Τρίτη 20 Αυγούστου 2013


Παλαιά Διαθήκη Άσμα Ασμάτων

Κεφάλαια:   1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8



Κεφάλαιο 1ο
Ασ. Ασ. 1,1 ᾎσμα ᾀσμάτων, ὅ ἐστι τῷ Σαλωμών.
Ασ. Ασ. 1,1 Το άσμα των ασμάτων, το κατ' εξοχήν ωραίον αυτό άσμα είναι του Σολομώντος.
 
Ασ. Ασ. 1,2 Φιλησάτω με ἀπὸ φιλημάτων στόματος αὐτοῦ, ὅτι ἀγαθοὶ μαστοί σου ὑπὲρ οἶνον,
Ασ. Ασ. 1,2 Ας με φιλήση ο αγαπημένος μου με τα φιλήματα του ιδικού του στόματος, διότι αι ιδικαί του θωπείαι είναι ωραιότεραι και από τον πλέον εκλεκτόν οίνον.
 
Ασ. Ασ. 1,3 καὶ ὀσμὴ μύρων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα· μῦρον ἐκκενωθὲν ὄνομά σου. διὰ τοῦτο νεάνιδες ἠγάπησάν σε,
Ασ. Ασ. 1,3 Η ευωδία των ιδικών σου μύρων είναι περισσότερον ευάρεστος, από όλα τα αρώματα του κόσμου. Το όνομά σου είναι σαν το μύρον, που άδειασε από σφραγισμένον δοχείον. Δια τούτο αι παρθένοι νεάνιδες σε ηγάπησαν με όλην των την καρδίαν.
 
Ασ. Ασ. 1,4 εἵλκυσάν σε, ὀπίσω σου εἰς ὀσμὴν μύρων σου δραμοῦμεν. εἰσήνεγκέ με ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ ταμιεῖον αὐτοῦ. ἀγαλλιασώμεθα καὶ εὐφρανθῶμεν ἐν σοί· ἀγαπήσομεν μαστούς σου ὑπὲρ οἶνον· εὐθύτης ἠγάπησέ σε.
Ασ. Ασ. 1,4 Ειλκύσθησαν από σέ. Θα τρέξωμεν οπίσω σου μεθυσμέναι από την ευωδίαν των ιδικών σου μύρων. Ο βασιλεύς μου με εισήγαγεν εις τα ιδιαίτερα αυτού εσωτερικά διαμερίσματα. Θα χαρώμεν και θα ευφρανθώμεν μαζή σου. Θα αγαπήσωμεν τας ευαρέστους και ηδονικάς θωπείας σου περισσότερον από τον εκλεκτόν οίνον. Καθε ευθεία καρδία σε ηγάπησε και σε αγαπά.
 
Ασ. Ασ. 1,5 μέλαινά εἰμι ἐγὼ καὶ καλή, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα Κηδάρ, ὡς δέῤῥεις Σαλωμών.
Ασ. Ασ. 1,5 Ω θυγατέρες, της Ιερουσαλήμ! Είμαι πολύ μελαγχροινή εγώ, όπως αι σκηναί των κατοίκων Κηδάρ. Είμαι όμως ωραία, όπως τα πολύτιμα εκ δέρματος παραπετάσματα του ωραίου ανακτόρου του Σολομώντος.
 
Ασ. Ασ. 1,6 μὴ βλέψητέ με ὅτι ἐγώ εἰμι μεμελανωμένη, ὅτι παρέβλεψέ με ὁ ἥλιος· υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί, ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν· ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα.
Ασ. Ασ. 1,6 Μη με κυττάζετε με περιέργειαν, που είμαι μελαγχροινή. Διότι ο ήλιος έπεσε καυστικός επάνω μου και με εμαύρισε. Οι αδελφοί μου εχολώθησαν εναντίον μου και εφιλονείκησαν και με έστειλαν να φυλάττω τους αμπελώνας. Εγώ όμως από την αγάπην προς αυτόν δεν εφύλαξα τον αμπελώνα μου· αδιαφόρησα δι' αυτόν.
 
Ασ. Ασ. 1,7 ἀπάγγειλόν μοι ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου, ποῦ ποιμαίνεις, ποῦ κοιτάζεις ἐν μεσημβρίᾳ, μήποτε γένωμαι ὡς περιβαλλομένη ἐπ᾿ ἀγέλαις ἑταίρων σου.
Ασ. Ασ. 1,7 Πές μου συ, τον οποίον έχει αγαπήσει η ψυχή μου, που βόσκεις τα πρόβατά σου; Που πλαγιάζεις και αναπαύεσαι κατά τας μεσημβρινάς ώρας; Πές μου, που είσαι, για να μη περιπλανηθώ αναζητούσα σε εις τα ποίμνια των συντρόφων σου ποιμένων.
 
Ασ. Ασ. 1,8 ἐὰν μὴ γνῷς σεαυτήν, ἡ καλὴ ἐν γυναιξίν, ἔξελθε σὺ ἐν πτέρναις τῶν ποιμνίων καὶ ποίμαινε τὰς ἐρίφους σου ἐπὶ σκηνώμασι τῶν ποιμένων.
Ασ. Ασ. 1,8 Εάν συ, η ωραία μεταξύ όλων των γυναικών, εάν συ δεν γνωρίζης τον εαυτόν σου, έβγα και ακολούθησε τα ίχνη των ποιμνίων. Βοσκε τα ερίφιά σου ανάμεσα εις τας κατασκηνώσεις των άλλων ποιμένων και κάπου θα εύρης αυτόν, που αναζητείς.
 
Ασ. Ασ. 1,9 τῇ ἵππῳ μου ἐν ἅρμασι Φαραὼ ὡμοίωσά σε, ἡ πλησίον μου.
Ασ. Ασ. 1,9 Με την μεγαλοπρεπή και υπερήφανον φορβάδα μου, ζευγμένην στο άρμα του Φαραώ, εγώ παρομοιάσει σέ, ω καλή μου και σύντροφέ μου.
 
Ασ. Ασ. 1,10 τί ὡραιώθησαν σιαγόνες σου ὡς τρυγόνος, τράχηλός σου ὡς ὁρμίσκοι;
Ασ. Ασ. 1,10 Ποσον ωραίαι είναι αι παρειαί σου και αι σιαγόνες σου. Ομοιάζουν με τας σιαγόνας των τρυγόνων. Ο δε τράχηλός σου είναι ωραιότατος, ωσάν στολισμόν πολυτίμων κοσμημάτων.
 
Ασ. Ασ. 1,11 ὁμοιώματα χρυσίου ποιήσομέν σοι μετὰ στιγμάτων τοῦ ἀργυρίου.
Ασ. Ασ. 1,11 Κοσμήματα χρυσού διάστικτα με άργυρον θα κατασκευάσωμεν δια τον λαιμόν σου.
 
Ασ. Ασ. 1,12 ἕως οὗ ὁ βασιλεὺς ἐν ἀνακλίσει αὐτοῦ, νάρδος μου ἔδωκεν ὀσμὴν αὐτοῦ.
Ασ. Ασ. 1,12 Καθ' ον χρόνον ο βασιλεύς μου είναι ανακεκλιμένος, παρά την πλουσίαν τράπεζάν του, ο νάρδος μου ανέδιδε το ευάρεστον άρωμά του.
 
Ασ. Ασ. 1,13 ἀπόδεσμος τῆς στακτῆς ἀδελφιδός μου ἐμοί, ἀνὰ μέσον τῶν μαστῶν μου αὐλισθήσεται.
Ασ. Ασ. 1,13 Σαν θήκη γεμάτη από ευώδη στακτήν είναι δι' εμέ ο πολυαγαπημένος αδελφός μου. Θα αναπαύεται ανάμεσα στους μαστούς μου, επάνω από την καρδιά μου.
 
Ασ. Ασ. 1,14 βότρυς τῆς κύπρου ἀδελφιδός μου ἐμοί, ἐν ἀμπελῶσιν Ἐγγαδδί.
Ασ. Ασ. 1,14 Ωσάν το ανθισμένο κλήμα, που ευωδιάζει εις τα αμπέλια της Εγγαδδί, είναι ο αγαπημένος αδελφός της ψυχής μου.
 
Ασ. Ασ. 1,15 ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή, ὀφθαλμοί σου περιστεραί.
Ασ. Ασ. 1,15 Ιδού, σύντροφέ μου, είσαι ωραία. Ιδού, είσαι ωραία. Οι οφθαλμοί σου είναι ωσάν τα περιστέρια.
 
Ασ. Ασ. 1,16 ἰδοὺ εἶ καλός, ὁ ἀδελφιδός μου, καί γε ὡραῖος· πρὸς κλίνῃ ἡμῶν σύσκιος,
Ασ. Ασ. 1,16 Ιδού, και συ είσαι ωραίος, αδελφέ της ψυχής μου· πολύ ωραίος. Είσαι επάνω εις την κλίνην σου σαν κάτω από παχύσκιον δένδρον.
 
Ασ. Ασ. 1,17 δοκοὶ οἴκων ἡμῶν κέδροι, φατνώματα ἡμῶν κυπάρισσοι.
Ασ. Ασ. 1,17 Τα δοκάρια του σπιτιού μας είναι αρωματικαί κέδροι και τα κουφώματά μας ξύλα κυπαρίσσου.
 
Κεφάλαιο 2ο
Ασ. Ασ. 2,1 Ἐγώ ἄνθος τοῦ πεδίου, κρίνον τῶν κοιλάδων.
Ασ. Ασ. 2,1 Εγώ είμαι το άνθος της πεδιάδος, το κρίνον των κοιλάδων.
 
Ασ. Ασ. 2,2 ὡς κρίνον ἐν μέσῳ ἀκανθῶν, οὕτως ἡ πλησίον μου ἀνὰ μέσον τῶν θυγατέρων.
Ασ. Ασ. 2,2 Πράγματι ωσάν κρίνον ανάμεσα εις τα αγκάθια, έτσι είναι η καλή μου ανάμεσα εις τας άλλας παρθένους νεάνιδας.
 
Ασ. Ασ. 2,3 ὡς μῆλον ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ δρυμοῦ, οὕτως ἀδελφιδός μου ἀνὰ μέσον τῶν υἱῶν· ἐν τῇ σκιᾷ αὐτοῦ ἐπεθύμησα καὶ ἐκάθισα, καὶ καρπὸς αὐτοῦ γλυκὺς ἐν λάρυγγί μου.
Ασ. Ασ. 2,3 Ωσάν καρποφόρος μηλιά ανάμεσα εις τα άκαρπα δένδρα του δάσους, έτσι είναι ο αδελφός της ψυχής μου ανάμεσα στους άλλους νέους. Την σκιαν αυτού του δένδρου εγώ επεθύμησα και κάτω από αυτό εκάθισα. Ο καρπός του είναι γλυκύς στον λάρυγγά μου.
 
Ασ. Ασ. 2,4 εἰσαγάγετέ με εἰς οἶκον τοῦ οἴνου, τάξατε ἐπ᾿ ἐμὲ ἀγάπην.
Ασ. Ασ. 2,4 Οδηγήσατέ με στον οίκον, όπου παρατίθεται το συμπόσιον των γάμων μας. Διδάξατέ με και καταστήσατε σταθερωτάτην την προς τον νυμφίον μου αγνήν αγάπην μου.
 
Ασ. Ασ. 2,5 στηρίσατέ με ἐν μύροις, στοιβάσατέ με ἐν μήλοις, ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ.
Ασ. Ασ. 2,5 Είμαι πληγωμένη από την αγάπην του. Στηρίξατέ με με μύρα. Σωριάστε μπροστά μου μήλα· η ευωδία των αρωμάτων και η βρώσις των μήλων θα με στηρίξη.
 
Ασ. Ασ. 2,6 εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με.
Ασ. Ασ. 2,6 Το αριστερό του χέρι είναι κάτω από την κεφαλήν μου και το δεξί του χέρι ας με εναγκαλισθή.
 
Ασ. Ασ. 2,7 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν δυνάμεσι καὶ ἐν ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ, ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως οὗ θελήσῃ.
Ασ. Ασ. 2,7 Ω θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, σας εξορκίζω εις τας θαυμαστάς δυνάμεις της φύσεως, εις την ωραιότητα των αγρών και των πεδιάδων μη εξυπνήσετε και μη ανησυχήσετε την αγάπην μου. Αφήσατέ την να κοιμηθή και αναπαυθή, όσον θέλει.
 
Ασ. Ασ. 2,8 Φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου· ἰδοὺ οὗτος ἥκει πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη, διαλλόμενος ἐπὶ τοὺς βουνούς.
Ασ. Ασ. 2,8 Ακούω την φωνήν του αγαπημένου μου. Ιδού, αυτός έρχεται πηδών επάνω εις τα όρη, υπερπηδά τα βουνά και όλα τα εμπόδια.
 
Ασ. Ασ. 2,9 ὅμοιός ἐστιν ἀδελφιδός μου τῇ δορκάδι ἢ νεβρῷ ἐλάφων ἐπὶ τὰ ὄρη Βαιθήλ. ἰδοὺ οὗτος ὀπίσω τοῦ τοίχου ἡμῶν παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων, ἐκκύπτων διὰ τῶν δικτύων.
Ασ. Ασ. 2,9 Ο αδελφός αυτός της ψυχής μου ομοιάζει με ζαρκάδι η με μικρό ελάφι, εις τα όρη της Βαιθήλ. Ιδού, έφθασε ευρίσκεται έξω από τον τοίχον του σπιτιού μου. Κυπτει από τας θυρίδας· προσπαθεί δια μέσου των δικτυωτών να ίδη με στοργήν.
 
Ασ. Ασ. 2,10 ἀποκρίνεται ἀδελφιδός μου, καὶ λέγει μοι· ἀνάστα, ἐλθὲ ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου,
Ασ. Ασ. 2,10 Ο αδελφός της καρδιάς μου αποκρίνεται εις εμέ και μου λέγει· σήκω, έλα κοντά μου, συ η σύντροφός μου, η καλή μου, το περιστέρι μου.
 
Ασ. Ασ. 2,11 ὅτι ἰδοὺ ὁ χειμὼν παρῆλθεν, ὁ ὑετὸς ἀπῆλθεν, ἐπορεύθη ἑαυτῷ,
Ασ. Ασ. 2,11 Ελα· ο χειμώνας επέρασεν, αι βροχαί έφυγαν στον τόπον των.
 
Ασ. Ασ. 2,12 τὰ ἄνθη ὤφθη ἐν τῇ γῇ, καιρὸς τῆς τομῆς ἔφθακε, φωνὴ τῆς τρυγόνος ἠκούσθη ἐν τῇ γῇ ἡμῶν,
Ασ. Ασ. 2,12 Τα άνθη έκαμαν την εμφάνισίν των εις την γην. Ο καιρός του κλαδεύματος έχει φθάσει. Η φωνή της τρυγόνος ξανακούστηκε πάλιν εις την χώραν μας.
 
Ασ. Ασ. 2,13 ἡ συκῆ ἐξήνεγκεν ὀλύνθους αὐτῆς, αἱ ἄμπελοι κυπρίζουσιν, ἔδωκαν ὀσμήν. ἀνάστα, ἐλθέ, ἡ πλησίον μου, καλή μου, περιστερά μου, καὶ ἐλθέ,
Ασ. Ασ. 2,13 Η συκιά έβγαλε τους ολύνθους της. Αι άμπελοι ανθίζουν και σκορπίζουν την ευωδίαν των. Σηκω, έλα συ η σύντροφός μου, η καλή μου, η περιστερά μου, έλα
 
Ασ. Ασ. 2,14 σὺ περιστερά μου, ἐν σκέπῃ τῆς πέτρας, ἐχόμενα τοῦ προτειχίσματος· δεῖξόν μοι τὴν ὄψιν σου, καὶ ἀκούτισόν με τὴν φωνήν σου, ὅτι ἡ φωνή σου ἡδεῖα, καὶ ἡ ὄψις σου ὡραία.
Ασ. Ασ. 2,14 συ το περιστέρι μου, που με συστολήν είσαι κρυμμένη κάτω από τον βράχον, κοντά στο τείχος. Δείξε μου την ωραίαν σου μορφήν. Καμε με να ακούσω την φωνήν σου, διότι η φωνή σου είναι γλυκεία και η όψις σου ωραία.
 
Ασ. Ασ. 2,15 πιάσατε ἡμῖν ἀλώπεκας μικροὺς ἀφανίζοντας ἀμπελῶνας, καὶ αἱ ἄμπελοι ἡμῶν κυπρίζουσιν.
Ασ. Ασ. 2,15 Πιάστε μας τα μικρά αλεπουδάκια, που καταστρέφουν τους αμπελώνας μας, τώρα που είναι αυτοί επάνω στο άνθος των.
 
Ασ. Ασ. 2,16 ἀδελφιδός μου ἐμοί, κἀγὼ αὐτῷ, ὁ ποιμαίνων ἐν τοῖς κρίνοις,
Ασ. Ασ. 2,16 Ο αγαπητός μου είναι για μένα και εγώ είμαι γι αυτόν. Αυτός είναι ο ποιμήν στα στολισμένα με κρίνους λειδάδια.
 
Ασ. Ασ. 2,17 ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί. ἀπόστρεψον, ὁμοιώθητι σύ, ἀδελφιδέ μου, τῷ δόρκωνι ἢ νεβρῷ ἐλάφων ἐπὶ ὄρη κοιλωμάτων.
Ασ. Ασ. 2,17 Εως ότου σβήση η ημέρα και αρχίσουν να πέφτουν οι σκιές της νυκτός γύρισε, αγαπημένε μου, κοντά μου. Μοιάσε με το ζαρκάδι και το νεαρό ελάφι, που τρέχει στις χαράδρες των ορέων.
 
Κεφάλαιο 3ο
Ασ. Ασ. 3,1 Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν· ἐκάλεσα αὐτόν, καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.
Ασ. Ασ. 3,1 Επάνω εις την κλίνην μου κατά την νύκτα ανεζήτησα εκείνον, τον οποίον ηγάπησε και επόθησεν η ψυχή μου. Τον ανεζήτησα, και δεν τον ευρήκα. Τον εκάλεσα, αλλά δεν άκουσε την φωνήν μου.
 
Ασ. Ασ. 3,2 ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει, ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις, καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν.
Ασ. Ασ. 3,2 Θα σηκωθώ από την κλίνην μου, θα τριγυρίσω την πόλιν, τας αγοράς και τας πλατείας, και θα αναζητήσω εκείνον, που έχει αγαπήσει η ψυχή μου. Αλλά τον ανεζήτησα παντού, και δεν τον ευρήκα.
 
Ασ. Ασ. 3,3 εὕροσάν με οἱ τηροῦντες, οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει. μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου ἴδετε;
Ασ. Ασ. 3,3 Με συνήντησαν οι φύλακες, που περιπολούν την πόλιν, και τους ηρώτησα μήπως είδατε εκείνον, τον οποίον αγαπά η καρδιά μου;
 
Ασ. Ασ. 3,4 ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ᾿ αὐτῶν, ἕως οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου· ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με.
Ασ. Ασ. 3,4 Απεμακρύνθην ολίγον από αυτούς. Συνέχισα την αναζήτησίν μου, έως ότου ευρήκα εκείνον, τον οποίον ηγάπησεν η ψυχή μου. Τον εκράτησα με τα χέρια μου, δεν τον αφήκα, έως ότου τον έφερα μέσα στο σπίτι της μητρός μου, στο εσωτερικόν δωμάτιον εκείνης, που με έχει γεννήσει.
 
Ασ. Ασ. 3,5 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ, ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως ἂν θελήσῃ.
Ασ. Ασ. 3,5 Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, σας εξόρκισα και σας εξορκίζω εις τας μυστηριώδεις και ζωογόνους δυνάμεις της φύσεως και των αγρών, να μη εξυπνήσετε, να μη ανησυχήσετε την αγάπην μου. Αφήσατέ την να κοιμηθή, όσον θέλει.
 
Ασ. Ασ. 3,6 Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἀπὸ τῆς ἐρήμου ὡς στελέχη καπνοῦ τεθυμιαμένη σμύρναν καὶ λίβανον ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ;
Ασ. Ασ. 3,6 Ποιά είναι αυτή, που ανεβαίνει από την έρημον σαν ανάερη στήλη θυμιάματος σμύρνας και λιβάνου και όλων των ευωδών ουσιών, που κατασκευάζει ο μυροποιός;
 
Ασ. Ασ. 3,7 ἰδοὺ ἡ κλίνη τοῦ Σαλωμών, ἑξήκοντα δυνατοὶ κύκλῳ αὐτῆς ἀπὸ δυνατῶν Ἰσραήλ,
Ασ. Ασ. 3,7 Ιδού το μεγαλοπρεπές φορείον του Σολομώντος. Εξήντα δυνατοί άνδρες από τους ισχυρούς του Ισραήλ ολόγυρα από αυτό.
 
Ασ. Ασ. 3,8 πάντες κατέχοντες ῥομφαίαν, δεδιδαγμένοι πόλεμον, ἀνὴρ ῥομφαία αὐτοῦ ἐπὶ μηρὸν αὐτοῦ ἀπὸ θάμβους ἐν νυξί.
Ασ. Ασ. 3,8 Ολοι κρατούν ρομφαίαν. Εχουν γυμνασθή στον πόλεμον. Ο καθένας τους φέρει ζωσμένην την ρομφαίαν και κρεμασμένην στον μηρόν του, έτοιμος να την χρησιμοποίηση δια κάθε αιφνίδιον νυκτερινόν κίνδυνον.
 
Ασ. Ασ. 3,9 φορεῖον ἐποίησεν ἑαυτῷ ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν ἀπὸ ξύλων τοῦ Λιβάνου·
Ασ. Ασ. 3,9 Κατεσκεύασεν ο Σολομών φορείον δια τον εαυτόν του από τα ευώδη ξύλα του Λιβάνου.
 
Ασ. Ασ. 3,10 στύλους αὐτοῦ ἐποίησεν ἀργύριον καὶ ἀνάκλιτον αὐτοῦ χρύσεον· ἐπίβασις αὐτοῦ πορφυρᾶ, ἐντὸς αὐτοῦ λιθόστρωτον, ἀγάπην ἀπὸ θυγατέρων Ἱερουσαλήμ.
Ασ. Ασ. 3,10 Οι κίονες του φορείου του είναι αργυροί, το ανάκλιντρον ολόχρυσον, τα στηρίγματα αυτού ολοπόρφυρα. Μέσα στο φορείον κεντητόν, ψηφιδωτόν, λαμπρόν δάπεδον, έργον και δώρον της αγάπης των θυγατέρων της Ιερουσαλήμ.
 
Ασ. Ασ. 3,11 θυγατέρες Σιών, ἐξέλθατε καὶ ἴδετε ἐν τῷ βασιλεῖ Σαλωμὼν ἐν τῷ στεφάνῳ, ᾧ ἐστεφάνωσεν αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἐν ἡμέρᾳ νυμφεύσεως αὐτοῦ καὶ ἐν ἡμέρᾳ εὐφροσύνης καρδίας αὐτοῦ.
Ασ. Ασ. 3,11 Θυγατέρες της Σιών, εβγάτε και ίδετε τον βασιλέα Σολομώντα φέροντα εις την κεφαλήν του στεφανον, με τον οποίον τον εστεφάνωσεν η μητέρα του κατά την ημέραν του γάμου του, κατά την ημέραν που ηγαλλίασε και ευφράνθη η καρδία του.
 
Κεφάλαιο 4ο
Ασ. Ασ. 4,1 Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή. ὀφθαλμοί σου περιστεραὶ ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου. τρίχωμά σου ὡς ἀγέλαι τῶν αἰγῶν, αἳ ἀπεκαλύφθησαν ἀπὸ τοῦ Γαλαάδ.
Ασ. Ασ. 4,1 Ιδού, είσαι ωραία συ, η σύντροφος της ζωής μου. Είσαι ωραία. Τα μάτια σου είναι ωσάν δύο περιστέρια, πίσω από την διαφανή καλύπτραν του προσώπου σου. Αι τρίχες της κεφαλής σου μοιάζουν με τας αγέλας των αιγών, αι οποίαι εφάνησαν, να έρχωνται σαν κύματα από την Γαλαάδ.
 
Ασ. Ασ. 4,2 ὀδόντες σου ὡς ἀγέλαι τῶν κεκαρμένων, αἳ ἀνέβησαν ἀπὸ τοῦ λουτροῦ, αἱ πᾶσαι διδυμεύουσαι, καὶ ἀτεκνοῦσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς.
Ασ. Ασ. 4,2 Τα δόντια σου είναι λευκά, ωσάν τας αγέλας των φρεσκοκουρεμένων προβάτων, που εξήλθαν μόλις προ ολίγου αυτό το λουτρόν. Ολαι με δίδυμα, κανένα από αυτά δεν μένει στείρον.
 
Ασ. Ασ. 4,3 ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου, καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία, ὡς λέπυρον ῥοᾶς μῆλόν σου ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου.
Ασ. Ασ. 4,3 Τα χείλη σου είναι ωσάν το κόκκινο σειρίτι, και η λαλιά σου ωραία. Καθε παρειά σου, πίσω από την διαφανή καλύπτραν του προσώπου σου, μοιάζει με ροδαλόν ήμισυ τμήμα ροδιού.
 
Ασ. Ασ. 4,4 ὡς πύργος Δαυΐδ τράχηλός σου, ὁ ᾠκοδομημένος εἰς θαλπιώθ· χίλιοι θυρεοὶ κρέμανται ἐπ᾿ αὐτόν, πᾶσαι βολίδες τῶν δυνατῶν.
Ασ. Ασ. 4,4 Ο τράχηλός σου μοιάζει σαν τον ωραίον υψηλόν πύργον του Δαβίδ, ο οποίος έχει οικοδομηθή εις περίοπτον θέσιν. Χιλιαι μεγάλαι ασπίδες κρέμονται από αυτόν· πλήθος βέλη και ακόντια δια τους στρατιώτας.
 
Ασ. Ασ. 4,5 δύο μαστοί σου ὡς δύο νεβροὶ δίδυμοι δορκάδος οἱ νεμόμενοι ἐν κρίνοις.
Ασ. Ασ. 4,5 Οι δύο μαστοί σου μοιάζουν σαν δυό νεβρούς, δίδυμα ζαρκάδια, που βόσκουν ανάμεσα εις τα κρίνα.
 
Ασ. Ασ. 4,6 ἕως οὗ διαπνεύσῃ ἡμέρα καὶ κινηθῶσιν αἱ σκιαί, πορεύσομαι ἐμαυτῷ πρὸς τὸ ὄρος τῆς σμύρνης καὶ πρὸς τὸν βουνὸν τοῦ Λιβάνου.
Ασ. Ασ. 4,6 Μέχρις ότου αρχίση να σβήνη η ημέρα και να πίπτουν αι σκιαι της νυκτός, θα μεταβώ εγώ στον λόφον της σμύρνας, προς το βουνό του Λιβάνου.
 
Ασ. Ασ. 4,7 ὅλη καλὴ εἶ, πλησίον μου, καὶ μῶμος οὐκ ἔστιν ἐν σοί.
Ασ. Ασ. 4,7 Συντροφέ μου, όλη είσαι ωραία. Δεν υπάρχει κανένα ψεγάδι εις σέ.
 
Ασ. Ασ. 4,8 δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου, νύμφη, δεῦρο ἀπὸ Λιβάνου· ἐλεύσῃ καὶ διελεύσῃ ἀπὸ ἀρχῆς πίστεως, ἀπὸ κεφαλῆς Σανὶρ καὶ Ἐρμών, ἀπὸ μανδρῶν λεόντων, ἀπὸ ὀρέων παρδάλεων.
Ασ. Ασ. 4,8 Ελα κοντά μου από τον Λιβανον, ω νύμφη μου. Φυγε από τον Λιβανον και έλα. Ελα προσπέρασε την υψηλήν κορυφήν του βουνού, την κορυφήν του Σανίρ και του Ερμών, όπου υπάρχουν τα κρησφύγετα των λεόντων, το όρη όπου φωληάζουν αι παρδάλεις.
 
Ασ. Ασ. 4,9 ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἀδελφή μου νύμφη· ἐκαρδίωσας ἡμᾶς ἑνὶ ἀπὸ ὀφθαλμῶν σου, ἐν μιᾷ ἐνθέματι τραχήλων σου.
Ασ. Ασ. 4,9 Αδελφή μου και νύμφη μου, αιχμαλώτισες την καρδίαν μας. Με ένα βλέμμα των οφθαλμών σου αιχμαλώτισες τας καρδίας μας· με ένα από τα κοσμήματα του τραχήλου σου.
 
Ασ. Ασ. 4,10 τί ἐκαλλιώθησαν μαστοί σου, ἀδελφή μου νύμφη; τί ἐκαλλιώθησαν μαστοί σου ἀπὸ οἴνου, καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὑπὲρ πάντα τὰ ἀρώματα;
Ασ. Ασ. 4,10 Νυμφη και αδελφή μου, διατί είναι τόσον ωραία τα στήθη σου; Διατί οι μαστοί σου είναι μεθυστικώτεροι από τον οίνον και η ευωδία των ενδυμάτων σου ανωτέρα από όλα τα αρώματα;
 
Ασ. Ασ. 4,11 κηρίον ἀποστάζουσι χείλη σου, νύμφη· μέλι καὶ γάλα ὑπὸ τὴν γλῶσσάν σου, καὶ ὀσμὴ ἱματίων σου ὡς ὀσμὴ Λιβάνου.
Ασ. Ασ. 4,11 Μέλι κηρήθρας στάζουν τα χείλη σου, ω νύμφη μου. Μέλι και γάλα ρέουν, οι γλυκείς λόγοι σου, κάτω από την γλώσσαν σου. Το άρωμα των ιματίων σου είναι ωσάν την ευωδίαν του Λιβάνου.
 
Ασ. Ασ. 4,12 κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη.
Ασ. Ασ. 4,12 Αδελφή μου και νύμφη μου, σεμνή και ωραία, είσαι κήπος κλεισμένος, κήπος κλεισμένος και πηγή εσφραγισμένη.
 
Ασ. Ασ. 4,13 ἀποστολαί σου παράδεισος ῥοῶν μετὰ καρποῦ ἀκροδρύων, κύπροι μετὰ νάρδων,
Ασ. Ασ. 4,13 Τα βλαστάνοντα στον κήπον σου, είναι ωσάν ωραίες ροδιές με κρεμασμένους τους καρπούς των εις τα ακρινά βλαστάρια των. Μοιάζουν με ανθισμένο αμπέλι και νάρδους.
 
Ασ. Ασ. 4,14 νάρδος καὶ κρόκος, κάλαμος καὶ κιννάμωμον μετὰ πάντων ξύλων τοῦ Λιβάνου, σμύρνα ἀλὼθ μετὰ πάντων πρώτων μύρων.
Ασ. Ασ. 4,14 Αρωματικός νάρδος και κρόκος ανθούν εκεί, κανέλλα και κιννάμωμον και όλα τα δένδρα του Λιβάνου, η αρωματική σμύρνα, η αλόη και όλα τα εξαίρετα μύρα.
 
Ασ. Ασ. 4,15 πηγὴ κήπου καὶ φρέαρ ὕδατος ζῶντος καὶ ῥοιζοῦντος ἀπὸ τοῦ Λιβάνου.
Ασ. Ασ. 4,15 Μέσα στον κήπον υπάρχει φρέαρ και πηγή, που αναβλύζει ολοδροσον νερό· καταρράκτης, που με βουητό κατεβαίνει από τον Λιβανον.
 
Ασ. Ασ. 4,16 Ἐξεγέρθητι, βοῤῥᾶ, καὶ ἔρχου, νότε, διάπνευσον κῆπόν μου, καὶ ῥευσάτωσαν ἀρώματά μου· καταβήτω ἀδελφιδός μου εἰς κῆπον αὐτοῦ καὶ φαγέτω καρπὸν ἀκροδρύων αὐτοῦ.
Ασ. Ασ. 4,16 Σηκω άνεμε του βορρά, έλα και συ άνεμε του νότου, πνεύσατε στον κήπον μου. Ας διαλυθούν παντού τα αρώματά μου, ας κατεβή ο αγαπητός μου στον κήπον μου και ας φάγη τους ωρίμους καρπούς, που κρέμονται από τους βλαστούς των δένδρων μου.
 
Κεφάλαιο 5ο
Ασ. Ασ. 5,1 Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη, ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου, ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου, ἔπιον οἶνόν μου μετὰ γάλακτός μου· φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί.
Ασ. Ασ. 5,1 Εισήλθον σαν νοικοκύρης στον κήπον σου, νύμφη και αδελφή μου. Ετρύγησα μόνος μου την σμύρναν μου με τα πολλά της αρώματα. Εφαγα άρτον και μέλι, έπια τον οίνον μου και το γάλα μου και σεις φίλοι μου φάγετε, πίετε, χορτάσατε, ευφρανθήτε, αδελφοί μου.
 
Ασ. Ασ. 5,2 Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ. φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπὶ τὴν θύραν. Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός.
Ασ. Ασ. 5,2 Εγώ κοιμώμαι, αλλά η καρδιά μου αγρυπνεί. Ακούεται η φωνή του αγαπητού μου, κρούει την θύραν μου. Ανοιξε αδελφή μου, σύντροφέ μου, περιστερά μου, συ η κατά πάντα ωραία μου, διότι το κεφάλι μου εγέμισε από την δρόσον και οι βόστρυχοί μου από τας σταγόνας της νυκτός.
 
Ασ. Ασ. 5,3 Ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν; ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς;
Ασ. Ασ. 5,3 Εγώ έχω βγάλει ήδη τον χιτώνα μου, πως να τον φορέσω και πάλιν; Επλυνα τους πόδας μου, πως να τους λερώσω πάλιν;
 
Ασ. Ασ. 5,4 ἀδελφιδός μου ἀπέστειλε χεῖρα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀπῆς, καὶ ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾿ αὐτόν.
Ασ. Ασ. 5,4 Ο αγαπητός μου άπλωσε το χέρι του από κάποιαν οπήν, δια να ανοίξη την θύραν μου, και η καρδιά μου συνεκινήθη από αυτόν και εθερμάνθη.
 
Ασ. Ασ. 5,5 ἀνέστην ἐγὼ ἀνοῖξαι τῷ ἀδελφιδῷ μου, χεῖρές μου ἔσταξαν σμύρναν, δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη ἐπὶ χεῖρας τοῦ κλείθρου.
Ασ. Ασ. 5,5 Εσηκώθην εγώ, δια να ανοίξω στον αγαπημένον μου αδελφόν. Τα χέρια μου έσταζαν από ευώδη σμύρναν, τα δάκτυλά μου έσταζαν σμύρναν εις την λαβήν του κλειδιού της θύρας.
 
Ασ. Ασ. 5,6 ἤνοιξα ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου· ἀδελφιδός μου παρῆλθε. ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν, ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου.
Ασ. Ασ. 5,6 Ανοιξα εγώ στον αγαπημένον μου αδελφόν. Αλλά ο αγαπητός μου είχε περάσει και φύγει. Η ψυχή μου σαν να έσβησε μέσα μου από το γεγονός αυτό. Δεν τον είδα. Τον ανεζήτησα και δεν τον ευρήκα. Τον εφώναξα με το όνομά του και εκείνος δεν μου απήντησεν.
 
Ασ. Ασ. 5,7 εὕροσάν με οἱ φύλακες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει, ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με· ἦραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ φύλακες τῶν τειχέων.
Ασ. Ασ. 5,7 Εξήλθα από το σπίτι, δια να τον αναζητήσω. Με συνήντησαν οι περιπολούντες νυχτοφύλακες εις την πόλιν, με εκτύπησαν, με ετραυμάτισαν, αφήρεσαν την καλύπτραν του προσώπου μου οι φύλακες των τειχών της πόλεως.
 
Ασ. Ασ. 5,8 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ· ἐὰν εὕρητε τὸν ἀδελφιδόν μου, τί ἀπαγγείλητε αὐτῷ; ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι.
Ασ. Ασ. 5,8 Ω θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, σας εξορκίζω εις τας δυνάμεις της φύσεως και εις τας ωραιότητας του αγρού, εάν συναντήσετε τον αγαπημένον μου αδελφόν, τι θα αναγγείλετε εις αυτόν; Είπατέ του, ότι είμαι εγώ πληγωμένη από την αγάπην του.
 
Ασ. Ασ. 5,9 Τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ἡ καλὴ ἐν γυναιξί; τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ὅτι οὕτως ὥρκισας ἡμᾶς;
Ασ. Ασ. 5,9 Τι διαφέρει ο αγαπητός σου από άλλους αγαπητούς νέους, ω ωραία μεταξύ των γυναικών; Τι διάφορα χαρακτηριστικά έχει ο αγαπητός σου από άλλον αγαπητόν, ώστε να μας εξορκιζης κατ' αυτόν τον τρόπον;
 
Ασ. Ασ. 5,10 Ἀδελφιδός μου, λευκὸς καὶ πυῤῥός, ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων·
Ασ. Ασ. 5,10 Ο αγαπημένος μου αδελφός είναι λευκός και ροδαλός, εκλεκτός και περίβλεπτος μεταξύ μυριάδων νέων.
 
Ασ. Ασ. 5,11 κεφαλὴ αὐτοῦ χρυσίον καιφάζ, βόστρυχοι αὐτοῦ ἐλάται, μέλανες ὡς κόραξ·
Ασ. Ασ. 5,11 Η κεφαλή του είναι χρυσός καθαρός. Πυκνοί και κυματιστοί οι βόστρυχοί του, ωσάν το πυκνόφυλλον έλατον, μαύροι ωσάν τον κόρακα.
 
Ασ. Ασ. 5,12 ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς περιστεραὶ ἐπὶ πληρώματα ὑδάτων λελουσμέναι ἐν γάλακτι, καθήμεναι ἐπὶ πληρώματα·
Ασ. Ασ. 5,12 Τα μάτια του μοιάζουν σαν περιστέρια, που κάθονται κοντά εις δεξαμενάς γεμάτας νερό, ολόλευκα σαν λουσμένα με γάλα.
 
Ασ. Ασ. 5,13 σιαγόνες αὐτοῦ ὡς φιάλαι τοῦ ἀρώματος φύουσαι μυρεψικά· χείλη αὐτοῦ κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη·
Ασ. Ασ. 5,13 Σαν φιάλαι αρώματος αι δύο παρειαί του, από τας οποίας φυτρώνει το γένειόν του σαν πρασιά αρωματωδών φυτών. Τα χείλη του ομοιάζουν με τα κρίνα, που αποστάζουν πολύτιμον ανόθευτον σμύρναν.
 
Ασ. Ασ. 5,14 χεῖρες αὐτοῦ τορευταὶ χρυσαῖ πεπληρωμέναι Θαρσίς· κοιλία αὐτοῦ πυξίον ἐλεφάντινον ἐπὶ λίθου σαπφείρου·
Ασ. Ασ. 5,14 Ωραίαι και σαν να έχουν τορναρισθή με τόρνον αι χείρες του, χρυσαί ωσάν το χρυσίον Θαρσίς. Το σώμα του σαν από ελεφαντοστούν, διάστικτον με πολιτίμους λίθους σαπφείρου.
 
Ασ. Ασ. 5,15 κνῆμαι αὐτοῦ στῦλοι μαρμάρινοι τεθεμελιωμένοι ἐπὶ βάσεις χρυσᾶς· εἶδος αὐτοῦ ὡς Λίβανος, ἐκλεκτὸς ὡς κέδροι·
Ασ. Ασ. 5,15 Αι κνήμαι του μαρμάρινοι στύλοι, που στηρίζονται εις χρυσάς βάσεις. Η όλη του εμφάνισις ωραία, όπως ο Λιβανος. Είναι εκλεκτός μεταξύ όλων των ανθρώπων, όπως η κέδρος μεταξύ των άλλων δένδρων.
 
Ασ. Ασ. 5,16 φάρυγξ αὐτοῦ γλυκασμοὶ καὶ ὅλος ἐπιθυμία· οὗτος ἀδελφιδός μου καὶ οὗτος πλησίον μου, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ.
Ασ. Ασ. 5,16 Οι λόγοι του λάρυγγός του γλυκείς. Είναι εξ ολοκλήρου εράσμιος και ποθητός. Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, τέτοιος είναι ο αγαπημένος μου αδελφός, τέτοιος είναι ο σύντροφός μου.
 
Κεφάλαιο 6ο
Ασ. Ασ. 6,1 Ποῦ ἀπῆλθεν ὁ ἀδελφιδός σου, ἡ καλὴ ἐν γυναιξί; ποῦ ἀπέβλεψεν ὁ ἀδελφιδός σου; καὶ ζητήσομεν αὐτὸν μετὰ σοῦ.
Ασ. Ασ. 6,1 Αι θυγατέρες της Ιερουσαλήμ την ερωτούν· Που επήγεν ο αγαπημένος σου αδελφός, ω ωραία μεταξύ των γυναικών; Ποίαν κατεύθυνσιν επήρεν ο αδελφός σου; Πές μας, δια να τον αναζητήσωμεν μαζή με σένα και τον ανεύρωμεν.
 
Ασ. Ασ. 6,2 Ἀδελφιδός μου κατέβη εἰς κῆπον αὐτοῦ εἰς φιάλας τοῦ ἀρώματος ποιμαίνειν ἐν κήποις καὶ συλλέγειν κρίνα.
Ασ. Ασ. 6,2 Ο αγαπητός μου κατέβη στον κήπον του, εις τας πρασιάς των αρωματικών ανθέων. Περιπατεί στους κήπους, συλλέγει κρίνα.
 
Ασ. Ασ. 6,3 ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου, καὶ ἀδελφιδός μου ἐμοί, ὁ ποιμαίνων ἐν τοῖς κρίνοις.
Ασ. Ασ. 6,3 Εγώ ανήκω στον αγαπημένον μου αδελφόν και εκείνος ανήκει εις εμέ. Αυτός είναι, που ποιμαίνει τα πρόβατά του μέσα εις τα κρίνα.
 
Ασ. Ασ. 6,4 Καλὴ εἶ, ἡ πλησίον μου, ὡς εὐδοκία, ὡραία ὡς Ἱερουσαλήμ, θάμβος ὡς τεταγμέναι.
Ασ. Ασ. 6,4 Ωραία είσαι συ, σύντροφέ μου, ωσάν ευάρεστος και καλή επιθυμία, ωραία, όπως η Ιερουσαλήμ. Εμπνέεις θαυμασμόν ωσάν τας παρατεταγμένας προς πόλεμον στρατιωτικάς δυνάμεις.
 
Ασ. Ασ. 6,5 ἀπόστρεψον ὀφθαλμούς σου ἀπεναντίον μου, ὅτι αὐτοὶ ἀνεπτέρωσάν με. τρίχωμά σου ὡς ἀγέλαι τῶν αἰγῶν, αἳ ἀνεφάνησαν ἀπὸ τοῦ Γαλαάδ.
Ασ. Ασ. 6,5 Γυρισε αλλού, μακράν από εμέ τα μάτια σου, διότι αυτά με την μαγείαν των με ανεπτέρωσαν. Αι τρίχες της κεφαλής σου ομοιάζουν με κοπάδια αιγών, που έχουν αναφανή από την περιοχήν του Γαλαάδ.
 
Ασ. Ασ. 6,6 ὀδόντες σου ὡς ἀγέλαι τῶν κεκαρμένων, αἳ ἀνέβησαν ἀπὸ τοῦ λουτροῦ, αἱ πᾶσαι διδυμεύουσαι, καὶ ἀτεκνοῦσα οὐκ ἔστιν ἐν αὐταῖς.
Ασ. Ασ. 6,6 Τα ολόλευκα δόντια σου ομοιάζουν με κοπάδια φρεσκοκουρευμένων λευκών προβάτων, τα οποία μόλις τώρα εβγήκαν από το λουτρόν και είναι καθαρά και λευκά. Ολαι αι αμνάδες έχουν δίδυμα, καμμία στείρα δεν υπάρχει ανάμεσα εις αυτάς.
 
Ασ. Ασ. 6,7 ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία, ὡς λέπυρον τῆς ῥοᾶς μῆλόν σου ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου.
Ασ. Ασ. 6,7 Ωσάν κόκκινο σειρήτι τα χείλη σου, ωραία και γεμάτη χάριν η λαλιά σου. Καθε παρειά σου, πίσω από την διαφανή καλύπτραν, φαίνεται σαν το ροδοκκόκινο ήμισυ ροδιού.
 
Ασ. Ασ. 6,8 ἑξήκοντά εἰσι βασίλισσαι, καὶ ὀγδοήκοντα παλλακαί, καὶ νεάνιδες ὧν οὐκ ἔστιν ἀριθμός.
Ασ. Ασ. 6,8 Εξήκοντα βασίλισσαι είναι δια τους βασιλείς του κόσμου και ογδόηκοντα σύζυγοι δευτέρας σειράς και αναρίθμητοι άλλαι νεάνιδες προσφέρονται εις αυτούς.
 
Ασ. Ασ. 6,9 μία ἐστὶ περιστερά μου, τελεία μου, μία ἐστὶ τῇ μητρὶ αὐτῆς, ἐκλεκτή ἐστι τῇ τεκούσῃ αὐτήν. εἴδοσαν αὐτὴν θυγατέρες καὶ μακαριοῦσιν αὐτήν, βασίλισσαι καί γε παλλακαὶ καὶ αἰνέσουσιν αὐτήν.
Ασ. Ασ. 6,9 Δι' εμέ όμως, μία είναι η περιστερά μου, η απολύτως τελεία δι' εμέ, η μοναχοκόρη της μητρός σου, η εκλεκτή και δι' εκείνην που σε εγέννησε. Την είδαν αι άλλαι νεάνιδες, την εμακάρισαν και την μακαρίζουν. Και αυταί ακόμη αι βασίλισσαι και αι δευτέρας σειράς σύζυγοι των βασιλέων θα την εγκωμιάζουν και θα λέγουν·
 
Ασ. Ασ. 6,10 τίς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος, καλὴ ὡς σελήνη, ἐκλεκτὴ ὡς ὁ ἥλιος, θάμβος ὡς τεταγμέναι;
Ασ. Ασ. 6,10 Ποιά είναι αυτή η οποία προβάλλει ωσάν ολοκάθαρη πρωΐα, ωραία όπως η σελήνη, εκλεκτή όπως ο ήλιος, θαυμαστή, όπως αι παρατεταγμέναι προς μάχην στρατιωτικαί δυνάμεις;
 
Ασ. Ασ. 6,11 Εἰς κῆπον καρύας κατέβην ἰδεῖν ἐν γεννήμασι τοῦ χειμάῤῥου, ἰδεῖν εἰ ἤνθισεν ἡ ἄμπελος, ἐξήνθησαν αἱ ῥοαί· ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου σοί.
Ασ. Ασ. 6,11 Και εκείνη λέγει· Κατέβηκα στο περιβόλι, όπου υπάρχουν οι καρυδιές· κατέβηκα, δια να ιδώ όσα βλαστάνουν εις τας όχθας των ρυακίων. Να παρατηρήσω, εάν έχουν ανθίσει τα αμπέλια και οι ροδιές. Εκεί, ω νυμφίε μου, θα σου προσφέρω τους εναγκαλισμούς μου.
 
Ασ. Ασ. 6,12 οὐκ ἔγνω ἡ ψυχή μου· ἔθετό με ἅρματα Ἀμιναδάβ.
Ασ. Ασ. 6,12 Χωρίς να το εννοήση η ψυχή μου, σαν να με εκάθισεν εις τα ταχύτατα άρματα των ευγενών και επισήμων.
 
Κεφάλαιο 7ο
Ασ. Ασ. 7,1 Ἐπίστρεφε, ἐπίστρεφε, ἡ Σουλαμῖτις· ἐπίστρεφε, ἐπίστρεφε, καὶ ὀψόμεθα ἐν σοί, τί ὄψεσθε ἐν τῇ Σουλαμίτιδι; ἡ ἐρχομένη ὡς χοροὶ τῶν παρεμβολῶν.
Ασ. Ασ. 7,1 Γυρισε πίσω, επίστρεψε προς ημάς, ω Σουλαμίτις. Ξαναγύρισε, κύτταξέ μας και ημείς θα ίδωμεν το ωραίον σου πρόσωπον. Τι θα ίδετε εις εμέ εις μίαν ασήμαντον Σουλαμίτιδα; Συ, καθώς έρχεσαι με τόσην χάριν και μεγαλοπρέπειαν, ομοιάζεις με χορούς ουρανίων ταξιαρχιών.
 
Ασ. Ασ. 7,2 ὡραιώθησαν διαβήματά σου ἐν ὑποδήμασί σου, θύγατερ Ναδάβ· ῥυθμοὶ μηρῶν ὅμοιοι ὁρμίσκοις, ἔργον τεχνίτου·
Ασ. Ασ. 7,2 Ωραίον είναι το βάδισμά σου με τα εύμορφα υποδήματά σου ω κόρη αρχόντων! Καλλιτεχνικόν ρυθμόν και αρμονίαν έχουν οι μηροί σου, όμοιοι με περιδέραιον, ωσάν κομψοτέχνημα μεγάλου τεχνίτου.
 
Ασ. Ασ. 7,3 ὀμφαλός σου κρατὴρ τορευτὸς μὴ ὑστερούμενος κράμα· κοιλία σου θημωνία σίτου πεφραγμένη ἐν κρίνοις·
Ασ. Ασ. 7,3 Ο τορνευτός ομφαλός σου ομοιάζει με κοσμημένον κύπελλον από το οποίον δεν λείπει ποτέ ο οίνος. Η κοιλία σου ομοιάζει με θημωνιάν σίτου, φραγμένην με κρίνα.
 
Ασ. Ασ. 7,4 δύο μαστοί σου, ὡς δύο νεβροὶ δίδυμοι δορκάδος·
Ασ. Ασ. 7,4 Οι δύο μαστοί σου ομοιάζουν σαν δίδυμα μικρά ζαρκάδια.
 
Ασ. Ασ. 7,5 ὁ τράχηλός σου ὡς πύργος ἐλεφάντινος· οἱ ὀφθαλμοί σου ὡς λίμναι ἐν Ἐσεβών, ἐν πύλαις θυγατρὸς πολλῶν· μυκτήρ σου ὡς πύργος τοῦ Λιβάνου σκοπεύων πρόσωπον Δαμασκοῦ·
Ασ. Ασ. 7,5 Ο τράχηλός σου ωσάν πύργον από ελεφαντοστούν, τα μάτια σου, αστραφτερά και ολοκάθαρα, όπως αι δεξάμεναί αι παρά τας πύλας της Εσεβών, πόλεως πολλών κατοίκων. Η μύτη σου ωσάν πύργος του Λιβάνου εστραμμένου προς την Δαμασκόν.
 
Ασ. Ασ. 7,6 κεφαλή σου ἐπὶ σὲ ὡς Κάρμηλος, καὶ πλόκιον κεφαλῆς σου ὡς πορφύρα, βασιλεὺς δεδεμένος ἐν παραδρομαῖς.
Ασ. Ασ. 7,6 Η κεφαλή σου επάνω στο σώμα σου ομοιάζει σαν το όρος Καρμηλον. Αι πλεξίδες της κεφαλής σου ακτινοβολούν ωσάν πορφύρα και αυτός ο βασιλεύς, όταν διέρχεται εμπρός σου, είναι σαν να δένεται με αυτάς.
 
Ασ. Ασ. 7,7 τί ὡραιώθης καὶ τὶ ἡδύνθης ἀγάπη, ἐν τρυφαῖς σου;
Ασ. Ασ. 7,7 Ποσον ωραία γίνεσαι, αγάπη μου! Ποσον ηδονική εις τας τρυφερότητάς σου!
 
Ασ. Ασ. 7,8 τοῦτο μέγεθός σου, ὡμοιώθης τῷ φοίνικι καὶ οἱ μαστοί σου τοῖς βότρυσιν.
Ασ. Ασ. 7,8 Το ανάστημά σου ομοιάζει με φοίνικα και οι μαστοί σου με σταφύλια αμπέλου.
 
Ασ. Ασ. 7,9 εἶπα· ἀναβήσομαι ἐπὶ τῷ φοίνικι, κρατήσω τῶν ὕψεων αὐτοῦ, καὶ ἔσονται δὴ μαστοί σου ὡς βότρυες τῆς ἀμπέλου καὶ ὀσμὴ ῥινός σου ὡς μῆλα
Ασ. Ασ. 7,9 Είπα· θα αναβώ επάνω στον φοίνικα, θα φθάσω εις τα υψη αυτού, και οι μαστοί σου θα είναι πλησίον μου ωσάν σταφύλια αμπέλου, και η ευωδία της ρινός σου ως ευωδία μήλων.
 
Ασ. Ασ. 7,10 καὶ ὁ λάρυγξ σου ὡς οἶνος ὁ ἀγαθός, πορευόμενος τῷ ἀδελφιδῷ μου εἰς εὐθύτητα, ἱκανούμενος χείλεσί μου καὶ ὀδοῦσιν.
Ασ. Ασ. 7,10 Ο γλυκύλαλος λάρυγξ σου ως εκλεκτός οίνος, Ο οποίος, προσθέτει η νύμφη, θα ρέη προς το στόμα του αγαπητού μου κατ' ευθείαν, ικανός να τον ευφραίνη με τα χείλη μου και με τους οδόντας μου.
 
Ασ. Ασ. 7,11 Ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου, καὶ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ ἐπιστροφὴ αὐτοῦ.
Ασ. Ασ. 7,11 Εγώ ανήκω στον αγαπημένον μου αδελφόν και η σφόδρα επιθυμία εκείνου επιστρέφει προς εμέ.
 
Ασ. Ασ. 7,12 ἐλθέ, ἀδελφιδέ μου, ἐξέλθωμεν εἰς ἀγρόν, αὐλισθῶμεν ἐν κώμαις·
Ασ. Ασ. 7,12 Ελα αγαπητέ μου, ας εξέλθωμεν στους αγρούς, ας κατοικήσωμεν εις τας κώμας.
 
Ασ. Ασ. 7,13 ὀρθρίσωμεν εἰς ἀμπελῶνας, ἴδωμεν εἰ ἤνθησεν ἡ ἄμπελος, ἤνθησεν ὁ κυπρισμός, ἤνθησαν αἱ ῥοαί· ἐκεῖ δώσω τοὺς μαστούς μου σοί.
Ασ. Ασ. 7,13 Πρωϊ ας εγερθώμεν, δια να περιπατήσωμεν στους αμπελώνας· να ίδωμεν, εάν έχη ανθίσει η άμπελος, αν έκαμαν την εμφάνισίν των τα τρυφερά άνθη, αν άνθισαν οι ροδιές. Εκεί εγώ θα δώσω εις σε όλους τους εναγκαλισμούς μου, θα εκδηλώσω όλας τας αγνάς μου προς σε διαθέσεις.
 
Ασ. Ασ. 7,14 οἱ μανδραγόραι ἔδωκαν ὀσμήν, καὶ ἐπὶ θύραις ἡμῶν πάντα ἀκρόδρυα, νέα πρὸς παλαιά, ἀδελφιδέ μου, ἐτήρησά σοι.
Ασ. Ασ. 7,14 Οι μανδραγόραι αναδίδουν την ευωδίαν των και επάνω από τας θύρας της καλύβης μας κρέμονται διάφοροι εξαίρετοι καρποί, νέοι και παλαιοί, τους οποίους εγώ, αγαπημένε μου αδελφέ, εφύλαξα δια σέ.
 
Κεφάλαιο 8ο
Ασ. Ασ. 8,1 Τίς δῴη σε, ἀδελφιδέ μου, θηλάζοντα μαστούς μητρός σου; εὑροῦσά σε ἔξω φιλήσω σε, καί γε οὐκ ἐξουδενώσουσί μοι.
Ασ. Ασ. 8,1 Και αν ήσουνα αδελφός μου ομογάλακτος, που θα εθήλαζες τους μαστούς της ίδιας μητρός, και σε εύρισκα έξω, θα σε εφιλούσα και κανείς δεν θα με κατηγορούσε δι' αυτό.
 
Ασ. Ασ. 8,2 παραλήψομαί σε, εἰσάξω σε εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με· ποτιῶ σε ἀπὸ οἴνου τοῦ μυρεψικοῦ, ἀπὸ νάματος ῥοῶν μου.
Ασ. Ασ. 8,2 Δεν είμαι όμως αδελφή σου. Δια τούτο θα σε παρώ ως νυμφίον μου. Θα σε οδηγήσω στον οίκον της μητρός μου, στο εσωτερικώτερον δωμάτιον αυτής, η οποία με συνέλαβε και με εγέννησεν. Εκεί θα σε ποτίζω με ευώδη οίνον, με το νάμα από τα ρόϊδια μου.
 
Ασ. Ασ. 8,3 εὐώνυμος αὐτοῦ ὑπὸ τὴν κεφαλήν μου, καὶ ἡ δεξιὰ αὐτοῦ περιλήψεταί με.
Ασ. Ασ. 8,3 Εκεί το αριστερό χέρι του αγαπητού μου θα ευρίσκεται κάτω από την κεφαλήν μου και το δεξιό του θα με εναγκαλίζεσαι.
 
Ασ. Ασ. 8,4 ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ ἐὰν ἐγείρητε καὶ ἐὰν ἐξεγείρητε τὴν ἀγάπην, ἕως ἂν θελήσῃ.
Ασ. Ασ. 8,4 Σας εξορκίζω, θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, εις τας δυνάμεις της φύσεως, εις τας ωραιότητας του αγρού, μη ανησυχήσετε, μη εξυπνήσετε την αγάπην μου. Αφήσατε την να κοιμηθή όσον θέλει.
 
Ασ. Ασ. 8,5 Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα λελευκανθισμένη, ἐπιστηριζομένη ἐπὶ τὸν ἀδελφιδόν αὐτῆς; ὑπὸ μῆλον ἐξήγειρά σε· ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ μήτηρ σου, ἐκεῖ ὠδίνησέ σε ἡ τεκοῦσά σε.
Ασ. Ασ. 8,5 Ποιά είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημον, στολισμένη σαν με ολόλευκα άνθη στηριζομένη στον αγαπητόν της; Κατω από την μηλιά σε εξυπνησα. Εκεί ευρήκαν την μητέρα σου αι ωδίνες του τοκετού. Εκεί έπιασαν πόνοι του τοκετού εκείνην, που σε εγέννησε.
 
Ασ. Ασ. 8,6 θές με ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὴν καρδίαν σου, ὡς σφραγῖδα ἐπὶ τὸν βραχίονά σου· ὅτι κραταιὰ ὡς θάνατος ἀγάπη, σκληρὸς ὡς ᾅδης ζῆλος· περίπτερα αὐτῆς περίπτερα πυρός, φλόγες αὐτῆς·
Ασ. Ασ. 8,6 Βαλε με ωσάν σφραγίδα μέσα εις την καρδιάν σου, δια να με αισθάνεσαι μαζή σου πάντοτε. Ωσάν σφραγίδα στον βραχίονά σου, δια να με βλέπης. Διότι η αγάπη είναι εξ ίσου ισχυρά, όπως και ο θάνατος. Η φλόγα της αχόρταστη, όπως αχόρταστος είναι ο άδης. Οι γύρω ακτινοβόλοι σπινθηρισμοί της ωσάν τα σπινθοβολήματα του πυρός. Αι φλόγες αυτής ωσάν το πυρ.
 
Ασ. Ασ. 8,7 ὕδωρ πολὺ οὐ δυνήσεται σβέσαι τὴν ἀγάπην, καὶ ποταμοὶ οὐ συγκλύσουσιν αὐτήν. ἐὰν δῷ ἀνὴρ πάντα τὸν βίον αὐτοῦ ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐξουδενώσει ἐξουδενώσουσιν αὐτόν.
Ασ. Ασ. 8,7 Οσον πολύ και αν είναι το νερό, δεν ημπορεί να σβήση την φλόγα της αγάπης. Και αυτοί ακόμα οι ποταμοί δεν μπορούν να την πλημυρίσουν και να την πνίξουν. Εάν πλημμυρισμένος από αγάπην ο άνδρας δώση όλην την περιουσίαν του, δια να την εξαγόραση, θα τον ελεινολογήσουν και θα τον εξευτελίσουν οι άλλοι. Διότι η αγάπη δεν αγοράζεται.
 
Ασ. Ασ. 8,8 ἀδελφὴ ἡμῶν μικρὰ καὶ μαστοὺς οὐκ ἔχει· τί ποιήσωμεν τῇ ἀδελφῇ ἡμῶν ἐν ἡμέρᾳ, ᾗ ἐὰν λαληθῇ ἐν αὐτῇ;
Ασ. Ασ. 8,8 Οι αδελφοί της νύμφης έλεγαν κάποτε δι' αυτήν· η αδελφή μας είναι μικρή, μαστούς δεν έχει. Τι θα κάνωμεν δια την αδελφήν μας κατά την ημέραν, κατά την οποίαν ήθελε γίνει λόγος εις αυτήν δια γάμον;
 
Ασ. Ασ. 8,9 εἰ τεῖχός ἐστιν, οἰκοδομήσωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν ἐπάλξεις ἀργυρᾶς· καὶ εἰ θύρα ἐστί, διαγράψωμεν ἐπ᾿ αὐτὴν σανίδα κεδρίνην.
Ασ. Ασ. 8,9 Εάν αυτή φανή στους πειρασμούς ως τείχος απόρθητον, θα οικοδομήσωμεν επάνω εις αυτήν αργυράς επάλξεις προς βράβευσίν της. Εάν όμώς φανή ως ανοικτή θύρα δια τον οιονδήποτε, θα την περικλείσωμεν και θα την περιορίσωμεν με σανίδας κέδρου.
 
Ασ. Ασ. 8,10 ἐγὼ τεῖχος, καὶ μαστοί μου ὡς πύργοι· ἐγὼ ἤμην ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν ὡς εὑρίσκουσα εἰρήνην.
Ασ. Ασ. 8,10 Εγώ πράγματι υπήρξα τείχος απόρθητον και οι μαστοί μου ωσάν πύργοι απλησίαστοι. Ετσι εγώ ήμουνα άσπιλος και ηρωϊκή ενώπιον των αδελφών μου και ενώπιον του Σολομώντος. Και δια τούτο ευρήκα τώρα την ειρήνην και την χαράν κοντά στον νυμφίον μου.
 
Ασ. Ασ. 8,11 ἀμπελὼν ἐγενήθη τῷ Σαλωμὼν ἐν Βεελαμών· ἔδωκε τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ τοῖς τηροῦσιν, ἀνὴρ οἴσει ἐν καρπῷ αὐτοῦ χιλίους ἀργυρίου.
Ασ. Ασ. 8,11 Αμπελον απέκτησεν ο Σολομών εις Βεελαμών και παρέδωκεν αυτήν στους φύλακας και τους αμπελουργούς. Καθε αμπελουργός θα δίδη στον Σολομώντα από τους καρπούς του αμπελώνος χιλίους αργυρούς σίκλους.
 
Ασ. Ασ. 8,12 ἀμπελών μου ἐμὸς ἐνώπιόν μου· οἱ χίλιοι Σαλωμὼν καὶ οἱ διακόσιοι τοῖς τηροῦσι τὸν καρπὸν αὐτοῦ.
Ασ. Ασ. 8,12 Ο ιδικός μου όμως αμπελών είναι πάντοτε ενώπιόν μου. Ας έχη ο Σολομών τους χιλίους αργυρούς σίκλους και αυτοί που καλλιεργούν το αμπέλι, ας κρατούν δια τον εαυτό των τους διακοσίους σίκλους. Δι' εμέ είναι αρκετός ο νυμφίος μου.
 
Ασ. Ασ. 8,13 ὁ καθήμενος ἐν κήποις, ἑταῖροι προσέχοντες τῇ φωνῇ σου· ἀκούτισόν με·
Ασ. Ασ. 8,13 Συ, που αναπαύεσαι στους κήπους, ψάλε. Φιλοι, προσέξατε το άσμα του καθήμενου στους κήπους. Ψαλε δια να ακούσω και εγώ την φωνήν σου.
 
Ασ. Ασ. 8,14 φύγε, ἀδέλφιδέ μου, καὶ ὁμοιώθητι τῇ δορκάδι ἢ τῷ νεβρῷ τῶν ἐλάφων ἐπὶ ὄρη τῶν ἀρωμάτων.
Ασ. Ασ. 8,14 Και η νύμφη ψάλλει. Ζαρκάδι γίνε, ελαφάκι γίνε. Τρέξε, αγαπημένε μου αδελφέ, εις τα βουνά, όπου μοσχομυρίζει ο αέρας. Και εγώ μαζή σου.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια: