| Κεφάλαιο 1ο |
Εσθ. 1,1 |
Καὶ ἐγένετο μετὰ τοὺς λόγους τούτους ἐν ταῖς ἡμέραις Ἀρταξέρξου -οὗτος ὁ Ἀρταξέρξης ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ χωρῶν ἐκράτησεν- |
Εσθ. 1,1 |
Επειτα από τα γεγονότα αυτά, εις την εποχήν του βασιλέως Αρταξέρξου- αυτός είναι ο Αρταξέρξης, ο οποίος εβασίλευεν από τας Ινδίας μέχρι και της Αιθιοπίας εις εκατόν είκοσι επτά χώρας- |
|
Εσθ. 1,1α |
Ἔτους δευτέρου βασιλεύοντος Ἀρταξέρξου τοῦ μεγάλου βασιλέως τῇ μιᾷ τοῦ Νισάν, ἐνύπνιον εἶδε Μαρδοχαῖος ὁ τοῦ Ἰαΐρου, τοῦ Σεμεΐου, τοῦ Κισσαίου, ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, |
Εσθ. 1,1α |
Κατά το δεύτερον έτος της βασιλείας του μεγάλου βασιλέως Αρταξέρξου, την πρώτην του μηνός Νισάν, ο Μαρδοχαίος ο υιός του Ιαΐρου, υιού του Σεμεΐου, υιού του Κισσαίου, από την φυλήν Βενιαμίν είδεν ένα όνειρον. |
|
Εσθ. 1,1β |
ἄνθρωπος Ἰουδαῖος οἰκῶν ἐν Σούσοις τῇ πόλει, ἄνθρωπος μέγας, θεραπεύων ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως. |
Εσθ. 1,1β |
Ο άνθρωπος αυτός ήτο Ιουδαίος, κατοικούσε εις την πόλιν Σούσα. Ητο δε μεγάλης υπολήψεως και μορφώσεως και υπηρετούσεν εις την αυλήν του βασιλέως. |
|
Εσθ. 1,1γ |
ἦν δὲ ἐκ τῆς αἰχμαλωσίας, ἧς ᾐχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος ἐξ Ἱερουσαλὴμ μετὰ Ἰεχονίου τοῦ βασιλέως τῆς Ἰουδαίας. |
Εσθ. 1,1γ |
Ητο από τους αιχμαλώτους, τους οποίους μαζή με τον βασιλέα των Ιουδαίων, τον Ιεχονίαν είχεν αιχμαλωτίσει και μετοικίσει από την Ιερουσαλήμ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος, ο Ναβουχοδονόσορ. |
|
Εσθ. 1,1δ |
καὶ τοῦτο αὐτοῦ τὸ ἐνύπνιον· καὶ ἰδοὺ φωναὶ καὶ θόρυβος, βρονταὶ καὶ σεισμός, τάραχος ἐπὶ τῆς γῆς. |
Εσθ. 1,1δ |
Το όνειρον δε το οποίον είδεν, ήτο το εξής· Ηκουσεν αίφνης φωνάς, θόρυβον, βροντάς, σεισμόν και μεγάλην αναταραχήν εις την γην. |
|
Εσθ. 1,1ε |
καὶ ἰδοὺ δύο δράκοντες μεγάλοι ἕτοιμοι προῆλθον ἀμφότεροι παλαίειν, καὶ ἐγένετο αὐτῶν φωνὴ μεγάλη· |
Εσθ. 1,1ε |
Και ιδού, δύο δράκοντες ενεφανίσθησαν έτοιμοι να παλαίσουν ο ένας εναντίον του αλλού, και εξέβαλλον τρομεράς κραυγάς. |
|
Εσθ. 1,1ζ |
καὶ τῇ φωνῇ αὐτῶν ἡτοιμάσθη πᾶν ἔθνος εἰς πόλεμον, ὥστε πολεμῆσαι δικαίων ἔθνος. |
Εσθ. 1,1ζ |
Με τας κραυγάς των ηγέρθησαν, συνησπίσθησαν και ητοιμάσθησαν όλα τα έθνη να πολεμήσουν εναντίον ενός έθνους δικαίων ανθρώπων. |
|
Εσθ. 1,1η |
καὶ ἰδοὺ ἡμέρα σκότος καὶ γνόφου, θλῖψις καὶ στενοχωρία, κάκωσις καὶ τάραχος μέγας ἐπὶ τῆς γῆς· |
Εσθ. 1,1η |
Αίφνης κατά την ημέραν εκείνην έγινε γνόφος και σκότος. Θλίψις και στενοχωρία ηπλώθη εις την γην. Δεινά και ταραχή μεγάλη. |
|
Εσθ. 1,1θ |
καὶ ἐταράχθη πᾶν ἔθνος δίκαιον φοβούμενοι τὰ ἑαυτῶν κακὰ καὶ ἡτοιμάσθησαν ἀπολέσθαι καὶ ἐβόησαν πρὸς τὸν Θεόν. |
Εσθ. 1,1θ |
Ολον το έθνος των δικαίων, επειδή εφοβήθη, μήπως αι συμφοραί εκσπάσουν εναντίον αυτών και καταστραφούν, παρεκάλεσαν τον Θεόν με φωνήν μεγάλην. |
|
Εσθ. 1,1ι |
ἀπὸ δὲ τῆς βοῆς αὐτῶν ἐγένετο ὡσανεὶ ἀπὸ μικρᾶς πηγῆς ποταμὸς μέγας, ὕδωρ πολύ· |
Εσθ. 1,1ι |
Από την βοήν του δικαίου αυτού έθνους ερράγη και ενεφανίσθη κάποια μικρά πηγή, από την οποίαν όμως επήγασεν ένας μεγάλος ποταμός, νερό άφθονον. |
|
Εσθ. 1,1κ |
καὶ φῶς καὶ ἥλιος ἀνέτειλε, καὶ οἱ ταπεινοὶ ὑψώθησαν καὶ κατέφαγον τοὺς ἐνδόξους. |
Εσθ. 1,1κ |
Εφάνη το φως της πρωΐας, ανέτειλεν ο ήλιος και οι ταπεινωμένοι δίκαιοι υψώθησαν, ενισχύθησαν και κατέφαγον τους ισχυρούς εχθρούς των. |
|
Εσθ. 1,1λ |
καὶ διεγερθεὶς Μαρδοχαῖος ὁ ἑωρακὼς τὸ ἐνύπνιον τοῦτο καὶ τί ὁ Θεὸς βεβούλευται ποιῆσαι, εἶχεν αὐτὸ ἐν τῇ καρδίᾳ καὶ ἐν παντὶ λόγῳ ἤθελεν ἐπιγνῶναι αὐτὸ ἕως τῆς νυκτός. |
Εσθ. 1,1λ |
Ο Μαρδοχαίος, ο οποίος είδεν αυτό το ενύπνιον, εσηκώθη από τον ύπνον του, και εσκέπτετο τι τάχα είχεν αποφασίσει να κάμη ο Θεός. Το ερευνούσε με την διάνοιάν του και προσπαθούσε καθ όλην την διάρκειαν της ημέρας μέχρι και της νυκτός να εννοήση, τι τάχα ήθελε να σημάνη το όνειρον εκείνο. |
|
Εσθ. 1,1μ |
καὶ ἡσύχασε Μαρδοχαῖος ἐν τῇ αὐλῇ μετὰ Γαβαθὰ καὶ Θάρα τῶν δύο εὐνούχων τοῦ βασιλέως τῶν φυλασσόντων τὴν αὐλὴν |
Εσθ. 1,1μ |
Επειτα ο Μαρδοχαίος ηρέμησεν, έμεινεν εις την αυλήν μαζή με τον Γαβαθά και τον Θαρα τους δύο αυλικούς του βασιλέως, οι οποίοι εφρουρούσαν την αυλήν. |
|
Εσθ. 1,1ν |
ἤκουσέ τε αὐτῶν τοὺς λογισμοὺς καὶ τὰς μερίμνας αὐτῶν ἐξηρεύνησε καὶ ἔμαθεν, ὅτι ἑτοιμάζουσι τὰς χεῖρας ἐπιβαλεῖν Ἀρταξέρξῃ τῷ βασιλεῖ, καὶ ὑπέδειξε τῷ βασιλεῖ περὶ αὐτῶν. |
Εσθ. 1,1ν |
Καποτε ο Μαρδοχαίος, χωρίς και να το θέλη, ήκουσε τας σκέψεις των, αντελήφθη και κατενόησε τα σχέδιά των και έμαθεν ότι αυτοί, ητοιμάζοντο να δολοφονήσουν τον Αρταξέρξην, τον βασιλέα. Τα σχέδια εκείνων τα εφανέρωσε στον Αρταξέρξην τον βασιλέα. |
|
Εσθ. 1,1ξ |
καὶ ἐξήτασεν ὁ βασιλεὺς τοὺς δύο εὐνούχους, καὶ ὁμολογήσαντες ἀπήχθησαν. |
Εσθ. 1,1ξ |
Ο βασιλεύς διέταξε και υπέβαλαν εις ανάκρισιν τους δύο αυλικούς, εκείνοι δε ωμολόγησαν τα σχέδιά των και ωδηγήθησαν στον τόπον της θανατικής των εκτελέσεως. |
|
Εσθ. 1,1ο |
καὶ ἔγραψεν ὁ βασιλεὺς τοὺς λόγους τούτους εἰς μνημόσυνον, καὶ Μαρδοχαῖος ἔγραψεν περὶ τῶν λόγων τούτων. |
Εσθ. 1,1ο |
Ο βασιλεύς έγραψεν εις τα χρονικά εις ανάμνησιν το γεγονός εκείνο, επίσης ο Μαρδοχαίος εσημείωσε γραπτώς τα γεγονότα αυτά. |
|
Εσθ. 1,1π |
καὶ ἐπέταξεν ὁ βασιλεὺς Μαρδοχαίῳ θεραπεύειν ἐν τῇ αὐλῇ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόματα περὶ τούτων. |
Εσθ. 1,1π |
Ο Βασιλεύς έδωσεν εντολήν στον Μαρδοχαίον να υπηρετή εις την αυλήν και του προσέφερεν ακόμη δώρα δια την εξυπηρέτησίν του αυτήν. |
|
Εσθ. 1,1ρ |
καὶ ἦν Ἀμὰν Ἀμαδάθου Βουγαῖος ἔνδοξος ἐνώπιον τοῦ βασιλέως· καὶ ἐζήτησε κακοποιῆσαι τὸν Μαρδοχαῖον καὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ ὑπὲρ τῶν δύο εὐνούχων τοῦ βασιλέως. |
Εσθ. 1,1ρ |
Ο Αμάν, ο υιός του Αμαδάθου, ο Βουγαίος, είχε μεγάλην τιμήν και δόξαν ενώπιον του βασιλέως. Επιζητούσε δε ευκαιρίαν να εξολοθρεύση τον Μαρδοχαίον και τον ιουδαϊκόν λαόν ένεκα της καταγγελίας, την οποίαν ο Μαρδοχαίος έκαμεν εναντίον των δύο αυλικών του βασιλέως. |
|
Εσθ. 1,2 |
ἐν αὐταῖς ταῖς ἡμέραις ὅτε ἐθρονίσθη βασιλεὺς Ἀρταξέρξης ἐν Σούσοις τῇ πόλει, |
Εσθ. 1,2 |
κατά την εποχήν, λοιπόν, εκείνην εκάθητο επί του βασιλικού θρόνου εις την πόλιν των Σούσων ο βασιλεύς Αρταξέρξης. |
|
Εσθ. 1,3 |
ἐν τῷ τρίτῳ ἔτει βασιλεύοντος αὐτοῦ, δοχὴν ἐποίησε τοῖς φίλοις καὶ τοῖς λοιποῖς ἔθνεσι καὶ τοῖς Περσῶν καὶ Μήδων ἐνδόξοις καὶ τοῖς ἄρχουσι τῶν σατραπῶν. |
Εσθ. 1,3 |
Κατά το τρίτον έτος της βασιλείας του, παρέθεσε τράπεζαν εις όλους τους επισήμους φίλους του, στους εκ των άλλων εθνών φίλους του και στους τα πρώτα φέροντας εκ των Περσών και των Μηδων, οι οποίοι εκυβερνούσαν σατραπείας. |
|
Εσθ. 1,4 |
καὶ μετὰ ταῦτα μετὰ τὸ δεῖξαι αὐτοῖς τὸν πλοῦτον τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ τὴν δόξαν τῆς εὐφροσύνης τοῦ πλούτου αὐτοῦ ἐν ἡμέραις ἑκατὸν ὀγδοήκοντα, |
Εσθ. 1,4 |
Επί εκατόν δε ογδοήκοντα ημέρας ο βασιλεύς εξέθεσε και επέδειξεν ενώπιον αυτών τον πλούτον της βασιλείας του και την δόξαν και την μεγαλοπρέπειαν των αγαθών του. |
|
Εσθ. 1,5 |
ὅτε δὲ ἀνεπληρώθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ γάμου, ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς πότον τοῖς ἔθνεσι τοῖς εὑρεθεῖσιν εἰς τὴν πόλιν ἐπὶ ἡμέρας ἓξ ἐν αὐλῇ οἴκου τοῦ βασιλέως |
Εσθ. 1,5 |
Οταν δε συνεπληρώθησαν αι ημέραι του γάμου του, ο βασιλεύς παρέθεσεν εις τας αυλάς των ανακτόρων του συμπόσιον επί εξ ημέρας εις όλους τους λαούς, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την πόλιν του. |
|
Εσθ. 1,6 |
κεκοσμημένῃ βυσσίνοις καὶ καρπασίνοις τεταμένοις ἐπὶ σχοινίοις βυσσίνοις καὶ πορφυροῖς, ἐπὶ κύβοις χρυσοῖς καὶ ἀργυροῖς, ἐπὶ στύλοις παρίνοις καὶ λιθίνοις· κλῖναι χρυσαῖ καὶ ἀργυραῖ ἐπὶ λιθοστρώτου σμαραγδίτου λίθου καὶ πιννίνου καὶ παρίνου λίθου καὶ στρώμναι διαφανεῖς ποικίλως διηνθισμέναι, κύκλῳ ῥόδα πεπασμένα· |
Εσθ. 1,6 |
Η αυλή ήτο στολισμένη με σκηνάς εκ βύσσου λευκάς και πρασίνους, αι οποίαι είχαν δεθή με σχοινία από βύσσον και πορφυρά με κρίκους χρυσούς και αργυρούς επάνω εις στύλους από μάρμαρα της Παρου και άλλους λίθους. Εκεί επίσης είχαν στηθή κλίναι χρυσαί και αργυραί στο λιθόστρωτον, το στρωμένον με πολυτίμους λίθους, δηλαδή με σμαραγδίτην, με πίννινον και με πάριον λευκόν μάρμαρον. Επάνω εις αυτάς υπήρχον στρώματα πολυτελέστατα, διηνθισμένα ποικιλοτρόπως. Γυρω δε από αυτά υπήρχον σκορπισμένα ρόδα. |
|
Εσθ. 1,7 |
ποτήρια χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ καὶ ἀνθράκινον κυλίκιον προκείμενον ἀπὸ ταλάντων τρισμυρίων· οἶνος πολὺς καὶ ἡδύς, ὃν αὐτὸς ὁ βασιλεὺς ἔπινεν. |
Εσθ. 1,7 |
Εκεί υπήρχον ποτήρια χρυσά και αργυρά. Υπήρχε δε και ένα πανάκριβον ποτήριον κεκοσμημένον με πολυτίμους λίθους και το οποίον ήξιζε τριάκοντα χιλιάδες τάλαντα. Προσεφέρετο δε οίνος άφθονος και γλυκύτατος, τον οποίον κατά ιδιαιτέρα, προτίμησα έπινεν ο βασιλεύς. |
|
Εσθ. 1,8 |
ὁ δὲ πότος οὗτος οὐ κατὰ προκείμενον νόμον ἐγένετο, οὕτως δὲ ἠθέλησεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐπέταξε τοῖς οἰκονόμοις ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων. |
Εσθ. 1,8 |
Αυτό δε το συμπόσιον δεν εγίνετο σύμφωνα με την καθιερωμένην εθιμοτυπίαν· και τούτο, διότι έτσι ηθέλησεν ο βασιλεύς, ο οποίος μάλιστα είχε διατάξει τους υπηρετούντας στο συμπόσιον αυτό, να φέρωνται και να πράττουν σύμφωνα με το θέλημα το ιδικόν του και των προσκεκλημένων εις αυτό ανθρώπων. |
|
Εσθ. 1,9 |
καὶ Ἀστὶν ἡ βασίλισσα ἐποίησε πότον ταῖς γυναιξὶν ἐν τοῖς βασιλείοις, ὅπου ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης, |
Εσθ. 1,9 |
Εξ άλλου και η βασίλισσα Αστίν έκαμε και αυτή συμπόσιον εις τας γυναίκας εντός του βασιλικού ανακτόρου, όπου ευρίσκετο ο Αρταξέρξης. |
|
Εσθ. 1,10 |
ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ ἡδέως γενόμενος ὁ βασιλεὺς εἶπε τῷ Ἀμὰν καὶ Βαζὰν καὶ Θάρᾳ καὶ Βαραζὶ καὶ Ζαθολθὰ καὶ Ἀβαταζὰ καὶ Θαραβά, τοῖς ἑπτὰ εὐνούχοις τοῖς διακόνοις τοῦ βασιλέως Ἀρταξέρξου, |
Εσθ. 1,10 |
Κατά την εβδόμην ημέραν του συμποσίου, ενώ ευρίσκετο εις ευθυμίαν ο βασιλεύς, διέταξε τον Αμάν, τον Βαζάν, τον Θαρα, τον Βαραζί, τον Ζαθολθά, τον Αβαταζά, τον Θαραβά, τους επτά ευνούχους αυλικούς του, οι οποίοι υπηρετούσαν τον βασιλέα Αρταξέρξην, |
|
Εσθ. 1,11 |
εἰσαγαγεῖν τὴν βασίλισσαν πρὸς αὐτόν, βασιλεύειν αὐτὴν καὶ περιθεῖναι αὐτῇ τὸ διάδημα καὶ δεῖξαι τοῖς ἄρχουσι καὶ τοῖς ἔθνεσι τὸ κάλλος αὐτῆς, ὅτι καλὴ ἦν. |
Εσθ. 1,11 |
να παρουσιάσουν ενώπιόν του την βασίλισσαν με όλην αυτής την μεγαλοπρέπειαν, να φορέσουν εις την κεφαλήν της το γυναικείον βασιλικόν διάδημα, να δείξουν αυτήν, την μεγαλοπρέπειαν και το κάλλος της, στους άρχοντας των εθνών, διότι αυτή ήτο πράγματι πολύ ωραία. |
|
Εσθ. 1,12 |
καὶ οὐκ εἰσήκουσεν αὐτοῦ Ἀστὶν ἡ βασίλισσα ἐλθεῖν μετὰ τῶν εὐνούχων. καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεὺς καὶ ὠργίσθη |
Εσθ. 1,12 |
Η βασίλισσα όμως Αστίν δεν υπήκουσεν εις την εντολήν του βασιλέως, να έλθη με τους αυλικούς ενώπιόν του. Ο βασιλεύς ελυπήθη και ωργίσθη δια την παρακοήν της αυτήν. |
|
Εσθ. 1,13 |
καὶ εἶπε τοῖς φίλοις αὐτοῦ· κατὰ ταῦτα ἐλάλησεν Ἀστίν, ποιήσατε οὖν περὶ τούτου νόμον καὶ κρίσιν. |
Εσθ. 1,13 |
Είπε δε στους φίλους του· “αυτά μου απήντησεν η Αστίν. Σεις δικάσατέ την δια την παρακοήν της αυτήν και πράξατε ο,τι ο νόμος σχετικώς ορίζει”. |
|
Εσθ. 1,14 |
καὶ προσῆλθεν αὐτῷ Ἀρκεσαῖος καὶ Σαρσαθαῖος καὶ Μαλησεὰρ οἱ ἄρχοντες Περσῶν καὶ Μήδων, οἱ ἐγγὺς τοῦ βασιλέως, οἱ πρῶτοι παρακαθήμενοι τῷ βασιλεῖ, |
Εσθ. 1,14 |
Προσήλθεν ενώπιον του βασιλέως ο Αρκεσαίος, ο Σαρσαθαίος, ο Μαλησεάρ, οι άρχοντες των Περσών και των Μηδων, οι οποίοι ευρίσκοντο πλησίον του βασιλέως και κατείχον τας πρώτας θέσεις παρακαθήμενοι κοντά στον βασιλέα. |
|
Εσθ. 1,15 |
καὶ ἀπήγγειλαν αὐτῷ κατὰ τοὺς νόμους, ὡς δεῖ ποιῆσαι Ἀστὶν τῇ βασιλίσσῃ, ὅτι οὐκ ἐποίησε τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως προσταχθέντα διὰ τῶν εὐνούχων. |
Εσθ. 1,15 |
Αυτοί λοιπόν του ανήγγειλαν τι έπρεπε, σύμφωνα με τους κειμένους νόμους, να κάμουν εναντίον της βασιλίσσης Αστίν, διότι αυτή δεν υπήκουσε και δεν έπραξε σύμφωνα με τα όσα διέταξεν ο βασιλεύς δια των αυλικών του. |
|
Εσθ. 1,16 |
καὶ εἶπεν ὁ Μουχαῖος πρὸς τὸν βασιλέα καὶ τοὺς ἄρχοντας· οὐ τὸν βασιλέα μόνον ἠδίκησεν Ἀστὶν ἡ βασίλισσα, ἀλλὰ καὶ πάντας τοὺς ἄρχοντας καὶ τοὺς ἡγουμένους τοῦ βασιλέως |
Εσθ. 1,16 |
Ο Μουχαίος είπε προς τον βασιλέα και προς τους άλλους άρχοντας· “η βασίλισσα Αστίν με την συμπεριφοράν της αυτήν δεν ηδίκησε μόνον τον βασιλέα αλλά και όλους τους άρχοντας και τους αξιωματούχους του βασιλέως”. |
|
Εσθ. 1,17 |
(καὶ γὰρ διηγήσατο αὐτοῖς τὰ ῥήματα τῆς βασιλίσσης καὶ ὡς ἀντεῖπε τῷ βασιλεῖ). ὡς οὖν ἀντεῖπε τῷ βασιλεῖ Ἀρταξέρξῃ, |
Εσθ. 1,17 |
Αυτός είχεν εν τω μεταξύ διηγηθή εις αυτούς τα λόγια της βασιλίσσης και πως παρήκουσεν εις την διαταγήν του βασιλέως). Προσέθεσε δε ότι, όπως αυτή παρήκουσεν στον Αρταξέρξην, |
|
Εσθ. 1,18 |
οὕτω σήμερον αἱ τυραννίδες αἱ λοιπαὶ τῶν ἀρχόντων Περσῶν καὶ Μήδων ἀκούσασαι τὰ τῷ βασιλεῖ λεχθέντα ὑπ᾿ αὐτῆς, τολμήσουσιν ὁμοίως ἀτιμάσαι τοὺς ἄνδρας αὐτῶν. |
Εσθ. 1,18 |
κατά παρόμοιον τρόπον και αι σύζυγοι των διαφόρων διοικητών και αρχόντων Περσών και Μηδων, όταν ακούσουν όσα αυτή αντείπε προς τον βασιλέα, θα αποθρασυνθούν, ώστε να περιφρονήσουν και αυταί κατά παρόμοιον τρόπον τους άνδρας των, εάν η Αστίν δεν τιμωρηθή. Και προσέθεσεν· |
|
Εσθ. 1,19 |
εἰ οὖν δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, προσταξάτω βασιλικόν, καὶ γραφήτω κατὰ τοὺς νόμους Μήδων καὶ Περσῶν· καὶ μὴ ἄλλως χρησάσθω, μηδὲ εἰσελθέτω ἔτι ἡ βασίλισσα πρὸς αὐτόν, καὶ τὴν βασιλείαν αὐτῆς δότω ὁ βασιλεὺς γυναικὶ κρείττονι αὐτῆς. |
Εσθ. 1,19 |
“Εαν, λοιπόν, φαίνεται καλόν στον βασιλέα, ας εκδώση βασιλικόν διάταγμα, το οποίον και να γραφή στους νόμους των Μηδων και των Περσών, ώστε εις παρομοίας περιστάσεις να εφαρμόζεται αυτό και κανένα άλλο. Το διάταγμα θα ορίζη, να μη παρουσιασθή ποτέ πλέον στον βασιλέα η βασίλισσα, να εκπέση του αξιώματός της και ο βασιλεύς να δώση την βασιλείαν της εις άλλην γυναίκα καλυτέραν από αυτήν. |
|
Εσθ. 1,20 |
καὶ ἀκουσθήτω ὁ νόμος ὁ ὑπὸ τοῦ βασιλέως, ὃν ἐὰν ποιῇ ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ, καὶ οὕτω πᾶσαι αἱ γυναῖκες περιθήσουσι τιμὴν τοῖς ἀνδράσιν ἑαυτῶν, ἀπὸ πτωχοῦ ἕως πλουσίου. |
Εσθ. 1,20 |
Ας διαλαληθή δε και ας ακουσθή από όλους ο νόμος αυτός του βασιλέως. Ετσι δε αι γυναίκες, όταν μάθουν τι δια νόμου απεφάσισε και πράττει ο βασιλεύς, θα περιβάλλουν με τιμήν τους άνδρας των από τον πτωχόν μέχρι και τον πλέον πλούσιον”. |
|
Εσθ. 1,21 |
καὶ ἤρεσεν ὁ λόγος τῷ βασιλεῖ καὶ τοῖς ἄρχουσι, καὶ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς καθὰ ἐλάλησεν ὁ Μουχαῖος· |
Εσθ. 1,21 |
Ο λόγος αυτός ήρεσεν στον βασιλέα και στους άρχοντας, ο δε βασιλεύς έκαμε εκείνο, το οποίον του είπεν ο Μουχαίος. |
|
Εσθ. 1,22 |
καὶ ἀπέστειλεν εἰς πᾶσαν τὴν βασιλείαν κατὰ χώραν, κατὰ τὴν λέξιν αὐτῶν, ὥστε εἶναι φόβον αὐτοῖς ἐν ταῖς οἰκίαις αὐτῶν. |
Εσθ. 1,22 |
Εστειλε δε αντίγραφα του διατάγματος αυτού εις όλας τας χώρας του βασιλείου του γραμμένα εις την γλώσσαν της χώρας, που απηυθύνοντο. Τούτο δέ, δια να εμπνεύση και επιβάλη μέσα εις τας οικογενείας τον φόβον και τον σεβασμόν των γυναικών προς τους άνδρας των. |
|
| Κεφάλαιο 2ο |
Εσθ. 2,1 |
Καὶ μετὰ τοὺς λόγους τούτους ἐκόπασεν ὁ βασιλεὺς τοῦ θυμοῦ καὶ οὐκέτι ἐμνήσθη τῆς Ἀστίν, μνημονεύων οἷα ἐλάλησε καὶ ὡς κατέκρινεν αὐτήν. |
Εσθ. 2,1 |
Αφού επέρασαν τα γεγονότα αυτά, έπεσεν ο θυμός του βασιλέως και δεν ενεθυμήθη πλέον την Αστίν, αλλά μόνον επανέφερεν εις την μνήμην του τα λόγια που αυτή του είχε πει, όπως και το γεγονός, ότι αυτός την είχε καταδικάσει. |
|
Εσθ. 2,2 |
καὶ εἶπαν οἱ διάκονοι τοῦ βασιλέως· ζητηθήτω τῷ βασιλεῖ κοράσια ἄφθορα καλὰ τῷ εἴδει· |
Εσθ. 2,2 |
Οι δούλοι τότε του βασιλέως του είπαν· “ας ζητήσωμεν να εύρωμεν δια σέ, βασιλεύ, ωραίας νεαρός παρθένους. |
|
Εσθ. 2,3 |
καὶ καταστήσει ὁ βασιλεὺς κωμάρχας ἐν πάσαις ταῖς χώραις τῆς βασιλείας αὐτοῦ, καὶ ἐπιλεξάτωσαν κοράσια παρθενικὰ καλὰ τῷ εἴδει εἰς Σοῦσαν τὴν πόλιν εἰς τὸν γυναικῶνα· καὶ παραδοθήτωσαν τῷ εὐνούχῳ τοῦ βασιλέως τῷ φύλακι τῶν γυναικῶν, καὶ δοθήτω σμῆγμα καὶ ἡ λοιπὴ ἐπιμέλεια· |
Εσθ. 2,3 |
Προς τούτο ο βασιλεύς ας διορίση εις όλας τας επαρχίας του βασιλείου άρχοντας κατά τόπους, να αναλάβουν και να επιλέξουν νεαράς ωραίας παρθένους και να φέρουν αυτάς εις την πόλιν Σούσα, στον γυναικωνίτην του βασιλέως. Αυταί δε ας παραδοθούν στον ευνούχον του βασιλέως, τον φύλακα των γυναικών του, ας δοθούν εις αυτάς καλλυντικά και ας καταβληθή κάθε προσπάθεια και κάθε άλλη φροντίς δια την καλήν των εμφάνισιν. |
|
Εσθ. 2,4 |
καὶ ἡ γυνή, ἣ ἂν ἀρέσῃ τῷ βασιλεῖ, βασιλεύσει ἀντὶ Ἀστίν. καὶ ἤρεσε τῷ βασιλεῖ τὸ πρᾶγμα, καὶ ἐποίησεν οὕτως. |
Εσθ. 2,4 |
Από αυτάς δε η γυναίκα εκείνη, η οποία θα αρέση στον βασιλέα, θα γίνη βασίλισσα αντί της Αστίν”. Η πρότασις αυτή ήρεσεν στον βασιλέα και έκαμεν, όπως του είπαν. |
|
Εσθ. 2,5 |
καὶ ἄνθρωπος ἦν Ἰουδαῖος ἐν Σούσοις τῇ πόλει, καὶ ὄνομα αὐτοῦ Μαρδοχαῖος ὁ τοῦ Ἰαΐρου, τοῦ Σεμεΐου, τοῦ Κισσαίου, ἐκ φυλῆς Βενιαμίν, |
Εσθ. 2,5 |
Εις τα Σούσα·, εις την πόλιν αυτήν, εζούσεν ένας άνθρωπος Ιουδαίος, ο οποίος ωνομάζετο Μαρδοχαίος. Ητο υιός του Ιαρΐου, υιού του Σεμεΐου, υιού του Κισσαίου, από την φυλήν Βενιαμίν. |
|
Εσθ. 2,6 |
ὃς ἦν αἰχμάλωτος ἐξ Ἱερουσαλήμ, ἣν ᾐχμαλώτευσε Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος. |
Εσθ. 2,6 |
Αυτός ήτο από τους Ιουδαίους αιχμαλώτους της Ιερουσαλήμ, τους οποίους ο Ναβουνοδονόσορ ο βασιλεύς είχεν απαγάγει αιχμαλώτους. |
|
Εσθ. 2,7 |
καὶ ἦν τούτῳ παῖς θρεπτή, θυγάτηρ Ἀμιναδὰβ ἀδελφοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ ὄνομα αὐτῇ Ἐσθήρ· ἐν δὲ τῷ μεταλλάξαι αὐτῆς τοὺς γονεῖς ἐπαίδευσεν αὐτὴν ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα· καὶ ἦν τὸ κοράσιον καλὸν τῷ εἴδει. |
Εσθ. 2,7 |
Αυτός είχεν αναθρέψει μίαν κόρην θυγατέρα του θείου του Αμιναδάβ, αδελφού του πατρός του. Αυτή ωνομάζετο Εσθήρ. Οταν δε απέθαναν οι γονείς της, ο Μαρδοχαίος την ανέλαβεν υπό την προστασίαν του και εφρόντιζε δι αυτήν, με τον σκοπόν να την λάβη αργότερα ως σύζυγόν του. Η κόρη δε αυτή ήτο πολύ ωραία κατά την μορφήν. |
|
Εσθ. 2,8 |
καὶ ὅτε ἠκούσθη τὸ τοῦ βασιλέως πρόσταγμα, συνήχθησαν πολλὰ κοράσια εἰς Σοῦσαν τὴν πόλιν ὑπὸ χεῖρα Γαΐ, καὶ ἤχθη Ἐσθὴρ πρὸς Γαΐ τὸν φύλακα τῶν γυναικῶν. |
Εσθ. 2,8 |
Οταν έγινε γνωστόν το βασιλικόν διάταγμα, συνεκεντρώθησαν πολλά κοράσια εις την πόλιν Σούσα υπό την ευθύνην και την φροντίδα του Γαϊ. Προς αυτόν τον Γαϊ, τον φύλακα των γυναικών του βασιλέως, ωδηγήθη και η Εσθήρ. |
|
Εσθ. 2,9 |
καὶ ἤρεσεν αὐτῷ τὸ κοράσιον καὶ εὗρε χάριν ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἔσπευσε δοῦναι αὐτῇ τὸ σμῆγμα καὶ τὴν μερίδα καὶ τὰ ἑπτὰ κοράσια τὰ ὑποδεδειγμένα αὐτῇ ἐκ βασιλικοῦ καὶ ἐχρήσατο αὐτῇ καλῶς καὶ ταῖς ἅβραις αὐτῆς ἐν τῷ γυναικῶνι. |
Εσθ. 2,9 |
Εις αυτόν ήρεσεν η Εσθήρ περισσότερον από κάθε άλλην και εύρε χάριν ενώπιόν του. Ο Γαϊ έσπευσε και έδωσεν εις αυτήν τα καλλυντικά και κάθε άλλην περιποιήση αναφερομένην εις την δίαιτάν της, όπως επίσης και επτά παρθένους που είχαν επιλεγή από τον βασιλικόν οίκον, εις υπηρεσίαν της. Ο Γαϊ προσέφερε κάθε περιποίησιν προς αυτήν και εις τας θεραπαινίδας της, τας οποίας και ωδήγησεν στον γυναικωνίτην. |
|
Εσθ. 2,10 |
καὶ οὐχ ὑπέδειξε Ἐσθὴρ τὸ γένος αὐτῆς οὐδὲ τὴν πατρίδα· ὁ γὰρ Μαρδοχαῖος ἐνετείλατο αὐτῇ μὴ ἀπαγγεῖλαι· |
Εσθ. 2,10 |
Η Εσθήρ δεν κατέστησε γνωστήν την καταγωγήν της ούτε την πατρίδα της, διότι, ο Μαρδοχαίος της είχε δώσει εντολήν να μη ανακοινώση τίποτε από αυτά. |
|
Εσθ. 2,11 |
καθ᾿ ἑκάστην δὲ ἡμέραν περιεπάτει ὁ Μαρδοχαῖος κατὰ τὴν αὐλὴν τὴν γυναικείαν ἐπισκοπῶν τί Ἐσθὴρ συμβήσεται. |
Εσθ. 2,11 |
Καθε δε ημέραν ο Μαρδοχαίος περιπατούσε έξω από την αυλήν των γυναικών, παρατηρούσε και επιθυμούσε να μάθη τι θα γίνη με την Εσθήρ. |
|
Εσθ. 2,12 |
οὗτος δὲ ἦν καιρὸς κορασίου εἰσελθεῖν πρὸς τὸν βασιλέα, ὅταν ἀναπληρώσῃ μῆνας δεκαδύο· οὕτως γὰρ αναπληροῦνται αἱ ἡμέραι τῆς θεραπείας, μῆνας ἓξ ἀλειφόμεναι ἐν σμυρνίνῳ ἐλαίῳ καὶ μῆνας ἓξ ἐν τοῖς ἀρώμασι καὶ ἐν τοῖς σμήγμασι τῶν γυναικῶν, |
Εσθ. 2,12 |
Συμφώνως δε προς τα καθιερωμένα έπρεπε μετά την συμπλήρωσιν δώδεκα μηνών να εμφανισθή η κόρη ενώπιον του βασιλέως. Αι ημέραι δε της προετοιμασίας των επερνούσαν ως εξής· επί εξ μήνας αι κόραι ηλείφοντο με έλαιον από σμύρναν και επί άλλους εξ μήνας με αρώματα και άλλα καλλυντικά, που εχρησιμοποιούσαν αι γυναίκες. |
|
Εσθ. 2,13 |
καὶ τότε εἰσπορεύεται πρὸς τὸν βασιλέα. καὶ ᾧ ἐὰν εἴπῃ, παραδώσει αὐτὴν συνεισέρχεσθαι αὐτῷ ἀπὸ τοῦ γυναικῶνος ἕως τῶν βασιλείων. |
Εσθ. 2,13 |
Και τότε η υποψηφία σύζυγος του βασιλέως ωδηγείτο ενώπιον αυτού. Ο ευνούχος, προς τον οποίον ο βασιλεύς ήθελε δώσει την σχετικήν εντολήν, θα ωδηγούσεν αυτήν από τον γυναικωνίτην εις τα βασιλικά ανάκτορα. |
|
Εσθ. 2,14 |
δείλης εἰσπορεύεται καὶ πρὸς ἡμέραν ἀποτρέχει εἰς τὸν γυναικῶνα τὸν δεύτερον, οὗ Γαΐ ὁ εὐνοῦχος τοῦ βασιλέως ὁ φύλαξ τῶν γυναικῶν, καὶ οὐκέτι εἰσπορεύεται πρὸς τὸν βασιλέα, ἐὰν μὴ κληθῇ ὀνόματι. |
Εσθ. 2,14 |
Αυτή δε πηγαίνει εκεί την εσπέραν· και την επομένην πρωΐαν εισέρχεται στον δεύτερον οίκον, όπου ο Γαϊ ο ευνούχος του βασιλέως ευρίσκεται, ο φύλαξ των γυναικών. Δεν έχει δε πλέον το δικαίωμα να επανέλθη προς τον βασιλέα, εάν δεν κληθή από αυτόν ονομαστί. |
|
Εσθ. 2,15 |
ἐν δὲ τῷ ἀναπληροῦσθαι τὸν χρόνον Ἐσθὴρ τῆς θυγατρὸς Ἀμιναδὰβ ἀδελφοῦ πατρὸς Μαρδοχαίου εἰσελθεῖν πρὸς τὸν βασιλέα οὐδὲν ἠθέτησεν, ὧν ἐνετείλατο ὁ εὐνοῦχος ὁ φύλαξ τῶν γυναικῶν· ἦν γὰρ Ἐσθὴρ εὑρίσκουσα χάριν παρὰ πάντων τῶν βλεπόντων αὐτήν. |
Εσθ. 2,15 |
Οταν λοιπόν συνεπληρώθη ο χρόνος, κατά ταν οποίον η Εσθήρ, η θυγάτηρ του Αμιναδάβ, αδελφού του πατρύς του Μαρδοχαίου, επρόκειτο να εισέλθη προς τον βασιλέα, η Εσθήρ δεν παρέλειψε και ούτε παρήκουσε τίποτε, από όσα είχε δώσει εντολήν εις αυτήν να προσέξη ο ευνούχος, ο φύλαξ των γυναικών. Ετσι δε φερομένη η Εσθήρ εύρισκε χάριν εκ μέρους όλων όσοι την έβλεπον. |
|
Εσθ. 2,16 |
καὶ εἰσῆλθεν Ἐσθὴρ πρὸς Ἀρταξέρξην τὸν βασιλέα τῷ δωδεκάτῳ μηνί, ὅς ἐστιν Ἀδάρ, τῷ ἑβδόμῳ ἔτει τῆς βασιλείας αὐτοῦ. |
Εσθ. 2,16 |
Η Εσθήρ πράγματι παρουσιάσθη στον βασιλέα τον Αρταξέρξην, κατά τον δωδέκατον μήνα, τον μήνα δηλαδή Αδάρ, κατά το έβδομον έτος της βασιλείας αυτού. |
|
Εσθ. 2,17 |
καὶ ἠράσθη ὁ βασιλεὺς Ἐσθήρ, καὶ εὗρε χάριν παρὰ πάσας τὰς παρθένους, καὶ ἐπέθηκεν αὐτῇ τὸ διάδημα τὸ γυναικεῖον. |
Εσθ. 2,17 |
Ο βασιλεύς την ηγάπησε πάρα πολύ, διότι αυτή ευρήκε χάριν ενώπιόν του περισσότερον από όλας τας άλλας παρθένους. Εθεσε δε επάνω εις την κεφαλήν της τα γυναικείον βασιλικόν διάδημα. |
|
Εσθ. 2,18 |
καὶ ἐποίησεν ὁ βασιλεὺς πότον πᾶσι τοῖς φίλοις αὐτοῦ καὶ ταῖς δυνάμεσιν ἐπὶ ἡμέρας ἑπτὰ καὶ ὕψωσε τοὺς γάμους Ἐσθὴρ καὶ ἄφεσιν ἐποίησε τοῖς ὑπὸ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ. |
Εσθ. 2,18 |
Ο βασιλεύς επανηγύρισε με μεγάλην λαμπρότητα τους γάμους της Εσθήρ, παρέθεσε μέγα συμπόσιον εις όλους τους φίλους του και τους άρχοντας επί επτά ημέρας, παρεχώρησε μεγάλας δωρεάς και έδωσεν άψεσιν χρεών στους ανθρώπους της βασιλείας του. |
|
Εσθ. 2,19 |
ὁ δὲ Μαρδοχαῖος ἐθεράπευεν ἐν τῇ αὐλῇ. |
Εσθ. 2,19 |
Ο Μαρδοχαίος υπηρετούσε πάντοτε εις την βασιλικήν αυλήν. |
|
Εσθ. 2,20 |
ἡ δὲ Ἐσθὴρ οὐχ ὑπέδειξε τὴν πατρίδα αὐτῆς· οὕτως γὰρ ἐνετείλατο αὐτῇ Μαρδοχαῖος, φοβεῖσθαι τὸν Θεὸν καὶ ποιεῖν τὰ προστάγματα αὐτοῦ, καθὼς ἦν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ Ἐσθὴρ οὐ μετήλλαξε τὴν ἀγωγὴν αὐτῆς. |
Εσθ. 2,20 |
Η Εσθήρ δεν ανεκοίνωσε και δεν εγνωστοποίησεν εις κανένα την πατρίδα της, διότι αυτήν την εντολήν της είχε δώσει ο Μαρδοχαίος. Να φοβήται τον Θεόν, να τηρή τας θείας εντολάς, όπως όταν αυτή ευρίσκετο μαζή του. Η Εσθήρ, και όταν έγινε βασίλισσα, δεν ήλλαξε τρόπον συμπεριφοράς και ζωής. |
|
Εσθ. 2,21 |
Καὶ ἐλυπήθησαν οἱ δύο εὐνοῦχοι τοῦ βασιλέως, οἱ ἀρχισωματοφύλακες, ὅτι προήχθη Μαρδοχαῖος, καὶ ἐζήτουν ἀποκτεῖναι Ἀρταξέρξην τὸν βασιλέα. |
Εσθ. 2,21 |
Οι δύο αυλικοί, οι αρχισωματοφύλακες του βασιλέως, εστενοχωρήθησαν, διότι προήχθη εις επίζηλον θέσιν ο Μαρδοχαίος και εζητούσαν ευκαιρίαν να δολοφονήσουν τον βασιλέα Αρταξέρξην. |
|
Εσθ. 2,22 |
καὶ ἐδηλώθη Μαρδοχαίῳ ὁ λόγος, καὶ ἐσήμανεν Ἐσθήρ, καὶ αὐτὴ ἐνεφάνισε τῷ βασιλεῖ τὰ τῆς ἐπιβουλῆς |
Εσθ. 2,22 |
Η συνωμοσία όμως αυτή έγινε γνωστή στον Μαρδοχαίον, ο οποίος την εφανέρωσεν εις την Εσθήρ, η δε Εσθήρ ανέφερε τα της συνωμοσίας αυτής στον βασιλέα. |
|
Εσθ. 2,23 |
ὁ δὲ βασιλεὺς ἤτασε τοὺς δύο εὐνούχους καὶ ἐκρέμασεν αὐτούς· καὶ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς καταχωρίσαι εἰς μνημόσυνον ἐν τῇ βασιλικῇ βιβλιοθήκῃ ὑπὲρ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου ἐν ἐγκωμίῳ. |
Εσθ. 2,23 |
Ο βασιλεύς εξήτασε τους δύο αυλικούς του, ευρήκεν αυτούς ενόχους, διέταξε δε και τους εκρέμασαν. Διέταξεν επίσης ο βασιλεύς να καταχωρηθή το γεγονός αυτό εις ανάμνησιν εις τα βασιλικά χρονικά προς ένδειξιν ευνοίας και επαίνου εκ μέρους του βασιλέως στον Μαρδοχαίον. |
|
| Κεφάλαιο 3ο |
Εσθ. 3,1 |
Μετὰ δὲ ταῦτα ἐδόξασεν ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης Ἀμὰν Ἀμαδάθου Βουγαῖον καὶ ὕψωσεν αὐτόν, καὶ ἐπρωτοβάθρει πάντων τῶν φίλων αὐτοῦ. |
Εσθ. 3,1 |
Επειτα από τα γεγονότα αυτά, ο βασιλεύς Αρταξέρξης ετίμησε και εδόξασεν ιδιαιτέρως τον Αμάν, τον υιόν του Αμαδάθου, τον Βουγαίον και του έδωσε την πρώτην θέσιν υπεράνω από όλους τους φίλους του. |
|
Εσθ. 3,2 |
καὶ πάντες οἱ ἐν τῇ αὐλῇ προσεκύνουν αὐτῷ, οὕτως γὰρ προσέταξεν ὁ βασιλεὺς ποιῆσαι· ὁ δὲ Μαρδοχαῖος οὐ προσεκύνει αὐτῷ. |
Εσθ. 3,2 |
Ολοι δε εκείνοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την βασιλικήν αυλήν, τον προσκυνούσαν, διότι έτσι είχε διατάξει ο βασιλεύς να φέρωνται απέναντί του. Ο Μαρδοχαίος όμως δεν τον επροσκυνούσε. |
|
Εσθ. 3,3 |
καὶ ἐλάλησαν οἱ ἐν τῇ αὐλῇ τοῦ βασιλέως τῷ Μαρδοχαίῳ· Μαρδοχαῖε, τί παρακούεις τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως λεγόμενα; |
Εσθ. 3,3 |
Οι άνθρωποι της βασιλικής αυλής έλεγαν στον Μαρδοχαίον· “Μαρδοχαίε, διατί παρακούεις τας διαταγάς του βασιλέως;” |
|
Εσθ. 3,4 |
καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν ἐλάλουν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπήκουεν αὐτῶν· καὶ ὑπέδειξαν τῷ Ἀμὰν Μαρδοχαῖον τοῖς τοῦ βασιλέως λόγοις ἀντιτασσόμενον· καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς ὁ Μαρδοχαῖος ὅτι Ἰουδαῖός ἐστι. |
Εσθ. 3,4 |
Καθε δε ημέραν έλεγαν και ξαναέλεγαν προς αυτόν τα ίδια. Αυτός όμως δεν υπήκουσεν εις αυτούς. Οι άνθρωποι της αυλής ανέφεραν τότε το γεγονός στον Αμάν, ότι δηλαδή ο Μαρδοχαίος αντιτάσσεται εις τας διαταγάς του βασιλέως. Ο Μαρδοχαίος όμως είχεν αναφέρει εις αυτούς ότι είναι Ιουδαίος, και δεν του επέτρεπεν η θρησκεία του να προσκυνή ανθρώπους. |
|
Εσθ. 3,5 |
καὶ ἐπιγνοὺς Ἀμὰν ὅτι οὐ προσκυνεῖ αὐτῷ Μαρδοχαῖος, ἐθυμώθη σφόδρα |
Εσθ. 3,5 |
Ο Αμάν, όταν έμαθε τα γεγονότα αυτά, ότι δηλαδή ο Μαρδοχαίος δεν τον προσκυνεί, ωργίσθη πάρα πολύ εναντίον του |
|
Εσθ. 3,6 |
καὶ ἐβουλεύσατο ἀφανίσαι πάντας τοὺς ὑπὸ τὴν Ἀρταξέρξου βασιλείαν Ἰουδαίους. |
Εσθ. 3,6 |
και εσκέφθη να εξολοθρεύση όλους τους Ιουδαίους, οι οποίοι ευρίσκοντο υπό την βασιλείαν του Αρταξέρξου. |
|
Εσθ. 3,7 |
καὶ ἐποίησε ψήφισμα ἐν ἔτει δωδεκάτῳ τῆς βασιλείας Ἀρταξέρξου καὶ ἔβαλε κλήρους ἡμέραν ἐξ ἡμέρας καὶ μῆνα ἐκ μηνός, ὥστε ἀπολέσαι ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ τὸ γένος Μαρδοχαίου, καὶ ἔπεσεν ὁ κλῆρος εἰς τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην τοῦ μηνός, ὅς ἐστιν Ἀδάρ. |
Εσθ. 3,7 |
Συνέταξε, λοιπόν, ένα βασιλικόν διάταγμα κατά το δωδέκατον έτος της βασιλείας του Αρταξέρξου, έρριψε κλήρους δια να ορισθή η ημέρα και ο μήνας, κατά τον οποίον θα έπρεπε εις μίαν και μόνην ημέραν να εξολοθρευθή το γένος του Μαρδοχαίου, και έπεσεν ο κλήρος εις την δεκάτην τετάρτην του μηνός Αδάρ. |
|
Εσθ. 3,8 |
καὶ ἐλάλησε πρὸς τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξης λέγων· ὑπάρχει ἔθνος διεσπαρμένον ἐν τοῖς ἔθνεσιν ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ σου, οἱ δὲ νόμοι αὐτῶν ἔξαλλοι παρὰ πάντα τὰ ἔθνη, τῶν δὲ νόμων τοῦ βασιλέως παρακούουσι, καὶ οὐ συμφέρει τῷ βασιλεῖ ἐᾶσαι αὐτούς· |
Εσθ. 3,8 |
Είπε δε τότε ο Αμάν προς τον Αρταξέρξην, τον βασιλέα. “Υπάρχει διεοσπαρμένον μεταξύ των εθνών όλης της βασιλείας σου ένα έθνος, του οποίου οι νόμοι είναι διαφορετικοί από τους νόμους όλων των άλλων εθνών. Αυτοί, λοιπόν, δεν υπακούουν στους νόμους του βασιλέως και είναι προφανές ότι δεν είναι συμφέρον στον βασιλέα να αφήση αυτούς να ζουν. |
|
Εσθ. 3,9 |
εἰ δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, δογματισάτω ἀπολέσαι αὐτούς, κἀγὼ διαγράψω εἰς τὸ γαζοφυλάκιον τοῦ βασιλέως ἀργυρίου τάλαντα μύρια. |
Εσθ. 3,9 |
Εάν λοιπόν φαίνεται καλόν στον βασιλέα, ας εκδώση ένα διάταγμα καταστροφής των, εγώ δε εγγράφως θα αναλάβω την υποχρέωσιν να καταθέσω στο θησαυροφυλάκιον του βασιλέως δέκα χιλιάδες τάλαντα αργυρίου”. |
|
Εσθ. 3,10 |
καὶ περιελόμενος ὁ βασιλεὺς τὸ δακτύλιον ἔδωκεν εἰς χεῖρας τῷ Ἀμὰν σφραγίσαι κατὰ τῶν γεγραμμένων κατὰ τῶν Ἰουδαίων. |
Εσθ. 3,10 |
Ο βασιλεύς αφήρεσε το δακτυλίδι του, επί του οποίου υπήρχε και η βασιλική σφραγίς, έδωκεν αυτό εις τα χέρια του Αμάν, δια να σφραγίση το διάταγμα του ολέθρου των Ιουδαίων, |
|
Εσθ. 3,11 |
καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τῷ Ἀμάν· τὸ μὲν ἀργύριον ἔχε, τῷ δὲ ἔθνει χρῶ ὡς βούλει. |
Εσθ. 3,11 |
και είπεν ο βασιλεύς στον Αμάν· “κράτησε το αργύριόν σου, ως προς δε το έθνος αυτό κάμε ο,τι συ θέλεις”. |
|
Εσθ. 3,12 |
καὶ ἐκλήθησαν οἱ γραμματεῖς τοῦ βασιλέως μηνὶ πρώτῳ τῇ τρισκαιδεκάτῃ καὶ ἔγραψαν, ὡς ἐπέταξεν Ἀμάν, τοῖς στρατηγοῖς, καὶ τοῖς ἄρχουσι κατὰ πᾶσαν χώραν ἀπὸ Ἰνδικῆς ἕως τῆς Αἰθιοπίας, ταῖς ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ χώραις, τοῖς τε ἄρχουσι τῶν ἐθνῶν κατὰ τὴν αὐτῶν λέξιν δι᾿ Ἀρταξέρξου τοῦ βασιλέως. |
Εσθ. 3,12 |
Προσεκλήθησαν λοιπόν οι γραμματείς του βασιλέως την δεκάτην τρίτην του πρώτου μηνός και, όπως τους διέταξεν ο Αμάν, συνέταξαν και έστειλαν το διάταγμα στους στρατηγούς και στους άρχοντας όλων των χωρών της βασιλείας του Αρταξέρξου, από της Ινδίας μέχρι και της Αιθιοπίας, εις εκατόν είκοσι επτά χώρας. Το διάταγμα δε αυτό του βασιλέως Αρταξέρξου προς τους άρχοντας των διαφόρων εθνών εγράφη και εις την γλώσσαν εκάστου έθνους. |
|
Εσθ. 3,13η |
ὅπως οἱ πάλαι καὶ νῦν δυσμενεῖς ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ βιαίως εἰς τὸν ᾅδην κατελθόντες, εἰς τὸν μετέπειτα χρόνον εὐσταθῆ καὶ ἀτάραχα παρέχωσιν ἡμῖν διὰ τέλους τὰ πράγματα». |
Εσθ. 3,13η |
Διατάσσω λοιπόν, όπως οι κατά το παρελθόν και το παρόν εχθροί μας αυτοί άνθρωποι καταβούν όλοι την ιδίαν ημέραν με βίαιον θάνατον στον άδην και έτσι να μας αφήσουν κατά τον υπόλοιπον χρόνον να κυβερνήσωμεν τας κρατικός υποθέσεις μας με σταθερότητα και ειρήνην”. |
|
Εσθ. 3,13ζ |
προστετάχαμεν οὖν τοὺς σημαινομένους ὑμῖν ἐν τοῖς γεγραμμένοις ὑπὸ Ἀμὰν τοῦ τεταγμένου ἐπὶ τῶν πραγμάτων καὶ δευτέρου πατρὸς ἡμῶν πάντας σὺν συναιξὶ καὶ τέκνοις ἀπολέσαι ὁλοῤῥιζεὶ ταῖς τῶν ἐχθρῶν μαχαίραις ἄνευ παντὸς οἴκτου καὶ φειδοῦς, τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ δωδεκάτου μηνὸς Ἀδάρ, τοῦ ἐνεστῶτος ἔτους, |
Εσθ. 3,13ζ |
Διετάξαμεν, λοιπόν, όπως αυτοί οι Ιουδαίοι, που επισημαίνονται από το διάταγμα το συνταχθέν από τυν Αμάν, ο οποίος και έχει αναλάβει την ευθύνην των υποθέσεων του κράτους και κατέχει θέσιν δευτέρου πατρός μας, διετάξαμεν, όπως όλοι αυτοί με τας γυναίκας και τα παιδιά των εξοντωθούν και ξερριζωθούν υλοκληρωτικώς με εχθρικήν μάχαιραν χωρίς οίκτον και λύπην κατά την δεκάτην τετάρτην ημέραν του δωδεκάτου μηνός Αδάρ, του τρέχοντος έτους. |
|
Εσθ. 3,13ε |
διειληφότες οὖν τόδε τὸ ἔθνος μονώτατον ἐν ἀντιπαραγωγῇ παντὶ διαπαντὸς ἀνθρώπῳ κείμενον, διαγωγὴν νόμων ξενίζουσαν παραλλάσσον καὶ δυσνοοῦν τοῖς ἡμετέροις πράγμασι τὰ χείριστα συντελοῦν κακὰ καὶ πρὸς τὸ μὴ τὴν βασιλείαν εὐσταθείας τυγχάνειν· |
Εσθ. 3,13ε |
Εξηκριβώσαμεν, λοιπόν, ότι αυτός μόνος ο λαός ευρίσκεται εις αντίθεσιν προς όλον το ανθρώπινον γένος με νόμους ιδικούς του παράξενους και διαφορετικούς από τους νόμους της αυτοκρατορίας, σκέπτεται πονηρά εναντίον των ιδικών μας πραγμάτων, διαπράττει τα χείριστα κακά και έτσι εμποδίζει, την σταθερότητα του βασιλείου μου. |
|
Εσθ. 3,13δ |
ἐπέδειξεν ἡμῖν ἐν πάσαις ταῖς κατὰ τὴν οἰκουμένην φυλαῖς ἀναμεμεῖχθαι δυσμενῆ λαόν τινα τοῖς νόμοις ἀντίθετον πρὸς πᾶν ἔθνος τά τε τῶν βασιλέων παραπέμποντας διηνεκῶς διατάγματα, πρὸς τὸ μὴ κατατίθεσθαι τὴν ὑφ᾿ ἡμῶν κατευθυνομένην ἀμέμπτως συναρχίαν. |
Εσθ. 3,13δ |
κατέστησεν εις ημάς γνωστόν ότι μεταξύ όλων των φυλών της οικουμένης έχει διασπαρή και αναμιχθή ένας δύστροπος λαός, ο οποίος με τους ιδικούς του νόμους είναι αντίθετος προς κάθε άλλο έθνος, παραβαίνει δε πάντοτε τα διατάγματα των βασιλέων, με τον σκοπόν να μη σταθεροποιηθη ειρηνικώς και αμέμπτως η αρμονία εις την αυτοκρατορίαν, την οποίαν ημείς διοικούμεν. |
|
Εσθ. 3,13γ |
πυθομένου δέ μου τῶν συμβούλων, πῶς ἂν ἀχθείη τοῦτο ἐπὶ πέρας, ὁ σωφροσύνῃ παρ᾿ ἡμῖν διενέγκας καὶ ἐν τῇ εὐνοίᾳ ἀπαραλλάκτως καὶ βεβαίᾳ πίστει ἀποδεδειγμένος καὶ δεύτερον τῶν βασιλειῶν γέρας ἀπενηνεγμένος Ἀμὰν |
Εσθ. 3,13γ |
Ηρώτησα επί του σημείου αυτού τους συμβούλους μου, πως είναι δυνατόν να επιτευχθή η ποθητή ειρηνική αυτή κατάστασις και ένας από αυτούς, ονομαζόμενος Αμάν, ο οποίος κατά την σύνεσιν και σοφίαν ξεπερνά όλους όσοι ευρίσκονται κοντά μας, είναι δε γνωστός δια την ακλόνητον αγάπην του και σταθεράν του πίστιν προς εμέ και ο οποίος κατέχει την δευτέραν θέσιν στο βασίλειόν μου, |
|
Εσθ. 3,13β |
πολλῶν ἐπάρξας ἐθνῶν καὶ πάσης ἐπικρατήσας οἰκουμένης, ἐβουλήθην μὴ τῷ θράσει τῆς ἐξουσίας ἐπαιρόμενος, ἐπιεικέστερον δὲ καὶ μετὰ ἠπιότητος ἀεὶ διεξάγων, τοὺς τῶν ὑποτεταγμένων ἀκυμάντους διαπαντὸς καταστῆσαι βίους, τήν τε βασιλείαν ἥμερον καὶ πορευτὴν μέχρι περάτων παρεξόμενος ἀνανεώσασθαί τε τὴν ποθουμένην τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποις εἰρήνην. |
Εσθ. 3,13β |
Μολονότι είμαι άρχων πολλών εθνών και κυρίαρχος όλης της οικουμένης, ηθέλησα να σας διοικήσω όχι εγωϊστικώς, στηριζόμενος εις την δύναμιν της εξουσίας μου· αλλά με επιείκειαν πάντοτε και με ηπιότητα διεξάγω την διοίκησιν αυτήν. Με την συνετήν και στοργικήν αυτήν διοίκησίν μου ηθέλησα να καταστήσω την ζωήν των υπηκόων μου ήρεμον πάντοτε και ατάραχον, την δε βασιλείαν μου επιεική και ασφαλή μέχρι των ακροτάτων ορίων της. Διότι φροντίζω να δίδω και να ανανεώνω και σταθεροποιώ την ποθητήν εις όλους τους ανθρώπους ειρήνην. |
|
Εσθ. 3,13α |
Τῆς δὲ ἐπιστολῆς ἐστι τὸ ἀντίγραφον τόδε· «Βασιλεὺς μέγας Ἀρταξέρξης τοῖς ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς ἕως τῆς Αἰθιοπίας ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ χωρῶν ἄρχουσι καὶ τοπάρχαις ὑποτεταγμένοις τάδε γράφει· |
Εσθ. 3,13α |
Αυτό το διάταγμα του βασιλέως περιείχε τα εξής· “ο μέγας βασιλεύς Αρταξέρξης δίδει διαταγήν στους υπό την εξουσίαν του άρχοντας και διοικητάς των εκατόν είκοσι επτά επαρχιών, αι οποίαι εκτείνονται από την Ινδικήν μέχρι και της Αιθιοπίας· |
|
Εσθ. 3,13 |
καὶ ἀπεστάλη διὰ βιβλιοφόρων εἰς τὴν Ἀρταξέρξου βασιλείαν ἀφανίσαι τὸ γένος τῶν Ἰουδαίων ἐν ἡμέρᾳ μιᾶ μηνὸς δωδεκάτου, ὅς ἐστιν Ἀδάρ, καὶ διαρπάσαι τὰ ὑπάρχοντα αὐτῶν. |
Εσθ. 3,13 |
Αυτά τα έγγραφα εστάλησαν με ταχυδρόμους εις όλην την βασιλείαν του Αρταξέρξου, δια να εξαφανισθή το γένος των Ιουδαίων εις μίαν και την αυτήν ημέραν του δωδεκάτου μηνός, ο οποίος ωνομάζετο Αδάρ, τα δε υπάρχοντά των να διαρπαγούν. |
|
Εσθ. 3,14 |
Τὰ δὲ ἀντίγραφα τῶν ἐπιστολῶν ἐξετίθετο κατὰ χώραν, καὶ προσετάγη πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ἑτοίμους εἶναι εἰς τὴν ἡμέραν ταύτην. |
Εσθ. 3,14 |
Τα αντίγραφα των διαταγμάτων αυτών εκοινοποιήθησαν εις όλας τας χώρας και διετάχθησαν όλα τα έθνη να είναι έτοιμα κατά την ημέραν εκείνην. |
|
Εσθ. 3,15 |
ἐσπεύδετο δὲ τὸ πρᾶγμα καὶ εἰς Σοῦσαν· ὁ δὲ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν ἐκωθωνίζοντο, ἐταράσσετο δὲ ἡ πόλις. |
Εσθ. 3,15 |
Καθ ον δε χρόνον επεσπεύδετο η δημοσίευσις του Διατάγματος και εις τα Σούσα, ο βασιλεύς και ο Αμάν έπιναν και διεσκέδαζαν, ενώ μεγάλη αναταραχή συνετάρασσε την πόλιν. |
|
| Κεφάλαιο 4ο |
Εσθ. 4,1 |
Ὁ δὲ Μαρδοχαῖος ἐπιγνοὺς τὸ συντελούμενον διέῤῥηξεν τὰ ἱμάτια ἑαυτοῦ καὶ ἐνεδύσατο σάκκον καὶ κατεπάσατο σποδὸν καὶ ἐκπηδήσας διὰ τῆς πλατείας τῆς πόλεως ἐβόα φωνῇ μεγάλῃ· αἴρεται ἔθνος μηδὲν ἠδικηκός. |
Εσθ. 4,1 |
Ο Μαρδοχαίος όταν επληροφορήθη αυτά, τα οποία εγίνοντο, διέρρηξε τα ενδύματά του και εφόρεσε ένα σάκκον εις ένδειξιν του μεγάλου πένθους του. Εσκόρπισε στάκτην επάνω στο κεφάλι του, εβγήκε ταχέως εις την πλατείαν της πόλεως και εκραύγαζε με φωνήν μεγάλην. “Εξολοθρεύεται ένα έθνος, ενώ δεν έχει διαπράξει καμμίαν αδικίαν”. |
|
Εσθ. 4,2 |
καὶ ἦλθεν ἕως τῆς πύλης τοῦ βασιλέως καὶ ἔστη· οὐ γὰρ ἦν αὐτῷ ἐξὸν εἰσελθεῖν εἰς τὴν αὐλὴν σάκκον ἔχοντι καὶ σποδόν. |
Εσθ. 4,2 |
Εφθασεν έως εις την πύλην της βασιλικής αυλής και εκεί εσταμάτησε, διότι δεν του ήτο επιτετραμμένον να εισέλθη εις την αυλήν, επειδή εφορούσε ένδυμα από σάκκον και είχεν στο κεφάλι του στάκτην. |
|
Εσθ. 4,3 |
καὶ ἐν πάσῃ χώρᾳ, οὗ ἐξετίθετο τὰ γράμματα, κραυγὴ καὶ κοπετὸς καὶ πένθος μέγα τοῖς Ἰουδαίοις, σάκκον καὶ σποδὸν ἔστρωσαν ἑαυτοῖς. |
Εσθ. 4,3 |
Εις όλην δε την χώραν, όπου εκοινοποιείτο το διάταγμα του βασιλέως, θρηνώδεις κραυγαί και κοπετοί ηκούοντο μεταξύ των Ιουδαίων, διότι μεγάλο πένθος είχεν απλωθή εις αυτούς. Πολλοί από αυτούς έστρωναν σάκκινα ενδύματα και εκοιμώντο επάνω εις αυτά και εις την στάκτην. |
|
Εσθ. 4,4 |
καὶ εἰσῆλθον αἱ ἅβραι καὶ οἱ εὐνοῦχοι τῆς βασιλίσσης καὶ ἀνήγγειλαν αὐτῇ, καὶ ἐταράχθη ἀκούσασα τὸ γεγονὸς καὶ ἀπέστειλε στολίσαι τὸν Μαρδαχαῖον καὶ ἀφελέσθαι αὐτοῦ τὸν σάκκον· ὁ δὲ οὐκ ἐπείσθη. |
Εσθ. 4,4 |
Αι δούλαι και οι αυλικοί υπηρέται της βασιλίσσης παρουσιάσθησαν εις την Εσθήρ και της ανήγγειλαν τα του πένθους και του θρήνου του Μαρδοχαίου. Εκείνη εταράχθη, όταν επληροφορήθη τα γεγονότα αυτά, και έστειλεν ανθρώπους να αφαιρέσουν από τον Μαρδοχαίον το σάκκινόν του ένδυμα και να τον ενδύσουν ευπρεπώς. Ο Μαρδοχαίος όμως δεν επείσθη και δεν συνεμορφώθη προς την υπόδειξίν της. |
|
Εσθ. 4,5 |
ἡ δὲ Ἐσθὴρ προσεκαλέσατο Ἀχραθαῖον τὸν εὐνοῦχον αὐτῆς, ὃς παρειστήκει αὐτῇ, καὶ ἀπέστειλε μαθεῖν αὕτη παρὰ τοῦ Μαρδοχαίου τὸ ἀκριβές. |
Εσθ. 4,5 |
Εκάλεσε τότε η Εσθήρ τον αυλικόν υπηρέτην της Αχραθαίον, που ευρίσκετο πάντοτε κοντά της, και τον έστειλε να μάθη από τον Μαρδοχαίον τι ακριβώς έχει συμβή. |
|
Εσθ. 4,7 |
ὁ δὲ Μαρδοχαῖος ὑπέδειξεν αὐτῷ τὸ γεγονὸς καὶ τὴν ἐπαγγελίαν, ἣν ἐπηγγείλατο Ἀμὰν τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν γάζαν ταλάντων μυρίων, ἵνα ἀπολέσῃ τοὺς Ἰουδαίους· |
Εσθ. 4,7 |
Ο Μαρδοχαίος κατέστησεν εις αυτόν γνωστόν το γεγονός, όπως και την υπόσχεσιν, την οποίαν ο Αμάν έδωσεν στον βασιλέα, να καταβάλη στο θησαυροφυλάκιον του βασιλέως δέκα χιλιάδες τάλαντα αργυρά, δια να εξολοθρεύση τους Ιουδαίους. |
|
Εσθ. 4,8 |
καὶ τὸ ἀντίγραφον τὸ ἐν Σούσοις ἐκτεθὲν ὑπὲρ τοῦ ἀπολέσθαι αὐτοὺς ἔδωκεν αὐτῷ δεῖξαι τῇ Ἐσθήρ. καὶ εἶπεν αὐτῷ, ἐντείλασθαι αὐτῇ εἰσελθούσῃ παραιτήσασθαι τὸν βασιλέα καὶ ἀξιῶσαι αὐτὸν περὶ τοῦ λαοῦ μνησθεῖσα ἡμερῶν ταπεινώσεώς σου, ὡς ἐτράφης ἐν χειρί μου, διότι Ἀμὰν ὁ δευτερεύων τῷ βασιλεῖ ἐλάλησε καθ᾿ ἡμῶν εἰς θάνατον· ἐπικάλεσαι τὸν Κύριον καὶ λάλησον τῷ βασιλεῖ περὶ ἡμῶν ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ θανάτου. |
Εσθ. 4,8 |
Αντίγραφον δε του διατάγματος δια την καταστροφήν των Ιουδαίων, που είχε δημοσιευθή και εις τα Σούσα, έδωκεν ο Μαρδοχαίος στον αυλικόν, δια να το δείξη εις την Εσθήρ και του είπε· “να της δώσης εκ μέρους μου εντολήν, όπως παρουσιασθή ενώπιον του βασιλέως και ζητήση επιμόνως από αυτόν να σώση τον λαόν της από την καταστροφήν και να της προσθέσης επί λέξει· Ενθυμήσου τας ημέρας της δυστυχίας και της ταλαιπωρίας σου, τότε που ανετράφης από εμέ. Σου καθιστώ δε γνωστόν ότι ο δεύτερος μετά τον βασιλέα ως προς την εξουσίαν εις την χώραν, ο Αμάν, ωμίλησεν εναντίον μας, δια να μας θανατώση. Παρακάλεσε, λοιπόν, τον Κυριον και μίλησε μετά παρρησίας στον βασιλέα, δια να μας λυτρώση από τον όλεθρον”. |
|
Εσθ. 4,9 |
εἰσελθὼν δὲ ὁ Ἀχραθαῖος ἐλάλησεν αὐτῇ πάντας τοὺς λόγους τούτους. |
Εσθ. 4,9 |
Ο Αχραθαίος παρουσιάσθη πράγματι ενώπιον της Εσθήρ και κατέστησεν εις αυτήν γνωστούς όλους αυτούς τους λόγους. |
|
Εσθ. 4,10 |
εἶπε δὲ Ἐσθὴρ πρὸς Ἀχραθαῖον· πορεύθητι πρὸς Μαρδοχαῖον καὶ εἰπόν, |
Εσθ. 4,10 |
Είπε τότε η Εσθήρ προς τον Αχραθαίον, “πήγαινε στον Μαρδοχαίον και ειπέ του, ότι όλα τα έθνη της βασιλείας γνωρίζουν, |
|
Εσθ. 4,11 |
ὅτι τὰ ἔθνη πάντα τῆς βασιλείας γινώσκει, ὅτι πᾶς ἄνθρωπος ἢ γυνή, ὃς εἰσελεύσεται πρὸς τὸν βασιλέα εἰς τὴν αὐλὴν τὴν ἐσωτέραν ἄκλητος, οὐκ ἔστιν αὐτῷ σωτηρία· πλὴν ᾧ ἐκτείνῃ ὁ βασιλεὺς τὴν χρυσῆν ῥάβδον, οὗτος σωθήσεται· κἀγὼ οὐ κέκλημαι εἰσελθεῖν πρὸς τὸν βασιλέα, εἰσὶν αὗται ἡμέραι τριάκοντα. |
Εσθ. 4,11 |
ότι κάθε άνθρωπος, άνδρας η γυναίκα, που θα παρουσιασθή προς τον βασιλέα εις την εσωτερικήν αυλήν των ανακτόρων του απρόσκλητος, δεν πρόκειται πλέον να ζήση. Και μόνον εκείνος, στον οποίον ο βασιλεύς θα απλώση την χρυσήν του ράβδον, θα διαφύγη την εκτέλεσιν. Εγώ δε δεν έχω προσκληθή υπό του βασιλέως να εισέλθω προς αυτόν. Τριάντα ημέραι έχουν περάσει, που δεν εκλήθην”. |
|
Εσθ. 4,12 |
καὶ ἀπήγγειλεν Ἀχραθαῖος Μαρδοχαίῳ πάντας τοὺς λόγους Ἐσθήρ, |
Εσθ. 4,12 |
Ο Αχραθαίος κατέστησε γνωστά στον Μαρδοχαίον όλα αυτά τα λόγια της Εσθήρ. |
|
Εσθ. 4,13 |
καὶ εἶπε Μαρδοχαῖος πρὸς Ἀχραθαῖον· πορεύθητι καὶ εἶπον αὐτῇ· Ἐσθήρ, μὴ εἴπῃς σεαυτῇ, ὅτι σωθήσῃ μόνη ἐν τῇ βασιλείᾳ παρὰ πάντας τοὺς Ἰουδαίους· |
Εσθ. 4,13 |
Ο Μαρδοχαίος του απήντησε· “πήγαινε και ειπέ εις την Εσθήρ τούτο· Εσθήρ, μη σου έλθη η ιδέα και πιστέψης, ότι συ μόνη μεταξύ των Ιουδαίων θα σωθής εις την βασιλείαν αυτήν. |
|
Εσθ. 4,14 |
ὡς ὅτι ἐὰν παρακούσῃς ἐν τούτῳ τῷ καιρῷ, ἄλλοθεν βοήθεια καὶ σκέπη ἔσται τοῖς Ἰουδαίοις, σὺ δὲ καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου ἀπολεῖσθε· καὶ τίς οἶδεν, εἰ εἰς τὸν καιρὸν τοῦτον ἐβασίλευσας; |
Εσθ. 4,14 |
Διότι, εάν παρακούσης την εντολήν μου και σιωπήσης κατά την περίστασιν αυτήν, βοήθεια μεν και προστασία στους Ιουδαίους θα έλθη κατ άλλον τρόπον, συ όμως και η οικογένεια του πατρός σου θα εξολοθρευθήτε. Και ποιός ξέρει, εάν ακριβώς δια την περίστασιν αυτήν δεν εγινες συ βασίλισσα;” |
|
Εσθ. 4,15 |
καὶ ἐξαπέστειλεν Ἐσθὴρ τὸν ἥκοντα πρὸς αὐτήν, πρὸς Μαρδοχαῖον λέγουσα· |
Εσθ. 4,15 |
Η Εσθήρ έστειλε πάλιν τον προς αυτήν επανελθόντα αυλικόν, να έλθη προς τον Μαρδοχαίον και του παρήγγειλε· |
|
Εσθ. 4,16 |
βαδίσας ἐκκλησίασον τοὺς Ἰουδαίους τοὺς ἐν Σούσοις καὶ νηστεύσατε ἐπ᾿ ἐμοὶ καὶ μὴ φάγητε μηδὲ πίητε ἐπὶ ἡμέρας τρεῖς νύκτα καὶ ἡμέραν, κἀγὼ δὲ καὶ αἱ ἅβραι μου ἀσιτήσομεν, καὶ τότε εἰσελεύσομαι πρὸς τὸν βασιλέα παρὰ τὸν νόμον, ἐὰν καὶ ἀπολέσθαι με δέῃ. |
Εσθ. 4,16 |
“πήγαινε συγκέντρωσε τους Ιουδαίους, που ευρίσκονται εις τα Σούσα. Νηστεύσατε προς χάριν μου, χωρίς να φάτε και χωρίς να πιήτε επί τρία ημερονύκτια. Εντελώς δε νηστικαί κατά τας τρεις αυτάς ημέρας θα μείνωμεν και εγώ και αι δούλαι μου. Επειτα δε θα εισέλθω προς τον βασιλέα, παραβαίνουσα τον σχετικόν νόμον, έστω και αν πρόκειται να αποθάνω”. |
|
Εσθ. 4,17ω |
ὁ Θεὸς ὁ ἰσχύων ἐπὶ πάντας, εἰσάκουσον φωνὴν ἀπηλπισμένων καὶ ῥῦσαι ἡμᾶς ἐκ χειρὸς τῶν πονηρευομένων, καὶ ῥῦσαί με ἐκ τοῦ φόβου μου. |
Εσθ. 4,17ω |
Συ ο Θεός ο έχων ακατανίκητον δύναμιν και κυριαρχών επάνω εις όλους, άκουσε την φωνήν ημών των απηλπισμένων δούλων σου και γλύτωσέ μας από τα χέρια των πονηρών ανθρώπων. Απάλλαξε δε και εμέ από τον φόβον, που με συνέχει”. |
|
Εσθ. 4,17ψ |
καὶ οὐκ ηὐφράνθη ἡ δούλη σου ἀφ᾿ ἡμέρας μεταβολῆς μου μέχρι νῦν, πλὴν ἐπὶ σοί, Κύριε, ὁ Θεὸς Ἁβραάμ. |
Εσθ. 4,17ψ |
Η δούλη σου ποτέ δεν εγνώρισε χαράν και ευφροσύνην από την ημέραν, που ήλλαξε την στολήν της, όταν έγινε βασίλισσα, μέχρις αυτής της στιγμής. Παρά μόνον χαίρω εις σέ, Κυριε, Θεέ του Αβραάμ. |
|
Εσθ. 4,17χ |
καὶ οὐκ ἔφαγεν ἡ δούλη σου τράπεζαν Ἀμὰν καὶ οὐκ ἐδόξασα συμπόσιον βασιλέως, οὐδὲ ἔπιον οἶνον σπονδῶν· |
Εσθ. 4,17χ |
Γνωρίζεις ότι η δούλη σου δεν έφαγε ποτέ από την τράπεζαν του Αμάν και δεν ετίμησε το συμπόσιον του βασιλέως, ούτε έπιε ποτέ οίνον από τας σπονδάς του. |
|
Εσθ. 4,17φ |
σὺ οἶδας τὴν ἀνάγκην μου, ὅτι βδελύσσομαι τὸ σημεῖον τῆς ὑπερηφανίας μου, ὅ ἐστιν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μου ἐν ἡμέραις ὀπτασίας μου· βδελύσσομαι αὐτὸ ὡς ῥάκος καταμηνίων καὶ οὐ φορῶ αὐτὸ ἐν ἡμέραις ἡσυχίας μου. |
Εσθ. 4,17φ |
Συ είσαι παντογνώστης και γνωρίζεις πολύ καλά την ανάγκην, υπό την οποίαν ευρίσκομαι, και ότι αποστρέφομαι με αηδίαν τα σημεία αυτά της δόξης μου και το διάδημα, το οποίον υπάρχει επάνω εις την κεφαλήν μου, όταν αναγκάζωμαι να εμφανίζωμαι δημοσία. Το αηδιάζω σαν ράκος γυναικείων καταμηνίων. Και κατά τας ημέρας της ησυχίας μου, που είμαι μόνη, δεν το φορώ. |
|
Εσθ. 4,17υ |
πάντων γνῶσιν ἔχεις καὶ οἶδας ὅτι ἐμίσησα δόξαν ἀνόμων καὶ βδελύσσομαι κοίτην ἀπεριτμήτων καὶ παντὸς ἀλλοτρίου. |
Εσθ. 4,17υ |
Είσαι παντογνώστης και γνωρίζεις ότι εγώ εμίσησα την δόξαν των παρανόμων ανδρών και αποστρέφομαι με αηδίαν την κλίνην των απεριτμήτων και παντός αλλοεθνούς. |
|
Εσθ. 4,17τ |
ἡμᾶς δὲ ῥῦσαι ἐν χειρί σου καὶ βοήθησόν μοι τῇ μόνῃ καὶ μὴ ἐχούσῃ εἰς μὴ σέ, Κύριε· |
Εσθ. 4,17τ |
Ημάς δε γλύτωσέ μας με την παντοδύναμον δεξιάν σου. Βοήθησε εμέ, η οποία είμαι μόνη και δεν έχω κανένα άλλον παρά μόνον σέ, Κυριε. |
|
Εσθ. 4,17σ |
δὸς λόγον εὔρυθμον εἰς τὸ στόμα μου ἐνώπιον τοῦ λέοντος καὶ μετάθες τὴν καρδίαν αὐτοῦ εἰς μῖσος τοῦ πολεμοῦντος ἡμᾶς εἰς συντέλειαν αὐτοῦ καὶ τῶν ὁμονούντων αὐτῶ· |
Εσθ. 4,17σ |
Λογον σοφόν και πειστικόν βάλε στο στόμα μου ενώπιον του λέοντος, του βασιλέως. Μετάβαλε την καρδίαν αυτού, ώστε να μισήση εκείνον, ο οποίος μας πολεμεί, και να διατάξη την εκτέλεσιν αυτού και των ομοφρόνων του. |
|
Εσθ. 4,17ρ |
μνήσθητι, Κύριε, γνώσθητι ἐν καιρῷ θλίψεως ἡμῶν καὶ ἐμὲ θάρσυνον, βασιλεῦ τῶν θεῶν καὶ πάσης ἀρχῆς ἐπικρατῶν· |
Εσθ. 4,17ρ |
Μνήσθητί μας, Κυριε, κάμε ώστε να σε γνωρίσωμεν και να σε αισθανθώμεν στον καιρόν αυτόν της θλίψεώς μας. Δώσε και εις εμέ θάρρος, συ, ο βασιλεύς των Θεών και κύριος πάσης εξουσίας. |
|
Εσθ. 4,17π |
μὴ παραδῷς, Κύριε, τὸ σκῆπτρόν σου τοῖς μὴ οὖσι, καὶ μὴ καταγελασάτωσαν ἐν τῇ πτώσει ἡμῶν, ἀλλὰ στρέψον τὴν βουλὴν αὐτῶν ἐπ᾿ αὐτούς, τὸν δὲ ἀρξάμενον ἐφ᾿ ἡμᾶς παραδειγμάτισον. |
Εσθ. 4,17π |
Μη παραδώσης, Κυριε, το σκήπτρον σου εις ανθρώπους αναξίους και μηδαμινούς, και μη επιτρέψης να γίνωμεν καταγέλαστοι με την καταστροφήν μας, αλλά συ με την παντοδυναμίαν σου μετάβαλε την βουλήν των εναντίον αυτών των ιδίων και τιμώρησε κατά τρόπον παραδειγματικόν εκείνον, που πρώτος ήρχισε τον εξοντωτικόν εναντίον μας διωγμόν |
|
Εσθ. 4,17ο |
καὶ ἀνοῖξαι στόμα ἐθνῶν εἰς ἀρετὰς ματαίων καὶ θαυμασθῆναι βασιλέα σάρκινον εἰς αἰῶνα. |
Εσθ. 4,17ο |
Ακόμη δε ωρκίσθησαν να ανοίξουν τα στόματα των ειδωλολατρών, δια να επαινούν τα μάταια είδωλά των και να καταστήσουν αξίους θαυμασμού και λατρείας στον αιώνα βασιλείς σαρκίνους. |
|
Εσθ. 4,17ξ |
καὶ νῦν οὐκ ἱκανώθησαν ἐν πικρασμῷ δουλείας ἡμῶν, ἀλλ᾿ ἔθηκαν τὰς χεῖρας αὐτῶν ἐπὶ τὰς χεῖρας τῶν εἰδώλων αὐτῶν ἐξάραι ὁρισμὸν στόματός σου καὶ ἀφανίσαι κληρονομίαν σου καὶ ἐμφράξαι στόμα αἰνούντων σοι καὶ σβέσαι δόξαν οἴκου σου καὶ θυσιαστηρίου σου, |
Εσθ. 4,17ξ |
Αλλ ιδού, Κυριε, ότι αυτοί οι εχθροί μας δεν έμειναν ικανοποιημένοι από τας πικρίας της σκλαβιάς μας, αλλά άπλωσαν τα χέρια των και ωρκίσθησαν εις τα είδωλά των να εξαφανίσουν κάθε εντολήν, που εβγήκεν από το στόμα σου, να καταστρέψουν την κληρονομίαν σου, και έτσι να βουλώσουν τα στόματα εκείνων, οι οποίοι σε δοξολογούν, και να σβήσουν την μεγαλοπρέπειαν του ναού σου και του αγίου σου θυσιαστηρίου. |
|
Εσθ. 4,17ν |
καὶ νῦν ἡμάρτομεν ἐνώπιόν σου, καὶ παρέδωκας ἡμᾶς εἰς χεῖρας τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν, ἀνθ᾿ ὧν ἐδοξάσαμεν τοὺς θεοὺς αὐτῶν· δίκαιος εἶ, Κύριε. |
Εσθ. 4,17ν |
Και τώρα, Κυριε, ομολογούμεν ότι ημαρτήσαμεν ενώπιόν σου, δια τούτο και επέτρεψες να παραδοθώμεν εις τας χείρας των εχθρών μας, επειδή ελατρεύσαμεν τους θεούς αυτών, αντί σου του αληθινού Θεού. Δικαιος είσαι, Κυριε. |
|
Εσθ. 4,17μ |
ἐγὼ ἤκουον ἐκ γενετῆς μου ἐν φυλῇ πατριᾶς μου ὅτι σύ, Κύριε, ἔλαβες τὸν Ἰσραὴλ ἐκ πάντων τῶν ἐθνῶν καὶ τοὺς πατέρας ἡμῶν ἐκ πάντων τῶν προγόνων αὐτῶν εἰς κληρονομίαν αἰώνιον καὶ ἐποίησας αὐτοῖς ὅσα ἐλάλησας. |
Εσθ. 4,17μ |
Εγώ από της γεννήσεώς μου και εντεύθεν ήκουον από ανθρώπους της φυλής μου, ότι συ, Κυριε, επήρες τον ισραηλιτικόν λαόν από όλα τα έθνη και εδιάλεξες τους πατέρας ημών από τους προπάτοράς των, δια να είναι αιωνία ιδική σου κληρονομία. Εξεπλήρωσες όλα όσα είχες υποσχεθή εις αυτούς. |
|
Εσθ. 4,17λ |
Κύριέ μου, βασιλεὺς ἡμῶν σὺ εἶ μόνος· βοήθησόν μοι τῇ μόνῃ καὶ μὴ ἐχούσῃ βοηθὸν εἰ μὴ σέ, ὅτι κίνδυνός μου ἐν χειρί μου. |
Εσθ. 4,17λ |
“Κυριέ μου, συ είσαι ο μόνος και αληθινός βασιλεύς μας. Βοήθησε εμέ την μόνην, η οποία δεν έχω στον κόσμον αυτόν άλλον βοηθόν, ει μη μόνον σέ, διότι ο κίνδυνος του θανάτου ευρίσκεται μτροστά μου. |
|
Εσθ. 4,17κ |
Καὶ Ἐσθὴρ ἡ βασίλισσα κατέφυγεν ἐπὶ τὸν Κύριον ἐν ἀγῶνι θανάτου κατειλημμένη, καὶ ἀφελομένη τὰ ἱμάτια τῆς δόξης αὐτῆς ἐνεδύσατο ἱμάτια στενοχωρίας καὶ πένθους, καὶ ἀντὶ τῶν ὑπερηφάνων ἡδυσμάτων, σποδοῦ καὶ κοπριῶν ἐνέπλησε τὴν κεφαλὴν αὐτῆς καὶ τὸ σῶμα αὐτῆς ἐταπείνωσε σφόδρα καὶ πάντα τόπον κόσμου ἀγαλλιάματος αὐτῆς ἔπλησε στρεπτῶν τριχῶν αὐτῆς καὶ ἐδεῖτο Κυρίου Θεοῦ Ἰσραήλ, καὶ εἶπε· |
Εσθ. 4,17κ |
Και αυτή η βασίλισσα Εσθήρ, κυριευμένη από την αγωνίαν του θανάτου, κατέφυγε δια της προσευχής προς τον Κυριον. Αφήρεσε τα λαμπρά της ενδύματα, εφόρεσεν άλλα δηλωτικά της στενοχωρίας και του πένθους. Αντί δε από τα πανάκριβα αρώματά της, εγέμισε το κεφάλι και το σώμα της από στάκτην και κοπρίαν, εσκληραγώγησε πάρα πολύ το σώμα της και με τας μαδημένος τρίχας της κεφαλής της εκαλύφθη εκεί, που άλλοτε υπήρχον τα κοσμήματα της χαράς της. Και παρεκάλει Κυριον τον Θεόν με θέρμην και είπε· |
|
Εσθ. 4,17ι |
καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ἐκέκραξεν ἐξ ἰσχύος αὐτῶν, ὅτι θάνατος αὐτῶν ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτῶν. |
Εσθ. 4,17ι |
Και όλοι οι Ισραηλίται έκραξαν προσευχόμενοι προς τον Θεόν, με όλην των την δύναμιν, διότι ο θάνατος ευρίσκετο πλέον εμπρός εις τα μάτια των. |
|
Εσθ. 4,17θ |
ἐπάκουσον τῆς δεήσεώς μου καὶ ἱλάσθητι τῷ κλήρῳ σου καὶ στρέψον τὸ πένθος ἡμῶν εἰς εὐωχίαν, ἵνα ζῶντες ὑμνῶμέν σου τὸ ὄνομα, Κύριε, καὶ μὴ ἀφανίσῃς στόμα αἰνούντων σε, Κύριε. |
Εσθ. 4,17θ |
Ακουσε την προσευχήν μου και λυπήσου την κληρονομίαν σου. Μετάβαλε το πένθος μας εις συμπόσιον χαράς, δια να ζώμεν και να δοξολογούμεν το όνομά σου, Κυριε. Μη επιτρέψης να εξαφανισθή το στόμα των ανθρώπων, οι οποίοι σε δοξολογούν”. |
|
Εσθ. 4,17η |
μὴ ὑπερίδῃς τὴν μερίδα σου, ἣν σεαυτῷ ἐλυτρώσω ἐκ γῆς Αἰγύπτου· |
Εσθ. 4,17η |
Μη, λοιπόν, αποστρέψης με αδιαφορίαν το βλέμμα σου από τον λαόν σου, τον οποίον συ, δια να είναι λαός σου, τον εγλύτωσες από την δουλείαν της χώρας Αιγύπτου. |
|
Εσθ. 4,17ζ |
καὶ νῦν, Κύριε ὁ Θεός, ὁ βασιλεύς, ὁ Θεὸς Ἁβραάμ, φεῖσαι τοῦ λαοῦ σου, ὅτι ἐπιβλέπουσιν ἡμῖν εἰς καταφθορὰν καὶ ἐπεθύμησαν ἀπολέσαι τὴν ἐξ ἀρχῆς κληρονομίαν σου· |
Εσθ. 4,17ζ |
Και τώρα, Κυριε ο Θεός μου και ο βασιλεύς μου, ο Θεός του Αβραάμ, λυπήσου τον λαόν σου, διότι οι εχθροί έχουν στρέψει κακούργα τα βλέμματά των εναντίον μας, δια να μας εξολοθρεύσουν. Φλέγονται από την πονηράν επιθυμίαν να καταστρέψουν την από αρχαιοτάτων χρόνων ιδικήν σου κληρονομίαν. |
|
Εσθ. 4,17ε |
ἀλλ᾿ ἐποίησα τοῦτο, ἵνα μὴ θῶ δόξαν ἀνθρώπου ὑπεράνω δόξης Θεοῦ, καὶ οὐ προσκυνήσω οὐδένα, πλὴν σοῦ τοῦ Κυρίου μου καὶ οὐ ποιήσω αὐτὰ ἐν ὑπερηφανίᾳ. |
Εσθ. 4,17ε |
Αλλά έπραξα τούτο, δια να μη βάλω την δόξαν ανθρώπου υπεράνω από την δόξαν σου του Θεού. Κανένα δεν θα προσκυνήσω πλην σου του Κυρίου μου. Ταύτα δε οχι από υπερηφάνειαν. |
|
Εσθ. 4,17δ |
σὺ πάντα γινώσκεις· σὺ οἶδας, Κύριε, ὅτι οὐκ ἐν ὕβρει οὐδὲ ἐν ὑπερηφανίᾳ οὐδὲ ἐν φιλοδοξίᾳ ἐποίησα τοῦτο, τὸ μὴ προσκυνεῖν τὸν ὑπερήφανον Ἀμάν, ὅτι ηὐδόκουν φιλεῖν πέλματα ποδῶν αὐτοῦ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ· |
Εσθ. 4,17δ |
Συ, Κυριε, γνωρίζεις τα πάντα. Συ, Κυριε, γνωρίζεις πολύ καλά, ότι εάν εγώ δεν προσκυνώ τον υπερήφανον Αμάν, δεν το πράττω από αλαζονείαν, ούτε από υπερηφάνειαν, ούτε από φιλοδοξίαν. Αλλά προκειμένου να σώσω τους Ισραηλίτας, είμαι έτοιμος να φιλήσω και τα πέλματα των ποδών του Αμάν. |
|
Εσθ. 4,17γ |
ὅτι σὺ ἐποίησας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ πᾶν θαυμαζόμενον ἐν τῇ ὑπ᾿ οὐρανὸν καὶ Κύριος εἶ πάντων, καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀντιτάξεταί σοι τῷ Κυρίῳ. |
Εσθ. 4,17γ |
Διότι συ, Κυριε, ως παντοδύναμος που είσαι, εδημιούργησες τον ουρανόν και την γην, κάθε τι ωραίον και αξιοθαύμαστον που υπάρχει από τον ουρανόν. Είσαι ο Κυριος όλων και δεν υπάρχει κανείς, ο οποίος θα αντιταχθή εις σέ, τον Κυριον. |
|
Εσθ. 4,17β |
Κύριε Κύριε, βασιλεῦ πάντων κρατῶν, ὅτι ἐν ἐξουσίᾳ σου τὸ πᾶν ἐστι, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἀντιδοξῶν σοι ἐν τῷ θέλειν σε σῶσαι τὸν Ἰσραήλ· |
Εσθ. 4,17β |
“Κυριε, Κυριε, παντοκράτωρ βασιλεύ, τα πάντα είναι υπό την εξουσίαν σου υποτεταγμένα και κανείς δεν υπάρχει, που να δυνηθή να φέρη εμπόδιον εις σέ, αν συ θα θελήσης να σώσης τον ισραηλιτικόν λαόν. |
|
Εσθ. 4,17α |
καὶ ἐδεήθη Κυρίου μνημονεύων πάντα τὰ ἔργα Κυρίου καὶ εἶπε· |
Εσθ. 4,17α |
Είχεν στον νουν και την καρδίαν του όλα τα έργα του Κυρίου, προσηυχήθη δε και είπε· |
|
Εσθ. 4,17 |
Καὶ βαδίσας Μαρδοχαῖος ἐποίησεν ὅσα ἐνετείλατο αὐτῷ Ἐσθήρ. |
Εσθ. 4,17 |
Ο Μαρδοχαίος ανεχώρησε και έκαμε, όπως του είχε δώσει εντολήν η Εσθήρ. |
|
| Κεφάλαιο 5ο |
Εσθ. 5,1ζ |
τί ἐστιν Ἐσθήρ; ἐγὼ ὁ ἀδελφός σου, θάρσει, οὐ μὴ ἀποθάνῃς ὅτι κοινὸν τὸ πρόσταγμα ἡμῶν ἐστι· πρόσελθε. |
Εσθ. 5,1ζ |
“Τι συμβαίνει, Εσθήρ; Εγώ είμαι ο αδελφός σου έχε θάρρος. Δεν πρόκειται να αποθάνης, διότι κάθε διαταγή δική μου, είναι και δική σου, είναι δικές μας διαταγές. Πλησίασε”. |
|
Εσθ. 5,1ε |
καὶ μετέβαλεν ὁ Θεὸς τὸ πνεῦμα τοῦ βασιλέως εἰς πραΰτητα, καὶ ἀγωνιάσας ἀνεπήδησεν ἀπὸ τοῦ θρόνου αὐτοῦ καὶ ἀνέλαβεν αὐτὴν ἐπὶ τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ, μέχρις οὗ κατέστη, καὶ παρεκάλει αὐτὴν λόγοις εἰρηνικοῖς καὶ εἶπεν αὐτῇ· |
Εσθ. 5,1ε |
Ο Θεός όμως μετέβαλε την οργήν του βασιλέως εις πραότητα. Αυτός καταληφθείς από ανησυχίαν και αγωνίαν ανεπήδησεν από τον θρόνον του, επήρεν αυτήν εις την αγκάλην του, μέχρις ότου εκείνη συνήλθε. Και με λόγια ειρηνικά και ενθαρρυντικά την παρηγορούσε και έλεγε προς αυτήν· |
|
Εσθ. 5,1δ |
καὶ ἄρας τὸ πρόσωπον αὐτοῦ πεπυρωμένον δόξῃ ἐν ἀκμῇ θυμοῦ ἔβλεψε, καὶ ἔπεσεν ἡ βασίλισσα καὶ μετέβαλε τὸ χρῶμα αὐτῆς ἐν ἐκλύσει καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἅβρας τῆς προπορευομένης. |
Εσθ. 5,1δ |
Εσήκωσε τα πρόσωπόν του, το οποίον ακτινοβολούσε από δόζαν, και την παρετήρησε γεμάτος οργήν. Η βασίλισσα, όταν τον είδεν, εκλονίσθη, έχασε το χρώμα της, και έτοιμη να λιποθυμήση έκλινε και εστηρίχθη στον ώμον της δούλης της, η οποία επροπορεύετο. |
|
Εσθ. 5,1γ |
καὶ εἰσελθοῦσα πάσας τὰς θύρας κατέστη ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, καὶ αὐτὸς ἐκάθητο ἐπὶ τοῦ θρόνου τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ πᾶσαν στολὴν τῆς ἐπιφανείας αὐτοῦ ἐνδεδύκει, ὅλος διὰ χρυσοῦ καὶ λίθων πολυτελῶν, καὶ ἦν φοβερὸς σφόδρα. |
Εσθ. 5,1γ |
Η Εσθήρ επέρασεν όλας τας θύρας του ανακτόρου και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως. Αυτός εκάθητο επάνω στον βασιλικόν του θρόνον, ήτο δε ενδεδυμένος όλην την λαμπράν και εντυπωσιακήν βασιλικήν στολήν, λαμπροστόλιστος με χρυσά κοσμήματα και λίθους πολυτελείς. Η όψις του ήτο πράγματι πολύ φοβερά. |
|
Εσθ. 5,1β |
καὶ αὐτὴ ἐρυθριῶσα ἀκμῇ κάλλους αὐτῆς, καὶ τὸ πρόσωπον αὐτῆς ἱλαρὸν ὡς προσφιλές, ἡ δὲ καρδία αὐτῆς ἀπεστενωμένη ἀπὸ τοῦ φόβου. |
Εσθ. 5,1β |
Ελαμπεν εις όλην την ακμήν του κάλλους της, ενώ το πρόσωπόν της είχε χρώμα ροδαλόν. Ετσι δε ιλαρόν ήτο το πρόσωπόν της και αγαπητόν, η καρδία της όμως ευρίσκετο καταστενοχωρημένη και πιεζομένη από τον φόβον. |
|
Εσθ. 5,1α |
καὶ γενηθεῖσα ἐπιφανής, ἐπικαλεσαμένη τῶν πάντων ἐπόπτην Θεὸν καὶ σωτῆρα, παρέλαβε τὰς δύο ἅβρας· καὶ τῇ μὲν μιᾷ ἐπηρείδετο ὡς τρυφερευομένη, ἡ δὲ ἑτέρα ἐπηκολούθει κουφίζουσα τὴν ἔνδυσιν αὐτῆς, |
Εσθ. 5,1α |
Ετσι δε λαμπρά κατά την εμφάνισιν εζήτησε πάλιν την βοήθειαν Εκείνου, που εποπτεύει τα πάντα, του Θεού και σωτήρος, παρέλαβε και τας δύο αυτής θεραπαινίδας και εις μεν την μίαν εστηρίζετο ως τρυφερά και αδύνατος, ενώ η άλλη την παρακολουθούσε και εβάσταζε τα ενδύματα αυτής όπισθεν. |
|
Εσθ. 5,1 |
Καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ὡς ἐπαύσατο προσευχομένη, ἐξεδύσατο τὰ ἱμάτια τῆς θεραπείας καὶ περιεβάλετο τὴν δόξαν αὐτῆς. |
Εσθ. 5,1 |
Κατά την τρίτην ημέραν, όταν η Εσθήρ ετελείωσε την προσευχήν της, έβγαλε τα ενδύματα τα ταπεινά της νηστείας και προσευχής και εφόρεσε την λαμπράν μεγαλοπρεπή στολήν της. |
|
Εσθ. 5,2β |
ἐν δὲ τῷ διαλέγεσθαι αὐτὴν ἔπεσεν ἀπὸ ἐκλύσεως αὐτῆς καὶ ὁ βασιλεὺς ἐταράσσετο, καὶ πᾶσα ἡ θεραπεία αὐτοῦ παρεκάλει αὐτήν. |
Εσθ. 5,2β |
Ενῷ δε έτσι συνωμιλούσε προς τον βασιλέα, κατέπεσε λιπύθυμος. Ο βασιλεύς εταράχθη. Ολοι δε οι ευρισκόμενοι εκεί εφρόντιζον, να την επαναφέρουν εις τας αισθήσεις της. |
|
Εσθ. 5,2α |
καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἶδόν σε, κύριε, ὡς ἄγγελον Θεοῦ, καὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου ἀπὸ φόβου τῆς δόξης σου, ὅτι θαυμαστὸς εἶ, κύριε, καὶ τὸ πρόσωπόν σου χαρίτων μεστόν. |
Εσθ. 5,2α |
Εκείνη του είπε·“«σε είδα, κύριε, σαν άγγελον του Θεού και η καρδιά μου εταράχθη από τον φόβον της μεγαλοπρεπείας σου, διότι συ είσαι αξιοθαύμαστος, κύριε, και το πρόσωπόν σου είναι γεμάτον από χάριτας”. |
|
Εσθ. 5,2 |
καὶ ἄρας τὴν χρυσῆν ῥάβδον ἐπέθηκεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτῆς καὶ ἠσπάσατο αὐτὴν καὶ εἶπε· λάλησόν μοι. |
Εσθ. 5,2 |
Ο βασιλεύς εσήκωσε την χρυσήν του ράβδον, την έθεσεν στον τράχηλόν της, την ησπάσθη και είπε· “μίλησέ μου, είπέ μου τι συμβαίνει;” |
|
Εσθ. 5,3 |
καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· τί θέλεις, Ἐσθήρ; καὶ τί σού ἐστι τὸ ἀξίωμα; ἕως τοῦ ἡμίσους τῆς βασιλείας μου, καὶ ἔσται σοι. |
Εσθ. 5,3 |
Ηρώτησεν ο βασιλεύς· “Εσθήρ, τι θέλεις; Ποιό είναι το αίτημά σου; Θα σου δώσω μέχρι και το ήμισυ της βασιλείας μου, θα είναι ιδικόν σου”. |
|
Εσθ. 5,4 |
εἶπε δὲ Ἐσθήρ· ἡμέρα μου ἐπίσημος σήμερόν ἐστι· εἰ οὖν δοκεῖ τῷ βασιλεῖ, ἐλθάτω καὶ αὐτὸς καὶ Ἀμὰν εἰς τὴν δοχήν, ἣν ποιήσω σήμερον. |
Εσθ. 5,4 |
Η Εσθήρ απήντησεν· “η σημερινή ημέρα είναι δι εμέ επίσημος ημέρα. Εάν, λοιπόν, φαίνεται αρεστόν στον βασιλέα, ας έλθη, μαζή δε με αυτόν και ο Αμάν, εις την τράπεζαν, την οποίαν εγώ σήμερον θα παραθέσω”. |
|
Εσθ. 5,5 |
καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· κατασπεύσατε Ἀμάν, ὅπως ποιήσωμεν τὸν λόγον Ἐσθήρ· καὶ παραγίνονται ἀμφότεροι εἰς τὴν δοχήν, ἣν εἶπεν Ἐσθήρ. |
Εσθ. 5,5 |
Ο βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους και είπε· “σπεύσατε αμέσως προς τον Αμάν και ειδοποιήσατέ τον να εκτελέσωμεν την παράκλησιν αυτήν της Εσθήρ”. Ηλθον λοιπόν και οι δύο, ο βασιλεύς και ο Αμάν, στο συμπόσιον, το οποίον παρέθεσεν η Εσθήρ. |
|
Εσθ. 5,6 |
ἐν δὲ τῷ πότῳ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐσθήρ· τί ἐστι βασίλισσα Ἐσθήρ; καὶ ἔσται ὅσα ἀξιοῖς. |
Εσθ. 5,6 |
Κατά την διάρκειαν του συμποσίου τούτου, ο βασιλεύς ηρώτησε την Εσθήρ· “βασίλισσα Εσθήρ, τι θέλεις; Οσα μου ζητήσης, θα γίνουν”. |
|
Εσθ. 5,7 |
καὶ εἶπε· τὸ αἴτημά μου καὶ τὸ ἀξίωμα· |
Εσθ. 5,7 |
Εκείνη του είπε· “θέλετε να μάθετε τα αίτημά μου και την απαίτησίν μου; |
|
Εσθ. 5,8 |
εἰ εὗρον χάριν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, ἐλθάτω ὁ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν ἔτι τὴν αὔριον εἰς τὴν δοχήν, ἣν ποιήσω αὐτοῖς, καὶ αὔριον ποιήσω τὰ αὐτά. |
Εσθ. 5,8 |
Εάν έχω εύρει χάριν ενώπιον του βασιλέως, ας έλθη ο βασιλεύς και ο Αμάν ακόμη αύριον στο συμπόσιον, το οποίον εγώ θα παραθέσω προς τιμήν των και αύριον θα ανακοινώσω τα αιτήματά μου”. |
|
Εσθ. 5,9 |
Καὶ ἐξῆλθεν ὁ Ἀμὰν ἀπὸ τοῦ βασιλέως ὑπερχαρὴς εὐφραινόμενος· ἐν δὲ τῷ ἰδεῖν Ἀμὰν Μαρδοχαῖον τὸν Ἰουδαῖον ἐν τῇ αὐλῇ ἐθυμώθη σφόδρα |
Εσθ. 5,9 |
Ο Αμάν εβγήκεν από το βασιλικόν ανάκτορον γεμάτος χαράν ευφραινόμενος. Οταν όμως κατά την έξοδόν του είδε τον Ιουδαίον Μαρδοχαίον εις την βασιλικήν αυλήν, κατελήφθη από μεγάλην οργήν. |
|
Εσθ. 5,10 |
καὶ εἰσελθὼν εἰς τὰ ἴδια ἐκάλεσε τοὺς φίλους καὶ Ζωσάραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, |
Εσθ. 5,10 |
Εισήλθεν εις την οικίαν του, εκάλεσε τους φίλους του και την σύζυγόν του Ζωσάραν, |
|
Εσθ. 5,11 |
καὶ ὑπέδειξεν αὐτοῖς τὸν πλοῦτον αὐτοῦ καὶ τὴν δόξαν, ἣν ὁ βασιλεὺς αὐτῷ περιέθηκε, καὶ ὡς ἐποίησεν αὐτὸν πρωτεύειν καὶ ἡγεῖσθαι τῆς βασιλείας. |
Εσθ. 5,11 |
και ανέφερεν αλαζονικώς εις αυτούς τον πλούτον και την δόξαν, με την οποίαν ο βασιλεύς τον είχε τιμήσει, διότι τον κατέστησε πρώτον μεταξύ όλων των άλλων, αρχηγόν εις όλην την βασιλείαν του. |
|
Εσθ. 5,12 |
καὶ εἶπεν Ἀμάν· οὐ κέκληκεν ἡ βασίλισσα μετὰ τοῦ βασιλέως οὐδένα εἰς τὴν δοχὴν ἀλλ᾿ ἢ ἐμέ, καὶ εἰς τὴν αὔριον κέκλημαι· |
Εσθ. 5,12 |
Και έπειτα προσέθεσεν ο Αμάν· “και η βασίλισσα δεν εκάλεσε άλλον μαζή με τον βασιλέα, παρά μόνον εμέ. Με εκάλεσε δε και πάλιν δια το συμπόσιον της αυριανής ημέρας. |
|
Εσθ. 5,13 |
καὶ ταῦτά μοι οὐκ ἀρέσκει, ὅταν ἴδω Μαρδοχαῖον τὸν Ἰουδαῖον ἐν τῇ αὐλῇ. |
Εσθ. 5,13 |
Εκείνο όμως το οποίον δεν μου αρέσει, αλλά με καταστενοχωρεί, είναι το να βλέπω εις την βασιλικήν αυλήν τον Μαρδοχαίον, τον Ιουδαίον”. |
|
Εσθ. 5,14 |
καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζωσάρα ἡ γυνὴ αὐτοῦ καὶ οἱ φίλοι· κοπήτω σοι ξύλον πηχῶν πεντήκοντα, ὄρθρου δὲ εἰπὸν τῷ βασιλεῖ καὶ κρεμασθήτω Μαρδοχαῖος ἐπὶ τοῦ ξύλου· σὺ δὲ εἴσελθε εἰς τὴ δοχὴν σὺν τῷ βασιλεῖ καὶ εὐφραίνου. καὶ ἤρεσε τὸ ῥῆμα τῷ Ἀμάν, καὶ ἡτοιμάσθη τὸ ξύλον. |
Εσθ. 5,14 |
Η γυναίκα του η Ζωσάρα και οι φίλοι του του είπαν τότε· “δώσε διαταγήν να κοπή ένα ξύλον πενήντα εβραϊκών πήχεων. Λιαν δε πρωϊ ειπέ στον βασιλέα να δώση διαταγήν να κρεμασθή ο Μαρδοχαίος επάνω εις αυτό το ξύλον. Συ δε έπειτα πήγαινε στο συμπόσιον μαζή με τον βασιλέα, δια να ευφρανθής με αυτόν”. Η συμβουλή αυτή ήρεσεν στον Αμάν, έδωσε διαταγήν και ητοιμάσθη το ξύλον. |
|
| Κεφάλαιο 6ο |
Εσθ. 6,1 |
Ὁ δὲ Κύριος ἀπέστησε τὸν ὕπνον ἀπὸ τοῦ βασιλέως τὴν νύκτα ἐκείνην, καὶ εἶπε τῷ διακόνῳ αὐτοῦ εἰσφέρειν γράμματα μνημόσυνα τῶν ἡμερῶν ἀναγινώσκειν αὐτῷ. |
Εσθ. 6,1 |
Ομως ο Κυριος κατά την νύκτα εκείνην απεμάκρυνε τον ύπνον από τον βασιλέα. Ο βασιλεύς, άγρυπνος καθώς ήτο, διέταξε τον υπηρέτην του να του φέρη το βιβλίον των απομνημονευμάτων και να του αναγνώση κάτι, από όσα είχαν γραφή εις αυτό. |
|
Εσθ. 6,2 |
εὗρε δὲ τὰ γράμματα τὰ γραφέντα περὶ Μαρδοχαίου, ὡς ἀπήγγειλε τῷ βασιλεῖ περὶ τῶν δύο εὐνούχων τοῦ βασιλέως ἐν τῷ φυλάσσειν αὐτοὺς καὶ ζητῆσαι ἐπιβαλεῖν τὰς χεῖρας Ἀρταξέρξῃ. |
Εσθ. 6,2 |
Ο υπηρέτης ήνοιξε το βιβλίον και ευρήκε το μέρος εκείνο, που είχαν γραφή τα περί Μαρδοχαίου· όσα δηλαδή ο Μαρδοχαίος είχεν αποκαλύψει στον βασιλέα δια τους δύο αυλικούς, τους σωματοφύλακας, οι οποίοι είχαν συνωμοτήσει και επιζητήσει να απλώσουν δολοφονικάς τας χείρας εναντίον του βασιλέως Αρταξέρξου. |
|
Εσθ. 6,3 |
εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· τίνα δόξαν ἢ χάριν ἐποιήσαμεν τῷ Μαρδοχαίῳ; καὶ εἶπαν οἱ διάκονοι τοῦ βασιλέως· οὐκ ἐποίησας αὐτῷ οὐδέν. |
Εσθ. 6,3 |
Ο βασιλεύς τότε ηρώτησε· “ποίον αξίωμα η ποίον αμοιβήν εδώσαμεν στον Μαρδοχαίον;” Οι υπηρέται του βασιλέως απήντησαν· ότι “δεν έδωκες εις αυτόν καμμίαν αμοιβήν”. |
|
Εσθ. 6,4 |
ἐν δὲ τῷ πυνθάνεσθαι τὸν βασιλέα περὶ τῆς εὐνοίας Μαρδοχαίου, ἰδοὺ Ἀμὰν ἐν τῇ αὐλῇ. εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· τίς ἐν τῇ αὐλῇ; ὁ δὲ Ἀμὰν εἰσῆλθεν εἰπεῖν τῷ βασιλεῖ κρεμάσαι τὸν Μαρδοχαῖον ἐπὶ τῷ ξύλῳ, ᾧ ἡτοίμασε. |
Εσθ. 6,4 |
Καθ ον χρόνον ο βασιλεύς εζητούσε να μάθη δια τας αμοιβάς, τας οποίας έπρεπε να είχε δώσει στον Μαρδοχαίον, ιδού ο Αμάν ενεφανίσθη εις την αυλήν. Ο βασιλεύς ηρώτησε ποίος είναι κάτω εις την αυλήν; Ο δε Αμάν είχεν εισέλθει λίαν πρωϊ εις την αυλήν, δια να είπη στον βασιλέα να εκδώση διαταγήν και κρεμασθή ο Μαρδοχαίος στο ξύλον, το οποίον αυτός είχεν ετοιμάσει δι εκείνον. |
|
Εσθ. 6,5 |
καὶ εἶπαν οἱ διάκονοι τοῦ βασιλέως· ἰδοὺ Ἀμὰν ἕστηκεν ἐν τῇ αὐλῇ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· καλέσατε αὐτόν. |
Εσθ. 6,5 |
Οι υπηρέται του βασιλέως είπαν· “ο Αμάν ευρίσκεται εις την αυλήν”. Ο βασιλεύς είπε· “καλέσατέ τον”. |
|
Εσθ. 6,6 |
εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς τῷ Ἀμάν· τί ποιήσω τῷ ἀνθρώπῳ, ὃν ἐγὼ θέλω δοξάσαι; εἶπε δὲ ἐν ἑαυτῷ Ἀμάν· τίνα θέλει ὁ βασιλεὺς δοξάσαι εἰ μὴ ἐμέ; |
Εσθ. 6,6 |
Ο βασιλεύς ηρώτησε τότε τον Αμάν· “τι πρέπει εγώ να κάμω εις άνθρωπον, τον οποίον θέλω να τιμήσω;” Ο Αμάν εσκέφθη από μέσα του και είπε· ποιόν άλλον θέλει να τιμήση ο βασιλεύς πάρα μόνον εμέ; |
|
Εσθ. 6,7 |
εἶπε δὲ πρὸς τὸν βασιλέα· ἄνθρωπον, ὃν ὁ βασιλεὺς θέλει δοξάσαι, |
Εσθ. 6,7 |
Βέβαιος δε περί τούτου είπε προς τον βασιλέα· “δια τον άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς θέλει να δοξάση, |
|
Εσθ. 6,8 |
ἐνεγκάτωσαν οἱ παῖδες τοῦ βασιλέως στολὴν βυσσίνην, ἣν ὁ βασιλεὺς περιβάλλεται, καὶ ἵππον ἐφ᾿ ὃν ὁ βασιλεὺς ἐπιβαίνει, |
Εσθ. 6,8 |
ας φέρουν οι δούλοι του μίαν μεγαλοπρεπή από βύσσον στολήν, την οποίαν ενδύεται ο ίδιος ο βασιλεύς, και ίππον, επάνω στον οποίον ιππεύει ο βασιλεύς. |
|
Εσθ. 6,9 |
καὶ δότω ἑνὶ τῶν φίλων τοῦ βασιλέως τῶν ἐνδόξων καὶ στολισάτω τὸν ἄνθρωπον, ὃν ὁ βασιλεὺς ἀγαπᾷ, καὶ ἀναβιβασάτω αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἵππον καὶ κηρυσσέτω διὰ τῆς πλατείας τῆς πόλεως λέγων· οὕτως ἔσται παντὶ ἀνθρώπῳ, ὃν ὁ βασιλεὺς δοξάζει. |
Εσθ. 6,9 |
Αυτά δε ας δοθούν εις ένα από τους πλέον ενδόξους φίλους του βασιλέως, δια να στολίση εκείνος τον άνθρωπον αυτόν, τον οποίον ο βασιλεύς αγαπά. Εν συνεχεία δε ας τον βοηθήση να ιππεύση επάνω εις ταν βασιλικόν ίππον και θα περιφέρη αυτόν εις την πλατείαν της πόλεως και θα διαλαλή και θα λέγη· Ετσι θα γίνεται εις κάθε άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς δοξάζει”. |
|
Εσθ. 6,10 |
εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς τῷ Ἀμάν· καλῶς ἐλάλησας. οὕτως ποίησον τῷ Μαρδοχαίῳ τῷ Ἰουδαίῳ τῷ θεραπεύοντι ἐν τῇ αὐλῇ, καὶ μὴ παραπεσάτω σου λόγος, ὧν ἐλάλησας. |
Εσθ. 6,10 |
Απήντησεν ο βασιλεύς στον Αμάν· “καλά είπες· έτσι εσύ τώρα θα πράξης προς τιμήν του Μαρδοχαίου, του Ιουδαίου, του δούλου μου, ο οποίος υπηρετεί εις την αυλήν μου, μη τυχόν και παραμελήσης κάτι από όλα εκείνα τα οποία είπες!” |
|
Εσθ. 6,11 |
ἔλαβε δὲ Ἀμὰν τὴν στολὴν καὶ τὸν ἵππον, καὶ ἐστόλισε τὸν Μαρδοχαῖον, καὶ ἀνεβίβασεν αὐτὸν ἐπὶ τὸν ἵππον καὶ διῆλθε διὰ τῆς πλατείας τῆς πόλεως καὶ ἐκήρυσσε λέγων· οὕτως ἔσται παντὶ ἀνθρώπῳ, ὃν ὁ βασιλεὺς θέλει δοξάσαι. |
Εσθ. 6,11 |
Ο Αμάν κατεντροπιασμένος και καταστενοχωρημένος επήρε την βασιλικήν στολήν και τον βασιλικόν ίππον, εστόλισε τον Μαρδοχαίον, τον εβοήθησε να αναβή στον ίππον και επέρασε δια μέσου της πλατείας της πόλεως και διαλαλούσε λέγων· “έτσι θα γίνεται εις κάθε άνθρωπον, τον οποίον ο βασιλεύς θέλει να δοξάση”. |
|
Εσθ. 6,12 |
ἐπέστρεψε δὲ ὁ Μαρδοχαῖος εἰς τὴν αὐλήν. Ἀμὰν δὲ ὑπέστρεψεν εἰς τὰ ἴδια λυπούμενος κατὰ κεφαλῆς. |
Εσθ. 6,12 |
Ο Μαρδοχαίος, ύστερα από την τελετήν αυτήν της δόξης του, επέστρεψεν εις την αυλήν, ο δε Αμάν καταστενοχωρημένος και καταπικραμμένος επέστρεψεν στο σπίτι του. |
|
Εσθ. 6,13 |
καὶ διηγήσατο Ἀμὰν τὰ συμβεβηκότα αὐτῷ Ζωσάρᾳ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ καὶ τοῖς φίλοις, καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ φίλοι καὶ ἡ γυνή· εἰ ἐκ γένους Ἰουδαίων Μαρδοχαῖος, ἦρξαι ταπεινοῦσθαι ἐνώπιον αὐτοῦ, πεσὼν πεσῇ καὶ οὐ μὴ δύνῃ αὐτὸν ἀμύνασθαι, ὅτι Θεὸς ζῶν μετ᾿ αὐτοῦ. |
Εσθ. 6,13 |
Ο Αμάν διηγήθη εις την σύζυγόν του την Ζωσάραν και τους φίλους του όλα όσα του συνέβησαν. Οι φίλοι του και η σύζυγός του του είπαν· “εάν ο Μαρδοχαίος κατάγεται από την φυλήν των Ιουδαίων, έχεις δε ήδη αρχίσει να εξευτελίζεσαι ενώπιόν του, δεν θα κατορθώσης να τον πολεμήσης, αλλά οριστικώς και βεβαίως θα πέσης και θα ταπεινωθής ενώπιόν του, διότι μαζή του είναι ο αληθινός, ο αιώνιος Θεός”. |
|
Εσθ. 6,14 |
ἔτι αὐτῶν λαλούντων, παραγίνονται οἱ εὐνοῦχοι ἐπισπεύδοντες τὸν Ἀμὰν ἐπὶ τὸν πότον, ὃν ἡτοίμασεν Ἐσθήρ. |
Εσθ. 6,14 |
Ενῷ αυτοί ακόμη συνωμιλούσαν δια τα γεγονότα, ήλθαν οι αυλικοί του βασιλέως και ειδοποίησαν τον Αμάν να σπεύση στο συμπόσιον, το οποίον είχεν ετοιμάσει η Εσθήρ. |
|
| Κεφάλαιο 7ο |
Εσθ. 7,1 |
Εἰσῆλθε δὲ ὁ βασιλεὺς καὶ Ἀμὰν συμπιεῖν τῇ βασιλίσσῃ. |
Εσθ. 7,1 |
Ο βασιλεύς ήλθε, μαζή δε με αυτόν και ο Αμάν, στο συμπόσιον της βασιλίσσης. |
|
Εσθ. 7,2 |
εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς Ἐσθὴρ τῇ δευτέρᾳ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πότῳ· τί ἐστιν, Ἐσθὴρ βασίλισσα, καὶ τί τὸ αἴτημά σου καὶ τί τὸ ἀξιωμά σου; καὶ ἔστω σοι ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου. |
Εσθ. 7,2 |
Ο βασιλεύς ηρώτησε κοιτά την δευτέραν αυτήν ημέραν του συμποσίου την Εσθήρ· “ποίον είναι το αίτημά σου και ποία η επιθυμία σου; Εγώ είμαι διατεθειμένος να σου δώσω μέχρι και το ήμισυ ακόμα της βασιλείας μου”. |
|
Εσθ. 7,3 |
καὶ ἀποκριθεῖσα εἶπεν· εἰ εὗρον χάριν ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, δοθήτω ἡ ψυχὴ τῷ αἰτήματί μου καὶ ὁ λαός μου τῷ ἀξιώματί μου· |
Εσθ. 7,3 |
Η Εσθήρ του απήντησε· “εάν ευρήκα χάριν ενώπιον του βασιλέως, ας μου χαρίση την ζωήν. Αυτό είναι το αίτημά μου. Επίσης ας χαρίση ο βασιλεύς και την ζωήν του λαού μου. Αυτή είναι η επιθυμία μου. |
|
Εσθ. 7,4 |
ἐπράθημεν γὰρ ἐγώ τε καὶ ὁ λαός μου εἰς ἀπώλειαν καὶ διαρπαγὴν καὶ δουλείαν, ἡμεῖς καὶ τὰ τέκνα ἡμῶν εἰς παῖδας καὶ παιδίσκας, καὶ παρήκουσα· οὐ γὰρ ἄξιος ὁ διάβολος τῆς αὐλῆς τοῦ βασιλέως. |
Εσθ. 7,4 |
Διότι εγώ και ο λαός μου επωλήθημεν, δια να θανατωθώμεν, αι περιουσίαι μας δε να διαρπαγούν, και όσοι, τυχόν, από ημάς και από τα τέκνα μας απομείνουν από τον όλεθρον, να γίνωμεν δούλοι και δούλαι. Δι όλα αυτά έως τώρα δεν είπα τίποτε. Τωρα όμως φωνάζω. Ο διάβολος, που εισηγήθη αυτά, δεν είναι άξιος να ευρίσκεται εις την αυλήν του βασιλέως”. |
|
Εσθ. 7,5 |
εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· τίς οὗτος, ὅστις ἐτόλμησε ποιῆσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτο; |
Εσθ. 7,5 |
Ο βασιλεύς ηρώτησε· “ποιός είναι αυτός, ο οποίος ετόλμησε να κάμη αυτό το πράγμα;” |
|
Εσθ. 7,6 |
εἶπε δὲ Ἐσθήρ· ἄνθρωπος ἐχθρὸς Ἀμάν, ὁ πονηρὸς οὗτος. Ἀμὰν δὲ ἐταράχθη ἀπὸ τοῦ βασιλέως καὶ τῆς βασιλίσσης. |
Εσθ. 7,6 |
Η Εσθήρ απήντησεν· “ο άνθρωπος αυτός, ο εχθρός, ο πονηρός αυτός άνθρωπος είναι ο Αμάν”. Ο Αμάν όταν ήκουσεν αυτά, κατελήφθη από ταραχήν ενώπιον του βασιλέως και της βασιλίσσης. |
|
Εσθ. 7,7 |
ὁ δὲ βασιλεὺς ἐξανέστη ἀπὸ τοῦ συμποσίου εἰς τὸν κῆπον· ὁ δὲ Ἀμὰν παρῃτεῖτο τὴν βασίλισσαν, ἑώρα γὰρ ἑαυτὸν ἐν κακοῖς ὄντα. |
Εσθ. 7,7 |
Ο βασιλεύς γεμάτος θυμόν και ταραχήν εσηκώθη από το συμπόσιον και εξήλθεν στον κήπον. Εν τω μεταξύ ο Αμάν παρεκάλει την βασίλισσαν να μεσιτεύση δι αυτόν, διότι έβλεπε πλέον καθαρά ότι ευρίσκετο εις πολύ μεγάλον κίνδυνον. |
|
Εσθ. 7,8 |
ἐπέστρεψε δὲ ὁ βασιλεὺς ἐκ τοῦ κήπου, Ἀμάν δὲ ἐπιπεπτώκει ἐπὶ τὴν κλίνην ἀξιῶν τὴν βασίλισσαν. εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· ὥστε καὶ τὴν γυναῖκα βιάζῃ ἐν τῇ οἰκίᾳ μου; Ἀμὰν δὲ ἀκούσας διετράπη τῷ προσώπῳ. |
Εσθ. 7,8 |
Ο βασιλεύς επέστρεψεν από τον κήπον. Ο Αμάν, επάνω εις την απελπισίαν του, είχε πέσει εν τω μεταξύ εις την κλίνην της βασιλίσσης παρακαλών την βασίλισσαν να μεσιτεύση δι αυτόν. Ο βασιλεύς όταν τον είδε, του είπε· “ώστε και την γυναίκα μου βιάζεις μέσα στο σπίτι μου;” Ο Αμάν όταν ήκουσεν αυτά, έχασε το χρώμα του προσώπου του. |
|
Εσθ. 7,9 |
εἶπε δὲ Βουγαθὰν εἷς τῶν εὐνούχων πρὸς τὸν βασιλέα· ἰδοὺ καὶ ξύλον ἡτοίμασεν Ἀμὰν Μαρδοχαίῳ τῷ λαλήσαντι περὶ τοῦ βασιλέως, καὶ ὤρθωται ἐν τοῖς Ἀμὰν ξύλον πηχῶν πεντήκοντα. εἶπε δὲ ὁ βασιλεύς· σταυρωθήτω ἐπ᾿ αὐτοῦ. |
Εσθ. 7,9 |
Ο Βουγαθάν, ένας από τους ευνούχους του βασιλέως, είπε προς τον βασιλέα· “ιδού, ο Αμάν έχει ετοιμάσει ένα ξύλον εναντίον του Μαρδοχαίου, ο οποίος είχεν αποκαλύψει στον βασιλέα τα της συνωμοσίας. Το ξύλον αυτό έχει εμπαγή και είναι ορθόν εις την αυλήν του οίκου του Αμάν. Εχει δε ύψος πεντήκοντα πήχεων”. Ο βασιλεύς διέταξε τότε· “να σταυρωθή επάνω εις αυτό ο Αμάν”. |
|
Εσθ. 7,10 |
καὶ ἐκρεμάσθη Ἀμὰν ἐπὶ τοῦ ξύλου, ὃ ἡτοιμάσθη Μαρδοχαίῳ. καὶ τότε ὁ βασιλεὺς ἐκόπασε τοῦ θυμοῦ. |
Εσθ. 7,10 |
Και πράγματι εσταυρώθη ο Αμάν επάνω στο ξύλον αυτό, το οποίον είχεν ετοιμάσει δια τον Μαρδοχαίον. Τοτε δε ο βασιλεύς ηρέμησεν από τον θυμόν του. |
|
| Κεφάλαιο 8ο |
Εσθ. 8,1 |
Καὶ ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ὁ βασιλεὺς Ἀρταξέρξης ἐδωρήσατο Ἐσθὴρ ὅσα ὑπῆρχεν Ἀμὰν τῷ διαβόλῳ, καὶ Μαρδοχαῖος προσεκλήθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως· ὑπέδειξε γὰρ Ἐσθήρ, ὅτι ἐνοικείωται αὐτῇ. |
Εσθ. 8,1 |
Κατά την ιδίαν εκείνην ημέραν ο βασιλεύς Αρταξέρξης εδώρησεν εις την Εσθήρ όλα όσα ανήκον στον συκοφάντην Αμάν. Ο δε Μαρδοχαίος παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως. Η Εσθήρ του είχεν αποκαλύψει, ότι είναι στενός συγγενής της. |
|
Εσθ. 8,2 |
ἔλαβε δὲ ὁ βασιλεὺς τὸν δακτύλιον, ὃν ἀφείλετο Ἀμάν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν Μαρδοχαίῳ, καὶ κατέστησεν Ἐσθὴρ Μαρδοχαῖον ἐπὶ πάντων τῶν Ἀμάν. |
Εσθ. 8,2 |
Ο βασιλεύς επήρε το δακτυλίδι, που είχεν αφαιρέσει από τον Αμάν, και το έδωκεν στον Μαρδοχαίον. Η δε βασίλισσα Εσθήρ ενεπιστεύθη στον Μαρδοχαίον την διοίκησιν και διαχείρισιν όλων όσα ανήκον στον Αμάν. |
|
Εσθ. 8,3 |
καὶ προσθεῖσα ἐλάλησε πρὸς τὸν βασιλέα καὶ προσέπεσε πρὸς τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἠξίου ἀφελεῖν τὴν Ἀμὰν κακίαν καὶ ὅσα ἐποίησε τοῖς Ἰουδαίοις. |
Εσθ. 8,3 |
Κατόπιν η βασίλισσα ωμίλησεν επιπροσθέτως προς τον βασιλέα. Επεσεν στους πόδας του και τον παρεκάλει θερμύς, να ανακαλέση την διαταγήν, την οποίαν εν τη κακία του ο Αμάν είχε προκαλέσει εναντίον των Ιουδαίων. |
|
Εσθ. 8,4 |
ἐξέτεινε δὲ ὁ βασιλεὺς Ἐσθὴρ τὴν ῥάβδον τὴν χρυσῆν, ἐξηγέρθη δὲ Ἐσθὴρ παρεστηκέναι τῷ βασιλεῖ, |
Εσθ. 8,4 |
Ο βασιλεύς άπλωσε την χρυσήν του ράβδον επάνω εις την Εσθήρ, αυτή εσηκώθη και εστάθη ορθία ενώπιον του βασιλέως. |
|
Εσθ. 8,5 |
καὶ εἶπεν Ἐσθήρ· εἰ δοκεῖ σοι καὶ εὗρον χάριν, πεμφθήτω ἀποστραφῆναι τὰ γράμματα τὰ ἀπεσταλμένα ὑπὸ Ἀμάν, τὰ γραφέντα ἀπολέσθαι τοὺς Ἰουδαίους, οἵ εἰσιν ἐν τῇ βασιλείᾳ σου· |
Εσθ. 8,5 |
Η Εσθήρ είπεν· “εάν φαίνεται εις σε καλόν, και αν εγώ έχω εύρει χάριν ενώπιόν σου, ας αποοταλούν άνδρες, ας στείλη αγγελιαφόρους ο βασιλεύς, δια να ακυρωθή το διάταγμα, το οποίον εγράφη και απεστάλη υπό του Αμάν δια την εξόντωσιν των Ιουδαίων, που ευρίσκονται στο βασίλειόν σου. |
|
Εσθ. 8,6 |
πῶς γὰρ δυνήσομαι ἰδεῖν τὴν κάκωσιν τοῦ λαοῦ μου καὶ πῶς δυνήσομαι σωθῆναι ἐν τῇ ἀπωλείᾳ τῆς πατρίδος μου; |
Εσθ. 8,6 |
Διότι πως είναι δυνατόν εγώ να ίδω την φοβεράν αυτήν θλίψιν του λαού μου και πως είναι δυνατόν να σωθώ εγώ, όταν εξολοθρεύωνται οι άνθρωποι της πατρίδος μου;” |
|
Εσθ. 8,7 |
καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐσθήρ· εἰ πάντα τὰ ὑπάρχοντα Ἀμὰν ἔδωκα καὶ ἐχαρισάμην σοι καὶ αὐτὸν ἐκρέμασα ἐπὶ ξύλου, ὅτι τὰς χεῖρας ἐπήνεγκε τοῖς Ἰουδαίοις, τί ἔτι ἐπιζητεῖς; |
Εσθ. 8,7 |
Ο βασιλεύς είπε προς την Εσθήρ· “εάν όλα τα υπάρχοντα του Αμάν σου τα εχάρισα, αυτόν δε τον ίδιον τον εκρέμασα επάνω στο ξύλον, διότι άπλωσε φονικάς τας χείρας εναντίον των Ιουδαίων, τι άλλο επιθυμείς ακόμη να κάμω; Πές μου. |
|
Εσθ. 8,8 |
γράψατε καὶ ὑμεῖς ἐκ τοῦ ὀνόματός μου, ὡς δοκεῖ ὑμῖν, καὶ σφραγίσατε τῷ δακτυλίῳ μου· ὅσα γὰρ γράφετε τοῦ βασιλέως ἐπιτάξαντος καὶ σφραγισθῇ τῷ δακτυλίω μου, οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἀντειπεῖν. |
Εσθ. 8,8 |
Γράψατε εξ ονόματός μου ο,τι σας φαίνεται καλόν. Σφραγίσατε το έγγραφον αυτό με το δακτυλίδι μου, διότι όσα γράφονται τη εντολή του βασιλέως και σφραγισθούν με το δακτυλίδι μου, δεν είναι δυνατόν κανείς να τα παραβή και να τα καταπατήση”. |
|
Εσθ. 8,9 |
ἐκλήθησαν δὲ οἱ γραμματεῖς ἐν τῷ πρώτῳ μηνί, ὅς ἐστι Νισάν, τρίτῃ καὶ εἰκάδι τοῦ αὐτοῦ ἔτους, καὶ ἐγράφη τοῖς Ἰουδαίοις ὅσα ἐνετείλατο τοῖς οἰκονόμοις καὶ τοῖς ἄρχουσι τῶν σατραπῶν, ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς ἕως τῆς Αἰθιοπίας, ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ σατράπαις κατὰ χώραν καὶ χώραν, κατὰ τὴν ἑαυτῶν λέξιν. |
Εσθ. 8,9 |
Κατά την εικοστήν τρίτην του πρώτου μηνός, του λεγομένου Νισάν, του ιδίου έτους, εκλήθησαν οι γραμματείς του βασιλέως και συνετάχθη, κατ εντολήν της βασιλίσσης και του Μαρδοχαίου, έγγραφον δια την σωτηρίαν των Εβραίων. Το έγγραφον αυτό απεστάλη προς τους διοικητάς και στους άρχοντας των επαρχιών από την Ινδικήν μέχρι και της Αιθιοπίας, εις εκατόν είκοσι επτά επαρχίας. Δια κάθε επαρχίαν έγινεν ιδιαίτερον έγγραφον συντεταγμένον εις την γλώσσαν αυτής. |
|
Εσθ. 8,10 |
ἐγράφη δὲ διὰ τοῦ βασιλέως καὶ ἐσφραγίσθη τῷ δακτυλίῳ αὐτοῦ, καὶ ἐξαπέστειλαν τὰ γράμματα διὰ βιβλιοφόρων, |
Εσθ. 8,10 |
Αυτά τα διατάγματα συνετάχθησαν εξ ονόματος του βασιλέως και εσφραγίσθησαν με το δακτυλίδι του. Τα έστειλαν δε προς τας επαρχίας με ειδικούς ταχυδρόμους. |
|
Εσθ. 8,11 |
ὡς ἐπέταξε αὐτοῖς χρῆσθαι τοῖς νόμοις αὐτῶν ἐν πάσῃ πόλει βοηθῆσαί τε αὐτοῖς καὶ χρῆσθαι τοῖς ἀντιδίκοις αὐτῶν καὶ τοῖς ἀντικειμένοις αὐτῶν, ὡς βούλονται, |
Εσθ. 8,11 |
Δια των διαταγμάτων αυτών ο βασιλεύς έδιδεν εντολήν και παρείχε το δικαίωμα στους Ιουδαίους, εις οιανδήποτε πόλιν και αν ευρίσκωνται, να κάνουν χρήσιν των νόμων των και να ζουν σύμφωνα με τους νόμους των. Επί πλέον να βοηθούν ο ένας τον άλλον εις υπεράσπισιν της ζωής των και της περιουσίας των και να μεταχειρισθούν τους αντιδίκους των και τους εχθρούς των, που θα ήθελαν να τους βλάψουν, όπως θέλουν. |
|
Εσθ. 8,12φ |
πᾶσα δὲ πόλις ἢ χώρα τὸ σύνολον, ἥτις κατὰ ταῦτα μὴ ποιήσῃ, δόρατι καὶ πυρὶ καταναλωθήσεται μετ᾿ ὀργῆς· οὐ μόνον ἀνθρώποις ἄβατος, ἀλλὰ καὶ θηρίοις καὶ πετεινοῖς εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον ἔχθιστος κατασταθήσεται. |
Εσθ. 8,12φ |
Καθε δε πόλις η και ολόκληρος χώρα, η οποία δεν θα θελήση να συμμορφωθή προς αυτά που διατάσσομεν, δια πυρός και δια σιδήρου και με οργήν μεγάλην θα εξολοθρευθή. Και θα γίνη άβατος και ακατοίκητος όχι μόνον δια τους ανθρώπους αλλά και δια τα θηρία και διο τα πτηνά, τόπος μισητός και αποτρόπαιος δι όλον τον υπόλοιπον χρόνον. |
|
Εσθ. 8,12υ |
καὶ ὑμεῖς οὖν ἐν ταῖς ἐπωνύμοις ὑμῶν ἑορταῖς ἐπίσημον ἡμέραν μετὰ πάσης εὐωχίας ἄγεται, ὅπως καὶ νῦν καὶ μετὰ ταῦτα σωτηρία ᾖ ἡμῖν καὶ τοῖς εὐνοοῦσι Πέρσαις, τοῖς δὲ ἡμῖν ἐπιβουλεύουσι μνημόσυνον τῆς ἀπωλείας. |
Εσθ. 8,12υ |
Και σεις, λοιπόν, εντάξατε μεταξύ των άλλων γνωστών εορτών σας και αυτήν την επίσημον ημέραν, την οποίαν να εορτάσετε με κάθε χαράν και απόλαυσιν, ώστε αυτή και τώρα και στο μέλλον να είναι δι' ημάς και δι' όλους εκείνους οι οποίοι διάκεινται ευμενώς προς τους Πέρσας, εορτή σωτηρίας. Δια δε τους εχθρούς μας να είναι μία ανάμνησις καταστροφής των. |
|
Εσθ. 8,12τ |
ταύτην γὰρ ὁ τὰ πάντα δυναστεύων Θεὸς ἀντ᾿ ὀλεθρίας τοῦ ἐκλεκτοῦ γένους ἐποίησεν αὐτοῖς εὐφροσύνην. |
Εσθ. 8,12τ |
Διότι ο Θεός, ο Κυριος των πάντων, μετέβαλε δια το εκλεκτόν έθνος των Ισραηλιτών την ημέραν αυτήν από ημέραν ολέθρου εις ημέραν χαράς. |
|
Εσθ. 8,12σ |
τὸ δὲ ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς ταύτης ἐκθέντες ἐν παντὶ τόπῳ μετὰ παῤῥησίας, ἐᾶν τοὺς Ἰουδαίους χρῆσθαι τοῖς ἑαυτῶν νομίμοις καὶ συνεπισχύειν αὐτοῖς, ὅπως τοὺς ἐν καιρῷ θλίψεως ἐπιθεμένους αὐτοῖς ἀμύνωνται τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ δωδεκάτου μηνὸς Ἀδὰρ τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ· |
Εσθ. 8,12σ |
Το αντίγραφον αυτής της επιστολής θα εκτεθή εις όλους τους δημοσίους τόπους ολοφάνερα και θα αφήσετε ελευθέρους τους Ιουδαίους να ζουν και να φέρωνται σύμφωνα με τους ιδικούς των νόμους. Επί πλέον κατά την ημέραν της θλίψεως, που τους παρεσκεύασεν ο Αμάν, την δεκάτην τρίτην του δωδεκάτου μηνός Αδάρ, κατά την ημέραν αυτήν θα τους ενισχύσετε, δια να ημπορέσουν να αποκρούσουν την επίθεσιν εκείνων, οι οποίοι ενδεχομένως θα εξεγερθούν εναντίον των. |
|
Εσθ. 8,12ρ |
καλῶς οὗν ποιήσετε μὴ προσχρησάμενοι τοῖς ὑπὸ Ἀμὰν Ἀμαδάθου ἀποσταλεῖσι γράμμασι διὰ τὸν αὐτὸν τὸν ταῦτα ἐξεργασάμενον πρὸς ταῖς Σούσων πύλαις ἐσταυρῶσθαι σὺν τῇ πανοικίᾳ, τὴν καταξίαν τοῦ τὰ πάντα ἐπικρατοῦντος Θεοῦ διὰ τάχους ἀποδόντος αὐτῷ κρίσιν. |
Εσθ. 8,12ρ |
Δια τούτο καλώς θα πράξετε να μη λάβετε υπ όψιν και να μη θέσετε εις εφαρμογήν τα αποσταλέντα έγγραφα από τον Αμάν, τον υιόν του Αμαδάθου, διότι αυτός ο αίτιος όλων αυτών των κακών, εσταυρώθη με όλην του την οικογένειαν εμπρός εις τας πύλας της πόλεως Σούσα. Και ο Θεός, ο απόλυτος κύριος των πάντων, απέδωσεν έτσι εις αυτόν συντομότατα την τιμωρίαν, η οποία του ήξιζε. |
|
Εσθ. 8,12π |
ὄντας δὲ υἱοὺς τοῦ Ὑψίστου μεγίστου ζῶντος Θεοῦ τοῦ κατευθύνοντος ἡμῖν τε καὶ τοῖς προγόνοις ἡμῶν τὴν βασιλείαν ἐν τῇ καλλίστῃ διαθέσει. |
Εσθ. 8,12π |
Ευρήκαμεν ακόμη ότι αυτοί είναι τέκνα του Υψιστου και μεγίστου Θεού, του αιωνίως υπάρχοντος Θεού, ο οποίος, όπως στο παρελθόν κατηύθυνε την βασιλείαν των προγόνων μας, έτσι και τώρα κατευθύνει την ιδικήν μας βασιλείαν εις αρίστην κατάστασιν. |
|
Εσθ. 8,12ο |
ἡμεῖς δὲ τοὺς ὑπὸ τοῦ τρισαλιτηρίου παραδεδομένους εἰς ἀφανισμὸν Ἰουδαίους, εὑρίσκομεν οὐ κακούργους ὄντας, δικαιοτάτοις δὲ πολιτευομένους νόμοις, |
Εσθ. 8,12ο |
Ημεις όμως τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχον παραδοθ από τον τρισάθλιον αυτόν εις όλεθρον, ευρίσκομεν ότι δεν είναι κακούργοι, αλλά αντιθέτως ότι ζουν και φέρονται σύμφωνα με δικαιοτάτους νόμους. |
|
Εσθ. 8,12ξ |
διὰ γὰρ τῶν τρόπων τούτων ᾠήθη λαβὼν ἡμᾶς ἐρήμους, τὴν τῶν Περσῶν ἐπικράτησιν εἰς τοὺς Μακεδόνας μετάξαι. |
Εσθ. 8,12ξ |
Με όλους αυτούς τους τρόπους ενόμιζεν ότι θα ημπορούσε να μας καταλάβη αμερίμνους και ανετοίμους και έτσι την εξουσίαν των Περσών να την μεταφέρη και παραδώση στους Μακεδόνας. |
|
Εσθ. 8,12ν |
τόν τε ἡμέτερον σωτῆρα καὶ διαπαντὸς εὐεργέτην Μαρδοχαῖον καὶ τὴν ἄμεμπτον τῆς βασιλείας κοινωνὸν Ἐσθὴρ σὺν παντὶ τῷ τούτων ἔθνει πολυπλόκοις μεθόδων παραλογισμοῖς αἰτησάμενος εἰς ἀπώλειαν· |
Εσθ. 8,12ν |
Τον δε σωτήρα μας και ισόβιον ευεργέτην μας Μαρδοχαίον, όπως επίσης και την άμεμπτον συγκοινωνόν της βασιλείας, την Εσθήρ, μαζή με όλον το έθνος των, επεχείρησε με κάθε είδος δολοπλοκιών και πονηρών τεχνασμάτων να τους εξολοθρεύση. |
|
Εσθ. 8, 12μ |
οὐκ ἐνέγκας δὲ τὴν ὑπερηφανίαν ἐπετήδευσε τῆς ἀρχῆς στερῆσαι ἡμᾶς καὶ τοῦ πνεύματος, |
Εσθ. 8, 12μ |
|
|
Εσθ. 8,12λ |
ἔτυχεν, ἧς ἔχομεν πρὸς πᾶν ἔθνος φιλανθρωπίας ἐπὶ τοσοῦτον, ὥστε ἀναγορεύεσθαι ἡμῶν πατέρα καὶ προσκυνούμενον ὑπὸ πάντων τὸ δεύτερον τοῦ βασιλικοῦ θρόνου πρόσωπον διατελεῖν· |
Εσθ. 8,12λ |
Απήλαυσε τέτοιας φιλοξενίας και τιμής αυτός, την οποίαν, άλλωστε επιδεικνύομεν προς κάθε έθνος, ώστε να ανακηρυχθή πατέρας μας και να προσκυνήται από όλους, διότι κατείχε αξίωμα πολύ πλησίον προς τον βασιλικόν θρόνον, δεύτερον κατά την αξίαν. |
|
Εσθ. 8,12κ |
ὡς γὰρ Ἀμὰν Ἀμαδάθου Μακεδών, ταῖς ἀληθείας ἀλλότριος τοῦ τῶν Περσῶν αἵματος καὶ πολὺ διεστηκὼς τῆς ἡμετέρας χρηστότητος, ἐπιξενωθεὶς ἡμῖν |
Εσθ. 8,12κ |
Διότι γνωρίζετε και σεις, πως ο Αμάν, ο υιός του Αμαδάθου, ο Μακεδών που ήτο ξένος πράγματι από την φυλήν των Περσών και διέφερε πάρα πολύ από την ιδικήν μας χρηστήν συμπεριφοράν, έτυχε μεγάλης φιλοξενίας εκ μέρους ημών. |
|
Εσθ. 8,12ι |
χρώμενοι ταῖς μεταβολαῖς, τὰ δὲ ὑπὸ τὴν ὄψιν ἐρχόμενα διακρίνοντες ἀεὶ μετ᾿ ἐπιεικεστέρας ἀπαντήσεως. |
Εσθ. 8,12ι |
Δια τούτο θα προχωρήσωμεν εις τας αναγκαίας μεταβολάς και θα κρίνωμεν μετά συνέσεως πάντοτε τα πράγματα, τα οποία εκάστοτε παρουσιάζονται ενώπιόν μας, δια να αντιμετωπίσωμεν αυτά και μετά της επιτρεπομένης επιεικείας. |
|
Εσθ. 8,12θ |
καὶ προσέχειν εἰς τὰ μετὰ ταῦτα εἰς τὸ τὴν βασιλείαν ἀτάραχον τοῖς πᾶσιν ἀνθρώποις μετ᾿ εἰρήνης παρεξόμεθα, |
Εσθ. 8,12θ |
Αυτά πρέπει να μας κάμουν να προσέξωμεν δια την μετά ταύτα ζωήν, δια το μέλλον των ανθρώπων, να εξασφαλίσωμεν προς ωφέλειαν όλων των ανθρώπων την ηρεμίαν και την ειρήνην. |
|
Εσθ. 8,12η |
σκοπεῖν δὲ ἔξεστιν, οὐ τοσοῦτον ἐκ τῶν παλαιοτέρων ὧν παρεδώκαμεν ἱστοριῶν, ὅσα ἐστὶ παρὰ πόδας ὑμᾶς ἐκζητοῦντας ἀνοσίως συντετελεσμένα τῇ τῶν ἀνάξια δυναστευόντων λοιμότητι, |
Εσθ. 8,12η |
Πρέπει δε να σημειωθή ότι δεν είναι τόσον πολλά τα ελεεινά παραδείγματα μεταξύ των παλαιοτέρων ανθρώπων, όπως μας τα παρέδωσεν η αρχαία ιστορία, από όσα συμβαίνουν εις τας ημέρας μας εκ μέρους ανθρώπων, οι οποίοι κατέχουν και ασκούν αναξίως την εξουσίαν και ανοσίως επιζητούν το κακόν. |
|
Εσθ. 8,12ζ |
τῷ τῆς κακοηθείας ψευδεῖ παραλογισμῷ παραλογισαμένων τὴν τῶν ἐπικρατούντων ἀκέραιον εὐγνωμοσύνην. |
Εσθ. 8,12ζ |
Ετσι δε με τα κακοήθη απατηλά των ψεύδη εξεμεταλλεύοντο την απλότητα και αγαθότητα των αξιωματούχων και τους παρέσυραν προς το κακόν. |
|
Εσθ. 8,12ε |
πολλάκις δὲ καὶ πολλοὺς τῶν ἐπ᾿ ἐξουσίαις τεταγμένων τῶν πιστευθέντων χειρίζειν φίλων τὰ πράγματα παραμυθία μετόχους αἱμάτων ἀθώων καταστήσασα, περιέβαλε συμφοραῖς ἀνηκέστοις, |
Εσθ. 8,12ε |
Πολλές δε φορές αυτοί με την απατηλήν των γλώσσαν έχουν παρασύρει πολλούς από εκείνους, οι οποίοι είναι τεταγμένοι εις τας διαφόρους εξουσίας και έχουν αναλάβει χάρις εις την εμπιστοσύνην των προϊσταμένων των την διαχείρισιν των δημοσίων πραγμάτων, πολλούς, λοιπόν, τους παρέσυραν να γίνουν συνένοχοι στον θάνατον αθώων υπάρξεων και να περιπέσουν τοιουτοτρόπως εις αθεραπεύτους συμφοράς. |
|
Εσθ. 8,12δ |
καὶ τὴν εὐχαριστίαν οὐ μόνον ἐκ τῶν ἀνθρώπων ἀνταναιροῦντες, ἀλλὰ καὶ τοῖς τῶν ἀπειραγάθων κόμποις ἐπαρθέντες, τοῦ τὰ πάντα κατοπτεύοντος ἀεὶ Θεοῦ μισοπόνηρον ὑπολαμβάνουσιν ἐκφεύξεσθαι δίκην. |
Εσθ. 8,12δ |
Αυτοί έτσι όπως φέρονται, θέλουν με το παράδειγμά των να σβήσουν την ευγνωμοσύνην ανάμεσα στους ανθρώπους· αλλά και αλαζονευθέντες από το πλήθος των αγαθών, που έχουν απολαύσει, νομίζουν ότι είναι δυνατόν να διαφύγουν την τιμωρίαν του τα πάντα, πάντοτε επιβλέποντος Θεού, ο οποίος Θεός μισεί το πονηρόν. |
|
Εσθ. 8,12γ |
πολλοὶ τῇ πλείστῃ τῶν εὐεργετούντων χρηστότητι πυκνότερον τιμώμενοι μεῖζον ἐφρόνησαν καὶ οὐ μόνον τοὺς ὑποτεταγμένους ἡμῖν ζητοῦσι κακοποιεῖν, τόν τε κόρον οὐ δυνάμενοι φέρειν καὶ τοῖς ἑαυτῶν εὐεργέταις ἐπιχειροῦσιν μηχανᾶσθαι· |
Εσθ. 8,12γ |
Είναι γεγονός ότι πολλοί, οι οποίοι έχουν ευεργετηθή και τιμηθή πάρα πολύ χάρις εις την καλωσύνην των προϊσταμένων των, έγιναν αλαζονικοί και υπερήφανοι. Αυτοί οχι μόνον επιζητούν να κάμουν κακόν στους υποτεταγμένους εις ημάς, αλλά ανίκανοι να φέρουν το μέγα βάρος των ευεργεσιών και αξιωμάτων, που απήλαυσαν, επιχειρούν να μηχανορραφούν εναντίον των ευεργετών των. |
|
Εσθ. 8,12α |
Ὧν ἐστιν ἀντίγραφον τῆς ἐπιστολῆς τὰ ὑπογεγραμμένα· |
Εσθ. 8,12α |
Τα διατάγματα δε αυτά περιείχον τα εξής· |
|
Εσθ. 8,12β |
«βασιλεὺς μέγας Ἀρταξέρξης τοῖς ἀπὸ τῆς Ἰνδικῆς ἕως τῆς Αἰθιοπίας ἑκατὸν εἰκοσιεπτὰ σατραπείαις χωρῶν ἄρχουσι καὶ τοῖς τὰ ἡμέτερα φρονοῦσι, χαίρειν. |
Εσθ. 8,12β |
“Ο μέγας βασιλεύς Αρταξέρξης χαιρετίζει τους σατράπας και τους αρχηγούς των εκατόν είκοσιν επτά επαρχιών από της χώρας της Ινδικής μέχρι και της Αιθιοπίας· όπως επίσης και όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν ως φρονήματά των τα ιδικά μας φρονήματα. |
|
Εσθ. 8,12 |
ἐν ἡμέρα μιᾷ ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ Ἀρταξέρξου, τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ δωδεκάτου μηνός, ὅς ἐστιν Ἀδάρ. |
Εσθ. 8,12 |
Αυτά δε θα γίνουν κατά την ωρισμένην εκείνην μίαν ημέραν εις όλην την έκτασιν του βασιλείου του Αρταξέρξου, δηλαδή την δεκάτην τρίτην του δωδεκάτου μηνός, ο οποίος λέγεται Αδάρ. |
|
Εσθ. 8,13 |
τὰ δὲ ἀντίγραφα ἐκτιθέσθωσαν ὀφθαλμοφανῶς ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ, ἑτοίμους τε εἶναι πάντας τοὺς Ἰουδαίους εἰς ταύτην τὴν ἡμέραν, πολεμῆσαι αὐτῶν τοὺς ὑπεναντίους». |
Εσθ. 8,13 |
Τα αντίγραφα αυτών των διαταγών ας εκτεθούν οφθαλμοφανώς εις όλην την βασιλείαν, ας είναι δε όλοι οι Ιουδαίοι έτοιμοι κατά την ημέραν αυτήν, να πολεμήσουν εναντίον των εχθρών των”. |
|
Εσθ. 8,14 |
Οἱ μὲν οὗν ἱππεῖς ἐξῆλθον σπεύδοντες τὰ ὑπὸ τοῦ βασιλέως λεγόμενα ἐπιτελεῖν· ἐξετέθη δὲ τὸ πρόσταγμα καὶ ἐν Σούσοις. |
Εσθ. 8,14 |
Οι μεν λοιπόν έφιπποι ταχυδρόμοι ανεχώρησαν σπεύδοντες να εκτελέσουν τας διαταγάς του βασιλέως, το διάταγμα δε αυτό εξετέθη δημοσία και εις τα Σούσα. |
|
Εσθ. 8,15 |
ὁ δὲ Μαρδοχαῖος ἐξῆλθεν ἐστολισμένος τὴν βασιλικὴν στολὴν καὶ στέφανον ἔχων χρυσοῦν καὶ διάδημα βύσσινον πορφυροῦν· ἰδόντες δὲ οἱ ἐν Σούσοις ἐχάρησαν. |
Εσθ. 8,15 |
Ο δε Μαρδοχαίος εβγήκεν από τα βασιλικά ανάκτορα στολισμένος με την βασιλικήν στολήν, έχων χρυσούν στέφανον εις την κεφαλήν και βασιλικόν διάδημα από βύσσον και πορφύραν. Οι κάτοικοι των Σούσων, όταν τον είδαν, εχάρησαν. |
|
Εσθ. 8,16 |
τοῖς δὲ Ἰουδαίοις ἐγένετο φῶς καὶ εὐφροσύνη· |
Εσθ. 8,16 |
Αυτό δια τους Ιουδαίους έγινε φως και χαρά. |
|
Εσθ. 8,17 |
κατὰ πόλιν καὶ χώραν, οὗ ἂν ἐξετέθη τὸ πρόσταγμα, οὗ ἂν ἐξετέθη τὸ ἔκθεμα, χαρὰ καὶ εὐφροσύνη τοῖς Ἰουδαίοις, κώθων καὶ εὐφροσύνη. καὶ πολλοὶ τῶν ἐθνῶν περιετέμνοντο καὶ ἰουδάϊζον διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων. |
Εσθ. 8,17 |
Εις όλας δε τας πόλεις και χώρας, όπου εξετέθη δημοσία το διάταγμα του βασιλέως, επεκράτησε μεγάλη χαρά και ευφροσύνη μεταξύ των Ιουδαίων, φαγοπότι και αγαλλίασις. Πολλοί δε από τους εθνικούς περιετέμνοντο και εμιμούντο τον τρόπον ζωής της θρησκείας των Ιουδαίων, διότι ευλαβούντο και εφοβούντο τους Ιουδαίους. |
|
| Κεφάλαιο 9ο |
Εσθ. 9,1 |
Ἐν γὰρ τῷ δωδεκάτῳ μηνί, τῇ τρισκαιδεκάτη τοῦ μηνός, ὅς ἐστιν Ἀδάρ, παρῆν τὰ γράμματα τὰ γραφέντα ὑπὸ τοῦ βασιλέως. |
Εσθ. 9,1 |
Την δεκάτην τρίτην του δωδεκάτου μηνός του ονομαζόμενου Αδάρ είχον φθάσει τα γράμματα του βασιλέως εις όλας τας πόλεις και χώρας του βασιλείου του. |
|
Εσθ. 9,2 |
ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ἀπώλοντο οἱ ἀντικείμενοι τοῖς Ἰουδαίοις· οὐδεὶς γὰρ ἀντέστη, φοβούμενος αὐτούς. |
Εσθ. 9,2 |
Κατά την ημέραν αυτήν εξωλοθρευθησαν οι εχθροί των Ιουδαίων, διότι κανείς δεν αντεσταθη εις αυτούς, επειδή τους εφοβείτο. |
|
Εσθ. 9,3 |
οἱ γὰρ ἄρχοντες τῶν σατραπῶν καὶ οἱ τύραννοι καὶ οἱ βασιλικοὶ γραμματεῖς ἐτίμων τοὺς Ἰουδαίους· ὁ γὰρ φόβος Μαρδοχαίου ἐνέκειτο αὐτοῖς. |
Εσθ. 9,3 |
Και τούτο, διότι όλοι οι αρχηγοί των σατραπειών, οι διοικήται και γενικώς οι βασιλικοί υπάλληλοι, ετιμουσαν τους Ιουδαίους, επειδή ο φόβος του Μαρδοχαίου επεκρεματο επάνω από αυτούς. |
|
Εσθ. 9,4 |
προσέπεσε γὰρ τὸ πρόσταγμα τοῦ βασιλέως ὀνομασθῆναι ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ καὶ ἐμεγαλύνετο. |
Εσθ. 9,4 |
Το διάταγμα, λοιπόν, αυτό του βασιλέως εκοινοποιηθη και έγινε γνωστόν εις όλον το βασίλειον, ο δε Μαρδοχαίος εδοξάζετο όλονεν και περισσότερον. |
|
Εσθ. 9,5 |
καὶ ἐπάταξαν οἱ Ἰουδαῖοι πληγὴν ἐν πᾶσι τοῖς ἐχθροῖς αὐτῶν πληγὴν μαχαίρας καὶ ἀναιρέσεως καὶ ἀπωλείας καὶ ἐποίησαν ἐν τοῖς μισοῦσιν αὐτοὺς κατὰ τὸ θέλημα αὐτῶν. |
Εσθ. 9,5 |
Οι Ιουδαίοι εκτυπησαν με μαχαίρας και επέφεραν μεγάλην θραΰσιν εις όλους τους εχθρούς των, όλεθρον και καταστροφήν. Εκαμαν εναντίον των μισούντων αυτούς, όσα εκείνοι ήθελαν να κάμουν εις αυτούς. |
|
Εσθ. 9,6 |
καὶ ἐν Σούσοις τῇ πόλει ἀπέκτειναν οἱ Ἰουδαῖοι ἄνδρας πεντακοσίους, |
Εσθ. 9,6 |
Εις την πρωτεύουσαν Σούσα οι Ιουδαίοι εφόνευσαν πεντακοσίους άνδρας. |
|
Εσθ. 9,7 |
τόν τε Φαρσαννὲς καὶ Δελφὼν καὶ Φασγὰ |
Εσθ. 9,7 |
Μεταξύ δε αυτών τον Φαρσαννές, τον Δελφών, τον Φασγά, |
|
Εσθ. 9,8 |
καὶ Φαραδαθὰ καὶ Βαρέα καὶ Σαρβακὰ |
Εσθ. 9,8 |
τον Φαραδαθά, τον Βαρέα, τον Σαρβακά, |
|
Εσθ. 9,9 |
καὶ Μαρμασιμὰ καὶ Ῥουφαῖον καὶ Ἀρσαῖον καὶ Ζαβουθαῖον, |
Εσθ. 9,9 |
τον Μαρμασιμά, τυν Ρουφαιον, τον Αρσαίον, τον Ζαβουθαίον, |
|
Εσθ. 9,10 |
τοὺς δέκα υἱοὺς Ἀμὰν Ἀμαδάθου Βουγαίου τοῦ ἐχθροῦ τῶν Ἰουδαίων, καὶ διήρπασαν. |
Εσθ. 9,10 |
τους δέκα υιούς Αμάν του Αμαδαθού του Βουγαίου του εχθρού των Ιουδαίων, και διήρπασαν αυτών τας περιουσίας. |
|
Εσθ. 9,11 |
ἐν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ ἐπεδόθη ὁ ἀριθμὸς τῷ βασιλεῖ τῶν ἀπολωλότων ἐν Σούσοις. |
Εσθ. 9,11 |
Κατά την ιδίαν ημέραν ανεφέρθη στον βασιλέα ο αριθμός των φονευθέντων εις τα Σούσα. |
|
Εσθ. 9,12 |
εἶπε δὲ ὁ βασιλεὺς πρὸς Ἐσθήρ· ἀπώλεσαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐν Σούσοις τῇ πόλει ἄνδρας πεντακοσίους· ἐν δὲ τῇ περιχώρῳ πῶς οἴει ἐχρήσαντο; τί οὖν ἀξιοῖς ἔτι, καὶ ἔσται σοι; |
Εσθ. 9,12 |
Είπε τότε ο βασιλεύς προς την Εσθήρ «οι Ιουδαίοι εδώ εις τα Σούσα εφόνευσαν πεντακοσίους άνδρας. Σκέψου, λοιπόν, πόσους ακόμη περισσοτέρους θα εφόνευσαν εις την επαρχίαν. Λοιπόν ποίον αξιώσιν έχεις ακόμη από εμέ; Πες μου την και εγώ θα την εκπληρώσω». |
|
Εσθ. 9,13 |
καὶ εἶπεν Ἐσθὴρ τῷ βασιλεῖ· δοθήτω τοῖς Ἰουδαίοις χρῆσθαι ὡσαύτως τὴν αὔριον, ὥστε τοὺς δέκα υἱοὺς Ἀμὰν κρεμάσαι. |
Εσθ. 9,13 |
Η Εσθήρ είπεν στον βασιλέα «ας δώση ο βασιλεύς την άδειαν στους Ιουδαίους, που ευρίσκονται εις τα Σούσα, να χρησιμοποιήσουν την επομένην ημέραν κατά τον ίδιον τρόπον, ώστε κατ αυτήν να κρεμάσουν τα δέκα παιδιά του Αμάν». |
|
Εσθ. 9,14 |
καὶ ἐπέτρεψεν οὕτως γενέσθαι καὶ ἐξέθηκε τοῖς Ἰουδαίοις τῆς πόλεως τὰ σώματα τῶν υἱῶν Ἀμὰν κρεμάσαι. |
Εσθ. 9,14 |
Ο βασιλεύς επέτρεψε να γίνη έτσι. Εδημοσιευθη το σχετικόν διάταγμα, δια του οποίου επετρέπετο στους Ιουδαίους της πόλεως να κρεμάσουν τα σώματα των υιών του Αμάν, όπως και τα εκρέμασαν. |
|
Εσθ. 9,15 |
καὶ συνήχθησαν οἱ Ἰουδαῖοι ἐν Σούσοις τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ Ἀδὰρ καὶ ἀπέκτειναν ἄνδρας τριακοσίους καὶ οὐδὲν διήρπασαν. |
Εσθ. 9,15 |
Οι Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις τα Σούσα, συνεκεντρώθησαν κατά την δεκάτην τετάρτην του μηνός Αδάρ και εξωντωσαν τριακοσίους ακόμη εχθρούς των, χωρίς όμως να διαρπάσουν τίποτε. |
|
Εσθ. 9,16 |
οἱ δὲ λοιποὶ τῶν Ἰουδαίων οἱ ἐν τῇ βασιλείᾳ συνήχθησαν καὶ ἑαυτοῖς ἐβοήθουν καὶ ἀνεπαύσαντο ἀπὸ τῶν πολεμίων· ἀπώλεσαν γὰρ αὐτῶν μυρίους πεντακισχιλίους τῇ τρισκαιδεκάτῃ τοῦ Ἀδὰρ καὶ οὐδὲν διήρπασαν. |
Εσθ. 9,16 |
Οι υπόλοιποι Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο ανά τας επαρχίας του βασιλείου, συνεκεντρώθησαν, δια να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον εις άμυναν εναντίον των εχθρών των. Και επέτυχαν να ασφαλισθούν απέναντι των πολεμίων των. Αυτοί όμως εφόνευσαν από τους εχθρούς των κατά την δεκάτην τρίτην του μηνός Αδάρ δεκαπέντε χιλιάδες ανθρώπους, χωρίς όμως να προβούν εις καμμίαν διαρπαγήν. |
|
Εσθ. 9,17 |
καὶ ἀνεπαύσαντο τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς καὶ ἦγον αὐτὴν ἡμέραν ἀναπαύσεως μετὰ χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. |
Εσθ. 9,17 |
Την δεκάτην τετάρτην του ιδίου μηνός οι Ιουδαίοι ανεπαυθησαν και επερασαν την ημέραν αυτήν με συμπόσια και χαράν. |
|
Εσθ. 9,18 |
οἱ δὲ Ἰουδαῖοι ἐν Σούσοις τῇ πόλει συνήχθησαν καὶ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ καὶ ἀνεπαύσαντο· ἦγον δὲ καὶ τὴν πεντεκαιδεκάτην μετὰ χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης. |
Εσθ. 9,18 |
Οι δε Ιουδαίοι, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την πόλιν Σούσα, συνεκεντρώθησαν κατά την δεκάτην τετάρτην ημέραν και ανεπαυθησαν. Επερασαν δε την δεκάτην πέμπτην ημέραν με χαράν και αγαλλιασιν. |
|
Εσθ. 9,19 |
διὰ τοῦτο οὖν οἱ Ἰουδαῖοι οἱ διεσπαρμένοι ἐν πάσῃ χώρᾳ τῇ ἔξω ἄγουσι τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην τοῦ Ἀδὰρ ἡμέραν ἀγαθὴν μετ᾿ εὐφροσύνης ἀποστέλλοντες μερίδας ἕκαστος τῷ πλησίον. |
Εσθ. 9,19 |
Δια τούτο ακριβώς και οι άλλοι Ιουδαίοι, οι διασκορπισμένοι εις όλην την υπαιθρον χώραν, πανηγυρίζουν με πολλήν χαράν την δεκάτην τετάρτην του μηνός Αδάρ ως ημέραν καλήν και χαρμόσυνον και αποστέλλουν ο ένας στον άλλον μερίδας φαγητών. |
|
Εσθ. 9,20 |
Ἔγραψε δὲ Μαρδοχαῖος τοὺς λόγους τούτους εἰς βιβλίον καὶ ἐξαπέστειλε τοῖς Ἰουδαίοις, ὅσοι ἦσαν ἐν τῇ Ἀρταξέρξου βασιλεία, τοῖς ἐγγὺς καὶ τοῖς μακράν, |
Εσθ. 9,20 |
Ο Μαρδοχαίος κατέγραψε τα ιστορικά αυτά γεγονότα εις βιβλίον, το οποίον και έστειλε προς όλους τους Ιουδαίους, που ευρίσκοντο εις τας επαρχίας του βασιλείου του Αρτάξερξου, τόσον εις εκείνους που κατοικούσαν πλησίον, όσον και εις εκείνους που ευρίσκοντο μακράν. |
|
Εσθ. 9,21 |
στῆσαι τὰς ἡμέρας ταύτας ἀγαθὰς ἄγειν τε τὴν τεσσαρεσκαιδεκάτην καὶ τὴν πεντεκαιδεκάτην τοῦ Ἀδὰρ |
Εσθ. 9,21 |
Τους έδωσε δε εντολήν να εορτάζουν με χαράν και ευφροσύνην τας ημέρας αυτάς, την δεκάτην τετάρτην και δεκάτην πέμπτην του μηνός Αδάρ, |
|
Εσθ. 9,22 |
ἐν γὰρ ταύταις ταῖς ἡμέραις ἀνεπαύσαντο οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν- καὶ τὸν μῆνα, ἐν ᾧ ἐστράφη αὐτοῖς (ὃς ἦν Ἀδὰρ) ἀπὸ πένθους εἰς χαρὰν καὶ ἀπὸ ὀδύνης εἰς ἀγαθὴν ἡμέραν, ἄγειν ὅλον ἀγαθὰς ἡμέρας γάμων καὶ εὐφροσύνης, ἐξαποστέλλοντας μερίδας τοῖς φίλοις καὶ τοῖς πτωχοῖς. |
Εσθ. 9,22 |
διότι κατά τας ημέρας αυτάς οι Ιουδαίοι διέφυγαν τον τρομερόν κίνδυνον εκ μέρους των εχθρών των και έμειναν ανενόχλητοι και έτσι ο μήνας αυτός (ο Αδάρ) μετεστράφη από πένθος εις χαράν και αι ημέραι εκείναι από ημέραι οδύνης εις ημέρας χαρμοσύνους και εορτάσιμους. Διέταξε, λοιπόν, να πανηγυρίζουν τας ιστορικας αυτάς ημέρας με χαράν, όπως πανηγυρίζουν τας ημέρας των γάμων, και να αποστέλλουν μερίδας φαγητών και δώρα στους φίλους και τους πτωχούς. |
|
Εσθ. 9,23 |
καὶ προσεδέξαντο οἱ Ἰουδαῖοι, καθὼς ἔγραψεν αὐτοῖς ὁ Μαρδοχαῖος, |
Εσθ. 9,23 |
Οι Ιουδαίοι εδέχθη σαν όλα όσα έγραψεν εις αυτούς ο Μαρδοχαίος. |
|
Εσθ. 9,24 |
πῶς Ἀμὰν Ἀμαδάθου, ὁ Μακεδών, ἐπολέμει αὐτούς, καθὼς ἔθετο ψήφισμα καὶ κλῆρον ἀφανίσαι αὐτούς, |
Εσθ. 9,24 |
Επληροφορηθησαν, δηλαδή, λεπτομερώς πως ο Αμάν ο υιός του Αμαδάθου ο Μακεδών ήτο εχθρός των, ότι επροκαλεσε διάταγμα εξόντωσε εώς των και έρριψε κλήρους, δια να ορισθή η ημέρα του ολέθρου των Ιουδαίων |
|
Εσθ. 9,25 |
καὶ ὡς εἰσῆλθε πρὸς τὸν βασιλέα λέγων κρεμάσαι τὸν Μαρδοχαῖον· ὅσα δὲ ἐπεχείρησεν ἐπάξαι ἐπὶ τοὺς Ἰουδαίους κακά, ἐπ᾿ αὐτὸν ἐγένοντο, καὶ ἐκρεμάσθη αὐτός, καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ. |
Εσθ. 9,25 |
Οτι ο Αμάν είχε καταστρώσει σχέδιον, να παρουσιασθώ προς τον βασιλέα και να του εισηγηθή να διατάξη, δπως κρεμάσουν τον Μαρδοχαίον. Γενικώς όσα κακά επεχείρησε να πράξη εναντίον των Ιουδαίων και τα οποία εν τέλει εξεσπασαν εναντίον του, διότι αυτός και τα παιδιά του εκρεμάσθησαν. |
|
Εσθ. 9,26 |
διὰ τοῦτο ἐπεκλήθησαν αἱ ἡμέραι αὗται Φρουραὶ διὰ τοὺς κλήρους, ὅτι τῇ διαλέκτῳ αὐτῶν καλοῦνται Φρουραί, διὰ τοὺς λόγους τῆς ἐπιστολῆς ταύτης καὶ ὅσα πεπόνθασι διὰ ταῦτα καὶ ὅσα αὐτοῖς ἐγένετο, |
Εσθ. 9,26 |
Δια τούτο επωνομασθησαν αι εορτιοι αύται, ημέραι «Φρουραι» δια τους κλήρους οι οποίοι είχον ριφθή εις καθορισμόν της ημέρας προς καταστροφήν των Ιουδαίων. Οι κλήροι εις την γλώσσαν αυτών λέγονται Αφρουραί». Δι αυτούς τους λόγους, που τεριείχοντο εις αυτήν την επιστολήν και δι όσα επρόκειτο να πάθουν οι Ιουδαίοι και δι όσα γεγονότα έγιναν κατά τας ημέρας εκείνας, καθιερώθη η εορτή αυτή. |
|
Εσθ. 9,27 |
καὶ ἔστησε· καὶ προσεδέχοντο οἱ Ἰουδαῖοι ἐφ᾿ ἑαυτοῖς καὶ ἐπὶ τῷ σπέρματι αὐτῶν καὶ ἐπὶ τοῖς προστεθειμένοις ἐπ᾿ αὐτῶν, οὐδὲ μὴν ἄλλων χρήσονται. αἱ δὲ ἡμέραι αὗται μνημόσυνον ἐπιτελούμενον κατὰ γενεὰν καὶ γενεὰν καὶ πόλιν καὶ πατριὰν καὶ χώραν. |
Εσθ. 9,27 |
Οι δε Ιουδαίοι εδέχθησαν και ανέλαβον την υποχοεωσιν δια τον εαυτόν των, δια τους απογόνους των και δι όσους άλλους ήθελον προσκολληθή στο γένος των, να εορτάζουν απαραδατως τας δύο αυτάς ημέρας, ως εορτάς εις όλας τας γενεάς και εις όλας τας πόλεις, εις κάθε φυλήν και εις κάθε χώραν. |
|
Εσθ. 9,28 |
αἱ δὲ ἡμέραι αὗται τῶν Φρουραὶ ἀχθήσονται εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον, καὶ τὸ μνημόσυνον αὐτῶν οὐ μὴ ἐκλίπῃ ἐκ τῶν γενεῶν. |
Εσθ. 9,28 |
Αι εορταί αύται, αι «Φρουραί», θα εορταζωνται εις όλον τον κατόπιν χρόνον και η ανάμνησις των δεν πρέπει να λείψη ποτέ από τας γενεάς των Ισραηλιτών. |
|
Εσθ. 9,29 |
καὶ ἔγραψεν Ἐσθὴρ ἡ βασίλισσα θυγάτηρ Ἀμιναδὰβ καὶ Μαρδοχαῖος ὁ Ἰουδαῖος ὅσα ἐποίησαν τό τε στερέωμα τῆς ἐπιστολῆς τῶν Φρουραί. |
Εσθ. 9,29 |
Η βασίλισσα Εσθήρ, η θυγάτηρ του Αμιναδαβ, και ο Μαρδοχαίος ο Ιουδαίος έγραψαν εκ δευτέρου όσα έκαμαν, καθιέρωσαν και επεκυρωσαν όσα δια προγενεστέρας επιστολής ωρίζοντο σχετικώς με τας εορτάς «Φρουραί». |
|
Εσθ. 9,30 |
καὶ Μαρδοχαῖος καὶ Ἐσθὴρ ἡ βασίλισσα ἔστησαν ἑαυτοῖς καθ᾿ ἑαυτῶν, καὶ τότε στήσαντες κατὰ τῆς ὑγείας ἑαυτῶν καὶ τὴν βουλὴν αὐτῶν. |
Εσθ. 9,30 |
Ετσι ο Μαρδοχαίος και η Βασίλισσα Εσθήρ καθιέρωσαν την εορτήν αυτήν καϊ ανέλαβαν οι ίδιοι με όρκον επί της ζωής των και της υγείας των την Ρποχρέωσιν και την απόφασιν ότι θα την τηρήσουν. |
|
Εσθ. 9,31 |
καὶ Ἐσθὴρ λόγῳ ἔστησεν εἰς τὸν αἰῶνα, καὶ ἐγράφη εἰς μνημόσυνον. |
Εσθ. 9,31 |
Κατ αυτόν τον τρόπον η Εσθήρ καθιέρωσε και ώρισε να γίνεται πάντοτε αυτή η εορτή. Εγράφη αυτή και καθιερώθη προς ανάμνησιν της σωτηρίας των Εβραίων. |
|
| Κεφάλαιο 10ο |
Εσθ. 10,1 |
Ἔγραψε δὲ ὁ βασιλεὺς ἐπὶ τὴν βασιλείαν τῆς τε γῆς καὶ τῆς θαλάσσης, |
Εσθ. 10,1 |
Ο βασιλεύς διέταξε και κατέγραψαν, όσα κατά το διάστημα της βασιλείας του έγιναν, τόσον κατά ξηράν όσον και κατά θάλασσαν. |
|
Εσθ. 10,2 |
καὶ τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ ἀνδραγαθίαν πλοῦτόν τε καὶ δόξαν τῆς βασιλείας αὐτοῦ, ἰδοὺ γέγραπται ἐν βιβλίῳ βασιλέων Περσῶν καὶ Μήδων εἰς μνημόσυνον. |
Εσθ. 10,2 |
Ολα όσα αναφέρονται εις την δύναμίν του, τα κατορθώματά του, τον πλούτον και την δόξαν της βασιλείας του, ιδού, έχουν καταγραφή στο χρονικόν, βιβλίον των βασιλέων Περσών και Μηδων εις ανάμνησιν. |
|
Εσθ. 10,3 |
ὁ δὲ Μαρδοχαῖος διεδέχετο τὸν βασιλέα Ἀρταξέρξην καὶ μέγας ἦν ἐν τῇ βασιλείᾳ καὶ δεδοξασμένος ὑπὸ τῶν Ἰουδαίων· καὶ φιλούμενος, διηγεῖτο τὴν ἀγωγὴν παντὶ τῷ ἔθνει αὐτοῦ. |
Εσθ. 10,3 |
Ο Μαρδοχαίος εξεπροσώπει τον βασιλέα Αρταξέρξην και είχεν αναδειχθή μέγας κατά το διάστημα της βασιλείας εκείνου, τιμώμενος ιδιαιτέρως και αγαπώμενος από τους Ιουδαίους. Αυτός κατηύθυνεν εις προκοπήν και επιτυχίαν την ζωήν όλου του έθνους του. |
|
Εσθ. 10,3α |
Καὶ εἶπε Μαρδοχαῖος· παρὰ τοῦ Θεοῦ ἐγένετο ταῦτα. |
Εσθ. 10,3α |
Είπεν ο Μαρδοχαίος· “όλα αυτά εγένοντο πάρα του Θεού, |
|
Εσθ. 10,3β |
ἐμνήσθη γὰρ περὶ τοῦ ἐνυπνίου, οὗ εἶδον περὶ τῶν λόγων τούτων· οὐδὲ γὰρ παρῆλθεν ἀπ᾿ αὐτῶν λόγος. |
Εσθ. 10,3β |
διότι ενεθυμήθην το όνειρον εκείνο, που είδα σχετικώς με τα γεγονότα αυτά. Τιποτε δεν εξέπεσεν από εκείνα. |
|
Εσθ. 10,3γ |
ἡ μικρὰ πηγή, ἣ ἐγένετο ποταμὸς καὶ ἦν φῶς καὶ ἥλιος καὶ ὕδωρ πολύ· Ἐσθήρ ἐστιν ὁ ποταμός, ἣν ἐγάμησεν ὁ βασιλεὺς καὶ ἐποίησε βασίλισσαν. |
Εσθ. 10,3γ |
Η μικρή πηγή, η οποία έγινε ποταμός και φως και ήλιος και ύδωρ πολύ, ήτο η Εσθήρ, την οποίαν έλαβεν ως σύζυγόν του ο βασιλεύς και την ανέδειξε βασίλισσαν. |
|
Εσθ. 10,3δ |
οἱ δὲ δύο δράκοντες, ἐγώ εἰμι καὶ Ἀμάν. |
Εσθ. 10,3δ |
Οι δύο δράκοντες είμαι εγώ και ο Αμάν. |
|
Εσθ. 10,3ε |
τὰ δὲ ἔθνη τὰ ἐπισυναχθέντα ἀπολέσαι τὸ ὄνομα τῶν Ἰουδαίων. |
Εσθ. 10,3ε |
Τα δε έθνη είναι εκείνα, τα οποία συνεκεντρώθησαν με τον σκοπόν να εξολοθρεύσουν το όνομα των Ιουδαίων. |
|
Εσθ. 10,3ζ |
τὸ δὲ ἔθνος τὸ ἐμόν, οὗτός ἐστιν Ἰσραήλ, οἱ βοήσαντες πρὸς τὸν Θεὸν καὶ σωθέντες· καὶ ἔσωσε Κύριος τὸν λαὸν αὐτοῦ καὶ ἐρύσατο Κύριος ἡμᾶς ἐκ πάντων τῶν κακῶν τούτων. καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὰ σημεῖα καὶ τὰ τέρατα τὰ μεγάλα, ἃ οὐ γέγονεν ἐν τοῖς ἔθνεσι. |
Εσθ. 10,3ζ |
Ο ιδικός μου λαός είναι οι Ισραηλίται, οι οποίοι εβόησαν με προσευχήν θερμήν προς τον Θεόν και εσώθησαν. Εσωσε πράγματι ο Κυριος τον λαόν του και μας εγλύτωσεν από όλα τα δεινά, που μας είχαν απειλήσει. Ο Θεός επραγματοποίησε τα μεγάλα αυτά και αξιοθαύμαστα σημεία, τα οποία δεν έχουν γίνει μεταξύ των εθνών. |
|
Εσθ. 10,3η |
διὰ τοῦτο ἐποίησε κλήρους δύο, ἕνα τῷ λαῷ τοῦ Θεοῦ καὶ ἕνα πᾶσι τοῖς ἔθνεσι· |
Εσθ. 10,3η |
Δια τούτο ο Θεός ητοίμασε δύο κλήρους, ένα δια τον ιδικόν του λαόν και ένα δι όλα τα άλλα έθνη. |
|
Εσθ. 10,3θ |
καὶ ἦλθον οἱ δύο κλῆροι οὗτοι εἰς ὥραν καὶ καιρὸν καὶ εἰς ἡμέραν κρίσεως ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ πᾶσιν τοῖς ἔθνεσι, |
Εσθ. 10,3θ |
Και οι δύο αυτοί κλήροι, τα δύο αυτά γεγονότα, που είχαν προαναγγελθή, επραγματοποιήθησαν την αυτήν ημέραν, την αυτήν ώραν, κατά την αυτήν εποχήν, που είχεν ορίσει ο Θεός δι όλα τα έθνη ως ημέραν κρίσεως. |
|
Εσθ. 10,3ι |
καὶ ἐμνήσθη ὁ Θεὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ ἐδικαίωσε τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ· |
Εσθ. 10,3ι |
Ο Θεός ενεθυμήθη τον λαόν του και απέδωσε το δίκαιον εις την κληρονομίαν του. |
|
Εσθ. 10,3κ |
καὶ ἔσονται αὐτοῖς αἱ ἡμέραι αὗται ἐν μηνὶ Ἀδὰρ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ καὶ τῇ πεντεκαιδεκάτῃ τοῦ μηνὸς μετὰ συναγωγῆς καὶ χαρᾶς καὶ εὐφροσύνης ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κατὰ γενεὰς εἰς τὸν αἰῶνα ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ Ἰσραήλ. |
Εσθ. 10,3κ |
Δι αυτό και αι ημέραι αυταί, η δεκάτη τετάρτη και η δεκάτη πέμπτη του μηνός Αδάρ, θα εορτάζονται από τους Ιουδαίους με συγκέντρωσίν των, με χαράν και ευφροσύνην ενώπιον του Θεού, εις όλας τας γενεάς στον αιώνα μεταξύ του ισραηλιτικού λαού”. |
|
Εσθ. 10,3λ |
Ἔτους τετάρτου βασιλεύοντος Πτολεμαίου καὶ Κλεοπάτρας εἰσήνεγκε Δοσίθεος, ὃς ἔφη εἶναι ἱερεὺς καὶ Λευίτης, καὶ Πτολεμαῖος ὁ υἱὸς αὐτοῦ τὴν προκειμένην ἐπιστολὴν τῶν Φρουραί, ἣν ἔφασαν εἶναι καὶ ἡρμηνευκέναι Λυσίμαχον Πτολεμαίου τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ. |
Εσθ. 10,3λ |
Κατά δε το τέταρτον έτος του βασιλέως Πτολεμαίου και της Κλεοπάτρας ο Δοσίθεος, ο οποίος έλεγεν ότι είναι ιερεύς και Λευΐτης, και ο Πτολεμαίος, ο υιός αυτού, έφεραν την επιστολήν αυτήν των “Φρουραί”, δια την οποίαν έλεγαν ότι αυθεντικώς έχει μεταφρασθή από τον Λυσίμαχον τον υιόν του Πτολεμαίου τον εκ της κοινότητος της Ιερουσαλήμ. |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου