Ασ. Ασ. 5,1 |
Εἰσῆλθον εἰς κῆπόν μου, ἀδελφή μου νύμφη, ἐτρύγησα σμύρναν μου μετὰ ἀρωμάτων μου, ἔφαγον ἄρτον μου μετὰ μέλιτός μου, ἔπιον οἶνόν μου μετὰ γάλακτός μου· φάγετε, πλησίοι, καὶ πίετε καὶ μεθύσθητε, ἀδελφοί. |
Ασ. Ασ. 5,1 |
Εισήλθον σαν νοικοκύρης στον κήπον σου, νύμφη και αδελφή μου. Ετρύγησα μόνος μου την σμύρναν μου με τα πολλά της αρώματα. Εφαγα άρτον και μέλι, έπια τον οίνον μου και το γάλα μου και σεις φίλοι μου φάγετε, πίετε, χορτάσατε, ευφρανθήτε, αδελφοί μου. |
|
Ασ. Ασ. 5,2 |
Ἐγὼ καθεύδω καὶ ἡ καρδία μου ἀγρυπνεῖ. φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου κρούει ἐπὶ τὴν θύραν. Ἄνοιξόν μοι, ἀδελφή μου, ἡ πλησίον μου, περιστερά μου, τελεία μου, ὅτι ἡ κεφαλή μου ἐπλήσθη δρόσου καὶ οἱ βόστρυχοί μου ψεκάδων νυκτός. |
Ασ. Ασ. 5,2 |
Εγώ κοιμώμαι, αλλά η καρδιά μου αγρυπνεί. Ακούεται η φωνή του αγαπητού μου, κρούει την θύραν μου. Ανοιξε αδελφή μου, σύντροφέ μου, περιστερά μου, συ η κατά πάντα ωραία μου, διότι το κεφάλι μου εγέμισε από την δρόσον και οι βόστρυχοί μου από τας σταγόνας της νυκτός. |
|
Ασ. Ασ. 5,3 |
Ἐξεδυσάμην τὸν χιτῶνά μου, πῶς ἐνδύσομαι αὐτόν; ἐνιψάμην τοὺς πόδας μου, πῶς μολυνῶ αὐτούς; |
Ασ. Ασ. 5,3 |
Εγώ έχω βγάλει ήδη τον χιτώνα μου, πως να τον φορέσω και πάλιν; Επλυνα τους πόδας μου, πως να τους λερώσω πάλιν; |
|
Ασ. Ασ. 5,4 |
ἀδελφιδός μου ἀπέστειλε χεῖρα αὐτοῦ ἀπὸ τῆς ὀπῆς, καὶ ἡ κοιλία μου ἐθροήθη ἐπ᾿ αὐτόν. |
Ασ. Ασ. 5,4 |
Ο αγαπητός μου άπλωσε το χέρι του από κάποιαν οπήν, δια να ανοίξη την θύραν μου, και η καρδιά μου συνεκινήθη από αυτόν και εθερμάνθη. |
|
Ασ. Ασ. 5,5 |
ἀνέστην ἐγὼ ἀνοῖξαι τῷ ἀδελφιδῷ μου, χεῖρές μου ἔσταξαν σμύρναν, δάκτυλοί μου σμύρναν πλήρη ἐπὶ χεῖρας τοῦ κλείθρου. |
Ασ. Ασ. 5,5 |
Εσηκώθην εγώ, δια να ανοίξω στον αγαπημένον μου αδελφόν. Τα χέρια μου έσταζαν από ευώδη σμύρναν, τα δάκτυλά μου έσταζαν σμύρναν εις την λαβήν του κλειδιού της θύρας. |
|
Ασ. Ασ. 5,6 |
ἤνοιξα ἐγὼ τῷ ἀδελφιδῷ μου· ἀδελφιδός μου παρῆλθε. ψυχή μου ἐξῆλθεν ἐν λόγῳ αὐτοῦ. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν, ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. |
Ασ. Ασ. 5,6 |
Ανοιξα εγώ στον αγαπημένον μου αδελφόν. Αλλά ο αγαπητός μου είχε περάσει και φύγει. Η ψυχή μου σαν να έσβησε μέσα μου από το γεγονός αυτό. Δεν τον είδα. Τον ανεζήτησα και δεν τον ευρήκα. Τον εφώναξα με το όνομά του και εκείνος δεν μου απήντησεν. |
|
Ασ. Ασ. 5,7 |
εὕροσάν με οἱ φύλακες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει, ἐπάταξάν με, ἐτραυμάτισάν με· ἦραν τὸ θέριστρόν μου ἀπ᾿ ἐμοῦ φύλακες τῶν τειχέων. |
Ασ. Ασ. 5,7 |
Εξήλθα από το σπίτι, δια να τον αναζητήσω. Με συνήντησαν οι περιπολούντες νυχτοφύλακες εις την πόλιν, με εκτύπησαν, με ετραυμάτισαν, αφήρεσαν την καλύπτραν του προσώπου μου οι φύλακες των τειχών της πόλεως. |
|
Ασ. Ασ. 5,8 |
ὥρκισα ὑμᾶς, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ, ἐν ταῖς δυνάμεσι καὶ ἐν ταῖς ἰσχύσεσι τοῦ ἀγροῦ· ἐὰν εὕρητε τὸν ἀδελφιδόν μου, τί ἀπαγγείλητε αὐτῷ; ὅτι τετρωμένη ἀγάπης ἐγώ εἰμι. |
Ασ. Ασ. 5,8 |
Ω θυγατέρες της Ιερουσαλήμ, σας εξορκίζω εις τας δυνάμεις της φύσεως και εις τας ωραιότητας του αγρού, εάν συναντήσετε τον αγαπημένον μου αδελφόν, τι θα αναγγείλετε εις αυτόν; Είπατέ του, ότι είμαι εγώ πληγωμένη από την αγάπην του. |
|
Ασ. Ασ. 5,9 |
Τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ἡ καλὴ ἐν γυναιξί; τί ἀδελφιδός σου ἀπὸ ἀδελφιδοῦ, ὅτι οὕτως ὥρκισας ἡμᾶς; |
Ασ. Ασ. 5,9 |
Τι διαφέρει ο αγαπητός σου από άλλους αγαπητούς νέους, ω ωραία μεταξύ των γυναικών; Τι διάφορα χαρακτηριστικά έχει ο αγαπητός σου από άλλον αγαπητόν, ώστε να μας εξορκιζης κατ' αυτόν τον τρόπον; |
|
Ασ. Ασ. 5,10 |
Ἀδελφιδός μου, λευκὸς καὶ πυῤῥός, ἐκλελοχισμένος ἀπὸ μυριάδων· |
Ασ. Ασ. 5,10 |
Ο αγαπημένος μου αδελφός είναι λευκός και ροδαλός, εκλεκτός και περίβλεπτος μεταξύ μυριάδων νέων. |
|
Ασ. Ασ. 5,11 |
κεφαλὴ αὐτοῦ χρυσίον καιφάζ, βόστρυχοι αὐτοῦ ἐλάται, μέλανες ὡς κόραξ· |
Ασ. Ασ. 5,11 |
Η κεφαλή του είναι χρυσός καθαρός. Πυκνοί και κυματιστοί οι βόστρυχοί του, ωσάν το πυκνόφυλλον έλατον, μαύροι ωσάν τον κόρακα. |
|
Ασ. Ασ. 5,12 |
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ὡς περιστεραὶ ἐπὶ πληρώματα ὑδάτων λελουσμέναι ἐν γάλακτι, καθήμεναι ἐπὶ πληρώματα· |
Ασ. Ασ. 5,12 |
Τα μάτια του μοιάζουν σαν περιστέρια, που κάθονται κοντά εις δεξαμενάς γεμάτας νερό, ολόλευκα σαν λουσμένα με γάλα. |
|
Ασ. Ασ. 5,13 |
σιαγόνες αὐτοῦ ὡς φιάλαι τοῦ ἀρώματος φύουσαι μυρεψικά· χείλη αὐτοῦ κρίνα στάζοντα σμύρναν πλήρη· |
Ασ. Ασ. 5,13 |
Σαν φιάλαι αρώματος αι δύο παρειαί του, από τας οποίας φυτρώνει το γένειόν του σαν πρασιά αρωματωδών φυτών. Τα χείλη του ομοιάζουν με τα κρίνα, που αποστάζουν πολύτιμον ανόθευτον σμύρναν. |
|
Ασ. Ασ. 5,14 |
χεῖρες αὐτοῦ τορευταὶ χρυσαῖ πεπληρωμέναι Θαρσίς· κοιλία αὐτοῦ πυξίον ἐλεφάντινον ἐπὶ λίθου σαπφείρου· |
Ασ. Ασ. 5,14 |
Ωραίαι και σαν να έχουν τορναρισθή με τόρνον αι χείρες του, χρυσαί ωσάν το χρυσίον Θαρσίς. Το σώμα του σαν από ελεφαντοστούν, διάστικτον με πολιτίμους λίθους σαπφείρου. |
|
Ασ. Ασ. 5,15 |
κνῆμαι αὐτοῦ στῦλοι μαρμάρινοι τεθεμελιωμένοι ἐπὶ βάσεις χρυσᾶς· εἶδος αὐτοῦ ὡς Λίβανος, ἐκλεκτὸς ὡς κέδροι· |
Ασ. Ασ. 5,15 |
Αι κνήμαι του μαρμάρινοι στύλοι, που στηρίζονται εις χρυσάς βάσεις. Η όλη του εμφάνισις ωραία, όπως ο Λιβανος. Είναι εκλεκτός μεταξύ όλων των ανθρώπων, όπως η κέδρος μεταξύ των άλλων δένδρων. |
|
Ασ. Ασ. 5,16 |
φάρυγξ αὐτοῦ γλυκασμοὶ καὶ ὅλος ἐπιθυμία· οὗτος ἀδελφιδός μου καὶ οὗτος πλησίον μου, θυγατέρες Ἱερουσαλήμ. |
Ασ. Ασ. 5,16 |
Οι λόγοι του λάρυγγός του γλυκείς. Είναι εξ ολοκλήρου εράσμιος και ποθητός. Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, τέτοιος είναι ο αγαπημένος μου αδελφός, τέτοιος είναι ο σύντροφός μου. |
|
Κεφάλαιο 6ο |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου