὐτῷ· δυνάμεθα. | |
Ματθ. 20,22 | Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “δεν γνωρίζετε, τι ζητείτε. Ημπορείτε να πίετε το ποτήριον του πόνου, το οποίον εγώ μέλλω να πίω, η να βαπτισθήτε το βάπτισμα του αίματος και των παθημάτων, το οποίον εγώ βαπτίζομαι;” Λεγουν εις αυτόν· “ημπορούμεν”. | |
Ματθ. 20,23 | καὶ λέγει αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾿ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου. | |
Ματθ. 20,23 | Και λέγει εις αυτούς· “το μεν ποτήριόν μου θα το πίετε και το βάπτισμα των παθημάτων, το οποίον εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτισθήτε. Το να καθίσετε όμως εις τα δεξιά μου και τα αριστερά μου δεν είναι ιδικόν μου δικαίωμα να το δώσω εις όποιον απλώς το ζητήσει· αλλά θα δοθή από τον δίκαιον Πατέρα μου εις εκείνους δια τους οποίους έχει ετοιμασθή” (δηλαδή δια τους πιστούς εις αυτόν και καλούς αγωνιστάς στον δρόμον της αρετής). | |
Ματθ. 20,24 | καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν. | |
Ματθ. 20,24 | Και οι δέκα όταν ήκουσαν αυτά, ηγανάκτησαν δια την φιλόδοξον συμπεριφοράν των δύο αδελφών, οι οποίοι επροσπαθούσαν να τους παραγκωνίσουν, δια να λάβουν αυτοί τα μεγαλύτερα αξιώματα. | |
Ματθ. 20,25 | ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς εἶπεν· οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. | |
Ματθ. 20,25 | Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “ξέρετε, ότι οι άρχοντες των εθνών φέρονται δεσποτικώς προς αυτά σαν απόλυτοι κυρίαρχοί των και εκείνοι που κατέχουν μεγάλα αξιώματα ασκούν ανεξέλεκτον τυραννικήν κυριαρχίαν εις αυτούς, σαν να τους έχουν δούλους. | |
Ματθ. 20,26 | οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾿ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, | |
Ματθ. 20,26 | Τετοιο πράγμα όμως μεταξύ σας δεν πρέπει να συμβαίνη. Αλλ' όποιος θέλει να αναδειχθή μέγας μεταξύ σας, ας είναι υπηρέτης σας. | |
Ματθ. 20,27 | καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· | |
Ματθ. 20,27 | Και όποιος θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, οφείλει να γίνη δούλος και να προσφέρη εις όλους με αγάπην και ταπεινοφροσύνην τας υπηρεσίας του. | |
Ματθ. 20,28 | ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν. | |
Ματθ. 20,28 | Οπως ακριβώς ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθή, αλλά να υπηρετήση και να δώση την ζωήν του λύτρον, δια να εξαγοράση και ελευθερώση από την αμαρτίαν και τον αιώνιον θάνατον πολλούς, οι οποίοι θα πιστεύσουν εις αυτόν”. | |
Ματθ. 20,29 | Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἱεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς. | |
Ματθ. 20,29 | Και ενώ έβγαιναν από την Ιεριχώ, τον ηκολούθησεν λαός πολύς. | |
Ματθ. 20,30 | καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ. | |
Ματθ. 20,30 | Και ιδού δύο τυφλοί, που εκάθηντο παραπλεύρως από τον δρόμον, καθώς ήκουσαν ότι ο Ιησούς διέρχεται, εφώναξαν και είπαν· “ελέησέ μας, Κυριε, συ που είσαι ο ένδοξος απόγονος του Δαυΐδ”. | |
Ματθ. 20,31 | ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱὸς Δαυΐδ. | |
Ματθ. 20,31 | Το δε πλήθος τους επέπληξε να σιωπήσουν (δια να μη ενοχλούν τάχα τον διδάσκαλον). Αλλά εκείνοι ακόμη δυνατώτερα εκραύγαζαν λέγοντες· “ελέησέ μας, Κυριε, υιέ του Δαυΐδ”. | |
Ματθ. 20,32 | καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς ἐφώνησεν αὐτοὺς καὶ εἶπε· τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; | |
Ματθ. 20,32 | Και ο Ιησούς, αφού εστάθη, τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “τι θέλετε να κάμω εις σας;” | |
Ματθ. 20,33 | λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἵνα ἀνοιχθῶσιν ἡμῶν οἱ ὀφθαλμοί. | |
Ματθ. 20,33 | Λεγουν εις αυτόν· “Κυριε, θέλομεν να ανοιχθούν τα μάτια μας”. | |
Ματθ. 20,34 | σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ. | |
Ματθ. 20,34 | Ο δε Ιησούς τους ευσπλαγχνίσθη, ήγγισε τα μάτια των και αμέσως αυτοί απέκτησαν το φως των και με ευγνωμοσύνην πολλήν τον ηκολούθησαν. | |
Κεφάλαιο 21ο | ||
Ματθ. 21,1 | Καὶ ὅτε ἤγγισαν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Βηθσφαγῆ πρὸς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητὰς | |
Ματθ. 21,1 | Οταν δε επλησίασαν εις τα Ιεροσόλυμα και ήλθαν εις Βηθσφαγή, κοντά στο όρος των ελαιών, τότε έστειλε ο Ιησούς δύο μαθητάς | |
Ματθ. 21,2 | λέγων αὐτοῖς· πορεύθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ᾿ αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. | |
Ματθ. 21,2 | λέγων εις αυτούς· “πηγαίνετε στο χωριό, που είναι απέναντί σας, και αμέσως θα βρήτε εκεί μίαν δεμένην όνον και το πουλάρι μαζή της· λύσατέ την και φέρετέ τα εις εμέ. | |
Ματθ. 21,3 | καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστέλλει αὐτούς. | |
Ματθ. 21,3 | Και αν κανείς σας πη τίποτε και θελήση να σας εμποδίση, θα πήτε· “Οτι ο Κυριος τα χρειάζεται· πολύ δε σύντομα θα σας τα επιστρέψη”. | |
Ματθ. 21,4 | τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· | |
Ματθ. 21,4 | Ολο δε αυτό έγινε, δια να εκπληρωθή εκείνο που ελέχθη δια του προφήτου Ζαχαρίου, ο οποίος είπε· | |
Ματθ. 21,5 | εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι πραΰς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. | |
Ματθ. 21,5 | “να πήτε εις την θυγατέρα Σιών, την Ιερουσαλήμ, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται προς σε, πράος και ταπεινός, καθήμενος επάνω εις όνον και εις πουλάρι, γέννημα υποζυγίου”. | |
Ματθ. 21,6 | πορευθέντες δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, | |
Ματθ. 21,6 | Επήγαν οι μαθηταί και έκαμαν καθώς τους διέταξε ο Ιησούς. (Και αναμφιβόλως εθαύμασαν, όταν είδαν ότι τα πράγματα έγιναν, όπως ακριβώς τους είχε προείπει ο Διδάσκαλος). | |
Ματθ. 21,7 | ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν. | |
Ματθ. 21,7 | Εφεραν πράγματι την όνον και το πουλάρι της, έβαλαν επάνω εις αυτά τα ενδύματα των, επάνω εις τα οποία και εκάθισεν ο διδάσκαλος. | |
Ματθ. 21,8 | ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ. | |
Ματθ. 21,8 | Τα δε πολλά πλήθη του λαού, που συνώδευαν τον Κυριον, έστρωναν εις ένδειξιν σεβασμού τα ενδύματά των στον δρόμον, δια να περάση επάνω από αυτά ο Ιησούς, και οι άλλοι έκοπταν κλάδους από δένδρα και έστρωναν στον δρόμον. | |
Ματθ. 21,9 | οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. | |
Ματθ. 21,9 | Τα πλήθη δε του λαού, τόσον εκείνα που προηγούντο όσον και εκείνα που ακολουθούσαν, εφώναζαν δυνατά και έλεγαν· “δόξα και ύμνος στον ένδοξον απόγονον του Δαυΐδ· ευλογημένος ας είναι αυτός που έρχεται εν ονόματι του Κυρίου, δια να σώση τον λαόν· δοξολογίας και ύμνους στον Μεσσίαν ας ψάλλουν αι στρατιαί των αγγέλων, που είναι στους ουρανούς”. | |
Ματθ. 21,10 | καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· τίς ἐστιν οὗτος; | |
Ματθ. 21,10 | Οταν δε εισήλθεν αυτός εις τα Ιεροσόλυμα, συνεκλονίσθη η πόλις όλη από την μεγαλοπρεπή πομπήν και ερωτούσαν οι κάτοικοι· “ποιός είναι αυτός;” | |
Ματθ. 21,11 | οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· οὗτός ἔστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. | |
Ματθ. 21,11 | Τα δε πλήθη έλεγαν· “Αυτός είναι ο Ιησούς, ο προφήτης από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας”. | |
Ματθ. 21,12 | Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, | |
Ματθ. 21,12 | Και εισήλθεν ο Ιησούς στον ναόν του Θεού και εξεδίωξε από τας αυλάς του ιερού τους πωλούντας και αγοράζοντας, ανέτρεψε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πωλούσαν περιστέρια προς θυσίαν. | |
Ματθ. 21,13 | καὶ λέγει αὐτοῖς· γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. | |
Ματθ. 21,13 | Και λέγει εις αυτούς· “είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφήν· Ο οίκος μου θα ονομασθή οίκος προσευχής· αλλά σστον εκάματε, με την αισχροκέρδειαν και την απληστίαν σας, σπήλαιον ληστών”. | |
Ματθ. 21,14 | Καὶ προσῆλθον αὐτῷ χωλοὶ καὶ τυφλοὶ ἐν τῷ ἱερῷ καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς. | |
Ματθ. 21,14 | Και προσήλθαν προς αυτόν εκεί στον ναόν χωλοί και τυφλοί και τους εθεράπευσε.(Και κατά τας δραματικάς εκείνας ημέρας, που προηγήθησαν από το πάθος του, δεν έπαυε να εκδηλώνη με τα θαύματά του την άπειρον αγάπην του προς τους πάσχοντας). | |
Ματθ. 21,15 | ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας, ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ, ἠγανάκτησαν | |
Ματθ. 21,15 | Οταν δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς είδαν τα θαυμαστά αυτά έργα που έκανε ο Ιησούς και ήκουσαν τα παιδιά στον ναόν να κράζουν και να λέγουν “δόξα και τιμή στον απόγονον του Δαυΐδ”, ηγανάκτησαν | |
Ματθ. 21,16 | καὶ εἶπον αὐτῷ· ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; | |
Ματθ. 21,16 | και είπαν εις αυτόν· “ακούεις, τι λέγουν αυτά τα παιδιά;” Ο δε Ιησούς τους είπε· “ναι, ακούω· αλλά διατί σεις ενοχλείσθε; Δεν έχετε, λοιπόν, ποτέ αναγνώσει εις την Γραφήν, που προλέγει ότι από στόμα νηπίων και βρεφών, που θηλάζουν ακόμη, συνέθεσες, ω Θεε, δοξολογίαν;” | |
Ματθ. 21,17 | καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ. | |
Ματθ. 21,17 | Και εγκαταλείψας αυτούς εβγήκεν έξω από την πόλιν εις την Βηθανίαν και εκεί επέρασε την νύκτα. | |
Ματθ. 21,18 | Πρωΐας δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· | |
Ματθ. 21,18 | Οταν δε την πρωΐαν επέστρεψε εις την πόλιν, επείνασε· | |
Ματθ. 21,19 | καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. | |
Ματθ. 21,19 | Και καθώς είδε μία συκιά, παραπλεύρως στον δρόμον, επλησίασε εις αυτήν και δεν ευρήκε τίποτε, παρά μόνον φύλλα και λέγει εις αυτήν· “ποτέ πλέον από σε να μη γίνη καρπός στον αιώνα”. Και αμέσως εξηράθηκε η συκιά. (Τούτο δε έκαμε ο Κυριος, δια να συμβολίση την καταδίκην, που επερίμενε τους γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι είχαν την εξωτερικήν εμφάνισιν της ευσεβείας, όχι όμως την δύναμιν και την αρετήν αυτής). | |
Ματθ. 21,20 | καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; | |
Ματθ. 21,20 | Οταν δε είδαν οι μαθηταί το καταπληκτικόν αυτό γεγονός, εθαύμασαν και είπαν· “πως εις την στιγμήν εξηράνθηκε η συκιά;” | |
Ματθ. 21,21 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἄρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· | |
Ματθ. 21,21 | Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι εάν έχετε ακλόνητον πίστιν και δεν αμφιβάλλετε εις την δύναμιν του Θεού, όχι μόνο το θαύμα της συκιάς θα κάμετε, αλλά και αν πήτε στο όρος τούτο· Σηκω και πέσε εις την θάλασσαν, θα γίνη. | |
Ματθ. 21,22 | καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε. | |
Ματθ. 21,22 | Και όλα όσα θα ζητήσετε εις την προσευχήν σας με πίστιν θα τα λάβετε”. | |
Ματθ. 21,23 | Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς, καὶ τίς σοι ἔδωκε τὴν ἐξουσίαν ταύτην; | |
Ματθ. 21,23 | Οταν δε επήγε στον ναόν, προσήλθαν την ώραν που εδίδασκε οι πρεσβύτεροι του λαού και του είπαν· “με ποίαν εξουσίαν κάμνεις αυτά, και ποιός σου έδωκε την εξουσίαν να διώξης τους πωλούντας και αγοράζοντας από τον ναόν, και ενώ δεν εσπούδασες εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν, πως διδάσκεις στον λαόν;” | |
Ματθ. 21,24 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. | |
Ματθ. 21,24 | Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “και εγώ θα σας ερωτήσω ένα μόνον λόγον· αν μου απαντήσετε, τότε και εγώ θα σας πω με ποίαν εξουσίαν κάνω αυτά, δια τα οποία σεις αγανακτείτε. | |
Ματθ. 21,25 | τὸ βάπτισμα Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ᾿ ἑαυτοῖς λέγοντες· ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατί οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· | |
Ματθ. 21,25 | Το βάπτισμα Ιωάννου, ο οποίος όπως ξέρετε έδωσε επίσημον μαρτυρίαν δι' εμέ, από που ήτο; Προήρχετο από τον Θεόν η ήτο απατηλή επινόησις των ανθρώπων;” Εκείνοι τότε εσυλλογίζοντο από μέσα των και έλεγαν· “εάν πούμε ότι ήτο εκ Θεού, θα μας πη, διατί λοιπόν δεν επιστεύσατε στον Ιωάννην και εις όσα εκείνος είπε δι' εμέ; | |
Ματθ. 21,26 | ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. | |
Ματθ. 21,26 | Εάν δε πούμε ότι ήτο επινόησις ανθρώπων, φοβούμεθα τον λαόν, διότι όλοι παραδέχονται και τιμούν τον Ιωάννην ως προφήτην”. | |
Ματθ. 21,27 | καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. | |
Ματθ. 21,27 | Και αυτοί, οι ανεγνωρισμένοι διδάσκαλοι του Ισραήλ, είπαν στον Ιησούν καταντροπιασμένοι· “δεν γνωρίζομεν”. Τους είπε τότε και αυτός· “ούτε και εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν κάμνω τα έργα αυτά. | |
Ματθ. 21,28 | Τί δὲ ὑμῖν δοκεῖ; ἄνθρωπός τις εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπε· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου. | |
Ματθ. 21,28 | Ποίαν δε γνώμην έχετε δι' αυτό, που θα σας πω; Ενας άνθρωπος είχε δύο υιούς και προσελθών στον πρώτον είπε· παιδί μου, πήγαινε να εργασθής σήμερα στο αμπέλι μου. | |
Ματθ. 21,29 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. | |
Ματθ. 21,29 | Εκείνος δε αποκριθείς είπε· Δεν θέλω· ύστερα όμως μετεμελήθη, άλλαξε γνώμην και επήγε. | |
Ματθ. 21,30 | καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. | |
Ματθ. 21,30 | Και προσελθών ο πατέρας στο δεύτερο παιδί του είπε ο,τι και στο πρώτον. Εκείνος δε αποκριθείς είπε· ευχαρίστως, κύριε, πηγαίνω στο αμπέλι”· αλλά δεν επήγε. | |
Ματθ. 21,31 | τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν αὐτῷ· ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. | |
Ματθ. 21,31 | Ποίος από τους δυό έκαμε το θέλημα του πατρός;” Λεγουν εις αυτόν· “ο πρώτος”. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι οι τελώναι και αι πόρναι, οι οποίοι έδειξαν εις την αρχήν ανυπακοήν προς τον Θεόν, τώρα επειδή μετενόησαν προπορεύονται εις την βασιλείαν του Θεού από σας, οι οποίοι με τα λόγια μόνον και όχι με τα έργα δείχνετε υπακοήν στον Θεόν. | |
Ματθ. 21,32 | ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ. | |
Ματθ. 21,32 | Διότι ήλθε προς σας ο Ιωάννης κηρύττων και φανερώνων με τα έργα του και τα λόγια του τον δρόμον της δικαιοσύνης και δεν επιστεύσατε εις αυτόν. Οι τελώναι όμως και αι πόρναι επίστευσαν εις αυτόν. Σεις δε, και όταν είδατε αυτούς να πιστεύουν, δεν μετενοήσατε, ώστε να πιστεύσετε ύστερα εις αυτόν. | |
Ματθ. 21,33 | Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ἄνθρωπός τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησε πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς καὶ ἀπεδήμησεν. | |
Ματθ. 21,33 | Ακούστε και άλλην παραβολήν· ένας άνθρωπος οικοδεσπότης εφύτευσε αμπέλι και ύψωσε γύρω από αυτό φράκτην και έσκαψε μέσα εις αυτό πατητήρι και δεξαμένην και έκτισε πύργον, δια να μένουν οι εργάται και οι φύλακες· ενοικίασε αυτό εις γεωργούς και ανεχώρησε εις άλλην χώραν. | |
Ματθ. 21,34 | ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. | |
Ματθ. 21,34 | Οταν δε επλησίασε ο καιρός του τρυγητού, έστειλε τους δούλους του στους γεωργούς, δια να πάρουν τους καρπούς που εδικαιούτο. | |
Ματθ. 21,35 | καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. | |
Ματθ. 21,35 | Οι δε γεωργοί, μοχθηροί και άπληστοι, συνέλαβαν τους δούλους και άλλον μεν έδειραν, άλλον δε εφόνευσαν, άλλον δε ελιθοβόλησαν. | |
Ματθ. 21,36 | πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. | |
Ματθ. 21,36 | Παλιν ο οικοδεσπότης έστειλε άλλους δούλους περισσοτέρους από τους πρώτους και έκαμαν εις αυτούς τα ίδια. | |
Ματθ. 21,37 | ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. | |
Ματθ. 21,37 | Υστερα δε έστειλε προς αυτούς τον υιόν του λέγων· Οι άνθρωποι αυτοί θα εντραπούν τουλάχιστον το παιδί μου. | |
Ματθ. 21,38 | οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 21,38 | Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν τον υιόν, είπαν μεταξύ των· Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσωμεν και ας καταλάβωμεν οριστικά πλέον ημείς την κληρονομίαν του. | |
Ματθ. 21,39 | καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος, καὶ ἀπέκτειναν. | |
Ματθ. 21,39 | Και αφού τον συνέλαβαν, τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι και εκεί τον εφόνευσαν”.(Κακοί γεωργοί, οι πνευματικοί άρχοντες του Ισραήλ, ασεβείς και αχάριστοι προς τον οικοδεσπότην, εξεμεταλλεύοντο την άμπελον, δηλαδή τον Ιουδαϊκόν λαόν, εκακοποιούσαν και εφόνευον τους προφήτας, που έστελλε ο Θεός, και τέλος θα εφόνευαν με σταυρικόν θάνατον τον υιόν του Θεού, τον Χριστόν, έξω από την Ιερουσαλήμ, δια να μείνουν ανενόχλητοι εκμεταλλευταί της αμπέλου του Θεού). | |
Ματθ. 21,40 | Ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; | |
Ματθ. 21,40 | Μετά την διήγησιν της παραβολής ηρώτησε τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους του λαού ο Χριστός· “όταν λοιπόν έλθη ο κύριος του αμπελώνος, τι θα κάμη στους γεωργούς εκείνους;” | |
Ματθ. 21,41 | λέγουσιν αὐτῷ· κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. | |
Ματθ. 21,41 | Και αυτοί του απήντησαν· “τόσον κακοί που υπήρξαν, κακώς θα τους εξολοθρεύση και θα εμπιστευθή εις άλλους γεωργούς τον αμπελώνα, οι οποίοι θα δώσουν εις αυτόν τους καρπούς εις τας καταλλήλους εποχάς”. | |
Ματθ. 21,42 | λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; | |
Ματθ. 21,42 | Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ουδέποτε λοιπόν εδιαβάσατε εις τας Γραφάς· λίθον, δηλαδή εμέ, τον οποίον απέρριψαν ως ακατάλληλον οι κτίσται, σεις οι οικοδόμοι του λαού, έγινε ακρογωνιαίος λίθος εις την πνευματικήν οικοδομήν του Θεού, δηλαδή εις την Εκκλησίαν, η οποία έγινε παρά του Θεού και είναι αξιοθαύμαστη στους οφθαλμούς μας; | |
Ματθ. 21,43 | διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ᾿ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς· | |
Ματθ. 21,43 | Δια τούτο σας λέγω, ότι θα αφαιρεθή από σας η βασιλεία του Θεού και θα δοθή εις έθνος, που θα παράγη καρπούς, δηλαδή έργα αγαθά. | |
Ματθ. 21,44 | καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ᾿ ὃν δ᾿ ἂν πέσῃ, λικμήσει αὐτόν. | |
Ματθ. 21,44 | Εκείνος δε, ο οποίος θα πέση εναντίον του ακρογωνιαίου αυτού λίθου, θα κατατσακισθή. | |
Ματθ. 21,45 | καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει· | |
Ματθ. 21,45 | Και εις όποιον πέση επάνω ο βαρύς αυτός λίθος, θα τον κάμη συντρίμμια και σκόνην”. | |
Ματθ. 21,46 | καὶ ζητοῦντες αὐτὸν κρατῆσαι ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους ἐπειδὴ ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. | |
Ματθ. 21,46 | Και όταν ήκουσαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τας παραβολάς του, ενόησαν πλέον ότι δι' αυτούς ομιλεί. Και παρ' όλον ότι εζητούσαν να τον συλλάβουν, δεν ετόλμησαν, επειδή εφοβήθησαν τον λαόν, ο οποίος εσέβετο και ετιμούσε αυτόν ως προφήτην. | |
Κεφάλαιο 22ο | ||
Ματθ. 22,1 | Καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς πάλιν εἶπεν αὐτοῖς ἐν παραβολαῖς λέγων· | |
Ματθ. 22,1 | Και συνεχίσας ο Ιησούς την ομιλίαν του προς τους αρχιερείς και Φαρισαίους, ελάλησε προς αυτούς με παραβολάς πάλιν και είπε· | |
Ματθ. 22,2 | ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ βασιλεῖ, ὅστις ἐποίησε γάμους τῷ υἱῷ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 22,2 | “Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με βασιλέα, ο οποίος έκαμε μεγαλοπρεπείς γάμους στο παιδί του. | |
Ματθ. 22,3 | καὶ ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ καλέσαι τοὺς κεκλημένους εἰς τοὺς γάμους, καὶ οὐκ ἤθελον ἐλθεῖν. | |
Ματθ. 22,3 | Και έστειλε τους δούλους του να καλέση τους προσκαλεσμένους του στους γάμους, αλλά εκείνοι δεν ήθελαν να έλθουν. | |
Ματθ. 22,4 | πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους λέγων· εἴπατε τοῖς κεκλημένοις· ἰδοὺ τὸ ἄριστόν μου ἡτοίμασα, οἱ ταῦροί μου καὶ τὰ σιτιστὰ τεθυμένα, καὶ πάντα ἕτοιμα· δεῦτε εἰς τοὺς γάμους. | |
Ματθ. 22,4 | Παλιν έστειλε άλλους δούλους λέγων· Ειπέτε στους προσκαλεσμένους· ιδού το συμπόσιον το έχω ετοιμάσει, οι ταύροι μου και τα καλοθρεμμένα θρεφτάρια έχουν σφαγή και όλα είναι έτοιμα. Ελάτε στους γάμους. | |
Ματθ. 22,5 | οἱ δὲ ἀμελήσαντες ἀπῆλθον, ὁ μὲν εἰς τὸν ἴδιον ἀγρόν, ὁ δὲ εἰς τὴν ἐμπορίαν αὐτοῦ· | |
Ματθ. 22,5 | Αλλ' εκείνοι επεριφρόνησαν την πρόσκλησιν, αδιαφόρησαν και επήγαν άλλος με στο κτήμα του, άλλος δε στο εμπόριόν του. | |
Ματθ. 22,6 | οἱ δὲ λοιποὶ κρατήσαντες τοὺς δούλους αὐτοῦ ὕβρισαν καὶ ἀπέκτειναν. | |
Ματθ. 22,6 | Οι υπόλοιποι δε, αφού επιασαν τους δούλους, τους ύβρισαν και τους εφόνευσαν. | |
Ματθ. 22,7 | ἀκούσας δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὠργίσθη, καὶ πέμψας τὰ στρατεύματα αὐτοῦ ἀπώλεσε τοὺς φονεῖς ἐκείνους καὶ τὴν πόλιν αὐτῶν ἐνέπρησε. | |
Ματθ. 22,7 | Ακούσας δε ο βασιλεύς εκείνος ωργίσθη δια την αχαρακτήριστον συμπεριφοράν των προσκαλεσμένων, έστειλε τα στρατεύματά του, εξωλόθρευσε τους φονείς εκείνους και κατέκαυσε την πόλιν των. | |
Ματθ. 22,8 | τότε λέγει τοῖς δούλοις αὐτοῦ· ὁ μὲν γάμος ἕτοιμός ἐστιν, οἱ δὲ κεκλημένοι οὐκ ἦσαν ἄξιοι· | |
Ματθ. 22,8 | Τοτε λέγει στους δούλους του· Ο μεν γάμος είναι έτοιμος, αλλά οι προσκεκλημένοι δεν ήσαν άξιοι να παρακαθήσουν στο συμπόσιον. | |
Ματθ. 22,9 | πορεύεσθε οὖν ἐπὶ τὰς διεξόδους τῶν ὁδῶν, καὶ ὅσους ἐὰν εὕρητε καλέσατε εἰς τοὺς γάμους, | |
Ματθ. 22,9 | Πηγαίνετε λοιπόν εκεί, όπου βγάζουν οι δρόμοι και ξεχύνονται οι άνθρωποι, και όσους αν βρήτε καλέσατέ τους στους γάμους. | |
Ματθ. 22,10 | καὶ ἐξελθόντες οἱ δοῦλοι ἐκεῖνοι εἰς τὰς ὁδοὺς συνήγαγον πάντας ὅσους εὗρον, πονηρούς τε καὶ ἀγαθούς· καὶ ἐπλήσθη ὁ γάμος ἀνακειμένων. | |
Ματθ. 22,10 | Εξήλθον οι δούλοι εκείνοι στους δρόμους και συνεκέντρωσαν όλους όσους ευρήκαν καλούς και κακούς· και εγέμισε η μεγάλη αίθουσα του γαμηλίου συμποσίου από συνδαιτημόνας. | |
Ματθ. 22,11 | εἰσελθὼν δὲ ὁ βασιλεὺς θεάσασθαι τοὺς ἀνακειμένους εἶδεν ἐκεῖ ἄνθρωπον οὐκ ἐνδεδυμένον ἔνδυμα γάμου, | |
Ματθ. 22,11 | Οταν δε εισήλθεν ο Βασιλεύς να ίδη τους καθισμένους στο συμπόσιον, παρετήρησεν εκεί ένα άνθρωπον, ο όποιος δεν εφορούσε κατάλληλον για γάμον ένδυμα | |
Ματθ. 22,12 | καὶ λέγει αὐτῷ· ἑταῖρε, πῶς εἰσῆλθες ὧδε μὴ ἔχων ἔνδυμα γάμου; ὁ δὲ ἐφιμώθη. | |
Ματθ. 22,12 | και λέγει εις αυτόν· Φιλε, πως εμπήκες εδώ, χωρίς να έχης κατάλληλον ένδυμα γάμου; (Επρεπε να φιλοτιμηθής από την τιμήν που σου έκανα και να προσπαθήσης να βρης ένα τέτοιο ένδυμα). Εκείνος δε έμεινε άφωνος. | |
Ματθ. 22,13 | τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | |
Ματθ. 22,13 | Τοτε είπε ο βασιλεύς στους υπηρέτας· Δεστε του πόδια και χέρια, πέρτε τον και ρίψατέ τον στο πυκνότατον σκότος· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. | |
Ματθ. 22,14 | πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί. | |
Ματθ. 22,14 | Διότι πολλοί είναι οι προσκεκλημένοι εις την βασιλείαν του Θεού, αλλά ολίγοι είναι οι εκλεκτοί, που δέχονται με ευγνωμοσύνην την πρόσκλησιν και ετοιμάζονται όπως πρέπει”. | |
Ματθ. 22,15 | Τότε πορευθέντες οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. | |
Ματθ. 22,15 | Τοτε έφυγαν οι Φαρισαίοι και έκαμαν συμβούλιον και απεφάσισαν να παγιδεύσουν τον Ιησούν με συζήτησιν, που θα άνοιγαν μαζή του. | |
Ματθ. 22,16 | καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν λέγοντες· διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων· | |
Ματθ. 22,16 | Και στέλνουν εις αυτόν τους μαθητάς των μαζή με τους οπαδούς του Ηρώδου, που ήσαν φίλοι των κατακτητών Ρωμαίων, και του είπαν· “διδάκαλε, γνωρίζομεν καλά ότι είσαι φιλαλήθης και ειλικρινής και ότι τον δρόμον του Θεού με κάθεν αλήθειαν διδάσκεις και δεν σε μέλει για τίποτε, διότι δεν αποβλέπεις, πως να φανής ευχάριστος στους ανθρώπους· | |
Ματθ. 22,17 | εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; | |
Ματθ. 22,17 | Πες μας λοιπόν, τι γνώμην έχεις; Επιτρέπεται να πληρώνωμεν φόρον στον Καίσαρα η όχι;” (Η ερώτησις ήτο δολία και πανούργος, διότι εάν έλεγε “ναι” ο Κυριος, θα τον κατήγγελλαν στον λαόν ότι ευνοεί την τυραννικήν κατοχήν των Ρωμαίων· εάν έλεγε “όχι”, θα τον κατήγγελλαν στους Ρωμαίους ως επαναστάτην και εχθρόν του Καίσαρος). | |
Ματθ. 22,18 | γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· τί με πειράζετε, ὑποκριταί; | |
Ματθ. 22,18 | Αλλ' ο Ιησούς κατενόησεν αμέσως την πονηρία των και είπε· “διατί με πειράζετε υποκριταί; | |
Ματθ. 22,19 | ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. | |
Ματθ. 22,19 | Δείξτε μου το νόμισμα που πληρώνετε ως φόρον”. Εκείνοι δε του έφεραν ένα δηνάριον. | |
Ματθ. 22,20 | καὶ λέγει αὐτοῖς· τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; | |
Ματθ. 22,20 | Και λέγει εις αυτούς· “Τινος είναι η εικών αυτή και η επιγραφή;” | |
Ματθ. 22,21 | λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέει αὐτοῖς· ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. | |
Ματθ. 22,21 | Απήντησαν εις αυτόν· “του Καίσαρος”. Τοτε τους λέγεις· “δώστε, λοιπόν, πίσω στον Καίσαρα, αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα, και στον Θεόν, αυτά που ανήκουν στον Θεόν” | |
Ματθ. 22,22 | καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. | |
Ματθ. 22,22 | Και ακούσαντες έμειναν κατάπληκτοι· άφησαν αυτόν και απήλθαν, χωρίς να τολμήσουν να συνεχίσουν την ζυζήτησιν. | |
Ματθ. 22,23 | Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν. καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν | |
Ματθ. 22,23 | Την ιδίαν ημέραν προσήλθαν εις αυτόν οι Σαδδουκαίοι, αυτοί οι οποίοι έλεγαν ότι δεν υπάρχει ανάστασις νεκρών και τον ηρώτησαν | |
Ματθ. 22,24 | λέγοντες· διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 22,24 | λέγοντες· “διδάσκαλε ο Μωϋσής είπε, εάν κάποιος πεθάνη, χωρίς να αποκτήση τέκνα, πρέπει ο αδελφός του να νυμφευθή την χήραν εκείνου, δια να φέρη υιόν, ο οποίος κατά τον νόμον θα εθεωρείτο παιδί του αδελφού του. | |
Ματθ. 22,25 | ἦσαν δὲ παρ᾿ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· | |
Ματθ. 22,25 | Ησαν, λοιπόν, μεταξύ μας επτά αδελφοί· και ο πρώτος αφού ενυμφεύθη απέθανε και επειδή δεν απέκτησε τέκνα, αφήκε την γυναίκα του στον αδελφόν του. | |
Ματθ. 22,26 | ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. | |
Ματθ. 22,26 | Ομοίως και ο δεύτερος και ο τρίτος έως και τον έβδομον, όλοι ενυμφεύθησαν την γυναίκα. | |
Ματθ. 22,27 | ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. | |
Ματθ. 22,27 | Υστερα δε από όλους επέθανε και η γυναίκα. | |
Ματθ. 22,28 | ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν. | |
Ματθ. 22,28 | Κατά την ανάστασιν λοιπόν των νεκρών εις ποίον από τους επτά θα ανήκη η γυναίκα; Διότι όλοι είχαν αυτήν ως νόμιμον σύζυγον”. | |
Ματθ. 22,29 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ. | |
Ματθ. 22,29 | Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε εις αυτούς· “πλανάσθε, διότι δεν γνωρίζετε τας Γραφάς ούτε την δύναμιν του Θεού. | |
Ματθ. 22,30 | ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ᾿ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι. | |
Ματθ. 22,30 | Διότι εις την ανάστασιν ούτε οι άνδρες νυμφεύονται, ούτε οι γυναίκες υπανδρεύονται, αλλά είναι όλοι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανόν. | |
Ματθ. 22,31 | περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, | |
Ματθ. 22,31 | Ως προς δε την ανάστασιν των νεκρών δεν εδιαβάσατε αυτό που σας έχει λεχθή από τον Θεόν, ο οποίος είπε δια τους τρεις πατριάρχας, που είχαν πλέον αποθάνει· | |
Ματθ. 22,32 | ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. | |
Ματθ. 22,32 | Εγώ είμαι ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ; Δεν είναι ο Θεός, Θεός νεκρών, που έπαυσαν πλέον να υπάρχουν, αλλά Θεός ζωντανών, όπως είναι και οι πατριάρχαι, οι οποίοι, μολονότι απέθαναν, εξακολουθούν εν τούτοις να ζουν και θα ζουν αιωνίως”.(Και τα είπε αυτά, δια να καταδείξη την χονδροειδή άγνοιαν των Σαδδουκαίων και να καταδικάση την μωράν απιστίαν των). | |
Ματθ. 22,33 | καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 22,33 | Και όταν ήκουσαν τα πλήθη του λαού αυτά, κατελήφθησαν από βαθύν θαυμασμόν δια την διδασκαλίαν του. | |
Ματθ. 22,34 | Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, | |
Ματθ. 22,34 | Οι δε Φαρισαίοι, όταν ήκουσαν ότι απεστόμωσε τους Σαδδουκαίους, εμαζεύτηκαν στο ίδιο μέρος, όπου ήτο ο Ιησούς, | |
Ματθ. 22,35 | καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικός, πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· | |
Ματθ. 22,35 | και ένας από αυτούς νομοδιδάσκαλος, τον ηρώτησε, με την πονηράν διάθεσιν να τον φέρη εις δύσκολον θέσιν, λέγων· | |
Ματθ. 22,36 | διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; | |
Ματθ. 22,36 | “Διδάσκαλε, ποία είναι η μεγαλυτέρα εντολή μέσα στον νόμον;” | |
Ματθ. 22,37 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. | |
Ματθ. 22,37 | Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτόν· “να αγαπάς Κυριον τον Θεόν σου με όλην την καρδιάν σου και με όλην την ψυχήν σου και με όλην την δοιάνοιάν σου. | |
Ματθ. 22,38 | αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. | |
Ματθ. 22,38 | Αυτή είναι η πρώτη και μεγάλη εντολή. | |
Ματθ. 22,39 | δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. | |
Ματθ. 22,39 | Δευτέρα δε εντολή ομοία με αυτήν· να αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτόν σου. | |
Ματθ. 22,40 | ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. | |
Ματθ. 22,40 | Επάνω εις τας δύο αυτάς εντολάς όλος ο νόμος και οι προφήται στηρίζονται”. (Και εις την πονηράν εκείνην ερώτησιν έδωσε την θείαν απάντησίν του”. | |
Ματθ. 22,41 | Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς | |
Ματθ. 22,41 | Ενώ δε ήσαν συγκεντρωμένοι οι Φαρισαίοι, τους ηρώτησεν ο Ιησούς | |
Ματθ. 22,42 | λέγων· τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· τοῦ Δαυΐδ. | |
Ματθ. 22,42 | λέγων· “ποίαν γνώμην έχετε περί του Χριστού; Τινος είναι απόγονος;” Λεγουν εις αυτόν· “είναι απόγονος του Δαυΐδ”. | |
Ματθ. 22,43 | λέγει αὐτοῖς· πῶς οὖν Δαυΐδ ἐν Πνεύματι Κύριον αὐτὸν καλεῖ λέγων, | |
Ματθ. 22,43 | Λεγει εις αυτούς· “Εάν είναι ένας απλούς και μόνον απόγονος του Δαυΐδ, πως τότε ο Δαυΐδ, εμπνεόμενος από το Αγιον Πνεύμα, ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν λέγων, | |
Ματθ. 22,44 | εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; | |
Ματθ. 22,44 | είπεν ο Κυριος και Θεός στον Κυριον μου και Θεόν, τον Χριστόν, κάθισε εις τα δεξιά μου επί του θρόνου, μέχρις ότου θέσω τους εχθρούς σου υποπόδιον, επάνω στο οποίον θα πατούν τα πόδια σου; | |
Ματθ. 22,45 | εἰ οὖν Δαυΐδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱός αὐτοῦ ἐστι; | |
Ματθ. 22,45 | Εάν λοιπόν ο Δαυίδ ονομάζει αυτόν Κυριον και Θεόν, πως είναι απλούς απόγονός του, όπως σεις νομίζετε; (Ο Δαυίδ λοιπόν, σύμφωνα με αποκάλυψιν εκ μέρους του Θεού, επίστευσε και προεκήρυξε τον Μεσσίαν, τον κατά σάρκα απόγονόν του, ως Κυριον του και Θεόν). | |
Ματθ. 22,46 | καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι. | |
Ματθ. 22,46 | Και κανείς δεν ημπόρεσε ούτε λέξιν να απαντήση ούτε ετόλμησε κανείς από εκείνην την ημέραν να ερωτήση πλέον αυτόν. | |
Κεφάλαιο 23ο | ||
Ματθ. 23,1 | Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ | |
Ματθ. 23,1 | Τοτε ο Ιησούς κατά ένα τρόπον επίσημον και έντονον ελάλησε προς τα πλήθη του λαού και τους μαθητάς του | |
Ματθ. 23,2 | λέγων· ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. | |
Ματθ. 23,2 | λέγων· “εις την διδασκαλικήν έδραν του Μωϋσέως εκάθησαν οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. | |
Ματθ. 23,3 | πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. | |
Ματθ. 23,3 | Οσα λοιπόν αν σας διδάσκουν να τηρήτε, τηρείτετα και πράττετέ τα. Μη πράττετε όμως κατά τα έργα αυτών, διότι λέγουν άλλα δεν εφαρμόζουν όσα λέγουν. | |
Ματθ. 23,4 | δεσμεύουσι γὰρ φορτία βαρέα καὶ δυσβάστακτα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. | |
Ματθ. 23,4 | Διότι δένουν φορτία βαρειά και δυσβάστακτα και επιβάλλουν αυτά στους ώμους των ανθρώπων, ενώ οι ίδιοι ούτε με τον δάκτυλον δεν θέλουν να τα κινήσουν. | |
Ματθ. 23,5 | πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις. πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἱματίων αὐτῶν, | |
Ματθ. 23,5 | Ολα δε τα έργα των τα πράττουν, δια να επιδεικνύωνται και δοξάζωνται από τους ανθρώπους. Διότι δένουν και κρεμούν από τα χέρια των πλατειές λωρίδες με ρητά εκ του Νομου και κατασκευάζουν μεγαλύτερα τα κρόσσια γύρω από τα ιμάτιά των, δια να φανούν έτσι, ότι είναι ευσεβείς και δια να κάμουν εντύπωσιν στους ανθρώπους. | |
Ματθ. 23,6 | φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς | |
Ματθ. 23,6 | Αγαπούν δε να καταλαμβάνουν τας πρώτας θέσεις εις τα δείπνα και τα πρώτα καθίσματα εις τας συναγωγάς | |
Ματθ. 23,7 | καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ῥαββὶ ῥαββί. | |
Ματθ. 23,7 | και να τους χαιρετούν οι άνθρωποι με βαθείας υποκλίσεις και εκδηλώσεις σεβασμού και να προσφωνούνται από τους ανθρώπους· Διδάσκαλε, διδάσκαλε. | |
Ματθ. 23,8 | ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. | |
Ματθ. 23,8 | Αλλά σεις μη επιδιώκετε να καλήσθε διδάσκαλοι· διότι ένας είναι ο διδάσκαλος σας, ο Χριστός, όλοι δε σεις είσθε αδελφοί και άρα ίσοι μεταξύ σας. | |
Ματθ. 23,9 | καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατήρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | |
Ματθ. 23,9 | Και πατέρα, είτε σαρκικόν είτε πνευματικόν, με την έννοιαν ότι αυτός έχει απόλυτον κύρος απέναντί σας και απεριόριστον εξουσίαν, μη καλέσετε κανένα εδώ εις την γην, διότι ένας είναι ο πατήρ σας, ο εν τοις ουρανοίς. | |
Ματθ. 23,10 | μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός. | |
Ματθ. 23,10 | Ούτε να ονομασθήτε καθηγηταί, διότι ένας είναι ο μοναδικός και τέλειος καθηγητής σας, ο Χριστός, (ο οποίος και μόνος διδάσκει ανόθευτον την αλήθεια και καθοδηγεί με ασφάλειαν τους ανθρώπους στον δύσκολον δρόμον της σωτηρίας). | |
Ματθ. 23,11 | ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. | |
Ματθ. 23,11 | Και εκείνος, που είναι μεγαλύτερος μεταξύ σας ως προς την γνώσιν και το αξίωμα πρέπει με ταπείνωσιν και καλωσύνην να υπηρετή τους άλλους. | |
Ματθ. 23,12 | ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. | |
Ματθ. 23,12 | Οποιος δε υπερηφανευθή και υψώσει τον ευατόν του απέναντι των άλλων θα ταπεινωθή και όποιος με χριστιανικήν αγάπην και συναίσθησιν ταπεινώσει τον ευατόν του και γίνη υπηρέτης των άλλων, θα εξυψωθή και δοξασθή από τον Θεόν. | |
Ματθ. 23,13 | Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρῖμα. | |
Ματθ. 23,13 | Αλλοίμονον δε εις σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι, άπληστοι και πλεονέκται καθώς είσθε, κατατρώγετε τας οικίας των χηρών και συγχρόνως με το πρόσχημα της ευλαβείας κάνετε μακράς προσευχάς· δια τούτο και θα τιμωρηθήτε από την θείαν δικαιοσύνην πολύ περισσότερο, παρ' όσον οι άλλοι άρπαγες και κλέπται. | |
Ματθ. 23,14 | Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. | |
Ματθ. 23,14 | Αλλοίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι με την διεστραμμένην διδασκαλίαν σας, που την παρουσιάζετε ως διδασκαλίαν τάχα του Θεού, κλείετε την βασιλείαν του Θεού εμπρός από τους ανθρώπους. Ετσι, και σεις δεν εισέρχεσθε, αλλά και εκείνους που θέλουν να εισέλθουν δεν τους αφήνετε | |
Ματθ. 23,15 | Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. | |
Ματθ. 23,15 | Αλλοίμονόν σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι γυρίζετε εις όλα τα μέρη, περιέρχεσθε την θάλασσαν και την ξηράν, δια να κάμετε ένα ειδωλολάτρην προσήλυτον Ιουδαίον. Και όταν γίνη, τον εξωθείτε εις την κακίαν και την πώρωσιν και τον κάνετε γέννημα της κολάσεως δυό φορές χειρότερον από σας. | |
Ματθ. 23,16 | Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ λέγοντες ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ, ὀφείλει. | |
Ματθ. 23,16 | Αλλοίμονό σας, οδηγοί τυφλοί, που λέγετε· Αν τυχόν ορκισθή κανείς στον ναόν, δεν είναι τίποτε, όποιος όμως ορκισθή στο χρυσάφι του ναού, οφείλει να τηρήση τον όρκον του. | |
Ματθ. 23,17 | μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσός ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; | |
Ματθ. 23,17 | Είσθε μωροί και τυφλοί! Διότι ποιός είναι μεγαλυτέρας τιμής άξιος και σεβασμού ο χρυσός η ο ναός που αγιάζει τον χρυσόν; | |
Ματθ. 23,18 | καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ᾿ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. | |
Ματθ. 23,18 | Και πάλιν λέγετε· όποιος τυχόν ορκισθή στο θυσιαστήριον, είναι σαν να μη έχη κάμει όρκον, όποιος όμως ορκισθή στο δώρον, που έχει προσφερθή επάνω στο θυσιαστήριον, οφείλει να τηρήση τον όρκον του, | |
Ματθ. 23,19 | μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; | |
Ματθ. 23,19 | Μωροί και τυφλοί! Τι είναι ανώτερον και ιερώτερον, το δώρον η το θυσιαστήριον που αγιάζει το δώρον; | |
Ματθ. 23,20 | ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· | |
Ματθ. 23,20 | Μαθετε λοιπόν, ότι εκείνος που ορκίζεται στο θυσιαστήριον, ορκίζεται εις αυτό και εις όλα όσα υπάρχουν επάνω εις αυτό. | |
Ματθ. 23,21 | καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· | |
Ματθ. 23,21 | Και εκείνος που ορκίζεται στον ναόν, ορκίζεται όχι μόνον εις αυτόν, αλλά και στον Θεόν που τον έχει κάμει κατοικίαν του. | |
Ματθ. 23,22 | καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ. | |
Ματθ. 23,22 | Και εκείνος που ορκίζεται στον ουρανόν, ορκίζεται συγχρόνως στον θρόνον του Θεού και στον Θεόν, που κάθεται επάνω εις αυτόν. | |
Ματθ. 23,23 | Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. | |
Ματθ. 23,23 | Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι δίδετε στον ναόν δια τους ιερείς το δέκατον από τον δύοσμον και τον άνηθον και το κύμινον, τηρείτε δηλαδή τας επουσιώδεις διατάξστου Νομου, και αφήσατε τα βαρύτερα και σπουδαιότερα, δηλαδή την δικαίαν κρίσιν και την ευσπλαγχνίαν και την αληθινήν πίστιν· και αυτά έπρεπε να εφαρμόσετε και εκείνα δεν έπρεπε να αφίνετε. | |
Ματθ. 23,24 | ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! | |
Ματθ. 23,24 | Οδηγοί τυφλοί, που περνάτε από λεπτό σουρωτήρι το κρασί και το νερό, μήπως καταπιήτε κανένα κουνούπι, ενώ καταπίνετε ολόκληρη γκαμήλα. (Τηρείτε τα μικρά και ασήμαντα και αδιαφορείτε δια τα μεγάλα και σπουδαία). | |
Ματθ. 23,25 | Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας. | |
Ματθ. 23,25 | Αλλοίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι καθαρίζετε το έξω από το ποτήρι και το πιάτο, μέσα δε αυτά είναι γεμάτα από τροφάς, που προέρχονται από αρπαγές και αδικίες. | |
Ματθ. 23,26 | Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. | |
Ματθ. 23,26 | Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα αυτό που υπάρχει μέσα στο ποτήρι και το πιάτο, ώστε να μη προέρχεται από αδικίαν, αλλά από την τιμίαν εργασίαν σου, δια να γίνη και το απ' έξω καθαρόν. (Μη προσπαθείτε, δηλαδή, εξωτερικώς μόνον να φαίνεσθε ευσεβείς, αλλά προσπαθείτε να αποκτήσετε και την εσωτερικήν καθαρότητα και αγιότητα). | |
Ματθ. 23,27 | Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. | |
Ματθ. 23,27 | Αλλοίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι ομοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, οι οποίοι εξωτερικώς μεν φαίνονται ωραίοι, ενώ από μέσα είναι γεμάτοι με κόκκαλα πεθαμένων και με κάθε ακαθαρσίαν. | |
Ματθ. 23,28 | οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δὲ μεστοί ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. | |
Ματθ. 23,28 | Ετσι και σεις, εξωτερικώς μεν φαίνεσθε στους ανθρώπους δίκαιοι, ενώ από μέσα είσθε γεμάτοι από υποκρισίαν και κάθε παρανομίαν. | |
Ματθ. 23,29 | Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, | |
Ματθ. 23,29 | Αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριταί, διότι οικοδομείτε τους τάφους των προφητών και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων | |
Ματθ. 23,30 | καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. | |
Ματθ. 23,30 | και λέτε, εάν εζούσαμε εις τας ημέρας των προγόνων μας, δεν θα συμμετείχαμε εις την αιματοχυσίαν και τον άδικον θάνατον των προφητών. | |
Ματθ. 23,31 | ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. | |
Ματθ. 23,31 | Ωστε σεις οι ίδιοι βεβαιώνετε ότι είσθε γνήσιοι και αντάξιοι απόγονοι εκείνων, που εφόνευσαν τους προφήτας. | |
Ματθ. 23,32 | καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. | |
Ματθ. 23,32 | Λοιπόν ολοκληρώστε και εσείς το έργον των πατέρων σας, κάμετε όσα εκείνοι δεν έκαμαν, φονεύσατε τον Μεσσίαν, δια να φθάσετε έτσι στο έσχατον όριον της κακίας. | |
Ματθ. 23,33 | ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; | |
Ματθ. 23,33 | Φιδια, οχιές, πως είνα δυνατόν να αποφύγετε την δικαίαν και τρομεράν καταδίκην της γέεννης; | |
Ματθ. 23,34 | διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, | |
Ματθ. 23,34 | Δια να σας δώσω την τελευταίαν πολύτιμον ευκαιρίαν να σωθήτε, ιδού εγώ στέλνω εις σας προφήτας και σοφούς και δαδασκάλους του νόμου μου, τους Αποστόλους μου. Σεις όμως άλλους από αυτούς θα φονεύσετε και θα σταυρώσετε και άλλους θα τους μαστιγώσετε εις τας συναγωγάς σας και θα τους διώξετε από πόλιν εις πόλιν. | |
Ματθ. 23,35 | ὅπως ἔλθῃ ἐφ᾿ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. | |
Ματθ. 23,35 | Δια να πέση έτσι επάνω σας το αθώον αίμα που εχύθη άδικα εις την γην, από το αίμα του δικαίου Αβελ έως το αίμα του Ζαχαρίου, του υιού Βαραχίου, τον οποίον εφονεύσατε μεταξύ του ναού και του θυσιστηρίου, χωρίς να φοβηθήτε ούτε του τόπου τούτου την ιερότητα. | |
Ματθ. 23,36 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. | |
Ματθ. 23,36 | Σας διαβεβαιώνω ότι όλα αυτά θα ξεσπάσουν εις την γενεάν αυτήν. | |
Ματθ. 23,37 | Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ἐπισυνάγει ὄρνις τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. | |
Ματθ. 23,37 | Ιερουσαλήμ, Ιερουσαλήμ, συ που φονεύστους προφήτας και λιθοβολείς εκείνους που ο Θεός σου έχει στείλει! Ποσες και πόσες φορές ηθέλησα να περιμαζεύσω τα παιδιά σου, όπως η κλώσσα συγκετρώνει τα μικρά πουλιά της κάτω από τις φτερούγες της, και δεν ηθελήσατε. | |
Ματθ. 23,38 | ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. | |
Ματθ. 23,38 | Ιδού, προς τιμωρίαν της κακίας σας και καταστροφήν σας αφίνεται έρημος και απροσταύτετος από τον Θεόν η πόλις σας και ο ναός. | |
Ματθ. 23,39 | λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ᾿ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου. | |
Ματθ. 23,39 | Διότι σας λέγω ότι δεν θα με δήτε πλέον, έως ότου μετανοημένοι πήτε· Ευλογημένος είναι αυτός, που έρχεται εν ονόματι του Κυρίου”. | |
Κεφάλαιο 24ο | ||
Ματθ. 24,1 | Καὶ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐπορεύετο ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ· καὶ προσῆλθον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπιδεῖξαι αὐτῷ τὰς οἰκοδομὰς τοῦ ἱεροῦ. | |
Ματθ. 24,1 | Και καθώς εξήλθεν ο Ιησούς και έφευγεν οριστικώς πλέον από τον ναόν, τον επλησίασαν οι μαθηταί δια να του δείξουν τας ωραίας οικοδομάς του ναού. | |
Ματθ. 24,2 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐ βλέπετε ταῦτα πάντα; ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀφεθῇ ᾧδε λίθος ἐπὶ λίθον, ὃς οὐ καταλυθήσεται. | |
Ματθ. 24,2 | Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν βλέπετε με θαυμασμόν όλα τα ωραία αυτά κτίρια; Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα μείνη εδώ πέτρα επάνω στην πέτρα, που να μη μεταβληθή εις συντρίμματα”. | |
Ματθ. 24,3 | καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ κατ᾿ ἰδίαν λέγοντες· εἰπὲ ἡμῖν πότε ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος; | |
Ματθ. 24,3 | Και ενώ αυτός εκάθητο στον όρος των Ελαιών, τον επλησίασαν οι μαθηταί ιδιαιτέρως και του είπαν· “πες μας, πότε θα γίνουν αυτά και ποιό θα είναι το σημείον, που θα προαναγγέλη την ένδοξον παρουσίαν σου και το τέλος του κόσμου;” | |
Ματθ. 24,4 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· βλέπετε μή τις ὑμᾶς πλανήσῃ. | |
Ματθ. 24,4 | Και απεκρίθη ο Ιησούς και τους είπε· “προσέχετε μήπως τυχόν σας πλανήση κανείς. | |
Ματθ. 24,5 | πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες, ἐγώ εἰμι ὁ Χριστός, καὶ πολλοὺς πλανήσουσι. | |
Ματθ. 24,5 | Διότι πολλοί θα έρθουν με το ιδικόν μου όνομα και θα λέγουν· εγώ είμαι ο Χριστός και θα παρασύρουν πολλούς στον δρόμον της πλάνης. | |
Ματθ. 24,6 | μελλήσετε δὲ ἀκούειν πολέμους καὶ ἀκοὰς πολέμων· ὁρᾶτε μὴ θροεῖσθε· δεῖ γὰρ πάντα γενέσθαι, ἀλλ᾿ οὔπω ἐστὶ τὸ τέλος. | |
Ματθ. 24,6 | Θα ακούσετε δε πολέμους και φήμες περί πολέμων, που γίνονται μακράν. Προσέχετε, μη ταράσσεσθε, νομίζοντες ότι αυτά είναι σημεία του τέλους. Διότι πρέπει όλα να πραγματοποιηθούν, αλλά ακόμα δεν θα έλθη το τέλος. | |
Ματθ. 24,7 | ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, καὶ ἔσονται λιμοὶ καὶ λοιμοὶ καὶ σεισμοὶ κατὰ τόπους· | |
Ματθ. 24,7 | Διότι θα ξεσηκωθή το ένα έθνος ενάντιον του άλλου έθνους, και το ένα βασίλειον εναντίον του άλλου βασιλείου και θα συμβούν στερήσεις και πείνες και επιδημικές αρρώστιες και σεισμοί εις διαφόρους τόπους. | |
Ματθ. 24,8 | πάντα δὲ ταῦτα ἀρχὴ ὠδίνων. | |
Ματθ. 24,8 | Ολα όμως αυτά θα είναι αρχή των ταλαιπωριών και πόνων. | |
Ματθ. 24,9 | τότε παραδώσουσιν ὑμᾶς εἰς θλῖψιν καὶ ἀποκτενοῦσιν ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν διὰ τὸ ὄνομά μου. | |
Ματθ. 24,9 | Τοτε θα σας παραδώσουν εις θλίψεις και βασανηστήρια και θα σας φονεύσουν, και θα είσθε οι μισούμενοι από όλα τα έθνη, διότι θα πιστεύετε και θα κηρύτετε το όνομά μου. | |
Ματθ. 24,10 | καὶ τότε σκανδαλισθήσονται πολλοὶ καὶ ἀλλήλους παραδώσουσι καὶ μισήσουσιν ἀλλήλους. | |
Ματθ. 24,10 | Και τότε θα κλονισθούν πολλοί εις την πίστιν και θα παραδώσουν στους διώκτας ο ένας τον άλλον και θα μισηθούν μεταξύ των. | |
Ματθ. 24,11 | καὶ πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονται καὶ πλανήσουσι πολλούς, | |
Ματθ. 24,11 | Και πολλοί ψευδοπροφήται θα ξεπροβάλλουν και θα παρασύρουν εις την πλάνην πολλούς. | |
Ματθ. 24,12 | καὶ διὰ τὸ πληθυνθῆναι τὴν ἀνομίαν ψυγήσεται ἡ ἀγάπη τῶν πολλῶν. | |
Ματθ. 24,12 | Και επειδή θα έχη πληθυνθή η αμαρτία και η κακία, θα κρυώση η αγάπη των πολλών προς τον Θεόν και προς τους ανθρώπους. (Η καταπάτησις του νόμου του Θεού, η φαυλότης και η διαφθορά είναι κατάστασις ιδιοτελείας, η οποία συνεπάγεται κατάπτωσιν πνευματικήν, ψύξιν της αγάπης και προς αυτούς ακόμη τους οικείους, απομάκρυνσιν από τον Θεόν και απιστίαν. Η απιστία είναι κατά κανόνα γέννημα της αμαρτίας). | |
Ματθ. 24,13 | ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται. | |
Ματθ. 24,13 | Εκείνος όμως, ο οποίος κατά το διάστημα των δοκιμασιών αυτών θα δείξη μέχρι τέλους υπομονήν, αυτός θα σωθή. | |
Ματθ. 24,14 | καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι, καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος. | |
Ματθ. 24,14 | Και θα κηρυχθή αυτό το Ευαγγέλιον της βασιλείας του Θεού εις όλην την οικουμένην, ώστε να είναι η καλή μαρτυρία προς σωτηρίαν δι' όλα τα έθνη, και τότε θα έλθη το τέλος. | |
Ματθ. 24,15 | Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ῥηθὲν διὰ Διανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ -ὁ ἀναγινώσκων νοείτω- | |
Ματθ. 24,15 | Οταν λοιπόν θα ιδήτε το μισητόν και αηδές κάθαρμα, που θα επιφέρη την ερήμωσιν και τον όλεθρον της Ιερουσαλήμ, όπως έχει προφητευθή από τον Δανιήλ, να στέκεται στον άγιον τόπον-κάθε αναγνώστης ας καταλάβη καλά αυτό· Πρόκειται δια τους κακούργους ψευδοζηλωτάς και τους αιμοχαρείς σικαρίους, που θα βεβηλώνουν τον ναόν, με αναριθμήτους δολοφονίας και άλλα κακουργήματα, και τους μισητούς Ρωμαίους στρατιώτας με τα ειδωλολατρικά των σήματα. | |
Ματθ. 24,16 | τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν ἐπὶ τὰ ὄρη, | |
Ματθ. 24,16 | Τοτε, όταν θα δήτε αυτήν την βεβήλωσιν του ιερού, όσοι ευρίσκονται εις την Ιουδαίαν, ας φύγουν εις τα βουνά, δια να κρυβούν. | |
Ματθ. 24,17 | ὁ ἐπὶ τοῦ δώματος μὴ καταβαινέτω ἆραι τὰ ἐκ τῆς οἰκίας αὐτοῦ, | |
Ματθ. 24,17 | Οποιος είναι επάνω εις την ταράτσα, ας μη κατεβή στο σπίτι, δια να πάρη τα πράγματά του, αλλά ας φύγη αμέσως. | |
Ματθ. 24,18 | καὶ ὁ ἐν τῷ ἀγρῷ μὴ ἐπιστρεψάτω ὀπίσω ἆραι τὰ ἱμάτια αὐτοῦ. | |
Ματθ. 24,18 | Και εκείνος που με το πουκάμισο εργάζεται στο χωράφι, ας μη γυρίση πίσω να πάρη τα ενδύματά του. | |
Ματθ. 24,19 | οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις. | |
Ματθ. 24,19 | Αλλοίμονο δε εις τας εγκύους και εις όσας θα θηλάζουν μικρά παιδιά κατά τας ημέρας εκείνας, διότι δεν θα τους είναι εύκολον να τρέξουν να σωθούν. | |
Ματθ. 24,20 | προσεύχεσθε δὲ ἵνα μὴ γένηται ἡ φυγὴ ὑμῶν χειμῶνος μηδὲ σαββάτῳ. | |
Ματθ. 24,20 | Προσεύχεσθε δε να μη γίνη η φυγή σας αυτή εις καιρόν χειμώνος ούτε εις ημέραν Σαββάτου (κατά την οποίαν απαγορεύεται η μεγάλη πορεία). | |
Ματθ. 24,21 | ἔσται γὰρ τότε θλῖψις μεγάλη, οἵα οὐ γέγονεν ἀπ᾿ ἀρχῆς κόσμου ἕως τοῦ νῦν οὐδ᾿ οὐ μὴ γένηται. | |
Ματθ. 24,21 | Και θα φύγετε τότε με μεγάλην βίαν και τρόμον, διότι θα συμβή θλίψις τόσον μεγάλη, ομοία προς την οποίαν ούτε έχει γίνει από την αρχήν του κόσμου έως τώρα ούτε και θα γίνη. | |
Ματθ. 24,22 | καὶ εἰ μὴ ἐκολοβώθησαν αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι, οὐκ ἂν ἐσώθη πᾶσα σάρξ· διὰ δὲ τοὺς ἐκλεκτοὺς κολοβωθήσονται αἱ ἡμέραι ἐκεῖναι. | |
Ματθ. 24,22 | Και εάν δεν ωλιγόστευαν αι ημέραι εκείναι, δεν θα εσώζετο κανένας άνθρωπος εις την περιοχήν εκείνην. Αλλά χάριν των εκλεκτών θα περιορισθή ο αριθμός των ημερών εκείνων της τρομεράς θλίψεως. | |
Ματθ. 24,23 | τότε ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ, ἰδοὺ ὧδε ὁ Χριστὸς ἢ ὧδε, μὴ πιστεύσητε· | |
Ματθ. 24,23 | Τοτε εάν κανείς σας πη· Ιδού ο Χριστός είναι εδώ η εκεί, μη πιστεύσετε. | |
Ματθ. 24,24 | ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῖα μεγάλα καὶ τέρατα, ὥστε πλανῆσαι, εἰ δυνατόν, καὶ τοὺς ἐκλεκτούς. | |
Ματθ. 24,24 | Διότι θα αναφανούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται και θα δώσουν μεγάλα σημεία και θα κάμουν καταπληκτικά έργα, ώστε να πλανήσουν, εάν είναι δυνατόν, και αυτούς ακόμη τους εκλεκτούς. | |
Ματθ. 24,25 | ᾿Ἰδοὺ προείρηκα ὑμῖν. | |
Ματθ. 24,25 | Ιδού σας τα προείπα, ώστε να λάβετε τα μέτρα σας. | |
Ματθ. 24,26 | ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν, ἰδοὺ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστί, μὴ ἐξέλθητε, ἰδοὺ ἐν τοῖς ταμείοις, μὴ πιστεύσητε· | |
Ματθ. 24,26 | Εάν λοιπόν σας πουν· Ιδού εις την έρημον ευρίσκεται ο Χριστός, μη βγήτε· η εάν σας πουν ότι ο Χριστός ευρίσκεται εις τα πλέον απόμερα και ασφαλή δωμάτια, μη πιστεύσετε. | |
Ματθ. 24,27 | ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· | |
Ματθ. 24,27 | Διότι ούτε εις την έρημον ούτε εις σπίτια θα παρουσιασθή ο Χριστός, αλλά όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή και αμέσως φαίνεται έως την δύσιν, έτσι αμέσως αισθητή εις όλους θα γίνη και η ένδοξος παρουσία του Υιού του ανθρώπου. | |
Ματθ. 24,28 | ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί. | |
Ματθ. 24,28 | Διότι όπου είναι το πτώμα, εκεί θα μαζευτούν αετοί· “όπου υπάρχει ηθική σαπίλα και διαφθορά, εκεί μαζεύονται, δια να δράσουν οι απατεώνες, οι κλέπται και οι εγκληματίαι. Εις εποχάς αποστασίας, παρουσιάζονται ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήται). | |
Ματθ. 24,29 | Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται. | |
Ματθ. 24,29 | Αμέσως δε, έπειτα από την θλίψιν των ημερών εκείνων ο ήλιος θα σκοτισθή και το γεγγάρι δεν θα δώση το φως του και τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανόν και αι ουράνιαι δυνάμεις, αι συγκρατούσαι την αρμονίαν του σύμπαντος, θα σαλευθούν. | |
Ματθ. 24,30 | καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς. | |
Ματθ. 24,30 | Και τότε θα φανή στον ουρανόν το σημείον του υιού του ανθρώπου, και τότε όλαι αι φυλαί της γης, που δεν επίστευσαν, θα οδύρωνται σπαρακτικά, και θα ίδουν τον υιόν του ανθρώπου να έρχεται επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού με δύναμιν μεγάλην και δόξαν πολλήν. | |
Ματθ. 24,31 | καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης, καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ᾿ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν. | |
Ματθ. 24,31 | Και θα στείλη τους αγγέλους του, οι οποίοι με φωνήν μεγάλην, σαν από ισχυράν σάλπιγγα, θα συγκεντρώσουν τους εκλεκτούς του από τα τέσσαρα σημεία του ορίζοντος, από την μίαν άκρην του ουρανού έως την άλλην. | |
Ματθ. 24,32 | Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος· | |
Ματθ. 24,32 | Από την συκήν δε μάθετε την παρομοίωσιν· όταν πλέον ο κλάδος της γίνη μαλακός και αναβλαστάνη τα φύλλα, γνωρίζετε ότι πλησιάζει το θέρος. | |
Ματθ. 24,33 | οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. | |
Ματθ. 24,33 | Ετσι και σεις, όταν ίδετε όλα αυτά, μάθετε ότι έφθασε ο καιρός της κρίσεως του Θεού, που θα τιμωρήση τους Ιουδαίους με καταστροφήν. | |
Ματθ. 24,34 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται. | |
Ματθ. 24,34 | Σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα περάση η γενεά αυτή, έως ότου γίνουν όλα όσα σας προείπα δια την καταστροφήν της Ιερουσαλήμ. | |
Ματθ. 24,35 | ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι. | |
Ματθ. 24,35 | Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν, αλλά θα πραγματοποιηθούν εξ ολοκλήρου. | |
Ματθ. 24,36 | Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατήρ μου μόνος. | |
Ματθ. 24,36 | Ως προς δε την ημέραν εκείνην και την ώραν της δευτέρας παρουσίας και της μεγάλης κρίσεως κανείς δεν γνωρίζει τόποτε, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, ει μη μόνον ο Πατήρ. | |
Ματθ. 24,37 | ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. | |
Ματθ. 24,37 | Οπως δε υπήρξαν αι ημέραι του Νώε, έτσι θα είναι και η παροσία του υιού του ανθρώπου. | |
Ματθ. 24,38 | ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, | |
Ματθ. 24,38 | Διότι, όπως κατά τας ημέρας που προηγήθησαν από τον κατακλυσμόν οι άνθρωποι έτρωγαν και έπιναν ασυλλόγιστοι, ενυμφεύοντο και υπάνδρευαν τα παιδιά των μέχρι της ημέρας, που εμπήκε Νώε εις την κιβωτόν, | |
Ματθ. 24,39 | καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. | |
Ματθ. 24,39 | και δεν εκατάλαβαν, έως ότου ήλθε ο κατακλυσμός και τους παρέσυρε όλους, έτσι έξαφνα και απροσδόκητα θα γίνη και η παρουσία του υιού του ανθρώπου. | |
Ματθ. 24,40 | τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ, ὁ εἷς παραλαμβάνεται καὶ ὁ εἷς ἀφίεται· | |
Ματθ. 24,40 | Τοτε δύο θα είναι στον αγρόν, ο ένας, ο δίκαιος, παραλαμβάνεται από τους αγγέλους στον ουρανόν και ο άλλος αφίνεται, δια να τιμωρηθή. | |
Ματθ. 24,41 | δύο ἀλήθουσαι ἐν τῷ μυλῶνι, μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται. | |
Ματθ. 24,41 | Δυο αλέθουν στον μύλον, η μία παραλαμβάνεται και η άλλη αφίνεται. | |
Ματθ. 24,42 | γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. | |
Ματθ. 24,42 | Να είσθε λοιπόν άγρυπνοι και προσεκτικοί και πάντοτε έτοιμοι, διότι δεν γνωρίζετε την ώρα κατά την οποίαν ο υιός του ανθρώπου έρχεται. | |
Ματθ. 24,43 | Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 24,43 | Γνωρίζετε δε από την πείραν σας και τούτο· ότι δηλαδή, εάν ήξευρε ο οικοδεσπότης, ποίαν ώραν έρχεται ο κλέπτης, θα αγρυπνούσε και δεν θα άφινε να διαρρήξουν το σπίτι του. | |
Ματθ. 24,44 | διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. | |
Ματθ. 24,44 | Δια τούτο και σεις πρέπει να γίνεσθε πάντοτε έτοιμοι, διότι εις ώραν που δεν φαντάζεσθε έρχεται ο υιός του ανθρώπου. | |
Ματθ. 24,45 | Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ φρόνιμος, ὃν κατέστησεν ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τὴν τροφὴν ἐν καιρῷ; | |
Ματθ. 24,45 | Ποιός τάχα είναι ο πιστός δούλος και συνετός, τον οποίον ο κύριός του εγκατέστησε με εξουσίαν να φροντίζη δια τους άλλους δούλους και να δίδη εις αυτούς την τροφήν των στον κατάλληλον καιρόν; | |
Ματθ. 24,46 | μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως. | |
Ματθ. 24,46 | Μακάριος θα είναι ο δούλος εκείνος, τον οποίον ο κύριος του, όταν έλθη, θα τον εύρη να πράττη έτσι, πιστά και φρόνιμα, με συναίσθησιν της ευθύνης του. | |
Ματθ. 24,47 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. | |
Ματθ. 24,47 | Αληθινά σας λέγω, ότι θα τον εγκαταστήση διαχειριστήν και οικονόμον εις όλην του την περιουσίαν. | |
Ματθ. 24,48 | ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, | |
Ματθ. 24,48 | Εάν όμως ο κακός εκείνος δούλος σκεφθή και είπη από μέσα του, αργεί να έλθη ο κύριός μου, | |
Ματθ. 24,49 | καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων, | |
Ματθ. 24,49 | και αρχίσει να δέρνη τους συνδούλους του και να τρώγη και να πίνη με τους μεθύσους, | |
Ματθ. 24,50 | ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, | |
Ματθ. 24,50 | θα έλθη ο κύριος του δούλου εκείνου εις ημέραν που δεν περιμένει και εις ώραν που δεν γνωρίζει. | |
Ματθ. 24,51 | καὶ διχοτομήσει αὐτόν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | |
Ματθ. 24,51 | Και θα τον σχίση εις τα δύο και θα τον βάλη μαζή με τους υποκριτάς· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων. | |
Κεφάλαιο 25ο | ||
Ματθ. 25,1 | Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας αὐτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. | |
Ματθ. 25,1 | Τοτε η βασιλεία των ουρανών θα είναι ομοία με δέκα παρθένους, αι οποίαι επήραν τους λύχνους των και εβγήκαν εις προϋπάντησιν του νυμφίου, που θα ήρχετο κατά την νύκτα δια να παραλάβη την νύμφην. | |
Ματθ. 25,2 | πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραί. | |
Ματθ. 25,2 | Πεντε από αυτάς ήσαν φρόνιμοι και αι πέντε μωραί, | |
Ματθ. 25,3 | αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ᾿ ἑαυτῶν ἔλαιον· | |
Ματθ. 25,3 | αι οποίαι μωραί, όταν επήραν μαζή των τους λύχνους, δεν επήραν και λάδι. | |
Ματθ. 25,4 | αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. | |
Ματθ. 25,4 | Αι φρόνιμοι όμως μαζή με τους αναμμένους λύχνους των επήραν και λάδι εις ιδιαίτερα δοχεία. | |
Ματθ. 25,5 | χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. | |
Ματθ. 25,5 | Επειδή όμως εβράδυνε ο γαμβρός, ενύσταξαν όλαι και εκοιμήθησαν. | |
Ματθ. 25,6 | μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 25,6 | Κατά δε το μεσονύκτιον ηκούσθη μεγάλη φωνή· “ιδού ο νυμφίος έρχεται, βγήτε να τον υποδεχθήτε”. | |
Ματθ. 25,7 | τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. | |
Ματθ. 25,7 | Τοτε εσηκώθησαν όλαι αι παρθένοι και ετακτοποίησαν τους λύχνους των. | |
Ματθ. 25,8 | αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. | |
Ματθ. 25,8 | Αι δε μωραί είπαν εις τας φρονίμους· “δώστε μας από το λάδι σας, διότι οι λύχνοι μας σβήνουν”. | |
Ματθ. 25,9 | ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσει ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. | |
Ματθ. 25,9 | Αι φρόνομοι όμως απήντησαν· “δεν ημπορούμεν να σας δώσωμεν, διότι φοβούμεθα, μήπως δεν φθάση για μας και για σας· πηγαίνετε καλύτερα εις αυτούς που πωλούν και αγοράστε δια λογαριασμόν σας”. | |
Ματθ. 25,10 | ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ᾿ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. | |
Ματθ. 25,10 | Οταν όμως αυταί επήγαιναν να αγοράσουν, ήλθε ο γαμβρός και αι παρθένοι που ήσαν έτοιμοι με τους λύχνους των, εισήλθαν μαζή του εις την αίθουσαν του γάμου και εκλείσθη η θύρα. | |
Ματθ. 25,11 | ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. | |
Ματθ. 25,11 | Υστερα δε έρχονται και αι άλλαι παρθένοι και λέγουν· “Κυριε, Κυριε, άνοιξέ μας”. | |
Ματθ. 25,12 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. | |
Ματθ. 25,12 | Εκείνος όμως αποκριθείς είπε· “αληθινά σας λέγω δεν σας γνωρίζω”. | |
Ματθ. 25,13 | γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. | |
Ματθ. 25,13 | Λοιπόν να είσθε άγρυπνοι και έτοιμοι, όπως αι φρόνιμοι παρθένοι, διότι δεν γνωρίζετε την ημέρα ούτε την ώραν, κατά την οποίαν ο υιός του ανθρώπου, ο νυμφίος της Εκκλησίας, ο Κυριος και κριτής της οικουμένης, έρχεται. (Δεν γνωρίζεται την ημέραν ούτε την ώραν κατά την οποίαν δια του θανάτου θα φύγετε από τον κόσμον, δια να παρουσισθήτε με τα έργα σας ενώπιον του υιού του ανθρώπου). | |
Ματθ. 25,14 | Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, | |
Ματθ. 25,14 | Διότι η βασιλεία των ουρανών και η δευτέρα παρουσία του υιού του ανθρώπου ομοιάζει προς ένα άνθρωπον, ο οποίος, προκειμένου να ταξιδεύση, εκάλεσε τους δούλους του και παρέδωκε εις αυτούς όλα τα υπάρχοντά του, επί αποδώσει λογαριασμού. | |
Ματθ. 25,15 | καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. | |
Ματθ. 25,15 | Και εις μεν τον ένα έδωκε πέντε τάλαντα, στον άλλον δύο, στον τρίτον ένα, σύμφωνα με την ικανότητά που είχε ο καθένας. Και αμέσως εταξίδευσε εις μακρυνήν χώραν. | |
Ματθ. 25,16 | πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα. | |
Ματθ. 25,16 | Εκείνος που επήρε τα πέντε τάλαντα, επήγε ειργάσθη με αυτά και εκέρδησε άλλα πέντε τάλαντα. | |
Ματθ. 25,17 | ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. | |
Ματθ. 25,17 | Το ίδιο και εκείνος που είχε τα δύο, εκέρδησε άλλα δύο. | |
Ματθ. 25,18 | ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. | |
Ματθ. 25,18 | Εκείνος όμως που επήρε το ένα τάλαντον, επήγε, έσκαψε εις την γην και έκρυψε εκεί τα χρήματα του κυρίου του. (Δεν ήτο κλέπτης και καταχραστής, αλλά αμελής και πονηρός. Δεν κατησώτευσε το τάλαντον, αλλά το αφήκε αχρησιμοποίητον, πράγμα που φανερώνει ασέβειαν και απείθειαν προς τον κύριόν του). | |
Ματθ. 25,19 | μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ᾿ αὐτῶν λόγον. | |
Ματθ. 25,19 | Υστερα από πολύν χρόνον, ήλθε ο κύριος εκείνων των δούλων και εζήτησε από αυτούς λογαριασμόν. | |
Ματθ. 25,20 | καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. | |
Ματθ. 25,20 | Και προσελθών εκείνος ο οποίος είχε πάρει τα πέντε τάλαντα επρόσφερε και άλλα πέντε τάλαντα λέγων· “Κυριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωκες. Ιδού άλλα πέντε τάλαντα εκέρδησα με αυτά”. | |
Ματθ. 25,21 | ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. | |
Ματθ. 25,21 | Τοτε είπε ο κύριος αυτού· “Εύγε δούλε, αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Είσελθε δια να λάβης μέρος εις την χαράν του Κυρίου σου”. | |
Ματθ. 25,22 | προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ᾿ αὐτοῖς. | |
Ματθ. 25,22 | Προσελθών δε και εκείνος, που είχε λάβει τα δύο τάλαντα, είπε· “Κυριε, δύο τάλαντα μου παρέδωκες· ιδού άλλα δύο εκέρδησα επάνω εις αυτά”. | |
Ματθ. 25,23 | ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. | |
Ματθ. 25,23 | Είπε δε προς αυτόν ο Κυριος του· “Εύγε, δούλε αγαθέ και πιστέ! Εις ολίγα υπήρξες πιστός, εις πολλά θα σε εγκαταστήσω. Ελα και συ μέσα, δια να απολαύσης την χαρά του Κυρίου σου”. | |
Ματθ. 25,24 | προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε· ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· | |
Ματθ. 25,24 | Προσήλθε δε και εκείνος, που είχε λάβει το ένα τάλαντο, και είπε· “Κυριε, σε εγνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, που θερίζεις εκεί όπου δεν έσπειρες και μαζεύεις από εκεί όπου δεν εσκόρπισες. | |
Ματθ. 25,25 | καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. | |
Ματθ. 25,25 | Και επειδή εφοβήθηκα, επήγα και έκρυψα το τάλαντόν σου μέσα εις την γην. Ιδού έχεις αυτό που σου ανήκει”. | |
Ματθ. 25,26 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! | |
Ματθ. 25,26 | Αποκριθείς δε ο Κυριος αυτού του είπε· “δούλε πονηρέ και οκνηρέ! Εγνώριζες ότι εγώ θερίζω εκεί όπου δεν έσπειρα και μαζεύω από εκεί όπου δεν εσκόρπισα. | |
Ματθ. 25,27 | ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. | |
Ματθ. 25,27 | Επρεπε λοιπόν συ να καταθέσης τα χρήματά μου στους τραπεζίτας και όταν εγώ θα ερχόμουν, θα έπαιρνα με τον τόκο του αυτό που είναι ιδικόν μου. | |
Ματθ. 25,28 | ἄρατε οὖν ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα. | |
Ματθ. 25,28 | Παρτε, λοιπόν, από αυτόν το τάλαντον και δώστε το εις εκείνον, που έχει τα δέκα τάλαντα. | |
Ματθ. 25,29 | τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται, ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ᾿ αὐτοῦ. | |
Ματθ. 25,29 | Διότι εις εκείνον ο οποίος με την εργασίαν και την τιμιότητά του έχει αυξήσει αυτό που του εδόθη, θα του δοθούν και άλλα πολλά με το παραπάνω. Από εκείνον δε που του εδόθησαν μεν χαρίσματα, αλλά δεν τα εκαλλιέργησε, θα του αφαιρεθή, και αυτό που του εδόθη. | |
Ματθ. 25,30 | καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | |
Ματθ. 25,30 | Και τον άχρηστον αυτόν πονηρόν δούλον βγάλτε τον από εδώ και ρίξτε τον στο πυκνό σκοτάδι της κολάσεως· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και ο τριγμός των οδόντων”. | |
Ματθ. 25,31 | Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ᾿ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, | |
Ματθ. 25,31 | Οταν δε έλθη ο υιός του ανθρώπου με όλην την δόξαν αυτού και μαζή με αυτόν όλοι οι άγγελοί του, τότε θα καθίση στον θρόνον του, τον λαμπρόν και ένδοξον. | |
Ματθ. 25,32 | καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ᾿ ἀλλήλων ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, | |
Ματθ. 25,32 | Και θα συναχθούν εμπρός του όλα τα έθνη της γης από της δημιουργίας του Αδάμ μέχρι της συντελείας του κόσμου και θα χωρίση αυτούς μεταξύ των με όσην ευκολίαν χωρίζει ο ποιμήν τα πρόβατα από τα ερίφια. | |
Ματθ. 25,33 | καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ, τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. | |
Ματθ. 25,33 | Και θα θέση τα μεν πρόβατα εις τα δεξιά του τα δε ερίφια εις τα αριστερά. | |
Ματθ. 25,34 | τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. | |
Ματθ. 25,34 | Τοτε θα στραφή ο βασιλεύς εις εκείνους που θα ευρίσκωνται εις τα δεξιά του και θα πη· “ελάτε σεις οι ευλογημένοι του Πατρός μου και κληρονομήσατε την βασιλείαν των ουρανών, η οποία έχει ετοιμασθή για σας από τότε που εθεμελιώνετο ο κόσμος. | |
Ματθ. 25,35 | ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην, καὶ συνηγάγετέ με, | |
Ματθ. 25,35 | Διότι επείνασα και μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και με εποτίσατε, ήμουν ξένος που δεν είχα τόπον να μείνω, και με επήρατε στο σπίτι σας. | |
Ματθ. 25,36 | γυμνός, καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα, καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην, καὶ ἤλθετε πρός με. | |
Ματθ. 25,36 | Ημουν γυμνός και με ενεδύσατε, αρρώστησα και με επισκεφθήκατε, εις την φυλακήν ήμουν και ήλθατε να με ιδήτε”. | |
Ματθ. 25,37 | τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; | |
Ματθ. 25,37 | Τοτε θα αποκριθούν προς αυτόν οι δίκαιοι και θα πουν· “Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον και σε εθρέψαμε η διψασμένον και σου εδώσαμε νερό; | |
Ματθ. 25,38 | πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; | |
Ματθ. 25,38 | Ποτε δε σε είδαμεν ξένον και σε περιμαζέψαμε η γυμνόν και σε ενεδύσαμεν; | |
Ματθ. 25,39 | πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ ἤλθομεν πρός σε; | |
Ματθ. 25,39 | Ποτε δε σε είδαμε ασθενή η φυλακισμένον και ήλθαμε εις επίσκεψίν σου;” | |
Ματθ. 25,40 | καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. | |
Ματθ. 25,40 | Και θα αποκριθή εις αυτούς ο βασιλεύς· “Αληθινά σας λέγω, κάθε τι που εκάματε, δια να εξυπηρετήσετε ένα από τους αδελφούς μου, που φαίνονται άσημοι και ελάχιστοι μέσα εις την κοινωνίαν, το εκάματε εις εμέ” (Ο Χριστός, ο βασιλεύς, που είναι ο Υιός του Θεού αλλά και υιός του ανθρώπου, τους πάσχοντας, τους πτωχούς και γυμνούς, αυτούς τους οποίους οι ματαιόδοξοι και υπερήφανοι περιφρονούν, τους θεωρεί αδελφούς του, τέκνα του ουρανίου Πατρός και τους περιβάλλει με όλην του την αγάπην. Δι'αυτό και κάθε βοήθειαν που τους προσφέρεται την θεωρεί ως προσφερομένην εις αυτόν τον ίδιον). | |
Ματθ. 25,41 | τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ. | |
Ματθ. 25,41 | Τοτε θα πη και εις εκείνους, που στέκονται εις τα αριστερά του· “φύγετε μακρυά από εμέ σεις οι καταράμενοι και πηγαίνετε στο αιώνιον πυρ, που έχει ετοιμασθή δια τον διάβολον και τους πονηρούς αγγέλους του. | |
Ματθ. 25,42 | ἐπείνασα γάρ, καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα, καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, | |
Ματθ. 25,42 | Διότι επείνασα και δεν μου εδώσατε να φάγω, εδίψασα και δεν με εποτίσατε. | |
Ματθ. 25,43 | ξένος ἤμην, καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνός, καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. | |
Ματθ. 25,43 | Ξενος ήμουν και δεν με επήρατε στο σπίτι σας, γυμνός και δεν με ενεδύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν με επισκεφθήκατε”. | |
Ματθ. 25,44 | τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ, καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; | |
Ματθ. 25,44 | Τοτε θα αποκριθούν και αυτοί λέγοντες, “Κυριε, πότε σε είδαμε πεινασμένο η διψασμένον η ξένον η γυμνόν η ασθενή η φυλακισμένον και δεν σε υπηρετήσαμεν;” | |
Ματθ. 25,45 | τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ᾿ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. | |
Ματθ. 25,45 | Τοτε θα αποκριθή εις αυτούς και θα είπη· “αλήθεια σας λέγω· εφ' όσον δεν εκάματε τα καλά αυτά εις ένα από αυτούς, που ο κόσμος θεωρεί πολύ μικρούς, ούτε εις εμέ εκάματε”. | |
Ματθ. 25,46 | καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. | |
Ματθ. 25,46 | Και θα απέλθουν αυτοί μεν εις την αιωνίαν κόλασιν μαζή με τον διάβολον, οι δε δίκαιοι εις την αιωνίαν ζωήν μαζή με τον Θεόν. (Ετσι η δικαία κρίσις θα έχη γίνει, το δίκαιον θα αποδοθή και η ασάλευτος αποκατάστασις θα πραγματοποιηθή). | |
Κεφάλαιο 26ο | ||
Ματθ. 26,1 | Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους εἶπεν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· | |
Ματθ. 26,1 | Και όταν ετελείωσε ο Ιησούς όλους αυτούς τους λόγους, είπε προς τους μαθητάς του· | |
Ματθ. 26,2 | οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι. | |
Ματθ. 26,2 | “γνωρίζετε ότι έπειτα από δύο ημέρας γίνεται η εορτή του πάσχα και ο υιός του ανθρώπου θα παραδοθή δια να σταυρωθή”. | |
Ματθ. 26,3 | τότε συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ, εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀρχιερέως τοῦ λεγομένου Καϊάφα, | |
Ματθ. 26,3 | Τοτε οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι προεστοί του λαού, που συμμετείχαν στο Μεγάλο Συνέδριον, συγκεντρώθηκαν εις την οικίαν του αρχιερέως, ο οποίος ωνομάζετο Καϊάφας. | |
Ματθ. 26,4 | καὶ συνεβουλεύσαντο ἵνα τὸν Ἰησοῦν δόλῳ κρατήσωσι καὶ ἀποκτείνωσιν. | |
Ματθ. 26,4 | Και κατόπιν συσκέψεως απεφάσισαν ομοφώνως να συλλάβουν με δόλον τον Ιησούν και να τον φονεύσουν. | |
Ματθ. 26,5 | ἔλεγον δέ· μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, ἵνα μὴ θόρυβος γένηται ἐν τῷ λαῷ. | |
Ματθ. 26,5 | Είπαν δε μεταξύ των, να μη τον συλλάβουν κατά την εορτήν του πάσχα, δια να μη γίνη θόρυβος και αναταραχή στον λαόν. | |
Ματθ. 26,6 | Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, | |
Ματθ. 26,6 | Οταν δε ο Ιησούς ήλθε εις την Βηθανίαν, εις την οικίαν Σιμωνος του λεπρού, | |
Ματθ. 26,7 | προσῆλθεν αὐτῷ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου. | |
Ματθ. 26,7 | προσήλθε εις αυτόν μία γυναίκα με ένα δοχείον από αλάβαστρον γεμάτο από μύρον πολύτιμον και έχυνε αυτό άφθονον εις την κεφαλήν του, καθώς αυτός είχε καθίσει εις την τράπεζαν του φαγητού. | |
Ματθ. 26,8 | ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἠγανάκτησαν λέγοντες· εἰς τί ἡ ἀπώλεια αὕτη; | |
Ματθ. 26,8 | Οι δε μαθηταί, όταν είδαν τούτο, ηγανάκτησαν και έλεγαν· “διατί χάνεται ματαίως το πολύτιμον αυτό μύρον; | |
Ματθ. 26,9 | ἠδύνατο γὰρ τοῦτο τὸ μύρον πραθῆναι πολλοῦ καὶ δοθῆναι τοῖς πτωχοῖς. | |
Ματθ. 26,9 | Διότι θα ημπορούσε αυτό να πωληθή αντί πολλών χρημάτων και να δοθή το αντίτιμον στους φτωχούς”. | |
Ματθ. 26,10 | γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί; ἔργον γὰρ καλὸν εἰργάσατο εἰς ἐμέ. | |
Ματθ. 26,10 | Ο Ιησούς όμως αντελήφθη την δυσφορίαν των και τους είπε· “διατί στενοχωρείτε την γυναίκα; Διότι αυτή έκαμε εις εμέ ένα καλόν και αξιέπαινον έργον. | |
Ματθ. 26,11 | τοὺς πτωχοὺς γὰρ πάντοτε ἔχετε μεθ᾿ ἑαυτῶν, ἐμὲ δὲ οὐ πάντοτε ἔχετε. | |
Ματθ. 26,11 | Διότι τους πτωχούς τους έχετε πάντοτε μαζή σας και ημπορείτε, οπόταν θέλετε να τους βοηθήτε, εμέ όμως δεν θα με έχετε πάντοτε μαζή σας. | |
Ματθ. 26,12 | βαλοῦσα γὰρ αὕτη τὸ μύρον τοῦτο ἐπὶ τοῦ σώματός μου, πρὸς τὸ ἐνταφιάσαι με ἐποίησεν. | |
Ματθ. 26,12 | Διότι αυτή η γυναίκα, που έχυσε το μύρον τούτο στο σώμα μου, το έκαμε σαν προετοιμασίαν δια τον ενταφιασμόν μου. | |
Ματθ. 26,13 | ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅπου ἐὰν κηρυχθῇ τὸ εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ, λαληθήσεται καὶ ὃ ἐποίησεν αὕτη εἰς μνημόσυνον αὐτῆς. | |
Ματθ. 26,13 | Σας διαβεβαιώνω δε, ότι οπουδήποτε και αν κυρηχθή το ευαγγέλιον τούτο-και θα κηρυχθή εις όλον τον κόσμον-θα διαλαληθή επίσης και αυτό που έκαμε σήμερον αυτή εις αλησμόνητον ανάμνησίν της”. (Καθε προσφορά, που γίνεται προς τον Κυριον από ευλαβή και αφωσιωμένην καρδίαν, αποκτά αιωνίαν αξίαν). | |
Ματθ. 26,14 | Τότε πορευθεὶς εἷς τῶν δώδεκα, ὁ λεγόμενος Ἰούδας Ἰσκαριώτης, πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς εἶπε· | |
Ματθ. 26,14 | Τοτε ένας από τους δώδεκα, ο λεγόμενος Ιούδας Ισκαριώτης, επήγε προς τους αρχιερείς και είπε· | |
Ματθ. 26,15 | τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν; οἱ δὲ ἔστησαν αὐτῷ τριάκοντα ἀργύρια. | |
Ματθ. 26,15 | “τι θέλετε να μου δώσετε και εγώ θα σας τον παραδώσω;” Εκείνοι δε του εμέτρησαν τριάκοντα αργυρά νομίσματα. | |
Ματθ. 26,16 | καὶ ἀπὸ τότε ἐζήτει εὐκαιρίαν ἵνα αὐτὸν παραδῷ. | |
Ματθ. 26,16 | Και από τότε εζητούσε ευκαιρίαν, δια να τον παραδώση (σύμφωνα με τας οδηγίας των αρχιερέων). | |
Ματθ. 26,17 | Τῇ δὲ πρώτῃ τῶν ἀζύμων προσῆλθον οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ λέγοντες αὐτῷ· ποῦ θέλεις ἑτοιμάσωμέν σοι φαγεῖν τὸ πάσχα; | |
Ματθ. 26,17 | Κατά δε την παραμονήν του πάσχα, η οποία ελέγετο και πρώτη ημέρα του πάσχα, διότι ετοίμαζαν οι Εβραίοι τα άζυμα, ήλθαν οι μαθηταί προς τον Ιησούν λέγοντες· “που θάλεις να σου ετοιμάσωμεν, δια να φάγης το πάσχα;” | |
Ματθ. 26,18 | ὁ δὲ εἶπεν· ὑπάγετε εἰς τὴν πόλιν πρὸς τὸν δεῖνα καὶ εἴπατε αὐτῷ· ὁ διδάσκαλος λέγει, ὁ καιρός μου ἐγγύς ἐστι· πρὸς σὲ ποιῶ τὸ πάσχα μετὰ τῶν μαθητῶν μου. | |
Ματθ. 26,18 | Ο δε Ιησούς είπεν· “πηγαίνετε εις την πόλιν προς τον δείνα και ειπέτε του· ο διδάσκαλος λέγει· Ο καιρός μου δια να τελειώσω το έργον μου πλησιάζει. Εις το σπίτι σου απόψε, παραμονήν του εβραϊκού πάσχα, θα εορτάσω μαζή με τους μαθητάς μου το νέον πάσχα”. | |
Ματθ. 26,19 | καὶ ἐποίησαν οἱ μαθηταὶ ὡς συνέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἡτοίμασαν τὸ πάσχα. | |
Ματθ. 26,19 | Και έκαμαν οι μαθηταί, όπως ο Ιησούς τους είχε οδηγήσει και ετοίμασαν τα κατά το πάσχα. | |
Ματθ. 26,20 | Ὀψίας δὲ γενομένης ἀνέκειτο μετὰ τῶν δώδεκα. | |
Ματθ. 26,20 | Οταν δε ήλθε η εσπέρα, ο Κυριος μαζή με τους δώδεκα εξάπλωσε κοντά στο τραπέζι σύμφωνα με την συνήθειαν που είχαν τότε οι άνθρωποι να κάθωνται κατά το φάγητον. | |
Ματθ. 26,21 | καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἷς ἐξ ὑμῶν παραδώσει με. | |
Ματθ. 26,21 | Και καθώς έτρωγαν είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι ένας από σας θα με προδώση”. | |
Ματθ. 26,22 | καὶ λυπούμενοι σφόδρα ἤρξαντο λέγειν αὐτῷ ἕκαστος αὐτῶν· μήτι ἐγώ εἰμι, Κύριε; | |
Ματθ. 26,22 | Εκείνοι ελυπήθηκαν παρά πολύ και ήρχισαν να λέγουν ο καθένας δια τον εαυτόν του· “μήπως είμαι εγώ, Κυριε;” | |
Ματθ. 26,23 | ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ὁ ἐμβάψας μετ᾿ ἐμοῦ ἐν τῷ τρυβλίῳ τὴν χεῖρα, οὗτός με παραδώσει. | |
Ματθ. 26,23 | Ο δε Κυριος απεκρίθη· “Εκείνος που εβούτηξε μαζή μου το χέρι στον ζωμόν του πιάτου, αυτός θα με παραδώση. | |
Ματθ. 26,24 | ὁ μὲν υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὑπάγει καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ· οὐαὶ δὲ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται· καλὸν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος. | |
Ματθ. 26,24 | Ο μεν υιός του ανθρώπου απέρχεται από την ζωήν αυτήν, όπως ακριβώς είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφήν περί αυτού· αλλοίμονον όμως στον άνθρωπον εκείνον, δια του οποίου ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται· προτιμότερον θα ήτο δι' αυτόν να μη είχε γεννηθή ο άνθρωπος εκείνος”. | |
Ματθ. 26,25 | ἀποκριθεὶς δὲ Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν εἶπε· μήτι ἐγώ εἰμι, ῥαββί; λέγει αὐτῷ, σὺ εἶπας. | |
Ματθ. 26,25 | Ελαβε δε τον λόγον ο Ιούδας, ο οποίος και τον παρέδωσε, και είπε· “μήπως είμαι εγώ, διδάσκαλε;” Απήντησε εις αυτόν ο Ιησούς· “Συ είπες, ότι είσαι συ”. (φράσις που σημαίνει· Το είπες μόνος σου, όπως είπες, έτσι είναι· συ πράγματι είσαι αυτός που θα με παραδώση). | |
Ματθ. 26,26 | Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· | |
Ματθ. 26,26 | Ενώ δε αυτοί έτρωγαν, επήρε ο Ιησούς τον άρτον και αφού ευχαρίστησε τον έκοψε εις τεμάχια και έδιδε στους μαθητάς και είπε· “λάβετε φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου”. | |
Ματθ. 26,27 | καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· | |
Ματθ. 26,27 | Και αφού επήρε το ποτήριον και ηυχαρίστησε έδωκε αυτό στους μαθητάς και είπε· “πίετε από αυτό όλοι, | |
Ματθ. 26,28 | τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. | |
Ματθ. 26,28 | διότι τούτο είναι το αίμά μου, με το οποίον επικυρώνεται η νέα διαθήκη και το οποίον χύνεται δια την συγχώρησιν των αμαρτιών και την σωτηρίαν πολλών. | |
Ματθ. 26,29 | λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπ᾿ ἄρτι ἐκ τούτου τοῦ γεννήματος τῆς ἀμπέλου ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης, ὅταν αὐτὸ πίνω μεθ᾿ ὑμῶν καινὸν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρός μου. | |
Ματθ. 26,29 | Σας λέγω δε ότι δεν θα ξαναπιώ από το προϊόν αυτό της αμπέλου από την στιγμήν αυτήν και μέχρι της ημέρας εκείνης, όταν εις την ατελείωτον χαράν της βασιλείας του Πατρός μου θα το πίνω μαζή σας νέον, πνευματικόν και χαροποιόν”. | |
Ματθ. 26,30 | Καὶ ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν. τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· | |
Ματθ. 26,30 | Και αφού έψαλαν ύμνους, εξήλθαν στο όρος των Ελαιών. Τοτε λέγει προς αυτούς ο Ιησούς· | |
Ματθ. 26,31 | πάντες ὑμεῖς σκανδαλισθήσεσθε ἐν ἐμοὶ ἐν τῇ νυκτὶ ταύτῃ, γέγραπται γάρ, πατάξω τὸν ποιμένα, καὶ διασκορπισθήσονται τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης· | |
Ματθ. 26,31 | “όλοι σεις κατά την νύκτα αυτήν θα σκανδαλισθήτε και θα κλονισθή η πίστις σας προς εμέ. Διότι έτσι έχει γραφή εις την Παλαιάν Διαθήκην· Με την ιδικήν μου συγκατάθεσιν θα κτυπηθή ο ποιμήν, δηλαδή εγώ, και θα διασκορπισθούν τα πρόβατα του ποιμνίου, δηλαδή σεις. | |
Ματθ. 26,32 | μετὰ δὲ τὸ ἐγερθῆναί με προάξω ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν. | |
Ματθ. 26,32 | Οταν όμως αναστηθώ, θα σας προϋπαντήσω εις την Γαλιλαίαν, όπου και θα συναντηθώμεν”. | |
Ματθ. 26,33 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· εἰ πάντες σκανδαλισθήσονται ἐν σοί, ἐγὼ δὲ οὐδέποτε σκανδαλισθήσομαι. | |
Ματθ. 26,33 | Ο Πετρος όμως αποκριθείς του είπε· “εάν όλοι θα σκανδαλισθούν δ' όσα θα συμβούν εις σε, εγώ όμως ποτέ δεν θα σκανδαλισθώ”. | |
Ματθ. 26,34 | ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. | |
Ματθ. 26,34 | Είπε εις αυτόν ο Ιησούς· “σε διαβεβαιώνω, ότι αυτήν την νύκτα, πριν ο πετεινός λαλήση, συ θα έχης κλονισθή τόσον πολύ, ώστε τρεις φορές θα με έχης αρνηθή”. | |
Ματθ. 26,35 | λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· κἂν δέῃ με σύν σοι ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον. | |
Ματθ. 26,35 | Λεγει εις αυτόν ο Πετρος· “και αν ακόμη χρειασθή να αποθάνω μαζή σου, δεν θα σε απαρνηθώ”. Και όλοι οι μαθηταί τα ίδια και παρόμοια έλεγαν. | |
Ματθ. 26,36 | Τότε ἔρχεται μετ᾿ αὐτῶν ὁ Ἰησοῦς εἰς χωρίον λεγόμενον Γεθσημανῆ, καὶ λέγει τοῖς μαθηταῖς· καθίσατε αὐτοῦ ἕως οὗ ἀπελθὼν προσεύξωμαι ἐκεῖ. | |
Ματθ. 26,36 | Τοτε έρχεται μαζή με αυτούς ο Ιησούς εις μίαν περιοχήν, που ελέγετο Γεθσημανή, και λέγει στους μαθητάς· “καθήστε εδώ και περιμένετε, έως ότου υπάγω και προσευχηθώ εκεί”. | |
Ματθ. 26,37 | καὶ παραλαβὼν τὸν Πέτρον καὶ τοὺς δύο υἱούς Ζεβεδαίου ἤρξατο λυπεῖσθαι καὶ ἀδημονεῖν. | |
Ματθ. 26,37 | Και αφού επήρε μαζή του τον Πετρον και τους δύο υιούς του Ζεβεδαίου, ήρχισε να λυπήται και να καταλαμβάνεται από μεγάλην στενοχωρίαν. | |
Ματθ. 26,38 | τότε λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου· μείνατε ὧδε καὶ γρηγορεῖτε μετ᾿ ἐμοῦ. | |
Ματθ. 26,38 | Τοτε λέγει εις αυτούς ο Ιησούς· “πλημμυρισμένη από βαθυτάτην λύπην είναι η ψυχή μου, ώστε κινδυνεύω να αποθάνω από αυτήν. Μείνατε εδώ και αγρυπνήστε μαζή μου”. | |
Ματθ. 26,39 | καὶ προελθὼν μικρὸν ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ προσευχόμενος καὶ λέγων· πάτερ μου, εἰ δυνατόν ἐστι, παρελθέτω ἀπ᾿ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο· πλὴν οὐχ ὡς ἐγὼ θέλω, ἀλλ᾿ ὡς σύ. | |
Ματθ. 26,39 | Και αφού επροχώρησε ολίγον, έπεσε με το πρόσωπον αυτού καταγής προσευχόμενος και λέγων· “Πατερ μου, αν είναι δυνατόν, ας περάση από εμέ το ποτήριον τούτο. Πλην όμως ας μη γίνη όπως θέλω εγώ, αλλά όπως θέλεις συ”. | |
Ματθ. 26,40 | καὶ ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς καὶ εὑρίσκει αὐτοὺς καθεύδοντας, καὶ λέγει τῷ Πέτρῳ· οὕτως οὐκ ἰσχύσατε μίαν ὥραν γρηγορῆσαι μετ᾿ ἐμοῦ! | |
Ματθ. 26,40 | Και έρχεται στους μαθητάς και τους ευρίσκει να κοιμώνται και λέγει στον Πετρον· “έτσι λοιπόν σεις που προ ολίγου είπατε ότι και την ζωήν σας θα εθυσιάζετε δι' εμέ, δεν ημπορέσατε ούτε μίαν ώρα να αγρυπνήσετε μαζή μου! | |
Ματθ. 26,41 | γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε, ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής. | |
Ματθ. 26,41 | Αγρυπνείτε και προσεύχεσθε, δια να μη περιπέσετε εις πειρασμόν, που θα σας βυθίση εις την άρνησιν· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμον και έχει αγαθήν διάθεσιν, αλλ' η ανθρωπίνη σαρξ είναι ασθενής”. | |
Ματθ. 26,42 | πάλιν ἐκ δευτέρου ἀπελθὼν προσηύξατο λέγων· πάτερ μου, εἰ οὐ δύναται τοῦτο τὸ ποτήριον παρελθεῖν ἀπ᾿ ἐμοῦ ἐὰν μὴ αὐτὸ πίω, γενηθήτω τὸ θέλημά σου. | |
Ματθ. 26,42 | Και πάλιν δευτέραν φορά απήλθε και προσηυχήθη λέγων· “πάτερ μου, εάν δεν είναι δυνατόν να παρέλθη από εμέ αυτό το ποτήριον και οπωσθήποτε πρέπει να το πίω, δια την σωτηρίαν των ανθρώπων, ας γίνη το θέλημά σου”. | |
Ματθ. 26,43 | καὶ ἐλθὼν εὑρίσκει αὐτοὺς πάλιν καθεύδοντας· ἦσαν γὰρ αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ βεβαρημένοι. | |
Ματθ. 26,43 | Και ήλθεν πάλιν προς τους μαθητάς του και τους εύρε να κοιμώνται, διότι τα μάτια των ήσαν βαρειά από την νύστα. | |
Ματθ. 26,44 | καὶ ἀφεὶς αὐτοὺς ἀπελθὼν πάλιν προσηύξατο ἐκ τρίτου τὸν αὐτὸν λόγον εἰπών· | |
Ματθ. 26,44 | Και αφήσας αυτούς επήγε πάλιν και προσευχήθη τρίτην φοράν και είπε τα ίδια λόγια προς τον Πατέρα. | |
Ματθ. 26,45 | τότε ἔρχεται πρὸς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· καθεύδετε τὸ λοιπὸν καὶ ἀναπαύεσθε! ἰδοὺ ἤγγικεν ἡ ὥρα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρας ἁμαρτωλῶν. | |
Ματθ. 26,45 | Τοτε έρχεται προς τους μαθητάς αυτού και τους λέγει· “κοιμάσθε, λοιπόν, και αναπαύεσθε! Ιδού έφθασεν η ώρα και ο υιός του ανθρώπου παραδίδεται εις χέρια αμαρτωλών. | |
Ματθ. 26,46 | ἐγείρεσθε ἄγωμεν· ἰδοὺ ἤγγικεν ὁ παραδιδούς με. | |
Ματθ. 26,46 | Σηκωθήτε, πηγαίνομεν· ιδού επλησίασε αυτός, που πρόκειται να με παραδώση”. | |
Ματθ. 26,47 | Καὶ ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ Ἰούδας εἷς τῶν δώδεκα ἦλθε, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ὄχλος πολὺς μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων ἀπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ πρεσβυτέρων τοῦ λαοῦ. | |
Ματθ. 26,47 | Και ενώ ακόμη αυτός ωμιλούσε, ιδού ο Ιούδας, ένας από τους δώδεκα, ήλθε, και μαζή με αυτόν πολύς όχλος, όλοι ωπλισμένοι με μαχαίρια και ξύλα, σταλμένοι από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους του λαού. | |
Ματθ. 26,48 | ὁ δὲ παραδιδοὺς αὐτὸν ἔδωκεν αὐτοῖς σημεῖον λέγων· ὃν ἂν φιλήσω, αὐτός ἐστι· κρατήσατε αὐτόν. | |
Ματθ. 26,48 | Εκείνος δε που θα τον παρέδιδε, ο Ιούδας, είχε δώσει εις αυτούς σημείον λέγων· “εκείνον που θα φιλήσω, αυτός είναι ο Ιησούς· να τον συλλάβετε”. | |
Ματθ. 26,49 | καὶ εὐθέως προσελθὼν τῷ Ἰησοῦ εἶπε· χαῖρε, ῥαββί, καὶ κατεφίλησεν αὐτόν. | |
Ματθ. 26,49 | Και αμέσως επλησίασε τον Ιησούν και είπε· “χαίρε, διδάκαλε”, και με υποκριτικήν εγκαρδιότητα τον εφίλησε πολλές φορές. | |
Ματθ. 26,50 | ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἑταῖρε, ἐφ᾿ ᾧ πάρει; τότε προσελθόντες ἐπέβαλον τὰς χεῖρας ἐπὶ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἐκράτησαν αὐτόν. | |
Ματθ. 26,50 | Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτόν· “φίλε, σκέψου, δια ποίον έργον έχεις έλθει εδώ;” Τοτε επλησίασαν οι άλλοι, έβαλαν τα χέρια των επάνω στον Ιησούν και τον συνέλαβαν. | |
Ματθ. 26,51 | καὶ ἰδοὺ εἷς τῶν μετὰ Ἰησοῦ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἀπέσπασε τὴν μάχαιραν αὐτοῦ, καὶ πατάξας τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως ἀφεῖλεν αὐτοῦ τὸ ὠτίον. | |
Ματθ. 26,51 | Και ιδού ένας από εκείνους που ήταν μαζή με τον Ιησούν, άπλωσε το χέρι, ετράβηξε το μαχαίρι του, εκτύπησε τον δούλον του αρχιερέως και του έκοψε το αυτί. | |
Ματθ. 26,52 | τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἀπόστρεψόν σου τὴν μάχαιραν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς· πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρᾳ ἀποθανοῦνται. | |
Ματθ. 26,52 | Τοτε λέγει εις αυτόν ο Ιησούς· “βάλε το μαχαίρι σου πίσω εις την θέσιν του· διότι όσοι επήραν μαχαίρι εναντίον του πλησίον των, θα πεθάνουν με μαχαίρι. | |
Ματθ. 26,53 | ἢ δοκεῖς ὅτι οὐ δύναμαι ἄρτι παρακαλέσαι τὸν πατέρα μου, καὶ παραστήσει μοι πλείους ἢ δώδεκα λεγεῶνας ἀγγέλων; | |
Ματθ. 26,53 | Η νομίζεις ότι δεν μπορώ εγώ αυτήν την στιγμήν να παρακαλέσω τον Πατέρα μου και να παρατάξη ολογυρά μου περισσοτέρας από δώδεκα λεγεώνας αγγέλων; | |
Ματθ. 26,54 | πῶς οὖν πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ ὅτι οὕτω δεῖ γενέσθαι; | |
Ματθ. 26,54 | Εάν όμως κάτι τέτοιο γίνη, πως θα πραγματοποιηθούν αι Γραφαί, αι οποίαι προλέγουν ότι έτσι πρέπει να συμβούν τα γεγονότα;” | |
Ματθ. 26,55 | Ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τοῖς ὄχλοις· ὡς ἐπὶ λῃστὴν ἐξήλθετε μετὰ μαχαιρῶν καὶ ξύλων συλλαβεῖν με· καθ᾿ ἡμέραν πρὸς ὑμᾶς ἐκαθεζόμην διδάσκων ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ οὐκ ἐκρατήσατέ με. | |
Ματθ. 26,55 | Εκείνην την ώρα είπεν ο Ιησούς προς τους όχλους· “σαν να ήμουν ληστής, εβγήκατε με μαχαίρια και ρόπαλα να με συλλάβετε· κάθε ημέραν εκαθόμουν κοντά σας διδάσκων στον ναόν και δεν με επιάσατε. | |
Ματθ. 26,56 | τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῶσιν αἱ γραφαὶ τῶν προφητῶν. Τότε οἱ μαθηταὶ πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγον. | |
Ματθ. 26,56 | Αλλά αυτό όλο έγινε, δια να εκπληρωθούν όλα όσα έγραψαν οι προφήται”. (Η ενοχή εκείνων μένει, διότι εν επιγνώσει ενήργησαν κατά του αθώου. Η δε Γραφή τα προείπε διότι θα εγίνοντο, και δεν έγιναν διότι τα προείπε η Γραφή). Τοτε οι μαθηταί όλοι τον αφήκαν και έφυγαν. | |
Ματθ. 26,57 | Οἱ δὲ κρατήσαντες τὸν Ἰησοῦν ἀπήγαγον πρὸς Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα, ὅπου οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι συνήχθησαν. | |
Ματθ. 26,57 | Εκείνοι δε αφού επιασαν τον Ιησούν, τον έφεραν στον Καϊάφαν, τον αρχιερέα, όπου οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι συνεκεντρώθησαν | |
Ματθ. 26,58 | ὁ δὲ Πέτρος ἠκολούθει αὐτῷ ἀπὸ μακρόθεν ἕως τῆς αὐλῆς τοῦ ἀρχιερέως, καὶ εἰσελθὼν ἔσω ἐκάθητο μετὰ τῶν ὑπηρετῶν ἰδεῖν τὸ τέλος. | |
Ματθ. 26,58 | Ο δε Πετρος τον ακολουθούσε από μακρυά έως την αυλήν του αρχιερέως και εισελθών εκάθισε μέσα μαζή με τους υπηρέτας, δια να ιδή ποίον τέλος θα είχε αυτή η υπόθεσις. | |
Ματθ. 26,59 | Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι καὶ τὸ συνέδριον ὅλον ἐζήτουν ψευδομαρτυρίαν κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὅπως θανατώσωσιν αὐτόν, | |
Ματθ. 26,59 | Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και όλα τα μέλη του συνεδρίου, που ήσαν παρόντα, εζητούσαν ψευδομαρτυρίαν εναντίον του Ιησού, δια να τον καταδικάσουν εις θάνατον | |
Ματθ. 26,60 | καὶ οὐχ εὗρον· καὶ πολλῶν ψευδομαρτύρων προσελθόντων, οὐχ εὗρον. ὕστερον δὲ προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες | |
Ματθ. 26,60 | και δεν ευρήκαν. Μολονότι δε πολλοί ψευδομάρτυρες είχαν προσέλθει να καταθέσουν, δεν ευρήκαν καμμίαν αληθοφανή ψευδομαρτυρίαν. Υστερον δε προσελθόντες δύο ψευδομάρτυρες | |
Ματθ. 26,61 | εἶπον· οὗτος ἔφη, δύναμαι καταλῦσαι τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ καὶ διὰ τριῶν ἡμερῶν οἰκοδομῆσαι αὐτόν. | |
Ματθ. 26,61 | κατέθεσαν· “αυτός είπε· ημπορώ να κρημνίσω τον ναόν του Θεού και εις τρεις ημέρας να τον οικοδομήσω πάλιν”. | |
Ματθ. 26,62 | καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; | |
Ματθ. 26,62 | Και εγερθείς ο αρχιερεύς είπεν εις αυτόν· “Τιποτε δεν αποκρίνεσαι; Τι καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;” | |
Ματθ. 26,63 | ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐσιώπα. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ· ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. | |
Ματθ. 26,63 | Ο δε Ιησούς εσιωπούσε. Και λαβών τον λόγον ο αρχιερεύς είπε εις αυτόν· “σε ορκίζω στον Θεόν τον ζώντα να μας είπης εάν συ είσαι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο Υιός του Θεού”. | |
Ματθ. 26,64 | λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· σὺ εἶπας· πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ᾿ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ. | |
Ματθ. 26,64 | Λεγει εις αυτόν ο Ιησούς· “το είπες συ, και όπως είπες είναι, ότι είμαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού· πλην όμως σας λέγω τούτο, από τώρα θα δήτε τον υιόν του ανθρώπου να κάθεται, ως Θεάνθρωπος που είναι, εκ δεξιών του παντοδυνάμου Θεού και να έρχεται επάνω εις τας νεφέλας του ουρανού”. | |
Ματθ. 26,65 | τότε ὁ ἀρχιερεὺς διέῤῥηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε· τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων; ἴδε νῦν ἠκούσατε τὴν βλασφημίαν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 26,65 | Τοτε ο αρχιερεύς, από αγανάκτησιν τάχα καληφθείς, έσχισε, σύμφωνα με την συνήθειαν που επικρατούσε, τα ενδύματά του λέγων ότι “ο Χριστός εβλασφήμησε. Τι μας χρειάζονται πλέον οι μάρτυρες; Ιδού όλοι σας ηκούσατε την βλασφημίαν του. | |
Ματθ. 26,66 | τί ὑμῖν δοκεῖ; οἱ δὲ ἀποκριθέντες εἶπον· ἔνοχος θανάτου ἐστί. | |
Ματθ. 26,66 | Λοιπόν τι γνώμην έχετε;” Εκείνοι δε αποκριθέντες όλοι μαζή είπαν· “είναι ένοχος να καταδικασθή εις θάνατον”. | |
Ματθ. 26,67 | τότε ἐνέπτυσαν εἰς τὸ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν, οἱ δὲ ἐῤῥάπισαν | |
Ματθ. 26,67 | Τοτε έπτυσαν αυτόν στο πρόσωπον και τον εκτύπησαν στον τράχηλον, άλλοι δε τον ερράπισαν | |
Ματθ. 26,68 | λέγοντες· προφήτευσον ἡμῖν Χριστέ, τίς ἐστιν ὁ παίσας σε; | |
Ματθ. 26,68 | λέγοντες· “προφήτευσε σε μας, Χριστέ, ποιός είναι εκείνος που σε κτύπησε;” | |
Ματθ. 26,69 | Ὁ δὲ Πέτρος ἔξω ἐκάθητο ἐν τῇ αὐλῇ· καὶ προσῆλθεν αὐτῷ μία παιδίσκη λέγουσα· καὶ σὺ ἦσθα μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Γαλιλαίου. | |
Ματθ. 26,69 | Ο δε Πετρος εκάθητο έξω εις την αυλήν και τον επλησίασε εκεί μία μικρά δούλη, η οποία του είπε· “και συ ήσουν μαζή με τον Ιησούν τον Γαλιλαίον”. | |
Ματθ. 26,70 | ὁ δὲ ἠρνήσατο ἔμπροσθεν αὐτῶν πάντων λέγων· οὐκ οἶδα τί λέγεις. | |
Ματθ. 26,70 | Αυτός δε ηρνήθη εμπρός εις όλους εκείνους λέγων· “δεν ξέρω τι λες”. | |
Ματθ. 26,71 | ἐξελθόντα δὲ αὐτὸν εἰς τὸν πυλῶνα εἶδεν αὐτὸν ἄλλη καὶ λέγει αὐτοῖς· ἐκεῖ καὶ οὗτος ἦν μετὰ Ἰησοῦ τοῦ Ναζωραίου. | |
Ματθ. 26,71 | Οταν δε εξήλθε εις την θολωτήν μεγάλην πόρτα της αυλής, τον είδε μία άλλη δούλη και είπεν εις αυτούς· “εκεί και αυτός ήτο μαζή με τον Ιησούν τον Ναζωραίον”. | |
Ματθ. 26,72 | καὶ πάλιν ἠρνήσατο μεθ᾿ ὅρκου ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον. | |
Ματθ. 26,72 | Και πάλιν ηρνήθη με όρκον ότι “δεν γνωρίζω τον άνθρωπον”. | |
Ματθ. 26,73 | μετὰ μικρὸν δὲ προσελθόντες οἱ ἑστῶτες εἶπον τῷ Πέτρῳ· ἀληθῶς καὶ σὺ ἐξ αὐτῶν εἶ· καὶ γὰρ ἡ λαλιά σου δῆλόν σε ποιεῖ. | |
Ματθ. 26,73 | Επειτα από ολίγον επλησίασαν τον Πετρον εκείνοι, που εστέκοντο εις την αυλήν και του είπαν· “χωρίς αμφιβολίαν και συ είσαι ένας από αυτούς, διότι και η προφορά σου σε φανερώνει”. | |
Ματθ. 26,74 | τότε ἤρξατο καταναθεματίζειν καὶ ὀμνύειν ὅτι οὐκ οἶδα τὸν ἄνθρωπον· καὶ εὐθέως ἀλέκτωρ ἐφώνησε. | |
Ματθ. 26,74 | Τοτε ήρχισε αυτός να καταριέται και να ορκίζεται ότι· “δεν γνωρίζω τον άνθρωπον”. Και αμέσως ελάλησε ο πετεινός. | |
Ματθ. 26,75 | καὶ ἐμνήσθη ὁ Πέτρος τοῦ ῥήματος Ἰησοῦ εἰρηκότος αὐτῷ ὅτι πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με· καὶ ἐξελθὼν ἔξω ἔκλαυσε πικρῶς. | |
Ματθ. 26,75 | Τοτε εθυμήθηκε ο Πετρος τον λόγον του Ιησού, ο όποιος του είχε πη· “πριν αλέκτωρ λαλήσει τρεις φορές συ θα με απαρνηθής”. Και εξελθών έξω από την αυλήν έκλαυσε πικρά δια το βαρύ αμάρτημά του. | |
Κεφάλαιο 27ο | ||
Ματθ. 27,1 | Πρωΐας δὲ γενομένης συμβούλιον ἔλαβον πάντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ κατὰ τοῦ Ἰησοῦ ὥστε θανατῶσαι αὐτόν· | |
Ματθ. 27,1 | Οταν δε έγινε πρωϊ έκαμαν συμβούλιον όλοι οι πρεσβύτεροι του λαού εναντίον του Ιησού, δια να εύρουν αιτίαν, ώστε να τον θανατώσουν. | |
Ματθ. 27,2 | καὶ δήσαντες αὐτὸν ἀπήγαγον καὶ παρέδωκαν αὐτὸν Ποντίῳ Πιλάτῳ τῷ ἡγεμόνι. | |
Ματθ. 27,2 | Και αφού τον έδεσαν, τον έσυραν από εκεί και τον παρέδωσαν στον Ποντιον Πιλάτον, τον Ρωμαίον ηγεμόνα. | |
Ματθ. 27,3 | Τότε ἰδὼν Ἰούδας ὁ παραδιδοὺς αὐτὸν ὅτι κατεκρίθη, μεταμεληθεὶς ἀπέστρεψε τὰ τριάκοντα ἀργύρια τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ τοῖς πρεσβυτέροις | |
Ματθ. 27,3 | Τοτε ο Ιούδας, ο οποίος τον είχε παραδώσει, όταν είδε ότι ο Ιησούς κατεδικάσθη από το συνέδριον, κατελήφθη από μεταμέλειαν (όχι όμως από πραγματικήν μετάνοιαν, που θα τον οδηγούσε πλησίον του Χριστού) και σαν να ησθάνετο αβάστακτον βάρος δια τα τριάκοντα αργύρια, τα έδωσε πίσω στους αρχιερείς και πρεσβυτέρους | |
Ματθ. 27,4 | λέγων· ἥμαρτον παραδοὺς αἷμα ἀθῷον. οἱ δὲ εἶπον· τί πρὸς ἡμᾶς; σὺ ὄψει. | |
Ματθ. 27,4 | λέγων· “ημάρτησα, διότι παρέδωσα αίμα αθώον”. Εκείνοι δε είπον· “και τι μας μέλει εμάς; Συ θα δώσης λόγον δι' αυτό”. | |
Ματθ. 27,5 | καὶ ῥίψας τὰ ἀργύρια ἐν τῷ ναῷ ἀνεχώρησε, καὶ ἀπελθὼν ἀπήγξατο. | |
Ματθ. 27,5 | Και αφού έριψεν με αγανάκτησιν τα αργύρια στον ναόν, έφυγε απελπισμένος και επήγε και εκρεμάσθη. | |
Ματθ. 27,6 | οἱ δὲ ἀρχιερεῖς λαβόντες τὰ ἀργύρια εἶπον· οὐκ ἔξεστι βαλεῖν αὐτὰ εἰς τὸν κορβανᾶν, ἐπεὶ τιμὴ αἵματός ἐστι. | |
Ματθ. 27,6 | Οι δε αρχιερείς επήραν τα αργύρια και είπαν· “δεν επιτρέπεται να τα βάλωμε στο ταμείον του ναού, διότι είναι τιμή αίματος, το οποίον μετ' ολίγον θα χυθή”. | |
Ματθ. 27,7 | συμβούλιον δὲ λαβόντες ἠγόρασαν ἐξ αὐτῶν τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως εἰς ταφὴν τοῖς ξένοις· | |
Ματθ. 27,7 | Αφού δε έκαμαν συμβούλιον ηγόρασαν με αυτά τον αγρόν του κεραμιδά, ως τόπον ταφής των ξένων (οι οποίοι συνέβαινε να αποθνήσκουν εις την Ιερουσαλήμ). | |
Ματθ. 27,8 | διὸ ἐκλήθη ὁ ἀγρὸς ἐκεῖνος ἀγρὸς αἵματος ἕως τῆς σήμερον. | |
Ματθ. 27,8 | Δι' αυτό και ο αγρός εκείνος έχει ονομασθή μέχρι σήμερα “αγρός αίματος”. | |
Ματθ. 27,9 | τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἱερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· καὶ ἔλαβον τὰ τριάκοντα ἀργύρια, τὴν τιμὴν τοῦ τετιμημένου ὃν ἐτιμήσαντο ἀπὸ υἱῶν Ἰσραήλ, | |
Ματθ. 27,9 | Τοτε εξεπληρώθη αυτό που είχε λεχθή δια του προφήτου Ιερεμίου, ο όποιος έλεγε· “και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του ανεκτιμήτου, τον οποίον μερικοί από τους υιούς Ισραήλ τόσον είχαν εκτιμήσει, | |
Ματθ. 27,10 | καὶ ἔδωκαν αὐτὰ εἰς τὸν ἀγρὸν τοῦ κεραμέως, καθὰ συνέταξέ μοι Κύριος. | |
Ματθ. 27,10 | και έδωκαν αυτά δια τον αγρόν του κεραμιδά, όπως με καθωδήγησε ο Κυριος”. | |
Ματθ. 27,11 | Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔστη ἔμπροσθεν τοῦ ἡγεμόνος· καὶ ἐπηρώτησεν αὐτὸν ὁ ἡγεμὼν λέγων· σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· σὺ λέγεις. | |
Ματθ. 27,11 | Ο δε Ιησούς εστάθη όρθιος εμπρός στον ηγεμόνα και τον ηρώτησε ο ηγεμών λέγων· “συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;” Ο δε Ιησούς του απήντησε· “συ λέγεις ότι είμαι ο βασιλεύς”. | |
Ματθ. 27,12 | καὶ ἐν τῷ κατηγορεῖσθαι αὐτὸν ὑπὸ τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν πρεσβυτέρων οὐδὲν ἀπεκρίνατο. | |
Ματθ. 27,12 | Και ενώ κατηγορείτο από τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους, αυτός δεν έδωσε καμμίαν απάντησιν. | |
Ματθ. 27,13 | τότε λέγει αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· οὐκ ἀκούεις πόσα σου καταμαρτυροῦσι; | |
Ματθ. 27,13 | Τοτε λέγει εις αυτόν ο Πιλάτος· “δεν ακούεις πόσα καταθέτουν αυτοί εις βάρος σου;” | |
Ματθ. 27,14 | καὶ οὐκ ἀπεκρίθη αὐτῷ πρὸς οὐδὲ ἓν ῥῆμα, ὥστε θαυμάζειν τὸν ἡγεμόνα λίαν. | |
Ματθ. 27,14 | Και δεν απήντησεν εις αυτόν ούτε ένα λόγον, ώστε ο ηγεμών να θαυμάζη παρά πολύ την γαλήνην και το ηθικόν μεγαλείον του δεσμώτου. | |
Ματθ. 27,15 | Κατὰ δὲ ἑορτὴν εἰώθει ὁ ἡγεμὼν ἀπολύειν ἕνα τῷ ὄχλῳ δέσμιον, ὃν ἤθελον. | |
Ματθ. 27,15 | Κατά την εορτήν δε του πάσχα είχε την συνήθειαν ο ηγεμών να απολύη ένα κατάδικον χάριν του λαού, εκείνον τον οποίον ήθελαν. (Επειδή δεν είχε το θάρρος να απολύση τον Ιησούν ως αθώον, όπως εξ αρχής τον είχε αναγνωρίσει, εκέφθη να τον απολύση κατά χάριν). | |
Ματθ. 27,16 | εἶχον δὲ τότε δέσμιον ἐπίσημον λεγόμενον Βαραββᾶν. | |
Ματθ. 27,16 | Είχαν δε τότε ένα κατάδικον διαβόητον δια τα πολλά του εγκλήματα, ο όποιος ελέγετο Βαραββάς. | |
Ματθ. 27,17 | συνηγμένων οὖν αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τίνα θέλετε ἀπολύσω ὑμῖν; Βαραββᾶν ἢ Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; | |
Ματθ. 27,17 | Ενώ δε εκείνοι ήσαν συγκετρωμένοι εμπρός στο πραιτώριον, τους ηρώτησεν ο Πιλάτος· “ποίον θέλετε να απολύσω προς χάριν σας; Τον Βαραββάν η τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;” | |
Ματθ. 27,18 | ᾔδει γὰρ ὅτι διὰ φθόνον παρέδωκαν αὐτόν. | |
Ματθ. 27,18 | Διότι είχε εννοήσει πολύ καλά, ότι ένεκα φθόνου τον παρέδωσαν. | |
Ματθ. 27,19 | Καθημένου δὲ αὐτοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἡ γυνὴ αὐτοῦ λέγουσα· μηδέν σοι καὶ τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ· πολλὰ γὰρ ἔπαθον σήμερον κατ᾿ ὄναρ δι᾿ αὐτόν. | |
Ματθ. 27,19 | Ενώ δε αυτός εκάθητο εις την δικαστικήν έδραν, έστειλε προς αυτόν η γυναίκα του και του είπε· “πρόσεχε να μην αναμιχθής εις την υπόθεσιν του δικαίου εκείνου, διότι πολλά έπαθα σήμερα ένεκα αυτού στο όνειρόν μου”. | |
Ματθ. 27,20 | Οἱ δὲ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ἔπεισαν τοὺς ὄχλους ἵνα αἰτήσωνται τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν ἀπολέσωσιν. | |
Ματθ. 27,20 | Οι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν εν τω μεταξύ τους όχλους να ζητήσουν τον Βαραββάν, να θανατώσουν δε τον Ιησούν. | |
Ματθ. 27,21 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἡγεμὼν εἶπεν αὐτοῖς· τίνα θέλετε ἀπὸ τῶν δύο ἀπολύσω ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον· Βαραββᾶν. | |
Ματθ. 27,21 | Ελαβε δε τον λόγον ο ηγεμών και είπεν εις αυτούς· “ποίον θέλετε από τους δυό να σας απολύσω;” Εκείνοι δε εφώναξαν· “τον Βαραββάν”. | |
Ματθ. 27,22 | λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· τί οὖν ποιήσω Ἰησοῦν τὸν λεγόμενον Χριστόν; λέγουσιν αὐτῷ πάντες· σταυρωθήτω. | |
Ματθ. 27,22 | Τους λέγει ο Πιλάτος· “Τι λοιπόν να κάμω τον Ιησούν, τον λεγόμενον Χριστόν;” Λεγουν εις αυτόν όλοι, “να σταυρωθή”. | |
Ματθ. 27,23 | ὁ δὲ ἡγεμὼν ἔφη· τί γάρ κακὸν ἐποίησεν; οἱ δὲ περισσῶς ἔκραζον λέγοντες· σταυρωθήτω. | |
Ματθ. 27,23 | Ο δε ηγεμών είπε· “διατί να σταυρωθή; Ποίον κακόν έκαμε;” Εκείνοι δε ακόμη περισσότερον εκραύγαζαν λέγοντες· “να σταυρωθή”. | |
Ματθ. 27,24 | ἰδὼν δὲ ὁ Πιλᾶτος ὅτι οὐδὲν ὠφελεῖ, ἀλλὰ μᾶλλον θόρυβος γίνεται, λαβὼν ὕδωρ ἀπενίψατο τὰς χεῖρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων· ἀθῶός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε. | |
Ματθ. 27,24 | Οταν είδε ο Πιλάτος ότι καμμίαν ωφέλειαν δεν έφερε η παρέμβασις του υπέρ του Ιησού, αλλά μάλλον προκαλούσε θόρυβον και αναταραχήν, αφού επήρε νερό εξέπλυνε καλά τα χέρια του εμπρός στον όχλον λέγων· “είμαι αθώος από το αίμα του δικαίου τούτου· εις σας θα πέση η ευθύνη και το κρίμα”. | |
Ματθ. 27,25 | καὶ ἀποκριθεὶς πᾶς ὁ λαὸς εἶπε· τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐφ᾿ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ τὰ τέκνα ἡμῶν. | |
Ματθ. 27,25 | Και απεκρίθη όλος ο λαός και είπε· “το αίμα αυτού ας πέση επάνω εις ημάς και επάνω εις τα τέκνα μας”. (Και ο Πιλάτος ήτο ένοχος, διότι δεν ετόλμησε, καθ' ο καθήκον ως δικαστής είχε, να απολύση τον αθώον, και οι Εβραίοι ακόμη περισσότερον διότι επέμειναν και εσταύρωσαν τον Σωτήρα και ευεργέτην των). | |
Ματθ. 27 ,26 | τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τὸν Βαραββᾶν, τὸν δὲ Ἰησοῦν φραγγελώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῇ. | |
Ματθ. 27 ,26 | Τοτε τους αφήκεν ελεύθερον τον Βαραββάν, τον δε Ιησούν, αφού διέταξε και τον εμαστίγωσαν με το φραγγέλιον, τον παρέδωσε δια να σταυρωθή. | |
Ματθ. 27,27 | Τότε οἱ στρατιῶται τοῦ ἡγεμόνος παραλαβόντες τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ πραιτώριον συνήγαγον ἐπ᾿ αὐτὸν ὅλην τὴν σπεῖραν· | |
Ματθ. 27,27 | Τοτε οι στρατιώται του ηγεμόνος, αφού παρέλαβαν τον Ιησούν εις την αυλήν του πραιτωρίου, εμάζεψαν γύρω από αυτόν όλην την φρουράν. | |
Ματθ. 27,28 | καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν περιέθηκαν αὐτῷ χλαμύδα κοκκίνην, | |
Ματθ. 27,28 | Και αφού τον εγύμνωσαν από τα ενδύματά του, τον ενέδυσαν με κόκκινον μανδύαν, δια να τον εμπαίξουν ως βασιλέα. | |
Ματθ. 27,29 | καὶ πλέξαντες στέφανον ἐκ ἀκανθῶν ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ κάλαμον ἐπὶ τὴν δεξιὰν αὐτοῦ, καὶ γονυπετήσαντες ἔμπροσθεν αὐτοῦ ἐνέπαιζον αὐτῷ λέγοντες· χαῖρε ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων· | |
Ματθ. 27,29 | Επλεξαν δε ακάνθινον στέφανον και έβαλαν αυτόν στο κεφάλι του αντί για στέμμα· του έδωκαν καλάμι στο δέξι του χέρι αντί για σκήπτρο και αφού εγονάτισαν εμπρός του τον ενέπαιζαν λέγοντες· “χαίρε, ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. | |
Ματθ. 27,30 | καὶ ἐμπτύσαντες εἰς αὐτὸν ἔλαβον τὸν κάλαμον καὶ ἔτυπτον εἰς τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 27,30 | Και αφού τον έπτυσαν, επήραν το καλάμι και εκτυπούσαν την κεφαλήν του. | |
Ματθ. 27,31 | καὶ ὅτε ἐνέπαιξαν αὐτῷ, ἐξέδυσαν αὐτὸν τὴν χλαμύδα καὶ ἐνέδυσαν αὐτὸν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἀπήγαγον αὐτὸν εἰς τὸ σταυρῶσαι. | |
Ματθ. 27,31 | Και όταν τον ενέπαιξαν όσον ήθελαν, έβγαλαν από αυτόν την χλαμύδα, του εφόρεσαν τα ενδύματά του και τον ωδήγησαν, δια να τον σταυρώσουν. | |
Ματθ. 27,32 | Ἐξερχόμενοι δὲ εὗρον ἄνθρωπον Κυρηναῖον ὀνόματι Σίμωνα· τοῦτον ἠγγάρευσαν ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν αὐτοῦ. | |
Ματθ. 27,32 | Καθώς δε έβγαιναν από την πόλιν, ευρήκαν ένα άνθρωπον, που κατήγετο από την Κυρήνην και ωνομάζετο Σιμων, αυτόν ηγγάρευσαν να σηκώση μέχρι του Γολγοθά τον σταυρόν του Ιησού. | |
Ματθ. 27,33 | Καὶ ἐλθόντες εἰς τόπον λεγόμενον Γολγοθᾶ, ὅ ἐστι λεγόμενος κρανίου τόπος, | |
Ματθ. 27,33 | Και αφού ήλθαν εις τόπον λεγόμενον Γολγοθά, όνομα που σημαίνει “τόπος κρανίου”, | |
Ματθ. 27,34 | ἔδωκαν αὐτῷ πιεῖν ὄξος μετὰ χολῆς μεμιγμένον· καὶ γευσάμενος οὐκ ἤθελε πιεῖν. | |
Ματθ. 27,34 | του έδωσαν να πιή ξύδι ανακατεμένον με χολήν, δια να του φέρη κάποιαν προσωρινήν ναρκώσιν. Εκείνος όμως αφού το εδοκίμασε, δεν ήθελε να το πιή. | |
Ματθ. 27,35 | σταυρώσαντες δὲ αὐτὸν διεμερίσαντο τὰ ἱμάτια αὐτοῦ βαλόντες κλῆρον, | |
Ματθ. 27,35 | Αφού δε τον εσταύρωσαν, εμοίρασαν μεταξύ των με κλήρον τα ενδύματά του οι στρατιώται. | |
Ματθ. 27,36 | καὶ καθήμενοι ἐτήρουν αὐτὸν ἐκεῖ. | |
Ματθ. 27,36 | Και καθήμενοι εκεί τον εφρουρούσαν. | |
Ματθ. 27,37 | καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ τὴν αἰτίαν αὐτοῦ γεγραμμένην· οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων. | |
Ματθ. 27,37 | Και ετοποθέτησαν στον σταυρόν, επάνω από την κεφαλήν του, γραμμένην την κατηγορίαν του· “αυτός είναι ο Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων”. | |
Ματθ. 27,38 | Τότε σταυροῦνται σὺν αὐτῷ δύο λῃσταί, εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων. | |
Ματθ. 27,38 | Τοτε σταυρώνονται μαζή με αυτόν δύο λησταί, ένας εκ δεξιών και άλλος εξ αριστερών. (Και τούτο, δια να εξευτελισθή ακόμη περισσότερον ο Χριστός και να προβληθή εις τα μάτια όλων ως ένας από τους καταδικασμένους εις θάνατον κακούργους). | |
Ματθ. 27,39 | Οἱ δὲ παραπορευόμενοι ἐβλασφήμουν αὐτὸν κινοῦντες τὰς κεφαλὰς αὐτῶν | |
Ματθ. 27,39 | Εκείνοι δε που επερνούσαν από τον δρόμον κοντά στον σταυρόν, τον εβλασφημούσαν και εκινούσαν τα κεφάλια των | |
Ματθ. 27,40 | καὶ λέγοντες· ὁ καταλύων τὸν ναὸν καὶ ἐν τρισὶν ἡμέραις οἰκοδομῶν! σῶσον σεαυτόν· εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, κατάβηθι ἀπὸ τοῦ σταυροῦ. | |
Ματθ. 27,40 | λέγοντες· “συ λοιπόν, είσαι που θα εκρήμνιζες τον ναόν και εις τρεις ημέρας θα τον ξανάκτιζες! Σώσε τώρα τον ευατόν σου. Εάν πράγματι είσαι υιός του Θεού, κατέβα από τον σταυρόν”. | |
Ματθ. 27,41 | ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες μετὰ τῶν γραμματέων καὶ πρεσβυτέρων καὶ Φαρισαίων ἔλεγον· | |
Ματθ. 27,41 | Παρομοίως δε και οι αρχιερείς τον ενέπαιζαν μαζή με τους γραμματείς και τους πρεσβυτέρους και τους Φαρισαίους και έλεγαν ειρωνικώς· | |
Ματθ. 27,42 | ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτὸν οὐ δύναται σῶσαι· εἰ βασιλεὺς Ἰσραήλ ἐστι, καταβάτω νῦν ἀπὸ τοῦ σταυροῦ καὶ πιστεύσομεν ἐπ᾿ αὐτῷ· | |
Ματθ. 27,42 | “άλλους έσωσε, τον ευατόν του όμως δεν ημπορεί να σώση. Εάν είναι πράγματι ο σταλμένος από τον Θεόν βασιλεύς του Ισραήλ, ας κατεβή από τον σταυρόν και θα πιστεύσωμεν εις αυτόν. | |
Ματθ. 27,43 | πέποιθεν ἐπὶ τὸν Θεόν, ῥυσάσθω νῦν αὐτόν, εἰ θέλει αὐτόν· εἶπε γὰρ ὅτι Θεοῦ εἰμι υἱός. | |
Ματθ. 27,43 | Εχει στηρίξει την πεποίθησίν του στον Θεόν. Ας τον σώση τώρα από τον σταυρόν, αν πράγματι τον θέλη. Διότι ο ίδιος είπε, ότι είμαι υιός Θεού”. | |
Ματθ. 27,44 | τὸ δ᾿ αὐτὸ καὶ οἱ λῃσταὶ οἱ συσταυρωθέντες αὐτῷ ὠνείδιζον αὐτόν. | |
Ματθ. 27,44 | Κατά τον ίδιον τρόπον και οι λησταί, που είχαν σταυρωθή μαζή του, τον ύβριζαν. | |
Ματθ. 27,45 | Ἀπὸ δὲ ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης. | |
Ματθ. 27,45 | Από δε την δωδεκάτην ώραν έως τας τρστο απόγευμα έγινε σκοτάδι εις όλην την γην. | |
Ματθ. 27,46 | περὶ δὲ τὴν ἐνάτην ὥραν ἀνεβόησεν ὁ Ἰησοῦς φωνῇ μεγάλῃ λέγων· ἠλὶ ἠλί, λιμᾶ σαβαχθανί; τοῦτ᾿ ἔστι, Θεέ μου Θεέ μου, ἱνατί με ἐγκατέλιπες; | |
Ματθ. 27,46 | Περί την τρίτην απογευματινήν ώραν εβόησε με φωνήν μεγάλην ο Ιησούς, λέγων· “Ηλί, Ηλί, λιμά σαβαχθανί;” Δηλαδή, Θεε μου, Θεε μου, διατί με εγκατέλιπες;” | |
Ματθ. 27,47 | τινὲς δὲ τῶν ἐκεῖ ἑστώτων ἀκούσαντες ἔλεγον ὅτι Ἠλίαν φωνεῖ οὗτος. | |
Ματθ. 27,47 | Μερικοί δε από εκείνους που εστέκοντο εκεί, όταν ήκουσαν τα λόγια του Ιησού (επειδή δεν εγνώριζαν την Αραμαϊκήν γλώσσαν) έλεγαν, ότι αυτός επικαλείτε τον Ηλίαν. | |
Ματθ. 27,48 | καὶ εὐθέως δραμὼν εἷς ἐξ αὐτῶν καὶ λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους καὶ περιθεὶς καλάμῳ ἐπότιζεν αὐτόν. | |
Ματθ. 27,48 | Και αμέσως ένας από αυτούς έτρεξε, επήρε σφουγγάρι το εγέμισε με ξύδι, το προσήρμοσε εις ένα καλάμι και τον επότιζε. | |
Ματθ. 27,49 | οἱ δὲ λοιποὶ ἔλεγον· ἄφες ἴδωμεν εἰ ἔρχεται Ἠλίας σώσων αὐτόν. | |
Ματθ. 27,49 | Οι άλλοι όμως έλεγαν· “άφησε να ιδούμε, εάν θα έλθη ο Ηλίας, δια να τον σώση”. | |
Ματθ. 27,50 | ὁ δὲ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τὸ πνεῦμα. | |
Ματθ. 27,50 | Ο δε Ιησούς αφού πάλιν έκραξε με φωνήν μεγάλην, αφήκε ο ίδιος το πνεύμα του να φύγη από το σώμα. | |
Ματθ. 27,51 | Καὶ ἰδοὺ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη εἰς δύο ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω, καὶ ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ αἱ πέτραι ἐσχίσθησαν, | |
Ματθ. 27,51 | Και ιδού το παραπέτασμα του ναού, που εχώριζε τα άγια των αγίων από τα άγια, εσχίσθη εις δύο από επάνω έως κάτω και η γη συνεκλονίσθη από τον σεισμόν και οι πέτρες εσχίσθησαν | |
Ματθ. 27,52 | καὶ τὰ μνημεῖα ἀνεῴχθησαν καὶ πολλὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων ἁγίων ἠγέρθη, | |
Ματθ. 27,52 | και τα μνημεία εις την περιοχήν της Ιερουσαλήμ ανοίχθησαν μόνα των και πολλά σώματα των πεθαμένων αγίων ανεστήθησαν· | |
Ματθ. 27,53 | καὶ ἐξελθόντες ἐκ τῶν μνημείων, μετὰ τὴν ἔγερσιν αὐτοῦ εἰσῆλθον εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν καὶ ἐνεφανίσθησαν πολλοῖς. | |
Ματθ. 27,53 | και αφού εξήλθαν από τα μνημεία μετά την ανάστασιν του Χριστού, εισήλθαν εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ και παρουσιάσθησαν εις πολλούς. | |
Ματθ. 27,54 | Ὁ δὲ ἑκατόνταρχος καὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ τηροῦντες τὸν Ἰησοῦν, ἰδόντες τὸν σεισμὸν καὶ τὰ γενόμενα ἐφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς ἦν οὗτος. | |
Ματθ. 27,54 | Ο δε εκατόνταρχος και οι στρατιώται, που ήσαν μαζή του δια να φρουρούν τον Ιησούν, εφοβήθησαν παρά πολύ και έλεγαν· “αληθώς! αυτός ήτο υιός Θεού”! | |
Ματθ. 27,55 | Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας διακονοῦσαι αὐτῷ· | |
Ματθ. 27,55 | Ησαν δε εκεί και πολλαί γυναίκες, αι οποίαι από μακρυά παρακολουθούσαν τα γεγονότα. Αυταί ηκολούθησαν τον Ιησούν από την Γαλιλαίαν και τον υπηρετούσαν. | |
Ματθ. 27,56 | ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνή, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσῆ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου. | |
Ματθ. 27,56 | Μεταξύ αυτών ήσαν η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και του Ιωσή, και η μητέρα των υιών Ζεβεδαίου. | |
Ματθ. 27,57 | Ὀψίας δὲ γενομένης ἦλθεν ἄνθρωπος πλούσιος ἀπὸ Ἀριμαθαίας, τοὔνομα Ἰωσήφ, ὃς καὶ αὐτὸς ἐμαθήτευσε τῷ Ἰησοῦ· | |
Ματθ. 27,57 | Αργά δε το απόγευμα ήλθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Αριμαθαίαν, ονόματι Ιωσήφ, ο οποίος και αυτός είχε μαθητεύσει κοντά στον Ιησούν. | |
Ματθ. 27,58 | οὗτος προσελθὼν τῷ Πιλάτῳ ᾐτήσατο τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. τότε ὁ Πιλᾶτος ἐκέλευσεν ἀποδοθῆναι τὸ σῶμα. | |
Ματθ. 27,58 | Αυτός προσήλθε στον Πιλάτον και εζήτησε το σώμα του Ιησού. Τοτε ο Πιλάτος διέταξε να του δοθή. | |
Ματθ. 27,59 | καὶ λαβὼν τὸ σῶμα ὁ Ἰωσὴφ ἐνετύλιξεν αὐτὸ σινδόνι καθαρᾷ, | |
Ματθ. 27,59 | Και λαβών ο Ιωσήφ το σώμα το ετύλιξε εις σινδόνι καινούριο και καθαρό | |
Ματθ. 27,60 | καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ ὃ ἐλατόμησεν ἐν τῇ πέτρᾳ, καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῦ μνημείου ἀπῆλθεν. | |
Ματθ. 27,60 | και το έθεσε στο καινούριο μνημείον του, το οποίον είχε σκαλίσει στον βράχον. Και αφού εκύλισε εμπρός εις την θύραν του μνημείου μεγάλον λίθον, ανεχώρησε. | |
Ματθ. 27,61 | Ἦν δὲ ἐκεῖ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία, καθήμεναι ἀπέναντι τοῦ τάφου. | |
Ματθ. 27,61 | Ητο δε εκεί Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, αι οποίαι εκάθηντο απέναντι από τον τάφον. | |
Ματθ. 27,62 | Τῇ δὲ ἐπαύριον, ἥτις ἐστὶ μετὰ τὴν παρασκευήν, συνήχθησαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι πρὸς Πιλᾶτον | |
Ματθ. 27,62 | Κατά δε την επομένην ημέραν, η οποία είναι έπειτα από την Παρασκευήν, δηλαδή το Σαββατον, συνεκεντρώθησαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι και ήλθαν προς τον Πιλάτον | |
Ματθ. 27,63 | λέγοντες· κύριε, ἐμνήσθημεν ὅτι ἐκεῖνος ὁ πλάνος εἶπεν ἔτι ζῶν, μετὰ τρεῖς ἡμέρας ἐγείρομαι. | |
Ματθ. 27,63 | λέγοντες· “κύριε, εθυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος είπε, ενώ ακόμη εζούσε· Επειτα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ. | |
Ματθ. 27,64 | κέλευσον οὖν ἀσφαλισθῆναι τὸν τάφον ἕως τῆς τρίτης ἡμέρας, μήποτε ἐλθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς κλέψωσιν αὐτὸν καὶ εἴπωσι τῷ λαῷ, ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν· καὶ ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης. | |
Ματθ. 27,64 | Δώσε, λοιπόν, διαταγήν να φρουρηθή ο τάφος μέχρι την τρίτην ημέραν, μήπως έλθουν οι μαθηταί αυτού νύκτα, τον κλέψουν και πουν στον λαόν· Ανεστήθη εκ των νεκρών. Και τότε η τελευταία πλάνη θα είναι χειροτέρα από την πρώτην, που μερικοί τον είχαν πιστέψει ως Μεσσίαν”. | |
Ματθ. 27,65 | ἔφη αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· ἔχετε κουστωδίαν· ὑπάγετε ἀσφαλίσασθε ὡς οἴδατε. | |
Ματθ. 27,65 | Είπε εις αυτούς ο Πιλάτος· “έχετε εις την διάθεσίν σας φρουρά· πηγαίνετε και ασφαλίσατε τον τάφον, όπως γνωρίζετε”. | |
Ματθ. 27,66 | οἱ δὲ πορευθέντες ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετὰ τῆς κουστωδίας. | |
Ματθ. 27,66 | Εκείνοι δε επήγαν και ασφάλισαν τον τάφον, έβαλαν δηλαδή σφραγίδες στον λίθον που έκλειε το μνημείον και ετοποθέτησαν φρουράν. | |
Κεφάλαιο 28ο | ||
Ματθ. 28,1 | Ὀψὲ δὲ σαββάτων, τῇ ἐπιφωσκούσῃ εἰς μίαν σαββάτων, ἦλθε Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία θεωρῆσαι τὸν τάφον. | |
Ματθ. 28,1 | Πολύ αργά δε κατά την νύκτα του Σαββάτου, όταν βαθειά εγλυκοχάραζε η πρώτη ημέρα της εβδομάδος, ήλθε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία, δια να ιδούν τον τάφον. | |
Ματθ. 28,2 | καὶ ἰδοὺ σεισμὸς ἐγένετο μέγας· ἄγγελος γὰρ Κυρίου καταβὰς ἐξ οὐρανοῦ προσελθὼν ἀπεκύλισε τὸν λίθον ἀπὸ τῆς θύρας καὶ ἐκάθητο ἐπάνω αὐτοῦ. | |
Ματθ. 28,2 | Και ιδού, σεισμός μέγας έγινε, διότι άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανόν, προσήλθεν στο μνημείον, εκύλισεν από την θύραν τον λίθον και εκάθητο επάνω εις αυτόν. | |
Ματθ. 28,3 | ἦν δὲ ἡ ἰδέα αὐτοῦ ὡς ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ λευκὸν ὡσεὶ χιών. | |
Ματθ. 28,3 | Ητο δε η εξωτερική του εμφάνισις σαν αστραπή και το ένδυμά του ολόλευκον σαν το χιόνι. | |
Ματθ. 28,4 | ἀπὸ δὲ τοῦ φόβου αὐτοῦ ἐσείσθησαν οἱ τηροῦντες καὶ ἐγένοντο ὡσεὶ νεκροί. | |
Ματθ. 28,4 | Από τον φόβον δε του αγγέλου συνεκλονίσθησαν οι φρουροί, παρέλυσαν και έγιναν σαν πεθαμένοι. | |
Ματθ. 28,5 | ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἄγγελος εἶπε ταῖς γυναιξί· μὴ φοβεῖσθε ὑμεῖς· οἶδα γὰρ ὅτι Ἰησοῦν τὸν ἐσταυρωμένον ζητεῖτε· | |
Ματθ. 28,5 | Ωμίλησε δε τότε ο άγγελος προς τας γυναίκας και είπε· “σεις μη φοβείσθε· διότι ξέρω ότι ζητείτε να ιδήτε Ιησούν τον εσταυρωμένον. | |
Ματθ. 28,6 | οὐκ ἔστιν ὧδε· ἠγέρθη γὰρ καθὼς εἶπε. δεῦτε ἴδετε τὸν τόπον ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος. | |
Ματθ. 28,6 | Δεν είναι πλέον εδώ· διότι ανεστήθη, όπως σας είχε πη. Ελάτε να ιδήτε τον τόπον, όπου είχε τεθή ο Κυριος. | |
Ματθ. 28,7 | καὶ ταχὺ πορευθεῖσαι εἴπατε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ ὅτι ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ ἰδοὺ προάγει ὑμᾶς εἰς τὴν Γαλιλαίαν· ἐκεῖ αὐτὸν ὄψεσθε· ἰδοὺ εἶπον ὑμῖν. | |
Ματθ. 28,7 | Και τώρα γρήγορα πηγαίνετε και ειπέτε στους μαθητάς του ότι ανεστήθη εκ των νεκρών και ιδού προπορεύεται από σας και σας περιμένει εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα τον ιδήτε. Ιδού, σας είπα όσα έπρεπε να σας πω”. | |
Ματθ. 28,8 | καὶ ἐξελθοῦσαι ταχὺ ἀπὸ τοῦ μνημείου μετὰ φόβου καὶ χαρᾶς μεγάλης ἔδραμον ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. | |
Ματθ. 28,8 | Και αι γυναίκες εβγήκαν ταχέως από το μνημείον με φόβον και χαράν μεγάλην και έτρεξαν να αναγγείλουν στους μαθητάς του το χαρμόσυνον γεγονός. | |
Ματθ. 28,9 | ὡς δὲ ἐπορεύοντο ἀπαγγεῖλαι τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ Ἰησοῦς ἀπήντησεν αὐταῖς λέγων· χαίρετε. αἱ δὲ προσελθοῦσαι ἐκράτησαν αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ προσεκύνησαν αὐτῷ. | |
Ματθ. 28,9 | Ενώ δε επήγαιναν να αναγγείλουν αυτά στους μαθητάς του, και ιδού ο Ιησούς τας συνήντησε λέγων· “χαίρετε”. Αυταί δε αφού τον επλησίασαν, επιασαν με βαθείαν ευλάβειαν τους πόδας του και τον επροσκύνησαν. | |
Ματθ. 28,10 | τότε λέγει αὐταῖς ὁ Ἰησοῦς· μὴ φοβεῖσθε· ὑπάγετε ἀπαγγείλατε τοῖς ἀδελφοῖς μου ἵνα ἀπέλθωσιν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, κἀκεῖ με ὄψονται. | |
Ματθ. 28,10 | Τοτε είπε προς αυτάς ο Ιησούς· “μη φοβείσθε· πηγαίνετε και αναγγείλατε στους αδελφούς μου (δηλαδή στους μαθητάς μου, που είναι αδελφοί μου) ότι με είδατε, δια να αναχωρήσουν εις την Γαλιλαίαν. Εκεί θα με ιδούν”. | |
Ματθ. 28,11 | Πορευομένων δὲ αὐτῶν ἰδού τινες τῆς κουστωδίας ἐλθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν τοῖς ἀρχιερεῦσιν ἅπαντα τὰ γενόμενα. | |
Ματθ. 28,11 | Ενώ δε αυταί σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου επήγαιναν, ιδού μερικοί στρατιώται της φρουράς ήλθαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν στους αρχιερείς όλα όσα είχαν γίνει. | |
Ματθ. 28,12 | καὶ συναχθέντες μετὰ τῶν πρεσβυτέρων συμβούλιόν τε λαβόντες ἀργύρια ἱκανὰ ἔδωκαν τοῖς στρατιώταις λέγοντες· | |
Ματθ. 28,12 | Και εκείνοι, αφού συνεκεντρώθησαν μαζή με τους πρεσβυτέρους εις συμβούλιον και συνεσκέφθησαν, έδωκαν μεγάλο χρηματικόν ποσόν στους στρατιώτας λέγοντες· | |
Ματθ. 28,13 | εἴπατε ὅτι οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ νυκτὸς ἐλθόντες ἔκλεψαν αὐτὸν ἡμῶν κοιμωμένων. | |
Ματθ. 28,13 | ειπέτε, ότι κατά το διάστημα της νυκτός, ενώ ημείς εκοιμώμεθα, ήλθαν οι μαθηταί του την νύκτα και έκλεψαν αυτόν. | |
Ματθ. 28,14 | καὶ ἐὰν ἀκουσθῇ τοῦτο ἐπὶ τοῦ ἡγεμόνος, ἡμεῖς πείσομεν αὐτὸν καὶ ὑμᾶς ἀμερίμνους ποιήσομεν. | |
Ματθ. 28,14 | Και εάν τούτο φθάση έως τα αυτιά του ηγεμόνος, ημείς θα τον πείσωμεν να μη σας τιμωρήση και θα σας απαλλάξωμεν από κάθε ανησυχίαν”. | |
Ματθ. 28,15 | οἱ δὲ λαβόντες τὰ ἀργύρια ἐποίησαν ὡς ἐδιδάχθησαν. καὶ διεφημίσθη ὁ λόγος οὗτος παρὰ Ἰουδαίοις μέχρι τῆς σήμερον. | |
Ματθ. 28,15 | Εκείνοι δε αφού επήραν τα χρήματα, έκαμαν όπως τους καθωδήγησαν οι αρχιερείς, και διεδόθη ο λόγος αυτός μεταξύ των Ιουδαίων μέχρι σήμερον. | |
Ματθ. 28,16 | Οἱ δὲ ἕνδεκα μαθηταὶ ἐπορεύθησαν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, εἰς τὸ ὄρος οὗ ἐτάξατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς. | |
Ματθ. 28,16 | Οι δε ένδεκα μαθηταί μετέβησαν εις την Γαλλαίαν, στο όρος το οποίον τους είχε ορίσει δια συνάντησιν ο Ιησούς. | |
Ματθ. 28,17 | καὶ ἰδόντες αὐτὸν προσεκύνησαν αὐτῷ, οἱ δὲ ἐδίστασαν. | |
Ματθ. 28,17 | Και ιδόντες αυτόν τον επροσκύνησαν, μερικοί δε είχαν κάποιαν αμφιβολίαν να πιστεύσουν ότι αυτός πράγματι ήτο ο Ιησούς. | |
Ματθ. 28,18 | καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησεν αὐτοῖς λέγων· ἐδόθη μοι πᾶσα ἐξουσία ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς. | |
Ματθ. 28,18 | Και αφού επλησίασεν όλους ο Ιησούς, ωμίλησε προς αυτούς και είπε· “μου εδόθη και ως προς άνθρωπον, κάθε εξουσία στον ουρανόν και εις την γην. | |
Ματθ. 28,19 | πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, | |
Ματθ. 28,19 | Λοιπόν, πηγαίνετε τώρα και διδάξατε εις όλα τα έθνη την αλήθειαν. Και αυτούς που θα πιστεύσουν και θα γίνουν μαθηταί σας, βαπτίσατέ τους στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. | |
Ματθ. 28,20 | διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ἀμήν. | |
Ματθ. 28,20 | Διδάσκοντες αυτούς να τηρούν όλας τας εντολάς, που εγώ σας έχω δώσει. Και ιδού, εγώ θα είμαι μαζή σας όλας τας ημέρας, μέχρις ότου λάβη τέλος ο αιών αυτός. Αμήν. (Θα είναι μαζή μας πάντοτε διότι αυτός είναι ο Εμμανουηλ, του οποίου το όνομα σημαίνει: Ο Θεός μαζή μας). | |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου